Ὁ Συγγραφεύς «τῆς
Κλίμακος τῶν Ἀρετῶν»
Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ζοῦμε σέ μιά ἐξωφρενική
ἐποχή, μιά ἐποχή ἀνατροπῆς τῆς Ἱεραρχίας τῶν Ἀξιῶν (τῶν Ἀρετῶν), κατά τήν ὁποίαν
οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν
Θεόν καί λατρεύουν τόν Βόρβορο, τόν Διάβολον, τόν Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα.
Εἶναι γεγονός, ὅπως σωστά λέγει ὁ Σαίξπηρ,
πώς «ζοῦμε σέ μιά ἐποχή, πού τό νά βλάψῃς ἄλλον εἶναι πρᾶξι ἐπαινετή,
καί ὅταν κάνῃς τό καλό, οἱ πιό πολλοί σέ παίρνουν γιά τρελλό».
Ἡ ἀνθρωπότης, δυστυχῶς, ὁδεύει ὁλοταχῶς, πρός τήν ἄβυσσον τῆς
αἰώνιας Ὀδύνης. Οἱ ἄνθρωποι, μακράν τοῦ Θεοῦ, κυριεύονται ἀπό τά
Πάθη καί τίς Κακίες τους, ἀπό τόν Ἐγωϊσμό, ἀπό τήν ἀλαζονία τοῦ βίου. Δέν ἔχουν καθαρή καρδιά, γεμᾶτη Καλωσύνη. Δέν ἔχουν Ταπείνωσι οὔτε τέλεια
Ἀγάπη. Δέν ἔχουν ἴχνος εὐσπλαγχνίας πρός
τόν Πλησίον. Κλείνουν τήν καρδιά τους στό Χριστό.
Ὑψώνουν σέ Θεότητες, ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΥΛΗ ΤΟΥΣ, τήν Καλοπέρασί
τους, σέ βάρος τῶν συνανθρώπων τους. Εἶναι Ὑπερήφανοι, 'Aλαζόνες καί 'Aπάνθρωποι.
ΛΑΤΡΕΥΟΥΝ τίς Ἡδονές τοῦ βίου τούτου, τή λάσπη, τό ἄκοπον
κέρδος καί, στό διάβα τους
σπέρνουν συμφορές, σκορπίζουν τό ΘΑΝΑΤΟ. Ἀνάβουν φωτιές
καί καῖνε τούς συνανθρώπους τους καί πάνω στήν τέφρα τους κάνουν
Θρίαμβο. ΦΘΑΝΟΥΝ εἰς τό ἄκρον ἄωτον
τῆς ἀναλγησίας, εἰς τό ἀποκορύφωμα Παραφροσύνης.
Σύγχρονα παραδείγματα: Οἱ ἀγριότητες
τῶν Τζιχαντιστῶν, τό ISIS, οἱ σκοτωμοί στή Συρία, οἱ συνεχεῖς καί ἀτρόπαιες
Βαρβαρότητες τῶν Τούρκων, πού δέν ἐξανθρωπίζονται, κλπ. Ἡ σημερινή ἀνθρωπότης,
δυστυχῶς, «ὡς ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη» (Ματθ. η΄30), ὁρμᾷ κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν θάλασσαν πρός ἀποπνιγμόν»(Ματθ. η΄32).
Παρ᾿ ὅλα αὐτά ὁ Πανάγαθος Θεός, εὐσπλαγχνίζεται
τά πλάσματά Του καί, παντοιοτρόπως, μᾶς καλεῖ εἰς Μετάνοιαν. Ἡ ἀνθρωπότης,
κατά καιρούς ὑφίσταται φοβερές Πληγές-Δοκιμασίες, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλά
, δυστυχῶς, κωφεύουμε στίς προσκλήσεις αὐτές τῆς Ἀγάπης Του καί δέν μετα-νοοῦμεν.
Ὁ Φιλάνθρωπος, ὅμως, Θεός, μακροθυμεῖ καί περιμένει τήν ἐπιστροφήν ὅλων, καί Ἐκείνων,
πού συνεχίζουν νά ἀπομακρύνονται καί νά
ζοῦν μακράν, «ἀπό τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος Ὕδατος, ἀπό τήν Πηγήν τῆς Ζωῆς», «ἐν
τόπῳ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Στήν Ἀποκάλυψι, ὁ Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι «οἱ
ὑπόλοιποι ἀπό τούς ἀνθρώπους, πού δέν σκοτώθηκαν ἀπό τίς Πληγές ἀπό τίς Δοκιμασίες αὐτές, δέν μετενόησαν ἀπό
τά ἔργα τῶν χεριῶν τους, ὥστε νά παύσουν νά προσκυνοῦν τά δαιμόνια, τά είδωλα
τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρᾶ καί τά χάλκινα, τά πετρινα καί τά ξύλινα, τά ὁποῖα οὔτε
νά βλέπουν μποροῦν οὔτε νά ἀκούουν οὔτε νά περιπατοῦν. Οὔτε μετενόησαν ἀπό τούς
φόνους τους ἀπό τίς μαγεῖες τους οὔτε ἀπό τήν πορνεία τους οὔτε ἀπό τίς κλοπές
τους» (Ἀποκ. θ΄ 20-21).
Οἱ δύστυχοι αὐτοί συνανθρωποί μας
παραμένουν ἄπιστοι, δειλοί, ἀμετανόητοι, βδελυροί,
βρωμιάρηδες, φονιάδες, πόρνοι, μάγοι, εἰδωλολάτρες, καί ὅλοι οἱ Ψεῦστες. Δέν
μετανοοῦν, μολονότι γνωρίζουν τό φρικτό τέλος τους. Διότι ὁ Μακρόθυμος,
ἀλλά Δικαιοκρίτης Κύριος ἀποκαλύπτει ὅτι «ἡ θέσις ὅλων αὐτῶν
θά εἶναι εἰς τήν λίμνην, πού καίγεται μέ φωτιά καί θειάφι, πού σημαίνει ὅτι τό
Τέλος τους θά εἶναι ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ αἰώνιος θάνατος»(πρβλ. Ἀποκ. κα΄ 8).
ΕΙΝΑΙ, ὅμως, ἀλήθεια ὅτι παρά τήν πώρωσι καί
τήν ἀναλγησία μας, ὁ Θεός, ὡς Φιλάνθρωπος καί Οἰκτίρμων ΜΑΚΡΟΘΥΜΕΙ. Καί «Ἵσταται
ἐπί τήν θύραν καί κρούει...»(Ἁποκ. γ΄20). Κρούει τήν θύραν καί περιμένει τήν ἐπιστροφήν τῶν πεπλανημένων,
διότι «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καίς εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄Τιμόθ. β΄4). Δι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς
τό λόγο καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει, κατά τήν κατανυκτική περίοδο
τοῦ Τριωδίου, πρότυπα Ἁγίας Ζωῆς, πρός Μίμησιν. Μετά τήν
Προσκύνησιν τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ καί τήν Μελέτην τῆς Θυσίας τοῦ
Κυρίου μας 'Ιησοῦ Χριστοῦ, μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, νά ἐννοήσωμεν τό Βαθύτερο
νόημα τῆς Θυσίας τοῦ Κυρίου καί, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἀκολουθήσουμε
τά ματωμένα Χνάρια τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του,
καί, μέ Πνεῦμα Αὐταπαρνήσεως καί Αὐτοθυσίας νά κάνουμε «Πρᾶξι», στήν καθημερινή
μας ζωή τήν ΚΑΙΝΗΝ ΕΝΤΟΛΗΝ. Δηλαδή: Νά στεριώσουμε στήν Πίστι καί ἀκολουθοῦντες
τόν Χριστόν ταπεινά, μέ καθαρή καρδιά γεμᾶτη Καλωσύνη, νά ἀφήσουμε τίς Πονηριές
καί νά ἀγαπήσουμε ὁ Ἕνας τόν Ἄλλον, ὅπως ὁ Χριστός μᾶς ἀγάπησε, μέχρι
Σταυροῦ καί Θανάτου.
Τήν Δ΄ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν, προβάλλει
πρός Μίμησιν, τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Σιναῒτην, τόν συγγραφέα «τῆς
Κλίμακος τῶν Ἀρετῶν. Ὅ Ἅγιος Ἰωάννης γεννήθηκε γύρω στό ἔτος
528. Ἀπό τήν τρυφερή του ἀκόμη ἡλικία, πίστεψε στό Χριστό καί ἀγάπησε τήν πνευματική ζωή. Σπούδασε τήν ἐγκύκλιον σοφίαν. Σέ ἡλικία
δέκα ἕξι ἐτῶν ἀνεχώρησε ἀπό τόν
κόσμον, μετέβη εἰς τό Ὄρος Σινᾶ. Προσέφερε τόν ἑαυτόν του εἰς τόν ΧΡΙΣΤΟΝ.
Πέθανε, γιά τόν κόσμον καί τά κοσμικά καί ἔγινε Μοναχός. Συνειδητοποίησεν
ὅτι τά γήϊνα ὅλα εἶναι φθαρτά, «πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα καί πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα»,
τά πάντα ματαιότης. Διάλεξε τήν ἀσκητική ζωή. Μέ ἄκρα Ταπείνωσι Ὑπετάγη εἰς
ἕνα Ἅγιον Γέροντα Πνευματικόν, τόν π. Μαρτύριον, ἀπό τόν ὁποῖον καί ἐδιδάχθη
τήν πνευματικήν ζωήν καί τήν ἄσκησιν καί ὑπηρέτησε τόν Πνευματικόν του ἐπί δεκαεννέα
χρόνια. Διακρίθηκε, γιά τήν προκοπή του σέ ὅλες τίς χριστιανικές Ἀρετές. Καί
μετά τήν Κοίμησιν τοῦ Γέροντός του ἀνεχώρησε εἰς ἔρημον τόπον, πού
λεγόταν Θολᾶς. Στήν ἔρημον αὐτήν ἔζησε
τεσσαράκοντα ἔτη. Ἀγάπησε τήν Ἄσκησι καί τήν ἡσυχίαν. Γύμναζε τόν ἑαυτόν
του εἰς εὐσέβειαν. Σταύρωσε τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις.
Διακρίθηκε ὡς ὑπόδειγμα Ἁγίας ζωῆς.
Σέ προκεχωρημένην ἡλικίαν ἐξελέγη Ἡγούμενος τῆς Μονῆς. Καί
πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του ἀνεχώρησε καί πάλιν εἰς τήν ἐρημίαν καί ἐκοιμήθη
τό ἔτος 603. Ἡ Ἑκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του τίς 30 Μαρτίου, ἀλλά καί
τήν Δ΄ Κυριακήν τῶν Νηστειῶν καί τόν προβάλλει ὡς Πρότυπον Ἁγίας Ζωῆς.
Πράγματι ἀπό τό Ὄρος ΣΙΝΑ, ὁ Ἅγιος
εἰς τόν σύγχρονον, τόν τεχνοκράτην ἄνθρωπον,
πού ζῆ «ἀσώτως», μακράν τοῦ Θεοῦ, διαμηνύει τήν Ὁδόν τῆς ὄντως
ζωῆς. Ὑπῆρξε ζωντανό Παράδειγμα ἐγκρατείας, τελείας Ἀγάπης στό Θεό καί στόν
Πλησίον. Παράδειγμα ἀναχωρήσεως ἀπό τό ΚΑΚΟΝ καί τήν ἁμαρτίαν. Παράδειγμα ἁγνότητος,
ἀσκήσεως καί πνευματικῆς τελειώσεως, ὄχι μόνον γιά τούς Μοναχούς, ἀλλά, γιά
κάθε Χριστιανό.
Ὑποδεικνύει τήν Ὁδόν τῆς νεκρώσεως τῶν
Παθῶν. Διδάσκει τό· «Εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», τό «ζῆν καθώς πρέπει ἁγίοις»
, νά κάνουμε «πρᾶξι» τήν τελείαν Ἀγάπην.
ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ, μέ τήν ἁγίαν του ζωή καί
τό λόγο του, ὄτι «Ἄν θέλῃ, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, νά καθαρίσῃ τόν ἑαυτόν του ἀπό παντός μολυσμοῦ
σαρκός καί πνεύματος, καί νά ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»(Β΄ Κορινθ. ζ΄1).
ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΕΙ ὅτι «ἌΝ θἐλῃ, μπορεῖ νά
μετουσιώσῃ τήν σάρκα, σέ πνεῦμα καί νά φθάσῃ τήν κορυφή τῆς τελειότητος, νά
φθάσἡ Ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. ἌΝ θέλῃ, μπορεῖ «νά κρατήσῃ, ὅ ἔχει, ἵνα μηδείς
λάβῃ τόν στέφανον αὐτοῦ» (Ἀποκ. γ΄11).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναῒτης νικοῦσε,
συνεχῶς, εἰς τόν ἀγῶνα του »ἐν Χριστῷ». ΣΥΝΕΠΩΣ καί ὁ Καθένας ἀπό μᾶς ἌΝ ΘΕΛῌ, ΜΠΟΡΕΙ. Μποροῦμε νά νικῶμεν
τό ΚΑΚΟΝ καί τήν Ἁμαρτίαν κατά τήν ἀνοδικήν μας Πορείαν ἀπό γῆς πρός οὐρανόν. Ἀθλοῦντες
νομίμως μποροῦμε, ἄν θέλουμε ἐν ΧΡΙΣΤῼ , νά ἀνέβουμε τήν Κλίμακα τῶν Ἀρετῶν, ἀπό
γῆς πρός οὐρανόν καί νά φθάσουμε ἐκεῖ, ὅπου μᾶς περιμένει ὁ Κύριος «ἵνα
λάβωμεν τόν τῆς δικαιοσύνης στέφανον, τόν ἀληθινόν στέφανον, ὅν ἀποδώσει ὁ
Κύριος, ὁ δίκαιος Κριτής, ἐν ἐκείνῃ τῇ Ἡμέρᾳ, πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τήν Ἐπιφάνειαν
Αὐτοῦ» (πρβλ.
Β΄Κορινθ. δ΄8).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔγραψε τήν, ὄντως, θαυμασίαν
«Κλίμακα τῶν Ἀρετῶν», ἡ ὁποία ἔγινε καθημερινή τροφή, γιά τούς Μοναχούς,
γιά τούς ὁποίους καί γράφθηκε, ἀλλά μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ μελέτη τῆς Κλίμακος μπορεῖ νά βοθήσῃ ὅλους τούς Χριστιανούς νά ζοῦν «καθώς
πρέπει ἁγίοις». Μπορεῖ νά ἀποτρέψῃ τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν Ὁδόν τῆς
κακῆς ἀλλοιώσεως καί νά τούς βοηθήσῃ
νά ἀκολουθήσουν τήν Ὁδόν τῆς καλῆς ἀλλοιώσεως καί νά φθάσουν εἰς τήν ἀκρώρειαν
τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν.
Ὁ Ἰωάννης παριστάνει
τά στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως σέ τριάντα (30) κεφάλαια. Τό πρῶτον
στάδιον τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὄχι μόνον τοῦ Μοναχοῦ, ἀλλά, κατά τήν γνώμην
μου, καί κάθε πιστοῦ εἶναι ἡ ἀποταγή, «ἡ ξενιτεία», ἡ ἀναχώρησις ἀπό
τό ΚΑΚΟΝ καί τήν ἁμαρτίαν, ἡ Ἔξοδος ἀπό τήν Βαβυλῶνα.
Ὕστερα ὁ Ἅγιος περιγράφει τόν ἀγῶνα τῶν
πιστῶν, μεταξύ τῶν ἀρετῶν καί τῶν Κακιῶν, πού συναντᾶμε στήν ἀνοδική
μας Πορεία ( Περί ἀποταγῆς τοῦ ματαίου βίου, περί τῆς ἐν τῷ κόσμῳ λύπης, περί
ξενιτείας, περί ὑπακοῆς, Μετανοίας, Μνήμης θανάτου(Κεφ,1-6). Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρεται
εἰς τό καθάρσιον, τό χαροποιόν πένθος, τήν ἀοργησίαν καί πρᾳότητα, Μνησικακία,
καταλαλιά, τήν πολυλογία καί σιωπή καί τά τοιαῦτα (Κεφ. 7-26). Στά τελευταία
κεφάλαια περιγράφει τήν τελείωσιν διά τῆς ἱερᾶς σώματος καί ψυχῆς ἡσυχίας, περί
τῆς μητρός τῶν ἀρετῶν Προσευχῆς,
περί ἀπαθείας καί τελειότητος καί
τελειώνει, μέ τόν σύνδεσμον τῆς ἐναρέτου Τριάδος ἐν ἀρεταῖς πίσεως, ἐλπίδος
καί ἀγάπης, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί. καί ὁ
μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ». Στήν κορυφήν τῆς
Κλίμακος τοποθετεῖ τήν ἀγάπην, τόν Χριστόν, ὁ ὁποῖος περιμένει τήν ἐπιστροφήν
μας καί εἶναι ἕτοιμος νά στεφανώσῃ, μέ τόν τῆς δικαιοσύνης στέφανον.
ΕΙΘΕ νά ἀξιωθοῦμε πάντες νά λάβωμεν τόν
στέφανον τῆς δόξης καί νά σταθοῦμε κοντά στό Θεό καί νά Τόν ὑμνοῦμεν αἰωνίως
μετά τῶν Ἀγγέλων καί πάντων τῶν Ἀγίων.ΑΜΗΝ.