Τρίτη 3 Μαΐου 2022

ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΕΣ ΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ

ΚΑΙ

ΑΠΟΣΤOΛΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ.

 

Οἱ Μυροφόρες γυναίκες εἶναι πράγματι ἡγιασμένες ψυχές. Γνωρίζουν τόν Κύριον καί Τοῦ ἀνοίγουν τήν καρδιά τους. Πιστεύουν, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς Ψυχῆς τους στό Χριστό καί στό κοσμοσωτήριον ἔργον Του. Καί, χωρίς δισταγμό, ἀφιερώνονται ὁλοκληρωτικά Σ’ Αὐτόν καί πρώτη ἀπό ὅλες ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, «ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκη ἑπτά δαιμόνια»(Μάρκ. ιστ΄9.Λουκ η΄2). Οἱ Μυροφόρες ἀκολουθοῦν τόν Χριστόν ἀπό τή Γαλιλαία, σέ ὁλόκληρη τήν εὐεργετική Του πορεία, «διακονοῦσαι αὐτῷ». Καί κατά τή Σταυρική Του Θυσία, παρακολουθοῦν, μέ συντριμμό ψυχῆς, τήν Ὀδύνη Του καί συμπάσχουν μαζί Του. Μεταξύ αὐτῶν εἶναι καί ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καί Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καί Ἰωσῆ μήτηρ καί ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου»(Ματθ. κζ΄55-56). Ἐνσαρκώνουν τήν Πίστι, τήν τέλεια ἀγάπη, τή στοργή, τήν ἀφοσίωσι, τήν «πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρείαν στόν Χριστόν, τόν Ζωοδότην, τόν Θεραπευτήν, τόν Πανακῆ Ἰατρόν, τόν τά πάντα ἰώμενον.



Τόν γνωρίζουν καί δέν Τόν ἀποχωρίζονται καί δέν τόν ἐγκαταλείπουν. Ἀποροῦν καί διερωτῶνται, πῶς καταδέχεται καί ὑψοῦται στό Σταυρό, ὁ Ἀναμάρτητος; Πῶς ὑπομένει, γιά χάρι μας, τά φρικτά Πάθη καί τόν Σταυρόν, Αὐτός, πού πρίν λίγο, ἀνέστησε τόν τετραήμερον σεσηπότα Λάζαρον; Καί πικραίνονται διότι δέν μπόρεσαν νά ἐκπληρώσουν τά καθήκοντά τους πρός τόν Ἀγαπημένο τους Εὐεργέτη, πού βασιλεύει μέσα στήν καρδιά τους, ὡς ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Παρακολουθοῦν ἀπό μακρυά τήν ἀποκαθήλωσι καί τήν ταφήν, «θεωροῦν ποῦ τίθεται». «Καί λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ Ἡλίου». Ἡ Μία τῶν σαββάτων, εἶναι ἡ δική μας Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, ἡ Κυριακή. «Ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἀλείψωσι τόν Κύριόν τους,  τόν Ἰησοῦν». Δέν μποροῦν νά ἐξιχνιάσουν τό Μυστήριον τῆς συγκαταβάσεώς Του, ἀλλά πιστεύουν ἀπόλυτα στή ΧΑΡΙ ΤΟΥ. Ἡ Δύναμις τῆς Ἀγάπης Τους στόν Ἠγαπημένο, ὁδηγεῖ τά βήματά τους. Ἔρχονται ἐπί τό Μνημεῖον. Δέν κρύβονται, «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Δέν φοβοῦνται. Εἶναι τέλεια ἡ ἀγάπη τους στόν Ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, τόν Θεραπευτή καί Εὐεργέτη τους. Καί,  ὅπως μαρτυρεῖ  ὁ Εὐαγγελιστής τῆς Ἀγάπης , ὁ Ἰωάννης, «Φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλά ἡ τελεία ἀγάπη(πρός τόν Χριστόν) ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄18). Ἡ Τέλεια ἀγάπη τές ὁδηγεῖ πρός τόν Χριστόν. Ἔρχονται γρήγορα, ὀδυρόμενες πρός τό Μνημεῖον. Φέρουν μύρα καί δάκρυα, ἵνα ἀλείψωσι τό σῶμα τοῦ Κυρίου  Ἰησοῦ. Ἔρχονται, μέ λαχτάρα, νά προσκυνήσουν τόν Λυτρωτήν καί ἀνοίγουν, σέ ὅλους τούς πιστούς, ὅλων τῶν αἰώνων, τό δρόμο πρός Αὐτόν, τόν Ζωοδότην καί Κύριον.

Ἔχουν συναίσθησι τῆς ἀδυναμίας τους καί καθ’ ὁδόν ἀναρωτιοῦνται: « Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Ἦν γάρ μέγας σφόδρα»(Μάρκ. ιστ΄3-4).

Ὅμως συνεχίζουν τήν πορεία τους πρός συνάντησιν μέ τόν ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΝ.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ ἀντίδικός ἡμῶν Διάβολος ἐξαπολύει τά πύρινα βέλη του, στό κάθε μας βῆμα. Παρεμβάλλει πολλά ἐμπόδια στήν πορεία μας πρός τόν Χριστόν. Δέν πρέπει ὅμως ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ  Κύριός μας, πῆρε τήν ἐξουσίαν ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου καί ἔδωκε τήν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω Ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ εἰς τούς πιστούς Μαθητάς Του. Γιά νά ἐννοήσουμε ὅμως τήν τιμήν, πού ἀπονέμει ὁ Κύριος στούς πιστούς Μαθητάς Του, πρέπει νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά πιστεύσουμε σ’Αὐτόν, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας, ὅπως πίστεψαν οἱ Μυροφόρες, ὥστε νά βασιλεύσῃ ἐντός μας ἡ τελεία ἀγάπη, ἡ ὁποία ἔξω βάλλει τόν φόβον.


Οἱ Μυροφόρες στή σκέψι: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τόν λίθον...», δέν γυρίζουν πίσω. Λαχτάρα τους εἶναι νά φθάσουν στό σκοπό τους, Νά ἐπιτελέσουν  τό Χρέος τους πρός τόν Κύριον. Νά προσφέρουν μύρα καί τά δάκρυά τους στό ΛΥΤΡΩΤΗ. Πιστεύουν καί λατρεύουν τόν Χριστόν καί συνεχίζουν, χωρίς δισταγμό, χωρίς φόβο, τήν πορεία τους πρός συνάντησίν Του. Ἡ Συνάντησις αὐτή εἶναι ἠ λυρική τῆς Συναντήσεως. Εἶναι ὐποδειγματική Συνάντησις. Εἶναι Συνάντησις προσώπου μέ πρόσωπον, ἔντιμος, εἰλικρινής. Συνάντησις τέλειας Ἀγάπης. Καί μᾶς καλεῖ ὅλους νά ἀποφεύγουμε στήν καθημερινή μας ζωή κάθε ἄλλου εἴδους συνάντησι, νά ἀποφεύγουμε τήν τραγική τῆς συνατήσεως, δηλ. τοῦ προσώπου μέ προσωπεῖον, ἀλλά καί τίς προσωπειακές συναντήσεις, ἀνειλικρίνειας καί ἀνεντιμότητος, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στήν ἄβυσσον τῶν παρανοήσεων καί τῆς δαιμονικῆς  ἀπελπισίας.


Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες πορεύονται πρός συνάντησι τοῦ Κυρίου τους,  μέ καθαρή καρδιά, μέ θερμή Πίστι καί τελεία Ἀγάπη.  Φθάνουν στό Τέλος τῆς Πορείας του καί διαπιστώνουν ὅτι «ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γάρ μέγας σφόδρα». «Πλησιάζουν τό μνημεῖον καί τό ραίνουν μύρα μετά δακρύων καί γεμίζει χαρᾶς τό στόμα αὐτῶν, ἐν τῷ λέγειν, ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ». Βραβεύεται ἡ Πίστις καί ἠ ἀφοσίωσίς τους καί πληροφοροῦνται πρῶτες τό ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ τοῦ Κυρίου. Πρῶτον σέ αὐτές, τίς Ἅγιες ψυχές, ἀναγγέλουν οἱ Ἄγγελοι τήν  ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ τοῦ Κυρίου. Εἰσέρχονται εἰς τό Μνημεῖον καί καταπλήσσονται. Λαμπροφόρος ἄγγελος λέγει σ’ αὐτές· «Μή ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν τόν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ’ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καί τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τήν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτόν ὄψεσθε, καθώς εἶπεν ὑμῖν»(Μάρκ. ιστ΄4-7).

Πρῶτον σ’ αὐτές ἐμφανίζεται ὁ Χριστός, μετά τήν Ἀνάστασίν του καί «τίς ἀποστέλλει νά κηρύξουν στούς Μαθητές Του τήν Ἀνάστασί Του καί νά ἀπαγγείλουν τήν ἄνοδόν Του, τήν πρός τόν πατρῷον κλῆρον». Οἱ Μυροφόρες ἀξιώνονται καί γίνονται Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν καί Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων.

ΕΙΘΕ ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώσῃ νά ἀκολουθήσουμε στή ζωή μας τήν Πορεία τῶν Μυροφόρων καί νά προσφέρουμε κι’ ἐμεῖς μύρα καί δάκρυα στόν ΛΥΤΡΩΤΗΝ μας καί Θεόν. ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ ὁ Κύριος νά Τόν λατρεύωμεν μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». ΕΙΘΕ νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν ὑμνοῦμεν καί νά Τόν δοξάζωμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, λόγῳ καί ἔργῳ καί ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.

 

«Ταῖς Μυροφόροις γυναιξί, παρά τό μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα· Τά μύρα τοῖς θνητοῖς ὑπάρχει ἁρμόδια· ΧΡΙΣΤΟΣ δέ διαφθορᾶς ἐδείχθη ἀλλότριος· ἀλλά κραυγάσατε· ΑΝΕΣΤΗ Ο ΚΥΡΙΟΣ, ΠΑΡΕΧΩΝ Τῼ ΚΟΣΜῼ ΤΟ ΜΕΓΑ ΕΛΕΟΣ».

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου