«ΚΛΑΙΩ», ΔΙΟΤΙ, «ΗΡΑΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΟΥΚ ΟΙΔΑ
ΠΟΥ ΕΘΗΚΑΝ ΑΥΤΟΝ» ( Ἰωάν. κ΄13).
Πῶς, Σύ, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» (Ἰωάν. α΄3), «τό Φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον» (Ἰω. α΄ 9), πῶς συγκαταβαίνεις, ἀφήνεις τό Θεϊκό Σου Θρόνο, καί «μορφήν δούλου λαμβάνεις» καί ἔρχεσαι κοντά μας, ἐνῶ δέν τό ἀξίζομε; Πῶς καταδέχεσαι καί συναναστρέφεσαι ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχρείους δούλους σου; Πῶς δέν ἐντρέπεσαι νά μᾶς ἀποκαλῇς ἀδελφούς Σου, ἐνῷ, ὡς Καρδιογνώστης γνωρίζεις ὅτι παρόλες τίς φανερές καί ἀφανεῖς πρός ἡμᾶς εὐεργεσίες Σου, ἐμεῖς Σέ Σταυρώνουμε;...
Καί ὅμως, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ἔρχεσαι ταπεινά καί ἀθόρυβα
κοντά μας, «ὡς αὔρα λεπτή», «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ». Μᾶς
πλησιάζεις καί σπογγίζεις τά δάκρυά μας, ἁπαλύνεις τόν Πόνο μας, θεραπεύεις τά
τραύματά μας καί μᾶς ζωοποιεῖς, μέ τό θεραπευτικό Σου λόγο. Μᾶς καλεῖς κοντά
Σου ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς, Ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε,
ὅπου καί ἄν βρισκώμαστε. «Κηρύσσεις τό εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύεις
πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ΄ 23). Μιλᾶς στήν καρδιά μας.
Καί μᾶς βεβαιώνεις ὅτι, ὅσοι Σέ δεχόμαστε καί πιστεύουμε στό Ὄνομά
Σου, μᾶς δίνεις τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι! » (Ἰωάν. α΄12). Μέγα τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Σου!
Εἷναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ ἁπλοϊκοί καί ταπεινοί, «οἱ καλοί καί ἀγαθοί», πιστεύουμε Σέ Σένα. Κύριε, καί Σέ λατρεύουν, Κύριε. Οἱ πιό πολλοί ὅμως, ἀπό μᾶς, καί μάλιστα οἱ περισσότερο εὐεργετηθέντες, οἱ ἀχάριστοι, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριτές, τά «γεννήματα ἐχιδνῶν» ὅλων τῶν Ἐποχῶν, Σέ ΣΤΑΥΡΩΝΟΥΜΕ, Κύριε. Σέ ὑποβάλλουμε σέ φρικτά Πάθη. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἀρνοῦνται Ἐσένα τόν ἀληθινόν Μεσσίαν, τόν Σωτῆρα, τόν Θεραπευτήν καί Ἐλευθερωτήν, τόν ΛΥΤΡΩΤΗΝ τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί καυχῶνται ὅτι δέν ἔχουν ἄλλο Βασιλιᾶ παρά τόν Καίσαρα, καί Ἐσένα τόν πραγματικό Βασιλιᾶ, Σέ ὁδηγοῦν στό ΓΟΛΓΟΘΑ.
Κάθε κραυγή καί κάθε χλευασμός τῶν Χλευαστῶν, εἶναι δίστομο μαχαίρι πού διέρχεται τήν Ψυχή τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Παναγίας Σου μητρός, καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, δίστομο μαχαίρι στήν ψυχή τοῦ ἠγαπημένου Μαθητοῦ καί ὅλων τῶν πιστῶν Σου Μαθητῶν, ὅλων τῶν αἰώνων. Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, γνωρίζεις ὅτι, παρακολουθῶντας τά Πάθη Σου αἱμορραγεῖ ἡ ψυχή μας, ματώνει ἡ καρδιά μας... Δέν ξέρουμε ποιό εἶναι τό μέγεθος τῆς εὐθύνης μας καί πῶς νά ἐκφράσουμε τήν ντροπή μας, γιά τήν κατάντια μας καί γιά τό Μέγεθος τῆς ἀχαριστίας μας. Καί ζητοῦμε ΕΛΕΟΣ!... Κύριε, γαλήνεψε τή ταραγμένη μας ψυχή... Σέ ἐγκαταλείπουμε καί κρυβόμαστε διά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων, πολλές φορές κι’ ἐμεῖς οἱ καταδικοί Σου...
Εἶναι καιρός νά συνέλθουμε. Νά βάλουμε «Ἀρχήν» στήν πνευματική μας ζωήν. Εἶναι καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στόν Κύριόν μας, στόν Λυτρωτήν καί Εὐεργέτην τῶν ψυχῶν μας, τόν Ἐλευθερωτήν. Νά ἐγκολπωθουμε τόν Χριστόν. Νά πιστέψουμε Σ΄Αὐτόν μέ ὅλη τή δύναμι τῆς Ψυχῆς μας καί νά τόν λατρέψωμεν, ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες γυναῖκες καί νά συνειδητοποιήσουμε, ὅπως αὐτές, ὅτι ΑΥΤΟΣ καί μόνον ΑΥΤΟΣ εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας παρηγοριά. ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό Μόνον ἀσφαλές καταφύγιον.
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ, Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μονογενής ἔγινε γιά χάρι μας ταπεινός ἄνθρωπος, καί ὄχι μόνον, ἀλλά Ἐσταυρώθη δι'ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη έκ νεκρῶν τοῦ ΣΩΣΑΙ τά σύμπαντα. Ἐγινε τό Πρότυπον, τό Ὑπόδειγμα ΥΠΑΚΟΗΣ εἰς τό Θέλημα τοῦ Πατρός , ὐπολιμπάνων ὑμῖν ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ. Εἶναι καιρός νά ἀκολουθήσουμε τίς ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ γυναῖκες, στήν Πορεία τους πρός τό Μνημεῖον.
Κύριέ μου Ἰησοῦ, ἀξίωσε μας νά μιμηθοῦμε τήν Πίστι τῶν Μυροφόρων καί τήν ἀγάπη τους, τή λατρεία τους, τήν ἀφοσίωσί τους Σέ Σένα τό Λυτρωτή, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε νά χαροῦμε καί τήν Ἀνάστασίν Σου. Ἄν παρακολουθήσωμε τίς ἁγνές καί καθαρές ψυχές τῶν μυροφόρων, θά διαπιστώσουμε πραγματικά τί σημαίνει Πίστις καί ἀφοσίωσις Σέ Σένα, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ! Εἷναι τόση ἡ ἀγάπη τους, πού ἔξω βάλλει τόν φόβον. Ἠγόρασαν ἀρώματα καί, μέ θάρρος , πορεύονται, ἀτρόμητες, πρός τό Μνημεῖον «ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσι, μέ ἀρώματα τό ἄχραντο σῶμα Σου, γλυκύτατέ μου Ἱησοῦ!». Καί εἰσελθοῦσαι εἰς τό Μνημεῖον, πληροφοροῦνται πρῶτες ὑπό τῶν Ἀγγέλων τήν Ἀνάστασιν Σου, Κύριε, καί γίνονται Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων καί Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν. ΒΡΑΒΕΥΕΙ πάντοτε ὀ Θεός, αὐτούς πού Τόν λατρεύουν! ΟΙ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ κηρύσσουν τήν Ἀνάστασιν τοῦ Ἰησοῦ εἰς τούς Μαθητάς Αὐτοῦ. Γεγονός, πού ὑπερβαίνει τή νοητική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀναγγελία θεωρεῖται ἀπό τούς Μαθητάς γυναικεία φλυαρία: «Καί ἐφάνησαν ἐνώπιον τῶν Μαθητῶν ὡσεί λῆρος τά ῥήματα αὐτῶν, καί ἠπίστουν αὐταῖς»(Λουκ. κδ΄11).
Θαυμάζουμε δέ περισσότερο τήν Πίστι, τή λατρεία, τήν ἀφοσίωσι τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς. Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι ὀ Κύριος «Ἀναστάς πρωῒ πρώτη σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτά δαιμόνια» (Μάρκ. ιστ΄9). Ὁ Κύριος βραβεύει τήν ἐνάρετη Μαρία καί τήν προβάλλει ως Ὑπόδειγμα ἀφοσιώσεως, πίστεως καί ἀγάπης. Καί πραγματικά ἡ Μαρία πληροφορήθηκε ἀπό τούς ἀγγέλους τήν Ἀνάστασι καί τήν κήρυξε εἰς τούς Ἀποστόλους, δέν εἶχε δῆ ὅμως τόν Ἀναστάντα καί ὡς ἄνθρωπος , πού πίστευε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς της, τόν Θεραπευτή καί Κύριό της, δέν μπόρεσε νά γυρίσῃ στό σπίτι της, ὅπως οἱ ἄλλες. Ἡ Μαρία στεκότανε κοντά στό Μνῆμα ἔξω καί ἔκλαιε. Ἐνῶ δέ ἔκλαιε, ἔσκυψε στό Μνῆμα καί βλέπει δύο ἀγγέλους, μέ λευκά ἐνδύματα νά κάθωνται μέσα, ἕνας πρός τό μέρος τῆς κεφαλῆς καί ἕνας πρός τό μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί τῆς λέγουν ἐκεῖνοι, «Γυναῖκα, γιατί κλαῖς;». Αὐτή ἀπήντησε: «ὅτι ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν Αὐτόν». «Κλαίω, διότι πῆραν τόν Κύριό μου ἀπό τόν τάφο καί δέν ξέρω ποῦ Τόν ἔβαλαν». Ὅταν δέ εἶπεν αὐτά, ἔστρεψε πρός τά ὁπίσω καί εἶδε νά στέκεται ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά μέ δάκρυα στά μάτια δέ κατάλαβε ὅτι ἦταν Αὐτός. Τότε ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς; Ἐκείνη, βυθισμένη στόν ἀβάστακτο πόνο τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τόν ἀγαπημένο της Θεραπευτή, στόν Ὁποῖον ὤφειλε τά ζωή της, τό Μέγα Διδάσκαλό της, δέν τόν γνώρισε καί νόμισε ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός, τοῦ λέγει μέ συντριβή: «Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας Αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας Αὐτόν, κἀγώ Αὐτόν ἀρῶ»( Ἰωάν. κ΄15).
Αὐτό τόν ὀδυρμό, αὐτή τή συντριβή, αὐτόν τό ἀβάστακτο
πόνο, πού γεννᾶ ὁ ἀποχωρισμός ἀπό τόν ΗΓΑΠΗΜΕΝΟΝ, ποιός μπορεῖ νά τόν περιγράψη; Αὐτή ἡ παράκλησις ἐκφράζει τό μεγαλεῖο τῆς
ψυχῆς πού λατρεύει τόν Κύριο καί πού ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν μπορεῖ νά περιγράψῃ:
«Ἄν σέ ἐνοχλοῦσε καί τόν ἐπῆρες ἀπό ἐδῶ, πές μου, σέ ἱκετεύω, πές μου, ποῦ τόν ἔβαλες
καί ἐγώ θά Τόν σηκώσω, ἐγώ θά Τόν πάρω. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μου, χωρίς αὐτόν εἶμαι
νεκρή. Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή καί τό Φῶς, Αὐτός εἶναι τό Πᾶν γιά μένα! Ἐκτός ἀπό Αὐτόν δέν ἔχω ἄλλον κανένα...»
Αὐτόν τόν ὀδυρμό, αὐτήν τήν ἀφοσίωσι καί λατρεία, ποιός μπορεῖ νά περιγράαψῃ; Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ μᾶς ἀγαπᾶ καί ζητεῖ τήν ψυχή μας. Γιά τή σωτηρία τῆς Ψυχῆς μας Σταυρώθηκε καί Ἀναστήθηκε καί ἡρπάγη πρός τόν Θεόν καί πρός τόν Θρόνον Αὐτοῦ, μέ σκοπόν νά ἀναστήσῃ καί ὅλους ἐμᾶς καί νά μᾶς ἀποκαταστήσῃ μαζί Του στήν αἰώνια Βασιλεία Του.
Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ δέχθηκε τήν ἀφοσίωσι τῆς Μαγδαληνῆς καί τή βράβευσε καί Ἀναστάς ἐφάνη πρῶτα σ’ αὐτήν!»
Νομίζοντας ἡ Μαρία ὅτι συνομιλεῖ μέ τόν κηπουρό τοῦ λέγει:«Κύριε εἰ σύ ἐβάστασας Αὐτόν, εἰπέ μοι, πού ἔθηκας Αὐτόν κἀγώ Αὐτόν ἀρῶ!...»
Τότε ὁ ἀναστάς ἀποκαλύπτεται στήν συντετριμμένη αὐτήν ψυχή, πού Τόν λατρεύει καί τήν προσφωνεῖ μέ τό ὄνομά της: «Μ Α Ρ Ι Α»...
Ὁ Νοῦς ἀργεῖ. ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἄφωνος μπροστά σ’ αὐτήν προσφώνησι τοῦ Ἀναστημένου Θεανθρώπου. Δέν ὑπάρχουν λόγια. Περιέχει ὁλόκληρο τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τήν Λύτρωσι καί σωτηρία μας. Ἀλλά καί ἡ στροφή πρός τόν Κύριο καί ἡ ἀπόκρισις τῆς Μαγδαληνῆς: «ΔΙΔΑΣΚΑΛΕ» ὀρίζει τήν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ λατρεία τοῦ Θεοῦ». Ἡ προσφώνησις τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἀπόκρισις τῆς Μαρίας συνθέτουν αἰώνια συναυλία ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ τῆς Ἀναστάσεως Του Χριστοῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Γένους τῶν ἀνθρώπων. Ἐκφράζουν τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ἄνθρωπο καί τή λατρεία τοῦ ἀνθρώπου γιά τό Θεό. Βραβεύοντας τήν ἁγνότητα τῶν συναισθημάτων τῆς Μαρίας, φανερώθηκε πρῶτα σ’ αὐτήν καί τήν ἀνέδειξε Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως: Πήγαινε εἰς τούς ἀδελφούς μου καί πές τους: «ἀνεβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί πατέρα ἡμῶν καί Θεόν μου καί Θεόν ἡμῶν». Καί ἡ Μαρία ἐπῆγε καί ἀνήγγειλε εἰς τούς Μαθητάς ὅτι εἶδε τόν Κύριον καί ταῦτα εἶπεν αὐτῇ» (Λουκ. κ΄ 10-18).
Ἡ Φανέρωσίς Τοῦ Ἀναστάντος εἰς τήν Μαγδαληνή, εἶναι ἠ λαχτάρα κάθε καθαρῆς, πιστῆς καί ἀφοσιωμένης ψυχῆς στόν Κύριον. Αὐτή ἡ Φανέρωσις πρέπει νά εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ζωής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου