ΤΟΛΜΗΣΑΣ
ΕΙΣΗΛΘΕ ΠΡΟΣ ΠΙΛΑΤΟΝ, ΚΑΙ
ῌΤΗΣΑΤΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
(Μάρκ. ιε΄43).
Ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων
Βουλευτής, ἐπίσημον Μέλος τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, εἶχε πιστεύσει,
με ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς του, στό Χριστό και εἰς τό κήρυγμά Του,
περί τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶχε πιστεύσει ὅτι ἡ βασιλεία Του
δεν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(Ἰωάν.ιη΄36), «οὐκ ἔστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις και πόσις, ἀλλά
δικαιοσύνη και εἰρήνη και χαρά ἐν
Πνεύματι Ἁγίῳ» (Ρωμ. ιδ΄17). Εἶχε πιστεύσει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὀ Ἀληθινός Μεσσίας, «ἡ προσδοκία
τῶν Ἐθνῶν». Ὁ Ἰωσήφ περιμένει την πνευματικήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ και ἡ ἐλπίδα
του αὐτή δέν κλονίζεται ἀπό τή Σταυρική Του Θυσία, δέν κλονίζεται ἀπό τοὀ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Ἀγαπᾷ
και πιστεύει ὁλόψυχα στό Χριστό. «Πιστεύει ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τον
Ἰσραήλ» (Λουκ.
κδ΄21).
Ἡ Πίστις του εἶναι θερμή καί ἡ ἀγάπη εἶναι τελεία. Παραμένει πιστός, κρυφός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, νομίζοντας, ἴσως, πώς ἔτσι θά μποροῦσε να ἀποτρέψῃ τήν καταδίκη τοῦ Κυρίου ἀπό τό Ἰουδαϊκό Συνέδριο. Δέν μπόρεσε ὅμως να ἀνατρέψῃ τήν καταδικαστική ἀπόφασι τοῦ Συνεδρίου. Ἡ Πίστις του, «ἡ δι’ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλάτ.ε΄6), δέν κλονίζεται. Δεν ἀρνεῖται τόν Διδάσκαλον. Περιμένει, μέ λαχτάραν, τήν βασιλείαν Του. Δέν φοβᾶται, τήν κρίσιμη ὥρα, και ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τά ἄλλα Μέλη τοῦ Συνεδρίου. Μειοψηφεῖ. Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ Ἰησοῦς, ἑκουσίως, ἔρχεται ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν και παραδίδεται λύτρον ἀντί πολλῶν, καί τίποτε δέν μπορεῖ νά ἀνατρέψῃ τήν προαιώνιον Βουλήν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἰησοῦς μέ τή Σταυρική Του Θυσία Του καί μέ τό τίμιον αἷμα Του παραδίδει «τήν Καινήν Ἐντολήν», το· «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»( Ἰωάν. ιγ΄34-35).
Αὐτήν τήν ἀγάπην διδάχθηκε ἀπό τόν Κύριον ὁ Ἰωσήφ, και αὐτή ἡ τέλεια ἀγάπη ὁδηγεῖ τά βήματά του καί διώχνει ἀπό την ψυχή του κάθε φόβο καί τόν ὁπλίζει μέ θάρρος και ἀνδρείαν καί τόλμην. Διότι «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τον φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄18). Αὐτή ἡ γνησία ἀγάπη φέρει τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας, τόν εὐσχήμονα Βουλευτήν, σέ ἀντίθεσι με ὅλους τούς ἐπισήμους τοῦ Ἰσραήλ, με «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», και, ἀψηφῶντας τούς ἀδιστάκτους και πωρωμένους Σταυρωτάς τοῦ Κυρίου, ΤΟΛΜΗΣΑΣ, εἰσέρχεται πρός Πιλάτον και ζητεῖ το σῶμα τοῦ Ἰησοῦ πρός ἐνταφιασμόν. Το αἴτημά του γίνεται δεκτόν ἀπό τόν Πιλάτον, ὁ ὁποῖος «ἐδωρήσατο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ τῷ Ἰωσήφ», πρός ἐνταφιασμόν. «Και ἀγοράσας σινδόνα και καθελών Αὐτόν ἐνείλησε τῇ σινδόνι και κατέθηκεν αὐτόν ἐν Μνημείῳ, ὅ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καί προσεκύλησε λίθον ἐπί τήν θύραν τοῦ Μνημείου. Ἡ δε Μαρία ἡ Μαγδαληνή και ἡ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται»(Μάρκ. ιε΄ 43-47).
Ποιός μπορεῖ νά περιγράψῃ τή θεϊκή
συγκατάβασι; Μέγα καί ἀνεξιχνίαστον εἶναι τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ,
γιά τή σωτηρία μας. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας, ὑπερβαίνει τήν ἀνθρωπίνη νοητική ἱκανότητα.
Εἶναι ὐπέρ λόγον καί ἔννοιαν. ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΥΠΕΡΜΕΓΙΣΤΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ. Καί
ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης λέγει ὅτι ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΟΥΚ ΑΠΟΓΙΝΕΤΑΙ.
Ὅποιος ἀνοίξει τήν καρδιά στό Χριστό, τον ΛΥΤΡΩΤΗΝ τοῦ Σύμπαντος Κόσμου, ἀπολαμβάνει τῶν θείων δωρεῶν τῆς Θεϊκῆς Του συγκαταβάσεως. Και κάθε ἄνθρωπος καί περισσότερο κάθε πιστός ὀφείλει σιωπηλή, εὐλαβική, λατρευτική, προσκύνησι και δάκρυα εὐγνωμοσύνης στο ΛΥΤΡΩΤΗ.
Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ΟΙ ΑΓΙΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ, Ο ΙΩΣΗΦ, Ο ΕΥΣΧΗΜΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ, ΘΡΗΝΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΑ, ΣΤΑΥΡΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΤΑΦΕΝΤΑ ΑΠΕΚΔΕΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Ποιος μπορεῖ να περιγράψῃ το Θρῆνο και
την Ὀδύνην τῆς Παναγίας, τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου;
Και ποιος μπορεῖ νά ἐκφράσῃ τή συντριβή
και τον Ὀδυρμό τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ;
Ὁ Ἱερός ὑμνῳδός προσπαθεῖ να μᾶς μεταφέρει στο Γολγοθᾶ
κοντά στα ἱερά αὐτά πρόσωπα, ὥστε να νοιώσουμε κι’ ἐμεῖς την Ὀδύνη τους :
«Ὁ Ἥλιος σκοτίνιασε, ἔκρυψε τίς φωτεινές του ἀκτίνες καί τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ διαρραγέν, ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπό ἄνωθεν ἕως κάτω την ὥρα πού ὁ Σωτῆρας και Λυτρωτής τοῦ κόσμου παρέδωκε το πνεῦμα. Ὁ Ἰωσήφ εἶναι αὐτόπτης μάρτυς τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος, «τολμήσας» προσέρχεται στόν Πιλάτον καί τόν καθικετεύει λέγων· δός μοι τοῦτον τόν ξένον, πού ἀπό την τρυφερή του ἀκόμη ἠλικία εὑρίσκεται σάν ξένος στόν κόσμο. Δός μοι τοῦτον τον ξένον, πού οἱ ὁμόφυλοι , και τόσο πολύ εὐεργετηθέντες ἀπό αὐτόν, τον μισοῦν, οἱ ἀχάριστοι καί τόν θανατώνουν ὡς ξένον. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, τον ὁποῖον παραξενεύομαι νά βλέπω τοῦ θανάτου τον ξένον. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, ὁ ὁποῖον γνωρίζει νά φιλοξενῇ τούς πτωχούς και ξένους. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, τον ὁποῖον οἱ Ἑβραῖοι ἀπό φθόνο τόν ἀπεξένωσαν ἀπό τον κόσμο. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, νά τόν κρύψω στόν τάφο, γιατί σάν ξένος δεν ἔχει ποῦ, τό κεφάλι του νά κλίνῃ. Δός μοι τοῦτον τόν ξένον, πού τον εἶδε ἡ Μητέρα νεκρόν και μάτωσε ἡ καρδιά της καί μέ σπαραγμό ἐβόα: «Ὦ Υἱέ μου και Θεέ μου, ἄν και τραυματίζονται τά σπλάγχνα μου, και σπαράζει ἡ καρδιά μου , βλέποντάς Σε νεκρόν, πιστεύω ὅμως ὅτι Σύ εἶσαι ἡ Ἀνάστασις και ἡ Ζωή καί παίρνω θάρρος ἀπό την βεβαία Ἀνάστασίν σου, Σέ μεγαλύνω και Σέ δοξολογῶ». Με αὐτά τά λόγια ἱκετεύει τόν Πιλάτον ὁ εὐσχήμων καί λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τό σῶμα, τό ὀποῖον τυλίγει σέ σινδόνι καθαρό, με ἀρώματα και δάκρυα, ΚΑΤΑΘΕΤΕΙ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ, ΕΚΕΙΝΟΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΧΕΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ».
Ὁ Ἰωσήφ, ἀφοῦ ἔλαβε την ἄδειαν ταφῆς,
ἀξιώθηκε νά κηδεύσῃ τόν Θεάνθρωπον. Με τρόμο και μεγάλη εὐλάβεια, προσέρχεται
ταπεινά στό Γολγοθᾶ, μαζί μέ τόν Νικόδημο, κατεβάζουν ἀπό τό Σταυρό τά πανάχραντο
σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, τό ραίνουν μέ μύρα και δάκρυα, τό τυλίγουν σέ καθαρό σινδόνι καί
τό τοποθετοῦν στό Καινόν Μνημεῖον.
Ὁ ἱερός ὑμνῳδός περιγράφει τον Ὀδυρμό
καί τὴν ὀδύνη τοῦ εὐσχήμονος Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος προσέρχεται, με βαθειά συναίσθησι
τῆς ἀναξιότητός του, κηδεύει τον Λυτρωτήν Εὐχαριστεῖ τόν Κύριον, πού τόν ἀξίωσε
τῆς μεγάλης αὐτῆς τιμῆς, καί προευχόμενος
λέγει:
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό Φῶς, ὥσπερ ἰμάτιον, Ἐσένα , Κύριε, πού ἐνδύεσαι τό Φῶς σάν ἔνδυμα, ταπεινά, ὁ ἀνάξιος, Σέ κατεβάζει ἀπό τό Σταυρό, ὁ Ἰωσήφ, μέ τή βοήθεια τοῦ Νικοδήμου, και θεωρεῖ νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, Ἐσένα, Κύριε, τόν Ζωοδότην, συμπάσχων θρηνεῖ και ὀδυρόμενος λέγει: Ἀλλήμονόν μου, γλύκύτατέ μου Ἰησοῦ! Πρίν ἀπό λίγο ὁ Ἥλιος βλέποντας Σε κρεμάμενον στό Σταυρό, βυθίστηκε στό ζόφο, στό πυκνό σκοτάδι, και ἡ γῆ ἀπό το φόβο συγκλονίσθηκε, και το καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη. Και τώρα ἐγώ, ὁ ἐλεεινός και ἀνάξιος δοῦλος Σου, ὀδύρομαι και σπαράζω, διότι Σέ βλέπω νά ὑποφέρῃς, γιά μένα, μέ τή Θέλησί Σου, Ἰησοῦ μου, τόν φρικτόν αὐτόν, σταυρικόν θάνατον.
Πῶς νά Σέ κηδεύσω Θεέ μου; Ἤ πῶς νά Σέ τυλίξω στό σεντόνι; Μέ ποιά χέρια νά ἀγγίξω τό ἁγνό, τό ἀμόλυντόν Σου Σῶμα; Ἤ ποιά ἄσματα νά ψάλλω στη σεπτή και σεμνή ἔξοδό Σου, Οἰκτίρμον; Μεγαλύνω τά Πάθη Σου· ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν Σου, μαζί και την ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν, κραυγάζων· ΚΥΡΙΕ, ΔΟΞΑ ΣΟΙ».
Κύριέ μου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, γλυκειά μου Ἄνοιξις, Σύ εἶσαι το Φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, ἡ ζωή μου και ἠ χαρά μου, δέξου τούς στεναγμούς τῆς καρδιᾶς μου και τά δάκρυα τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας μου, και ἄκουσε τήν προσευχή μου, και ἔλα γρήγορα κοντά μας, γιατί χανόμαστε. Ἔρχου ταχύ, Λυτρωτά και μεῖνε κοντά μας. Σύ εἶσαι ὁ Θεός μας. Σύ, πού Σταυρώθηκες, γιά μᾶς, λυπήσου μας καί ἐλέησέ μας! Σκέπασέ μας κάτω ἀπό την Σκέπη τῶν πτερύγων Σου, Φιλάνθρωπε και Οἰκτίρμων! Δεν εἴμαστε ἄξιοι τῆς Εὐσπλαγχνίας Σου, ἀλλά Σύ εἶσαι ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα. Σῶσε μας, Κύριε, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τοῦ Ὀνόματός Σου, γλυκύτατέ μου ΙΗΣΟΥ! Καί ἀξίωσέ μας νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί νά Σέ δοξάζουμε, λόγῳ καί ἔργῳ, ἐν παντί τόπῳ τῆς δεσποτείας Σου και τώρα και πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου