«Ὁ Ἀμήν, ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός,
ἡ ἀρχή τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. γ΄14).
Μέ ρώτησες, παιδί μου, καί ἐπειδή πιστεύω
ὅτι, τό ἐρώτημά σου ἀπασχολεῖ πολλούς, ἔκρινα σκόπιμον
νά δημοσιεύσω τό ἐρώτημα καί
τήν ἀπάντησί μου,
μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ὠφεληθοῦν πολλοί.
ΕΡ. «Σεβαστέ μου Γέροντα,
μέ δυό λογάκια θά ἤθελα νά μοῦ ἐξηγήσετε,
ποιά πρέπει
νἆναι ἡ σχέσις καί ἡ
συπεριφορά τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ πρός τούς συνανθρώπους του σήμερα;»
Θά
προσπαθήσω μέ προσοχή καί προσευχή νά ἀπαντήσω, μέ τήν ἐλπίδα νά βοηθήσω ὅλα τά
παιδιά μου, στίς πονηρές μέρες, πού ζοῦμε, διότι σήμερα ἄνθρωπο βλέπεις καί δέν ξέρεις τί κρύβει μέσα του. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν:
«Ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος εἶ». Πότε ὅμως εἶναι ἄνθρωπος; Στίς μέρες
μας, δυστυχῶς, περισσότερο ἀπό ἄλλες ἐποχές, δύσκολα μπορεῖς νά ξεχωρήσῃς τόν
τίμιο καί εἰλικρινή, ἀπό τόν ἀνέντιμον καί ἀνειλικρινή, τόν ὕπουλο καί δόλιο.
Παλιότερα ἀφήναμε τίς πόρτες τῶν σπιτιῶν καί τίς καρδιές μας ἀνοικτές.
Σήμερα
βρισκόμαστε στήν ἀνάγκη νά κλειδαμπαρώνουμε τίς πόρτες τῶν σπιτιῶν καί τά
παράθυρα, ἀλλά καί τίς καρδιές μας, νά βάζουμε δέ καί σιδεριές στά σπίτια μας. Ἀλλά καί πάλιν σπάζουν τά σίδερα καί εἰσπηδοῦν στά σπίτια
μας καί μᾶς λῃστεύουν
καί, πολλές φορές, μᾶς θανατώνουν, γιά νά μᾶς
ἁρπάξουν ἀκόμη καί τήν πενιχρή μας σύνταξι. Σήμερα, δυστυχῶς, «πετρῶσαν οἱ καρδιές», «διά τό πληθυνθῆναι τήν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ.
κδ΄12).
Ἡ
Ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς ἀγάπησε Ἑκεῖνος,
μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου.
Αὐτό
ὅμως σημαίνει νά ἔχουμε ὑγιῆ τόν ὀφθαλμόν τῆς ψυχῆς, ἀθόλωτο, καθαρό, ὑγιῆ
τόν νοῦν καί ἀνεπτυγμένο,
μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, τό χάρισμα τῆς διακρίσεως,
ὥστε νά ἀποφεύγουμε τούς «βαρεῖς λύκους»
καί τούς ψευτοδιδασκάλους, καί τούς ἀδιστάκτους, τούς «παρεισάκτους ψευδαδέλφους»
(Γαλάτ.
β΄4) καί ὅλους ἐκείνους,
πού, μέ λυσσώδη μανία, μετασχηματίζονται σέ ἀγγέλους φωτός, γιά νά ἐξαπατοῦν
τούς ἀθώους καί ἀφελεῖς.
Ὁ Κύριος μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς λέγει:
Νά ἀποφεύγετε τούς δαίμονες καί τούς δαιμονανθρώπους.
Νά εἴσασθε φρόνιμοι, νά μή ἐκτίθεσθε σέ κινδύνους. Νά εἶσθε ἄκακοι καί ἁπλοῖ,
σάν τά περιστέρια.
Ὁ Κύριος, ἀποστέλλει τούς Μαθητάς Του, ὅλους τούς πιστούς, ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων καί λέγει «Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι
ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθ. ι΄16). Χρειάζεται Προσοχή καί ἀδιάλειπτη Προσευχή.
Θά ἤθελα
νά σᾶς ἐπισημάνω ἐδῶ ὅτι ξεφύγαμε ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Καί συνεχῶς ἀπομακρυνόμαστε
ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, ἀφήσαμε τά κρυστάλλινα, τά καθαρά νερά τῆς ζωῆς
καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια»
τῆς Ἁποστασίας. Ἐγκαταλείπουμε τήν Πατρική Ἑστία καί «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί, μετουσιώνοντας τόν Παράδεισο σέ
Χοιροστάσι, προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας, μέ τά ξυλοκέρατα, τήν τροφήν τῶν χοίρων. Μέ τήν, πράγματι,
ἀρρωστημένη,
τήν προβληματική συμπεριφορά μας
σωρεύουμε συμφορές.
Ὁ «Κύριος
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ διέκυψεν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἰδεῖν εἰ ἔστι συνιών ἤ ἐκζητῶν τόν Θεόν» καί διεπίστωσεν
ὅτι «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν,
οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ.
13,2-3). «Ὁ λάρυγκας τους εἶναι
σάν τάφος ἀνοικτός, πού ἀναδίδει βρωμερές, δυσώδεις ἀναθυμιάσεις. Μέ τίς
πονηρές γλῶσσες τους ἐπινοοῦν καί ἐκφράζουν δόλια ψεύδη καί συκοφαντίες. Δηλητήριο φαρμακερῶν ἀσπίδων ὑπάρχει
κάτω ἀπό τά χείλη τους. Τό στόμα τους εἶναι γεμᾶτο ἀπό κατάρες καί βλασφημίες ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ καί ἀπό δολιότητες καί πικρίες ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Τά πόδια τους
τρέχουν μέ ταχύτητα, γιά νά χύσουν αἷμα. Στούς δρόμους τῆς ζωῆς τους καί στίς
πράξεις τους σπείρουν συντρίμματα καί ταλαιπωρίες ἐναντίον ἀθώων. Δέν ἔχουν
ψυχική γαλήνη. Δέν γνώρισαν εἰρηνική ζωή μέ τούς ἄλλους, ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτωλότητός
τους. Δεν ἔχουν φόβο Θεοῦ».
«Δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἄνθρωπος καθαρός ἀπό
ρύπου, ἔστω καί ἄν μία ἡμέρα εἶναι ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς του ἐπί τῆς γῆς» (Ἰώβ ιδ΄ 4-5).
Ὁ
Προφήτης Ἡσαῒας περιγράφει λακωνικά τήν ἀρρωστημένη κατάστασι τῆς ἀνθρωπότητος
καί λέγει ὅτι:
«Πᾶσα κεφαλή (πολιτική
ἡγεσία) εἰς πόνον καί πᾶσα καρδία (πνευματική
ἡγεσία) εἰς λύπην. Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς
οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (τῷ σώματι τῆς ἀνθρωπότητος) ὁλοκληρία» (Ἡσ. α΄
5-6).
Ὁλόκληρο τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι μιά
πληγή, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν
καί τῆς ἀμετανοησίας τῶν ἀνθρώπων.
Οἱ περισσότερες διανθρώπινες σχέσεις, δέν εἶναι
σχέσεις προσωπικές, ἀλλά προσωπειακές. Δηλαδή, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι,
στίς σχέσεις καί τίς συναλλαγές τους μέ
τούς ἄλλους, κρύβουν το ἀληθινό τους
πρόσωπο. Φοροῦν προσωπεῖον. Ἐμφανίζονται μέ ἕνα ψεύτικον, πλαστόν ἑαυτόν,
καί στίς προσωπειακές αὐτές σχέσεις
καί συναλλαγές, συναγωνίζονται ποιός
καί πῶς θά ἐξαπατήσῃ
καλλίτερα τόν ἄλλον, χωρίς ντροπή. Ἡ πιό
ὀδυνηρή, βέβαια, σχέσις εἶναι ἡ
τραγική τῆς συναντήσεως. Δηλαδή ἕνας
τίμιος, ἔντιμος, εἰλικρινής ἄνθρωπος, χωρίς νά κρύβῃ τό ἀληθινό του πρόσωπο, ἔρχεται
σέ σχέσι καί συναλλαγή, μέ ἕναν ἀνέντιμον, ἀνειλικρινῆ, δόλιο ἄνθρωπον, πού
κρύβει τό ἀληθινό του πρόσωπο, φωράει τό προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου καί ἐξαπατᾶ τόν
τίμιον καί εἰλικρινῆ συνάνθρωπό του, χωρίς ντροπή, χωρίς κανέναν ἀπολύτως
δισταγμόν. Ὑπάρχει βέβαια καί ἡ
λυρική τῆς συναντήσεως. Δηλαδή ἡ συνάντησις ἑνός προσώπου μέ ἕνα ἄλλο
πρόσωπο, ὅπου στή σχέσι αὐτή πρυτανεύει ἡ ἀλήθεια, ἡ γνησιότητα, ἡ ἐντιμότητα, ἡ
εἰλικρίνεια. Δυστυχῶς ὅμως τέτοια σχέσι ἀνθρώπου μέ ἄνθρωπο εἶναι σπάνια, ἤ δέν
ὑπάρχει καθόλου. Συνεπῶς σήμερα ποιά πρέπει νἆναι ἡ συμπεριφορά τοῦ Χριστιανοῦ,
πρός τούς ἀνθρώπους, πού συμπεριφέρονται ἔτσι;
Ἐπειδή,
μακράν τοῦ Χριστοῦ, οἱ διανθρώπινες σχέσεις, εἶναι σχέσεις δολιότητος, Ψευτιᾶς
,Ὑποκρισίας καί ἀπάτης καί εἶναι
διακινδύνευσις, ἐπιβάλλεται νά ἔχουμε ὁπωσδήποτε ποιάν τινα ἐπιφύλαξι (reservatio mentalis).
Ἡ
ὑπερβολή καί μάλιστα ἡ ἀνεπιφύλακτη διαχυτικότης εἶναι λαθεμένη συμπεριφορά. Ὁ
Λαός μας λέει ὅτι «τό περίσσιο χαλάει τό ἴσιο» καί «Ὅποιος καεῖ στό κουρκούτι,
φυσάει καί τό γιαούρτι».
Ὁ
Κύριος μᾶς συμβουλεύει καί λέγει
«Προσέχετε ἀπό τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. ι΄ 17-23). «Προσέχετε δέ τόν ἑαυτό σας ἀπό τό κακό καί μολυσματικό προζύμι τῶν Φαρισαίων,
δηλαδή ἀπό τήν ὑποκρισία τους, ἡ ὁποία,
κάτω ἀπό τό φαινόμενο τῆς ἀληθείας καί ἀρετῆς, ὑποκρύπτει τήν πλάνην καί τήν
διαφθοράν» (Λουκ. ιβ΄ 1).
Καί μᾶς καλεῖ νά ἐξέλθουμε ἀπό τή Βαβυλῶνα:
«ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὀ λαός μου» (Ἀποκ. ιη΄4). Δέν ἐπιτρέπεται ὁ Χριστιανός νά ἔχῃ στενές σχέσεις μέ τούς ἐμμένοντας εἰς τήν εἰδωλολατρίαν.
Γι’ αὐτό λεγει: «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν
καί ἀφορισθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μή ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς.
Καί ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα, καί ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱούς καί θυγατέρας, λέγει
Κύριος παντοκράτωρ» (Β΄Κορινθ. στ΄
17-18).
Ὁ
Προφήτης Δαβίδ μᾶς συμβουλεύει: «Μή
πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ.
145,3). Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος
μᾶς συμβουλεύει νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη οὔτε στόν ἑαυτό μας. Ἀπό ὅσα ἔχουμε ὑποφέρει
στή ζωή μας καταλήγουμε στό συμπέρασμα αὐτό, «ἵνα μή πεποιθότες ὦμεν ἐφ’ ἑαυτοῖς, ἀλλ’ ἐπί τῷ Θεῷ τῷ
ἐγείροντι τούς νεκρούς» (Β΄Κορινθ. α΄ 9).
Δύο
χιλιάδες καί πλέον χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τότε, πού ὁ Θεός, διά
φιλανθρωπείαν, «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς
ἀνθρώποις συνανεστράφη». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν». Τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του ἐκηρύχθη
καί κηρύσσεται πάσει τῇ κτίσει, εἰς πάντα τά ἔθνη, εἰς τόν κόσμον ἅπαντα. Καί
μακροθυμῶν «ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί
κρούει» Καί μέ ἀνέκφραστη καί ἀνεκλάλητη ὑπομονή περιμένει τήν ἐπιστροφή μας
κοντά Του.
«Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4).
Εἶναι ὁ Ἕνας, ὁ μοναδικός,ὁ ἀσύγκριτος.
Ὁ Ἐξουσιαστής.
Ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης.
Εἶναι
«ὁ Ἀμήν», ἡ αὐτοαλήθεια.
Εἶναι ὁ μόνος, πού μᾶς ἔχει ἀπομείνει.
Εἷναι «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός,
ἡ ἀρχή τῆς κτίσεως τοῦ Θεοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 14)
Αὐτός
εἶναι «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» (Ἰωάν. α΄ 3).
Εἶναι
ὁ Μόνος πιστός, πού μᾶς ὑπόσχεται,
καί
πάντοτε τηρεῖ τίς ὑποσχέσεις Του.
Μᾶς
ὑποσχέθηκε λύτρωσι ἀπό τά δεινά,
πού
σωρεύει στήν ψυχή καί τή ζωή μας
ἡ
ἁμαρτία. Ὁ πρᾷος καί γλυκύς Ἰησοῦς,
δέν
μᾶς ἐξαναγκάζει νά Τόν ἀκολουθήσουμε.
Ὅποιος θέλει δέχεται τή
λύτρωσι.
Ὅταν ἀκούσῃ, δηλαδή τή, γλυκύτερη
κι’ ἀπό τό μέλι, φωνή τοῦ Θεανθρώπου,
καί ἀνοίξῃ διάπλατα τή θύρα τῆς
ψυχῆς του,
τότε εἰσέρχετ’ ὁ Χριστός καί
βασιλεύει ἐντός μας.
Μέγα κι’ ἀνεξίχνίαστο εἶναι
τό μυστήριο
τῆς θείας Οἰκονομίας!
Ποιός ἄλλος μᾶς ἀγάπησε
μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου;
Ποιός ἄλλος μᾶς λούζει μέ τό
αἷμα Του
καί μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία;
Εἷναι ὁ Ἕνας ὁ Μοναδικός, ὁ ἀσύγκριτος
ὁ ἀνθρωποκυνηγός. Τό ὑπερκόσμιον
καί
ἀπρόσιτον Πρόσωπον, πού ἄφησε
τό Θεϊκό Του
Θρόνο, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού
καταδέχθηκε
καί ἔγινε, γιά χάρι μας καί Υἱός
ἀνθρώπου.
Τοῦτο τό μυστήριο δέν τό
χωράει ὁ νοῦς μας.
Νοιώθεις τή μεγάλη αὐτή τιμή,
Φίλε, συνοδοιπόρε;
Νοιώθεις, ἀγαπημένε σύντροφε,
τήν ἄφατη
Στοργή, τήν ἄπειρη Ἀγάπη;
Σ’ αὐτή τή Συγκατάβασι καί τή
Φιλανθρωπία,
δέν εἶναι δυνατόν ποτέ, νά
δώσουμ’ ἑρμηνεία.
Μιά μόνο ὑπάρχει πρόσβασι,
σκιωδῶς,
νά προσεγγίσουμε τοῦτο τό παράδοξο,
τ’ ἀπρόσιτο καί ξένο, τῆς ἐνθέου Δόξης Μυστήριον.
Μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, τήν ὀρθόδοξη
Πίστι,
ἀξιώνεται ὁ πιστός,
πραγματικά νά νοιώσῃ,
τίς ἀπερίγραπτες καί ἄφθονες δωρεές
τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἄπειρης ἀγάπης
τοῦ Κυρίου
και Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ.
Μέ καθαρή καρδιά, ἀπό κάθε
ρύπο ἀπαλλαγμένη,
στή συνάντησι μέ τό Χριστό, ὡς πρόσωπον μέ τό
ὑπερκόσμιον πρόσωπον, θά
νοιώση τή Χαρά
τῆς λυρικῆς τῆς συνατήσεως, πού εἶναι καί ἡ
μοναδική προσωπική, γνήσια συνάντησι,
πού μπορεῖ νά ὐπάρξῃ.
Εἷναι καιρός νά
συνειδητοποιήσουμε
πόσο πολύ ἀπομακρυνθήκαμε
ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος.
Ἡ αἰτία ὅλων τῶν δεινῶν καί τῶν πληγῶν
τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι οἱ ἁμαρτίες
μας.
Οἱ περισσότεροι δύσμοιροι καί
ἀξιοθρήνητοι
συνάνθρωποί μας ἀρνοῦνται τόν
ἀληθινόν Θεό
καί λατρεύουν τό Βόρβορο, τό
Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα.
Διά τοῦτο καί ὁδεύουμε ὁλοταχῶς
πρός τήν
ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης καί
τῆς βέβαιης
αὐτοκαταστροφῆς μας.
Εἶναι ἀνάγκη τῶν καιρῶν, πρίν
νά εἶν’ ἀργά,
νά βροῦμε τόν πραγματικό μας ἑαυτό
καί
νά καταλάβουμε καλά τά λάθη
μας, τά
ἀτοπήματά μας καί νά μετά-νοήσουμε
καί,
εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐπιστρέψουμε
στό Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή
μας καί
ἡ εἰρήνη μας, ὁ
μοναδικός Σωτήρας
καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Καί ὅπως
λέει
ὁ ποιητής νά καταλάβουμε ὅτι ἀφοῦ
«πήραμε τή ζωή μας λάθος,
νά ἀλλάξουμε ζωή».
Κι’ αὐτό σίγουρα θά συμβῇ,
ὅταν ἀποφασίσουμε,
ὅλοι μαζί νά ζήσουμε,
μέ γνήσια ἀγάπη.
Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, γύρω μας,
πολλοί «δέσμιοι τῆς γῆς»,
«δέσμιοι
σκότους καί μακρᾶς πεδῆται
νυκτός».
Ἀμέτρητη λάσπη καί πολλοί ἄμυαλοι,
δυστυχισμένοι συνανθρωποί
μας, πού
τούς ἀρέσῃ νά κυλίωνται στό
βοῦρκο,καί
ὄχι μόνον δέν μετανοοῦν, ἀλλά, δυστυχῶς,
καί
πολεμοῦν τό Χριστό καί τήν Ὀρθοδοξία.
Εἶναι ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν
βυθοῦ»,
αἰχμάλωτοι στά δίκτυα τοῦ
Μαμωνᾶ
καί τῆς Παραφροσύνης.
Ταλαίπωροι θνητοί,
πεπωρωμένοι,
ἀσυλόγιστα κατατυραννοῦν τούς
συνανθρώπους τους καί, ἀνερυθριάστως,
ὑβρίζουν τό Θεό καί ἀνατρέπουν
τήν
ἱεραρχία τῶν Ἀξιῶν.
Λησμονοῦν, οἱ δύσμοιροι καί ἄφρονες
ὅτι «τεθνήκασι καί θνήσκουν οἱ
ζητοῦντες
τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου» καί ὅτι
ὁ Χριστός
«ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ»
καί ὅτι
«μέλλει ποιμένειν πάντα τά ἔθνη
ἐν
ῥάβδῳ σιδηρά».
Ξεχνοῦν, οἱ ἄμυαλοι, ὅτι εἶναι πολύ
«σκληρόν τό πρός κέντρα
λακτίζειν».
Λησμονοῦν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι
ὁ Θεός τῶν θεῶν καί ὁ Κύριος τῶν κυρίων.
Ξεχνοῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ λίθος ὁ ζῶν,
ὁ ἔντιμος, ὁ ἐκλεκτός.
Ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος ὁλόκληρης
τῆς Οἰκοδομῆς, τῆς Ἐκκλησίας
Του.
Λησμονοῦν ὅτι ὁ Θεός ἡμῶν εἶναι «πῦρ
καταναλίσκον». Εἶναι φωτιά
πού φλογίζει,
κατακαίει καί καταστρέφει
τούς ἀσεβεῖς,
πού δέν μετανοῦν, ἀλλά εἶναι
καί φῶς, πού
φωτίζει καί θερμαίνει καί
ζωοποιεῖ τούς εὐσεβεῖς.
Ξεχνοῦν οἱ ἄφρονες ὅτι Αὐτός καί μόνον
Αὐτός θυσιάζεται γιά μᾶς.
Αὐτός καί μόνον Αὐτός ἁμαρτωλῶν
ἡμῶν ὄντων,
ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε. Αὐτός «ἐσταυρώθη
δι’ ἡμᾶς
καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα»
Λησμονοῦν, οἱ ἀχάριστοι, ὅτι οἱ πάντες
ὀφείλομεν « εἰς Αὐτόν
σιωπηλή, εὐλαβική
προσκύνησι καί ἐν πνεύματι
καί ἀληθείᾳ λατρεία».
Γι’ αὐτό κι’ ἐγώ τώρα,
ταπεινά, θά θυμίσω
Σέ ὅλους μας, ὅτι ὁ δι’ ἡμᾶς σταυρωθείς
καί ταφείς καί Ἀναστάς
Χριστός εἶναι
ἄπειρη ἀγάπη καί ἄπειρη
Δικαιοσύνη, θά
ἔλθῃ δέ σύντομα καί θά ἀποδώσῃ
στόν
καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα
του. Καί
ἄς μή ξεχάσῃ ἀπολύτως κανείς ὅτι
Αὐτός, ὁ λίθος ὁ ζῶν, ὁ ἀκρογωνιαῖος
Εἶναι ὀ αἰώνιος καί ὁ
μοναδικός Νικητής.
«Καί ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον
Συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὅν δ’ ἄν πέσῃ,
λικμήσει αὐτόν» (Ματθ. κα΄ 44).