Λέπρα
τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἀχαριστία
«Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;
Οἱ δέ ἐννέα ποῦ;
Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες
δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. ιζ΄ 17-18).
Ὁ
Ξενοφών στά ἀπομνημονεύματά του ἀναφέρει
ὅτι ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης λεγει ὅτι «ἡ ἀχαριστία εἶναι εἰλικρινής ἀδικία,
τῆς ἀσεβείας ἀχώριστος» (Ἀπομν.
ΙΙ, 2).
Καί
ὁ Σοφοκλῆς (Αἴας 522-524) λέγει ὅτι :
«Χάρις χάριν
γάρ ἐστιν ἡ τίκτουσ’ ἀεί·ὅτου δ’ ἀπορρεῖ μνῆστις εὖ πεπονθότος,
οὐκ ἄν γένοιτ’ ἔθ’ οὗτος εὐγενής ἀνήρ».
Δηλαδή:
Ἡ χάρις πάντοτε γεννάει χάριν. Ὅποιος ὅμως λησμονεῖ ἐκεῖνον, πού τόν εὐεργέτησε, ἐκεῖνος δέν μπορεῖ νά εἶναι
εὐγενικός ἄνθρωπος.
Ἡ
ἀχαριστία εἶναι πραγματικά βλάστημα τῆς ἀλαζονίας τοῦ βίου καί λέπρα τῆς ψυχῆς.
Εἶναι ὕβρις καί βλασφημία πρός τόν Θεόν. Εἶναι θανάσιμον ἁμάρτημα πρός τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος
εἶναι Ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ καί τοῦ Ὁποίου οἰ εὐεργεσίες σέ ὅλους
μας, γνωστές καί ἄγνωστες, φανερές καί ἀφανεῖς, εἶναι ἄπειρες. Ἰσως ἀναρωτηθεῖ
κανείς, ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς εὐχαριστίες
μας; Ἀσφαλῶς ὄχι. «Οὐ γάρ τῶν ἡμετέρων ἐν χρείᾳ Θεός, ἀλλ’ ἡμῶν ὡς ἀγαθότητος ὑπάρχων πηγή τήν σωτηρίαν
ζητεῖ».
Ὁ ἄνθρωπος, πού
δέν ἀναγνωρίζει τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόσον πολύ μᾶς ἀγάπησε,
ὥστε καί αὐτόν ἀκόμη, τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν,
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόλληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον, εἶναι
πτωχός, γυμνός, ἐλεεινός καί τυφλός, χωρίς ἀγάπην.
Παραμένει, με τή
θέλησί του, κατάκοιτος στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου, ἐμπεπηγμένος εἰς «ἰλύν βυθοῦ» Ἕρχεται ὁ Χριστός καί, γιά
χάρι του, καταδέχεται τόν ἐπώδυνο σταυρικό θάνατο, γιά τόν ἀναστήσῃ, νά τόν ἀνασύρῃ
ἀπό τό Βόρβορο καί νά τόν ὁδηγήσῃ «εἰς
ζωῆς πηγάς ὑδάτων», καί αὐτός δέν ἀναγνωρίζει τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, δέν εὐχαριστεῖ τό Θεό, ἀποκρούει τή Χάρι, περιφρονεῖ τό
Λυτρωτή, βλασφημεῖ τή Θυσία Του. δέν καθαρίζει τήν ψυχή του ἀπό
τό βλάστημα τῆς ἀλαζονίας τοῦ βίου. Δέν καθαρίζει τήν ψυχή του ἀπό
τή λάσπη, ἀπό τή λέπρα. Καί γι’αὐτό Κύριος πικραίνεται ἀπό τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων, ὄχι γιατί
δέν εὐχαριστοῦν Αὐτόν, τόν Εὐεργέτην, ἀλλά
γιά τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία τους.
Πικραίνεται γιά τήν κατάντια τους, γιατί παραμένουν στήν «ἰλύν βυθοῦ»,
βυθισμένοι στό Βόρβορο τῆς ἀχαριστίας καί δέν σώζονται. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό
λόγο και στήν περίπτωσι τῆς θεραπείας τῶν
λεπρῶν ἐπισημαίνει Τό
Κακόν τῆς ἀχαριστίας καί λέγει:
«Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν;
Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής
οὖτος;»
Ὁ
λαός μας λέγει ὅτι «ἴδιον τόν εὐεργετουμένων
ἡ ἀχαριστία, ἡ ἀγνωμοσύνη». Καί πραγματικά εἶναι ἀναμφισβήτητη ἡ ἀλήθεια ὅτι
χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν εὐεργετουμένων εἶναι ἡ ἀχαριστία. Οἰ περισσότεροι ἄνθρωποι
κυριεύονται ἀπό τήν ἀλαζονία του βίου καί παραμένουν ἀχάριστοι, ἀγνώμονες πρός
τούς εὐεργέτες τους, ὄχι μόνον πρός τούς ἀνθρώπους, γονεῖς καί διδασκάλους, καί
γενικά σέ ὅλους τούς εὐεργέτας, ἀλλά ἀκόμη
καί πρός τόν Θεόν. Κι’ αὐτό εἶναι θανάσιμον ἁμάρτημα, πού τούς κρατάει «δεσμίους τῆς γῆς», κατάκοιτους στή χώρα
καί τή σκιά τοῦ Θανάτου.
Ὁ
Προφήτης Ἡσαῒας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, καλεῖ
τά ἀναίσθητα ὑλικά ὄντα, τόν οὐρανόν
καί τήν γῆν, νά γίνουν μάρτυρες τῆς ἀχαριστίας τοῦ λαοῦ. Οἱ ἄνθρωποι, μπροστά στά θεῖα δῶρα καί τίς ἄπειρες πρός αὐτούς εὐεργεσίες
τοῦ Θεοῦ, δείχνουν ἐσχάτη ἀχαριστία, ὥστε νά φαίνονται κατώτεροι ἀπό τά βόδια
καί τά γαϊδούρια. Λέγει ὁ Προφήτης:
«Ἄκουε οὐρανέ καί ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν·
υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν» (Ἡσ. α΄ 2).Ἐδῶ
φαίνεται ἡ πατρική ἀγάπη, ἡ στοργή καί τρυφερότητα καί ἡ ἀχαριστία τῶν παιδιῶν,
πού ἐγκαταλείπουν τόν Εὐεργέτην τους
καί λατρεύουν τά Εἴδωλα, καί φαίνονται κατώτεροι ἀπό τά βόδια καί τά γαϊδούρια.
Διότι «ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος
τήν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω καί ὁ λαός μου οὐ συνῆκεν»
( Ἡσ. α΄3). Δηλαδή: Τό βόδι γνωρίζει τόν ἰδιοκτήτη του καί τό γαϊδούρι γνωρίζει
ἐπίσης ὅτι ἡ φάτνη του, ἀνήκει στόν κύριόν του. Ὁ ἰσραηλιτικος λαός δέν μέ ἀναγνωρίζει
ὡς Κύριόν του καί ὁ λαός μου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στόν κόσμον, δέν με ἀναγνωρίζουν
, δέν με ἀποδέχονται. Αὐτή τήν τραγική πραγματικότητα συναντᾶμε στή Βηθλεέμ, ὅπου
δέν βρέθηκε κατάλυμα γιά τό Χριστό , καί γεννήθηκε σέ ἕνα σπήλαιο, ἀνακλίθηκε
σέ μιά φτωχική Φάτνη καί ἐκεῖ ἐγκαταλελειμμένος ἀπό τούς ἀνθρώπους, Τόν ἀναγνωρίζουν τό βόδι καί τό Γαϊδούρι,
πού Τόν θερμαίνουν μέ χνῶτα τους.
Ἔμεῖς σήμερα θά συνεχίσουμε
νά φαινώμαστε καί νά εἴμαστε κατώτεροι ἀπό τά βόδια καί τά γαϊδούρια; Θά
συνεχίσουμε νά παραμένουμε βυθισμένοι στό Βόρβορο τῆς ἀχαριστίας καί τῆς ἀγνωμοσύνης,
ὑπόδουλοι, ἀνόητοι λάτρες τῆς Παραφροσύνης;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου