«ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΟΥΜΕ Τ’ΑΧΥΡ’ ΑΠ’ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ».
« Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὔδατος τούτου διψήσει πάλιν·
ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ
δώσω αὐτῷ, οὐ μη
διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα, ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ,
γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ζωῆς ἀλλομένου
εἰς
ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ΄ 13-14).
Ὁ Θεόπλαστος ἄνθρωπος, ἡ κορωνίς τῆς Δημιουργίας, ὁ
κύριος πάσης τῆς κτίσεως, «ὁ κατ’εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασθείς, ὁ
μικρός θεός, ὁ μικρός δημιουργός, ὁ αἰώνιος κάτοικος τῆς ἀπό καταβολῆς κόσμου ἡτοιμασμένης
δι’ αὐτόν Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε. «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι
τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48,13,21). Ἐξέπεσε διά τῆς παρακοῆς. Ἀπεξεδύθη το ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί
ντύθηκε τη φθορά. Ἀμαύρωσε τό· κατ’εἰκόνα, ἔχασε το χάρισμα τῆς διακρίσεως. Χωρίσθηκε ἀπό το Θεό, ἔχασε τον
Παράδεισο, την κοινωνίαν του, μέ τό Θεό, καί, χάρις στή Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ βρέθηκε στην ἀπέναντι τοῦ παραδείσου γῆν, σ’ αὐτήν
ἐδῶ, τήν ἄθλια παροικία, με ἡμερομηνία λήξεως. Ὁ αἰώνιος ἔγινε προσωρινός,
διαβάτης, πάροικος καί παρεπίδημος. Ὁ Πανάγαθος, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς ἔδωκε την
ἐπίγεια ζωήν, ὡς καιρόν μετανοίας. Καί μᾶς καλεῖ νά ἐξαγοράσουμε τόν καιρόν, νά
καλλιεργήσουμε τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ Παρακοή
εἶναι Θάνατος και ἡ ὑπακοή στίς Ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή και εἰρήνη. «Νά ξεχωρίσουμε
τἄχυρ’ ἀπ’ τό σιτάρι».
Νά ξεχωρίσουμε τά γήϊνα ἀπό τά ἐπουράνια.
Να ἐννοήσουμε καλά ὅτι δέν συγκρίνονται τά γήϊνα, με τά ἐπουράνια. Νά καταλάβουμε
καλά «τό βραχύ τῆς ζωῆς» και τη ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων και τῶν ἀνθρωπίνων
ἐπιδιώξεων. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὐπάρχει
μετά θάνατον», ὅπως
λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Ὅλα τά ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα εἶναι ἀνάξια λόγου
πράγματα. «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Ὁ Κύριος ὅλα τά ἔργα καί ἡ
τεχνολογική πρόοδος τῶν ἀνθρώπων μακρά τοῦ Θεοῦ, τά παρομοιάζει μέ τό φυσικό
νερό, πού τέ πίνουμε καί ξαναδιψᾶμε.Τό φυσικό νερό εἶναι σύμβολον τῆς
ματαιότητος τῶν γηῒνων, τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων.
Δέν ἱκανοποιοῦν τή δίψα μας καί τίς μεταφυσικές μας ἀνησυχίες, ὅλα εἶναι
ψευδοαναπληρώσεις και δεν ἱκανοποιοῦν, ἀλλά μᾶλλον διευρύνουν το ὑπαρξιακό
κενό. «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν».
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρει τό παράπονο τοῦ Δημιουργοῦ καί λέγει ὅτι: «Δύο καί πονηρά ἐποίησε ὁ λαός μου· Ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, και ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν»( 2,13). Καί πραγματικά ὅλα τά γήϊνα «τρύπιες δεξαμενές», πού δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν νερό. Δεν μᾶς ἱκανοποιοῦν. Μᾶλλον πολλαπλασιάζουν τίς συμφορές καί τή δυστυχία. Χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, ἡ ζωή μας εἶναι Κόλασις. Τά πλούτη, οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες τά ἀξιώματα και ὅλα τά γήϊνα καμώματά μας, δέν μᾶς προσφέρουν τίποτε. Ποιός μπόρεσε νά θεραπεύσῃ τήν ἀρρώστια του ἤ τήν ἀρρώστια τῶν ἀγαπημένων του, προσφέροντας ὅλα τά γήϊνα; Ποιός μπόρεσε νά προσθέσῃ ἕνα δευτερόλεπτο παραπάνω ἐπίγειας ζωῆς;
Χωρίς Θεόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτε. «Σκωλήκων Βρῶμα καί δυσωδία» Οἱ ἀρχαῖοι ἕλληνες ἔλεγαν «σκιᾶς ὄναρ, ἄνθρωπος». Ὁ Ὅμηρος λέγει: «Οἴη περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν». Καί ὁ Δαυῒδ λέγει: «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἠμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ , οὕτως ἐξανθήσει· ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ και οὐχ ὑπάρξει και οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102,15-16). Καιρός νά ξεχωρίσουμε τἄχυρ’ ἀπ’ το σιτάρι. Καί νά ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς δώσῃ τό ὕδωρ το ζῶν, πού συμβολίζει τή Χάρι καί τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά διψάσουμε ποτέ ξανά. Νά μᾶς χαρίσῃ τά ἐπουράνια, τά αἰώνια και ἄφθαρτα, τά «ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε και οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν»(Α΄ Κορινθ. β΄9).
Καιρός, λοιπόν, να ἀνοίξουμε τήν
καρδιά μας στο Χριστό. Να πιστέψουμε ὁλόψυχα Σ’ αὐτόν. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον
τῆς Ἀγάπης και να το κάνουμε «πρᾶξι» στη ζωή μας και ἔτσι να ἀξιοποιήσουμε τόν
καιρόν μετανοίας, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, νά
ἀξιωθοῦμε, διά τῆς Πίστεως τῆς δι’ἀγάπης ἐνεργουμένης, διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τάς Ἐντολάς
τοῦ Θεοῦ, νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν και εἰσέλθουμε
και πάλιν εἰς τον Παράδεισον.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσῃ πώποτε»(Ἰωάν. στ΄35). Ὁ Κύριος ἔρχεται κοντά μας και μᾶς καλεῖ κοντά Του, μᾶς ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Παραδείσου καί λέγει, «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς Αὐτόν»( Ἰωάν. ζ΄37-39). Μᾶς καλεῖ νά πιστέψουμε εἰς Αὐτόν. Να ξεχωρίσουμε τἄχυρα ἀπό το σιτάρι, τά γήϊνα ἀπό τά ἐπουράνια καί νά διαλέξουμε τά ἐπουράνια, τό Ὕδωρ τό Ζῶν. «Ἐγώ», λέγει ὁ Κύριος, «τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς Ζωῆς δωρεάν»(Ἀποκ. κα΄6).
«Και διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω
ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. κβ΄17).
Μέσα ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ὀ
Προφήτης Ἡσαῒας μᾶς καλεῖ λέγων· «Οἱ
διψῶντες πορεύεσθαι ἐφ’ ὕδωρ»(Ἡσ. 55,1).«Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» ( Ἡσ. 12, 3). Πηγή τῆς σωτηρίας εἶναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ.
Αὐτός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε δοὐλου μορφήν και ἔγινε καί ὑπογραμμός, Ὑπόδειγμα
ὑπακοῆς στόν Πατέρα «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ» Καί ἀπό Αὐτόν
μποροῦμε να λάβουμε τό ὕδωρ το ζῶν καί ἐπιστρέψουμε
στην Πατρικήν Ἑστία. Αὐτόν Προσκυνήσωμεν. Αὐτός Σταυρώθηκε και Ἀναστήθηκε για μᾶς
καί Αὐτόν ὀφείλουμε να λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ».
Σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ τιμή, ἡ
δόξα και τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.