Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗ ΓΗ

Ἡ πνευματική τελείωσις, ἡ ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν, ἡ θέωσις.
      
                       «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός
                                  εἰμι» (Λευϊτ. κ΄ 7, 26. Α΄Πέτρ. α΄16).
«Ἔσεσθε ὑμεῖς τέλειοι,
  ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ
 οὐράνιος τέλειός ἐστιν»
                        (Ματθ. ε΄48).
           
      
Ὁ πάντων ἐπέκεινα, ὁ Πρῶτος Νοῦς,  ὁ Πάνσοφοφος καί Παντοδύναμος δημιουργός τοῦ Σύμπαντος «ἐκ τοῦ μή ὄντος», «ἔπλασε τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενέσ. α΄ 7).
Τίμησε ὁ Πανάγαθος τόν ἄνθρωπον, διότι «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ ἐποίησεν αὐτόν» (Γενέσ. α΄ 26). «Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί ἐνετείλατο τῷ Ἀδάμ λέγων· ... ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσ. β΄ 15-17).

Τιμᾶ τό πλᾶσμα Του. Δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, δημιουργεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον «δυνάμει» Θεόν καί τόν καλεῖ νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ» Θεός. Αὐτός εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς του. Εἶναι ἡ πορεία του ἀπό τό· «κατεἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν».


Ἡ ἐγκατάστασίς του εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν συνίσταται εἰς  τήν τήρησιν τῆς ἐντολῆς (Γενέσ. β΄ 17). Ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς, ἡ πνευματική τελείωσις, ἡ,  κατά χάριν, ὁμοίωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν, ἡ κατά χάριν θέωσις πραγματοποιεῖται διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τήν Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ὑπακοῆς ἐργάζεται καί φυλάσσει τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, δηλαδή, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν  τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Διά τῆς ὑπακοῆς ἐκφράζει τήν ἀγάπην καί τήν εὐγνωμοσύνην του πρός τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του και διαφυλάσσει τήν σχέσιν,  συνομιλίαν, τήν κοινωνίαν καί ἕνωσίν του μέ τόν Θεόν καί γίνεται Θεός κατά χάριν.
Ἀναγκαῖοι ὅροι πρός πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς, τῆς κατά χάριν θεώσεως,  εἶναι δύο: α) Ἡ θεία Χάρις καί β) Ἡ Θέλησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεία Χάρις εἶναι δεδομένη. Ἀπομένει ἡ συγκατάθεσις τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά τόν ἐξαναγκάσῃ. Ὅμως δέν τόν ἐξαναγκάζει. Τόν ἀφήνει ἐλεύθερον νά ἐνεργοποιήσῃ τίς δυνατότητες, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, νά κάμη  χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, γιά νά φθάσῃ ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», ὥστε νά ἔχῃ τή χαρά τῆς συνδημιουργίας.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 21). Δηλαδή ἐνῷ εἶχε τήν τιμήν τῆς λογικῆς του φύσεως, οὐ συνῆκε, δέν κατενόησε τήν τιμήν, δέν ἐλογικεύθη, ἀλλά ἦλθε εἰς τήν θέσιν τῶν ἀνοήτων κτηνῶν, ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά κατά τήν σκέψιν, κατά τήν ἀνοησίαν. ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ἀνόητος. Κατεδίκασε ὁ ἴδιος  τόν ἑαυτόν του εἰς θάνατον, διά τῆς κακῆς του ἐκλογῆς, διά τῆς παρακοῆς (Δές  εἰς τό βιβλίον μου «Θρίαμβος πάνω στό Θάνατο, σελ.17)




Διά τῆς κακῆς χρήσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, διά τῆς παρακοῆς,  ἐγκαταλείπει, μέ τή θέλησί του, ὁ ἄνθρωπος  τήν Πηγήν τῆς ζωῆς. Χωρίζεται ἀπό τήν ἄληκτον Χαράν. Χάνει τήν ἀναφέρετον εἰρήνην, τήν σχέσιν, τήν κοινωνία καί ἕνωσίν του μέ τόν ἀληθινόν Θεόν καί τήν ἐξ αὐτῆς μακαριότητα. Ἀποβάλλει τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, τῆς καθαρότητος καί τῆς ἁγιότητος. Νοιώθει γυμνός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ράβει φύλλα συκῆς, γιά νά σκεπάσῃ τή γύμνωσί του.     Ἡ Γραφή λέγει ὅτι μετά τήν πτῶσι, μετά τήν παρακοή, «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τῶν δύο, καί ἔγνωσαν  ὅτι γυμνοί ἦσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν αὐτοῖς περιζώματα» (Γενέσ. γ΄ 7). Ἐνδύεται δηλαδή τόν κνισμόν,  τήν ταραχήν, τόν ἔλεγχον, τήν ἐνοχήν, πού γεννᾶ στήν ψυχή ἡ παρακοή. Ἐνδύεται τῆς θλίψεως τήν φθοράν καί προβαίνει  εἰς τήν ἀπέλπιδα προσπάθεια νά ἀναπληρώσῃ τό ἀπέραντο ὑπαρξιακό «κενό», πού γεννήθηκε στήν ψυχή του, διά τῆς παρακοῆς, μέ «ψευδοαναπληρώσεις», πού δέν τό γεμίζουν, ἀλλά τό διευρύνουν (πρβλ. Ἱερεμ. β΄ 13). Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι διά τῆς παρακοῆς ἀμαυρώθηκε, ἀχρειώθηκε «τό κατ’ εἰκόνα», ἀλλά ἔμεινεν «ἀνεξάλειπτον», διά φιλανθρωπίαν. Ἐπειδή ὁ πάνσοφος Δημιουργός «ἔκτισε τόν ἄνθρωπον οὐκ εἰς ἀπώλειαν φθεῖραι»(Ἡσ. 54,16). Δηλαδή: «Ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καί εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν» (Σοφ. Σολομ. β΄ 23). Διά τοῦτο, μετά τήν παρακοή δέν ἐθανάτωσε τόν πεπτωκότα, ἀλλ’ ὡς Πανάγαθος μετουσίωσε τήν τιμωρίαν εἰς μακροθυμίαν. «Καί ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καί ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γενέσ. γ΄ 21). Τούς ἐνδύει δηλαδή μέ τήν ἐλπίδα  τῆς σωτηρίας. Τούς ἀπομακρύνει «ἀπό τό ξύλον τῆς ζωῆς», «μή ποτε ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς και φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Γενέσ. γ΄ 22), «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Τούς ἐγκαθιστᾶ  εἰς τήν γῆν, τήν «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς» (Γενεσ. γ΄ 24), μέ ἡμερομηνίαν λήξεως. Καί  εἶπεν ὁ Θεός στόν Ἀδάμ: «ἐν  ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθῃς, ὅτι γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γενέσ. γ΄19).

Μακροθυμεῖ ὁ Πανάγαθος καί χαρίζει εἰς τά πλάσματά Του «καιρόν μετανοίας», «χρόνον μικρόν» (πρβλ. Ἀποκ. στ΄ 11) πρός διόρθωσιν τοῦ λάθους. Ὁ χρόνος τῆς ἐπιγείου ζωῆς εἶναι ὀλίγος, μικρός καί τή διάρκειά του τή γνωρίζει μόνον ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Δαμασκηνός μᾶς συμβουλεύει νά ἐννοήσωμεν τό βραχύ τῆς ζωῆς, καί νά μετανοήσωμεν, πρίν νά εἶναι ἀργά.
Ὁ Θεός μᾶς χαρίζει καιρόν εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, μέ σημεῖον προσανατολισμοῦ, τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, ὥστε, ἀπέναντί του, νά  συνειδητοποιήσουμε τί ἐχάσαμε διά τῆς παρακοῆς καί, ἀφοῦ  μετα-νοήσουμε  εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, νά ἐπιστρέψουμε διά τῆς ὑπακοῆς. Διότι ὁ Φιλάνθρωπος Θεός «πάντας   ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4)
Εὐλογημένος εἶν’ ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς, ὑπακοή στό θεῖον κάλεσμα. Θά πρέπει ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι διά τῆς πτώσεως δέν ἀμαυρώθηκε, δέν ἀχρειώθηκε μόνον τό «κατ’ εἰκόνα», ἀλλά ἐπῆλθε μεγάλη ἐξασθένησις τῆς Θελήσεως πρός τό Ἀγαθόν καί φοβερή ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Κακόν (concupiscentia) καί ἀπό τότε «ἐνεργεῖται τό μυστήριον τῆς ἀνομίας» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7). Καί οἱ  ἄνθρωποι δέν κατανοοῦν τήν τιμήν, μέ τήν ὁποίαν τούς ἐτίμησεν ὁ Θεός καί δέν χρησιμοποιοῦν τόν καιρόν, πού τούς προσφέρει ὁ Θεός πρός διόρθωσιν καί ἐπαναφοράν εἰς τήν προτέραν δόξαν. Ἀντίθετα μάλιστα βαίνοντες ἀπό πτώσεως εἰς πτῶσιν, γίνονται «δέσμιοι τῆς γῆς» (Θρῆνοι γ΄ 34), «δέσμιοι σκότους καί μακρᾶς πεδῆται νυκτός» (Σοφ. Σολομ. ιζ΄ 2). «Ἐμπήγονται», μέ τή θέλησί τους, «εἰς ἰλύν βυθοῦ» (Ψαλμ. 68, 3). Βυθίζονται στό βοῦρκο τῆς ἀποστασίας καί παραμένουν «κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου» (πρβλ. Ματθ. δ΄ 16), ἀνεπίδεκτοι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Δαμασκηνόν «οὐ βιάζεται δέ τινα δια τό αὐτεξούσιον»
Μέγας ὁ Θεός ἡμῶν, μέγα καί τό ὕψος τῆς τιμῆς εἰς τό ὁποῖον ἔταξεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά μεγάλη, συντριπτική εἶναι καί ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς παρακοῆς. «Οὐ συνῆκε», δέν κατενόησε τό ὕψος τῆς τιμῆς καί ἔπεσε ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τά κατώτατα μέρη τῆς γῆς, εἰς τά καταχθόνια.
Εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ ἐπαναγωγή (τό ξαναφέρσιμο) ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἀπομακρύνθηκε ὁ Θεόπλαστος, διά τῆς παρακοῆς. (ἀπό  τόν Πρόλογον τοῦ ὑπό ἔκδοσιν βιβλίου Περί Προσευχῆς). Μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά βρῆ τό δρόμο ἐπαναφορᾶς, τό δρόμο τῆς ζωῆς. Συγκαταβαίνει ὁ Φιλάνθρωπος Θεός καί ἔρχεται νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινο Γένος ἐκ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου.
Τόσο πολύ ἀγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν  υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 16). Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14). «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Δηλαδή ὁ Χριστός ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, «Ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 7-8). Γίνεται σέ ὅλους μας ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στόν Πατέρα. ’Επειδή ἡ παρακοή μᾶς χώρισε ἀπό τόν Θεόν, ἔρχεται ὁ Χριστός καί χαράσσει μέ τό αἷμα Του τήν Ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, γιά νά τήν ἀκολουθήσωμε καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό βαδίζοντες ἐπ’ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ, δηλαδή, βαδίζοντες    ἀπό τό·  «κατ’ κατ’ εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: 
«Ὁ Χριστός, ὁ ἀναμάρτητος,  ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21).


Ὁ Κύριος, προγνωρίζων τήν πτῶσιν, ἀπό καταβολῆς κόσμου, ἕστηκε καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει... καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Χαράσσει τήν Ὁδόν τῆς ζωῆς, καί μᾶς καλεῖ νά βαδίσουμε ἐπί τῆς Ὁδοῦ ἀπό τό Α πρός τό Ω, ἀπό τήν Ἀρχή πρός τό Τέλος καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Αὐτός εἶναι «τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος» τῆς Ὁδοῦ τῆς Ζωῆς ἐπί τῆς ὁποίας καλούμεθα νά βαδίσουμε. Αὐτός εἶναι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ» (Ἀποκ. α΄ 8, κα΄ 6 . κβ΄ 13). Αὐτός εἶναι  τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο (Ἰωάν. α΄ 9).

 Ἡ Πρόσκλησις εἶναι γενική.

«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια΄ 28-30).
Κανείς δέν ἐξαναγκάζεται. «Ὅστις θέλει...» (Μάρκ. η΄ 34).
«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν.ζ΄ 37). Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά ἀποδεχθῇ τήν πρόσκλησι καί ἐλεύθερα καί ἀβίαστα νά ἀκολουθήσῃ τήν ὁδόν τῆς Ζωῆς, τόν Χριστόν καί νά ἐπιτύχῃ τήν πνευματική του τελείωσι. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ, ἐν Χριστῷ, νά ἐνεργοποιήσῃ τίς δυνατότητες, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, καί νά φθάσῃ ἀπό τό· κατ’ εἰκόνα εἰς τό· καθ’ ὁμοίωσιν. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά πραγματοποιήσῃ, μέ τή θεία συμμαχία, τήν προαιώνια Βουλή τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἄν θέλουμε μποροῦμε νά πραγματοποιήσουμε  τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι τό·
«Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι. Ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευϊτ. κ΄ 7, 26. Α΄ Πέτρ. α΄16).
«Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Ματθ. ε΄ 48).
Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ΄ 36).




Ἡ πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Χριστός, μέ τό πανάγιον αἷμα Του, εἶναι ἀνοδική. Ἡ πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ ἀπό τό Α πρός τό Ω σημαίνει τήρησι τῶν Ἐντολῶν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον. Προπορεύεται ὁ Χριστός. Ἡ Τήρησις τῶν Ἐντολῶν προϋποθέτει ἄσκησι, νηστεία, ἀγρυπνία, ἐγρήγορσι, νῆψι, νηφαλιότητα, ἀδιάλειπτη πραγματική Προσευχή.
Συνοπτικά τήρησις τῶν Ἐντολῶν σημαίνει πρᾶξις  γνησίας Ἀγάπης, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, γιά νά διδάξῃ τήν Ἀγάπη καί νά μᾶς πῇ: Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους (Ἰωάν. ιγ΄34).Καί αὐτή ἡ πρᾶξις τῆς γνησίας ἀγάπης Θεόν ποιεῖ τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.  Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ καί λέγει ὅτι, αὐτῆς τῆς γνησίας ἀγάπης ἴσον οὐδέν. Διά τῆς γνησίας ἀγάπης πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς του, γίνεται Θεός, κατά χάριν, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ (αὐτός δηλαδή πού μένει εἰς τήν ἀγάπην καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶναι πρᾶξις γνησίας ἀγάπης) ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16).


               «Καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε
                ἀλλήλους»( Ἰωάν. ιγ΄ 34).

Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀκρότης τῶν ἐφετῶν. Καί λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας εἶναι νά προσεγγίσωμε τή Χάρι Του, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς μας, μέ τήν ὀρθόδοξον πίστιν τήν δι’ ἀγάπης  ἐνεργουμένην. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος λέγει ὅτι ὁ Πρῶτος νοῦς εἶναι «μόνῳ νοῒ νοητός». Ὁ, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἄνθρωπος εἶναι «θεατής τῶν ἀθεάτων καί μύστης κτίσεως νοῒ μόνῳ θεωρητής». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάτι τό θεῖον, εἶναι τό θεῖον ἐμφύσημα (Γεν. β΄ 7). Ἡ  πραγματική Προσευχή εἶναι συνομιλία, εἶναι ἀνάβασι, προσήλωσις νοῦ πρός Θεόν. Ἡ ἀνάβασις ἐπιτυγχάνεται διά τῆς καθάρσεως. Δηλαδή ὁ πιστός ὀφείλει νά ἀκολουθῇ τά Ἴχνη, πού χάραξεν ὁ Χριστός, νά μιμῆται τόν Κύριον καί νά λύει τά δεσμά του μέ τήν ὕλη. Νά παύσῃ νἆναι «δέσμιος τῆς γῆς». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὑψώνεται, μέ τήν πρᾶξι τῆς γνήσιας ἀγάπης εἰς τήν θεωρίαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρᾶξις εἶναι ἔργα ἀσκητικά, ἔργα ὑπακοῆς, ἔργα εὐαρεστήσεως, ἔργα γνησίας  ἀγάπης - ἐπίπονες προσπάθειες ἀποκτήσεως τῶν θείων ἀρετῶν.
Ὡς πρός τήν οὐσίαν Του ὁ Θεός εἶναι ἀμέθεκτος, ἀπρόσιτος. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῇ μόνον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, μόνον τό φῶς Του, μόνον τίς ἐνέργειές Του, πού κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσι».
Ἀναγκαία προϋπόθεσις ἡ κάθαρσις.
Ὁ Χριστός ἦλθε καί ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, καί μέ τό αἷμα Του μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας (Ἀποκ. α΄5). Οἱ πιστοί ὀφείλουμε νά διαφυλάσσουμε καθαρή τήν καρδιά μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, μέ συνεχῆ ἄσκησι, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει καί λέγει: «Ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ (Β΄Κορινθ. ζ΄ 1). Ἔτσι, καθαροί, ἄμωμοι θά μπορέσουμε νά ἀκολουθήσωμεν τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ (Ἀποκ. ιδ΄ 4). Ὁ Θεός  δέν θέλει νά τόν πλησιάζουν ἀκάθαρτοι. Μόνον οἱ καθαροί μποροῦν νά προσεγγίσουν τή Χάρι Του.
«Δέν ἐπιθυμῶ νά ἔρχεσθε καί νά ἐμφανίζεσθε  ἐνώπιόν μου, λέγει ὁ Κύριος. Δέν θέλω νά σᾶς βλέπω μπροστά μου. Ἀκόμη καί τό θυμίαμα πού προσφέρετε, χωρίς μετάνοια, βδέλυγμά μοί ἐστι, εἶναι δυσῶδες καί σιχαμερό σέ μένα (πρβλ. Ἡσ. α΄ 12 ἑξ.).
«Λύετε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας...» (Ἡσ. 58, 6 ἐξ.).
«Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώστε χήραν· καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος» (Ἡσ. α΄ 16-18).
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος μᾶς συμβουλεύει:
«Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καί ἐγγιεῖ ὑμῖν. Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι» (Ἰακ. δ΄ 8). Γνωρίζουμε δέ πολύ καλά, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ὅλοι οἱ πιστοί, (ἐννοεῖται, οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ), θά γίνουμε ὅμοιοί Του κατά τήν δόξαν, διότι, ὡς καθαροί, ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι. Καί κάθε ἕνας, πού κατέχει αὐτήν τήν ἐλπίδα εἰς τόν  Χριστόν, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 2-3).
«Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε
εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄ 3)








Προϋπόθεσις τῆς καθάρσεως εἶναι ἡ  συνεχής ἐπίπονη ἄσκησις.
Ὅπως ἔχουμε πῆ, εἶναι ἀναγκαία ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐγρήγορσις, ἡ νῆψις, ἡ πραγματική προσευχή. Εἰς τήν πορεία μας ἀπό τό κατ’ εἰκόνα, εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν, εἶναι ἀναγκαία ἡ συνεχής, ἐπίπονη ἄσκησις εἰς τήν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, εἰς τήν ἐλεημοσύνην, διά τῆς ὁποίας διαφυλάσσει τήν καθαρότητα τῆς καρδίας καί ἔρχεται εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε καί μόνον τότε κάνουμε πρᾶξι τή γνήσια ἀγάπη, ἡ ὁποία θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπον. Προσεγγίζουμε τόν ἀπρόσιτο Θεό, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχής μας, μέ την ὀρθόδοξον πίστιν, τήν πίστιν τήν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην. Τότε καί μόνον τότε διαφυλάσσουμε τήν καθαρότητα, πού μᾶς χάρισεν ὁ Χριστός μέ τό αἷμα Του. Τότε καί μόνον τότε φανερώνεται, ἀποκαλύπτεται, ἐμφανίζεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπον κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθάρσεως αὐτοῦ. Τότε καί μόνον τότε ἀξιώνεται ὁ πιστός, ὁ ὁδεύων ἐπί τῆς ὁδοῦ, πού ὁδηγεῖ στήν κατά χάριν θέωσι, νά εὑρεθῇ, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», εἰς τήν περίοπτον αὐτήν θέσιν, νά συνομιλῇ μέ τόν Θεόν, ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἔξοδος λγ΄ 11), ὅπως μιλάη ὁ φίλος μέ τόν φίλον του.





Στήν Πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν, θά συναντήσουμε τρεῖς φοβερούς ἐχθρούς. α) τόν κακό μας ἑαυτόν, β) τόν κόσμον καί γ) τόν διάβολον.
Οἱ ἐχθροί μας αὐτοί θά προσπαθήσουν νά ἀνακόψουν τήν πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν, νά μᾶς ἐμποδίσουν νά φθάσουμε στήν κορυφή τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. Ἡ πάλη μας εἶναι σκληρή. Ὁ Παῦλος λέγει: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Γι’αὐτό καί μᾶς προτρέπει  καί λέγει:
«Τό λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καί ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρός τό δύνασθαι ἡμᾶς στῆναι πρός τάς μεθοδίας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. στ΄ 10-12).
Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κακός μας ἑαυτός. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ κοντά Του. Θέλει νά Τόν ἀκολουθήσουμε, Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Ὅστις θέλει... Ἐκεῖνος ὅμως, πού θά ἀποφασίσῃ νά ἀκολουθήσῃ τό Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ὀφείλει νά ἀπαρνηθῇ τόν κακόν του ἑαυτόν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νά ἀποθέσουμε, ὡς ἄλλο ἔνδυμα ἀκάθαρτο  τόν παλαιόν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπον, «τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀναναιοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. δ΄ 22-24).
Εἶναι αὐτονόητος,  σκληρός, ἀλλά καί ὡραῖος ὁ πνευματικός μας  ἀγῶνας καί βεβαία ἡ νίκη ἐν Χριστῷ. Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι «οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ (Μαθηταί) τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24).
Ἡ πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν ἀπαιτεῖ ἐπίπονον ἀγῶνα, ἀπαιτεῖ θυσίες. Ἀλλά τί εἶναι τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ; Ὁ Παῦλος λέγει  «Λογίζομαι  ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ (ὅτι εἶναι ἀνάξια λόγου, ἐν συγκρίσει) πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 8). Διότι ὅταν ὁ Χριστός, φανερωθῇ, πού εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καί ἐμεῖς μαζί Του θά φανερωθοῦμε δοξασμένοι. Καί μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπόστολος, γιά νά ἀποφύγουμε τή θεία ὀργή καί νά ἐπιτύχουμε τήν κατά χάριν θέωσι, καί λέγει:


«Νεκρώσατε τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς  γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία... Καί «ἐνδύσασθε, ὡς ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καί ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν... ἐπί πᾶσι δέ τούτοις τήν ἀγάπην, ἥτις ἐστί σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολασ. γ΄ 4-14).
Ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α Ἰωάν. ε΄ 19) καί «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος» ὁ ὁποῖος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), συνεργάζονται μέ τόν κακόν μας ἑαυτόν, ὥστε νά μᾶς ἐμποδίσουν νά φθάσουμε στήν κατά χάριν θέωσιν.




Εἶναι ὅμως πλέον ἤ βέβαιον ὅτι, ἄν θέλουμε, μποροῦμε, μέ τή θεία συμμαχία, νά νικήσουμε καί νικηταί νά φθάσουμε στήν κορυφή τῆς τελειότητος καί νά γίνουμε Θεοί κατά χάριν. Διότι εἶναι μαζί μας ὁ Χριστός. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος πολεμεῖ μαζί μας καί νικᾶ τό Κακόν. «Οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η΄ 28) καί ὅτι « ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. στ΄ 2). Νικητής, Θριαμβευτής εἶναι ὁ Χριστός, τό ἄκακον Ἀρνίον καί μαζί Του νικοῦν καί θριαμβεύουν οἱ πιστοί Του ἀκόλουθοι. Οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως πολεμοῦν καί θά πολεμοῦν  συνεχῶς μέ τό Ἀρνίον «καί τό Ἀρνίον νικήσῃ  αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστι καί Βασιλεύς  βασιλέων, ( θά νικήσουν δέ μαζί του) καί οἱ μετ’ αὐτοῦ κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί» (Ἀποκ. ιζ΄ 14).
Εἰς αὐτό, τό ἄκακον Ἀρνίον, τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ  τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, ἡ εὐχαριστία καί ἠ προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.











                             

                 


Παρασκευή 2 Ιουνίου 2017

ΒΑΣΙΚΗ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΙ



Γιά νά λάβουμε  τό ὕδωρ τό ζῶν.

  «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω»


Βασική προϋπόθεσις εἶναι ἡ Πίστις εἰς τόν Χριστόν,  τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεσάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν. α΄ 14). Ἐκεῖνος, πού πιστεύει πραγματικά, μέ τήν καρδιά του, στό Χριστό καί ὁμολογεῖ τόν Χριστόν, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου, «ἐν σαρκί ἐληλυθότα» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 2), αὐτός προσεγγίζει τό «ὁμολογουμένως μέγα μυστήριον τῆς εὐσεβείας,μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς του, τήν ὀρθόδοξον Πίστιν,  πιστεύει δηλαδή ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄Τιμόθ. γ΄ 16), καί ζῆ «ἐν Χριστῷ». Ζῆ δηλαδή τήν ζωήν τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως «τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλάτ. ε΄ 6), ἔχει τήν ἐλπίδα τοῦ στό Χριστό καί «ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς Ἐκεῖνος (δηλ. ὁ Χριστός) ἁγνός ἐστι» (Α΄Ἰωάν. γ΄ 3) καί ἀγωνίζεται, ὡς πιστός, νά διαφυλάσσῃ τόν ἑαυτόν τοῦ παρθένον,   καί, ὡς ἄμωμος καί παρθένος, νά «ἀκολουθῇ τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ» (Ἀποκ. ιδ΄ 4). Αὐτός ὁ πιστός ὁ πιστός διψᾶ καί θέλει νά λάβῃ «τό ὕδωρ τό ζῶν». Αὐτός  προσέρχεται, μέ λαχτάρα στήν Πηγή τοῦ Ζῶντος ὕδατος καί λέγει στόν Κύριον, μαζί μέ τόν Δαβίδ: «ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἠ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός τόν Θεόν τόν ζῶντα· πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. 41,2).




Μόνον ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι ἡ Πηγή τοῦ ζῶντος ὕδατος, πηγή δροσιστική καί ζωογόνος τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί μόνον πραγματικά πιστός στό Χριστό, ὁ καθαρός τῇ καρδίᾳ, διψᾷ καί θέλει,  προσέρχεται δέ καί λαμβάνει τό ὕδωρ τῆς ζωῆς δωρεάν.

Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ καί λέγει: «Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄37. Ἀποκ. κα΄ 6. κβ΄ 1, 17). Δηλώνει δέ ὁ Θεός ὅτι μόνον οἱ καθαροί καί ἄμωμοι, οἱ εἰλικρινά μετανοιωμένοι μποροῦν νά ἔλθουν σέ κοινωνία, σχέσι καί συνομιλία μέ τόν Θεόν:

«Λύσατε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας...» (Ἡσ. 58, 6-7),

«Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώσατε χήραν· καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος» (Ἡσ. α΄ 16-18). Καί πραγματικά δέν μπορεῖ νά ὑπάρξῃ καμμιά ἀπολύτως κοινωνία, συνομιλία, σχέσις καί ἕνωσις  τοῦ καθαροῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης,μέ τόν ἀκάθαρτον ἄνθρωπον.  «Τίς δέ κοινωνία φωτί  πρός σκότος;...» (Β΄ Κορινθ.  στ΄ 14-16). Ἀπολύτως καμμιά.



.
Ὁ Χριστός μᾶς προσκαλεῖ, χωρίς νά ἐξαναγκάζῃ κανέναν καί λέγει «ἐάν τις διψᾷ...», καί διευκρινίζει  καί λέγει ὅτι μόνον « ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθώς εἶπεν  ἡ γραφή, ποταμοί ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὑδατος ζῶντος. Τοῦτο δέ εἶπε περί τοῦ Πνεύματος, οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν» (Ἰωάν. ζ΄ 38-39).

 «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω· ἐάν τις
 ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου και ἀνοίξῃ τήν θύραν, καί
 εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ
 καί αὐτός μετ' ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).

Συνεπῶς γιά νά λάβουμε οἱ διψῶντες τό ὕδωρ τῆς Ζωῆς δωρεάν, ὀφείλουμε νά πιστεύουμε στό Χριστό, νά ἀκοῦμε τή γλυκειά Του φωνή  καί νά Τόν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» (Ἰωάν. δ΄ 24), δηλαδή νἆναι καθαρή ἡ καρδιά μας, καί συνεπῶς δεκτική τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή καί ἡ βασική προϋπόθεσις, γιά νά λάβουμε τό ὕδωρ ζωῆς δωρεάν.

«Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). Δές καί τήν 36ην ἀνάρτησι: «Οἱ διψῶντες πορεύεσθε ἐφ' ὕδωρ»(1/ 5/2017)



ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ ΙΖ.΄





«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί
ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7) 17ο

Ἡ ἀμοιβή τῆς ἐλεημοσύνης.



         
Οἱ ἐλεήμονες θά ἐλεηθοῦν. Ὁ πατήρ ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ
ἀποδώσει αὐτοῖς  ἐν  τῷ φανερῷ( Ματθ. ε΄ 7, στ΄ 4).
 

                  «Ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ
                    ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» (Ματθ. στ΄4).

Ὁ Κύριος ὑπόσχεται ὅτι οἱ ἐλεήμονες θά ἐλεηθοῦν, θά ἀπολαύσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σύμφωνα μέ τόν  αἰώνιον νόμον τῆς ἀνταποδώσεως, ὁ Κύριος ἀνταποδίδει καί θά ἀνταποδώσῃ στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του καί τήν προαίρεσιν τῆς καρδίας του.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ: «Τί οὖν αὐτοῖς τό ἔπαθλον; Ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται. Καί δοκεῖ μέν ἀντίδοσις εἶναί τις ἴση· ἔστι δέ πολύ μείζων τοῦ κατορθώματος. Αὐτοί μέν γάρ ἐλεοῦσιν ὡς ἄνθρωποι, ἐλεοῦνται δέ παρά τοῦ τῶν ὅλων Θεοῦ. Οὐκ ἔστι δέ ἴσος  ἀνθρώπινος ἔλεος καί θεῖος, ἀλλ’ ὅσον πονηρίας καί ἀγαθότητος τό μέσον, τοσοῦτον οὗτος ἐκείνου διέστηκεν» (Ἑρμην. Εἰς Ματθ. Ὁμιλ. ΙΕ΄ Migne, P.G. 57,227). Τά δωρήματα εἰς τόν ἐλεήμονα εἶναι ὑλικά καί πνευματικά. Προσφορές ποικίλες καί ἄφθονες ἐδῶ στή γῆ, καί στόν οὐρανό ἄφθαρτες καί αἰώνιες, χαρίζονται ἀπό τόν Πανάγαθο καί Παντελεήμονα Θεόν, σέ κάθε ἄνθρωπο, πού ζῆ μέ ἐλεημοσύνες, μέ ἔμπρακτη, ἀνυπόκριτη, ἀνιδιοτελῆ, θυσιαστική ἀγάπη. Ἀψευδής εἶν’ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Πραγματοποιεῖται στήν καθημερινή μας ζωή, αὐτό πού ἀναφέρεται στή  Γραφή, ὅτι, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος πού δίδει στούς πτωχούς, ὁ ἐλεήμων, δέν θά στερηθῇ ποτέ, ἐνῷ ἀντίθετα αὐτός πού ἀποστρέφει τά μάτια του ἀπό τόν πτωχό, γιά νά μή δώσῃ, αὐτός θά φθάσῃ σέ πολύ μεγάλη στέρησι: «Ὅς δίδωσι πτωχοῖς οὐκ ἐνδεηθήσεται, ὅς δέ ἀποστρέφει ὀφθαλμόν αὐτοῦ ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἔσται» (Παροιμ. 28, 27).
Ἡ πεῖρα ἀπό τή ζωή τῶν πιστῶν, ἡ ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, μᾶς βεβαιώνει ὅτι οἱ ἐλεήμονες ὄχι μόνον δέν στερήθηκαν τίποτε στή ζωή τους, ἀλλά ἀντίθετα δέχτηκαν τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.

Στά Σάρεπτα τῆς Σιδωνίας, ἡ πτωχή χήρα, παρά τήν πεῖνα καί τή δυστυχία της, φιλοξένησε τόν Προφήτη Ἠλία, πρόσφερε, μέ τήν καρδιά της, στόν Προφήτη, τό λιγοστό ἀλεῦρι καί τό λιγοστό λάδι, πού τῆς εἶχε ἀπομείνει καί τό στέρησε ἀπό τό ἑτοιμοθάνατο παιδί της. Γιά τήν ἐλεημοσύνη της βραβεύτηκε ἀπό τό Θεό καί μέ θαῦμα τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τό λάδι καί τό ἀλεύρι δέν τέλειωσαν, μέχρι πού ἡ γῆ, ἀφοῦ ἔβρεξε, ἄρχισε νά ἀποδίδῃ καρπούς. Καί κάτι ἀκόμη. Στό σπίτι τῆς πτωχῆς, ἔγινε ἕνα μεγαλύτερο θαῦμα. Τό μονάκριβο παιδί της πέθανε ξαφνικά. Ὁ Προφήτης  βράβεὐσε τήν καλή της καρδιά. Τή λυπήθηκε καί, μέ προσευχή στό Θεό, ἀνέστησε τό νεκρό παιδί της (Γ΄ Βασιλ. κεφ. ΙΖ΄).
Στήν Ἰόππη ζοῦσε μια Μαθήτρια τοῦ Κυρίου, ὀνόματι Ταβιθᾶ, τῆς ὁποίας τό ὄνομα στήν ἑλληνική σημαίνει Δορκάς. «Αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καί ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει»


Ὅταν πέθανε οἱ Χριστιανοί παρεκάλεσαν τόν Πέτρο νά    ἔλθῃ κοντά τους. Μόλις ἦλθε, παρουσιάσθηκαν σ’ αὐτόν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καί ἔδειχναν στόν Πέτρο τούς χιτῶνες καί τά πανωφόρια, ὅσα ἔφτιαχνε, ὅταν ἦταν μαζί τους στή ζωή ἡ Δορκάς. Τότε  προσευχήθηκε ὁ Ἅγιος καί ἀνέστησε ὁ Θεός τήν Ταβιθᾶ, χάρις στά καλά ἔργα καί τίς ἐλεημοσύνες, πού ἔκανε (Πραξ. θ΄ 36-42).
Στήν Καισάρεια ὑπῆρχε ἕνας ἑκατόνταρχος, ὀνόματι Κορνήλιος. Αὐτός ἦταν εὐσεβής  καί φοβούμενος τόν Θεόν οἰκογενειακῶς καί ἔκανε πολλές ἐλεημοσύνες στό λαό καί παρακαλοῦσε συνεχῶς τό Θεό νά τόν φωτίζῃ στό καλό. Αὐτός εἶδε ὅραμα στό ὁποῖο ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: Κορνήλιε, οἱ προσευχές σου καί οἱ ἐλεημοσύνες σου ἀνέβησαν εἰς μνημόσυνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Χάρις στίς προσευχές καί τίς ἐλεημοσύνες του τιμήθηκε ἀπό τό Θεό, ἀξιώθηκε τοῦ θείου Βαπτίσματος καί δέχθηκε πλούσια τη Χάρι καί τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ (Πράξ. ι΄ 1-43).
Ἡ Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας διεφύλαξε ἀναρίθμητα παραδείγματα πιστῶν, πού ἔζησαν  τή ζωή τους μέ ἐλεημοσύνες, χωρίς νά περιμένουν ἀνταπόδωσι, καί εὐλογήθηκαν ἀπό τό Θεό καί ἐλεήθηκαν καί δέχθηκαν ἄφθονα ὑλικά καί πνευματικά ἀγαθά, κατά λόγον δικαιοσύνης, Chi Jodea derech tsadikim, ve derech ressaim tovet. «Ὅτι, δηλαδή, γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων, καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄ 6).
Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια, διατυπώνει ὁ Ἑρμᾶς, λέγοντας γιά τούς ἐλεήμονες ὅτι «πάντοτε σπλάγχνον ἔχοντες ἐπί πάντα ἄνθρωπον, καί ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν παντί ἀνθρώπῳ ἐχορηγησαν ἀνονειδίστως καί ἀδιστάκτως. Ὁ οὖν Κύριος ἰδών τήν ἁπλότητα αὐτῶν καί πᾶσαν νηπιότητα ἐπλήθυνεν αὐτούς ἐν τοῖς κόποις τῶν χειρῶν αὐτῶν καί ἐχαρίτωσεν αὐτούς ἐν πάσῃ πράξει αὐτῶν» (Ποιμήν. Παραβ. θ΄ XXIV, 2-3 ΒΕΠΕΣ 3,  36-40).
Τό πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅπως ἔχουμε πῆ , λέγει  ὅτι «ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ, κατά τό δόμα αὐτοῦ ἀνταποδοθήσεται» (Παροιμ. ιθ΄17).  Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης, γνωρίζοντας καλά πόσο καί πῶς ὁ Πανάγαθος Θεός ἐλεεῖ τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀγαθοί καί μεταδοτικοί τοῦ ἀγαθοῦ, πού πραγματικά ἐλεήμονες, γράφει πρός τούς Φιλιππησίους (Χ,2) καί τούς λέγει: «Ὅταν δύνασθε νά εὐεργετῆτε, μή ἀδιαφορεῖτε. Διότι  ἐλεημοσύνη ἐκ θανάτου ῥύεται καί οὐκ ἐᾷ εἰσελθεῖν εἰς τό σκότος (Τωβίτ δ΄10)» (ΒΕΠΕΣ 3,18,17-19). Ὁ πιστός ὀφείλει




ὡς Θεοῦ οἰκονόμος, νά μή λησμονῇ τούς πτωχούς. Ὁ Κύριος λέγει: «Ποιός ἄραγε εἶναι πιστός καί φρόνιμος, συνετός, οἰκονόμος, πού θά τόν ἐγκαταστήσῃ ὁ Κύριος Προϊστάμενον, στό ὑπηρετικό Του προσωπικό, γιά νά δίδῃ στήν κατάλληλη ὥρα τήν κανονική μερίδα τῆς τροφῆς; Ποιος εἶναι ὁ συνετός ὑπηρέτης, καί καλός διαχειριστής ἀνάμεσα στούς Μαθητές Του, πού θά διαχειρίζεται τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί θά ἐκτρέφῃ τά λογικά πρόβατα τοῦ Κυρίου, μέ σοφία καί σύνεσι; Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ Κύριος θά τόν βρῇ μέ τέτοια σύνεσι καί ἀξιοπιστία καί τιμιότητα. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι θά τόν καταστήσῃ  ἐπιστάτη, θά τοῦ δώσῃ ἐξουσία νά διαχειρίζεται ὅλα τά ὑπάρχοντά του» (Λουκ. ιβ΄ 42-44).
«Μακάριοι (πανευτυχεῖς) οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται».
Ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ τή γενναιοδωρία, τήν ἁπλοχεριά στά ἔργα τῆς ἀγάπης, καθορίζοντας δέ καί τήν ἀμοιβή τῆς ἐλεημοσύνης λέγει ὅτι «ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὀ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καί θερίσει. Ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Δυνατός δέ ὁ θεός πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντί πάντοτε, πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες, περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθώς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Β΄Κορ. θ΄ 6-9).
Οἱ γνήσιοι Μαθητές τοῦ Χριστοῦ βιώνουν τέλεια ἀγάπη καί, τήν πιο λεπτή της ἔκφρασι, τήν ἐλεημοσύνη, μέ τή στενή καί τήν εὐρεία της ἔννοια. Κάνουν τήν ἐλεημοσύνη τους «ἐν τῷ κρυπτῷ». Ἀγαποῦν νά ἐλεοῦν ὅλην τήν ἡμέραν. Δέν ἀποβλέπουν σέ καμμία ἀπολύτως ἀνταπόδωσι. Κάμνουν ἐλεημοσύνην, γιά τήν ἴδια τήν ἐλεημοσύνην, γιά τή θεραπεία τῆς ἀνάγκης τῶν ἀδελφῶν καί γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ὅμως, πού βλέπει στά κρυφά καί ἔρευνᾷ τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς μας, ἀνταμείβει πλουσιοπάροχα κάθε ἀγαθοεργία καί κάθε ἀρετή στά φανερά.
Ἡ εὐλογία, πού δίδεται ἀπό τό Θεό στούς ἐλεήμονες, δέν μπορεῖ νά συγκριθῇ, οὔτε νά μετρηθῇ. Ὅ,τι ἔχουμε εἶναι τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν ἐλεημοσύνη μας, δέν προσφέρουμε τίποτε δικό μας. Παίρνουμε τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί μέ αὐτά θεραπεύουμε τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν. Καί αὐτή τήν πρᾶξι μας βραβεύει ὁ Θεός, τή δέχεται ὡς δάνειον καί γίνεται χρεώστης μας.
Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε, δόξα Σοι!
Βραβεύει ὁ Κύριος τήν καλή διαχείρησι. Ἀπερίγραπτες εἶναι οἱ ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ στούς ἐλεήμονες. Εἷναι θεῖον Ἔλεος, Χάρις, δωρεά.



Οἱ ἐλεήμονες εἶναι πανευτυχεῖς διότι θά ἐλεηθοῦν. Θά ἀξιωθοῦν νά ἀκούσουν  κατά τή φοβερή Ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τήν αἰτιολογημένη  Ἀπόφασι τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ὁποία θά γίνουν κληρονόμοι τῆς αἰωνίου Βασιλείας Αὐτοῦ: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὐμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου. ἑπείνασα γάρ καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ μοι...» Κι’ αὐτό, γιατί θεραπεύσατε τίς ἀνάγκες τῶν πτωχῶν, τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν μου. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄34-40).

 Οἱ ἐλεήμονες θά κληρονομήσουν τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί θά ἀπολαμβάνουν αἰωνίως τά ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορινθ. β΄ 9).

Καί  ἀμοιβή αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης ὀφείλεται κυρίως στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Εἰ καθ’ ἑαυτήν ὑπῆρχεν ἡ τοῦ Θεοῦ Κρίσις, ἀποτόμως ἡμῖν κατά τήν ἀξίαν ἡμῶν ἀποδιδόντος πρός ἅ ἐποιήσαμεν, ποία ἦν ἡ ἐλπίς; Τίς ἄν ἐσώθη τῶν πάντων; Νῦν δέ ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καί κρίσιν. Οἱονεί πάρεδρον ἑαυτῷ τήν ἐλεημοσύνην ποιησάμενος καί προβληθεῖσαν τῷ βασιλικῷ τῆς κρίσεως θρόνῳ, οὕτω παράγει εἰς κρίσιν ἕκαστον. Ἐάν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε, Κύριε τίς ὑποστήσεται; (Ψαλμ. 129,3). Οὔτε ἡ ἐλεημοσύνη ἄκριτος, οὔτε ἡ κρίσις ἀνελεήμων. Πρό τῆς κρίσεως ἀγαπᾷ ἐλεημοσύνην καί μετά τήν ἐλεημοσύνην ἔρχεται ἐπί τήν κρίσιν. Ταῦτα δέ ἀλλήλοις συνέζευκται, ὁ ἔλεος μετά τῆς κρίσεως·  ἵνα μήτε ὁ ἔλεος μόνος χαυνότητα ἐμποιήσῃ, μήτε μόνη ἡ κρίσις ἀπόγνωσιν ἐνεργάσηται» (Μεγ. Βασιλ. εἰς ψαλμ. λβ΄ 3. ΒΕΠΕΣ 52, 65, 37 ἑξ.).

Δεδομένου ὅτι «πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν», ὅλη μας ἡ ἀρετή, μπροστά στό Θεό λογαριάζεται σάν «ῥάκος ἀποκαθημένης», ἀναλογιζόμαστε, ποιά θά εἶναι ἡ θέσις μας μπροστά στό Θεό, ὅταν δέν τηροῦμε σωστά τίς πανάγιες Ἐντολές Του, ὅταν δέν τηροῦμε σωστά τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τήν ἐλεημοσύνην, ὅταν δηλαδή δέν ἔχουμε συνήγορο τήν ἐλεημοσύνην,  κατά τήν ἡμέραν τῆς Κρίσεως;
Μᾶς σώζει μόνον τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη δόσις ἀγάπης εἶναι μηδαμινή σέ σχέσι μέ τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, σέ σχέσι μέ τή θεία ἀνταπόδοσι.

Ὁ ἱερός Χρυσοστομος σχετικά λέγει: «Μείζονα λαμβάνεις, ἤ δίδως. Δίδως αἰσθητά, καί λαμβάνεις νοητά καί πνευματικά· δίδως ἀργύριον, καί λαμβάνεις ἁμαρτημάτων ἄφεσιν· λύεις σύ τῷ πένητι λιμόν, ἐκεῖνος δέ σοί λύει τοῦ Θεοῦ τήν ὀργήν. Ἀντίδοσίς τίς ἐστι καί πραγματεία πολύ τῆς δαπάνης μείζω καί χρησιμοτέραν τήν πρόσοδον ἔχουσα. Ἡ μέν γάρ δαπάνη ἐν χρήμασι γίνεται μόνον, ἀλλά καί ἐν ἁμαρτημάτων ἀφέσει, καί παρρησίᾳ τῇ πρός τόν Θεόν, καί βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, καί τῇ τῶν ἀγαθῶν ἀπολαύσει, ἅ μήτε ὀφθαλμός εἶδε, μήτε οὖς ἤκουσε, μήτε ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου ἀνέβη» (λογ. Εἰς τό ἐπίστευσα διό ἐλάλησα καί περί ἐλεημοσύνης,Migne P.G. 51, 279-280).

Πόσο ἀνόητοι καί ἀχρεῖοι εἴμαστε ὅταν δίνουμετήν καρδιά μας στά γήϊνα καί φθαρτά καί χάνουμε τά ἄφθαρτα καί αἰώνια.





Πόσο μωροί καί ἐλεεινοί, ἄθλιοι καί ἀξιολύπητοι εἴμαστε, ὅταν κυριευώμαστε ἀπό τήν κενοδοξία καί τή φιλαρέσκεια, ἀπό τήν πλεονεξία, τήν αὐταρέσκεια καί τήν ἀνθρωπαρέσκεια.

Πόσο ἀξιοκατάκριτοι εἴμαστε ὅταν κάνουμε ἐλεημοσύνη καί ἐπιδιώκουμε νά μᾶς δοῦν, νά μᾶς θαυμάσουν καί νά μᾶς ἐπαινέσουν οἱ ἄνθρωποι;

Τί λόγο θά δώσουμε στό Θεό, ὅταν ἀδικοῦμε κατάφορα ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅταν μέ τά λόγια καί τά ἔργα μας ἀρνούμαστε τό Θεό, πού μᾶς χαρίζει ὅλα τά ἀγαθά Του, μέ τήν ἐντολήν νά τά διαχειριζώμαστε σωστά, κι’ ἐμεῖς τά κρατᾶμε ἐγωϊστικά γιά τόν ἑαυτόν μας, ὁδηγῶντας τούς ἄλλους σέ ἀπόγνωσι;





Πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στόν Κριτή, ἐάν δέν μετανοήσουμε καί ἐάν δέ ἔχουμε συνήγορο τήν ἐλεημοσύνην;

 Πῶς θά σωθοῦμε, ἄν δέν μᾶς ἐλεήσῃ ὁ  Ἐλεήμων Κύριος;
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Βούλεταί σε ἐλεῆσαι καί τῶν ἑαυτοῦ οἰκτιρμῶν μεταδοῦναι ὁ Κριτής· Ἀλλ’ ἐάν εὕρῃ σε μετά  τήν ἁμαρτίαν ταπεινόν, συντετριμμένον, πολλά μετακλαύσαντα ἐπί τοῖς πονηροῖς ἔργοις, τά γενόμενα  κρυφῆ ἀνεπαισχύντως δημοσιεύσαντα, δεηθέντα ἀδελφῶν συγκαμεῖν σοι πρός τήν ἴασιν, ὅλως ἐλεεινόν σε γενόμενον ἐάν ἴδῃ,  ἄφθονόν σοι τήν ἑαυτοῦ ἐλεημοσύνην ἐπιχορηγεῖ· ἐάν δέ καρδίαν ἀμετανόητον, φρόνημα ὑπερήφανον, ἀπιστίαν τοῦ αἰῶνος τοῦ μέλλοντος, ἀφοβίαν τῆς κρίσεως,   τότε ἀγαπᾷ ἐπί σοί τήν κρίσιν. Ὡς γάρ ἰατρός  ἐμμελής καί φιλάνθρωπος καταντλήμασι πρότερον καί περί πλάσμασιν ἁπαλοῖς πειρᾶται καταστεῖλαι τό οἴδημα· ἐπάν δέ  ἴδῃ ἀνενδότως καί σκληρῶς ἀντιτυποῦντα τόν ὄγκον, ῥίψας τό ἔλαιον καί την μαλακήν ἀγωγήν, αἱρεῖται λοιπόν τήν τοῦ σιδήρου χρῆσιν. Ἀγαπᾷ οὖν ἐλεημοσύνην ἐπί τῶν μετανοούντων· ἀγαπᾷ δέ καί κρίσιν ἐπί τῶν ἀνενδότων» (Ὁμιλ. Εἰς Ψαλμ. λβ΄ 3, ΒΕΠΕΣ 52,66,10-22).


Δηλαδή: «Θέλει ὁ Κριτής νά σέ ἐλεήσῃ καί νά σοῦ μεταδώσῃ τούς οἰκτιρμούς Του· ἀλλά ἄν σέ βρῇ ταπεινόν μετά τήν ἁμαρτίαν καί συντετριμμένον, νά ἔχῃς κλαύσῃ πολύ γιά τά πονηρά σου ἔργα, πού ἔγιναν κρυφά καί τά ἐξομολογήθηκες χωρίς ντροπή, καί παρεκάλεσες τούς ἀδελφούς νά  σέ συμπονέσουν καί νά κοπιάσουν μαζί σου γιά νά θεραπευθῇς, ἄν σέ δῇ ὁ Κριτής ὅτι ἔγινες τελείως ἀξιολύπητος, θά   σοῦ χορηγήσῃ  ἄφθονη τήν εὐσπλαγχνίαν Του· ἄν ὅμως δῇ, μια καρδιά ἀμετανόητη, ἕνα φρόνημα ὑπερήφανο, ἀπιστία στήν ὕπαρξι μελλούσης ζωῆς, ἀφοβία γιά τήν κρίσιν, τότε γιά σένα προτιμᾷ τήν καταδίκην. Καί σάν ἕνας γιατρός ἐπιμελής, ἀρμονικός καί φιλάνθρωπος προσπαθεῖ προηγουμένως μέ πλύσεις καί καταπλάσματα μαλακά νά ἐλαττώσῃ τό πρήξιμο·  ἐάν ὅμως δῇ νά μήν ὑποχωρῇ καί τό ἐξόγκωμα νά ἀνθίσταται καί νά σκληραίνῃ, τότε ἀπορρίπτει τό λάδι καί τόν μαλακόν τρόπον θεραπείας καί προτιμᾷ στό ἑξῆς νά χρησιμοποιῇ τό μαχαίρι. Χρησιμοποιεῖ τήν ἐλεημοσύνην εἰς τούς μετανοοῦντας, καί τήν τιμωρίαν σ’ αὐτούς πού εἶναι ἀνένδοτοι, εἰς τούς ἀμετανοήτους».
Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ μᾶς παρηγορεῖ καί μᾶς προσανατολίζει, Μᾶς ὑποδεικνύει τήν ὁδόν τῆς ζωῆς καί αὐτή εἶναι ἡ Βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ἡ ἐλεημοσύνη. Μᾶς προτρέπει εἰς μετάνοιαν καί πρίν νά εἶναι ἀργά, νά προσφέρουμε τήν ἀγάπη μας στούς ἐνδεεῖς συναθρώπους, μέ πράξεις καλοσύνης, μέ ἐλεημοσύνες. Νά παραμένουμε  ἐνένδοτοι στήν πλεονεξία, ἀλλά νά προσφέρουμε ἁπλόχερα τά ἀγαθά σ’ αὐτούς πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Καί νά μή λησμονοῦμε ὅτι μακάριοι, πανευτυχεῖς θά εἶναι οἱ ἐλεήμονες, διότι αὐτοί θά ἐλεηθοῦν ἀπό τό Θεό.
Ὁ Χρυσόστομος τονίζει ὅτι εἶναι «Μέγα πρᾶγμα ἡ
ἐλεημοσύνη, ἀδελφοί·  ταύτην ἀσπασώμεθα, ἧς οὐδέν ἴσον· ἱκανή ἐστι καί ἄλλας ἁμαρτίας  ἐξαλεῖψαι, καί τήν κρίσιν ἀπελάσαι·  σοῦ σιωπῶντος ἕστηκε καί συνηγορεῖ· μᾶλλον δέ σοῦ σιωπῶντος μυρία στόματα εὐχαριστεῖ ὑπέρ σοῦ. Τοσαῦτα ἀγαθά ἐκ τῆς ἐλεημοσύνης, καί ἡμεῖς ἀμελοῦμεν καί ἀναπεπτώκαμεν. Δός κατά δύναμιν ἄρτον· οὐκ ἔχεις ἄρτον; Δός ὀβολόν· οὐκ ἔχεις ὀβολόν; Δός ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος· οὐκ ἔχεις τοῦτο, συμπένθησον τῷ θλιβομένῳ, καί ἔχεις μισθόν. Οὐ γάρ τῆς ἀνάγκης ὁ μισθός, ἀλλά τῆς προαιρέσεως» (Migne P.G. 49,295)





Ἀπόστολος Πέτρος μᾶς προτρέπει νά ἔχουμε στή ζωή μας πάνω ἀπό ὅλα τή σωστή, τήν ἐν τῷ κρυπτῷ ἐλεημοσύνην, τήν γνήσια ἀγάπη στήν καθημερινή πρᾶξι καί μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι θά σκεπάσῃ, κατά ἕνα τρόπο θά σβύσῃ τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας: «Πρό πάντων δέ τήν εἰς ἑαυτούς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες, ὅτι ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (Α΄ Πέτρ. δ΄ 8).
Ὁ Πανάγαθος Θεός εἶναι Οἰκτίρμων, Ἐλεήμων, Μακρόθυμος καί Πολυέλεος καί συγχωρεῖ τίς ἀνθρώπινες κακίες τῶν μετανούντων. Ἐπαινεῖ καί βραβεύει τήν ἀρετή τῆς «ἐν τῷ κρυπτῷ» ἐλεημοσύνης. Δέχεται τήν μετάνοια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποστρέφεται τόν ἀμετανόητο, τόν πονηρό, τόν ἀνθρωπάρεσκο καί πλεονέκτη ἄνθρωπο. Ψέγει, κατηγορεῖ καί τιμωρεῖ αὐστηρά τόν σκληρόν καί ἀνελεήμονα ἄνθρωπο. Ὅσο πολύ ἀγαπᾷ καί εὐλογεῖ τόν ἐλεήμονα, ἄλλο τόσο «βδελύσσεται» καί ἀποστρέφεται τόν ἀνελεήμονα.
Τρανό παράδειγμα τιμωρίας τῆς σκληρότητος καί ἀνελεημοσύνης μᾶς δίδει ὁ Κύριος στήν παραβολή τῶν μυρίων ταλάντων (Ματθ. ιη΄ 23-35). Ἀφοῦ κάλεσε τόν πονηρό ὀφειλέτη τῶν μυρίων ταλάντων, τόν ἀνελεήμονα καί ἀγνώμονα δοῦλο, τοῦ εἶπε: «Δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τήν ὀφειλήν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεί παρεκάλεσάς με. Οὐκ ἔδει καί σέ ἐλεῆσαι τόν σύνδουλόν σου, ὡς καί ἐγώ σέ ἠλέησα;

Καί ὀργισθείς ὁ Κύριος αὐτοῦ  παρέδωκεν αὐτόν, (τόν ἀνελεήμονα δοῦλον),  τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τό ὀφειλόμενον αὐτῷ».

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος πολύ ξεκάθαρα λέγει ὅτι θά εἶναι καί εἶναι «ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος». Ἡ κρίσις θἆναι χωρίς ἔλεος, γιά κεῖνον, πού δέν ἔδειξε ἔλεος στούς ἀδελφούς. Τό ἔλεος καί ἡ εὐσπλαγχνία, πού θά δείξῃ στούς συνανθρώπους του ὁ κρινόμενος, θά κατανικήσῃ καί θά ἐξουδετερώσῃ τήν καταδίκη του (πρβλ. Ἰακ. β΄ «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες,ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται».

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός στά ἱερά παράλληλα (Migne, P.G. 95,1470) παραθέτει μια πολύ ἀξιόλογη περικοπή ἀπό τόν ε΄ λόγο τῶν κατά Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἁγ. Κυρίλλου, ὅπου φαίνεται πόσο πλούσια ἀνταμείβει ὁ Θεός τόν Ἐλεήμονα:
«Τό τῆς ἐλεημοσύνης χρῆμα διασμήχει ἁμαρτίας (τρίβει βίαια καί ἀφαιρεῖ, καθαρίζει, τίς ἁμαρτίες),
κατακαυχᾶται κρίσεως, ἡμεροῖ τήν τῆς κολάσεως φλόγα, δυσωπεῖ (ἱκετεύει) τόν δικάζοντα, μᾶλλον δέ συνάπτει Θεῷ, τοῖς τῶν ἁγίων χοροῖς ἐναρίθμιον ἀπεργάζεται (συγκαταριθμεῖ  τόν ἐλεήμονα εἰς τούς χορούς τῶν ἁγίων)· ἀποφέρει δέ καί εἰς τήν ἄνω πόλιν, βασιλείαν οὐρανῶν προξενεῖ, δόξαν ἀμάραντον, ἐλπίδα βεβαίαν ἐρηρειμένην· καί τί γάρ; Οὐχί τῶν τελειούντων εἰς ἀκλόνητον εὐθυμίαν; τοῖς ἐν ἐνδείᾳ καί πτωχευομένοις τόν ἴδιον διανέμων πλοῦτον, οὐ πτωχεύει ποτέ. Ὁ γάρ ἐλεῶν πτωχόν Θεῷ δανείζει, φησίν. Ἀξιόχρεως ὁ δανειζόμενος, πιστός ὁ δεχόμενος. Οἶδεν ἐκτίσαι σύν τόκῳ τό δοθέν. Πλούσιος καί φιλότιμος, ὁ τήν τοῦ φιλοικτίρμονος παρακαταθήκην λαβών».
νας ἄλλος ἀρχαῖος καί ἅγιος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, μᾶς συμβουλεύει νά ἔχουμε ἀχώριστο σύντροφο στή ζωή μας τήν ἐλεημοσύνην, χωρίς νά περιμένουμε ἀνταπόδοσι, γιά τά καλά μας ἔργα ἀπό τούς ἀνθρώπους: «Μή παρά ἀνθρώποις ἐπιζητεῖν θέλετε καί θηρεύειν ἔπαινον ἤ δόξαν διά τά καλά ἐπιτηδεύματα, ἀλλά παρά τοῦ Θεοῦ, οὗ ἡ δόξα ἀληθής καί αἰώνιος καί οὗ ἡ ἀτιμία αἰώνιος» (Μακαρίου Αἰγυπτίου, Μεγ. Ἐπιστολή, ΒΕΠΕΣ 42, 148,17-18).
Ὁ Θεός χαρίζει τό ἔλεός Του στούς ἐλεήμονες, τούς δέχεται κοντά Του, τούς κρίνει μέ ἐπιείκεια, συγχωρεῖ
τίς ἁμαρτίες  τους, καί τούς καθιστᾶ κληρονόμους τῆς οὐρανίου Βασιλείας Του. Τό· «ἐλεηθήσονται» ὅμως σημαίνει καί κάτι ἀκόμη περισσότερο. Τό ἐπί πλέον εἶναι τό· «ἔσεσθε ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος  τέλειός ἐστιν» (Ματθ. ε΄ 48). Σ’ αὐτή δέ τή θεία τελειότητα θά φθάσῃ ὁ πιστός, μέ τή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, μέ τήν τέλεια καί θυσιαστική ἀγάπη, μέ τήν ἐλεημοσύνην.

Μόνοι μας δέν μποροῦμε. Μέ τή χάρι ὅμως καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θά μπορέσουμε νά κάνουμε πρᾶξι τήν ἀγάπη. Ὁ Χριστός ζητεῖ ἀπό μᾶς μόνον τήν καλή μας θέλησι: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ΄ 36). Καί ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς ἐλεήσῃ. Θεϊκή θά εἶναι ἡ ἀμοιβή: «Καί ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἐσεσθε υἱοί ὐψίστου» (Λουκ. στ΄35).

Ὁ ἐλεήμων, χάρις στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γίνεται ὄχι μόνον κληρονόμος τῆς οὐρανίου Βασιλείας, ἀλλά καί «υἱός τοῦ Ὑψίστου».

Σοφός Σειράχ τονίζει ὅτι μόνον μέ τήν ἐλεημοσύνη ἀξιώνεται ὁ ἄνθρωπος  νά γίνῃ «υἱός Ὑψίστου». Γι’ αὐτό καί συμβουλεύει κάθε πιστό καί λέγει: «Παιδί μου, μή στερήσῃς τόν πτωχό ἀπό ὅσα τοῦ χρειάζονται, γιά τή ζωή του καί μή ἀναβάλῃς τή βοήθειά σου, σέ μάτια πού σέ κοιτάζουν ἱκετευτικά. Ἄνθρωπο, πού πεινᾶ, μή τόν λυήσῃς. Μή ἐξοργίζῃς ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται σέ ἀνάγκη. Μή ταράξῃς περισσότερο τήν καρδία, πού τήν ἔχει ἀναστατώσει ἡ ὀργή καί μή ἀναβάλῃς τή βοήθειά σου σέ ἄνθρωπο, πού ἔχει τήν ἀνάγκη σου. Μή ἀπωθῆς ἄνθρωπο, πού θλίβεται καί πού σέ παρακαλεῖ. Καί μή ἀποστρέψης τό πρόσωπόν σου ἀπό πτωχό ἄνθρωπο... Κάμε ἀγαπητό τόν ἑαυτόν σου στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων... Σκῦψε καί ἄκουσε τόν πτωχό καί νά τοῦ ἀποκριθῆς μέ εἰρήνη καί πραότητα. Βγάλε τά χέρια ἐκείνου, πού ἀδικεῖ τόν ἀδικούμενο καί μή δειλιάσης, ὅταν εἶσαι δικαστής νά ἀποδώσῃς τό δίκαιον. Γίνε πατέρας στά ὀρφανά καί σά σύζυγος στή χήρα μητέρα τους. Καί ἔτσι θά γίνῃς καί θά εἶσαι Υἱός τοῦ Ὑψίστου, ὁ ὁποῖος θά σέ ἀγαπήσῃ περισσότερο ἀπό ὅσο σέ ἀγάπησε ἡ μητέρα σου» (Σ.Σειρ. δ΄ 1-10).
Οἱ ἐλεήμονες, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, πού ἔθεσαν ὅλο τό εἶναι τους στήν ὑπηρεσία τῆς σωστῆς ἐλεημοσύνης, εἶναι πανευτυχεῖς καί μακάριοι  διότι δέχονται τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώνονται καί νά εἶναι «υἱοί Ὑψίστου».

Ἡ πρόσκλησις τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως· « Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου κληρονομήσασθε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν» καί ἡ Ἐπαγγελία Του ὅτι «ἔσται ὁ μισθός ὑμῶν πολύς, καί ἔσεσθε υἱοί Ὑψίστου», ἐξηγοῦν ἄριστα, κατά βάθος καί κατά πλάτος τό Μακαρισμό τοῦ Κυρίου· «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7).