Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΙΣΤ.΄

Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 16ο




Προσφέρουμε στόν πτωχόν, ὅ,τι καλλίτερον  ἔχουμε, «ἀγαθόν δόμα».

ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στό Χριστό καί ὀφείλουμε νά τοῦ προσφέρουμε ὅ,τι καλλίτερο ἔχουμε. Νά προσέχουμε δέ τό ποσόν καί τήν ποιότητα τῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί τήν προαίρεσιν καί τόν τρόπο, πού προσφέρουμε τά δῶρα μας. Νά εἶναι «ἀγαθόν δόμα» (Σοφ. Σειρ. ιη΄ 17. Ματθ.ζ΄11. Λουκ. ια΄13).
Ὁ Θεός προσδέχεται μέ εὐχαρίστησι τήν προσεγμένη προσφοράν, τήν θυσίαν τοῦ Ἄβελ καί  ἀπορρίπτει τήν  ἀπρόσεκτη, τήν ἀνευλαβῆ θυσίαν τοῦ Κάϊν(Γενέσ. δ΄ 1-7) .













Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὀφείλει νά προσφέρῃ «ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄Κορινθ. θ΄ 7). Δέν πρέπει ποτέ νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στό Χριστό.


Ἐπίσης ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε ὅτι ἐλεημοσύνη δέν εἶναι μόνον ἡ προσφορά χρημάτων ἤ ἄλλων ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά καί κάθε προσφορά ἀνυποκρίτου ἀγάπης στόν πλησίον.
Ἐλεήμων εἶναι καί ὁ ἐπιστήμων ὁ τεχνίτης, πού
χρησιμοποιοῦν τήν ἐπιστήμη καί τήν τέχνη τους,
ὅπως θέλῃ ὁ Θεός, δηλαδή γιά τήν ἀνακούφισι καί τή θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ πλησίον, μέ ἀνιδιοτελῆ, θυσιαστική ἀγάπη.
Ὁ ἰατρός, ὁ φαρμακοποιός, ὁ μηχανικός, ἐκεῖνος πού κατέχει κάποιο ἀξίωμα, ὁ ὑπάλληλος, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπος ἐκεῖ, στή θέσι, πού βρίσκεται, ὅταν χρησιμοποιῇ τή θέσι, τό ἀξίωμα, τήν ἐπιστήμη ἤ τήν τέχνη του, μέ ἀνυπόκριτη, θυσιαστική ἀγάπη καί βοηθῇ τούς συναθρώπους του, χωρίς νά ἐκμεταλεύεται τήν ἀνάγκη τους, γίνεται κάθε μέρα ἐλεήμων. Δέν χρειάζεται νά ἔχῃς χρήματα ἤ ἄλλα ὑλικά ἀγαθά, γιά νά εἶσαι ἐλεήμων.
Μπορεῖς νά βοηθήσῃς κάποιον νά μάθῃ καλά τήν τέχνη σου ἤ, ἄν εἶσαι νομικός, νά ἀναλάβῃς δωρεάν τήν ὑπεράσπισι τοῦ πτωχοῦ καί νά δικαιώσῃς τόν ἀδικούμενο καί συκοφαντούμενο; Τότε προσφέρεις ἀγαθόν δόμα, διά τοῦ πτωχοῦ στό Χριστό.


Ἄν εἶσαι γιατρός, μπορεῖς, ἄν θέλῃς, νά ἐπισκεφθῇς καί νά προσφέρῃς δωρεάν τίς ἰατρικές ὑπηρεσίες σου στόν πτωχό ἄρρωστο, μέ ἱλαρότητα καί ἀγάπη.
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων διαβάζουμε ὅτι, καί χωρίς χρήματα, μποροῦν νά γίνουν μεγάλα καί θαυμαστά ἔργα, «δόματα ἀγαθά». Ὁ ἐκ γενετής χωλός ζητιάνος ζήτησε ἀπό τόν Πέτρο καί τόν Ἰωάννη ἐλεημοσύνη χρημάτων. Ὁ Πέτρος ὅμως τοῦ εἶπε:
«Ἀργύριον καί χρυσίον οὐχ ὑπάρχει μοι· ὅ δέ ἔχω τοῦτο σοι δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ
Ναζωραίου ἔγειρε καί περιπάτει. Καί πιάσας αὐτόν τῆς δεξιᾶς χειρός ἤγειρε· παραχρῆμα δέ ἐστερεώθησαν αὐτοῦ αἱ βάσεις καί τά σφυρά, καί ἐξαλλόμενος ἔστη (καί ἀφοῦ σκίρτησε, ἀναπήδησε ἀπό χαρά, στάθηκε ὄρθιος) καί περιεπάτει, καί εἰσῆλθεν σύν αὐτοῖς εἰς τό ἱερόν περιπατῶν καί ἀλλόμενος (σκιρτῶν) καί αἰνῶν τόν Θεόν» (Πράξ. γ΄ 1-8).
Ἀλλά πέραν ἀπό ὅλα αὐτά ὁ πιστός ὀφείλει, ὅπως ἔχουμε πῆ, νά προσέχῃ κάθε φορά τί προσφέρει καί πῶς τό προσφέρει. Ἐπίσης ὀφείλουμε ὅλοι  νά θυμούμαστε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μας στόν πτωχό εἶναι προσφορά στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης  στή «Φιλόθεο Ἀδολεσχία» ἀναφέρεται σέ ἐλεημοσύνες, πού γίνονται κάθε μέρα καί παρατηρεῖ ὅτι οἱ ἐλεημοσύνες αὐτές στήν οὐσία δέν εἶναι ἐλεημοσύνες, ἀλλά καταφρόνησι, προσβολή καί ἐμπαιγμός τῶν πτωχῶν: «Πάληωσε τό ροῦχο ἤ τό παπούτσι σου· λερώθηκε ὁλότελα κι’ ἐξεσκίστηκε κι’ ἔλυωσε· δός τα στό φτωχό. Βρώμισε τό φαγητό σου, ἐμούχλιασε, τάγγισε κι’ ἄρχισε νά σκουληκιάζῃ, στό φτωχό κι’ αὐτό. Χάλασε τό κρασί σου, κι ἔκοψε  κι ἐξύνισε καί καταστράφηκε, κι’ αὐτό στό φτωχό... Βέβαια τά παίρνῃ ὁ δυστυχισμένος ὁ φτωχός·  βρίσκεται στήν ἀνάγκη, βασανίζεται ἀπό τή φτώχεια, βιάζεται ἀπό τή στενοχώρια, κρυώνει, πεινᾶ, διψᾶ, δέχεται αὐτό πού τοῦ δίνεις. Τί νά κάμη ὁ δυστυχισμένος; Φοβᾶται, μήπως, ἄν δέν τό δεχθῇ, σέ δυσαρεστήσῃ καί πέση στήν ἐχθρότητά σου. Ἀλλά σύ στοχάζεσαί ποτε, Χριστιανέ μου, σέ ποιόν πηγαίνει τό δῶρο σου; Πηγαίνει Σ’ Ἐκεῖνον, πού ἔγινε γιά σένα φτωχός, πηγαίνει στό Σωτῆρα σου καί Λυτρωτή σου: «ὅσα ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40). Στοχάζεσαι σέ ποιόν γίνεται αὐτή ἡ θυσία σου; Στόν ἴδιο τόν δημιουργό σου καί πλάστη, στόν Κύριο καί Θεό σου. Καί δέχεται ἄρα αὐτός τίς τέτοιες προσφορές σου; Καταδέχεται νά ρίξη τό βλέμμα Του σέ τέτοια δοσίματα, πού τά προσφέρεις μόνο καί μόνο, ἐπειδή εἶναι γιά πέταμα καί δέν σοῦ χρησιμεύουν σέ τίποτε; Ὄχι, ποτέ».
«Ἐάν δέ ᾖ ἐν αὐτῷ μῶμος, χωλόν ἤ τυφλόν ἤ καί πᾶς μῶμος πονηρός, οὐ θύσεις αὐτό Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου». Δηλαδή ἄν τό δῶρο σου  ἔχῃ κάποιο ψεγάδι, δέν πρέπει νά τό προσφέρῃς θυσία στό Θεό (Δευτερ. ιε΄ 21).
Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι «ὕβρις» πρός τόν Θεόν, τόν δοτήρα παντός ἀγαθοῦ καί «βδέλυγμα» παρά τῷ Θεῷ. Στόν ἐλάχιστο ἀδελφό του Χριστοῦ, στόν πτωχό συνάνθρωπό μας προσφέρουμε «ἀγαθόν δόμα», ὅ,τι καλλίτερο ἔχουμε, προσέχοντας καί τόν τρόπο, πού γίνεται ἡ προσφορά μας, ὥστε, ὄχι μόνον νά ἁπαλύνῃ τόν πόνον, ἀλλά νά θεραπεύῃ τίς στενοχώριες, κυρίως δέ νά ξεριζώνῃ τά αἴτια τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καί νά ἑδραιώνῃ τήν κοινωνική Δικαιοσύνη.
Ὁ Κύριος, μέ τό παράδειγμά Του, μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά εὐεργετοῦμε τούς συνανθρώπους μας καί νά θεραπεύουμε, ὅπως Ἐκεῖνος, «πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ».


Ὅταν ἡ ἐλεημοσύνη μας γίνεται μέ τρόπο πού τραυματίζει τήν ψυχή, θίγοντας τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια,τότε  δέν εἶναι ἐλεημοσύνη, ἀλλά προσβολή τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ. Ἕνα παλαιό, γνωστό σοφό ρητόν λέει ὅτι «τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται».
Ἡ σωστή ἐλεημοσύνη εἶναι μια συνεχής ἀνάπαυσι καί φροντίδα, γιά τή σωτηρία ψυχῶν. Εἶναι ἕνας συνεχής χορτασμός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Στήν πρώτη ὅμως γραμμή ἔρχεται ἡ φροντίδα, γιά τήν ἀθάνατη ψυχή καί ὕστερα ἡ φροντίδα τοῦ σώματος. Ἡ ἐλεημοσύνη μας πρέπει νἆναι εὐωδία πνευματική, «ὡς μύρον», «ὡς δρόσος». Νά μᾶς φέρει σάν ἀδελφούς «ἐπί τό αὐτό» (πρβλ. Ψαλμ. 132), ὥστε νά εἶναι ὅλων τῶν πιστῶν «ἡ ψυχή καί ἡ καρδία μία» καί κανείς νά μή λέῃ ὅτι, καί τό ἐλάχιστον ἀπό τά ὑπάρχοντά του, εἶναι δικό του, ἀλλά νά εἶναι ὅλα κοινά σέ ὅλους καί νά προσφέρονται, γιά τήν ἐξυπηρέτησι ὅλων, ὅπως συνέβαινε στήν πρώτη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἦτο «Ἁγία καί ἄμωμος» (Πράξ. δ΄ 32. Ἐφεσ. ε΄ 32).




Πολλές φορές ἕνας καλός  λόγος εἶναι προτιμότερος ἀπό πολλά ἄλλα δοσίματα. Εἶναι βάλσαμο στήν ψυχή. Μιά καλή συμβουλή, μπορεῖ νά μή θεραπεύῃ τήν πεῖνα τοῦ σώματος, ἀλλά μπορεῖ νά σώσῃ ἀπό βέβαιο θάνατο. Ἀντίθετα, μια μομφή, μια ἄστοχη κίνησι, ἕνας πικρόχολος λόγος εἶναι ἱκανός νά δηλητηριάσῃ τήν ψυχή τοῦ πλησίον. Ἐξ αἰτίας μάλιστα τῆς ξεχωριστῆς ψυχολογίας, στήν ὁποία ὁδηγεῖ τόν πτωχόν ἡ ἀνάγκη, ἕνας ἁπλός ἄστοχος λόγος μπορεῖ νά τόν φέρῃ σέ ἀπόγνωσι. Ὁ Knut Hamsun, στό ἔργο του «ἡ πεῖνα» λέγει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ζοῦν μέ ψιχουλα, ἀλλά πεθαίνουν ἀπό ἕνα πικρό λόγο. Ὁ Λαός μας πολύ χαρακτηριστικά λέγει: «Ὁ λόγος σου μέ χόρτασε καί τό ψωμί σου φάτο». Γι’αὐτό καί ὁ  Παῦλος συνιστᾶ: « ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι» (Κολοσ. δ΄ 6).


Λέγει ἕνας ποιητής (ὁ Leon Bloy) ὅτι «μια δεκάρα δοσμένη μέ μισή καρδιά σ’ ἕναν φτωχό τρυπᾶ τό χέρι τοῦ φτωχοῦ, τρυπᾶ τούς ἥλιους καί ἀναστατώνει τό Σύμπαν».
Ὁ Ραούλ Φολερώ λέει στόν κάθε ἄνθρωπο, πού δέν γεύτηκε τή χαρά τῆς σωστῆς ἐλεημοσύνης:
«Σέ  κατηγοροῦμε, γιατί ἔχεις βλάψει τήν ἀξιοπρέπεια, πού ποδοπατᾶς μέ τό βρώμικό σου χρῆμα.
Σέ κατηγοροῦμε γιατί δέν ἔμαθες τίποτε, οὔτε κατάλαβες τίποτε.
Εἶναι ἀλήθεια, Τίποτε δέν ἔκανες. Τίποτε δέν ἔχεις κάνει γιά τούς ἄλλους, τό λαό, τούς πτωχούς, τούς νικημένους,πού λίγη ἀγάπη τούς στηρίζει, τούς παρηγορεῖ, τούς ἀπελευθερώνει...Τό ἔγκλημά σου εἶναι ὅτι ἔχεις ζήσει χωρίς νά εἶσαι ἄξιος τῆς ζωῆς».



Τό Ἅγιον Πνεῦμα μᾶς ὁδηγεῖ στό σωστό τρόπο ἐλεημοσύνης  καί λέγει: «Τέκνον, ἐν ἀγαθοῖς μή δῷς μῶμον καί ἐν πάσῃ δόσει λύπην λόγων. Οὐχί καύσωνα ἀναπαύσει δρόσος; Οὕτω κρείσσων λόγος ἤ δόσις. Οὐκ ἰδού λόγος ὑπέρ δόμα ἀγαθόν; Καί ἀμφότερα παρά ἀνδρί κεχαριτωμένῳ. Μωρός  ἀχαρίστως ὀνειδιεῖ, καί δόσις  βασκάνου ἐκτήκει ὀφθαλμούς» (Σοφ. Σειράχ ιη΄ 15-Δηλαδή: « Παιδί μου, συμβουλεύει ὁ Σοφός, ὅταν κάνῃς τό καλό μή χρησιμοποιῇς βαρειά λόγια ἐναντίον ἐκείνων, πού εὐεργετεῖς, μήν τούς ἀποδίδῃς τήν αἰτία τῆς δυστυχίας τους,  καί σέ κάθε ἐλεημοσύνη σου μή λυπῇς, μήν  πικραίνῃς μέ τό λόγια σου αὐτούς πού τή δέχονται. Ὁ δροσερός ἄνεμος δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού δροσίζει τή θερμότητα τοῦ θερινοῦ καύσωνος; Ἔτσι καί ὁ δροσερός λόγος εἶναι ἀνώτερος  ἀπό τό ὑλικό δῶρο. Δέν εἶναι, λοιπόν,  ὁ καλός λόγος προτιμότερος ἀπό ἕνα πλούσιο δῶρο; Καί τά δυό ὅμως, ὁ καλός λόγος καί τό ὑλικό δῶρο ὑπάρχουν στόν εὐγενικό, στόν χαριτωμένο ἄνθρωπο. Ὁ μωρός ἄνθρωπος, ὁ ἄξεστος, ὅταν ἐλεῇ, χωρίς χάρι, χωρίς ἀγάπη ἐξαπολύει ὀνειδισμούς, ἀπευθύνει   δρυμύτατες παρατηρήσεις καί τό δόσιμο , ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ σκληροῦ καί χονδροκομμένου βγάζει μάτια, γεμίζει δάκρυα τά μάτια τοῦ φτωχοῦ, πού δέχεται τήν ἐλεημοσύνη μαζί μέ τόσες μομφές καί παρατηρήσεις». Αὐτή ἡ ἐλεημοσύνη  συντρίβει, λιώνει τόν φτωχό καί δέν τήν δέχεται ὁ Θεός.
Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν γίνεται σωστά, ἐφελκύει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τή Χάρι  τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού μένει στήν ψυχή τοῦ ἐλεήμονος ἀνθρώπου. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «ἡ τοῦ Πνεύματος χάρις, παρόντων μέν ἡμῖν ἔργων ἀγαθῶν, καί ἐλεημοσύνης πολλῆς ἐπιχεομένης τῇ ψυχῇ, μένει καθάπερ ἐλέῳ κατεχομένη φλόξ·  ταύτης δέ οὐκ οὔσης, ἄπεισι  (ἀπέρχεται ἡ χαρις)  καί ἀναχωρεῖ»
(Περί Ἐλεημοσύνης, Migne P.G. 51, 277).



ἐλεημοσύνη, ὅταν γίνεται, ὅπως θέλη Θεός, εἶναι πλέον εὐπρόσδεκτος τρόπος λατρείας τοῦ Κυρίου, πού εἶπε «ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν». Γιαὐτό τό λόγο καί ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «εἶναι μεγάλα τά πτερά τῆς ἐλεημοσύνης· τέμνει τόν ἀέρα, παρέρχεται τήν σελήνην, ὑπερβαίνει τάς ἀκτίνας τοῦ ἡλίου, εἰς αὐτάς ἀνέρχεται τάς ἀψίδας τῶν οὐρανῶν. Ἀλλοὔτε ἐκεῖ ἵσταται, ἀλλά καί τόν οὐρανόν παρέρχεται, καί τούς δήμους τῶν ἀγγέλων παρατρέχει, καί τούς χωρούς τῶν ἀρχαγγέλων, καί τάς ἀνωτέρας πάσας δυνάμεις, καί  αὐτῷ παρίσταται τῷ θρόνῳ τῷ βασιλικῷ· καί  ἐξ αὐτῆς διδάχθητι  τῆς Γραφῆς τοῦτο  λεγούσης· Κορνήλιε, αἱ προσευχαί σου, καί  αἱ ἐλεημοσύναι  σου, ἀνέβησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (ἐνθἀνωτ. Migne P.G. 49, 293).



Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἐλεήμων ἔχει ἀρίστη συνήγορο μπροστά στό Θεό κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Καί ἄν ἀκόμη ἔχῃ πολλές ἁμαρτίες, μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί μέ  συνήγορο τή σωστή καί θεάρεστη ἐλεημοσύνη του, δέν πρέπει νά φοβᾶται.  Γι’αὐτό καί ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς προτρέπει:

«Ἐμπορία καί Πραγματεία ὁ οὐρανός, καί ἡμεῖς ἀμελοῦμεν. Δός ἄρτον, καί λάβε παράδεισον· δός μικρά, καί λαβέ μεγάλα· δός θνητά,  καί λαβέ ἀθάνατα·  δός φθαρτά, καί λαβέ ἄφθαρτα... Δός πένητι, ἵνα κἄν σύ σιωπᾶς, καί μύρια στόματα ὑπέρ σοῦ ἀπολογῶνται, τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεστώσης καί συνηγορούσης· λύτρον ψυχῆς ἐστιν ἐλεημοσύνη» (ἐνθ’ ἀνωτ.).


















































Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΙΕ.΄





«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 15ο

«Δός καί τό πᾶν, τῷ τά πάντα χαρισαμένῳ»


Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ σ’  ἐμᾶς καί δέν πρέπει νά καυχώμαστε, γιά τά ὑλικά ἤ τά πνευματικά ἀγαθά μας, σάν νά μήν τά ἔχουμε λάβει ἀπό Ἐκεῖνον: «Τί ἔχεις  ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;» (Α΄Κορινθ. δ΄7).
ἴδιος Ἀπόστολος διακηρύττει τή μεγάλη ἀλήθεια ὅτι τίποτε δέν εἶναι δικό μας, καί τήν πνοήν καί τήν ζωήν καί τά πάντα, τά ὀφείλουμε στό Θεό. Αὐτός ὁ Φιλάνθρωπος εἶναι «ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα» (Πράξ. ιζ΄ 25). « Ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. ιζ΄ 28). Αὐτός δέ ὁ Πανάγαθος «Θεός πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, διά τήν πολλήν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς, καί  ὄντας ἡμᾶς νεκρούς τοῖς παραπτώμασι συνεζωοποίησε τῷ Χριστῷ. Ἕχουμε σωθῆ μέ τή Χάρι Του καί ὄχι μέ δικά μας κατορθώματα. Ὁ μόνος Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, ὄχι μόνον συνεζωοποίησε ἡμᾶς  μαζί μέ τόν Χριστόν, ἀλλά καί συνήγειρε καί συνεκάθισεν (ἡμᾶς) ἐν τοῖς ἐπουρανίοις ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Πραγματικά εἶναι ἄπειρη ἡ ἀγάπη Του καί ὑπερβολικός ὁ πλοῦτος τῆς Χάριτός Του, διότι ἔχουμε σωθῆ μέ τή Χάρι Του διά τῆς πίστεως. Καί τοῦτο οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ. β΄  4-9). Καί ἀναφερόμενος στόν ἑαυτό του καί στό ἔργο του ὁ Παῦλος λέγει: «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι» (Α΄Κορινθ. ιε΄ 10). Καί ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος τονίζει ὅτι τά πάντα εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς, ὅτι «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 17).
Χρέος, λοιπόν, καί χαρά τῶν πιστῶν εἶναι νά προσφέρουν ὅλα τά ἀγαθά σ’ Εκεῖνον, πού τούς χάρισε τά πάντα.
Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τίς δικές μας προσφορές. Ἕνας πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Πέτρος ὁ Σικελιώτης λέγει ὅτι «οὐ τῶν ἡμετέρων ἐν χρείᾳ Θεός, ἀλλ’ ἡμῶν ὡς ἀγαθότητος ὑπάρχων πηγή τήν σωτηρίαν ζητεῖ». Ζητεῖ τίς προσφορές μας ὅχι γιά τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά γιά τούς πτωχούς, τούς ἀναγκεμένους, γιά τίς χῆρες καί τά ὀρφανά, γιά κάθε περιφρονημένο καί ἀδύνατο συνάνθρωπό μας.
Τήν ἐλεημοσύνη μας δέ σ’ ἐκείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη, τή χρεώνεται ὁ Ἴδιος. Γι’ αὐτό καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς διαβεβαιώνει καί λέγει ὅτι «ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. ιθ΄ 17).
Ὁ Χριστός μάλιστα, ὅπως ἔχουμε πῆ, ταυτίζει τόν
Ἑαυτόν Του, μέ τόν κάθε πτωχό καί ἀδύναμο, μέ τόν κάθε ἀσθενῆ καί περιφρονημένο συνάνθρωπό μας. Τόν ἀποκαλεῖ ἐλάχιστο ἀδελφό Του καί μᾶς λέγει τά ἀθάνατα ἐκεῖνα λόγια: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» Καί « Ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 40 καί 45).
«Οὖτοι οἱ ἄδικοι, οἱ ἀνελεήμονες ἀπελεύσονται εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι, οἱ ἐλεήμονες εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ματθ. κε΄ 46). Θά εἶναι ἀνελέητη ἡ κρίσις, χωρίς ἔλεος, σ’ αὐτούς πού δέν ἔδειξαν ἔλεος, πού δέν ὑπῆρξαν εὔσπλαγχνοι, ἐλεήμονες πρός τούς ἀδελφούς. «Ἡ γάρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄ 13).


Αὐτός πού προσφέρει κάποια ὑλική ἤ ἠθική βοήθεια στόν ἄλλον εἶναι εὐτυχής. Ὅταν μάλιστα δέν γίνεται γιά νά κερδίσῃ τόν Παράδεισο, ἀλλά γίνεται ἀπό ἁγνή ἀγάπη πρός τόν πλησίον καί γίνεται ἔτσι ὅπως θέλῃ ὁ Θεός, τότε ὁ ἐλεήμων ὁμοιάζει μέ τόν Θεόν, πού εἶναι ὁ δοτήρας παντός ἀγαθοῦ. Ἐκτός ὅμως ἀπό τή χαρά τῆς προσφορᾶς, ἔχει καί Χρέος ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι καλός οἰκονόμος τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος λέγει πρός τούς Μαθητάς Του: «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. ι΄ 8).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Τοιγαροῦν, ἀκολουθήσωμεν ἤδη τῷ λόγῳ, ζητήσωμεν τήν ἐκεῖθεν ἀνάπαυσιν, ῥίψωμεν τήν ἐντεῦθεν περιουσίαν· ὅ καλόν ἐστι ταύτης, τοῦτο μόνον κερδάνωμεν, κτησώμεθα τάς ἑαυτῶν ψυχάς ἐν ἐλεημοσύναις, μεταδῶμεν τῶν ὄντων τοῖς πένησιν, ἵνα τά ἐκεῖθεν πλουτήσωμεν. Δός μερίδα καί τῇ ψυχῇ, μή τῇ σαρκί μόνον· δός μερίδα καί τῷ Θεῷ, μή τῷ κόσμῳ μόνον... Δός ὀλίγον, παρ οὗ τό πλεῖστον ἔχεις·  δός καί τό πᾶν, τῷ τά πάντα  χαρισαμένῳ... Καί τοῦτο γάρ ἐστι λαβεῖν, τό τῷ Θεῷ δοθῆναι· ὅσον ἐάν εἰσενέγκῃς, πλεῖστον ἀεί τό λειπόμενον·  καί οὐδέν δώσεις ἴδιον, ὅτι τά πάντα παρά Θεοῦ» (Περί Φιλοπτωχείας, λόγ. ΙΔ΄ ἐν Migne P.G. 35, 885, ΒΕΠΕΣ  59, 73, 28-37).
Εἶναι δυστυχής ἐκεῖνος, πού κατακρατεῖ τά ἀγαθά γιά τόν ἑαυτόν του καί δέν ἐλεεῖ τόν ἔχοντα ἀνάγκην συνάνθρωπόν του. Εἷναι οὐσιαστικά πτωχός, σάν τόν ἄφρονα πλούσιο τῆς Παραβολῆς. Ἔρχεται ἡ ὥρα, πού φεύγει ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο καί δέν παίρνει τίποτε μαζί του: « Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. ιβ΄ 20). Καί συμπεραίνει ὁ Κύριος, πού θέλει νά εἴμαστε ἀγαθοί καί μεταδοτικοί τοῦ ἀγαθοῦ, ὅτι «ἔτσι πεθαίνει καί αὐτό τό τέλος ἔχει ἐκεῖνος, πού θησαυρίζει ἐγωϊστικά γιά τόν ἑαυτό του στή γῆ καί δέν προσπαθεῖ νά πλουτίζῃ μέ ἔργα ἀγάπης καί ἐλεημοσύνης, στά ὁποῖα εὐαρεστεῖται ὁ Θεός» (Λουκ. ιβ΄ 21). Πεθαίνει σάν κακός Οἰκονόμος και θάβεται. Ὁ ἀνελεήμων καταδικάζει μόνος του τόν ἑαυτόν του καί τόν ὀδηγεῖ στόν τόπον τῆς βασάνου, ὁ ἄφρον.


Πολλές φορές ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κυριεύεται ἀπό τό φοβερό πάθος τῆς πλεονεξίας, « ἥτις ἐστιν εἰδωλολατρία» (Κολοσ. γ΄ 5) καί χάνει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὄντως μακαρίαν ζωήν. Δοῦλος τοῦ πάθους, στήν ἀγχώδη προσπάθειά του, νά συγκεντρώσῃ ὅσο τό δυνατόν περισσότερα ἀγαθά, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ, δέν ἐλεεῖ τούς πτωχούς συνανθρώπους του καί ἔτσι χωρίζεται ἀπό τόν Θεόν καί γίνεται «δέσμιος τῆς γῆς», αἰχμάλωτος τοῦ σκότους, ἐνδεής παντός ἀγαθοῦ.



Τό μόνο πρᾶγμα, πού ἀκούει κανείς ἀπό τό στόμα του εἶναι: «Οὐκ ἔχω, οὐδέ δώσω, πένης γάρ εἰμι». Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι εἶναι πραγματικά φτωχός καί στερεῖται  κάθε ἀγαθό: «Πένης εἶ τῷ ὄντι καί ἐνδεής παντός ἀγαθοῦ· πένης ἀγάπης, πένης φιλανθρωπίας, πένης πίστεως εἰς Θεόν, πένης ἐλπίδος αἰωνίου». Γι’αὐτό καί συμβουλεύει ὁ Μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας τούς πιστούς καί λέγει: «Συμμεριστάς ποίησον τῶν σίτων τούς ἀδελφούς· τό αὔριον σηπόμενον σήμερον μετάδος τῷ δεομένῳ. Πλεονεξίας εἶδος τό χαλεπώτατον, μηδέ τῶν φθειρομένων μεταδιδόναι τοῖς ἐνδεέσιν» (Μεγ. Βασιλείου, εἰς τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας» 6, ΕΠΕ 6, 344,4-9). Τό χειρότερο εἶδος πλεονεξίας εἶναι νά μή δίδει κανείς στούς ἐνδεεῖς οὔτε καί αὐτά πού φθείρονται.
Ὁ Παῦλος μᾶς συμβουλεύει νά νεκρώσουμε τά μέλη μας, πού ζητοῦν γήϊνες ἀπολαύσεις καί πιο πολύ νά νεκρώσουμε τήν πλεονεξία, πού  εἶναι εἰδωλολατρία, εἶναι ἡ λατρεία τοῦ Χρήματος (πρβλ. Κολόσ. γ΄ 5). Καί τονίζει ὁ Παῦλος ὅτι «πᾶς πλεονέκτης, ὅ ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ» (Ἐφεσ. ε΄ 5).
Ὁ Κύριος θέλοντας νά μᾶς προφυλάξῃ ἀπό τό ὀλέθριο αὐτό πάθος λέγει: «Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας» (Λουκ. ιβ΄ 15).



Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Μηδαμῶς, ὦ φίλοι καί ἀδελφοί, μή γενώμεθα κακοί τῶν δοθέντων ἡμῖν οἰκονόμοι, ἵνα μή ἀκούοντες Πέτρου λέγοντος· Αἰσχύνθητε, οἱ κατέχοντες τά ἀλλότρια καί μιμήσασθε ἰσότητα Θεοῦ, καί οὐδείς ἔσται πένης. Μή κάμνωμεν θησαυρίζοντες, καί φυλάσσοντες, ἄλλων πενίᾳ καμνόντων,... Μιμησώμεθα νόμον Θεοῦ τῶν ἀνωτάτω καί πρῶτον, ὅς βρέχει ἐπί δικαίους καί ἁμαρτωλούς, ἀνατέλλει δέ πᾶσιν ὁμοίως τόν ἥλιον» (Γρηγορ, τοῦ Θεολ. Περί Φιλοπτωχίας ΚΔ΄-ΚΕ΄ ἐν ΒΕΠΕΣ 59, 74,40-75,23).
Ἡ ἐλεημοσύνη στό συνάνθρωπό μας , μέ λεπτότητα, τρυφερότητα καί ἀγάπη, εἶναι ὀ καλλίτερος τρόπος εὐχαριστίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ δοτήρας ὅλων τῶν ἀγαθῶν.
«Δός, λοιπόν, καί τό πᾶν, τῷ τά πάντα χαρισαμένῳ»
( Γρηγ. Θεολ. ἔνθ’ἀνωτ. ΚΒ΄ ΒΕΠΕΣ, 59, 73,38).




Καί εἶναι καιρός νά προσφέρουμε στό Χριστό τήν καρδιά μας, ὅλη μας τήν ὕπαρξι, διότι Αὐτός πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τόν ἑαυτόν Του, γιά χάρι μας, προσφοράν καί Θυσίαν στό Θεό εἰς ὀσμήν εὐωδίας (Ἐφεσ. ε΄ 2). Αὐτός καί μόνον Αὐτός μᾶς ἐχάρισε τά πάντα καί σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα. «Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καί λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, καί ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί Πατρί αὐτοῦ» (Ἀποκ. α΄ 5-6),Αὐτῷ «τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» (Α΄Τιμόθ. α΄ 17).