Πρότυπον ἁγίας ζωῆς.
Στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας,
στή διεφθαρμένη ἐποχή μας.
« Ἐκ κοιλίας μητρός ἡγιασμένος» ὁ Ἅγιος Στυλιανός, ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία, ἀκολούθησε «τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ» (παρβλ. Α΄Πέτρ. β΄ 21).
Πίστεψε, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του, στό Χριστό. Ἀγάπησε τόν Κύριο, τόν Λυτρωτή, Τόν λάτρεψε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ»(Ἰωάν. δ΄ 24). Δέχθηκε στήν καρδιά του τό Χριστό καί ἔκαμε πρᾶξι τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του.
Κατενόησε «τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων.
Κατενόησε δηλαδή α) ὅτι κάθε ἄνθρωπος «γυμνός ἐξέρχεται ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός του καί γυμνός πάλιν ἐπιστρέφει εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη» (παρβλ. Ἰώβ α΄ 21. Γενέσ. γ΄19), β) ὅτι εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, εἰς τήν ὁποίαν ἐγκατέστησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον(Γενέσ. γ΄ 24), σ' αὐτήν τήν παροικία, εἶναι μέ ἡμερομηνίαν λήξεως «ἕως ὅτου ἐπιστρέψει εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη»(Γενέσ. γ΄19). Ὅτι ὅλοι εἴμαστε «πάροικοι καί παρεπίδημοι» (Ψαλμ. 38, 13), προσωρινοί, διαβάτες. Καί γ) ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον» καί ὅτι «οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα... πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός.
Ὁ Ἅγιος Στυλιανός ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Χριστός καί μόνον Αὐτός εἶναι τό ὑπέρτατον Ἀγαθόν (τό Bene supremo), Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι τό Ἕν, τό ὁποῖον ἔχουμε χρεία (Λουκ. ι΄ 42), Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6),
ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. γ΄4) καί «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφεσ. β΄14) καί ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12). Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἀφοσιώθηκε στό Χριστό καί ἀκολούθησε τά ματωμένα Χνάρια Του.
«Ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης καί Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»
Ἐραστής τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος ἀπεφάσισε νά γίνῃ τέλειος καί τήρησε ἐπακριβῶς τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21). Διεμοίρασε εἰς τούς πτωχούς τήν πατρικήν του περιουσίαν, ὅλον τόν πλοῦτον, πού κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς του. Ἀνέβασε τούς θησαυρούς του εἰς τόν οὐρανόν ἐκπληρῶν τό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, πού λέγει: «Μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς...», ἀλλά «Θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. στ΄ 19-21).
Ὁ Ἅγιος εἶχε παραδώσῃ τήν καρδιά του στό Χριστό ἀπό τήν τρυφερή του ἡλικία, καί εὐθύς ἐξ ἀρχῆς «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν τόν πλοῦτον του. Ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀμοιβή του γιά τήν ἀρετήν του αὐτήν, θά εἶναι αἰωνία καί ἡ δύναμίς του θά ἀνυψωθῇ εἰς μέγα ὕψος δόξης» (Ψαλμ. 111,9. Β΄ Κορινθ. θ΄ 9).
Ὁ Ἅγιος ἀφιερώνεται εἰς τήν ἐπιμέλειαν καί τήν τελείωσιν τῆς ψυχῆς. Ἐξετάζει μόνον «τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄ 10) καί φροντίζει, μέ ἐπίπονες ἀσκήσεις καί μέ θεῖον ζῆλον , νά κατακτήσῃ τάς ἀρετάς. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἀπέφευγε κάθε ἐμπόδιον καί, φλεγόμενος ἀπό θεῖον ἔρωτα, ἐπιζητοῦσε νά εὑρίσκεται μόνος μέ μόνον τόν Θεόν καί ἀδιαλείπτως νά συνομιλῇ μέ τόν Κύριο. «Νεκρώνει τά μέλη αὐτοῦ τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολοσ. γ΄5). «Σταυρώνει», ὡς πιστός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, «τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24). Ἀπεκδύεται
(ξεντύνεται) τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς, ἀποβαλλει ὡς ἄλλο ρυπαρό ἔνδυμα «τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» (Κολοσ. γ΄ 9) καί ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς καθαρότητος, τῆς ἁγνότητος, τῆς ἁγιότητος. Ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 53), «ἐνδύεται τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (παρβλ. Λουκ. κδ΄ 49), «περιβάλλεται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν» ( παρβλ. Ἀποκ. ιθ΄ 8, 14).
«Ἐνδύεται τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρωμ. ιγ΄14. παρβλ.Γαλάτ. γ΄ 27. Ἐφεσ. δ΄ 24). Ἐνσαρκώνει τάς ἀρετάς, τήν ὀρθόδοξον πίστιν, τήν γνησίαν ἀγάπην, τήν ἄκραν ταπείνωσιν, τήν Καλωσύνη καί γίνεται γιά ὅλους μιά ζεστή, πολύ ζεστή ἀγκαλιά. Γίνεται πρότυπον ἁγίας ζωῆς, ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Γίνεται στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος τόν στεφανώνει μέ τό στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας καί μέ τό χάρισμα καί τή δύναμι νά θεραπεύῃ ἀνίατες ἀσθένειες. Τόν ἀναδεικνύει προστάτην τῆς τρυφερῆς ἡλικίας, τῶν νηπίων καί τῶν βρεφῶν καί τῶν κυοφορούμενων. Ὅλοι οἱ πιστοί γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἅγιος Στυλιανός ὁ Παφλαγών θεράπευε καί θεραπεύει τά Βρέφη καί τά Παιδιά ἐκείνων πού τόν παρακαλοῦν μέ πίστι.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμην του τήν 26ην Νοεμβρίου καί προβάλλει τόν Ἅγιον ὡς πρότυπον πρός μίμησιν, σέ ὅλους ἐκείνους πού ὕψωσαν σέ θεότητα καί λατρεύουν τό Βόρβορο, τό Χρῆμα, τόν Μαμωνᾶ, τόν Διάβολον.
Ὁ Ἅγιος, μέ τήν πρᾶξι τῆς ζωῆς του, μᾶς διδάσκει ὅτι μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά λυτρωθοῦμε ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί νά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε μέρος εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρωμ. η΄ 21).
Στό χέρι μας εἶναι νά ἀποτινάξουμε τή λάσπη, πού κατακλύζει τήν ψυχή μας, νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἀκάθαρτη καί ὑλική ἡδονή, «νά καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). Δέν εἴμαστε μόνοι. Εἶναι μαζί μας ὁ Λυτρωτής καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Εἶναι ἄπειρον ἔλεος. Καιρός νά ἐπιστρέψουμε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, στήν Πηγή τῆς Ζωῆς. Ὁ Ἅγιος Στυλιανός μᾶς καλεῖ. Ὁ Χριστός ἄνοιξε τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ, «ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει ...» καί μᾶς περιμένει. Καιρός νά ἐπιστρέψουμε, πρίν νά εἶναι ἀργά...
Κατενόησε δηλαδή α) ὅτι κάθε ἄνθρωπος «γυμνός ἐξέρχεται ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός του καί γυμνός πάλιν ἐπιστρέφει εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη» (παρβλ. Ἰώβ α΄ 21. Γενέσ. γ΄19), β) ὅτι εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, εἰς τήν ὁποίαν ἐγκατέστησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον(Γενέσ. γ΄ 24), σ' αὐτήν τήν παροικία, εἶναι μέ ἡμερομηνίαν λήξεως «ἕως ὅτου ἐπιστρέψει εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη»(Γενέσ. γ΄19). Ὅτι ὅλοι εἴμαστε «πάροικοι καί παρεπίδημοι» (Ψαλμ. 38, 13), προσωρινοί, διαβάτες. Καί γ) ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον» καί ὅτι «οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα... πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον», ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός.
Ὁ Ἅγιος Στυλιανός ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία συνειδητοποίησε ὅτι ὁ Χριστός καί μόνον Αὐτός εἶναι τό ὑπέρτατον Ἀγαθόν (τό Bene supremo), Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι τό Ἕν, τό ὁποῖον ἔχουμε χρεία (Λουκ. ι΄ 42), Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6),
ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ ζωή ἡμῶν» (Κολοσ. γ΄4) καί «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφεσ. β΄14) καί ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12). Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἀφοσιώθηκε στό Χριστό καί ἀκολούθησε τά ματωμένα Χνάρια Του.
«Ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης καί Σωτήρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»
Ἐραστής τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἅγιος ἀπεφάσισε νά γίνῃ τέλειος καί τήρησε ἐπακριβῶς τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού εἶπε: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄ 21). Διεμοίρασε εἰς τούς πτωχούς τήν πατρικήν του περιουσίαν, ὅλον τόν πλοῦτον, πού κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς του. Ἀνέβασε τούς θησαυρούς του εἰς τόν οὐρανόν ἐκπληρῶν τό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου, πού λέγει: «Μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς...», ἀλλά «Θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. στ΄ 19-21).
Ὁ Ἅγιος εἶχε παραδώσῃ τήν καρδιά του στό Χριστό ἀπό τήν τρυφερή του ἡλικία, καί εὐθύς ἐξ ἀρχῆς «ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν τόν πλοῦτον του. Ἡ δικαιοσύνη του, ἡ ἀμοιβή του γιά τήν ἀρετήν του αὐτήν, θά εἶναι αἰωνία καί ἡ δύναμίς του θά ἀνυψωθῇ εἰς μέγα ὕψος δόξης» (Ψαλμ. 111,9. Β΄ Κορινθ. θ΄ 9).
Ὁ Ἅγιος ἀφιερώνεται εἰς τήν ἐπιμέλειαν καί τήν τελείωσιν τῆς ψυχῆς. Ἐξετάζει μόνον «τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε΄ 10) καί φροντίζει, μέ ἐπίπονες ἀσκήσεις καί μέ θεῖον ζῆλον , νά κατακτήσῃ τάς ἀρετάς. Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἀπέφευγε κάθε ἐμπόδιον καί, φλεγόμενος ἀπό θεῖον ἔρωτα, ἐπιζητοῦσε νά εὑρίσκεται μόνος μέ μόνον τόν Θεόν καί ἀδιαλείπτως νά συνομιλῇ μέ τόν Κύριο. «Νεκρώνει τά μέλη αὐτοῦ τά ἐπί τῆς γῆς» (Κολοσ. γ΄5). «Σταυρώνει», ὡς πιστός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, «τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24). Ἀπεκδύεται
(ξεντύνεται) τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς, ἀποβαλλει ὡς ἄλλο ρυπαρό ἔνδυμα «τόν παλαιόν ἄνθρωπον σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» (Κολοσ. γ΄ 9) καί ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς καθαρότητος, τῆς ἁγνότητος, τῆς ἁγιότητος. Ἐνδύεται τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 53), «ἐνδύεται τήν ἐξ ὕψους δύναμιν» (παρβλ. Λουκ. κδ΄ 49), «περιβάλλεται βύσσινον λαμπρόν καθαρόν» ( παρβλ. Ἀποκ. ιθ΄ 8, 14).
«Ἐνδύεται τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν» (Ρωμ. ιγ΄14. παρβλ.Γαλάτ. γ΄ 27. Ἐφεσ. δ΄ 24). Ἐνσαρκώνει τάς ἀρετάς, τήν ὀρθόδοξον πίστιν, τήν γνησίαν ἀγάπην, τήν ἄκραν ταπείνωσιν, τήν Καλωσύνη καί γίνεται γιά ὅλους μιά ζεστή, πολύ ζεστή ἀγκαλιά. Γίνεται πρότυπον ἁγίας ζωῆς, ὁ Ἅγιος Στυλιανός. Γίνεται στήλη ἔμψυχος τῆς ἐγκρατείας, στῦλος ἄσειστος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Κύριος τόν στεφανώνει μέ τό στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας καί μέ τό χάρισμα καί τή δύναμι νά θεραπεύῃ ἀνίατες ἀσθένειες. Τόν ἀναδεικνύει προστάτην τῆς τρυφερῆς ἡλικίας, τῶν νηπίων καί τῶν βρεφῶν καί τῶν κυοφορούμενων. Ὅλοι οἱ πιστοί γνωρίζουν ὅτι ὁ Ἅγιος Στυλιανός ὁ Παφλαγών θεράπευε καί θεραπεύει τά Βρέφη καί τά Παιδιά ἐκείνων πού τόν παρακαλοῦν μέ πίστι.
Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τήν μνήμην του τήν 26ην Νοεμβρίου καί προβάλλει τόν Ἅγιον ὡς πρότυπον πρός μίμησιν, σέ ὅλους ἐκείνους πού ὕψωσαν σέ θεότητα καί λατρεύουν τό Βόρβορο, τό Χρῆμα, τόν Μαμωνᾶ, τόν Διάβολον.
Ὁ Ἅγιος, μέ τήν πρᾶξι τῆς ζωῆς του, μᾶς διδάσκει ὅτι μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά λυτρωθοῦμε ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς καί νά ἀξιωθοῦμε νά λάβουμε μέρος εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ (πρβλ. Ρωμ. η΄ 21).
Στό χέρι μας εἶναι νά ἀποτινάξουμε τή λάσπη, πού κατακλύζει τήν ψυχή μας, νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ἀκάθαρτη καί ὑλική ἡδονή, «νά καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). Δέν εἴμαστε μόνοι. Εἶναι μαζί μας ὁ Λυτρωτής καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Εἶναι ἄπειρον ἔλεος. Καιρός νά ἐπιστρέψουμε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, στήν Πηγή τῆς Ζωῆς. Ὁ Ἅγιος Στυλιανός μᾶς καλεῖ. Ὁ Χριστός ἄνοιξε τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ, «ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει ...» καί μᾶς περιμένει. Καιρός νά ἐπιστρέψουμε, πρίν νά εἶναι ἀργά...