Δευτέρα 30 Ιουνίου 2025

ΟΙΜΟΙ! ΠΩΣ ΜΕΛΛΩ ΤΩΝ ΔΕΙΝΩΝ ΡΥΣΘΗΝΑΙ,

 

                                               ΦΙΛΑΜΑΡΤΗΜΩΝ ΥΠΑΡΧΩΝ;»


Ἀλλοίμονον ! Κύριε μου, Ἰησοῦ, Θεέ μου,

πῶς τολμῶ καί προσεγγίζω τή Χάρι σου;

Πῶς τολμῶ καί Σοῦ ζητῶ, Κύριε, να σώσῃς

ὅλους ἐμᾶς τούς παραστρατημένους;…

Ἀλλοίμονον! Πῶς μποροῦμε  νά σωθοῦμε,

οἱ ἐλεεινοί  ἐμεῖς, ἀπό τά φρικτά δεινά

 ἀφοῦ τόσο πολύ ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία;

Ἀπό κακή μας θέλησι μένουμε στό σκοτάδι

και μέ  πεισμονή μένουμε  «δέσμιοι τῆς γῆς».

 Μᾶς κυριεύει τῆς σαρκός τό φρόνημα, πού

εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν και φέρει στήν ψυχή

μας τό θάνατο». Ἡ ἕπαρσις, ὁ Ἐγωϊσμός, μᾶς

σύρει «ὡς ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη»,

βιαίως, «κατά τοῦ κρημνοῦ  εἰς τήν λίμνην

 π ρ ό ς  ἀ π ο π ν ι γ μ ό ν».

Ἐπλήθυναν, Κύριε, ἐπλήθυναν  οἱ ἀνομίες

μας καί δέν μποροῦμε νά ἀτενίσουμε, Κύριε,

καί νά δοῦμε τή Μεγαλωσύνη Σου!   Ὦ φῶς

τῶν  ὀφθαλμῶν μου!  Ὦ γλυκύ μου Ἔαρ!   Ὦ

Ἄκακον Ἀρνίον, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ!

Τῆς Ἀφροσύνης τά καμώματ’ ἀντικρύζω ...

Πονῶ καί  θρηνῶ, ὀδύρομαι καί δακρύζω ...

γιά τό κατάντια μας, ἀπό δικό μας φταίξιμο.

Προφανῶς  δέν ἐννοοῦμε τήν τιμήν  τοῦ κατ᾿

εἰκόνα, γινόμαστε ἴσοι   με τά ἄλογα Κτήνη.

Χάσαμε τό λογικό καί ζοῦμε, σάν κτήνη, καί,

 ἀλλοίμονον, πεθαίνουμε, σάν ἄλογα  κτήνη…

Τόν κόσμο, δυστυχῶς αὐτόν, χωρίς ὑπερβολή

τόν κυβερνᾶ ἡ Παραφροσυνη!

 

Δυστυχῶς, πετρῶσαν οἱ καρδιές, ἐψύγη

ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Τρῶμε τίς  σάρκες

μας, ἀνάλγητα,  καί χωρίς ἴχνος ντροπῆς,

 τρῶμε τίς σάρκες μας, χωρίς εὐσπλαγχνία

χωρίς ἔλεος, κατεσθίομεν τούς ἀδελφούς μας…

Ὡς τέκνα Παραφροσύνης, «γεννήματα ἐχιδνῶν»,

«ὄφεις πετόμενοι», ἐχθροί τοῦ λαοῦ  τοῦ Θεοῦ,

δηλητηριώδεις ὄφεις, ἀνάβουμε παντοῦ φωτιές,

 παντοῦ χύνουμε δηλητήριο, χωρίς περίσκεψι.

σωρεύουμε συμφορές, χωρίς  αἴσθησι εὐθύνης.

Σπέρνουμε τό φόβο παντοῦ  καί τό θάνατο...

Κατασκευάζουμε παντοειδεῖς φονικούς Ἰούς.

Καί σπέρνουμε παντοῦ τό φόβο καί τό Θάνατο.

Σέ διώξαμε, Θεέ μου, ἀπό την ψυχή μας !...

Μέσα μας ἐνθρονίσαμε τόν υἱόν τῆς ἀπωλείας.

Αὐτός φωλιάζει μέσα μας, ὁ Ὄφις ὁ ἀρχαῖος καί

μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας, τότε...

Ἀγιάτρευτη πληγή, ἡ Κακία  κυριεύει

Και ἡ θανατηφόρα πανδημία θεριεύει.

Ἀφουγκράζομαι τούς στεναγμούς, βλέπω

τό σπαραγμό, τόν ἐπαιγμό, τόν ξεπεσμό,

τήν ὀδύνη τῶν ἀθώων θυμάτων τῆς Κακίας

καί τῆς Παραφροσύνης τῶν πωρωμένων

ἀσεβῶν, πού θριαμβεύουν πάνω στα νωπά

Αἴματα τῶν θυμάτων τους καί θλίβετ’ ἡ

Ψυχή μου. Ἀλλοίμονον! Πῶς μποροῦμε νά

λυτρωθοῦμε ἀπό τά τόσα δεινά, ἀφοῦ τόσο

ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία καί δέν μετανοῦμε;

Ὧρες-ὧρες, Κύριε, νοιώθω μέσα μου ντροπή.

Νοιώθω μέσα μου ἕνα βάρος κι’ αἰσθάνομαι,

πώς βυθίζομαι «εἰς ἰλύν βυθοῦ», χάνω τήν

αἴσθησι τῆς ζωντανῆς Σου Παρουσίας, Θεέ μου!

Καί βρίσκω πολλούς βυθισμένους στό σκοτάδι,

στήν ἀπόγνωσι, εἰς τήν ἀπελπισίαν, μακρυά ἀπό

Σένα, πού εἶσαι το Φῶς, τό ἀληθινόν Φῶς, πού

φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο.

Καί στή θέα  τῶν δεινῶν τῆς ἀπομακρύνσεως,

Μακρυά ἀπό τη ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας,

Κρύος, παγερός, μέ περιλούει ἱδρῶτας καί μέ

Δάκρυα και ἄναρθρες κραυγές ΕΣΕΝΑ ἀναζητῶ,

Ἰησοῦ μου, φωτοδότα. Ποῦ εἶσαι, Κύριε τῆς Ζωῆς;

Καί τότε πέφτουν, με τη Χάρι Σου, οἱ ἰχῶρες, ἡ ἐμπύησις ἀπό τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, καί Σέ βλέπω νά στέκεσαι καρτερικά μπροστά στήν Θύρα τῆς ψυχῆς τοῦ καθ’ ἀνθρώπου και να κρούῃς τη Θύρα, περιμένοντας τούς ἐλεεινούς ἐμᾶς, να ἀκούσουμε τήν καί ἀπό το μέλι πιό γλυκειά φωνή Σου! Δόξα τῇ Μακροθυμία Σου, Κύριε, δόξα Σοι!   Ἔλεος Σοῦ ζητῶ, Κύριε !

Λυπήσου μας και ἐλέησέ μας… Ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς Δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, Κύριέ μου, Ἰησοῦ. Ὁ Θεός ἰλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς καί ἐλέησον ἡμᾶς!... Ξεφύγαμε ἀπό κακή μας Θέλησι καί ξεφεύγουμε ἀπό κοντά Σου. Σταυρώθηκες, Κύριε, γι’ μᾶς, μᾶς τρέφεις καθημερινά, μέ τόν οὐράνιον ἄρτον, κι’ ἐμεῖς σέ ποτίζουμε μέ ὄξος καί χολήν καί Σέ ξανασταυρώνουμε, στά πρόσωπα τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Σου, χωρίς  ἴχνος ντροπῆς …

Χάσαμε τήν Ὁμορφιά τῆς Πίστεως Σέ Σένα, Θεέ  μου, τόν «πανακῆ ἰατρό», τόν Θεραπευτή, τόν Μόνον Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ Σύμπαντος.

Πάσχουμε ἀπό μικροβιοφοβία  και κλείσαμε τῆς ψυχῆς τά Θεραπευτήρια, χωρίς σύνεσι, χωρίς περίσκεψι, χωρίς καθόλου πίστι, κλείσαμε τίς Ἐκκλησιές καί καταφεύγουμε σέ ἕναν ἀλόγιστο ἐγκλωβισμό, σέ μιά τρελλή ἀπομόνωσι, γιά να βροῦμε θεραπεία σέ δαιμονικά τερτίπια…

Φτάσαμε στό ἄκρον ἄωτον τῆς ἀνοησίας, στήν ἔσχατη μωρία. Πότε Κύριε, θά καταλάβουμε τήν πλάνη; Πότε καί πῶς θά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δεινά και ἀπό τούς ἰούς τῆς ἀπιστίας; Ποιός θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό αὐτήν ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος; Ποιός θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τή δουλεία τοῦ Κακοῦ μας ἑαυτοῦ; Ποιός θά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ», στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ; Ποιός ἄλλος, ἄν ὄχι ἐσύ, Κύριε, πού Σταυρώθηκες  για μᾶς;…

«Κύριε, Πρόσθες ἡμῖν Πίστιν». Βοήθησέ μας στην ἀπιστία μας. Λύπήσου μας, Κύριε Ἰησοῦ, και ἔρχου ταχύ, πρίν μᾶς καταβροχθίσουν οἱ κρυφοί καί φανεροί ἐχθροί μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι, σκοταδιστές και φαῦλοι. Εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος, πώς ἄν ἐσύ δέν εἶσαι, δέν σταθῇς κοντά μας, Φρούριόν μας, ζωντανούς θά μᾶς καταβροχθίσουν οἱ ἐχθροί μας... Ἔρχου ταχύ. Χανόμαστε.

Ἔλεος ζητῶ, τό Ἔλεός Σου, φώτισε τά σκοτάδια μας, νά ξαναβροῦμε το Φῶς μας καί συνειδητά να ἐπιστρέψουμε κοντά σου, στή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς  Σου ἀγκαλιᾶς, στήν Πατρική Ἑστία. Χωρίς τη Χάρι Σου καί τη Δύναμί Σου, δεν μποροῦμε νά ἐξέλθουμε ἀπό τή Βαβυλῶνα...

Κύριε, γνωρίζω, ὅτι ὅποιος κλείνει ἔξω ἀπό την ψυχή του, Ἐσένα τό ἀπρόσιτον Φῶς, αὐτός μένει ἔξω ἀπό την αἰώνια Βασιλεία Σου. Ὅποιος Σέ κλείνει ἔξω ἀπό την καρδιά του, μένει ἔγκλειστος στήν Κόλασι τῆς προσωπικῆς του ἐνοχῆς.

Κύριε, ἄκουσε τήν ταπεινήν μου δέησι,  ἔρχου ταχύ, ὡς πῦρ καταναλίσκον, καί κάψε. ΚΑΨΕ, Κύριε, τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, καθάρισε τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μας, δῶσε τό ὁριστικό  ΤΕΛΟΣ στήν ΑΝΟΜΙΑ.

Μόνον Σύ, μπορεῖς ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις, ὡς Πανάγαθος, νά μᾶς λυτρώσης ἀπό ὅλα τά δεινά, πού σωρεύουμε στήν ψυχή καί τή ζωή μας, ἀπό κακή μας θέλησι. Ὤσαννά τῷ υἱῷ Δαυῒδ! Σῶσε μας λοιπόν, Θεέ μου, πρίν τελικά χαθοῦμε. Σῶσε μας καί ἀξίωσέ μας νά Σέ δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, Λυτρωτά, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

            


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου