Τρίτη 24 Μαΐου 2022

ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΤΑ ΓΗΪΝΑ, ΜΕ ΤΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ;

 


«ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΞΕΧΩΡΙΣΟΥΜΕ  Τ’ΑΧΥΡ’ ΑΠ’ ΤΟ ΣΙΤΑΡΙ».

« Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὔδατος τούτου διψήσει πάλιν·

ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ μη

διψήσῃ εἰς τόν αἰῶνα,  ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω αὐτῷ,

γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ζωῆς ἀλλομένου εἰς

ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ΄ 13-14).

 

Ὁ Θεόπλαστος ἄνθρωπος, ἡ κορωνίς τῆς Δημιουργίας, ὁ κύριος πάσης τῆς κτίσεως, «ὁ κατ’εἰκόνα και καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ» πλασθείς, ὁ μικρός θεός, ὁ μικρός δημιουργός, ὁ αἰώνιος κάτοικος τῆς ἀπό καταβολῆς κόσμου ἡτοιμασμένης δι’ αὐτόν Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε. «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.48,13,21). Ἐξέπεσε διά τῆς παρακοῆς. Ἀπεξεδύθη το ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τη φθορά. Ἀμαύρωσε τό· κατ’εἰκόνα, ἔχασε το χάρισμα τῆς  διακρίσεως. Χωρίσθηκε ἀπό το Θεό, ἔχασε τον Παράδεισο, την κοινωνίαν του, μέ τό Θεό,  καί, χάρις στή Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ  βρέθηκε στην ἀπέναντι τοῦ παραδείσου γῆν, σ’ αὐτήν ἐδῶ, τήν ἄθλια παροικία, με ἡμερομηνία λήξεως. Ὁ αἰώνιος ἔγινε προσωρινός, διαβάτης, πάροικος καί παρεπίδημος. Ὁ Πανάγαθος, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, μᾶς ἔδωκε την ἐπίγεια ζωήν, ὡς καιρόν μετανοίας. Καί μᾶς καλεῖ νά ἐξαγοράσουμε τόν καιρόν, νά καλλιεργήσουμε τό Χάρισμα τῆς διακρίσεως καί νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ Παρακοή εἶναι Θάνατος και ἡ ὑπακοή στίς Ἐντολές τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωή και εἰρήνη. «Νά ξεχωρίσουμε τἄχυρ’  ἀπ’ τό σιτάρι».

Νά ξεχωρίσουμε τά γήϊνα ἀπό τά ἐπουράνια. Να ἐννοήσουμε καλά ὅτι δέν συγκρίνονται τά γήϊνα, με τά ἐπουράνια. Νά καταλάβουμε καλά «τό βραχύ τῆς ζωῆς» και τη ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων και τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὐπάρχει μετά θάνατον», ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Ὅλα τά ἀνθρώπινα ἐπιτεύγματα εἶναι ἀνάξια λόγου πράγματα. «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά». Ὁ Κύριος ὅλα τά ἔργα καί ἡ τεχνολογική πρόοδος τῶν ἀνθρώπων μακρά τοῦ Θεοῦ, τά παρομοιάζει μέ τό φυσικό νερό, πού τέ πίνουμε καί ξαναδιψᾶμε.Τό φυσικό νερό εἶναι σύμβολον τῆς ματαιότητος τῶν γηῒνων, τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Δέν ἱκανοποιοῦν τή δίψα μας καί τίς μεταφυσικές μας ἀνησυχίες, ὅλα εἶναι ψευδοαναπληρώσεις και δεν ἱκανοποιοῦν, ἀλλά μᾶλλον διευρύνουν το ὑπαρξιακό κενό. «Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν».

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρει τό παράπονο τοῦ Δημιουργοῦ καί λέγει ὅτι: «Δύο καί  πονηρά ἐποίησε ὁ λαός μου· Ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, και ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν»( 2,13). Καί πραγματικά ὅλα τά γήϊνα «τρύπιες δεξαμενές», πού δέν μποροῦν νά συγκρατήσουν νερό. Δεν μᾶς ἱκανοποιοῦν. Μᾶλλον πολλαπλασιάζουν τίς συμφορές καί  τή δυστυχία. Χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, ἡ ζωή μας εἶναι Κόλασις. Τά πλούτη, οἱ τέχνες, οἱ ἐπιστῆμες τά ἀξιώματα και ὅλα  τά γήϊνα καμώματά μας, δέν μᾶς προσφέρουν τίποτε. Ποιός μπόρεσε νά θεραπεύσῃ  τήν ἀρρώστια του ἤ τήν ἀρρώστια τῶν ἀγαπημένων του, προσφέροντας ὅλα τά γήϊνα; Ποιός μπόρεσε νά προσθέσῃ ἕνα δευτερόλεπτο παραπάνω ἐπίγειας ζωῆς;

Χωρίς Θεόν, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα τίποτε.  «Σκωλήκων Βρῶμα καί  δυσωδία» Οἱ ἀρχαῖοι ἕλληνες ἔλεγαν «σκιᾶς ὄναρ, ἄνθρωπος». Ὁ  Ὅμηρος λέγει: «Οἴη περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν». Καί ὁ Δαυῒδ λέγει: «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἠμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ , οὕτως ἐξανθήσει· ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ και οὐχ ὑπάρξει και οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102,15-16). Καιρός νά ξεχωρίσουμε τἄχυρ’  ἀπ’ το σιτάρι. Καί νά ζητήσουμε ἀπό τόν Κύριο νά μᾶς δώσῃ  τό ὕδωρ το ζῶν, πού συμβολίζει  τή Χάρι καί τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά διψάσουμε ποτέ ξανά. Νά μᾶς χαρίσῃ τά ἐπουράνια, τά αἰώνια και ἄφθαρτα, τά «ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε και οὖς οὐκ ἤκουσε καί  ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν»(Α΄ Κορινθ. β΄9).



Ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει και λέγει: «Ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ, οὐ  μη διψήσῃ εἰς τον αἰῶνα, ἀλλά τό ὕδωρ ὅ δώσω  αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ΄13-14).

Καιρός, λοιπόν, να ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στο Χριστό. Να πιστέψουμε ὁλόψυχα Σ’ αὐτόν. Νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης και να το κάνουμε «πρᾶξι» στη ζωή μας και ἔτσι να ἀξιοποιήσουμε τόν καιρόν μετανοίας, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, νά ἀξιωθοῦμε, διά τῆς Πίστεως τῆς δι’ἀγάπης ἐνεργουμένης, διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τάς Ἐντολάς τοῦ Θεοῦ,  νά λάβουμε τό ὕδωρ τό ζῶν και εἰσέλθουμε και πάλιν εἰς τον Παράδεισον.

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσῃ πώποτε»(Ἰωάν. στ΄35). Ὁ Κύριος ἔρχεται κοντά μας και μᾶς καλεῖ κοντά Του, μᾶς ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Παραδείσου καί λέγει, «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος,  οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες  εἰς Αὐτόν»( Ἰωάν. ζ΄37-39). Μᾶς καλεῖ νά πιστέψουμε εἰς Αὐτόν. Να ξεχωρίσουμε τἄχυρα ἀπό το σιτάρι, τά γήϊνα ἀπό τά ἐπουράνια καί νά διαλέξουμε τά ἐπουράνια, τό Ὕδωρ τό  Ζῶν. «Ἐγώ», λέγει ὁ Κύριος, «τῷ διψῶντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς Ζωῆς δωρεάν»(Ἀποκ. κα΄6).

«Και διψῶν ἐρχέσθω, καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν» (Ἀποκ. κβ΄17).

Μέσα ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων ὀ Προφήτης Ἡσαῒας  μᾶς καλεῖ λέγων· «Οἱ διψῶντες πορεύεσθαι ἐφ’ ὕδωρ»(Ἡσ. 55,1).«Καί ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» ( Ἡσ. 12, 3). Πηγή τῆς σωτηρίας εἶναι Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Αὐτός, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔλαβε δοὐλου μορφήν και ἔγινε καί ὑπογραμμός, Ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στόν Πατέρα «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ» Καί ἀπό Αὐτόν μποροῦμε να λάβουμε τό  ὕδωρ το ζῶν καί ἐπιστρέψουμε στην Πατρικήν Ἑστία. Αὐτόν Προσκυνήσωμεν. Αὐτός Σταυρώθηκε και Ἀναστήθηκε για μᾶς καί Αὐτόν ὀφείλουμε να λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ». Σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ  Βασιλεία, ἡ τιμή, ἡ δόξα και τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 


 

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

Ἡ συνεχής Νοερά Προσευχή,διατηρεῖ στήν ψυχή μας ζωντανή τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ

               



             «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ αναπνευστέον».

          «Κύριε, ἐλέησον». «Ἰησοῦ ἐλέησον»



«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ ἐλθών είς τόν κόσμον, ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ, ἐλέησον καί σῶσον με τόν ἁμαρτωλόν, τόν ἀχρεῖον καί ἀνάξιον δοῦλον Σου».

«Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησον ἠμᾶς, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά «ἕνεκεν

τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου».

«Ὑπεραγία Θεοτόκε, σκέπε, φρούρει, φύλαττε τοῦς δούλους σου». Τῇ μητρικῇ σου παῤῥησίᾳ χρωμένη, δυσώπησον, καί σῶσον ἡμᾶς.






«Κύριε, Μακρόθυμε καί ἐλεήμων, ὡς θέλεις καί ὡς οἶδας ἐλέησον ἡμᾶς». Σύ, Κύριε εἶσαι τά πάντα γιά μᾶς! Μή βραδύνῃς. Ἔρχου ταχύ! Μακρόθυμε, χωρίς τή βοήθειά Σου χανόμαστε. Οἱ ἐχθροί μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι, ἑτοιμάζονται νά  μᾶς κατασπαρράξουν. Ἀφήσαμε ἀφύλακτες τίς Θύρες. Ὑποφέρουμε, ἐξ αἰτίας τῶν ἀμαρτιῶν μας. Δέξου τή μετάνοιά μας, λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας. Σύ εἶσαι ἠ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Σύ εἶσαι ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας ,τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἐλέησον ἡμᾶς!

 Ὠσαννά, σῶσε μας,  υἱέ Δαυῒδ! Εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου,  ὠσαννά, σῶσε μας, Πολυεύσπλαγχνε  Κύριε! 




ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΑ, ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ


«ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ;»

(Ἰωάν. ε΄ 6).

 

Ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος δημιούργησε τόν ἄνθρωπον, «κατ’ εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσιν» Αὐτοῦ, μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν(Γενέσ. α’26).

«Και ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»(Γενέσ. β΄ 7). Τό θεῖον ἐμφύσημα εἶναι ἡ λογική ψυχή καί εἶναι θεῖον δώρημα, δίνει ζωήν στό ὑλικόν σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας μετέχει διά τοῦ σώματος μέ τό ὑλικόν Σύμπαν καί μέ τήν ἀθάνατη  ψυχήν του, μετέχει τοῦ πνευματικοῦ Σύμπαντος. Ἑνώνει στόν ἑαυτόν του Τον ὑλικόν καί τόν πνευματικόν κόσμον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη  μέ  «νοῦν», γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό το Κακόν, καί «ἐλευθέραν  Βούλησιν»,  γιά νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ τό Καλόν ἤ τό Κακόν. Εἶναι, δηλ. «δυνάμει Θεός» καί καλεῖται νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ  θεός», ὄχι κατ’ οὐσίαν, ἀλλά κατά χάριν. Μέ τήν ψυχή του ἔχει τή δύναμι, μέ τό νοῦ του, να γνωρίζῃ τό Θεό, μέ τήν καρδιά καί  μέ τή Θέλησί του, νά ἀγαπᾷ, νά λατρεύῃ τό Θεό. Μέ τήν ἀθάνατη ψυχή του μπορεῖ νά γίνῃ μέτοχος τῆς ἀθανασίας καί τῆς μακαριότητος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δέ αὐτονόητον ὅτι ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ἐν Χριστῷ καλῆς χρήσεως τοῦ νοῦ και τῆς ἐλευθερίας του, μπορεῖ  νά φθάσῃ ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», νά γίνῃ θεός κατά χάριν, δεδομένου ὄντος ὅτι Μόνον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι τέλειον «ἀπαύγασμα καί χαρακτήρ τῆς ὑποστάσεως τοῦ Θεοῦ-Πατρός» (Ἑβρ. α΄ 3) καί ὅτι μόνον ὁ Ἰησοῦς εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» καί ὅτι «Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἰωάν.ιδ΄6).

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, καί θέλει τή σωτηρία μας. Μᾶς Θέλει κοντά Του αἰώνια. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Θέλει, μέ τή Θέλησί μας, νά φθάσουμε καί νά μείνουμε κοντά Του καί μᾶς δίνει τή δυνατότητα, ἄν θέλουμε, νά γίνουμε  μέτοχοι τῆς ἀθανασίας καί τῆς μακαριότητος τοῦ Θεοῦ εἰς μακρότητα ἡμερῶν, αἰωνίως. Ἡ Ἐντολή, ὡς «ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον» και ὡς ἔκφρασις τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μᾶς ὁδηγεῖ ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι ἡ ὑπακοή, ἡ τήρησις τῆς Ἐντολῆς εἶναι ζωή, εἶναι ὑγεία. Ἀντίθετα ἡ παρακοή, ἡ παράβασις τῆς Ἐντολῆς εἶναι Θάνατος, εἶναι ἀρρώστια. Ἡ παρακοή ἔχει ὡς προϊόν την ἀνίατη ἀσθένεια. Ἡ Παράβασις τῆς Ἐντολῆς εἶναι ἁμαρτία καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας Θάνατος» (Ρωμ. στ΄23).Ἡ παράβασις τῆς Ἐντολῆς, ὡς ζωή καί συμπεριφορά ἀντίθετη, πρός τό Θέλημα τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Ζωῆς, ἐπιφέρει ἀνίατη, ἀθεράπευτη ἀρρώστια, πού ὁδηγεῖ στό  Θάνατο.

Ὁ Θεός προγνωρίζει καί προειδοποιεῖ τόν ἄνθρωπο, ἐξ ἀπείρου πρός τό πλᾶσμα Του ἀγάπης, τόν παιδεύει, τόν παιδαγωγεῖ, τόν ἀποτρέπει ἀπό τήν παραβατική συμπεριφορά, διά τοῦ Νόμου Του, διά τῆς Ἐντολῆς.

Ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά τόν ἐξαναγκάσῃ. Ὅμως ὁ Πανάγαθος «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον».

Ἡ Ψυχοσωματική μας Ὑγεία εἶναι ὅ, τι πολυτιμώτερον ἔχουμε. Καί ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ἡ παραβατική, ἡ προβληματική μας συμπεριφορά βλάπτει τήν ψυχοσωματική μας ὑγεία. Ὁ Παράλυτος, ὁ ὁποῖος κατέκειτο, στήν προβατική Πύλη, στήν Κολυμβήθρα τήν ἐπιλεγομένη Ἑβραϊστί Βηθεσδά, εἶχε τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ, παράλυτος ἐξ αἰτίας τῆς παραβατικῆς του συμπεριφορᾶς, ἀπό τίς ἁμαρτίες του παρέλυσε, μέ τήν κακή του Θέλησι, ἔφθασε σ’ αὐτή τήν κατάντια. Δέν διεφύλαξε τό πολύτιμον ἀγαθόν, πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, τήν ὑγεία του. Γι’αὐτό ὁ Κύριος τον πλησίασε καί τόν ρώτησε: «ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ;»



Τριάντα καί οκτώ χρόνια περίμενε ἐκεῖ,  μέ τήν ἐλπίδα καί τή λαχτάρα νά γίνῃ καλά, νά θεραπευθῇ. Ἀλλά εἶναι αὐτονόητον ὅτι γιά νά θεραπευθῇ πρέπει νά ξεριζώσῃ τήν αἰτία, πού τόν ὠδήγησε στήν παραλυσία. Πρέπει νά θελήσῃ νά ἀφήσῃ τίς συμπεριφορές, νά θελήσῃ να ἀλλάξῃ τόν τρόπον ζωῆς, πού τόν περιέφερε στήν  παράλυσι. Ὁ Κύριος τόν θεραπεύει. Ἄν ὅμως ὁ ἴδιος δέν ἀλλάξῃ τρόπο ζωῆς, ἀλλά συνεχίσῃ τήν παραβατική, τήν ἀνόητη προβληματική του συμπεριφορά καί πάλιν θά ἐπιστρέψῃ. Πρέπει νά θελήσῃ νά γίνῃ ὑγιής καί νά πάρη τήν ἀπόφασι νά διαφυλάξῃ τήν Ὑγεία του, ἀλάζοντας τρόπον Ζωῆς. Ὀφείλει δηλαδή νά ἀκολουθήσῃ τήν Ὁδόν τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Νά θελήσῃ νά ἀπαρνηθῇ τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, καί νά ἐνδυθῇ τόν Νέον ἄνθρωπον, τόν Χριστόν. Νά ἀποφεύγῃ τήν ἁμαρτίαν καί τά προϊόντα τῆς ἀμαρτίας, τήν ἀρρώστια καί τόν  Θάνατον. Νά ζῆ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, νά περιπατῇ ἐν ἀγάπῃ καί ἔτσι νά διαφυλάσσῃ τήν ψυχοσωματική του  Ὑγεία δηλαδή  νά χαίρεται τά προϊόντα τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι χαρά, ζωή καί σωματική, ψυχική καί πνευματική ὑγεία.

 Ὁ Κύριος συγκαταβαίνει καί ἔρχεται κοντά μας καί μᾶς καλεῖ, ἄν θέλουμε, νά Τόν ἀκολουθήσουμε, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς ἀπολύτως κανέναν ἐξαναγκασμό. Και ἐρωτᾶ τόν καθέναν ἀπό μᾶς: «ΘΕΛΕΙΣ ΥΓΙΗΣ ΓΕΝΕΣΘΑΙ;» καί γίνεται γιά χάρι μας, «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» καί μᾶς καλεῖ, ἄν θέλουμε, νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Καί ἐρωτῶ: Ποιός ἄρρωστος δέν θέλει τήν ὑγεία του; Ποιός τυφλός δέν θέλει τό φῶς του; Ποιός εἶναι τόσο μωρός, τυφλός καί ἐλεεινός, ὥστε να μισῇ τό φῶς καί νά ἀγαπᾷ τό σκοτάδι; Ποιός εἶναι τόσο παράφρων, ὥστε νά ἐπιμένει καί νά παραμένῃ κατάκοιτος στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου;

Δέν νομίζετε πώς εἶναι καιρός νά συνέλθουμε καί νά γνωρίσουμε καλά τόν ἑαυτό μας καί νά  συνειδητοποιήσουμε ὅτι «πήραμε τή ζωή μας λάθος», νά  ἀναγνωρίσουμε εἰλικρινά, τήν πραγματική, τήν πνευματική μας κατάστασι, νά θεραπεύσουμε τήν ὄντως προβληματική μας συμπεριφορά, καί «νά ἀλλάξουμε ζωή»;

Ὁ Χριστός εἶναι ἐδῶ, κοντά μας.  Κρούει τήν Θύρα…» καί περιμένει νά ἀκούσουμε τή φωνή Του, νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, να μᾶς χαρίσῃ τήν ὑγεία καί  τήν αἰώνια μακαριότητα, νά στήσῃ  στήν καρδιά μας τή σκηνή Του καί νά καταστήσῃ τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο. 



Θά Τόν ἀφήσουμε  καί ἄλλο χρόνο νά  περιμένῃ;

Κύριε, ἔρχου ταχύ, και σκήνωσον ἐν ἡμῖν καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος καί σῶσον ἀγαθέ τάς ψυχάς ἡμῶν. ΑΜΗΝ.

 

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

ΙΩΣΗΦ Ο ΑΠΟ ΑΡΙΜΑΘΑΙΑΣ, ΕΥΣΧΗΜΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ,

 


ΤΟΛΜΗΣΑΣ

ΕΙΣΗΛΘΕ ΠΡΟΣ ΠΙΛΑΤΟΝ, ΚΑΙ

ῌΤΗΣΑΤΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

(Μάρκ. ιε΄43).

 

Ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων Βουλευτής, ἐπίσημον Μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, εἶχε πιστεύσει, με ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του, στό Χριστό και εἰς τό κήρυγμά Του, περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε πιστεύσει ὅτι ἡ βασιλεία Του δεν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(Ἰωάν.ιη΄36), «οὐκ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις και πόσις, ἀλλά δικαιοσύνη και εἰρήνη και χαρά  ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ΄17). Εἶχε πιστεύσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὀ Ἀληθινός Μεσσίας, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Ὁ Ἰωσήφ περιμένει την πνευματικήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ και ἡ ἐλπίδα του αὐτή δέν κλονίζεται ἀπό τή Σταυρική Του Θυσία, δέν κλονίζεται ἀπό  τοὀ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ἀγαπᾷ και πιστεύει ὁλόψυχα στό Χριστό. «Πιστεύει ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τον Ἰσραήλ» (Λουκ. κδ΄21).

Ἡ Πίστις του εἶναι  θερμή καί ἡ ἀγάπη  εἶναι τελεία.  Παραμένει πιστός, κρυφός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, νομίζοντας, ἴσως, πώς ἔτσι θά μποροῦσε να ἀποτρέψῃ τήν καταδίκη τοῦ Κυρίου ἀπό τό Ἰουδαϊκό Συνέδριο. Δέν μπόρεσε ὅμως να ἀνατρέψῃ τήν καταδικαστική ἀπόφασι τοῦ Συνεδρίου. Ἡ Πίστις του, «ἡ δι’ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλάτ.ε΄6), δέν κλονίζεται. Δεν ἀρνεῖται τόν Διδάσκαλον. Περιμένει, μέ λαχτάραν, τήν βασιλείαν Του. Δέν φοβᾶται, τήν κρίσιμη ὥρα, και ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τά ἄλλα Μέλη τοῦ Συνεδρίου. Μειοψηφεῖ. Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἑκουσίως, ἔρχεται ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν και παραδίδεται λύτρον ἀντί πολλῶν, καί τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀνατρέψῃ τήν προαιώνιον Βουλήν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς μέ τή Σταυρική Του Θυσία Του καί μέ τό τίμιον αἷμα Του παραδίδει «τήν Καινήν Ἐντολήν», το· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»( Ἰωάν. ιγ΄34-35).



Αὐτήν τήν ἀγάπην διδάχθηκε ἀπό τόν Κύριον ὁ Ἰωσήφ,  και αὐτή ἡ τέλεια ἀγάπη ὁδηγεῖ τά βήματά του καί διώχνει ἀπό την ψυχή του κάθε φόβο καί τόν ὁπλίζει μέ θάρρος και ἀνδρείαν καί τόλμην. Διότι «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄18). Αὐτή ἡ γνησία ἀγάπη φέρει τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, τόν εὐσχήμονα Βουλευτήν, σέ ἀντίθεσι με ὅλους τούς ἐπισήμους τοῦ Ἰσραήλ, με «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», και, ἀψηφῶντας  τούς ἀδιστάκτους και πωρωμένους Σταυρωτάς τοῦ Κυρίου, ΤΟΛΜΗΣΑΣ, εἰσέρχεται πρός Πιλάτον και ζητεῖ το σῶμα τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐνταφιασμόν. Το αἴτημά του γίνεται δεκτόν ἀπό τόν Πιλάτον, ὁ ὁποῖος «ἐδωρήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ τῷ Ἰωσήφ», πρός ἐνταφιασμόν. «Και ἀγοράσας  σινδόνα και καθελών Αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι και κατέθηκεν αὐτόν ἐν Μνημείῳ, ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλησε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ Μνημείου. Ἡ δε Μαρία ἡ Μαγδαληνή και ἡ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται»(Μάρκ. ιε΄ 43-47).



Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή θεϊκή συγκατάβασι; Μέγα καί ἀνεξιχνίαστον εἶναι τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας, ὑπερβαίνει τήν ἀνθρωπίνη νοητική ἱκανότητα. Εἶναι ὐπέρ λόγον καί ἔννοιαν. ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΥΠΕΡΜΕΓΙΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ. Καί ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης λέγει ὅτι ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΥΚ ΑΠΟΓΙΝΕΤΑΙ.

Ὅποιος ἀνοίξει τήν καρδιά στό Χριστό, τον ΛΥΤΡΩΤΗΝ τοῦ Σύμπαντος Κόσμου, ἀπολαμβάνει τῶν θείων δωρεῶν τῆς Θεϊκῆς Του συγκαταβάσεως. Και κάθε ἄνθρωπος καί περισσότερο κάθε πιστός ὀφείλει σιωπηλή, εὐλαβική, λατρευτική, προσκύνησι και δάκρυα εὐγνωμοσύνης στο ΛΥΤΡΩΤΗ.

Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ, Ο ΙΩΣΗΦ, Ο ΕΥΣΧΗΜΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΑΙ  Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, ΘΡΗΝΟΥΝ  ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ, ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑΦΕΝΤΑ ΑΠΕΚΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.




Ποιος μπορεῖ να περιγράψῃ το Θρῆνο και την Ὀδύνην τῆς Παναγίας, τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου;

Και ποιος μπορεῖ νά ἐκφράσῃ τή συντριβή και τον Ὀδυρμό τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ;

Ὁ Ἱερός ὑμνῳδός προσπαθεῖ να μᾶς μεταφέρει στο Γολγοθᾶ κοντά στα ἱερά αὐτά πρόσωπα, ὥστε να νοιώσουμε κι’ ἐμεῖς την Ὀδύνη τους :

 «Ὁ   Ἥλιος σκοτίνιασε, ἔκρυψε τίς φωτεινές του ἀκτίνες καί τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ διαρραγέν, ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω την ὥρα πού ὁ  Σωτῆρας και Λυτρωτής τοῦ κόσμου παρέδωκε το πνεῦμα. Ὁ Ἰωσήφ εἶναι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ  θαυμαστοῦ γεγονότος, «τολμήσας»  προσέρχεται στόν  Πιλάτον καί τόν καθικετεύει λέγων· δός μοι τοῦτον τόν ξένον, πού ἀπό την τρυφερή του ἀκόμη ἠλικία εὑρίσκεται σάν ξένος στόν κόσμο. Δός μοι τοῦτον τον ξένον, πού οἱ ὁμόφυλοι , και τόσο πολύ εὐεργετηθέντες ἀπό αὐτόν, τον μισοῦν, οἱ ἀχάριστοι καί τόν θανατώνουν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, τον ὁποῖον παραξενεύομαι νά βλέπω τοῦ θανάτου τον ξένον. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὁ ὁποῖον γνωρίζει νά φιλοξενῇ τούς πτωχούς και ξένους. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, τον ὁποῖον οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο τόν ἀπεξένωσαν ἀπό τον κόσμο. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, νά τόν κρύψω στόν τάφο, γιατί σάν ξένος δεν ἔχει ποῦ, τό κεφάλι του νά κλίνῃ. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, πού τον εἶδε ἡ Μητέρα νεκρόν και μάτωσε ἡ καρδιά της καί μέ σπαραγμό ἐβόα: «Ὦ Υἱέ μου και Θεέ μου, ἄν και τραυματίζονται τά σπλάγχνα μου, και σπαράζει ἡ καρδιά μου , βλέποντάς Σε νεκρόν, πιστεύω ὅμως  ὅτι Σύ εἶσαι ἡ Ἀνάστασις και ἡ Ζωή καί παίρνω θάρρος ἀπό την βεβαία Ἀνάστασίν σου, Σέ μεγαλύνω και Σέ δοξολογῶ». Με αὐτά τά λόγια ἱκετεύει τόν Πιλάτον ὁ εὐσχήμων καί λαμβάνει  τοῦ Σωτῆρος τό σῶμα, τό ὀποῖον τυλίγει σέ σινδόνι καθαρό, με ἀρώματα και δάκρυα, ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ  ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ  ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ, ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ».



Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἔλαβε την ἄδειαν ταφῆς, ἀξιώθηκε νά κηδεύσῃ τόν Θεάνθρωπον. Με τρόμο και μεγάλη εὐλάβεια, προσέρχεται ταπεινά στό Γολγοθᾶ, μαζί μέ τόν Νικόδημο, κατεβάζουν ἀπό τό Σταυρό τά πανάχραντο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ραίνουν μέ μύρα και δάκρυα, τό τυλίγουν σέ καθαρό σινδόνι καί τό τοποθετοῦν στό  Καινόν  Μνημεῖον.

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός περιγράφει τον Ὀδυρμό καί τὴν ὀδύνη τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος προσέρχεται, με βαθειά συναίσθησι τῆς ἀναξιότητός του, κηδεύει τον Λυτρωτήν Εὐχαριστεῖ τόν Κύριον, πού τόν ἀξίωσε τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς,  καί προευχόμενος λέγει:

«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό Φῶς, ὥσπερ ἰμάτιον, Ἐσένα , Κύριε, πού ἐνδύεσαι τό Φῶς σάν ἔνδυμα, ταπεινά, ὁ ἀνάξιος, Σέ κατεβάζει ἀπό τό Σταυρό, ὁ Ἰωσήφ, μέ τή βοήθεια τοῦ Νικοδήμου, και  θεωρεῖ νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον,   Ἐσένα, Κύριε, τόν Ζωοδότην, συμπάσχων θρηνεῖ και ὀδυρόμενος λέγει: Ἀλλήμονόν μου, γλύκύτατέ μου Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ Ἥλιος βλέποντας Σε κρεμάμενον στό Σταυρό, βυθίστηκε στό ζόφο, στό πυκνό σκοτάδι, και ἡ γῆ ἀπό το φόβο συγκλονίσθηκε, και το καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη. Και τώρα ἐγώ, ὁ ἐλεεινός και ἀνάξιος δοῦλος Σου, ὀδύρομαι και σπαράζω, διότι Σέ βλέπω νά ὑποφέρῃς, γιά μένα, μέ τή Θέλησί Σου, Ἰησοῦ μου,  τόν  φρικτόν αὐτόν, σταυρικόν θάνατον.

Πῶς νά Σέ κηδεύσω Θεέ μου; Ἤ πῶς νά Σέ τυλίξω στό σεντόνι; Μέ ποιά χέρια νά  ἀγγίξω τό ἁγνό, τό ἀμόλυντόν Σου Σῶμα; Ἤ ποιά ἄσματα νά ψάλλω στη σεπτή και σεμνή ἔξοδό Σου, Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά Πάθη Σου·  ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν Σου, μαζί και την ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν, κραυγάζων· ΚΥΡΙΕ, ΔΟΞΑ ΣΟΙ».



Κύριέ μου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, γλυκειά μου Ἄνοιξις, Σύ εἶσαι το Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ἡ ζωή μου και ἠ χαρά μου, δέξου τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου και τά δάκρυα τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας μου, και ἄκουσε τήν προσευχή μου, και ἔλα γρήγορα κοντά μας, γιατί χανόμαστε. Ἔρχου ταχύ, Λυτρωτά και  μεῖνε κοντά μας. Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Σύ, πού Σταυρώθηκες,  γιά μᾶς, λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας!  Σκέπασέ μας κάτω ἀπό την Σκέπη τῶν πτερύγων Σου, Φιλάνθρωπε και Οἰκτίρμων!  Δεν εἴμαστε ἄξιοι τῆς Εὐσπλαγχνίας Σου, ἀλλά Σύ εἶσαι ἡ μόνη μας  παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα. Σῶσε μας, Κύριε, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τοῦ Ὀνόματός Σου, γλυκύτατέ μου ΙΗΣΟΥ! Καί ἀξίωσέ μας νά Σέ  ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί νά Σέ δοξάζουμε, λόγῳ καί ἔργῳ, ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας Σου και τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμην.






Τρίτη 3 Μαΐου 2022

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ

ΚΑΙ

ΑΠΟΣΤOΛΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ.

 

Οἱ Μυροφόρες γυναίκες εἶναι πράγματι ἡγιασμένες ψυχές. Γνωρίζουν τόν Κύριον καί Τοῦ ἀνοίγουν τήν καρδιά τους. Πιστεύουν, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς Ψυχῆς τους στό Χριστό καί στό κοσμοσωτήριον ἔργον Του. Καί, χωρίς δισταγμό, ἀφιερώνονται ὁλοκληρωτικά Σ’ Αὐτόν καί πρώτη ἀπό ὅλες ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, «ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκη ἑπτά δαιμόνια»(Μάρκ. ιστ΄9.Λουκ η΄2). Οἱ Μυροφόρες ἀκολουθοῦν τόν Χριστόν ἀπό τή Γαλιλαία, σέ ὁλόκληρη τήν εὐεργετική Του πορεία, «διακονοῦσαι αὐτῷ». Καί κατά τή Σταυρική Του Θυσία, παρακολουθοῦν, μέ συντριμμό ψυχῆς, τήν Ὀδύνη Του καί συμπάσχουν μαζί Του. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου»(Ματθ. κζ΄55-56). Ἐνσαρκώνουν τήν Πίστι, τήν τέλεια ἀγάπη, τή στοργή, τήν ἀφοσίωσι, τήν «πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρείαν στόν Χριστόν, τόν Ζωοδότην, τόν Θεραπευτήν, τόν Πανακῆ Ἰατρόν, τόν τά πάντα ἰώμενον.



Τόν γνωρίζουν καί δέν Τόν ἀποχωρίζονται καί δέν τόν ἐγκαταλείπουν. Ἀποροῦν καί διερωτῶνται, πῶς καταδέχεται καί ὑψοῦται στό Σταυρό, ὁ Ἀναμάρτητος; Πῶς ὑπομένει, γιά χάρι μας, τά φρικτά Πάθη καί τόν Σταυρόν, Αὐτός, πού πρίν λίγο, ἀνέστησε τόν τετραήμερον σεσηπότα Λάζαρον; Καί πικραίνονται διότι δέν μπόρεσαν νά ἐκπληρώσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Ἀγαπημένο τους Εὐεργέτη, πού βασιλεύει μέσα στήν καρδιά τους, ὡς ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Παρακολουθοῦν ἀπό μακρυά τήν ἀποκαθήλωσι καί τήν ταφήν, «θεωροῦν ποῦ τίθεται». «Καί λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ Ἡλίου». Ἡ Μία τῶν σαββάτων, εἶναι ἡ δική μας Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Κυριακή. «Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἀλείψωσι τόν Κύριόν τους,  τόν Ἰησοῦν». Δέν μποροῦν νά ἐξιχνιάσουν τό Μυστήριον τῆς συγκαταβάσεώς Του, ἀλλά πιστεύουν ἀπόλυτα στή ΧΑΡΙ ΤΟΥ. Ἡ Δύναμις τῆς Ἀγάπης Τους στόν Ἠγαπημένο, ὁδηγεῖ τά βήματά τους. Ἔρχονται ἐπί τό Μνημεῖον. Δέν κρύβονται, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Δέν φοβοῦνται. Εἶναι τέλεια ἡ ἀγάπη τους στόν Ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, τόν Θεραπευτή καί Εὐεργέτη τους. Καί,  ὅπως μαρτυρεῖ  ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης , ὁ Ἰωάννης, «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη(πρός τόν Χριστόν) ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄18). Ἡ Τέλεια ἀγάπη τές ὁδηγεῖ πρός τόν Χριστόν. Ἔρχονται γρήγορα, ὀδυρόμενες πρός τό Μνημεῖον. Φέρουν μύρα καί δάκρυα, ἵνα ἀλείψωσι τό σῶμα τοῦ Κυρίου  Ἰησοῦ. Ἔρχονται, μέ λαχτάρα, νά προσκυνήσουν τόν Λυτρωτήν καί ἀνοίγουν, σέ ὅλους τούς πιστούς, ὅλων τῶν αἰώνων, τό δρόμο πρός Αὐτόν, τόν Ζωοδότην καί Κύριον.

Ἔχουν συναίσθησι τῆς ἀδυναμίας τους καί καθ’ ὁδόν ἀναρωτιοῦνται: « Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Ἦν γάρ μέγας σφόδρα»(Μάρκ. ιστ΄3-4).

Ὅμως συνεχίζουν τήν πορεία τους πρός συνάντησιν μέ τόν ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΝ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίδικός ἡμῶν Διάβολος ἐξαπολύει τά πύρινα βέλη του, στό κάθε μας βῆμα. Παρεμβάλλει πολλά ἐμπόδια στήν πορεία μας πρός τόν Χριστόν. Δέν πρέπει ὅμως ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ  Κύριός μας, πῆρε τήν ἐξουσίαν ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καί ἔδωκε τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω Ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ εἰς τούς πιστούς Μαθητάς Του. Γιά νά ἐννοήσουμε ὅμως τήν τιμήν, πού ἀπονέμει ὁ Κύριος στούς πιστούς Μαθητάς Του, πρέπει νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά πιστεύσουμε σ’Αὐτόν, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας, ὅπως πίστεψαν οἱ Μυροφόρες, ὥστε νά βασιλεύσῃ ἐντός μας ἡ τελεία ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔξω βάλλει τόν φόβον.


Οἱ Μυροφόρες στή σκέψι: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον...», δέν γυρίζουν πίσω. Λαχτάρα τους εἶναι νά φθάσουν στό σκοπό τους, Νά ἐπιτελέσουν  τό Χρέος τους πρός τόν Κύριον. Νά προσφέρουν μύρα καί τά δάκρυά τους στό ΛΥΤΡΩΤΗ. Πιστεύουν καί λατρεύουν τόν Χριστόν καί συνεχίζουν, χωρίς δισταγμό, χωρίς φόβο, τήν πορεία τους πρός συνάντησίν Του. Ἡ Συνάντησις αὐτή εἶναι ἠ λυρική τῆς Συναντήσεως. Εἶναι ὐποδειγματική Συνάντησις. Εἶναι Συνάντησις προσώπου μέ πρόσωπον, ἔντιμος, εἰλικρινής. Συνάντησις τέλειας Ἀγάπης. Καί μᾶς καλεῖ ὅλους νά ἀποφεύγουμε στήν καθημερινή μας ζωή κάθε ἄλλου εἴδους συνάντησι, νά ἀποφεύγουμε τήν τραγική τῆς συνατήσεως, δηλ. τοῦ προσώπου μέ προσωπεῖον, ἀλλά καί τίς προσωπειακές συναντήσεις, ἀνειλικρίνειας καί ἀνεντιμότητος, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στήν ἄβυσσον τῶν παρανοήσεων καί τῆς δαιμονικῆς  ἀπελπισίας.


Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες πορεύονται πρός συνάντησι τοῦ Κυρίου τους,  μέ καθαρή καρδιά, μέ θερμή Πίστι καί τελεία Ἀγάπη.  Φθάνουν στό Τέλος τῆς Πορείας του καί διαπιστώνουν ὅτι «ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα». «Πλησιάζουν τό μνημεῖον καί τό ραίνουν μύρα μετά δακρύων καί γεμίζει χαρᾶς τό στόμα αὐτῶν, ἐν τῷ λέγειν, ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ». Βραβεύεται ἡ Πίστις καί ἠ ἀφοσίωσίς τους καί πληροφοροῦνται πρῶτες τό ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ τοῦ Κυρίου. Πρῶτον σέ αὐτές, τίς Ἅγιες ψυχές, ἀναγγέλουν οἱ Ἄγγελοι τήν  ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ τοῦ Κυρίου. Εἰσέρχονται εἰς τό Μνημεῖον καί καταπλήσσονται. Λαμπροφόρος ἄγγελος λέγει σ’ αὐτές· «Μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν»(Μάρκ. ιστ΄4-7).

Πρῶτον σ’ αὐτές ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, μετά τήν Ἀνάστασίν του καί «τίς ἀποστέλλει νά κηρύξουν στούς Μαθητές Του τήν Ἀνάστασί Του καί νά ἀπαγγείλουν τήν ἄνοδόν Του, τήν πρός τόν πατρῷον κλῆρον». Οἱ Μυροφόρες ἀξιώνονται καί γίνονται Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν καί Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων.

ΕΙΘΕ ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ἀκολουθήσουμε στή ζωή μας τήν Πορεία τῶν Μυροφόρων καί νά προσφέρουμε κι’ ἐμεῖς μύρα καί δάκρυα στόν ΛΥΤΡΩΤΗΝ μας καί Θεόν. ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νά Τόν λατρεύωμεν μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν ὑμνοῦμεν καί νά Τόν δοξάζωμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, λόγῳ καί ἔργῳ καί ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.

 

«Ταῖς Μυροφόροις γυναιξί, παρά τό μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· Τά μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· ΧΡΙΣΤΟΣ δέ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλά κραυγάσατε· ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΠΑΡΕΧΩΝ Τῼ ΚΟΣΜῼ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ».