Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ



«Τύπος  καί ὑπογραμμός τῶν πιστῶν ἐν πᾶσι».

«Κανόνα πίστεως, καί εἰκόνα πρᾳότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διά τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τά ὑψηλά, τῆ πτωχείᾳ τά πλούσια, πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν» (Ἀπολυτίκ. τῆς Ἑορτῆς).




Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἐγεννήθη εἰς τά Πάταρα τῆς Λυκίας καί διέλαμψε τόν Δ΄ αἰῶνα. Πιστός στό Χριστό, διακρίθηκε διά τόν ἐνάρετο βίο του καί ἐξελέγη καί ὑπηρέτησε τήν Ἐκκλησίαν ὡς  Ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, μετεῖχε δέ καί εἰς τήν Α΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἐν Νικαίᾳ (325). Εἶναι ὁ προστάτης τῶν ναυτιλλομένων. Μετέστη εἰς τήν ἄνω ζωήν τό 330.
Ὡς Ἐπίσκοπος ὁ ἅγιος Νικόλαος ὑπῆρξε ἄκρως Ἐλεήμων, ὑπόδειγμα ἀρετῆς, «τύπος τῶν πιστῶν ἐν πᾶσιν». Ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, ἡ καθημερινή του ἁγία ζωή τόν ἀνέδειξε εἰς τό ποίμνιόν του, πραγματικά Κανόνα Πίστεως, Εἰκόνα πρᾳότητος, Ἐγκρατείας Διδάσκαλον.


Κανών Πίστεως.
Κάθε του λόγος, κάθε του βῆμα, ὁλόκληρη ἡ ζωή 
του ὑπῆρξε Κανών, μέτρον, ὑπόδειγμα ὀρθοδόξου Πίστεως. Εἶχε καί δίδασκε τήν Πίστι στό Χριστόν, τήν «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην». Ἡ πίστις του εἶχε περιεχόμενον. Δέν εἶναι πίστις  δαιμονική, πίστις χωρίς ἔργων. Δέν εἶναι πίστις νεκρά, ἀλλά πίστις ζωντανή, πού ἔχει περιεχόμενον τά ἔργα τῆς γνήσιας ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον διά τόν Θεόν.
Εἰκόνα πρᾳότητος
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἐμαθήτευσε κοντά στό Χριστό. Στάθηκε νοερά στά πόδια Του καί ἔμαθε ἀπό τόν Κύριο ὅτι εἶναι «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» καί ὡς καλός Μαθητής ἀπεδείχθη σέ ὁλόκληρη τή ζωή του εἰκόνα πρᾳότητος, ὑπόδειγμα πρᾳότητος στό ποίμνιόν του.
Ἐγκρατείας Διδάσκαλος
Δίδασκε καθημερινά μέ τό προσωπικό του παράδειγμα καί τό λόγο του τήν ἐγκράτεια σέ ὅλα. Ἔγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ, ἐγκράτεια στό φαγητό, στό ποτό, στά λόγια. Δίδασκε συγκρατημό. Ὑπεδείκνυε τή δύναμι τῆς πίστεως στήν κατανίκησι τῶν παθῶν. στήν προκοπή στίς χριστιανικές ἀρετές, στήν πίστι, στήν γνήσια Ἀγάπη. Στήν ἁγία ζωή.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος κατόρθωσε, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ἀπέκτησε τά ὑψηλά, τά οὐράνια μέ τήν ἄκρα ταπείνωσι. Καί μέ τή θεληματική πτωχεία θησαύρισε στόν οὐρανό, εἰσῆλθε εἰς τήν   αἰώνιον,τήν μακαρίαν ζωήν. Διά τοῦτο καί ἔχει παρρησία  καί πρασβεύει στόν Κύριο γιά ὅλους μας.
Ἀπεδείχθη πράγματι  τύπος καί ὑπογραμμός τῶν πιστῶν ἐν πᾶσιν. Πρότυπον ἁγιότητος.
Καί ὀφείλουμε νά ὁμολογήσουμε ὅτι ἔχουμε ἀπόλυτη ἀνάγκη ἀπό πρότυπα ἀρετῆς, ἀπό πρότυπα ἁγιότητος στίς μέρες μας.
Ἡ Νέα Γενιά, τά Παιδιά μας ἀναζητοῦν μέ λαχτάρα, πρότυπα καί προσκρούουν δυστυχῶς στίς «ἔμφυλες ταυτότητες» καί τήν προπαγάνδα ὑλιστικών ἰδεῶν, στήν προπαγάνδα ἀθεῒας καί μέσα στά Σχολεῖα. Τά Νέα Παιδιά ζητοῦν τήν Ἀλήθεια, ζητοῦν εἰλικρίνεια, ἐντιμότητα, καθαρότητα. Σιχαίνονται τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία.
Καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά ὑποδείξω ὡς τά μοναδικά πρότυπα Ἁγιότητος, τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, γονεῖς διδάσκαλοι, ἱερεῖς κλπ. δυστυχῶς εἴμαστε σκέτη ἀπογοήτευσις.
Ἀγαπητά μου παιδιά,
ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό τῶν προβατόσχημων λύκων. Φυλάξτε τόν ἑαυτόν σας ἀπό τούς Φαρισαίους, τούς ὑποκριτές, ἀπό τά «γεννήματα ἐχιδνῶν».
Ὑπάρχουν πρότυπα ζωῆς, πρότυπα ἁγιότητος καί καθαρότητος, πάνω ἀπό ὅλους Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός καί οἱ γνήσιοι μιμητές Του, οἱ Ἅγιοί μας. Εἶμαι βέβαιος ὅτι αὐτά τά πρότυπα δέν θά σᾶς ἀπογοητεύσουν ποτέ.





Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017

« ΕΙ ΘΕΛΕΙΣ ΕΙΣΕΛΘΕΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ,




Τήρησον τάς Ἐντολάς (Ματθ. ιθ΄ 17).




«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανοῖς, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21).






Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς ζωῆς, διά τῶν Ἐντολῶν Του. Μᾶς διδάσκει νά ζοῦμε «καθώς πρέπει ἁγίοις» Διά τῶν Ἐντολῶν μαθαίνουμε ἀπό τόν Κύριον, πῶς θά μπορέσουμε νά διαφυλάξουμε καθαρή τήν καρδιά μας, ἀπό κάθε πονηρόν ἀνόμημα, ἀπό κάθε ρύπο. Μαθαίνουμε πῶς νά διατηρήσουμε τήν γαλήνη καί τήν ἡρεμία μας, πῶς θά ἀποκτήσουμε τίς βασικές ἀρετές, τήν γνήσια ἀγάπη, τήν πρᾳότητα, τήν ταπείνωσι καί πῶς θά κάνουμε πρᾶξι τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του, πού θά μᾶς βοηθήσῃ
θά εἰσέλθουμε εἰς τήν ζωήν. Ὁ Πανάγαθος θέλει τήν σωτηρίαν ὅλων μας. Καί ἐνῶ, ὡς Παντοδύναμος, δύναται καί πάντας ἠναγκασμένως πορεύεσαθαι, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον», λέγει ὁ  ἱερός Δαμασκηνός.
Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός τίς Ἐντολές. Δέν ἐξυπηρετοῦν τό Θεό. Ὅχι. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό καθοδήγησι. Ἐμᾶς καί μόνον ἐμᾶς ἐξυπηρετοῦν οἱ πανάγιες Ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Διά τῶν Ἐντολῶν ὁ Θεός, ὡς ἀγαθότητος ὑπάρχων πηγή τήν σωτηρίαν ζητεῖ, ὅπως λένε οἱ ἅγ. Πατέρες.





Ὕστερα ἀπό μιά πολύ τρυφερή στιγμή, κατά τήν ὁποίαν ὁ Κύριος δέχεται κοντά Του τά  Παιδιά καί λέγει: «Ἄφετε τά παιδία καί μή κωλύετε αὐτά ἐλθεῖν πρός με· τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιθ΄ 14-15) Ἀφοῦ εὐλόγησε τά παιδιά, πορευθείς ἐκεῖθεν τόν ἐπλησίασε ἕνας πλούσιος νέος καί μέ λαχτάρα Τόν ρώτησε: «Διδάσκαλε, τί  ἀγαθόν ποιήσω, ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;». 
Ὁ νέος  δέν ἔρχεται νά παγιδεύσῃ τόν Διδάσκαλον, ὅπως ἐκείνος ὁ χλευαστής νομοδιδάσκαλος, ὁ ὑποκριτής Φαρισαῖος (Λουκ. ι΄ 25),  ἀλλά πλησιάζει τόν Κύριο καί ζητεῖ καθοδήγησι, διότι φλέγεται ἀπό τόν πόθο νά εἰσέλθῃ εἰς τήν ζωήν. Ὁ Ἰησοῦς  ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν καί εἶπεν αὐτῷ· Ἕν σε ὑστερεῖ...» (Μάρκ. ι΄ 21).
Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰησοῦς καθωδήγησε καί  εἶπε στόν  συμπαθητικό νεανίσκο:
«Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, τήρησον τάς ἐντολάς», τίς τέλειας ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον: «Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τόν πατέρα καί τή μητέρα, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. ιθ΄17-19). Ἀναφέρεται ὁ Κύριος στήν ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν. Καί ὁ νεανίσκος λέγει:
Ὅλα αὐτά τά τηρῶ ἀπό μικρό παιδί, σέ τί ἄλλο ὑστερῶ; 
Ἀπόδειξις τῆς ἀγάπη πρός τόν Θεόν εἶναι ἡ πρός τόν πλησίον ἀγάπη. Δηλαδή ἡ  ἀποχή ἀπό τό κακόν καί τήν ἁμαρτία. Ὅχι μόνον νά μή βλάπτει τόν πλησίον, ἀλλά καί νά τόν εὐεργετῇ, κατά τό· ἔκκλινον ἀπό κακοῦ καί ποίησον ἀγαθόν. Δέν ἀρκεῖ,  δηλαδή, τό νά μή προκαλεῖ κανείς βλάβη στόν πλησίον, ἀλλά καί νά τόν ὠφελεῖ. Ἐν προκειμένῳ στόν νεανίσκο δίδει, ὄχι γενική καί καθολική προσταγή, ἀλλά εἰδική, διότι,  ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει τί χρειάζεται ὁ νεανῖσκος, ὥστε νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τά δεσμά τῆς Ὕλης. Ἡ εἰδική Ἐντολή εἶναι:
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21).
Προϋπόθεσι τοῦ νά ἀκολουθήσῃ τό Χριστό ὁ νεανῖσκος εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη καί δι’ αὐτῆς ὁ θησαυρισμός ἐν οὐρανῷ.
Ἡ γενική καί καθολική Ἐντολή εἶναι  νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι ὅλα τά ἀγαθά ἀνήκουν στό Θεό καί ὅτι ὁ Κύριος ἀναθέτει σέ μᾶς τήν οἰκονομία, τή διαχείρισι. Ὀφείλουμε πάντες νά εἴμαστε καλοί διαχειριστές, καλοί οἰκονόμοι τῶν ἀγαθῶν, ὑλικῶν καί πνευματικῶν. Μᾶς Χάρισε ὁ Θεός τάλαντα, δῶρα, ἱκανότητες καί ὀφείλουμε νά τηροῦμε τίς Ἐντολές καί  νά πολλαπλασιάζουμε τά τάλαντα. Νά  καλλιεργοῦμε τή γῆ, νά διαχειριζώμαστε τήν τέχνη, τήν ἐπιστήμη, καί τά προϊόντα ἐκ τῆς ἐργασίας μας νά τά πρσφέρουμε ἄφθονα σέ κείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Νά εἴμαστε καλοί Οἰκονόμοι, καλοί διαχειριστές καί ὄχι καταχραστές.
Ὁ Πλοῦτος δέν εἶναι ἐμπόδιον εἰσόδου εἰς τήν ζωήν. Ἡ Κακή χρῆσις ἐμποδίζει. Ὁ θησαυρισμός στή γῆ γιά τόν ἑαυτό μας, κλείνει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ Καλή χρῆσις τῶν ἀγαθῶν, ὁ θησαυρισμός στόν Οὐρανόν, ἡ θυσία ὅλων τῶν ἀγαθῶν στό Βωμό τῆς ἀγάπης, ἡ προσφορά σέ κείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη εἶναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῶν καλῶν οἰκονόμων τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.
«Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν»




Ὁ Καρδιογνώστης γνωρίζει ὅτι ὁ νεανίσκος δέν οἰκονομεῖ, δέν διαχειρίζεται καλῶς τόν πλοῦτο, εἶναι «δέσμιος» τοῦ πλούτου. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος δίδει τήν εἰδικήν ἐντολήν, ἐάν θελῃ νά εἶναι τέλειος, ἄν θέλῃ νά ἐσέλθῃ εἰς τήν ζωήν, ἐάν θέλῃ νά  Τόν ἀκολουθήσῃ, πρῶτα πρέπει νά πωλήση τά ὑπάρχοντά του καί τό προϊόν τῆς πωλήσεως νά δώσῃ στούς πτωχούς καί ἔτσι νά ἀποκτήσῃ θησαυρόν στόν Οὐρανό, καί ὕστερα νά Τόν ἀκολουθήσῃ. Εἰδικά σ’ αὐτόν  δέν λέγει νά ἀξιοποιήσῃ, νά ἐργασθῇ καί νά πολλαπλασιάσῃ τά ἀγαθά καί τά προϊόντα τῆς ἐργασίας του νά τά προσφέρῃ στούς πτωχούς, ἀλλά τοῦ δίδει τήν Ἐντολήν νά πωλήσῃ τά ὑπάρχοντά του καί τό προϊόν ἐκ τῆς πωλήσεως νά τό προσφέρει στούς πτωχούς καί ὕστερα νά Τόν ἀκολουθήσῃ.
Αὐτή ἡ Ἐντολή δέν εἶναι γενική, ἀλλά εἰδική. Δίδεται εἰδικά στόν πλούσιο Νεανίσκο.
Μόλις ἄκουσε ὁ Νέος τήν Ἐντολήν ἔσκυψε τό κεφάλι καί ἔφυγε λυπούμενος, «ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά».
Τότε ὁ Κύριος εἶπε στούς Μαθητές Του: «Ἀμήν  λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν...» (Ματθ. ιθ΄ 23-26).
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θέλουμε νά εἰσέλθουμε νά  εἰς τήν ζωήν, ἀλλά δυστυχῶς δέν προσέχουμε, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε τῆς μεγάλης χαρᾶς τῆς ὄντως ζωῆς. Πωλοῦμε τά πρωτοτόκια ἀντί πινακίου φακῆς, ἀφήνουμε «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», γιά τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας. Προδίδουμε τόν Χριστόν ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων. Βυθίζουμε τήν ψυχή μας εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Γινόμαστε δοῦλοι στά σκιᾶς ἀσθενέστερα καί τά ὀνείρων ἀπατηλότερα καί χάνουμε τήν δόξαν καί τήν μακαριότητα πού  χαρίζει ὁ Θεός σέ κείνους, πού  μιμούνται τόν Χριστόν καί μένουν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει:« Διά γάρ ἀγάπην τινά γηῒνην καί σαρκικήν, εἰς ἥν δεσμεῖται ἄνθρωπος θελήματι ἰδίῳ, δελεάζεται ὐπό τῆς κακίας, ὅπερ γίνεται αὐτῷ ἅλυσις καί δεσμός καί φορτίον βαρύ καταβυθίζον καί πνῖγον ἐν τῷ αἰῶνι τῆς πονηρίας, μή συγχωροῦν ἀνακύψαι καί πρός Θεόν ἀπελθεῖν. Ἐπειδή ὅπερ τις ἠγάπησε τοῦ κόσμου, καταβαρεῖ τόν νοῦν αὐτοῦ καί κατωκρατεῖ καί οὐκ ἐᾷ ἀνακύψαι» (Πνευμ. Ὁμιλ. Στ΄ ΒΕΠΕΣ 41, 176,5-10).
Ὁ Κύριος λέγει ὅτι  ὅποιος θησαυρίζει θησαυρούς γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ ὑποδουλώνει τήν ψυχή του στά γήϊνα,  καί δέν βλέπει Θεοῦ πρόσωπον. «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» ( Ματθ. στ΄ 19-21). Παραμένει δέσμιος τῆς γῆς.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διακηρύττει ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι ἀνάξια λόγου σέ σύγκρισι μέ τά οὐράνια, μέ τά πνευματικά ἀγαθά. Δέν ἔχουν καμμιά ἀπολύτως ἀξίαν τά πλούτη, οἱ κοσμικές δόξες καί τά ἀξιώματα, ἀλλά καί τά παθήματα, οἱ διωγμοί καί οἱ θλίψεις, πού πάσχομεν σ’ αὐτήν τήν πρόσκαιρη ζωή, μπροστά στήν αἰώνια δόξα:
«Λογίζομαι γάρ», λέγει ὁ Παῦλος, «ὅτι οὐκ ἄξια  τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» ( Ρωμ. η΄ 18).
Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε ὅτι τίποτε ἀπολύτως δέν ἀξίζει τόσον, ὅσον ἡ εἴσοδός μας εἰς τήν ζωήν. Καί εἰς τήν ζωήν εἰσέρχονται μόνον ὅσοι δέχονται στήν καρδιά τους τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Χριστόν καί μένουν ἐν τῇ ἀγάπῃ, δηλαδή οἱ πιστοί εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ καί μόνον αὐτοί ἀξιώνονται τῆς ὑψίστης τιμῆς νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του.
Οἱ ἀκολουθήσαντές μοι... «ἑκατονταπλασίονα λήψονται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσουσι» (Ματθ. ιθ΄ 28-29). Σ' Αὐτόν ἀνήκει σιωπηλή, λατρευτική προσκύνησις. Σ' Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Η ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΕΙΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ




Φεύγετε «τήν πλεονεξίαν,

ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολοσ. γ΄ 5).



«Ὁρᾶτε καί φυλάσσεσθε ἀπό πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινί ἡ ζωή αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ» (Λουκ. ιβ΄ 15).



«Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;

Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καί  μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ΄ 20-21).



Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον ἀληθινόν Θεόν, πού εἶναι ἡ Ἀγάπη, τόσο διευρύνεται καί «ὑπαρξιακό κενό» καί ἡ ὑπαρξιακή ἀγωνία καί ἡ  ἀνασφάλεια  μέσα στήν ψυχή του.

Τό πρῶτο πονηρόν, τό πρῶτο λάθος του εἶναι ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ Θεοῦ. Τό δεύτερο βασικό λάθος του εἶναι ἡ ἄμυαλη προσπάθειά του νά ἀναπληρώσῃ τό ὑπαρξιακό κενό, τήν ἀγωνία καί τήν ἀνασφάλειά του μέ «ψευδοαναπληρώσεις». Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας τίς ψευδοαναπληρώσεις αὐτές, τίς ὀνομάζει «Λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν», ὅπως ἔχουμε πῆ.

Ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα τό πάθος τῆς πλεονεξίας. Ὅμως τό πάθος τοῦ πλέον ἔχειν τοῦ ὡρισμένου, τό πάθος τῆς πλεονεξίας, ὄχι μόνον δέν ἀναπληρώνει «τό κενόν», ἀλλά τό διευρύνει. Ὄχι μόνον δέν τόν λυτρώνει ἀπό τήν ἀγωνία καί τήν ἀνασφάλεια, ἀλλά  βυθίζει τόν πλεονέκτη στήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.

Δέν ἀναπαύεται. Δέν χαίρεται τίποτε. Ζῆ μέσα στό φόβο καί τήν ἀπελπισία:

«Τί ποιήσω; Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;...

 Τό πάθος τῆς πλεονεξίας πολλαπλασιάζει μέσα στήν ψυχή του τήν ἀγωνία καί τήν ἀνασφάλεια, διότι τήν βυθίζει εἰς τόν βόρβορον τῆς Ὕλης. Ὁ πλεονέκτης «ἐμπήγεται εἰς ἰλύν βυθοῦ, καί οὐκ ἔστιν ὑπόστασις» (Ψαλμ.68,2). Δηλαδή, βυθίζεται σέ βρομερή λάσπη, σέ βόρβορο, πού δέν ἔχει στερεά βάσι καί συνεχῶς βυθίζεται, φέρεται πρός τά κάτω καί κινδυνεύει νά ταφῇ σ’ αὐτόν. Ὁ πλεονέκτης γίνεται «δέσμιος τῆς γῆς» (Θρῆνοι γ΄ 34), γίνεται καί «δέσμιος σκότους καί αἰχμάλωτος παρατεταμένης νυκτός» (πρβλ. Σοφ. Σολ. ιζ΄ 2) διότι τόν ἐγκαταλείπει ἡ θεία χάρις, ἡ θεία πρόνοια καί ζῆ μέσα σέ ἀφόρητη ἀγωνία καί ἀνασφάλεια.  Ὁ πλεονέκτης θεοποιεῖ τόν πλοῦτο, τά ὑλικά ἀγαθά. Λατρεύει ὡς Θεόν, τόν Μαμωνά, τό Σατανᾶ, τό Χρῆμα καί ἀρνεῖται τόν Ἀληθινόν Θεόν. Ὁ πλεονέκτης

προσκυνεῖ τόν χρυσόν, «τά εἴδωλα ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων», καί ἀρνεῖται τόν Χριστόν, «τόν Θησαυρόν τῶν Θησαυρῶν», τόν
«πολύτιμον μαργαρίτην» καί ποδοπατεῖ στήν πρᾶξι τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, καί σωρεύει συμφορές στή ζωή του καί  κυρίως στίς ζωές τῶν συνανθρώπων του καί παραμένει μέ τή θέλησί του «κατάκοιτος στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου» καί συγχρόνως νομίζει ὅτι εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς προόδου, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐπιστρέφει στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια καί προσπαθεῖ νά ἱκανοποιήσῃ τή δίψα του καί νά ἱκανοποιήσῃ τίς μεταφυσικές του ἀνησυχίες «στά λασπονέρια» τῆς ἀποστασίας, σέ λάκκους συντετριμμένους, σέ τρύπιες δεξαμενές, πού δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν νερό. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί τό νερό πού πίνουμε εἶναι πικρό καί τό ψωμί, πού τρῶμε εἶναι «ἄρτος Ὀδύνης» (Ψαλμ. 126,2).
Ὁ πλεονέκτης, ὁ ἄφρων, ὁ ἄμυαλος τῆς Παραβολῆς, δέν ἠσυχάζει, δέν ἡρεμεῖ, ἀγωνιᾶ, μένει ἄγρυπνος καί συλλογίζεται: Τί ποιήσω; Ποῦ θά συγκεντρώσω τούς καρπούς μου; Ξαγρυπνᾶ μάταια, ἐγείρεται μετά τό καθῆσθαι καί ἐσθίει ἄρτον ὀδύνης, τήν ἴδια ὥρα πού ὁ πανάγαθος χαρίζει τό θεῖον δῶρον τοῦ ὕπνου, τή χαρά καί τή γαλήνη στούς ἀγαπητούς του, στούς πιστούς, σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἐναποθέτουν τήν ψυχή τους καί τή ζωή τους στἄχραντα Χέρια Του (Ψαλμ. 126,2).

Ὁ Ἄρφρων, ὁ πλεονέκτης δέν γαληνεύει. Καί γκρεμίζει τίς παλιές του ἀποθῆκες καί κτίζει καινούριες, μεγαλύτερες καί ἀποθηκεύει ἐκεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἴδιος, τά ἀγαθά του καί λέγει: «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου» (Λουκ. ιβ΄ 18-19).
Ὑπάρχουν, δυστυχῶς, πολλοί συνανθρωποί μας, ἄμυαλοι, ἄφρονες, πού σκέπτονται καί ἐνεργοῦν ἔτσι, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς Παραβολῆς. Ὑπάρχουν πολλοί πλεονέκτες πού, μέ τήν προβληματική τους συμπεριφορά, ἑδραιώνουν, σέ παγκόσμια Κλίμακα, τήν κοινωνική Ἀδικία. Χωρίς ντροπή, καί μέ λυσσώδη μανίαν, κατατρύχουν, κατατρώγουν, κατασπαράσσουν τούς ἀθώους, καί γενικά κατατυραννοῦν τόν ἑαυτόν τους καί τούς συνανθρώπους τους. Ζοῦν χωρίς ἀγάπην, χωρίς Θεόν. Μισοῦν τό Φῶς, μισοῦν τήν Ἀλήθεια.
«Αὕτη δέ ἐστίν ἡ κρίσις, ὅτι φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄  19-20).


Εἶναι καιρός, πρίν νά εἶναι ἀργά, νά ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ Χριστοῦ, πού κρούει τή θύρα  καί νά καταλάβουμε, νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι ἡ πλεονεξία εἶναι θανάσιμον πάθος, εἶναι ἄρνησις τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης. Εἶναι εἰδωλολατρία.

Εἶναι καιρός νά ἐννοήσουμε ὅλοι μας:

1ον) τό βραχύ τῆς Ζωῆς  καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. 
«Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης. Τί τόν ὠφελεῖ τό πάθος τῆς πλεονεξίας; Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλειά του ἀπό τό μεγάλο μόχθο, πού καταβάλλει σέ ὅλη τή ζωή του στή γῆ; Ἀπολύτως καμμιά. Ἡ μιά ἀνθρώπινη γενεά  φεύγει καί ἡ ἄλλη ἔρχεται. Ἡ γῆ ὅμως  μένει πάντοτε (πρβλ. Ἐκκλησ. α΄ 2).
2ον) Εἴμαστε πάροικοι καί παρεπίδημοι, προσωρινοί διαβάτες σ’ αὐτή τήν ἄθλια παροικία, εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου γῆν, μέ προθεσμία λήξεως, «ἕως τοῦ ἀποστρέψαι ἡμᾶς εἰς τήν γῆν, εξ ἧς ἐλήφθημεν, ὅτι γῆ ἐσμέν καί εἰς γῆν ἀπελευσόμεθα» (παρβλ. Γενέσ. γ΄ 19). 
3ον) Φεύγοντας γιά τήν ἄλλη ζωήν, τήν ὄντως ζωήν, δέν παίρνουμε τίποτε ἀπολύτως μαζί μας.
Οἱ δίκαιοι παίρνουν μόνον τά ἔργα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης τους, τήν καλωσύνη τους ,τήν ἀρετή τους.
Ὁ Ἰώβ λέγει: «Αὐτός γυμνός ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου καί γυμνός ἀπελέυσομαι ἐκεῖ» (Ἰώβ α΄21).


Καί ὁ Σοφός Σολομών τονίζει ὅτι « ὅπως κάθε ἄνθρωπος γυμνός ἐξῆλθεν ἐκ κοιλίας μητρός του, ἔτσι γυμνός, ὅπως ἁρμόζει, θά ἐπιστρέψῃ εἰς τήν γῆν καί δέν θά λάβῃ τίποτε σάν ἀμοιβή τῶν κόπων ὅπως γυμνός κάθε ἄνθρωπος πορεύεται στόν τάφον. Καί πραγματικά ἡ συγκέντρωσις πλούτου εἶναι  μιά  μεγάλη ἀρρώστια, μεγάλη συμφορά, διότι ὅπως γυμνός κάθε ἄνθρωπος ἦλθε στόν κόσμο, γυμνός πάλι θά φύγῃ ἀπ’  αὐτό τόν κόσμο. Ποιά εἶναι ἡ θετική ὠφέλεια ἀπό τήν πλεονεξία, ποιά ἡ ὠφέλεια γιά τούς κόπους πού κατέβαλε; Μάταια μοχθεῖ τά περισσεύματα  σκορπίζονται σάν φύλλα ἀπό τόν ἄνεμον» (παρβλ. Ἐκκλησ. ε΄ 14-15).

Ἐξάλλου ποιά ἀξία ἔχουν τά ὑλικά ἀγαθά;

Ποιός μπόρεσε μέ αὐτά νά πρόσθέσῃ κάτι στό ὕψος του; Ποιός μπόρεσε νά προσθέσῃ στόν ἑαυτόν ἕνα κλάσμα δευτερολέπτου ζωῆς; Ποιός μπόρεσε νά διώξῃ τήν ἀρρώστια μέ τά πλούτη του; Ποιός μπόρεσε νά νικήσῃ τό Θάνατο μέ αὐτά;
Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά, μία ροπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται, λέγει ὁ Ἅγιος ΄Ἰωάννης Δαμασκηνός.
4ον)Ὁ ἰσχυρισμός τοῦ ἄφρονος Πλουσίου καί τῶν ὁμοίων του ὅτι τά ἀγαθά εἶναι δικά τους, εἶναι ψευδής καί ἀνίσχυρος. Ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι τά ἀγαθά εἶναι δικά τους δέν ἔχουν ἐπαφήν μέ τήν πραγματικότητα. Δηλαδή, εἶναι σχιζοφρενεῖς.
Διότι ὅλα ὅσα ἔχουμε, τά πάντα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὕπαρξίς μας, τό εἶναι μας, ἡ ψυχή ,τό σῶμα, ἡ ὑγεία, ἡ ὄρεξι γιά δουλειά, ὁ ἥλιος, ἡ βροχή, ὁ ἀέρας, ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄφρων αὐτός πού λέγει στήν ψυχή του· «Ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά...»
Ὁ Ἁπόστολος Παῦλος μᾶς προσγειώνει ὅταν μᾶς ἐρωτᾶ:  Ἄνθρωπε, «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ 
καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών; (Α΄Κορινθ. δ΄7).
Ἄμυαλε ἄνθρωπε, τρελλέ, δυστυχισμένε, κακέ  Οἰκονόμε τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ,  μάθε ἐπί τέλους ὅτι τίποτε δέν εἶναι δικό σου. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. «Καί τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ. β΄8-9).

Στήν Παραβολή ὁ Κύριος ἀναγγέλλει στόν ἄφρονα:
«Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί (οἱ δαίμονες πού ὑπηρέτησες στή ζωή σου) τήν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται»; «Ἔτσι ἀκριβῶς συμβαίνει στόν καθένα πού θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτόν του καί δέν πλουτεῖ εἰς Θεόν» (Λουκ. ιβ΄ 20-21).
Εἷναι καιρός νά καταλάβουμε τήν ἀλήθεια, πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος καί νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Νά παύσουμε νά εἴμαστε κλέφτες, λῃστές, καταχραστές τῶν ξένων ἀγαθῶν. Νά ἀποκαταστήσουμε στή ζωή μας τήν Κοινωνικήν Δικαιοσύνην. Νά βασιλεύσῃ στήν ψυχή καί τή ζωή μας ἡ γνήσια ἀγάπη. Νά θανατώσουμε τόν Ὄφι πού φωλιάζει μέσα μας καί μᾶς θανατώνει. Νά φυλάξουμε τήν ψυχή μας ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας, γιά νά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στό Θεό, τόν Κύριό μας τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν Δωτῆρα καί Εὐεργέτην τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί μέ ἔργα ἀγάπης νά Τόν ὑμνοῦμε καί τόν δοξάζουμε αἰώνια σύν τῷ Πατρί καί τῶ παναγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.


Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ, ΤΙ ΠΟΙΗΣΑΣ ΖΩΗΝ ΑIΩΝΙΟΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΩ;(Γ΄)






Γ΄

Ἄνθρωπος γίνεται ὁ Θεός, σαρκώνεται ἡ ἀγάπη,



«ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 15, 16).





«Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτόν, καί ἰδών αὐτόν εὐσπλαγχνίσθη, καί προσελθών κατέδησε τά τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλεον καί οἶνον, ἐπιβιβάσας δέ αὐτόν ἐπί τό ἴδιον κτῆνος, ἤγαγεν αὐτόν εἰς πανδοχεῖον καί ἐπεμελήθη αὐτοῦ» (Λουκ. ι΄ 33-34).


Σ’ αὐτούς τούς στίχους τῆς Παραβολῆς ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τό «τό χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον» (Ρωμ. ιδ΄ 24), «τό μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ» (Ἐφεσ. γ΄9), «τό  μέγα μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν  ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη  ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμόθ. γ΄16). Καί ὁμολογουμένως εἶναι μέγα τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον, τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας. Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός πραγματοποιεῖ  τήν προαιώνια

Βουλή Του. Ἀποστέλλει τόν Υἱόν αὐτοῦ εἰς τόν κόσμον. Ἅνθρωπος γίνεται ὁ Θεός, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Σαρκώνεται ἡ Ἀγάπη καί γίνεται ἡ Ὁδός, πού θά μᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς τήν ζωήν.

Εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο». Γεννᾶται ἐκ Παρθένου καί ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος, λαμβάνει δούλου μορφήν.





 Πλησιάζει τόν περιπεσόντα εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας-δαιμονικά πάθη. Πλησιάζει ὁ Χριστός τήν «ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα», τόν καθέναν ἀπό μᾶς, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Εἶναι ὁ ΜΟΝΟΣ, πού  μᾶς πλησιάζει μέ στοργή, πλένει τίς πληγές, τίς ἀλείφει μέ λάδι καί κρασί, δένει μέ ἐπιδέσμους τά τραύματά μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἀπαλύνει τόν πόνο μας, μᾶς ἀνεβάζει εἰς τό ζῶον του καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς πανδοχεῖον, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἴδιος μᾶς προσφέρει κάθε ἀναγκαία βοήθεια.

Στό ἐρώτημα τοῦ νομοδιδασκάλου: Τίς ἐστί μου πλησίον; Ὁ Κύριος ἀποκρίνεται μέ τήν Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, Διαπιστώνει τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά σωθῇ μόνος του. Τονίζει ὅτι ἠ ἀνθρωπότης, μακρυά ἀπό τό Θεό ἔφθασε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Κείτεται «ἡμιθανής» καί καμιά ἀπολύτως ἀνθρωπίνη δύναμις δέν μπορεῖ νά τόν σώσῃ. Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν λυτρώσῃ. Ὁ Ἱερεύς καί ὁ Λευῒτης τόν βλέπουν καί τόν ἀντιπαρέρχονται. Ἀδυνατοῦν  νά τόν βοηθήσουν.

Τόν πλησιάζει καί τόν βοηθεῖ μόνον  ὁ Σαμαρείτης. Καί ἐρωτᾶ ὁ Κύριος τόν νομοδιδάσκαλον:

«Τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς λῃστάς;»

Καί ὁ Νομοδιδάσκαλος, βέβαια, ἀποκρίνεται ὅτι πλησίον τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τούς λῃστάς ἀπεδείχθη ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ, δηλαδή, ὁ Σαμαρείτης. Καί τότε ὁ Κύριος τελείωσε τήν παραβολή μέ τήν προτροπή: Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως.

Δείκνυε συνεχῶς καί σύ στοργή καί τρυφερότητα, τέλεια ἀγάπη, σέ κάθε πάσχοντα συνάνθρωπό σου, χωρίς νά ἐξετάζῃς ἄν εἶναι ἀδελφός, συγγενής ἤ συμπατριώτης σου, χωρίς νά λογαριάζῃς τίς θυσίες καί τούς κόπους καί τίς δαπάνες, γιά κάθε συνάνθρωπο, πού ὑποφέρει, ἔστω καί ἄν αὐτός εἶναι ἐχθρός σου. Ἡ ἀγάπη σου στόν συνάνθρωπό σου εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης σου στό Θεό.

Οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν ὡς πλησίον, μόνον τόν συγγενῆ, τόν συμπατριώτη τους, ὅλους τούς ἄλλους, τούς θεωροῦσαν ὡς ἐχθρούς. Καί μάθαιναν τό· «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου» (δηλαδή τόν οἰκεῖον τῆς πίστεως, τόν συγγενῆ, τόν ὁμοεθνῆ, τόν συμπατριώτη) «καί μισήσεις τόν ἐχθρόν σου».

Ὁ Κύριος, ὁ ἀληθινός Μεσσίας, ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς, ἀποκαλεῖ τόν ἑαυτόν Του, μέ τό   ὄνομα «Σαμαρείτης», ἔτσι, ὅπως Τόν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά οἱ Ἰουδαῖοι (πρβλ. Ἰωάν. η΄ 48). Σκοπός, πού χρησιμοποιεῖ τόν Σαμαρείτην , ἕναν ξένον καί ἀλλόφυλον, εἶναι νά διακηρύξῃ· τήν Παγκοσμιότητα τῆς μόνης ἀληθινῆς Θρησκείας, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἀνθρώπινον ἐφεύρημα, δέν εἶναι ἀνθρώπινον κατασκεύασμα, ἐπινόημα, πλᾶσμα τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας, ἀλλά εἶναι Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Νά διακηρύξῃ ὅτι στήν ἀληθινήν αὐτήν Θρησκείαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι,  ἀνεξαρτήτως φύλου, ἔθνους, φυλῆς καί γλώσσης, εἶναι ἴσοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀδελφοί. «Πάντες γάρ υἱοί Θεοῦ εἰσί διά τῆς πίστεως  ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ· Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε», λέγει ὁ Παῦλος, «Χριστόν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλάτ.  γ΄ 26-28). Θά πρέπει νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ὁ Κύριος καλεῖ τόν Ἑαυτόν Του, Σαμαρείτην, καί τήν Ἐκκλησίαν Του Πανδοχεῖον, ἰατρεῖον νοσημάτων ἄμισθον. Κύριος καί ἱδρυτής του Πανδοχείου εἶναι ὁ Ἴδιος, πανακής ἰατρός. Τά δύο δηνάρια εἶναι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη.





Πανδοχεῖς εἶναι οἱ Ἱερεῖς  κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ. Καί πρῶτος καί ὑποδειγματικός πλησίον εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ καλός Σαμαρείτης, ὁ ὁποῖος, ἀναθέτει τῷ πανδοχεῖ, στούς ἀποστόλους, στούς Ἱερεῖς, τούς ποιμένας καί διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας Του, τό Χρέος, νά συνεχίσουν τό θεραπευτικό Του ἔργον καί  προαναγγέλλει εἰς αὐτούς («τῷ πανδοχεῖ») ὅτι κατά τήν ἔνδοξον Ἐπάνοδόν Του, θά φέρει μαζί καί τόν μισθόν, γιά νά ἀποδώσῃ στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του.


Ὁ Κύριος, μέ τήν Παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, μᾶς ὑποδεικνύει Πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν. Καί τονίζει ὅτι ὅποιος θέλει νά  ἀποκτήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν ὀφείλει νά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν μέ τελείαν ἀγάπην, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας του, καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς του καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος του καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας του καί τόν πλησίον του ὡς ἑαυτόν.

Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον εἶναι ἡ ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν. «Τοῦτο ποίει καί ζήσῃ». Μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος νά τόν μιμηθοῦμε. Νά μιμηθοῦμε τόν καλόν Σαμαρείτην: «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. ι΄ 28, 37).

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἔγινεν ἄνθρωπος ὁ Θεός, γιά νά μας διδάξῃ «πῶς πρός Θεόν καί ἀνθρώπους διακεῖσθαι», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο σαρκώθηκε ἡ ἀγάπη, γιά νά μᾶς ὑποδείξῃ τήν ἄλλην Ὁδόν, τήν Ὁδόν τῆς τελείας ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί  πρός τόν πλησίον διά τόν Θεόν.

Οἱ Μάγοι εἶδον τόν Ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καί ὑπ’ αὐτοῦ ὁδηγουμενοι ἦλθον στήν Βηθλεέμ καί εἰσῆλθον εἰς τό Σπήλαιον, προσφέροντες σ’Αὐτόν χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν, τά δῶρα τους.



Ἐξελθόντες δέ ἐκ τοῦ Σπηλαίου, ὡς ἐν Χριστῷ καινή κτίσις «καί χρηματισθέντες κατ’ ὄναρ μή ἀνακάμψαι πρός Ἡρώδην δι’ ἄλλης Ὁδοῦ (τῆς Ὁδοῦ τής ἐνσαρκωμένης ἀγάπης) ἀνεχώρησαν εἰς τήν χώραν αὐτῶν» (Ματθ. β΄ 12).






Ὁ Ἡρώδης εἶναι σύμβολον τοῦ πυρροῦ Δράκοντος,  τοῦ Διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ, τοῦ ἁμαρτωλοῦ τρόπου ζωῆς. Ἡ ἄλλη Ὁδός εἶναι ὁ Χριστός καί ἡ ἐν Χριστῷ ζωή.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πλησίον μας. Ἐταπεινώθη καί ἔγινε γιά χάρι μας ὑπήκοος μέχρι Θανάτου, γιά νά μᾶς ἀνοίξῃ τό δρόμο πρός τήν ὄντως ζωήν. Μᾶς καλεῖ κοντά Του, γιά νά κάμη τήν ψυχήν καί τήν ζωήν μας παράδεισον ἀπό τώρα.

Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε τή θεϊκή συγκατάβασι καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε πρᾶξι ζωῆς.

Σᾶς θυμίζω τά λόγια ἑνός ποιητοῦ, πού λέγει:

«Ὦ ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως καλωσύνη
πλανιώμαστε στῆς ἐρημιᾶς τἄχαρα μονοπάτια, ἄν
ξέραμε πώς τόσο ἁπλᾶ ἡ ἀγάπη κατοικεῖ καί πώς
μιά φάτνη ταπεινή διαλέγει γιά νά γείρῃ,
στή Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια
καί σταθερά θά φέρναμε τό βῆμα πρός τά κεῖ».






Εἷναι καιρός νά εἰσέλθουμε  στό ταπεινό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ, νά γονατίσουμε  καί νά προσκυνήσουμε τό Θεῖον Βρέφος









καί, ἀντί δώρων,νά ἐναποθέσουμε στἄχραντα πόδια Του τόν παλαιόν ἄνθρωπον , τίς ἁμαρτίες μας καί ἐξερχόμενοι τοῦ Σπηλαίου, ὡς ἐν Χριστῷ καινή κτίσις, νά μή ξαναγυρίσουμε πίσω στόν Ἡρώδη, στίς παλιές μας συνήθειες, στήν ἁμαρτωλή ζωή, ἀλλά νά ἀκολουθήσουμε τήν ἄλλη Ὁδό, τόν νέο τρόπο ζωῆς, τήν Ὁδό τῆς ἐνσαρκωμένης ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον διά τόν Θεόν, αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες Αὐτόν, τόν Πατέρα καί τόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τόν Τριαδικόν Θεόν, στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.