Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟΜΑΤΟΝ ΔΙΑΖΥΓΙΟΝ

 Εἶναι πρόοδος ἤ ὀπισθοδρόμησις;

   Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι στήν ἐποχή μας, πολλοί
συνάνθρωποί μας , σέ παγκόσμια κλίμακα,   ἀρνοῦνται τόν ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουν  τά εἴδωλα, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων ( τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα). 
    Δυνάμεις τοῦ σκότους, μεθοδικά καί σταθερά, κατ' ἐνέργειαν 
 τοῦ Σατανᾶ, πολεμοῦν τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, ἐπειδή εἶναι τά μόνα ἐμπόδια στά σκοτεινά τους σχέδια, προκειμένου νά ἐπιτύχουν τή Σατανοποίησι τοῦ Σύμπαντος κόσμου καί νά φέρουν τόν Παγκόσμιον Κυβερνήτην τόν Maitreya, τόν Ἀντίχριστον, τόν Ψευτομεσσία.




  ντιστρατεύονται στό Νόμο τοῦ Χριστοῦ καί κάθε φορά ψηφίζουν Νόμους, μέ σκοπό νά ξεθεμελιώσουν κάθε ἱερό καί ὅσιο.
  Δυστυχῶς καί ἐδῶ στήν Ἑλλάδα μας, πού εἶναι ἡ κοιτίδα τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ, ὑπάρχουν λίγοι ἀξιοθρήνητοι
ὑλιστές καί ἄθεοι, πού χωρίς περίσκεψι καί χωρίς ντροπή,  προσπαθοῦν νά κατεξευτελίσουν καί νά βεβηλώσουν τό ἱερό καί μέγα μυστήριον τοῦ γάμου καί νά διαλύσουν τήν Οἰκογένεια.  Ἐνῷ δηλαδή τό Κράτος  ὀφείλει  νά προστατεύῃ τόν ἱερό θεσμό τῆς Οἰκογενείας, ψηφίζει ἀναχρονιστικούς νόμους, μέ τούς ὁποίους βάζει δυναμίτη στά θεμέλια τῆς Οἰκογενείας καί ἀνατινάσσει στόν ἀέρα καί τό γάμο καί τήν Οἰκογένεια καί κατ' ἀκολουθίαν διαλύει τό ἴδιο τό Κράτος.
   Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουν ὅλοι οἱ Ἕλληνες πόσο βλαπτική
καί βλακώδης εἶναι ἡ τροποποίησις τοῦ Οἰκογενειακοῦ Δικαίου, μέ τήν καθιέρωσι τοῦ λεγομένου Αὐτομάτου Διαζυγίου καί τοῦ Πολιτικοῦ γάμου.
    Ὅποιος ἔχει τόν κοινόν νοῦν, ἀντιλαμβάνεται ὅτι μέ τούς νόμους αὐτούς ἀποσκοπεῖται  ἡ ἐκθεμελίωσις τοῦ θεοῒδρυτου θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας καί κατά συνέπεια τίθεται σέ κίνδυνο αὐτή ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἔθνους. Γιατί, μιά Οἰκογένεια, πού μπορεῖ νά διαλύεται τόσο εὔκολα, δέν μπορεῖ νά ἀποτελέσῃ ἀρχή τῆς Πόλεως καί φυτώριον τῆς Πολιτείας.
   Καί παλιότερα εἴχαμε μιλήσει γιά τό θέμα αὐτό στό Περιοδικό  «Ἀναπαλμοί» καί τώρα ἐπαναλαμβάνουμε τήν Ἀλήθεια αὐτή, σέ κρίσιμες γιά τήν Οἰκογένεια ὧρες.
      Πολιτικός γάμος εἶναι ἀντίθετος τοῦ Θρησκευτικοῦ. Εἶναι μιά  ἁπλῆ συμβίωσι καί σαρκική ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός, χωρίς τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Συνάπτεται μέ μιά ἁπλῆ δήλωσι τῶν ἐνδιαφερομένων ἐνώπιον τῆς ἁρμοδίας πολιτικῆς ἀρχῆς καί ἀνά πᾶσαν στιγμήν μπορεῖ νά διαλυθῇ, καί πολλές φορές χωρίς λόγο. Πρβλ. καί  Αὐτόματον διαζύγιον. Ἴσχυε κατά τήν προχριστιανικήν ἐποχήν, ὅπου ἡ γυναῖκα ἐθεωρεῖτο κτῆμα τοῦ ἀνδρός καί μποροῦσε νά τήν ἀπολύσῃ ὁποιαδήποτε στιγμή ἤθελε («Γῦνε πράττε τά σά».
Παρβλ. καί τό σύστημα ἐλευθέρας διαζεύξεως, τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, Ρεπούδιον, «Ἀποστάσιον» ἤ «Ἔγγραφον Ἀποστασίου» ἤ  Βιβλίον Ἀποστασίου, τό ὁποῖον ἐπέτρεψε ὁ Μωϋσῆς διά τήν σκληροκαρδίαν τῶν ἀνθρώπων, ἀπ' ἀρχῆς ὅμως δέν ἔχει γίνει ἔτσι (πρβλ. καί Ματθ. ιθ΄ 1-12).
     Εἶναι λοιπόν φανερόν ὅτι τά νομοθετήματα αὐτά μᾶς γυρίζουν πίσω στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια. Δέν εἶναι πρόοδος, ἀλλά ὀπισθοδρόμησις. Τό οἰκοδόμημα δηλ. πού κτίσθηκε μέ ἀγῶνες καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερός θεσμός τοῦ γάμου καί τῆς Οἰκογενείας γκρεμίζεται μέ τήν καθιέρωσι τοῦ Αὐτομάτου διαζυγίου καί τοῦ Πολιτικοῦ γάμου.
    Δέν πρέπει κανείς νά λησμονῇ ὅτι μέ τήν ἐπίδρασι τῆς «Καινῆς Διδαχῆς», τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, κατανοήθηκε ὁ γάμος ὡς μέγα μυστήριον, ἡ σχέσις ἔγινε πνευματικότερη καί ὁ θεσμός τοῦ γάμου ἀνυψώθηκε ἠθικά, σύμφωνα μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔπαυσε νά ἀποτελῇ ἁπλῆ σύμβασι, ἁπλῆ ληξιαρχική πρᾶξι. Ἔπαυσε νά εἶναι σύμβασις συναλλαγῆς. Ἔγινε Θρησκευτικός, ἱερός θεσμός. Δέν νοεῖται πλέον ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός μέ τά δεσμά τοῦ γάμου, χωρίς τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας.
  Κατανοήθηκε ὅτι ὁ γάμος, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι ἰσόβιος ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός, vinculum juris,  δεσμός ἀδιάλυτος, εὐλογημένος ἀπό τό Θεό, μέγα μυστήριον, «ἀνδρός καί γυναικός συνάφεια καί συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία»(Γενέσ. β΄18-25. Ἰωάν. β΄ 1 ἑξ. Ματθ. ιθ΄ 5 ἑξ. Ἐφεσ. ε΄ 20-33. Α΄ Κορινθ. ζ΄ 39, ια΄ 11-13. κλπ. Νομ. 1 Πανδ. 23,2).
    αὐτοκράτορας Λέων Στ΄ὁ σοφός, μέ τή Νεαρά 89, τό 893 μ.Χ.
πρῶτος θέσπισε τήν ἱερολογία τοῦ γάμου, σάν ὅρο ἀπαραίτητο τῆς νόμιμης ὑποστάσεως τοῦ γάμου, σάν οὐσιαστική προϋπόθεσι. «Οὕτω δή καί τά συνοικέσια τῇ μαρτυρίᾳ τῆς ἱερᾶς εὐλογίας ἐρρῶσθαι  κελεύομεν» Παρβλ. καί νεαρά 35 Ἀλεξίου Α΄τοῦ Κομνηνοῦ: «Καί γάρ μή ἄλλως ἔννομόν τε καί χριστιανικῆς καταστάσεως ἄξιον εἶναι τε καί νομίζεσθαι εἰ μή καί ἱερολογία τούς συναπτομένους συνδεῖ», ὅπως ἐπίσης καί τό ἄρθρον1367 τοῦ  Ἀστικοῦ Κώδικος: «Ἀνυπόστατος γάμος. Γάμος τῶν ἀνηκόντων εἰς τήν ἀνατολικήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δέν ὑφίσταται ἄνευ ἱεροτελεστίας τελουμένης ὑπό ἱερέως τῆς Ἐκκλησίας ταύτης. Τό αὐτό ἰσχύει καί ἐπί γάμου χριστιανοῦ τοῦ ἀνατολικοῦ δόγματος μετά χριστιανοῦ ἄλλου δόγματος...».
    Ὁ Πολιτικός γάμος, ἐπειδή ἀρνεῖται τήν ἱερολογία τοῦ γάμου, δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀνυπόστατος. Θεωρείται δηλ. σάν νά μήν ὑπάρχει. Εἶναι γνωστόν ὅτι «ὁ πολιτικός γάμος εἶναι προϊόν  τῶν κοινωνιστικῶν θεωριῶν καί τοῦ κατά τῆς Πίστεως πολέμου, ὅστις ἤρξατο ἐν τῇ δυτικῇ Εὐρώπῃ τήν ΙΣΤ΄ ἑκατονταετηρίδα καί ἀφίκετο εἰς τό κατακόρυφον σημεῖον τῆς ὁρμῆς αὐτοῦ κατά τήν γαλλικήν ἐπανάστασιν» (Ν. Μίλας-Ἀποστολοπούλου, Ἐκκλησιαστ. Δίκαιον Ἀθῆναι 1906 σελ. 922). Καί αὐτοί πού καθιέρωσαν τόν πολιτικό γάμο στήν Ἑλλάδα  ὡρμήθηκαν ἀπό τίς  ἀθεϊστικές αὐτές ἰδέες, προσβάλλοντας ἔτσι τίς ἱερές Παραδόσεις τῆς Ρωμιοσύνης.
   πως ὅλοι αντιλαμβάνεσθε ὁ Πολιτικός γάμος ἀπό τή φύσι του δέν εἶναι σημεῖον προόδου, ἀλλά τραγική ὀπισθοδρόμησις. Εἶναι κατακόρυφη  ἠθική  πτῶσι τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, στήν ὁποία τόν ὁδηγεῖ ἡ ὑλιστική θεώρησι τῆς ζωῆς καί ὁ Πανσεξουαλισμός. Ἀκόμη καί οἱ πιό φιλελεύθερες ἀρχές τῆς Δύσεως, χάνοντας ὁλότελα τήν γνησιότητα καί τήν καθαρότητά τους, νοθεύτηκαν τόσον, ὥστε ὡδήγησαν μέ τή σειρά τους τό σύγχρονο ἄνθρωπο στήν ἄρνησι κάθε ἀξίας.
   ἄνθρωπος, ὑπόδουλος τῆς Μηχανῆς, αἰμάλωτος τῆς Ὕλης, «δέσμιος τῆς γῆς», δημιουργεῖ ἄδικο Δίκαιο. Ἔτσι ἔρχεται στήν ἡμερησία διάταξι καί ἡ διάλυσις τῆς Οἰκογενείας, τοῦ πιό ὡραίου καί τοῦ πιό τρυφεροῦ θεσμοῦ της ζωῆς. Καί αὐτό πρέπει νά γίνη συνείδησις σέ ὅλους τούς Ἕλληνες, πού ὀφείλουν νά προβάλλουν  τήν πατροπαράδοτη ἀντίστασι σέ κάθε κακοήθεια.
  πως εἶναι φυσικόν, ἡ Ἐκκλησία δέν δέχεται τό Αὐτόματο Διαζύγιο καί δέν ἀναγνωρίζει τόν Πολιτικό γάμο. Ἡ Ἐκκλησία  δέχεται τό μέγα μυστήριον τοῦ γάμου. Ἀγκαλιάζει, εὐλογεῖ καί ἁγιάζει τήν Οἰκογένεια, πού εἶναι «ἡ κατ' οἶκον  Ἐκκλησία». Διδάσκει τό Εὐαγγέλιον τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης καί γιά κανένα λόγον δέν μπορεῖ νά τό ἀρνηθῇ.



 
       Δέν κάνει συμβιβασμούς μέ τόν κόσμο. Ἔχει ἱερή ἀποστολή νά σώσῃ τόν κόσμον. Ἡ  Ἐκκλησία ἀγωνίζεται νά βοηθήσῃ τούς ἀνθρώπους νά ζήσουν τήν ἐν Χριστῷ ζωήν καί νά ἐπιτύχουν τήν πνευματική τους τελείωσι. Ἔτσι καί σήμερα μᾶς καλεῖ νά ἀποφεύγουμε τίς παγίδες τοῦ Διαβόλου, ὅπως εἶναι ὁ Πολιτικός γάμος καί τό Αὐτόματο Διαζύγιο. Μᾶς καλεῖ νά πιστέψουμε στό μέγα μυστήριο τοῦ γάμου καί νά κρατήσουμε ὅσο πιό ψηλά μποροῦμε τόν ἱερό θεσμό τῆς Οἰκογενείας. Νά τήν προστατέψουμε

ἀπό κάθε  εἴδους ἐπιβουλή. Νά τήν προστατέψουμε ἀπό κάθε  εἴδους ὕπουλη, δόλια σκέψι ἤ ἐνέργεια τῶν ἀντιχρίστων ἐναντίον της.
      Δέν ἐννοῶ μέ τοῦτο νά κρατήσουμε μόνο τίς διάφορες νομικές καί τυπικές διαδικασίες, ἀλλά νά πιστέψουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, νά γίνουμε ζωντανά, συνειδητά μέλη της. Νά δεχθοῦμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας  τό Χριστό καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς δίδεται μέ τήν ἱερολογία τοῦ γάμου, ὥστε καί τό μυστήριο τοῦ γάμου νά φανερωθῇ καί νά πραγματωθῇ σέ ὅλο τό θεῖο του μεγαλεῖο, νά ἀνακτήσῃ οὐσιαστικήν ὑπόστασιν. Γιατί, ὅπως σωστά ἔχει γραφῆ, «ἡ ἐγκυρότητα ἑνός μυστηρίου δέν εἶναι νομική καί τυπική, ἀλλά πραγματική, ἐξαρτᾶται ἀπό τό δεσμό μέ τό ζωντανό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας» (Χρήστου Γιανναρᾶ,  Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθῆναι 1970,σελ.123). Καί αὐτή τήν ἐγκυρότητα, αὐτή τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἀρνεῖται ὁ Πολιτικός γάμος.
     κεῖνος πού θέλει νά τελέσῃ Πολιτικό γάμο, ἀρνούμενος τήν ἱερολογία, μέ τή θέλησί του, ἀποκόπτεται, ἀποχωρίζεται ἀπό τό ζωντανό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀρνεῖται νά λάβῃ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Προσβάλλει τήν ἄπειρη ἀγάπη Του. Βέβαια ὑπάρχουν καί περιπτώσεις συνανθρώπων μας, πού πιστεύουν καί  στό Θεό, ἀλλά γιά κάποιο λόγο,  νομιμοποιοῦν τή σχέσι τους μέ τόν Πολιτικό γάμο καί ἀναβάλλουν, γιά λίγο, τήν ἱερολογία. Ὁ Θεός ξέρει καί ἐμεῖς δέν κρίνουμε.
    Θεωρῶ ἐπίσης ἀναγκαῖον νά ἀπαντήσω σέ ἕνα πολύ  εὔλογο ἐρώτημα:
     Δέν εἶναι βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, δέν εἶναι ἐμπαιγμός τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου τό γεγονός  ὅτι πολλάκις παρίστανται στόν ἱερό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας  καί  ἀναγκάζονται ἀπό τό Νόμο νά τελέσουν ἕνα μυστήριο, πού δέν τό πιστεύουν;
      ναμφισβήτητα εἶναι ἀνεπίτρεπτο νά ἐμπαίζεται τό μέγα μυστήριο. Ἄν μέ τόν Πολιτικό γάμο ἤ μέ τό Αὐτόματο Διαζύγιο  θέλουν μερικοί νά ἀποκοποῦν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἐλεύθεροι νά τό πράξουν. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἐξαναγκάζει κανέναν. Ὁ Κύριος καλεῖ ὅλους κοντά Του: «ὅστις θέλει...», «Οὐ βιάζεται δε τινα διά τό αὐτεξούσιον».
      Ἡ Ἐκκλησία ἐπισημαίνει μόνον τούς κινδύνους καί τά προβλήματα, πού προέρχονται  ἀπό τόν Πολιτικό γάμο καί τό Αὐτόματο Διαζύγιο. Ἡ Ἐκκλησία σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ καθενός. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς. Πονᾶ τά παιδιά της. Καί ἀκατάπαυστα συμβουλεύει, διδάσκει, διαφωτίζει,  παρακαλεῖ, ὑπομένει καί περιμένει νά ἐπιστρέψουμε στό Χριστό,  νά πιστέψουμε στό Μυστήριο τοῦ γάμου καί νά θεμελιώσουμε τή  ζωή μας καί τό σπιτικό μας,  μέ τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγνή καί θυσιαστική Ἀγάπη.



    

   





    



Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2016

«ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥΤΟ ΜΕΓΑ ΕΣΤΙ»


ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΟΥΜΕ
ΤΟ ΓΑΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ

  


      Ὁ γάμος  εἶναι μέγα Μυστήριο. Εἶναι ισόβιος ἕνωσις ανδρός και γυναικός, εὐλογημένη ἀπό το Θεό. Δεσμός αδιάλυτος (πρβλ. Γενέσ. β΄ 18-25. Ἰωάν. β΄ 1ἑξ. Ματθ. ιθ΄5ἑξ. Ἐφεσ. ε΄20-23). Εἶναι θεσμός θείου και ἀνθρωπίνου δικαίου (Νομ. 1 Πανδ. 23,2).
   νας ἀπό τους διαπρεπέστερους νομικούς τῶν νεωτέρων χρόνων, ὁ αείμνηστος Γ. Μπαλῆς,  στό Οἰκογενειακό του Δίκαιο (Ἀθῆναι 1961, σελ. 20) γράφει πολύ εὔστοχα, ὅτι «διά τοῦ γάμου θεμελειοῦται εἷς ἠθικός δεσμός μεταξύ ανδρός και γυναικός ἀποσκοπῶν ἀφ' ἑνός τήν πλήρη και ἀχώριστον αὐτῶν ἕνωσιν διά παντός τοῦ βίου και ἀφ' ἑτέρου τήν κοινωνίαν τύχης».
    Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι ὁ γάμος εἶναι ἡ πηγή τῆς Οικογένειας, ἡ δε Οἰκογένεια εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Πόλεως και κατά κάποιον τρόπον φυτώριον τῆς Πολιτείας (Κικέρων). Ὁ Πλάτων ἐρωτᾶ: «Ἀρχή δ' ἐστί τῶν γενέσεων πάσαις πόλεσιν ἄρ' οὐχ ὁ γάμος σύμμειξις και κοινωνία;» (Πλατ. Νόμοι Δ΄ 721, ἴδε και Αριστοτέλους Ἠθικ. Νικομ. Θ.XII, 1162 α. Πλουτ. Περί παίδων ἀγωγῆς 19, Ἐρωτικ. 4, κλπ.). Και ὁ Πυθαγόρας λέγει ὅτι: «Ἀρχή ἐστί ἡ περί τῶν οἴκων δικαία διάθεσις τῆς ὅλης ἐν ταῖς πόλεσιν εὐταξίας· ἀπό γάρ τῶν οἴκων αἱ πόλεις συνίστανται» (Πυθαγόρου παρ' Ἰαμβλ.169). Γι' αὐτό και τό δίκαιον ανέκαθεν ἐπροστάτευε τόν γάμον καί τήν οἰκογένειαν.
     Γ. Μπαλῆς ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ οἰκογένεια ἀποτελεῖ την ζύμην, ἐξ ἧς πλάττεται και αὔξει ὅλος ὁ κοινωνικός ὀργανισμός ἐν τῷ βίῳ τῶν Κρατῶν. Ἐν τῇ οἰκογένεια γεννώνται, σφυρηλατοῦνται και δοκιμάζονται τά ὑψηλά αἰσθήματα τῆς στοργῆς και αφοσιώσεως, τῆς αυτοθυσίας και αυταπαρνήσεως,τῆς ἀγάπης και φιλαλληλίας, ἅτινα  αἰσθήματα ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς οικογενείας και μεταδιδόμενα εἰς τά διάφορα κοινωνικά στρώματα ἐκτρέφουν και ἀνυψοῦν τό πρόσωπον εἰς ανώτερα επίπεδα πολιτισμοῦ. Οὗτος εἶναι ὁ λόγος, δι' ὅν ἡ ρύθμισις τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου και ἐν γένει τοῦ θεσμοῦ τῆς οικογενείας ἀπετέλεσε και ἀποτελεῖ κατ' ἐξοχήν σπουδαῖον μέλημα τῆς πολιτείας και δή  καθ' ἁπάσας τάς λειτουργίας αὐτῆς» (Οἰκογ. Δίκαιον σελ. 3). 
    Χαρακτηριστικώτατα ὁ Πλάτων στούς Νόμους του τονίζει ὅτι οἱ Νόμοι πού πρέπει νά τεθοῦν πρῶτοι σέ μιά Πόλι, γιά  νά πάῃ σωστά - ὅταν τεθοῦν καλά - εἶναι οἱ Νόμοι, πού ἀφοροῦν τό γάμο: «Γαμικοί δή νόμοι πρῶτοι κινδυνεύουσιν τιθέμενοι καλῶς ἄν τίθεσθαι πρός ὀρθότητα  πάσῃ πόλει» ( Πλάτ. Νόμ. Δ΄ 721). 
     Στην ἐποχή μας ὅμως, δυστυχῶς, πού κυριαρχεῖται ἀπό ὑλιστικές, ἀθεϊστικές Ἰδέες καί ὑψώνεται σέ θεότητα τό κακοποιημένο Σέξ, ὑπάρχουν ἄτομα ἤ καί ὀργανωμένες Ὁμάδες, πού ἐργάζονται συστηματικά και προσπαθοῦν παντοιοτρόπως νά κατεξευτελίσουν καί νά βεβηλώσουν τό ἱερό καί μέγα μυστήριον τοῦ γάμου καί νά διαλύσουν την οἰκογένεια. Καί τό πιό θλιβερό εἶναι ὅτι τό Κράτος, πού ὀφείλει νά προστατεύει τον ἱερό Θεσμό, μέ παράνομους,  ἀναχρονιστικούς νόμους βάζει δυναμίτη στά θεμέλια τῆς οἰκογενείας καί ἀνατινάσσει στόν ἀέρα  καί τό γάμο καί τήν οἰκογένεια.



  Γιατί σέ τί ἄλλο ἀποσκοπεῖ ἡ ἀποποινικοποίησις τῆς μοιχείας, τό αὐτόματο Διαζύγιον, ὁ Πολιτικός γάμος, τό Σύμφωνον συμβίωσης;
 Οἱ Νόμοι αὐτοί δέν εἶναι πρόοδος, ἀλλά ὁπισθοδρόμησις στίς τρώγλες καί στά Σπήλαια. Ἡ ἔνταξις τῆς Ἑλλάδος στήν Εὐρωπαϊκή Κοινότητα, δέν σημαίνει ἀλλοτρίωσι τῶν Ἀρχῶν, τῶν Παραδόσεων καί τῶν Ἰδανικῶν τῆς Ρωμιοσύνης. Δεδομένου ὄντος ὅτι ὅταν ἐμεῖς οἱ Έλληνες κτίζαμε Παρθενώνες, οἱ Λαοί τῆς Ευρώπης πηδοῦσαν σάν πίθηκοι  ἀπό δένδρο σέ δένδρο. Ἐμεῖς τούς δώσαμε τό Φῶς καί τούς ἐξανθωπίσαμε. Ἐξ ἄλλου χάρις στόν Πολιτισμό μας, χάρις στόν πνευματικό μας πλοῦτο κρατηθήκαμε στή ζωη ἀνά τούς αἰῶνες. Καί μέ αὐτές τίς Ἀρχές καί τά Ἰδανικά θρέψαμε τήν ἀνθρωπότητα.  Μέ Πίστι στό Θεό, Ἀγάπη στήν Πατρίδα, μέ  Ἀφοσίωσι στόν ἱερό θεσμό τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας ἐπιβιώσαμε καί διδάξαμε πάντα τά ἔθνη.
    Πῶς ἀποτολμοῦν μερικοί σήμερα ἀνεγκέφαλοι καί ζητοῦν νά ἀπαρνηθοῦμε τά ὅσια καί τά ἱερά μας;
     Ὑπάρχει τίποτε πιό ἱερό στή ζωή μας ἀπό τη ζεστασιά τοῦ σπιτικοῦ καί τῆς οἰκογενείας;

   

      Ἀναρωτηθήκαμε ποτέ γιατί καθημερινά καί σέ παγκόσμια Κλίμακα, ἁλματωδῶς αὐξάνει ἡ ἐγκληματικότητα;
       Μήπως  ὀφείλεται στή διάλυσι τῆς οἰκογένειας καί στό γεγονός ὅτι οἱ Νέοι μας στεροῦνται  οἰκογενειακῆς  στοργῆς καί τρυφερότητος;
       Εἷναι καιρός νά συνειδητοποιήσουν οἱ Ἁρμόδιοι σ' αὐτό τό Κράτος τήν ανάγκην  μέ κάθε τρόπο νά στηρίξουν τό γάμο καί τήν Οἰκογένεια, πιστοί στό Νόμο τοῦ Χριστοῦ. Τουλάχιστον νά σεβασθοῦν τό Σύνταγμα τῆς Πατρίδος μας, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «ἡ οἰκογένεια, ὡς θεμέλιον τῆς συντηρήσεως καί προαγωγῆς τοῦ Ἔθνους, ὡς καί ὁ γάμος, ἡ μητρότης καί ἡ παιδική ἡλικία τελοῦν ὑπό τήν προστασία τοῦ Κράτους» (Σύνταγμα 1975, ἀρθρ. 21,1).
Καί εἶναι καιρός νά καθαρίσῃ ἡ κόπρος ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων. Νά συνειδητοποιήσουν οἱ Εθνοπατέρες ὅτι οἱ Ἕλληνες  εἶναι καί θά παραμείνουν Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί Ἕλληνες. Καί «τοῦ Έλληνος ὁ τράχηλος ζυγόν δέν ὑποφέρει». Δέν ὑποφέρει τούς σκοταδιστές. Αὐτά, πρός γνῶσιν καί συμμόρφωσιν. Καί «ὁ νοῶν νοήτω».









Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ


Γ΄

Η ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΛΞΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ,

ΕΙΝΑΙ ΕΥΛΟΓΙΑ.  ΠΟΤΕ  ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ;
   ἀμοιβαία ἐρωτική ἕλξις, ἡ ἐσωτερική αὐτή  ἀγαπητική κίνησι, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, φέρει σέ βαθιά καί πραγματική συνάντησι τῶν δύο φύλων, τοῦ ἄρρενος μέ τό θῆλυ. Εἶναι ἡ λυρική τῆς συναντήσεως ἑνός προσώπου μέ ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Αὐτή ἡ συνάντησις ὁδηγεῖ  στήν προσωπική ἕνωσι καί στήν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτική προσφορά τοῦ ἑνός πρός τό ἄλλο φύλο, γιά τό σχηματισμό καί τή δημιουργία τῆς Οἰκογενείας, μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή  ὁδηγεῖ στήν ἔννομον συζυγίαν καί τήν ἐξ αὐτῆς παιδοποιῒαν, στόν τίμιον Γάμον, ὅπως ἔχουμε πεῖ.

                
   τσι δημιουργεῖται ἡ πρώτη μικρή κοινότητα-κοινωνία, «ἡ  κατ’ οἶκον Ἐκκλησία», πού εἶναι πηγή ζεστασιᾶς καί πραγματικῆς εὐτυχίας.  Ἡ ἕνωσις αὐτή εἶναι σύμφωνη μέ τό δημιουργικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε: «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ’ αὐτόν» (Γενέσ. β΄18), καί ὁ ὁποῖος «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς» (Γενέσ. α΄27). 
    Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός  ἐπικυρώνοντας αὐτή τή διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης λέγει: «Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι  ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καί θῆλυ  ἐποίησεν αὐτούς καί εἶπεν, ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα καί κολληθήσεται τῇ γυναικί αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; Ὥστε οὐκέτι εἰσί  δύο, ἀλλά  σάρξ μία. Ὅ οὖν ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω» (Ματθ. ιθ΄ 4-6).


  Ἡ ἕνωσις τοῦ ἀνδρός μέ τή γυναῖκα εἶναι προσωπική καί θεμελιώνεται στήν ἁγνή, τήν γνήσια, τήν ἀνυπόκριτη καί θυσιαστική ἀγάπη τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο. Ἡ προσωπική αὐτή ἕνωσι ἀνδρός καί γυναικός εἶναι πραγματικό μυστήριο.πόστολος Παῦλος τήν παρομοιάζει μέ τό μυστήριο τῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς κκλησίας καί λέγει: « Τό μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐγώ δέ λέγω εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν» (Ἐφεσ. ε΄ 32).
                                                                                                                                                                Μέσα στήν προσωπική αὐτή ἕνωσι τῶν δύο, πού στηρίζεται στήν      ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, βρίσκει ὁ φυσικός ἔρωτας τό ἀληθινό, τό πραγματικό του νόημα. Τά ὅρια, στήν ἀμοιβαία ἕλξι καί ἕνωσι τῶν δύο φύλων, διαγράφονται ἀπό τόν ἴδιο τό Δημιουργό στό χριστιανικό γάμο. Διότι ὁ χριστιανικός γάμος ἀποτελεῖ πάνω ἀπό ὅλα κοινωνία προσώπων, κοινωνία Ἁγίων, κκλησία καί ἔχει σάν κύριο σκοπό τήν προσωπική τους πνευματική τελείωσι, τή θέωσι. Ἡ ἀμοιβαία ἐρωτική ἕλξις μεταξύ τῶν δύο φύλων δόθηκε ἀπό τό Θεό, μέ σκοπό τό γάμο, τήν ἰσόβιο, τήν ἀδιάλυτη καί εὐλογημένη προσωπική τους ἕνωσι. Κάθε πραγματική συνάντησι τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός ἔχει σάν φυσικό καί ἐπιθυμητό ἀποτέλεσμα αὐτή τήν ἕνωσι, πού εἶναι εὐλογία.
   Ἡ ἀμοιβαία ἐρωτική ἕλξις, πού ὁδηγεῖ στό γάμο, προϋποθέτει τήν ἀπελευθέρωσι τῶν δύο ἀπό τόν Ἐγωϊσμό καί τήν ἰδιοτέλεια.
   Ἀπομακρύνει ἀπό τίς ἀτομιστικές φροντίδες καί ἐπιδιώξεις καί δημιουργεῖ ἕνα γνήσιο ἄνοιγμα τρυφερότητος, καλωσύνης καί θυσιαστικῆς ἀγάπης. Αὐτή ἡ εὐλογημένη συντροφικότητα θεραπεύει κάθε τραῦμα καί κάθε πόνο τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀπελπισίας. Ἡ  καθημερινή δέ πραγματικότητα, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ θεραπευτική αὐτή ἀμοιβαιότητα βρίσκεται μόνον στήν «ἔννομον συζυγίαν», στόν εὐλογημένο γάμο, πού διαγράφει καί τά ὅρια τοῦ φυσικοῦ ἔρωτος τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεπεράσῃ αὐτά τά ρια, τότε τό ἐπιτρεπόμενο γίνεται ἁμαρτία. Ὁποιαδήποτε δηλαδή συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπό τό γάμο, γιά τήν καθαρά σαρκική ἱκανοποίησι τοῦ σεξουαλικοῦ ἐνστίκτου δέν βοηθεῖ στήν πνευματική του τελείωσι καί ἀπαγορεύεται.
    Σκοπός τῆς συνουσίας δέν εἶναι ἡ σαρκική ἡδονή, ἀλλά ἡ διαιώνισις τοῦ εἴδους καί ἡ διατήρησις στή ζωή τῆς ἀμοιβαίας ἕλξεως. Ὅπως ἐπίσης σκοπός τῆς ἑνώσεως τῶν δύο «εἰς σάρκα μίαν» δέν εἶναι συνουσία, ἡ σαρκική εὐχαρίστησις, ἀλλά ἡ πνευματική τελείωσις.
    γνωστός ψυχίατρος Ἀρ. Ἀσπιώτης, στό βιβλίο του, «Ἡ σεξουαλική σφαῖρα καί ὁ νέος ἄνθρωπος», γράφει:
« Ἡ σεξουαλικότης ἀγκαλιάζει καί τάς τρεῖς μορφάς τῆς   ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: τό σῶμα, τήν   ψυχήν, το πνεῦμα, κατά τρόπον ὥστε νά τάς
συνδέῃ εἰς μίαν λειτουργίαν».                       
Τά στοιχεῖα δηλαδή πού συνθέτουν τήν σεξουαλικότητα εἶναι τό πνευματικό, τό ἠθικό καί τό βιολογικό. Ἡ ἀπόρριψις ἑνός ἀπό αὐτά τά στοιχεῖα ἀποτελεῖ κακοποίησι τῆς σεξουαλικότητος.        
    Ἡ ἀπομόνωσις τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, ἀπό τά ἠθικά καί συναισθηματικά στοιχεῖα, πού πρέπει νά τή συνοδεύουν, εἶναι κακοποίησι, καταστροφή τῆς
σεξουαλικότητος. Αὐτό συμβαίνει ὅταν οἱ              ἄνθρωποι  παίρνουν ἀπό τή ζωή τό στοιχεῖο τῆς ἡδονῆς καί πετοῦν καί ποδοπατοῦν τήν πραγματική ἀγάπη, τήν εὐθύνη, τήν ἱερότητα τοῦ δεσμοῦ, πού εὐλόγησεν ὁ Θεός.
   περιορισμός τοῦ ἱεροῦ δεσμοῦ, εἰς τήν μεταξύ τῶν δύο σκελῶν σχέσι, καί ἡ ἀπόρριψις τῶν ἠθικῶν καί συναισθηματικῶν στοιχείων, δηλαδή κακοποίησις τοῦ Σέξ  εἶναι συμπεριφορά  «ἐνάντια στή φύσι» (Contra naturam) καί ἡ φύσις ἐκδικεῖται. Ἡ κακή αὐτή συμπεριφορά ἔχει πολλές καί καταστρεπτικές συνέπειες στήν ψυχοσωματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου. Καί «ὁ νοῶν, νοήτω».
    Καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι, στήν ἐποχή μας γίνεται φοβερή κακοποίησι τῆς σεξουαλικότητος. Ἐν ὀνόματι τοῦ Σέξ διαπράττονται πορνεῖες, μοιχεῖες, σεξουαλικά ὄργια, βιασμοί καί μάλιστα ὁμαδικοί, μέ στοιχεῖα ἀγριότητος, ἀκατονόμαστες διαστροφές, ἀνατριχιαστικά ἐγκλήματα. Ἡ σεξουαλική εὐχαρίστησι, ἀπομονωμένη ἀπό τά πνευματικά, τά ἠθικά καί συναισθηματικά στοιχεῖα, ἔγινε αὐτοσκοπός, καί ἀνακηρύχθηκε σέ θεότητα. Σ’αὐτές τίς περιπτώσεις, εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται κτῆνος, ξεπερνᾶ τά ὅρια καί τό ἐπιτρεπόμενο γίνεται ἁμαρτία.

   Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος στίς Ἐξομολογήσεις του (Βιβλ Γ΄), λέγει ὅτι «ὅταν κηλιδώνουμε μέ ἀκόλαστες ἡδονές τή φύσι, πού εἶναι δημιουργία τῆς Θεότητος, παραβιάζουμε καί αὐτήν ἀκόμη τήν
ἐπικοινωνία πού πρέπει νά φίσταται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων». Ὁ Θεός ἀπαγορεύει τόν παράνομο ἔρωτα, ἀλλά ἐπιτρέπει τό γάμο. Στό γάμο γεύεται κανείς «τόν σιτευτόν μόσχον» τῆς ἀγάπης. Ἐνῶ ἔξω ἀπό τό γάμο  τρώει «τά ξυλοκέρατα» τῆς ἀσωτίας, μέ      φυσική συνέπεια τό ψυχικό καί τό σωματικό θάνατο.                                                                  
    «Ὁ Πανσεξουαλισμός», μέ τίς τεράστιες διαστάσεις, πού πῆρε στήν ἐποχή μας, δέν εἶναι ἀπελευθέρωσις, ἀλλά ὑποδούλωσις. Ἀποτελεῖ τήν πιό κτηνώδη μορφή κυριαρχίας τοῦ ἀνθρώπου πάνω στόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κολωνίας Ἰωσήφ Χέφνερ, στό βιβλίο του «Τά σεξουαλικά προβλήματα στό φῶς τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς», γράφει ὅτι «ὁ χριστιανός εἶναι ἀντίθετος στήν ἀποθέωσι τοῦ σέξ. Ἡ ἀποθέωσι δηλαδή τοῦ σέξ εἶναι μια ἰδεολογία πού τοποθετεῖ τήν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου στό σεξουαλικό ἔνστικτο. Ἡ σεξουαλική δύναμι πού βάζει τή σφραγίδα της σέ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, περιορίζεται τώρα στή σεξουαλική πρᾶξι καί ὑποβιβάζεται. Παράλογα συνθήματα, ὅπως π.χ. «τό σέξ εἶναι διασκέδασι», «τό σέξ εἶναι ὑγεία», γυρεύουν νά στρέψουν τόν σεξουαλικό δυναμισμό πρός τήν ἡδονή, πρός τή «γλυκειά ζωή», θεωρώντας τον, σάν προϊόν γιά κατανάλωσι».
    Ἀρ. Ἀσπιώτης πολύ σωστά ὑποστηρίζει ὅτι «ἡ σεξουαλικότης λαμβάνει θέσιν μόνον μέσα  εἰς τόν γάμον, διότι ἔχει δοθεῖ ὡς πρόσκλησις διά διάλογον καί κοινότητα ζωῆς. Δέν θά εἶναι πλέον ἕνας, ἀλλά «δύο εἰς σάρκα μίαν». Ἡ ἕλξις τῶν φύλων εἶναι θεῖον δῶρον, διότι ἑνώνει δύο πρόσωπα εἰς μίαν συνάντησιν ἀγάπης. 
Ἡ σεξουαλικότης καί ὁ γάμος εἶναι σχέσεις    μεταξύ προσώπων, αἱ ὁποῖαι σημαίνουν μυστηριωδῶς τήν σχέσιν μεταξύ λων αὐτῶν τῶν προσώπων καί τοῦ Θεοῦ. Διά νά εἶναι πράγματι ἀνθρωπίνη, διά νά πραγματοποιῇ τό νόημα καί τήν ἀξία της ἡ σεξουαλική δραστηριότης, ὀφείλει νά σέβεται αὐτήν τήν ἔννοιαν: πρέπει νά εἶναι συζυγική, νά ἐκφράζῃ δηλαδή κοινότητα ζωῆς πλήρη καί ὁριστικήν» (Ἔνθ’ ἀνωτ. σλ.186).
    σεξουαλικότητα ὅταν βρίσκεται μέσα στά καθορισμένα αὐτά ὅρια εἶναι καλή, γιατί ἀνταποκρίνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού ὁδηγεῖ τά βήματα τῶν δύο, πού θά συναντηθοῦν καί θά ἀγαπηθοῦν, στήν προσωπική ἕνωσι. «Παρά Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί» (Παροιμ. ιθ΄ 14).

    Καινή Διαθήκη ἀπορρίπτει ριζικά, χωρίς κανένα ὅρο, κάθε σεξουαλική σχέσι πού ἀτιμάζει ἤ εἶναι ἀντίθετη στή φύσι. Ἀπορρίπτει  τό Σοδομισμό καί κάθε εἶδος διαστροφῆς. «Φεύγετε τήν πορνείαν» λέγει ὁ Παῦλος. « Πᾶν ἁμάρτημα ὅ ἐάν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτός τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δέ πορνεύων εἰς τό ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει» (Α΄Κορινθ.  στ΄ 18). Καί πάλιν λέγει· «Τό σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ, ἀλλά τῷ Κυρίῳ, καί ὁ Κύριος τῷ σώματι... Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστιν;» (Α΄Κορινθ. στ΄ 13-15).
   Κύριος εὐλογει τήν ἔννομον συζυγίαν καί τήν ἐξ αὐτῆς παιδοποιῒαν. Εὐλογεῖ  τήν ἕνωσιν τοῦ ἀνδρός μέ τήν γυναῖκα «εἰς βοήθειαν καί διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων». Θά πρέπει δέ νά τονισθῇ ὅτι ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ στό γάμο ἀναφέρεται πρῶτα  «στή βοήθεια» καί ὕστερα «στή διαδοχή τοῦ γένους». Παρβλ. Γενέσ. β΄ 18: «ποιήσομεν αὐτῷ βοηθόν κατ’ αὐτόν».
    Καθηγητής καί Ἀκαδημαϊκός Νικόλαος Κ. Λοῦρος, στό βιβλίο του «Μαιευτική καί γυναικολογία» (σελ. 81), γράφει ὅτι «ὁ γάμος εἶναι, μέσα στό πλαίσιο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ἡ νόμιμη κοινωνική προϋπόθεσι τῆς ἀναπαραγωγῆς. Γιά νά ἀνταποκριθῇ στόν προορισμό του  καί νά συγκρατήσῃ τόν ἀπαιτούμενο συντροφικό δεσμό τῆς γυναίκας μέ τόν ἄνδρα, ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀπόλυτη γενετησιακή συνεννόησί τους. Αὐτή ἀποτελεῖ πολύτιμο σύμβολο καί γιά τήν πιό βαθιά ψυχική ἐπαφή δύο ὑπάρξεων πού ἀποβλέπουν σέ ἀναπαραγωγική συνεργασία. Γι’ αὐτό καί ὁ γάμος πρέπει γιά κάθε ἄνθρωπο νά στηρίζεται πάνω σέ ἀδιάκοπη κοινή προσπάθεια, πού ἀποβλέπει στήν καλλιέργεια τοῦ σωματικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ συνδέσμου. Ἀπό τόν σύνδεσμον αὐτόν μονάχα μπορεῖ νά προκύψῃ γερό ἀναπαπαγωγικό ἀποτέλεσμα, βιολογικά παραγωγική καί προοδευτική κοινωνία καί ἀτομική εὐτυχία. Αὐτό τό σκοπό ἐπιδιώκει καί ἡ εὐγονία, πού δέν ἐπιβάλλεται μέ νόμους, ἀλλά μέ τή συνειδητή προσπάθεια κάθε ἀνθρώπου νά διορθώνῃ τή φυλή του, παραδίνοντας στόν κόσμο σωματικά καί ψυχικά γερούς ἀπογόνους. Αὐτό θά τό πετύχῃ μέ τήν τοποθέτησι τῆς συνειδήσεώς του σέ ὅσο γίνεται ὑψηλότερο βάθρο, μέ τήν εἰλικρίνεια τῆς αὐτοκριτικῆς του καί μέ τήν καλλιέργεια τῆς κοινωνικῆς ὑγιεινῆς, πού θα τόν προστατεύῃ ὁλοένα καί περισσότερο ἀπό τή φθορά τῆς γονοτυπικῆς του οὐσίας ἀπό ἀσθένειες (σύφιλη, ψυχικές καί νευρικές παθήσεις, παθήσεις τῆς ἀνταλλαγῆς τῆς ὕλης) καί ἀπό δηλητήρια (οἰνόπνευμα, ναρκωτικά). Ἀλλά τό σκοπό αὐτό τόν ἐπιβουλεύονται δυστυχῶς οἱ ἀδυναμίες τοῦ ἀνθρώπου, πού, ἄν ἀποτελοῦν τή χάρι του, ὁδηγοῦν ὅμως καί στόν ὄλεθρό του».
      ἄνθρωπος συνεπῶς ὀφείλει νά ἀγωνίζεται συνεχῶς καί νά καθαρίζῃ τόν αυτό του ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος (πρβλ. Β΄Κορινθ. ζ΄ 1), νά λυτρωθῇ ἀπό τό φόβο τῆς ὀδύνης, νά ἐλευθερωθῇ ἀπό τό φοβερό πάθος τῆς Φιλαυτίας. Νά ἀγωνίζεται καί νά νεκρώνῃ, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ τά βρωμερά, τά σαρκικά του πάθη καί νά ἀγαπᾶ τό Θεό μέ τέλεια ἀγάπη. Νά φθάσῃ δηλαδή στό σημεῖο, πού κάθε του συμπεριφορά, συνεπῶς καί ἡ συμπεριφορά του πρός τό ἄλλο φύλο, νά καταυγάζεται καί νά ἐξαγιάζεται ἀπό  θεῖο ἔρωτα.
     Εἶναι γνωστόν ὅτι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅπως τήν ἔχει ἐνσαρκώσει καί τήν ἔχει διακηρύξει ὁ Χριστός μέ τή Σταυρική Του Θυσία (Ἰωάν. ιγ΄ 34-35). Αὐτή εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη πρός τόν  Θεόν καί πρός τόν πλησίον για τό Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ἡ κάθε του κίνησι καί ἡ κάθε του πρᾶξι δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀγαθή. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος λέγει ὅτι «ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ρίζα παντός ἠθικοῦ ἀγαθοῦ. Οὐδέν δέ οὔτε λέγεται οὔτε εἶναι ἀγαθό ἄνευ ἀγάπης»
   ἀμοιβαία ἕλξι  μεταξύ τῶν δύο φύλων, τότε μόνον θά φέρῃ στήν προσωπική καί ἰσόβιο ἕνωσι, μέ κύριο, βασικό σκοπό  τήν πνευματική τους τελείωσι, ὅταν διαποτίζεται ἀπό τέλεια χριστιανική ἀγάπη, πού «μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, οὐ ζηλοῖ, οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δέ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει καί οὐδέποτε ἐκπίπτει» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 4-8). Αὐτή τή ἀγάπη ἐννοεῖ ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος καί λέγει: «ama et  fac quod vis». Δηλαδή «ἀγάπα καί κάμε ὅ,τι θέλεις». Πρᾶγμα, πού φυσικά σημαίνει ὅτι  κάθε πρᾶξι, κάθε συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει γνήσια ἀγάπη θά εἶναι ἀγαθή, θά εἶναι συμπεριφορά «ἐν Θεῷ». Καί «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ μένων ἐν τῆ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16).
    Αὐτῆς «τῆς γνησίας ἀγάπης, ἴσον οὐδέν», λέγει ὁ Χρυσόστομος. Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι αὐτή ἡ γνήσια ἀγάπη Θεόν ποιεῖ τόν ἄνθρωπον. Καί εἶναι πιά σέ ὅλους φανερόν ὅτι ἡ χριστιανική ἀγάπη εἶναι δυναμική κατάστασις τῆς ψυχῆς, πού φέρει σέ ἄρρηκτη ἕνωσι τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους καί μέ τό Θεό. Γι’αὐτό καί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λέγει ὅτι
«κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρός ὡς ᾏδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς· ὕδωρ πολύ οὐ δυνήσεται σβέσαι τήν ἀγάπην καί ποταμοί ο συγκλύσουσιν αὐτήν» (ᾎσμα Ἀσμ. η΄ 6-8).


 
  



Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ



Β΄


Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΛΞΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ;
                                          «Ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι... ὅτι    
                                                     ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Ἀ Ἰωάν. δ΄7-8).
    Δυστυχῶς ζοῦμε σέ μια ἐποχή, πού  καί οἱ λέξεις ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Ὅλα παρερμηνεύονται καί παρεξηγοῦνται. Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά προστατεύσουμε τή Νέα Γενιά ἀπό ὅλες τίς παρερμηνεῖες, πού φέρουν σύγχυσι στήν ψυχή τῶν Νέων καί τούς ἀποπροσανατολίζουν τόσον, ὥστε νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τήν Ἀλήθεια καί νά ὁδηγονται στήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία, καί κατ’ ἀκολουθίαν νά βυθίζωνται στό σκοτάδι καί νά καταλήγουν στήν ἔσχατη ἀθλιότητα καί δυστυχία.
    Ὑπάρχουν, δυστυχῶς,  πολλοί «λύκοι βαρεῖς», σκοταδιστές, πού, χωρίς ντροπή, ἐξυπηρετοῦντες προφανῶς τά σχέδια τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ἐπ’ ἀμοιβῇ (;), κατασπαρράσσουν τή Νεολαία μέ τίς ὑλιστικές, ἀθεϊστικές ἰδέες τους.
   Ἀνατρέπουν τήν ἱεραρχία τῶν Ἀξιῶν. Ἀρνοῦνται τόν ἀληθινό Θεό, τήν Ἠθική,  τήν Τάξι καί τήν ἁρμονία καί ὑψώνουν σέ Θεότητα τόν Πανσεξουαλισμό, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα καί λατρεύουν τό Βόρβορο.
    Θά προσπαθήσω, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, σιγά-σιγά νά βοηθήσω τούς Νέους και τίς Νέες μας  νά καταλάβουν καλά τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ὥστε νά καθαρίσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν κόπρο, πού οἱ ἄθεοι σωρεύουν στήν γνή τους ψυχή.
Καί θά ἐκθέσω ἐδῶ τή Β΄ ἀνάρτησι μέ σκέψεις γύρω ἀπό τό σεξουαλικό πρόβλημα, τό ὁποῖον τόσο πολύ παρεξηγεῖται στήν ἐποχή μας. Καί σ’ αὐτή τήν ἀνάρτησι θά ἀπαντήσω λακωνικά στό ἐρώτημα :
«Ἡ ἐρωτική ἕλξις εἶναι ἁμαρτία;»
     Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης λέγει ὅτι «ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι... ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄ ’Ιωάν. δ΄ 7-8).
   Δέν εἶπεν ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀγάπη. Καί ἀπό ἄπειρη, ἁγνή, τέλεια ἀγάπη δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26). Μέ νοῦν δηλαδή καί ἐλευθερίαν. Νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορεῖ νά ἐκλέγῃ ὅ, τι αὐτός θέλει, καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ ἀληθινή κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνας μικρός θεός, ἕνας μικρός δημιουργός. Ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τόν ἄνθρωπον κύριον ἐπί πάσης τῆς κτίσεως.
    Ὁ Πανάγαθος Δημιουργός, ἀφοῦ ἔπλασε τόν Ἀδάμ εἶπεν ὅτι «οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον ἐπί τῆς γῆς» (Γενέσ. β΄18).
    Καί ἀμέσως δημιουργεῖ, γιά τόν Ἀδάμ ἕνα βοηθόν ὅμοιον μέ αὐτόν (Γενέσ. β΄ 20). Ὁ Θεός δηλαδή «ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ (τοῦ Ἀδάμ) καί ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ’ αὐτῆς. Καί ὠκοδόμησεν ὁ Θεός τήν πλευράν, ἥν ἔλαβεν ἀπό τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καί ἤγαγεν αὐτήν πρός τόν Ἀδάμ. Καί εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτον ἦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μου καί σάρξ ἐκ τῆς  σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς
 ἐλήφθη αὕτη. Ἕνεκεν τούτου καταλήψει    ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί    τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός  τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γενέσ. β΄ 21-24). (Δέν θά ἀναλύσω τούς στίχους αὐτούς. Θά σημειώσω ὅμως  ὅτι καί ἐδῶ παρατηροῦμε τή θεϊκή συγκατάβασι. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους, ὅ,τι μποροῦν νά καταλάβουν. Μιλάει στή γλῶσσα τους, ἀνάλογα μέ τή νοητική τους ἱκανότητα.                           
 Οἱ ἄνθρωποι φυσικά προσλαμβάνουν τή Χάρι, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας των.                                                                          Ἡ Γραφή χρησιμοποιεῖ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις,  εἰκόνες καί σύμβολα, πού, δυστυχῶς, παρεξηγοῦνται ἀπό ἄμυαλους καί ἀπίστους).       
Καλοῦνται οἱ πάντες νά καταλάβουν ὅτι ὁ Θεός «ἐποίησε τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς  ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε...» (Γενέσ. α΄ 27-28). Εὐλογεῖ δηλαδή τόν Γάμον, τήν ἔννομον συζυγίαν καί τήν ἐξ αὐτῆς παιδοποιῒαν.
  Συνεπῶς ἡ ἐρωτική ἕλξις ἔχει θείαν τήν προέλευσιν. Εἶναι δύναμις, πού δόθηκε στόν ἄνθρωπον ἀπό τόν ἴδιον τόν Θεόν. Εἶναι θεία εὐλογία. Ἡ ταύτισις τῆς σεξουαλικότητος μέ τήν καθαρή σαρκική συνάφεια καί ἡ συσχέτισίς της μέ τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία εἶναι πολύ ἐσφαλμένη ἄποψις. Εἶναι βέβαια αὐτονόητον ὅτι ἡ σεξουαλική δύναμις, ἡ ἀμοιβαία ἕλξις μεταξύ τῶν δύο φύλων ,δέν πρέπει νά ταυτίζεται μέ τήν ἁπλῆ αἰσθησιακή ἐπιθυμία, μέ τό καθαρό σαρκικό πάθος. Συντελεῖ
ὄχι μόνον στήν διαιώνισι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, ἀλλά ὁδηγεῖ στό μέγα Μυστήριο τοῦ Γάμου, πού εἶναι «ἀνδρός καί γυναικός συνάφεια καί συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία» (Μοδεστίνου, Νόμ. 1, Πανδ. 23,2).
    Ἡ ἐρωτική ἕλξις δέν εἶναι ἁμαρτία. σοι ἀπό ἀντιπάθεια πρός τήν σάρκα, κατεδίκασαν τή σεξουαλική δύναμι, συνεπῶς καί τήν ἐρωτική, τήν ἀμοιβαία μεταξύ τῶν δύο φύλων ἕλξι, χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σάν Αἱρετικοί καί καταδικάσθηκαν. «Τό Πνεῦμα (τό Ἅγιον)  ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς Πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν καί ἀπέχεσθαι βρωμάτων, ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν. Ὅτι πᾶν κτίσμα τοῦ Θεοῦ καλόν» (Α΄ Τιμόθ. δ΄ 1-4).
     Κληρικοί, πού ἀπέχουν ἀπό τό Γάμο, ὄχι γιά ἄσκησι καί ἀφιέρωσι στό Θεό, ἀλλά ἀπό βδελυγμία,(ἀποστροφή, ἀηδία) πρός τό Μυστήριον τοῦ Γάμου, καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, γιατί ξεχνοῦν ὅτι «τά πάντα καλά λίαν ἐποίησεν ὁ Θεός» καί ὅτι ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον». Τό ἴδιο καί οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται (Κανών 51 τῶν Ἁποστόλων).
     Ὁ ἔρωτας σάν δύναμι, πού δόθηκε ἀπό τό Θεό στόν ἄνθρωπο, ἔχει μέσα του τό πνευματικό στοιχεῖο. Ἔτσι εἶναι δύσκολο νά διακρίνουμε ἀνάμεσα στήν ἀγάπη καί στόν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας καταυγάζεται ἀπό τή γνήσια ἀγάπη καί ἐξαγιάζεται.
  ἐρωτική ἕλξις διατηρεῖ τήν ἱερότητά της καί φέρει σέ προσωπική ἕνωσι τόν ἄνδρα μέ τή γυναῖκα. Ἡ φυσική αὐτή κίνησι παρέχει τή δυνατότητα τῆς δημιουργίας μιᾶς ψυχοσωματικῆς κοινωνίας. Ἡ ἐρωτική ἕλξις δέν φέρει μόνον στήν ἕνωσι τῶν δύο «εἰς σάρκα μίαν», ἀλλά συντελεῖ στό νά γίνωνται εἰς ψυχήν καί καρδίαν μίαν.
    ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι «τόν ἔρωτα, εἴτε θεῖον, εἴτε ἀγγελικόν, εἴτε νοερόν, εἴτε ψυχικόν, εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν· τά μέν ὑπέρτερα κινοῦσαν ἐπί πρόνοιαν τῶν καταδεεστέρων· τά δέ ὁμόστοιχα πάλιν, εἰς κοινωνικήν ἀλληλουχίαν» (Φιλοκαλ. Β΄ 184).
     Καθηγητής Γ.Ι.Μαντζαρίδης λέγει ὅτι «Ἡ ἀγαπητική κίνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἤτοι ὁ ἔρως, δέν ἀποτελεῖ ἀρνητικήν διάθεσιν, διά νά καταπολεμηθῇ ἐντός τοῦ τέλματος στωϊκῆς τινος ἀπαθείας. Τοιαῦται ἀντιλήψεις οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν πρός τόν Χριστιανισμόν. Ὁ ἀληθής ἔρως κατά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν ἀποτελεῖ ἑνωποιόν δύναμιν, ἀπαραίτητον διά τήν ἀνασύνδεσιν τῆς διεσπαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως καί τήν ἐπαναφοράν της εἰς κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ» (Χριστιαν. Ἠθική, Θεσσαλον. 1975, σελ.208).
   πάρχουν δύο εἰδῶν ἔρωτες. Ὁ νθρώπινος καί ὁ θεῖος. Ἡ ἐρωτική ἕλξις εἶναι τό ἴδιο δυνατή. Ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θέλοντας νά διδάξουν τόν θεῖο ἔρωτα χρησιμοποιοῦν εἰκόνες ἀπό τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα. Δέν καταδικάζουν τήν ἐρωτική ἕλξι, ἀντίθετα διδάσκουν ὅτι ἡ ψυχή βάλλεται «τῷ πυρί τῆς ἀγάπης ὡς ὑπό ἰοῦ», καί ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει νά γίνεται μέ τό σωματικό ἔρωτα, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν πνευματικό.
    «Τοιοῦτον γάρ ἐστίν ὁ ἔρως. Τούς γοῦν μή συμπαρόντας ἡμῖν, ἀλλ’ ἀπόντας, ποθουμένους δέ, καθ’ ἑκάστην φανταζόμεθα τήν ἡμέραν· μεγάλη γάρ τῆς ἀγάπης ἡ τυραννίς, πάντων ἀφίστησι, καί τῷ ποθουμένῳ προσδεσμεῖ τήν ψυχήν. Ἄν οὕτω τόν Χριστόν ἀγαπήσωμεν, πάντα τά ἐνταῦθα σκιά, πάντα εἰκών φανεῖται καί ὄναρ» (Χρυσοστόμου, Ἑρμην. εἰς τό κατά Ἰωάννην κεφ. κα΄ Ὁμιλ. ΠΖ΄).
    Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, σχετικά μέ τόν ἔρωτα λέγει ὅτι «Ὁ ὄντως ἐρῶν, ἀεί τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τό πρόσωπον, καί τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται. Ὁ τοιοῦτος οὐκέτι οὐδέ  καθ’ ὕπνους ἡρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται, ἀλλά κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ. Οὕτως ἐπί σωμάτων, οὕτως ἐπί ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι. Τούτῳ τις τῷ βέλει τρωθείς, ἔλεγε περί ἑαυτοῦ, (ὅπερ θαυμάζω), ὡς «ἐγώ καθεύδω» διά τήν χρείαν τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου γρηγορεῖ», διά τό πλῆθος τοῦ ρωτος» (Κλίμαξ, λόγ. λ΄ περί ἀγάπης, κλπ. στ΄- ζ΄).
   Δηλαδή ὁ πραγματικός ἐραστής φέρνει πάντοτε στόν νοῦ του τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καί τό ἀγκαλιάζει μυστικά μέ ἡδονή. Αὐτό ποτέ, οὔτε καί στόν ὕπνο του δέν μπορεῖ νά ἡρεμήση, ἀλλά καί ἐκεῖ βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί μιλάει ἀσταμάτητα μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει νά γίνεται ἐκ φύσεως στό σωματικό ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καί καί σ’ αὐτούς, πού ἄν καί ἔχουν σῶμα ζοῦν ὡς ἀσώματοι καί ἀσκοῦν τόν πνευματικόν ἔρωτα, φλέγονται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
  Κάποιος πού τραυματίσθηκε ἀπό αὐτό τό  βέλος τοῦ  ἔρωτος   ἔλεγε γιά τόν  ἑαυτό του  (πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο  ἐγώ θαυμάζω), ὅτι «ἐγώ καθεύδω», κοιμῶμαι διά τήν ἀνάγκην τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος. Παρβλ. καί  ᾆσμα ε΄2» ( Κλίμαξ Λόγ. λ΄ Περί ἀγάπης κλπ. στ΄-ζ΄).
    Θά πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι στήν ἀμοιβαία ἕλξι μεταξύ τῶν δύο φύλων, μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, ὑπάρχουν ὅρια, πού ὅταν τά ξεπεράσῃ κανείς, τότε τό ἐπιτρεπόμενο μεταβάλλεται σέ ἁμαρτία. Ἀλλά ἐπ’ αὐτοῦ θά ἐπανέλθουμε.