Βάσις
καί ἀρχή τῆς εὐαγγελικῆς Κλίμακος
ἡ εἰλικρινής
καί ἔμπρακτη Μετάνοια.
«Ὁ Ζακχαῖος ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν
τίς ἐστι,
Καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳμικρός ἦν. Καί προδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη
ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης
ἤμελλε διέρχεσθαι» (Λουκ. ιθ΄ 3-4).
Ὁ Ζακχαῖος ἦταν
ἀρχιτελώνης καί πλούσιος, ἀλλά δέν ἦταν χαρούμενος. Καί ὁ λόγος τῆς δυστυχίας
του ἦταν ἡ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του. Ἐγνώριζε καλά ὅτι ἐπλούτισε
σέ βάρος τῶν συνανθρώπων του καί τό εἶχε βάρος στή συνείδησί του. Πληροφορήθηκε,
γιά τό Χριστό, γιά τή διδασκαλία Του καί τά θαύματά Του καί γεννήθηκε στήν ψυχή
ἡ λαχτάρα νά τόν γνωρίσῃ καλλίτερα. «Καί
ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι».
Πληροφορήθηκε
ὁ ἀρχιτελώνης ὅτι ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ μπῆκε
στήν πόλι, διήρχετο τήν Ἰεριχώ καί ζητοῦσε νά Τόν δῇ, ποιός εἶναι καί δέν μποροῦσε.
«Δέσμιος τῆς γῆς», ἐμπεπηγμένος
«ἰλύν βυθοῦ», ὁ Ζακχαῖος, εἶχε
συναίσθησι τῆ ἀναξιότητός του, ἦτο μικρός, τῇ ἡλικίᾳ. Κοντός καί χανόταν
μέσα στό πλῆθος, βυθισμένος στά ὑλικά του πλούτη, στίς κακές του συνήθειες, ὁ ἀρχιτελώνης,
δέν μποροῦσε νά δῆ τό Χριστό. Σκέφθηκε ὅτι ἔπρεπε νά παραμερίσῃ τά ἐμπόδια, νά ἀφήσῃ
τή γῆ καί τά γήϊνα, νά διώξῃ ἀπό τήν ψυχή του τό βάρος τῶν ἀδικιῶν, πού εἶχε διαπράξει,
νά δῇ μέ καθαρό βλέμμα
τό Θεό καί τούς συνανθρώπους του. «Καί προδραμών ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπί
συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν (τόν Ἰησοῦν), ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι (διότι ἀπό αὐτό τό δρόμο, πού
βρισκόταν ἡ συκομορέα, ἐπρόκειτο νά περάσῃ ὁ Ἰησοῦς).
Προσπερνάει
τά ἐμπόδια. Ἀνεβαίνει πάνω ἀπό τά γήϊνα. Κατακαίεται ἀπό τή λαχτάρα «ἵνα ἴδῃ αὐτόν».Ἡ ἀνάβασις εἰς συκομορέαν σημαίνει περισυλλογήν, αὐτοεξέτασιν, ἐνσυνείδητον αὐτοέλεγχον, αὐτογνωσίαν,
Εἰλικρινῆ, ἔμπρακτη μετάνοιαν, ἀνάβασιν νοῦ πρός Θεόν.
Ἡ ἀνάβασις τοῦ Ζακχαίου εἰς συκομορέαν, σημαίνει νοερά ἀνάβασι τοῦ νοῦ πρός τόν Ἰησοῦν. Σημαίνει ἀπόφασι τοῦ Ζακχαίου νά ἀφήσῃ τόν ρερυπωμένον βίον καί νά ἴδῃ τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι. Νά μάθῃ Ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς καί ἡ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ ζωή. Ἀποφασίζει νά ἀποθέσῃ τόν παλαιόν ἀνθρωπον καί νά ἐνδυθῇ τόν Νέον, νά ζῇ πλέον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ ἀνάβασις ἐπί συκομορέαν, σημαίνει νοερά προσέγγισις, σιωπηλό πλησίασμα τῆς ψυχῆς τοῦ Ζακχαίου, στό Χριστό. Σημαίνει λατρεία τοῦ Χριστοῦ. ἐκ μέρους τοῦ Ζακχαίου, ὄχι τοῖς χείλεσι, ἀλλά τῇ καρδίᾳ. Λατρεία «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», ἄγγιγμα ψυχῆς.
Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, πρίν προλάβει ὁ Ζακχαῖος νά δῇ τό Χριστό, ὁ καρδιογνώστης, «ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον, ἀναβλέψας ὁ Ἰησοῦς εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι». Καί ἀμέσως κατέβηκε ὁ Ζακχαῖος καί Τόν ὑποδέχθηκε μέ χαρά στό σπίτι του.
Ὅταν εἶδαν οἱ μικρόψυχοι, οἱ ὑποκριτές ὅτι ὁ Χριστός προτίμησε νά μείνῃ στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ Ζακχαίου,
ἀγανάκτησαν ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ, διότι προτίμησε νά μπῇ στό σπίτι τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί νά ἀναπαυθῇ.
Τότε στάθηκε ὁ Ζακχαῖος μπροστά στόν Κύριο καί εἶπε πρός αὐτόν: «Κύριε, ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τά μισά ὑπάρχοντά μου τά προσφέρω στούς πτωχούς καί ἄν τυχόν ὡς τελώνης ἀδίκησα κανέναν σέ τίποτε. Τοῦ τό γυρίζω πίσω στό τετραπλάσιο. Ἔτσι ἀποδεικνύει τήν εἰλικρινῆ, ἔμπρακτη μετάνοιά του, τήν ὁποίαν δέχεται ὁ Ἰησοῦς καί χαρίζει στό Ζακχαῖο καί τούς οἰκειακούς του, μέ τήν εὐλογημένη Παρουσία Του, τή σωτηρία.
Διότι ὁ Κύριος δέν ἦλθε νά καλέσῃ δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου. Ἔρχεται κοντά κοντά μας ζητεῖσαι καί σῶσαι τό ἀπολόλός. Ἔρχεται «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι, καί τό πλανηθέν ὀρειάλωτον εὑρών πρόβατον τοῖς ὤμοις ἀναλαβών τῷ Πατρί προσαγάγῃ», ψάλλει ὁ ἱερός Δαμασκηνός.
Ἔρχεται
καί γίνεται ὁ Χριστός ἡ ζωντανή εὐαγγελική Κλίμακα, ἀπό γῆς πρός οὑρανόν, καί εἰς
τήν πρώτην βαθμίδα τοποθετεῖ τήν ἀρίστην εἴσοδον ὑψώσεως, τήν μετάνοιαν.
Βάσις καί ἀρχή τῆς πνευματικῆς
ζωῆς εἶναι ἡ εἰλικρινής ἔμπρακτη μετάνοια. Εἶναι ἔκφρασις τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ.
Ἡ νέα εὐκαιρία, πού χαρίζει ὁ Θεός σέ ὅλους μας, γιά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία.
Ανοίγει τίς Πύλες τοῦ οὐρανοῦ
καί στέλνει τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ καί μᾶς
καλεῖ νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του , μέ τή θέλησί μας. Κρούει τήν Θύραν.Μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τή Φωνή Του, νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Νά βασιλεύσῃ ἐντός μας.
Καί εἶναι καιρός νά ἀνέβουμε στή δική μας συκομορέαν. Νά φύγουμε ἀπό τήν πνιγερή ζωή στῆς Ὀμορφιᾶς τή σφαίρα. Νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος καί νά περιπατήσωμεν ἐν ἀγάπῃ, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. Εἰλικρινά μετανοιωμένοι νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες ἀκαταπαύστως τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν, τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.