Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Η ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ


Καί  ἡ πώρωσις τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων






εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με,

ἰάσασθαι τούς συντετριμμένους τήν καρδίαν,

κηρῦξαι αἰχμαλώτοις ἄφεσιν καί

τυφλοῖς  ἀνάβλεψιν,

ἀποστεῖλαι  τεθραυσμένους  ἐν ἀφέσει,

κηρῦξαι ἐνιαυτόν Κυρίου δεκτόν»

                                             (Ἡσ. 61, 1-2. Λουκ. δ΄ 18-19).

Ἅφατος, ἀνεκλάλητος, ἀπερίγραπτος εἶναι ἡ Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Ἀμέτρητον, ἄπειρον εἶναι τό Ἔλεός Του. Μᾶς χάρισε νοῦν, γιά νά διακρίνουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε ἐκλέγουμε τό Καλόν καί νά βαδίζουμε στήν Ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, γιά νά  φθάσουμε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν καί νά νοιώθουμε τή χαρά τῆς δημιουργίας καί, δυστυχῶς, ἐμεῖς δέν κατανοήσαμε τήν τιμήν, καί ὄπως λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ, κάνοντας κακήν χρῆσιν τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας, γίναμε ὅμοιοι μέ τά ἄλογα κτήνη κατά τήν σκέψιν καί ὀμοιωθήκαμε μέ αὐτά. Ἡ πώρωσις, ἡ ἀπολίθωσις, ἡ Παντελής διαστροφή τοῦ χαρακτῆρος, ἡ πλήρης ἀναισθησία μας, ἡ ἀποχαύνωσίς μας, ἡ ἐκ ψυχικῆς πωρώσεως ἀδιαφορία πρός τήν Ἐντολήν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μᾶς ὡδήγησε καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἔσχατη ἀθλιότητα, μᾶς ὁδηγεῖ πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Ἡ πώρωσις καί ἀμετανοησία τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων δέν περιγράφεται. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Ὑψώσαμε σέ Θεότητα τήν παραφροσύνην. Ζωντανό παράδειγμα ἡ σχιζοφρενική μας ἐποχή. Ἡ ἐποχή τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἤ καλλίτερα τῆς σατανοποιήσεως. Οἱ λέξεις καί οἱ ἔννοιες ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα . Μιλᾶμε γιά Δημοκρατία καί στήν πρᾶξι ἐννοοῦμε τήν Ἀσυδοσία. Χάθηκε τό χρῶμα τῆς ντροπῆς. Χάθηκε τό φιλότιμο. Ὀνομάζουμε ἰδιαιτερότητα, κάθε διαστροφή. Ἐνῶ ὁ Θεός θέλει νά στάζῃ μέλι τό στόμα  μας, ἐμεῖς ὄντως τρελλοί, δέν ἔχουμε ποτέ ἕναν καλό λόγο νά ποῦμε, καί τό στόμα μας στάζει δηλητήριο Ὀχιᾶς. Στό διάβα μας σωρεύουμε συμφορές. Πολτοποιοῦμε τό Λαό τοῦ Θεοῦ. Ξεριζώνουμε τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν πατρική τους Ἑστία, γιά νά ἱκανοποιήσουμε, τόν Ἐγωϊσμό, τήν ἔπαρσι, τή φιλαρχία, τήν πλεονεξία καί τά βρωμερά, τά χαμηλά μας Πάθη. Συνεχίζουμε νά λατρεύουμε τά δαιμόνια, τά εἴδωλα τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρά καί  τά ξύλινα, τά ἄψυχα καί νεκρά. Ὅλοι γνωρίζουμε τήν ἀθλιότητα τήν ὁποίαν καθημερινά ζοῦμε. Συμπεριφερόμαστε σάν νά μᾶς ἔχουν ναρκώσει. Μᾶς ποδοπατοῦν καί δέν ἀντιδροῦμε. Δεχόμαστε ἀδιαμαρτύρητα κάθε κάκωσι. Καί οἱ Δυνάστες τῆς γῆς συνεχίζουν νά κακοποιοῦν.

Ὁ Πάνσοφος ὅμως Θεός, «Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4), ὡς Φιλάνθρωπος, ρίχνει τό πανάγιον βλέμμα Του γύρω Του μέ ὀργή, λυπημένος πολύ γιά τήν πώρωσι τῆς καρδιᾶς μας καί ἀποφασίζει, δι’ αὐτοῦ, τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ Του,  καί ἐν αὐτῷ, τήν λύτρωσι τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἄνοιξαν τά οὐράνια καί εἰς τόν Ἰορδάνη καί εἰς τό Θαβώριον Ὄρος, ὁ  Οὐράνιος Πατέρας μας ὁ Θεός παρουσιάζει τόν Υἱό Του στόν κόσμο καί λέγει: Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα( ἐν ᾧ, ἐν αὐτῷ καί δι’ αὐτοῦ καλῶς ἠθέλησα καί ἀποφάσισα, διά τοῦ Υἱοῦ μου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ  τή λύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους. Διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τά πάντα ἐγένοντο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ  γέγονεν(Ἰωάν. α΄ 2-3) Καί προστάζει τούς ἀνθρώπους νά ὑπακούουν εἰς Αὐτόν: «Αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ΄ 5).


Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας, ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν ἔρχομό τοῦ Κυρίου, προεφήτευσε τήν ἐνανθρώπησίν Του καί τόν σκοπόν τῆς ἀποστολῆς Του στόν κόσμο καί λέγει: «Τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου μέ κατέχει, μένει καί ἀναπαύεται εἰς ἐμέ τόν Μεσσίαν, μέ ἔχρισε μέ ὅλη τή θεϊκή χάρι, γιά νά ἐκπληρώσω τό σωτηριῶδες ἔργον μου, γιά τό ὁποῖον ἔγινα ἄνθρωπος. Καί μένει τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου σέ Μένα, γιά νά κηρύξω τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας σέ κείνους, πού στεροῦνται τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί εἶναι πνευματικά γυμνοί, πτωχοί καί ἐλεεινοί, σέ κατάστασι ἐσχάτης ἀθλιότητος. Μέ ἔστειλε ὁ οὐράνιος Πατέρας νά ἰατρεύσω ἐκείνους, τῶν ὁποίων ἡ καρδιά ἔχει συντριβή ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας. Μέ ἔστειλε νά κηρύξω ἄφεσιν καί ἐλευθερίαν, σέ ὅλους ἐκείνους πού εἶναι δοῦλοι στό Κακό, αἰχμάλωτοι τῆς ἁμαρτίας, νά βοηθήσω τούς τυφλούς, ὅλους ἐκείνους, πού ἔχουν τυφλωμένο τό νοῦ, βυθισμένο στό σκοτάδι τῶν βρωμερῶν παθῶν τους. Μέ ἔστειλε νά ἐλευθερώσω  ἀπό κάθε ἐνοχή, ὅλους ἐκείνους, πού ἔχουν καταπληγωθῆ καί συντριβῆ ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀρκεῖ νά πιστέψουν καί νά μετανοήσουν.  Μέ ἔστειλε ὁ Οὐράνιος Πατέρας νά κηρύξω καί νά ἀναγγείλω σέ ὅλους τήν ἔναρξι τῆς νέας ζωῆς, τῆς Καινῆς ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, μιᾶς ζωῆς, στήν ὁποίαν θά βασιλεύῃ ὁ Θεός, ἡ Ἀγάπη καί ἡ Δικαιοσύνη Του,μιᾶς ζωῆς, πού εἶναι ἀρεστή εἰς τόν Θεόν, καί τήν ὁποίαν λαχταροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, διότι σ’ αὐτήν τήν ζωήν πραγματοποιείται ἡ ὑπό τοῦ Μεσσίου ἡ  Βουλή  τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων» (παρβλ.  Λουκ. δ΄ 18-19).


Ὁ Φιλάνθρωπος ἐπραγματοποίησε τήν προαιώνια Βουλή Του. Καί «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»(Ἰωάν.α΄14) καί ἐγένετο ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ (Φιλιπ. β΄ 8), ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄15-16). Ἐχάραξε, μέ τό παράδειγμα Του, μέ τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασί του, τήν Ὀδό τῆς ὑπακοῆς στό λόγο τοῦ Θεοῦ, τήν ὁδόν τῆς ὄντως ζωῆς, τῆς Νέας ζωῆς.




Τώρα ἀπομένει τό δικό μας Χρέος. Ἔφθασε ὁ καιρός νά βάλουμε ἀρχήν στή ζωή μας, νά καθαρίσουμε τήν ψυχή ἀπό τή λάσπη, ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). Ἔφθασε ὁ καιρός, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον καί νά τό κάνουμε «Πρᾶξι», γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσιν στήν ψυχή μας. Ἔφθασε ὁ Καιρός, νά μετανοήσουμε, νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ καί νά ἐπανεισέλθουμε στήν Πατρικήν  Ἑστίαν καί νά  ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν.
Νά ἀξιωθοῦμε, διά τῆς εἰλικρινοῦς, ἐμπράκτου μετανοίας, νά λάβουμε ἀπό τόν «πανακῆ ἰατρόν», τόν Χριστόν, τό «παμφάρμακον», πού θεραπεύει ὅλων τῶν εἰδῶν τίς τρέλλες, πού μᾶς δέρνουν. Καί σ’ αὐτό σημεῖον ζητοῦμε τό ΕΛΕΟΣ τοῦ Θεοῦ.
Εἴθε νά μᾶς ἐλεήσῃ ὁ Κύριος καί νά βασιλεύση
στήν καρδιά μας. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ τῆς Χαρᾶς, νά μᾶς κατατάξῃ εἰς τήν Χορείαν τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων Του. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσῃ νά τόν ὑμνοῦμε καί, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.









Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ



Ὁ Ἀσκητής Προφήτης, ὁ Πρόδρομος 
καί 
Βαπτιστής τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ



Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος καί Βαπτιστής τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱός τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καί τῆς Ἐλισάβετ, εἶναι δῶρον τοῦ Θεοῦ καί «ἐκ κοιλίας μητρός ἡγιασμένος». Πρῶτος ὡς κυοφορούμενον βρέφος, ὑποδέχεται τόν Μεσσίαν καί σκιρτᾷ καί ἀγάλλεται ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς μητρός αὐτοῦ. Κατά τήν ἐπίσκεψι τῆς Παρθένου εἰς τήν Ἐλισάβετ, μόλις αὐτή ἄκουσε τόν ἀσπασμόν τῆς Μαρίας «ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε...» (Λουκ. α΄ 39-56).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής εἶναι ὁ μέγιστος τῶν Προφητῶν, ὁ μεσίτης τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι ἐκεῖνος, γιά τόν ὁποῖον εἶπεν ὁ Θεός, διά στόματος Μαλαχίου τοῦ Προφήτου: «Ἰδού ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἄγγελόν μου, καί ἐπιβλέψεται ὁδόν πρό προσώπου μου...»(Μαλαχ. γ΄ 1), εἶναι ἐκεῖνος, γιά τόν ὁποῖον μίλησεν ὁ Θεός, διά στόματος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, ὅταν εἶπε: «Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τάς τρίβους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καί πᾶν ὄρος καί βουνός ταπεινωθήσεται, καί ἔσται πάντα τά σκολιά εἰς εὐθεῖαν καί ἡ τραχεῖα  εἰς ὁδούς λείας· καί ὀφθήσεται ἡ δόξα Κυρίου, καί ὄψεται πᾶσα σάρξ τό σωτήριον τοῦ Θεοῦ ἡμῶν  ὅτι Κύριος ἐλάλησε» (Ἡσ. μ΄ 3-5.  Ματθ. γ΄ 1 ἑξ. ια΄10 Μάρκ. α΄2. Λουκ. ζ΄ 27 ). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης εἶναι πράγματι «ἡ Φωνή τοῦ Λόγου, ὁ Λύχνος τοῦ Φωτός, ὁ τοῦ Κυρίου Πρόδρομος», ὁ ὁποῖος πιστεύει εἰς τόν Μεσσίαν, τόν σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, καί προσπαθεῖ, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, νά φέρῃ σέ πέρας τήν ἀποστολήν του, νά προετοιμάσῃ τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, πρός ὑποδοχήν τοῦ Μεσσίου, τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Πρίν ὁ Κύριος κάνει τήν δημοσίαν Του ἐμφάνισιν, ἔρχεται ὁ Ἰωάννης εἰς τήν δημοσίαν δρᾶσιν του. Ἐμφανίζεται καί κηρύττει, εἰς τήν ἔρημον τοῦ Ἰορδάνου, βάπτισμα μετανοίας, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί λέγει: «Μετανοεῖτε, ἤγγικεν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. γ΄ 2). Προπορεύεται τοῦ Θεανθρώπου. Παρουσιάζεται «ἐν Πνεύματι καί δυνάμει Ἡλιοῦ» καί μέ τό θεοφώτιστο κήρυγμά του πολλοί, πού εἶχαν ἀπομακρυνθῇ ἀπό τόν ἀληθινόν Θεόν ἐπιστρέφουν εἰλικρινά μετανοιωμένοι καί σώζονται. Τό κήρυγμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ἀγγίζει τίς ψυχές ὅλων μας καί μᾶς βοηθεῖ νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Μᾶς συγκινεῖ ἡ θερμή του Πίστις καί ἡ λατρεία Του στόν Μεσσία, τό Χριστό. Ὑποδειγματική εἶναι ἡ ταπείνωσις καί ἠ ἀγάπη τοῦ τιμίου Προδρόμου. Ἐνσαρκώνει τή μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος. Τό κήρυγμά του, τά βιώματά του, ἡ ἀσκητική ζωή του μᾶς ἀνεβάζουν πάνω ἀπό τά γήϊνα. Ἡ ἐνδυμασία του: «Εἶχε τό ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπό τριχῶν καμήλου καί ζώνην δερματίνην περί τήν ὀσφήν αὐτοῦ». Ἡ τροφή του:

«Ἡ δέ τροφή αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καί μέλι ἄγριον» (Ματθ. γ΄ 4). Μᾶς διδάσκει πῶς νά διαφυλάσσουμε τήν ψυχική μας γαλήνη καί τή σωματική μας ὑγεία.

Κηρύττει ὄχι μόνον μέ τό λόγο του, ἀλλά καί μέ τήν ἁγίαν ζωή του, την ἀφοσίωσι στόν Λυτρωτήν καί Σωτῆρα τοῦ Σύμπαντος Κόσμου. Πολλοί ἔρχονται καί βαπτίζονται στόν Ἰορδάνη ἐξομολογούμενοι τάς ἁμαρτίας αὐτῶν. Καί στούς Φαρισαίους καί τούς Σαδδουκαίους λέγει:«Γεννήματα ἐχιδνῶν,τίς «ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπό τῆς μελλούσης ὀργῆς; Ποιήσατε οὖν καρπόν ἄξιον τῆς μετανοίας»  (Ματθ. γ΄ 7-8). Καυτηριάζει τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Κηρύττει τήν Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁδηγεῖ στό Χριστό, πού εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή, ἡ Ἀνάστασις τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου καί ἡ ἐνσάρκωσις Ὄλων τῶν Ἀρετῶν. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης,

«ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι’ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τό φῶς, ἀλλ’ ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός» Μαρτυρεῖ καί τονίζει ὁ Ἰωάννης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο (Ἰωάν. α΄ 6-10).

Διακηρύττει καί λέγει: Δέν εἶμαι ἐγώ ὁ Χριστός. Ὁ Μεσσίας εἶναι Ἐκεῖνος, γιά τόν Ὁποῖον σᾶς μίλησα καί σᾶς εἶπα νά ἑτοιμασθῆτε καί νά Τόν ὑποδεχθῆτε. Αὐτός, ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ἔμπροσθέν μου γέγονεν, ὅτι πρῶτός μου ἦν  (Ἰωάν. α΄ 15). «Ἐγώ βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δέ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μού ἐστιν, οὗ  οὐκ εἰμί ἱκανός  τά ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτός ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καί πυρί» (Ματθ. γ΄ 11). Ἐγώ εἶμαι ἡ φωνή τοῦ Λόγου, Φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ.

 Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὅς  ἔμπροσθέν μου γέγονεν, οὗ ἐγώ οὐκ εἰμί  ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τόν ἰμάντα τοῦ ὑποδήματος»(Ἰωάν. α΄ 27).

Δείχνει σέ ὅλους τόν Μεσσίαν καί λέγει: «Ἴδε ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29).

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐλέγχει τήν ἁμαρτία. Δέν ἐξαιρεῖ κανέναν, ἐλέγχει καί τούς ἁπλούς ἀνθρώπους καί τούς Βασιλιᾶδες. Ζητεῖ ἀπό ὅλους νά προετοιμάσουν τήν ψυχή τους νά ὑποδεχθοῦν τόν Μεσσίαν, τόν Λυτρωτήν Ἰησοῦν, καί νά σωθοῦν. Ἐθαύμασε ὁ ἅγιος Προφήτης τήν θεϊκήν συγκατάβασιν καί τήν ἄκραν ταπείνωσι τοῦ Ἰησοῦ, πού καταδέχθηκε, ὁ Ἀναμάρτητος καί δέχθηκε νά βαπτισθῇ στόν Ἰορδάνη ἀπό τό δοῦλο Του καί ἔκτοτε ἔγινε ζωή του ὁ Χριστός. Ὅταν κάποιοι τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ὅλοι τώρα πηγαίνουν στόν Ἰησοῦ καί βαπτίζονται καί ὄχι σ’ αὐτόν. Τότε ὁ ἅγιος Προφήτης χάρηκε καί ἀναφώνησε: «Αὕτη οὖν ἡ χαρά ἡ ἐμή πεπλήρωται» καί μέ τό προφητικό, τό αὐστηρό του, ὕφος διεκήρυξε τή χαρά του καί  εἶπε: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι» (Ἰωάν. γ΄ 30). Ὁ ἄνωθεν ἐρχόμενος, ἐπάνω πάντων ἐστίν. Ἐκεῖνος πρέπει νά αὐξάνῃ, σέ ἐπιρροή καί δόξα, Ἐκεῖνος πρέπει νά δοξάζεται καί μεγαλύνεται καί νά λατρεύεται ἀπό ὅλους, ἐγώ δέ νά μικραίνω, ὥστε ὅλοι νά ἀκολουθοῦν Ἐκεῖνον, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν. Ἑκεῖνος, πού ἔρχεται ἀπό ἐπάνω εἶναι ἀνώτερος ἀπό ὅλους.

Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι ὅτι ὁ Ἰησοῦς πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό αἷμα Του καί μᾶς ἀνέδειξε βασιλείαν, μᾶς κατέστησε βασιλεῖς καί ἱερεῖς στό Θεῷ καί Πατέρα. Νά καταλάβουμε καλά ὅτι ὁ Ἰησοῦς καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τόν μόνον ἀσφαλές

καταφύγιον, καί νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στόν Χριστόν. Νά δεχθοῦμε ὁλόψυχα τό κήρυγμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου καί νά λατρεύσωμε τόν Χριστό «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».

Εἷναι καιρός, ἡ χαρά καί  τό βίωμα τοῦ Ἰωάννου νά γίνῃ καί δική μας χαρά καί δικό μας βίωμα, ὥστε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μας, νά ἔχουμε ὡς Ἀρχήν τό βίωμα  τοῦ τιμίου προδρόμου: «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἡμᾶς δέ ἐλαττοῦσθαι». Νά γίνῃ σκοπός τῆς ζωῆς μας, ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.

Αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκην νά παρακαλέσω θερμά τόν Ἅγιον Ἰωάννη, τόν Βαπτιστήν, νά πρεσβεύσῃ στόν Κύριο, γιά ὅλους μας, ὥστε νά ξεφύγουμε ἀπό τήν ἀθλιότητα καί νά ἐπιστρέψουμε στό Χριστό. Πιστεύω, πώς ἐάν προσέλθῃ ὁ Ἅγιος Πρόδρομος, ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς μεγαλωσύνης καί κρατῶν ἐπί πίνακι τήν κεφαλήν αὐτοῦ, πρεσβεύσῃ γιά μᾶς, ὁπωσδήποτε ὁ Κύριος θά ἀκούσῃ τήν προσευχή του καί  θά γίνῃ ἔλεος σέ ὅλους μας καί θά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν λατρεύωμεν καί νά Τόν δοξολογοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας, διότι Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.











Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Η ΘΕΡΜΗ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ




Δύναται καί «ὄρη μεθιστάνειν».



Ὁ Χριστός πῆρε μαζί του, στό ὄρος Θαβώρ, μόνον τούς τρεῖς κορυφαίους τῶν Μαθητῶν, κατά λόγον δικαιοσύνης, διότι μόνον αὐτοί ἦσαν δεκτικοί τῆς ἀποκαλύψεως τῆς ἐνθέου Δόξης. Ὁ ὑμνῳδός  αἰτιολογεῖ τήν ἐκλογή τοῦ Κυρίου καί λέγει ὅτι πῆρε μαζί Του τούς τρεῖς, καί ἄφησε στούς πρόποδας τοῦ ὄρους, τούς ἄλλους, διότι ὑστεροῦσαν στήν Πίστι, δέν εἶχαν προκόψει στίς ἀρετές, δέν μποροῦσαν νά δεχθοῦν τή θεία δόξα, ἐπειδή μόνον « οἱ τῷ ὕψει των ἀρετῶν διαπρέψαντες καί τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Μετά τή Μεταμόρφωσι ἐπέστρεψε ὁ Κύριος κοντά στούς ἄλλους Μαθητάς καί ἐκεῖ τόν πλησίασε ἕνας δυστυχισμένος πατέρας, πού εἶχε ἄρρωστο τό παιδί του καί γονατιστός τοῦ ἔλεγε: Κύριε, ἐλέησε τόν υἱόν μου, διότι σεληνιάζεται καί ὑποφέρει πολύ. Πολλές φορές πέφτει στή φωτιά καί πολλές φορές στό νερό. Καί τόν ἔφερα στούς Μαθητάς Σου, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τόν θεραπεύσουν.



Τότε ὁ Κύριος , μέ πόνο ψυχῆς, ἐκφράζει τό παράπονό Του, γιά τήν ἀπιστία, τή σκληρότητα καί τήν ἀμετανοησία τῶν Ἰουδαίων καί λέγει:
«Ὦ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη, ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φέρετέ  μοι αὐτόν ὧδε. Καί ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καί ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τό δαιμόνιον καί ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης»(πρβλ. Ματθ. ιζ΄14-21. Μάρκ. θ΄ 14-29, Λουκ. θ΄ 37-43).
Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι στήν παράκλησί του ὁ δυστυχισμένος πατέρας, μέ σπαραγμό ψυχῆς, ἀναφέρει στό Χριστό τόν πόνο του γιά τή δυστυχία τοῦ παιδιοῦ του εἶπε: «Κύριε, ἄν μπορῇς νά κάνης κάτι, βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας». Καί ὁ Εὔσπλαγχνος, ὁ γλυκύς Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Ἄν μπορῇς νά πιστέψῃς, ὅλα εἶναι δυνατά εἰς ἐκεῖνον πού πιστεύει». Τότε ὁ πατέρας φώναξε ἀμέσως καί μέ δάκρυα εἶπε: «Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τή δύναμι νά μέ βοηθήσῃς. Βοήθησέ με νά λυτρωθῶ ἀπό τήν ὀλιγοπιστία μου. Βοήθησέ με, ἀναπλήρωσε Σύ τήν ἔλλειψι τῆς πίστεώς μου». Τότε ὁ Κύριος ἐπετίμησε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, τό ἄλαλον καί κωφόν καί θεράπευσε τόν νέον ἀπό τόν πονηρόν δαίμονα(Μάρκ. θ΄22-27).

(Σημειώνω ἐδῶ ὅτι ὁ πόνος τῶν γονιῶν δέν μετριέται καί ὁ σπαραγμός τους δέν περιγράφεται ὅταν βλέπουν τά παιδιά τους νά ἐκτροχιάζονται, νά ξεφεύγουν ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί νά κυριεύονται ἀπό διάφορα δαιμονικά πάθη  καί νά βασανίζονται. Ἄς γνωρίζουν οἱ νέοι ὅτι οἱ γονεῖς τους ὑποφέρουν περισσότερο, γιά νά ἀποφεύγουν τό Κακόν καί την ἁμαρτία, νά μή πικραίνουν τούς γονεῖς τους. Νά μή λησμονοῦν δέ ὅτι ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πού πιστεύει στό Χριστό).

Μετά τή θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου νέου, πλησίασαν οἱ Μαθηταί τόν Κύριον ἰδιαιτέρως καί τόν ρώτησαν· «Κύριε, γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμόνιον;» Τότε ὁ Κύριος τούς εἶπε: «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν. Ἀμήν γάρ λέγω ὑμῖν, ἐάν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ καί μεταβήσεται, καί οὐδέν ἀδυνατήσει ὑμῖν». Τόνισε δέ ὅτι αὐτό το δαιμόνιο δέν βγαίνει ἀπό τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει κυριευθῇ ἀπό αὐτό, παρά μονάχα μέ προσευχή καί νηστεία. «Τοῦτο δέ τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».
Ἄν θέλουμε, λοιπόν, νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά πάθη καί τίς κακίες καί ἀπό ὅλων τῶν εἰδῶν τά δαιμόνια, χρειάζεται νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά πιστέψουμε στό Χριστό, πρᾶγμα, πού σημαίνει νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε στή ζωή μας «πρᾶξι». Μέ ἄλλα λόγια, νά ἔχουμε θερμή, ὀρθόδοξη Πίστι στό Χριστό, πού μπορεῖ καί ὄρη μεθιστάνειν. Ἡ ὀρθή πίστι μετακινεῖ ὅλων τῶν εἰδῶν τά βουνά, ὑπερνικᾷ ὅλες τίς δυσκολίες. Ὁ πιστός μπορεῖ νά περιπατεῖ, ἐν Χριστῷ, πάνω  σέ κάθε εἴδους φουρτουνιάσμένη θάλασσα. Τίποτε δέν μπορεῖ νά βλάψη τόν πιστόν καί τίποτε δέν μπορεῖ νά τοῦ σταθῇ ἐμπόδιο στόν ἀγῶνα του, γιά τήν πνευματική του τελείωσι.
Ποιά εἶναι ὅμως αὐτή ἡ ὁρθοδοξος Πίστις; Διότι καί τά δαιμόνια πιστεύουν καί φρίττουν καί τρέμουν καί ὁμολογοῦν πίστιν στό Χριστό(πρβλ. Ματθ. η΄29). Τί διαφέρει ἡ ὀρθόδοξος Πίστις ἀπό τή δαιμονική; Ἀσφαλῶς διαφέρει κατά τό περιεχόμενο. Οἱ δαίμονες εἶναι Ὀλετῆρες, καταστροφεῖς. Εἶναι πηγή τῆς Κακίας. Ἀντίθετα, τό περιεχόμενο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι  ἡ Ἀγάπη, ὅπως μᾶς τή δίδαξεν ὁ Χριστός μέ τή σταυρική Του Θυσία. Εἶναι «πίστις, δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Ἔχει περιεχόμενο τά ἔργα τῆς ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον διά τόν Θεόν.
«Ἡ Πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἔστι». Παῦλος λέγει ὅτι «Ἐάν ἔχω πᾶσαν τήν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καί ἐάν ψωμίσω πάντα τά ὑπάρχοντά μου, καί ἐάν παραδῶ τό σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δέ μή ἔχω, οὐδέν ὠφελοῦμαι»(Α΄Κορ. ιγ΄ 2-3).

Ὅταν ἔχουμε ὀρθόδοξον Πίστιν, πίστιν καυστικήν ὡς κόκκον σινάπεως, πίστι μέ περιεχόμενο τήν τέλεια ἀγάπη, τοτε ἀσφαλῶς θά μποροῦμε νά μετακινοῦμε ὅλων τῶν εἰδῶν τά βουνά. «Ὁ δέ Θεός πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει» (Ἐφεσ. β΄ 4) εἶναι καί πανάγαθος καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Εἶναι δέ Πλουσιοπάροχος χορηγός ὅλων τῶν ἀγαθῶν. Εἶναι γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος, ἀνοιχτοχέρης.

 Χορηγεῖ  σέ κεῖνον, πού ἔχει θερμή πίστι, δηλαδή 

ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό Χριστό, καί νηστεύει, δηλαδή 

μιμεῖται τόν Χριστόν, ὅλη τή θεϊκή Του δύναμι, ὥστε νά 

ἐκβάλῃ ἀκόμη καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά δαιμόνια, τό ἄλαλον 

καί κωφόν.
Ὁ πραγματικά πιστός προσεύχεται καί νηστεύει, μιμεῖται τόν Χριστόν, περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ. Καί διά τῆς προσευχῆς καί νηστείας δυναμώνει καί ἐνισχύεται, ὥστε νά μπορεῖ νά ἐκδιώκει καί τά χειρότερα δαιμόνια. Ὁ πραγματικά πιστός πιστεύει καί ἀποδεικνύει τήν πίστιν του,  μέ τήν ἀγάπην του. Εἶναι δένδρον καρποφόρον καί ἀειθαλές, πού ἀποδίδει τούς καρπούς στόν κατάλληλο καιρό. Ἀποδίδει τούς καρπούς τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη,πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλάτ. ε΄ 22-23).

Ὁ Χριστός ζητεῖ νά ἔχει ἡ πίστις μας περιεχόμενον τήν γνήσια , τήν τέλεια ἀγάπην καί φέρει σάν παράδειγμα ἀποφυγῆς τήν ξηραθεῖσαν συκή. Καί λέγει: « Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν ἔχητε πίστιν καί μή διακριθῆτε, οὐ μόνον τό τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλά κἄν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καί βλήθητι εἰς τήν θάλασσαν, γενήσεται· καί πάντα ὅσα ἐάν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. κα΄21-22). Ἐξηράνθη ἡ συκή διά τήν ἀκαρπίαν.



Ἡ δύναμις καί τά κατορθώματα τῆς Πίστεως δέν περιγράφονται. Σέ κεῖνον, πού ἔχει θερμή, καυστική, ὀρθόδοξη Πίστι, ὁ Κύριος «δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καί οὐδέν αὐτόν οὐ μή ἀδικήσῃ» (Λουκ. ι΄ 19). Καί πραγματικά σέ ὁλόκληρη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, στήν κοινωνία τῶν ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι στό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, «τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄5).
Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι ἐκεῖνος, πού θά πιστέψῃ καί θά βαπτισθῇ, θά σωθῇ. Ἐκεῖνος πού δέν θά πιστέψῃ, θά κατακριθῇ. Καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ πιστοί, πού κάνουν «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον, θά συνοδεύωνται στή ζωή τους ἀπό τά μεγάλα κατορθώματα τῆς Πίστεως. Θά τούς ἀκολουθοῦν τά ἑξῆς σημεῖα, λέγει ὁ Κύριος: Στό ὄνομά μου θά βγάζουν δαιμόνια, θά μιλοῦν καινούργιες γλῶσσες, θά σηκώνουν φίδια στά χέρια τους καί ἄν τυχόν πιοῦν κάτι θανατηφόρον, δέν θά τούς βλάψῃ. Θά βάζουν τά χέρια τους στούς ἀρρώστους καί θά γίνωνται καλά, θά θεραπεύωνται (Μάρκ.ιστ΄ 16—18).
Εἴθε ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώσῃ  νά τελειωθοῦμε στήν ὀρθόδοξον Πίστιν ὥστε, μέ τή Χάρι Του, νά ἐνταχθοῦμε  εἰς τήν Χορείαν τῶν Ἁγίων Του, νά Τόν ὑμνοῦμεν ἀκαταπαύστως καί ἀσιγήτως νά Τόν
δοξολογοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. 










Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟΝ







Ἀντλεῖ δύναμι ὁ πιστός να περιπατῇ

ἐπί τῆς θαλάσσης.



Μετά τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων στήν ἔρημο, ὁ Κύριος ἠνάγκασε τούς μαθητάς νά μποῦν στό πλοῖο καί νά περάσουν πρίν ἀπό Αὐτόν στήν ἀπέναντι ὄχθη, διέλυσε  τά πλήθη τοῦ λαοῦ καί ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι.

Ὁ Κύριος, ὡς τύπος τοῦ τελείου ἀνθρωπου, καθημερινά διδάσκει τήν ἀνάγκην τῆς ψυχῆς νά ἐπικοινωνῇ καί νά συνομιλῇ, μέ τόν οὐράνιον Πατέρα. Διδάσκει, μέ τό δικό Του προσωπικό παράδειγμα, τήν ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν. Τονίζει δέ 1ον) ὅτι  ἡ πραγματική ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τό Ὑπερκόσμιον Πρόσωπον, τόν πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ παρόντα, πρέπει νἆναι ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, γιά τίς ἀφανεῖς καί φανερές εὐεργεσίες Του στούς ἀνθρώπους, καί 2ον) ὅτι ὁ πιστός ἀντλεῖ δύναμιν ἀπό τήν Προσευχή, ὄχι μόνον νά περιπατεῖ ἐπί τῆς θαλάσσης, ἀλλά καί ὄτι ὀ στοργικός Πατέρας τοῦ δίδει τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ καί τόν βεβαιώνει ὅτι τίποτε ἀπολύτως δέν θά μπορέσῃ νά τόν ἀδικήσῃ ἤ νά τόν βλάψῃ στόν ἀγῶνα του γιά τήν πραγματοποίησι τοῦ θεαρέστου ἔργου του(παρβλ. Λουκ. ι΄ 19). Γιά νά εἶναι πραγματική ἡ Προσευχή, νά εἶναι πράγματι ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς ὐποδεικνύει ὡς μιά ἀπό τίς ἀναγκαῖες προϋποθέσεις, τήν ἡσυχία, τήν ἀναχώρησι ἀπό κάθε εἴδους θόρυβο. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Κύριος, πολλές φορές, ἀνέβη εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι κατ’ ἰδίαν. Μᾶς ὐποδεικνύει τήν ἀρχήν νά βρισκώμαστε μόνοι μέ τόν Θεόν. Θά πρέπει νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ἡ ἀνάβασις εἰς τό ὄρος εἶναι τό ἴδιο μέ τήν προσταγή: «Εἴσελθε εἰς τό ταμιεῖον σου καί πρόσευξαι τῷ Πατρί σου ἐν τῷ κρυπτῷ...», πρᾶγμα τό ὁποῖον σημαίνει ἀναχώρησι ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, σημαίνει ἀνάβασι ἄνω, πάνω ἀπό τά γήϊνα καί σαρκικά, ἀπομόνωσι ἀπό κάθε βιοτική μέριμνα καί προσήλωσι τοῦ νοῦ στό Θεό.

Μετά τό θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ὁ Χριστός, ἀνέβη εἰς τό ὄρος, ὡς τέλειος ἄνθρωπος, νά εὐχαριστήσῃ τόν Θεόν-Πατέρα, γιά τήν εὐλογία τῶν ἄρτων, καί νά διδάξῃ τήν Εὐχαριστία στό Θεόν, ὡς τρόπον ζωῆς τῶν πιστῶν. Προσευχόμενος δέ, δέν κοιτάει τό ρολόϊ, ἀλλά ἀπολαμβάνει τή Χαρά τήν εὐφροσύνη καί τήν ἀγαλλίασι τῆς πραγματικῆς ἐπικοινωνίας καί συνομιλίας μέ τόν Θεόν. Ἐνῶ δέ Αὐτός ἀπολαμβάνει αὐτήν τήν μακαριότητα, οἱ Μαθητές Του κλυδωνίζονται ὑπό τῶν κυμάτων. Δέν προσεύχονται. Τό πλοῖον τους  κινδυνεύει νά βουλιάξη , ἦν γάρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Κατά τό τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός ἔρχεται πρός αὐτούς  Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπί τῆς θαλάσσης. Οἰ Μαθητές τρομάζουν καί κραυγάζουν, ὅτι φάντασμά  ἐστι. Ὁ Ἰησοῦς, πρᾷός καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, περιπατῶν ἐπί τῆς θαλάσσης, τούς ἐνθαρρύνει, καί ἐρχόμενος πρός αὐτούς τούς λέγει:

Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε. Τότε ὁ Πέτρος, ὁ πιό θαρραλέος, εἶπε· Κύριε, ἐάν εἶσαι Σύ, διάταξέ με νά ἔλθω κοντά σου περιπατῶν ἐπί τά ὕδατα. Καί ὁ Κύριος τοῦ εἶπε·  ἐλθέ. Πράγματικά στό πρόσταγμα τοῦ Ἰησοῦ ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπό τό πλοῖον καί περιεπάτησε  πάνω στά κύματα, γιά νά ἔλθῃ πρός τόν Ἰησοῦν. Ὅσο ὁ Πέτρος ἔχει στραμμένο τό βλέμμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος στόν Ἰησοῦν Χριστόν, περιπατεῖ πάνω στή φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ὅταν ἀποστρέφει τό πρόσωπόν του ἀπό τόν Χριστό καί κοιτάζει τά κύματα, ἀρχίζει νά βουλιάζει. «Βλέπων τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε σῶσον με».





Αὐτό συμβαίνει στήν καθημερινή μας ζωή. Τρικυμισμένη θάλασσα εἶναι ἠ ζωή μας. Θεόρατα εἶναι τά κύματα τῶν συμφορῶν καί τῶν θλίψεων.

Ὅσο ἔχουμε τό βλέμμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος  προσηλωμένο στό Χριστό, μέ πίστι θερμή, πριπατοῦμε πάνω στά κύματα. Ἀντλοῦμε δύναμι ἀπό τή Χάρι Του καί εἴμαστε ἱκανοί τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ. Τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψῃ. Ὅταν ὅμως χάσουμε τήν Πίστι μας, ὅταν ἀποστρέψουμε τό βλέμμα μας ἀπό τό Χριστό, τότε μᾶς κατασπαράσσουν οἱ ἐχθροί μας δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τήν πίστι του, τήν ἐμπιστοσύνη του στό Χριστό, ὅταν ἀποστρέψῃ τό βλέμμα του ἀπό Αὐτόν, τότε, ὅπως ὁ Πέτρος ἀρχίζει καί καταποντίζεται. Ὁ Πέτρος ὅμως ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι, πρόφθασε καί ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με. Καί ὁ Χριστός τόν ἅρπαξε ἀμέσως καί τόν ἀνέσυρε ἀπό τά κύματα. Πρόφθασε καί τόν ἔσωσε λέγων:  Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;

Ἐμεῖς ἀποστρέφοντας τό βλέμμα  μας ἀπό τόν Χριστόν, θά προφθάσουμε νά κράξουμε τό Χριστό νά μᾶς σώσῃ;

Θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας ἡ προσήλωσί της στό Θεό. Νά καταλάβουμε καλά ὅτι ὀφείλουμε νά ἀγωνιζώμαστε καί «νά τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα δι’  ὑπομονῆς, ἀφορῶντες εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. ιβ΄ 1-2). Νά περιπατοῦμε πάνω σέ κάθε εἴδους τρικυμίες, ἔχοντας στραμμένο τό βλέμμα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος στό Χριστό. Νά βρισκώμαστε σέ συνεχῆ, σέ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μαζί Του, διότι τότε καί μόνον τότε θά ξεφύγουμε ἀπό τίς συμφορές καί θά φθάσουμε κοντά Του  καί θά ἑνωθοῦμε μαζί Του, ὡς συγκληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του.






Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ


ΠΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ






Ἡ ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν Θεόν.


«Καί εὐθέως ἠνάγκασε ὁ Ἰησοῦς τούς μαθητάς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τό πλοῖον καί προάγειν αὐτόν εἰς τό πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τούς ὄχλους.

Καί ἀπολύσας τούς ὄχλους ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. Ὀψίας δέ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Ματθ. ιδ΄ 22-23).



Ὁ Κύριος  ἀφοῦ πρῶτα θεράπευσε τούς ἀρρώστους τοῦ πλήθους τῶν ἀνθρώπων, πού συγκεντρώθηκαν γύρω Του, στήν ἔρημο, ὕστερα τούς ἔθρεψε πνευματικά μέ τό ζωοποιό Του λόγο, καί ἀμέσως μετά τούς ἔθρεψε καί σωματικά, γιά νά μᾶς διδάξῃ ὅτι, μέ τήν γνήσια ἀγάπη καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά λύσουμε ὅλα τά προβλήματα τῆς ζωῆς καί νά κρατηθοῦμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν Θεόν καί νά διαφυλάξουμε,  στήν ψυχή καί τή ζωή μας, τόν Παράδεισο.

Ὁ Ἰησοῦς, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ νέος ἄνθρωπος, γίνεται Τύπος καί ὑπογραμμός, μέ σκοπό νά ἀκολουθήσουμε τό Παράδειγμά Του καί νά μείνουμε ἑνωμένοι μεταξύ μας καί μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας ,τόν Θεόν.

Μέ τήν εὐλογημένη Παρουσία Του μεταβάλλει τήν ἔρημον, σέ Παράδεισο τρυφῆς, καί μᾶς διδάσκει Πῶς διαφυλάξουμε τόν Παράδεισο. Μᾶς διδάσκει ὅτι, γιά νά διαφυλάξουμε τόν Παράδεισο εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά βρισκώμαστε σέ συνεχῆ, σέ ἀδιάλειπτη σχέσι, κοινωνία, συνομιλία καί ἕνωσι μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας , τόν Θεόν. Δηλαδή, ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος, πρέπει νἆναι κολλημένη μέ τήν ἀναπνοή μας: «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Τό πνεῦμα τό Ἅγιον, στή Γραφή, λέγει: «Πρόσεχε σεαυτῷ, μή ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου» (Δευτερ.6,12). Ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει τήν πραγματική Προσευχή, τήν πραγματική ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν Θεόν.

Ὁ Χριστός, στήν ἔρημο, ἐνεργεῖ, ὡς τύπος τοῦ τελείου ἀνθρώπου, καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν πραγματική Προσευχή. Ὡς ἄνθρωπος, «ἀναβλέψας εἰς τόν οὐρανόν εὐλόγησε» τούς πέντε ἄρτους ἐν τῇ ἐρήμῳ, καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ-Πατρός, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ἐπολλαπλασίασε τούς ἄρτους καί ἐχόρτασε «πεντακισχιλίους ἄνδρας, χωρίς γυναικῶν καί παιδίων».

Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δέν μπορεῖ. Ἀλλά «τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά  παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη΄ 27). Καί ἀμέσως, μετά τό Θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, ἀνάγκασε τούς Μαθητάς Του νά μποῦν στό πλοῖον καί νά πᾶνε πρίν ἀπ’ αὐτόν εἰς τήν ἀπέναντι ὄχθην, ἕως ὅτου διαλύσῃ τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Καί ἀφοῦ διέλυσε τά πλήθη τοῦ λαοῦ, ἀνέβη εἰς τό ὄρος, γιά νά προσευχηθῇ μόνος Του, ἐκεῖ στήν ἡσυχίαν, μακρυά ἀπό τό θόρυβο  τοῦ κόσμου. Καί ὅταν βράδυασε καλά ἦταν ἐκεῖ μόνος Του. Μόνος μόνῳ Θεῷ.

«Ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι». Καί ἡ Προσευχή Του εἶναι Εὐχαριστία. Εὐχαριστεῖ τόν Πατέρα, γιά τήν εὐλογία τῶν ἄρτων. Μᾶς διδάσκει νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν, πού μᾶς χαρίζει τήν ζωήν, τήν πνοήν καί τά πάντα. Ὁ Κύριος πάντοτε προσευχόμενος, ὡς ἄνθρωπος, ζητεῖ, ἀπό τόν Οὐράνιον Πατέρα, τήν δύναμιν, νά ποιεῖ τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό πανάγιον. Καί, ἀφοῦ ἀνέφερε στόν Πατέρα τό αἴτημά Του, ἔλεγε πάντοτε: «ἀλλ’ οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’ ὡς Σύ. Γενηθήτω τό Θέλημά Σου». Καί τή διδαχή αὐτή βίωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί μᾶς παρέδωσαν μιά μικρή προσευχούλα, πού τά λέει ὄλα. Εὐχαριστοῦν τό Θεό καί λένε: «Κύριε, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας, ἐλέησον ἡμᾶς».

Ὁ Κύριος δέ προσευχόμενος, δέν κοίταζε τό ρολόϊ του. Ὁ Εὐαγγελιστής ἀναφέρει: «Ὀψίας δέ γενομένης, μόνος ἦν ἐκεῖ» (Ματθ. ιδ΄ 23).

Καί, χωρίς ἀμφιβολία, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πιό γλυκό, πιό εὐχάριστο καί πιό ὠφέλιμο, γιά τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν πραγματική ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν Θεό, ἀπό τήν πραγματική Προσευχή. Γαληνεύει, ἀναπαύεται, εὐφραίνεται ἡ ψυχή μας, ὅταν πραγματικά ἐπικοινωνῇ καί συνομιλῇ μέ τόν Θεόν.

Γιά νά καταλάβουμε τήν μεγάλη σημασία καί ἀξία τῆς πραγματικῆς Προσευχῆς, θά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε τήν ἀνάβασι τοῦ Κυρίου εἰς τό ὄρος.

«Ἀνέβη εἰς τό ὄρος προσεύξασθαι  κατ’ ἰδίαν». Ὁ Κύριος γνωρίζει πόσο ἀναγκαία εἶναι ἡ ἡσυχία, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό κάθε εἴδους θόρυβο, γιά νά μπορέσῃ ὁ ἄνθρωπος νά προσηλωθῇ στό Θεό. Ὁ ὅσιος Νεῖλος, ὁ ἀσκητής λέγει ὅτι «Προσευχή εἶναι προσήλωσις νοῦ πρός Θεόν», «ἀνάβασις νοῦ πρός Θεόν». Ὁ Κύριος, μέ τήν ἀνάβασί Του εἰς τό ὄρος, μᾶς διδάσκει ὅτι, γιά νά μπορέσουμε νά ἐπικοινωνήσουμε καί νά συνομιλήσουμε μέ τόν Θεόν, ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε πάνω ἀπό τά γήϊνα, πάνω ἀπό τά σαρκικά. Ὀφείλουμε νά διώξουμε μέσα ἀπό τήν ψυχή μας κάθε τί πού μᾶς κρατάει δεσμίους τῆς γῆς καί νά ἀνέβουμε ἄνω. Ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος Κυρίου. Νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή καί νά ἐπιτελοῦμε ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά βρεθοῦμε μπροστά στό Θεό καί νά συνομιλήσουμε μαζί Του. Ἄν δέν ἀνέβουμε πάνω ἀπό τά γήϊνα, ἄν δέν ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, ἄν δέν ἀνέβουμε στή δική μας συκομορέα, ἄν δέν εἰσέλθουμε εἰς τό ταμιεῖον μας, ἄν δέν ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι, δέν θά ἀνέβη ἡ προσευχή μας, ὡς θυμίαμα εὔοσμον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά εἶναι «βδέλυγμα» παρ’ αὐτῷ.

Ἄν πραγματικά θέλουμε νά ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν Πατέρα, ὀφείλουμε νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου. Νά σταθῇ ὁ καθένας μας «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», μόνος μόνῳ Θεῷ. Νά παύσῃ ὁ καθένας μας νά εἶναι «δέσμιος τῆς γῆς», νά παύση νά παραμένῃ ἐμπεπηγμένος εἰς «ἰλύν βυθοῦ». Καί ὅλοι ὀφείλομε νά εἰσέλθουμε εἰς τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μας, νά ψάξουμε νά βροῦμε καί νά φονεύσουμε τόν Ὄφι, πού φωλιάζει μέσα μας καί θανατώνει τήν ψυχή μας. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «τό φρόνημα τῆς σαρκός εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο καί νά ἀνέβουμε πάνω ἀπό τό σαρκικό φρόνημα (πρβ. Ρωμ. η΄ 6) «τά ἄνω  ζητοῦντες, οὗ ὁ Χριστός, τά ἄνω φρονοῦντες, μή τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολασ. γ΄ 1-2). Νά καταλάβομε καλά ὅτι «τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος εἶναι ζωή καί εἰρήνη» καί νά σταθοῦμε  «εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως», ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μέ τόν Θεόν.

Εἷναι δέ φυσικόν νά ἀναπαύεται ἡ ψυχή μας εἰς τόν Θεόν, διότι μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Ὅταν ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενέσ. β΄7). Διά τῆς παρακοῆς ἀχρειώσαμε, ἀμαυρώσαμε τό κατ’ εἰκόνα. Δέν ἀφανίσθηκε ὅμως, μέσα μας ἔμεινε ἔμφυτον τό «ἱερόν», τό «θεῖον ἐμφύσημα» καί ἐναγωνίως ὁ ἄνθρωπος ἀναζητεῖ τόν Θεόν καί ἀναπαύεται μόνον Σ’Αὐτόν. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, στίς Ἐξομολογήσεις του, λέγει πρός Θεόν: «Κύριε, Σύ μᾶς ἔκαμες γιά νά φερώμαστε πρός Σέ καί ἀνήσυχος εἶναι ἡ ψυχή μας, ἕως ὅτου ἀναπαυθῇ ἐν Σοί». Ὁ Γκαῖτε λέγει ὅτι   «ἔτσι εἶναι γεννημένος ὁ ἄνθρωπος, ψηλά ἡ ψυχή του νά πετᾶ κι’ ἐμπρός».

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τύπος καί ὑπογραμμός γενόμενος εἰς ἡμᾶς, ἀνέβη εἰς τό ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι καί, διά τοῦ φωτεινοῦ  παραδείγματός Του, μᾶς τονίζει ὅτι  «πανανθρώπινη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα μας, τόν Θεόν, καί μάλιστα ὅτι ἡ Εὐχαριστία, ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὀ τελικός τῆς ζωῆς μας σκοπός.

Εἴθε νά ἀξιωθοῦμε ὅλοι μας, μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου, νά ἀνέβουμε εἰς τό ὄρος τοῦ Θεοῦ, πάνω ἀπό τά γήϊνα, καί νά  ἀξιωθοῦμε τῆς μακαρίας ζωῆς, νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καί ἀδιαλείπτως, νά συνομιλοῦμε μαζί του καί νά Τόν δοξάζουμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας.