«ΙΝΑ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ ἝΝ ΩΣΙΝ»
Ὅταν μέσα στήν ψυχή μας, φωλιάζει ὁ Ὄφις
ὁ ἀρχαῖος, ὁ λαοπλανής, σιγά-σιγά μᾶς κατατρώγει, κατασπαράσσει καί ἐξαφανίζει
κάθε καλό ἀπό τή ζωή μας καί μᾶς διαλύει. Ἀργά καί μεθοδικά θανατώνει τήν ψυχή
μας.
Μᾶς κυριεύει ἡ ἔπαρσις, ἡ ὑπεροψία, ὁ
Ἐγωϊσμός, διά τῆς Παρακοῆς τῶν Ἐντολῶν, μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεόν καί μεταξύ μας
καί μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Ὁ Ἐγωϊσμός κτίζει καί ὑψώνει
ἕνα ἀδιαπέραστον τεῖχος ἀνάμεσα σέ μᾶς καί τό Θεό, ἀλλά χωρίζει καί τούς ἀνθρώπους
μεταξύ τους, τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ, τήν ἔχθρα ἀνάμεσα σέ μᾶς καί τό Θεό, ἀλλά
καί τήν ἔχθρα, τό μῖσος τοῦ ἑνός ἀνθρώπου πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπον, τήν ἔχθρα,
πού μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας (πρβλ. Ἐφεσ. β΄14). Μᾶς ἀποξενώνει.
Ὁ Ἐγωϊσμός καλλιεργεῖ μέσα στήν ψυχή
μας «τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή
ζωή μας τό θάνατο» (Ρωμ. η΄6,7).
Ὁ Ἐγωϊσμός μᾶς διχάζει, μᾶς διαιρεῖ, μᾶς
διαλύει, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας. Καί χωρίς Θεόν, χωρίς Ἀγάπη, χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό, νεκρώνετ’ ἡ
ψυχή μας, πετρώνουν οἱ καρδιές καί ὁδεύουμε ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας
Ὀδύνης.
Ὅταν μέσα στήν ψυχή μας φωλιάζει ὁ Ἐγωϊσμός, θρωνιάζει μέσα μας, ὁ ἄγγελος τῆς ἀβύσσου, ὁ Ἀββαδών, πού σημαίνει ἀπώλεια, καί στά ἑλληνικά ἔχει τό ὄνομα Ἀπολλύων, πού σημαίνει Ὁλετήρ, Ὁλοθρεύων, καταστροφεύς (πρβλ. Ἀποκ. θ΄11). Συνεπῶς, τί καλό μπορεῖ νά περιμένει κανείς ἀπό τό Διάβολο, τόν πατέρα τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας, τόν Ἀρχιγέτη τοῦ Κακοῦ, τόν δόλιον ἐχθρόν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων;
Ὅταν στήν ψυχή μας βασιλεύει ὁ Ἀββαδών, ἐμπήγεται ἡ ψυχή μας «εἰς ἰλύν βυθοῦ», βυθίζεται στό σκοτάδι τῆς ἀβύσσου, κυριευόμαστε ἀπό τά βρωμερά μας πάθη, μισοῦμε τό Φῶς καί δέν ἐρχόμαστε πρός τά Φῶς, γιατί εἶναι φαῦλα τά ἔργα μας. Ὁ Ἕνας ἄνθρωπος στέκεται ἀπέναντι στόν Ἄλλο, σάν ἐχθρός (Homo Hominis Lupus), «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ». Γι’αὐτό καί φθάσαμε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα, γι’αὐτό εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε «ἄρτος Ὀδύνης».
Βλέπει ὁ Πολυεύσπλαγχνος Θεός, ἀπό τό ὕψος
τῆς Θεότητός Του, τήν κατάντια μας. Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί συγκαταβαίνει. Ἔρχεται
κοντά μας, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ
καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων» (Ἀποκ. ζ΄17). Ἀρκεῖ
νά Τόν δεχθοῦμε καί νά πιστέψουμε σ’ Αὐτόν.
Ἔρχεται κοντά μας καί γκρεμίζει τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ, δηλαδή τήν ἔχθραν, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεόν καί μεταξύ μας « Ἐφεσ. β΄14), καί «γενόμενος ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα, μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ.β΄8), μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Πατέρα μας τόν ἐπουράνιον καί ματαξύ μας , μέ τό πανάγιον αἷμα Του, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄15,16) καί «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄21).
Γεφυρώνει «τό Μέγα Χάσμα», πού δημιούργησε ὁ χωρισμός μας ἀπό τό Θεό καί μᾶς ἕνωσε μέ τή δική Του ἀγάπη, μέ τό Θεό καί ματαξύ μας. Σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ ΚΑΤΑΛΛΑΓΗ, Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΑΣ.
«Νυνί δέ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οἱ ποτέ ὄντες μακράν ἐγγύς ἐγενήθητε ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ», λέγει ὁ Παῦλος. «Αὐτός γάρ ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας τά ἀμφότερα ἝΝ καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας, τήν ἔχθραν, ἐν τῇ σαρκί αὐτοῦ τόν νόμον τῶν ἐντολῶν ἐν δόγμασι καταργήσας, ἵνα τάς δύο κτίσῃ ἐν ἑαυτῷ εἰς ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην, καί ἀποκαταλλάξῃ τούς ἀμφοτέρους ἐν ἑνί σώματι τῷ Θεῷ διά τοῦ σταυροῦ, ἀποκτείνας τήν ἔχθραν ἐν αὐτῷ» (Ἐφεσ. β΄14-16).
ΛΑΧΤΑΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, «ἵνα οἱ πᾶντες Ἕν ὦσιν». ΕΚΕΙΝΟΣ, πού σταυρώθηκε, γιά μᾶς,
θέλει νά εἴμαστε ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας, μέ τή δική Του Ἀγάπη. «Αὕτη
ἐστίν ἡ Ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς»(Ἰωάν. ιε΄12). Ὁ
Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἀληθινός Μεσσίας, ὁ
γλυκύς Ἰησοῦς, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται. Συγκαταβαίνει, ἔρχεται
κοντά μας καί φέρει τήν εἰρήνη Του στή γῆ. Μᾶς συμφιλιώνει, μέ τόν οὐράνιον
Πατέρα καί μεταξύ μας. Καί πρίν ἀπό τό Πάθος Του, «ἐν σαρκί ἐληλυθώς» παρακαλεῖ
τόν Πατέρα γιά τούς πιστούς Μαθητάς Του. Τοῦ ζητεῖ νά μᾶς κρατήσῃ ἑνωμένους
μαζύ Του καί μεταξύ μας καί λέγει:
«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτούς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι( Πάτερ ἅγιε, μέ τή δύναμι τοῦ ὀνόματός σου, πού μοῦ ἔδωκες, διατήρησέ τους ἑνωμένους), ἵνα ὦσιν Ἕν καθώς ἡμεῖς, ἵνα πάντες Ἕν ὦσιν, καθώς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν Ἕν ὦσιν... ἵνα ὦσιν Ἕν καθώς ἡμεῖς Ἕν ἐσμέν» ( Ἰωάν. ιζ΄ 11, 21, 23). Λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά ἀκολουθήσωμε τά Χνάρια Του, νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως Αὐτός, ἔτσι κι’ ἐμεῖς. Ζητεῖ νά δεχθοῦμε τήν Ἀλήθεια στήν καρδιά μας. Νά διώξουμε τόν Ἑωσφόρο, τήν ἔπαρσι, τόν Ἐγωϊσμό, τήν ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄8). Μᾶς βοηθεῖ νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Ἐγωϊσμός, τό φρόνημα τῆς σαρκός, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας. Ὁ διχασμός, οἱ διχοστασίες, οἱ ἔριδες εἶναι ἔργον τοῦ Διαβόλου. Καί μᾶς τονίζει ὁ Κύριος τῆς Δόξης, μέ τή Σταυρική Του θυσία, ὅτι ἡ γνησία Ἀγάπη μᾶς ΕΝΩΝΕΙ ΜΕ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ. Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, ἦν ἐν Χριστῷ κόσμον καταλλάσσων ἑαυτῷ... καί θέμενος ἐν ἡμῖν τόν λόγον τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορινθ. ε΄19). Ὁ Παῦλος μᾶς προτρέπει νά συμφιλιωθοῦμε μέ τό Θεό καί μεταξύ μας: «Κατηλλήγητε τῷ Θεῷ». Καί αὐτό θά συμβῇ μόνον ἐάν ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, ἐάν ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος βροντοφωνάζει ὅτι «Τῆς γνησίας Ἀγάπης ἴσον ΟΥΔΕΝ». Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει ὅτι «Η ΓΝΗΣΙΑ ΑΓΑΠΗ ΘΕΟΝ ΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ». Καί ὁ μέγας Βασίλειος, μέ τή ζωή καί τά ἔργα κηρύσσει σέ ὅλους νά προσέχωμεν στόν ἑαυτό μας, νά προσέχωμεν στήν ψυχή μας, γιά νά προσέχωμε στό Θεό, πού εἶναι «Ἀγάπη». Μόνη ἡ γνήσια ἀγάπη μᾶς συγκρατεῖ ἑνωμένους μέ τό Θεό καί ματαξύ μας καί μᾶς χαρίζει τήν εἰρήνη μέ τόν Θεόν, ὥστε νά ἔχουμε ἀνάπαυσι καί ψυχική γαλήνη καί νά νοιώθουμε ἀσφαλεῖς.
«Ο ἀντίδικος ἡμῶν Διάβολος, ἀντιστρατεύεται στόν Χριστό καί μετασχηματίζεται ἀκόμη καί εἰς ἄγγελον φωτός, μέ σκοπό, νά μᾶς διαλύσῃ. Σπέρνει διχοστασίες, διχόνοιες, διαιρέσεις, Αἱρέσεις καί μᾶς διχάζει, διαλύει τήν ἑνότητα τῆς Πίστεως. Σπέρνει τήν ἔχθρα τό μίσος, τό φανατισμό καί μέ κάθε δόλιο τρόπο προσπαθεῖ νά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας. Δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι λειτουργοῦν «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶς», γιά μή πραγματοποιειθῇ ἡ λαχτάρα τοῦ Ἰησοῦ «ἵνα οἱ πάντες Ἕν ὦσιν». Μισεῖ ὁ Διάβολος τήν Ἑνότητα. Καί μέ κάθε τρόπο προσπαθεῖ νά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας.
Τρανό παράδειγμα διχασμοῦ, διαιρέσεως, διαλύσεως τῆς ἑνότητος ἡ Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Στήν πρώτη πρός Κορινθίους γράφει ὁ Παῦλος καί τούς παρακαλεῖ στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νά λένε ὅλοι τό ἴδιο καί νά μή ὑπάρχουν διαιρέσεις μεταξύ τους, ἀλλά νά παραμένουν ἑνωμένοι μεταξύ τους μέ τό ἴδιο πνεῦμα καί τήν ἴδια γνώμη. Διότι πληροφορήθηκα, γιά σᾶς, ἀδελφοί μου, ὅτι ὑπάρχουν ἔριδες μεταξύ σας. Λέγω δέ τοῦτο: ὅτι ὁ καθένας ἀπό σας λέγει: «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Παύλου», «Ἐγώ εἶμαι τοῦ Ἀπολλώ», «ἐγώ τοῦ Κηφᾶ», «Ἐγώ τοῦ Χριστοῦ». Μεμέρισται ὁ Χριστός; Μήπως ὁ Παῦλος ἤ ὁ Ἀπολλώ, ἤ ὁ Κηφᾶς, σταυρώθηκε, γιά σᾶς; ἤ μήπως στό ὄνομα τοῦ Παύλου βαπτισθήκατε;» (Α΄ Κορινθ. α΄ 10-13).
Καί πραγματικά ὁ διάβολος ἐπιφέρει αὐτό τό διχασμό, τή διαίρεσι στήν Ἐκκλησία σέ κάθε ἐποχή καί μέ δόλιο τρόπο ἀντιστρατευόμενος στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ οὐρανοβάμων Παῦλος ἔρχεται νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν τάξι καί νά μᾶς ἐπανενώση τονίζοντας ὅτι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΜΑΣ «ἵνα οἱ πάντες ἐν αὐτῷ ἝΝ ὦσιν». Καί κάθε φορά, πού ὁ ἀρχαῖος Ὄφις ἔρχεται, μέ δόλια μέσα, καί προσπαθεῖ νά σπείρῃ τή διχόνοια, τό διχασμό καί νά μᾶς χωρίσῃ ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας, ὁ Παῦλος μᾶς καλεῖ νά ἀντισταθοῦμε στό Διάβολο καί νά τόν ἀναγκάζουμε νά φύγῃ ἀπό κοντά μας. Αὐτή εἶναι εὐλογημένη ἀντίστασις. Σ’ αὐτό μᾶς καλεῖ καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος καί λέγει· «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ». Καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά φύγῃ ἀπό κοντά μας καί ἔτσι θά διαφυλάξουμε τήν ἕνωσί μας μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας: «Ὑποτάγητε τῷ Θεῷ· ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν· ἐγγίσατε τῷ Θεῷ καί ἐγγιεῖ ὑμῖν» (Ἰακ. δ΄7-8). Ἔτσι μέ τή γνήσια ἀγάπη καί τή σθεναρά ἀντίστασι στόν Σατανᾶ, θά πραγματοποιειθῇ ὁ Πόθος, ἡ Λαχτάρα τοῦ Λυτρωτοῦ «ἵνα οἱ πάντες Ἕν ὦσιν». Καί ὅπως ὁ Σατανᾶς δέν παραιτεῖται στήν προσπάθειά του νά μᾶς διχάζῃ, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἀγρυπνοι, γιά νά διαφυλάττουμε τήν ἕνωσί μας μέ τό Θεό καί μεταξύ μας.
Τό φθοροποιό του ἔργο ὁ Σατανᾶς ἐπεχείρησε καί τό 1081 μ. Χ. στά χρόνια τῆς Βασιλείας τοῦ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ. Τότε οἱ ἄνθρωποι, «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ» εἶχαν χωρισθεῖ σέ τρεῖς θεολογικές παρατάξεις. Ἡ πρώτη παράταξις ὀνομαζόταν «Βασιλεῖτες». καί τήν ἀποτελοῦσαν ἐκεῖνοι, πού θαύμαζαν τόν Μέγαν Βασίλειον. Ἡ δεύτερη παράταξις ὀνομαζόταν «Γρηγορῖτες». Αὐτοί θαύμαζαν τόν Ἅγιο Γρηγόριο τό Θεολόγο. Καί ἡ τρίτη παράταξις ὀνομαζόταν «Ἰωαννίτες». Αὐτοί θαύμαζαν τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον. Οἱ τρεῖς αὐτές παρατάξεις δημιουργοῦσαν στήν Κωνσταντινούπολι συχνές φιλονικίες καί χώριζαν τούς Χριστιανούς σέ ἀντιμαχόμενες Ὁμάδες καί καλλιεργοῦσαν σατανικό φανατισμό, μωρό ζῆλο, καί μῖσος μεταξύ τους. Καί χωρίς νά τό καταλαβαίνουν συμπεριφέρονταν ἀντίθετα ἀπό τή διδασκαλία τῶν Μεγάλων Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Οἱ Τρισμέγιστοι Φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος ἀφιέρωσαν τή ζωή τους στήν πραγματοποίησι τῆς λαχτάρας τοῦ Χριστοῦ, «ἵνα πάντες Ἕν ὦσιν». Καί οἱ τρεῖς αὐτές παρατάξεις, μέ τόν τρόπο τους, καί «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ» ἠργάζοντο καί μέ φανατισμό, προσπαθοῦσαν νά σχίσουν τόν ἄρραφον Χιτώνα τοῦ Χριστοῦ, ἔσπερναν τό διχασμό, τή διαίρεσι. Μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὅμως τά χρόνια ἐκεῖνα ἕνας Ἅγιος Ἱεράρχης, ὁ Ἰωάννης ὁ Μαυρώπους, Ἐπίσκοπος Εὐχαῒτων εἶδε στό ὕπνο του τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόν καθοδήγησαν πῶς νά φέρῃ σέ θεογνωσία τούς ἀνθρώπους αὐτούς, πού διαιροῦσαν τήν Ἐκκλησία. Τοῦ τόνισαν δέ ὅτι μεταξύ τους δέν ὐπάρχει κανένας πρῶτος ούτε δεύτερος ἤ τρίτος καί νά παύσουν ἀμέσως οἱ ἀντιμαχόμενες Ὁμάδες. Ἔτσι ὁ Ἅγιος αὐτός Ἐπίσκοπος τότε καθιέρωσε τήν 30ήν Ἰανουαρίου, ὡς κοινήν Ἑορτήν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἐπανένωσε τήν Ἐκκλησίαν: «Ὁμοῦ δίκαιον τρεῖς σέβειν Ἑωσφόρους, Φῶς τρισσολαμπές πηγάσαντας ἐν βίῳ. Κοινόν τόν ὕμνον προσφέρειν πάντας θέμις, τοῖς ἐκχέασι πᾶσι κοινήν τήν χάριν...». Δηλαδή πρέπει νά τιμᾶμε τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος, διότι μέ τή ζωή καί τά ἔργα τους κατήρδευσαν πᾶσαν τήν κτίσιν μέ τά νάματα τῆς Θεογνωσίας καί μέχρι σήμερα φωτίζουν τά Σύμπαντα ὡς Ὑποδείγματα Ἁγίας Ζωῆς καί ὀρθοδόξου Διδασκαλίας.