Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΣΤΗ ΓΗ

Ἡ πνευματική τελείωσις, ἡ ὁμοίωσις μέ τόν Θεόν, ἡ θέωσις.
      
                       «Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγώ ἅγιός
                                  εἰμι» (Λευϊτ. κ΄ 7, 26. Α΄Πέτρ. α΄16).
«Ἔσεσθε ὑμεῖς τέλειοι,
  ὥσπερ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ
 οὐράνιος τέλειός ἐστιν»
                        (Ματθ. ε΄48).
           
      
Ὁ πάντων ἐπέκεινα, ὁ Πρῶτος Νοῦς,  ὁ Πάνσοφοφος καί Παντοδύναμος δημιουργός τοῦ Σύμπαντος «ἐκ τοῦ μή ὄντος», «ἔπλασε τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενέσ. α΄ 7).
Τίμησε ὁ Πανάγαθος τόν ἄνθρωπον, διότι «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ ἐποίησεν αὐτόν» (Γενέσ. α΄ 26). «Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί ἐνετείλατο τῷ Ἀδάμ λέγων· ... ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσ. β΄ 15-17).

Τιμᾶ τό πλᾶσμα Του. Δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, δημιουργεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον «δυνάμει» Θεόν καί τόν καλεῖ νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ» Θεός. Αὐτός εἶναι καί ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς του. Εἶναι ἡ πορεία του ἀπό τό· «κατεἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν».


Ἡ ἐγκατάστασίς του εἰς τόν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν συνίσταται εἰς  τήν τήρησιν τῆς ἐντολῆς (Γενέσ. β΄ 17). Ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς, ἡ πνευματική τελείωσις, ἡ,  κατά χάριν, ὁμοίωσις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεόν, ἡ κατά χάριν θέωσις πραγματοποιεῖται διά τῆς ὑπακοῆς εἰς τήν Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς ὑπακοῆς ἐργάζεται καί φυλάσσει τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς, δηλαδή, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν  τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Διά τῆς ὑπακοῆς ἐκφράζει τήν ἀγάπην καί τήν εὐγνωμοσύνην του πρός τόν Δημιουργόν καί Εὐεργέτην του και διαφυλάσσει τήν σχέσιν,  συνομιλίαν, τήν κοινωνίαν καί ἕνωσίν του μέ τόν Θεόν καί γίνεται Θεός κατά χάριν.
Ἀναγκαῖοι ὅροι πρός πραγματοποίησιν τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς, τῆς κατά χάριν θεώσεως,  εἶναι δύο: α) Ἡ θεία Χάρις καί β) Ἡ Θέλησις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θεία Χάρις εἶναι δεδομένη. Ἀπομένει ἡ συγκατάθεσις τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά τόν ἐξαναγκάσῃ. Ὅμως δέν τόν ἐξαναγκάζει. Τόν ἀφήνει ἐλεύθερον νά ἐνεργοποιήσῃ τίς δυνατότητες, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, νά κάμη  χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, γιά νά φθάσῃ ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», ὥστε νά ἔχῃ τή χαρά τῆς συνδημιουργίας.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 21). Δηλαδή ἐνῷ εἶχε τήν τιμήν τῆς λογικῆς του φύσεως, οὐ συνῆκε, δέν κατενόησε τήν τιμήν, δέν ἐλογικεύθη, ἀλλά ἦλθε εἰς τήν θέσιν τῶν ἀνοήτων κτηνῶν, ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά κατά τήν σκέψιν, κατά τήν ἀνοησίαν. ἐξ ἀρχῆς ἐφάνη ἀνόητος. Κατεδίκασε ὁ ἴδιος  τόν ἑαυτόν του εἰς θάνατον, διά τῆς κακῆς του ἐκλογῆς, διά τῆς παρακοῆς (Δές  εἰς τό βιβλίον μου «Θρίαμβος πάνω στό Θάνατο, σελ.17)




Διά τῆς κακῆς χρήσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, διά τῆς παρακοῆς,  ἐγκαταλείπει, μέ τή θέλησί του, ὁ ἄνθρωπος  τήν Πηγήν τῆς ζωῆς. Χωρίζεται ἀπό τήν ἄληκτον Χαράν. Χάνει τήν ἀναφέρετον εἰρήνην, τήν σχέσιν, τήν κοινωνία καί ἕνωσίν του μέ τόν ἀληθινόν Θεόν καί τήν ἐξ αὐτῆς μακαριότητα. Ἀποβάλλει τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, τῆς καθαρότητος καί τῆς ἁγιότητος. Νοιώθει γυμνός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ράβει φύλλα συκῆς, γιά νά σκεπάσῃ τή γύμνωσί του.     Ἡ Γραφή λέγει ὅτι μετά τήν πτῶσι, μετά τήν παρακοή, «διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοί τῶν δύο, καί ἔγνωσαν  ὅτι γυμνοί ἦσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν αὐτοῖς περιζώματα» (Γενέσ. γ΄ 7). Ἐνδύεται δηλαδή τόν κνισμόν,  τήν ταραχήν, τόν ἔλεγχον, τήν ἐνοχήν, πού γεννᾶ στήν ψυχή ἡ παρακοή. Ἐνδύεται τῆς θλίψεως τήν φθοράν καί προβαίνει  εἰς τήν ἀπέλπιδα προσπάθεια νά ἀναπληρώσῃ τό ἀπέραντο ὑπαρξιακό «κενό», πού γεννήθηκε στήν ψυχή του, διά τῆς παρακοῆς, μέ «ψευδοαναπληρώσεις», πού δέν τό γεμίζουν, ἀλλά τό διευρύνουν (πρβλ. Ἱερεμ. β΄ 13). Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι διά τῆς παρακοῆς ἀμαυρώθηκε, ἀχρειώθηκε «τό κατ’ εἰκόνα», ἀλλά ἔμεινεν «ἀνεξάλειπτον», διά φιλανθρωπίαν. Ἐπειδή ὁ πάνσοφος Δημιουργός «ἔκτισε τόν ἄνθρωπον οὐκ εἰς ἀπώλειαν φθεῖραι»(Ἡσ. 54,16). Δηλαδή: «Ἔκτισε τόν ἄνθρωπον ἐπ’ ἀφθαρσίᾳ καί εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος ἐποίησεν αὐτόν» (Σοφ. Σολομ. β΄ 23). Διά τοῦτο, μετά τήν παρακοή δέν ἐθανάτωσε τόν πεπτωκότα, ἀλλ’ ὡς Πανάγαθος μετουσίωσε τήν τιμωρίαν εἰς μακροθυμίαν. «Καί ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καί ἐνέδυσεν αὐτούς» (Γενέσ. γ΄ 21). Τούς ἐνδύει δηλαδή μέ τήν ἐλπίδα  τῆς σωτηρίας. Τούς ἀπομακρύνει «ἀπό τό ξύλον τῆς ζωῆς», «μή ποτε ἐκτείνῃ τήν χεῖρα αὐτοῦ καί λάβῃ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς και φάγῃ καί ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα» (Γενέσ. γ΄ 22), «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Τούς ἐγκαθιστᾶ  εἰς τήν γῆν, τήν «ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς» (Γενεσ. γ΄ 24), μέ ἡμερομηνίαν λήξεως. Καί  εἶπεν ὁ Θεός στόν Ἀδάμ: «ἐν  ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθῃς, ὅτι γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γενέσ. γ΄19).

Μακροθυμεῖ ὁ Πανάγαθος καί χαρίζει εἰς τά πλάσματά Του «καιρόν μετανοίας», «χρόνον μικρόν» (πρβλ. Ἀποκ. στ΄ 11) πρός διόρθωσιν τοῦ λάθους. Ὁ χρόνος τῆς ἐπιγείου ζωῆς εἶναι ὀλίγος, μικρός καί τή διάρκειά του τή γνωρίζει μόνον ὁ Θεός. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Δαμασκηνός μᾶς συμβουλεύει νά ἐννοήσωμεν τό βραχύ τῆς ζωῆς, καί νά μετανοήσωμεν, πρίν νά εἶναι ἀργά.
Ὁ Θεός μᾶς χαρίζει καιρόν εἰς τήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, μέ σημεῖον προσανατολισμοῦ, τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς, ὥστε, ἀπέναντί του, νά  συνειδητοποιήσουμε τί ἐχάσαμε διά τῆς παρακοῆς καί, ἀφοῦ  μετα-νοήσουμε  εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, νά ἐπιστρέψουμε διά τῆς ὑπακοῆς. Διότι ὁ Φιλάνθρωπος Θεός «πάντας   ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4)
Εὐλογημένος εἶν’ ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς, ὑπακοή στό θεῖον κάλεσμα. Θά πρέπει ὅμως νά σημειώσουμε ὅτι διά τῆς πτώσεως δέν ἀμαυρώθηκε, δέν ἀχρειώθηκε μόνον τό «κατ’ εἰκόνα», ἀλλά ἐπῆλθε μεγάλη ἐξασθένησις τῆς Θελήσεως πρός τό Ἀγαθόν καί φοβερή ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Κακόν (concupiscentia) καί ἀπό τότε «ἐνεργεῖται τό μυστήριον τῆς ἀνομίας» (Β΄ Θεσσαλ. β΄ 7). Καί οἱ  ἄνθρωποι δέν κατανοοῦν τήν τιμήν, μέ τήν ὁποίαν τούς ἐτίμησεν ὁ Θεός καί δέν χρησιμοποιοῦν τόν καιρόν, πού τούς προσφέρει ὁ Θεός πρός διόρθωσιν καί ἐπαναφοράν εἰς τήν προτέραν δόξαν. Ἀντίθετα μάλιστα βαίνοντες ἀπό πτώσεως εἰς πτῶσιν, γίνονται «δέσμιοι τῆς γῆς» (Θρῆνοι γ΄ 34), «δέσμιοι σκότους καί μακρᾶς πεδῆται νυκτός» (Σοφ. Σολομ. ιζ΄ 2). «Ἐμπήγονται», μέ τή θέλησί τους, «εἰς ἰλύν βυθοῦ» (Ψαλμ. 68, 3). Βυθίζονται στό βοῦρκο τῆς ἀποστασίας καί παραμένουν «κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου» (πρβλ. Ματθ. δ΄ 16), ἀνεπίδεκτοι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, κατά τόν Δαμασκηνόν «οὐ βιάζεται δέ τινα δια τό αὐτεξούσιον»
Μέγας ὁ Θεός ἡμῶν, μέγα καί τό ὕψος τῆς τιμῆς εἰς τό ὁποῖον ἔταξεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον. Ἀλλά μεγάλη, συντριπτική εἶναι καί ἡ πτῶσις τοῦ ἀνθρώπου, διά τῆς παρακοῆς. «Οὐ συνῆκε», δέν κατενόησε τό ὕψος τῆς τιμῆς καί ἔπεσε ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ εἰς τά κατώτατα μέρη τῆς γῆς, εἰς τά καταχθόνια.
Εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαία ἡ ἐπαναγωγή (τό ξαναφέρσιμο) ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἀπομακρύνθηκε ὁ Θεόπλαστος, διά τῆς παρακοῆς. (ἀπό  τόν Πρόλογον τοῦ ὑπό ἔκδοσιν βιβλίου Περί Προσευχῆς). Μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά βρῆ τό δρόμο ἐπαναφορᾶς, τό δρόμο τῆς ζωῆς. Συγκαταβαίνει ὁ Φιλάνθρωπος Θεός καί ἔρχεται νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινο Γένος ἐκ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου.
Τόσο πολύ ἀγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν  υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄ 16). Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο «εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14). «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Δηλαδή ὁ Χριστός ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, «Ἑαυτόν ἐκένωσε μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 7-8). Γίνεται σέ ὅλους μας ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στόν Πατέρα. ’Επειδή ἡ παρακοή μᾶς χώρισε ἀπό τόν Θεόν, ἔρχεται ὁ Χριστός καί χαράσσει μέ τό αἷμα Του τήν Ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, γιά νά τήν ἀκολουθήσωμε καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό βαδίζοντες ἐπ’ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ, δηλαδή, βαδίζοντες    ἀπό τό·  «κατ’ κατ’ εἰκόνα» εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: 
«Ὁ Χριστός, ὁ ἀναμάρτητος,  ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21).


Ὁ Κύριος, προγνωρίζων τήν πτῶσιν, ἀπό καταβολῆς κόσμου, ἕστηκε καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει... καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Μᾶς καλεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Χαράσσει τήν Ὁδόν τῆς ζωῆς, καί μᾶς καλεῖ νά βαδίσουμε ἐπί τῆς Ὁδοῦ ἀπό τό Α πρός τό Ω, ἀπό τήν Ἀρχή πρός τό Τέλος καί μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός, ἡ ἐνσαρκωμένη Ἀγάπη, εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Αὐτός εἶναι «τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος» τῆς Ὁδοῦ τῆς Ζωῆς ἐπί τῆς ὁποίας καλούμεθα νά βαδίσουμε. Αὐτός εἶναι «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ» (Ἀποκ. α΄ 8, κα΄ 6 . κβ΄ 13). Αὐτός εἶναι  τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο (Ἰωάν. α΄ 9).

 Ἡ Πρόσκλησις εἶναι γενική.

«Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν. Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια΄ 28-30).
Κανείς δέν ἐξαναγκάζεται. «Ὅστις θέλει...» (Μάρκ. η΄ 34).
«Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν.ζ΄ 37). Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά ἀποδεχθῇ τήν πρόσκλησι καί ἐλεύθερα καί ἀβίαστα νά ἀκολουθήσῃ τήν ὁδόν τῆς Ζωῆς, τόν Χριστόν καί νά ἐπιτύχῃ τήν πνευματική του τελείωσι. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ, ἐν Χριστῷ, νά ἐνεργοποιήσῃ τίς δυνατότητες, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, καί νά φθάσῃ ἀπό τό· κατ’ εἰκόνα εἰς τό· καθ’ ὁμοίωσιν. Ὅποιος θέλει, μπορεῖ νά πραγματοποιήσῃ, μέ τή θεία συμμαχία, τήν προαιώνια Βουλή τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι ἄν θέλουμε μποροῦμε νά πραγματοποιήσουμε  τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς μας, πού εἶναι τό·
«Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι. Ἔσεσθέ μοι ἅγιοι, ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι Κύριος ὁ Θεός ὑμῶν» (Λευϊτ. κ΄ 7, 26. Α΄ Πέτρ. α΄16).
«Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Ματθ. ε΄ 48).
Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ΄ 36).




Ἡ πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Χριστός, μέ τό πανάγιον αἷμα Του, εἶναι ἀνοδική. Ἡ πορεία ἐπί τῆς Ὁδοῦ ἀπό τό Α πρός τό Ω σημαίνει τήρησι τῶν Ἐντολῶν τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον. Προπορεύεται ὁ Χριστός. Ἡ Τήρησις τῶν Ἐντολῶν προϋποθέτει ἄσκησι, νηστεία, ἀγρυπνία, ἐγρήγορσι, νῆψι, νηφαλιότητα, ἀδιάλειπτη πραγματική Προσευχή.
Συνοπτικά τήρησις τῶν Ἐντολῶν σημαίνει πρᾶξις  γνησίας Ἀγάπης, κατά τό ὑπόδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, γιά νά διδάξῃ τήν Ἀγάπη καί νά μᾶς πῇ: Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους (Ἰωάν. ιγ΄34).Καί αὐτή ἡ πρᾶξις τῆς γνησίας ἀγάπης Θεόν ποιεῖ τόν ἄνθρωπον, λέγει ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.  Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀναφωνεῖ καί λέγει ὅτι, αὐτῆς τῆς γνησίας ἀγάπης ἴσον οὐδέν. Διά τῆς γνησίας ἀγάπης πραγματοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς του, γίνεται Θεός, κατά χάριν, διότι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ (αὐτός δηλαδή πού μένει εἰς τήν ἀγάπην καί ὁλόκληρη ἡ ζωή του εἶναι πρᾶξις γνησίας ἀγάπης) ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16).


               «Καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε
                ἀλλήλους»( Ἰωάν. ιγ΄ 34).

Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀκρότης τῶν ἐφετῶν. Καί λαχτάρα τῆς ψυχῆς μας εἶναι νά προσεγγίσωμε τή Χάρι Του, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς μας, μέ τήν ὀρθόδοξον πίστιν τήν δι’ ἀγάπης  ἐνεργουμένην. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος λέγει ὅτι ὁ Πρῶτος νοῦς εἶναι «μόνῳ νοῒ νοητός». Ὁ, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἄνθρωπος εἶναι «θεατής τῶν ἀθεάτων καί μύστης κτίσεως νοῒ μόνῳ θεωρητής». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κάτι τό θεῖον, εἶναι τό θεῖον ἐμφύσημα (Γεν. β΄ 7). Ἡ  πραγματική Προσευχή εἶναι συνομιλία, εἶναι ἀνάβασι, προσήλωσις νοῦ πρός Θεόν. Ἡ ἀνάβασις ἐπιτυγχάνεται διά τῆς καθάρσεως. Δηλαδή ὁ πιστός ὀφείλει νά ἀκολουθῇ τά Ἴχνη, πού χάραξεν ὁ Χριστός, νά μιμῆται τόν Κύριον καί νά λύει τά δεσμά του μέ τήν ὕλη. Νά παύσῃ νἆναι «δέσμιος τῆς γῆς». Ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὑψώνεται, μέ τήν πρᾶξι τῆς γνήσιας ἀγάπης εἰς τήν θεωρίαν τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρᾶξις εἶναι ἔργα ἀσκητικά, ἔργα ὑπακοῆς, ἔργα εὐαρεστήσεως, ἔργα γνησίας  ἀγάπης - ἐπίπονες προσπάθειες ἀποκτήσεως τῶν θείων ἀρετῶν.
Ὡς πρός τήν οὐσίαν Του ὁ Θεός εἶναι ἀμέθεκτος, ἀπρόσιτος. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δῇ μόνον τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ, μόνον τό φῶς Του, μόνον τίς ἐνέργειές Του, πού κατά τόν Μέγαν Βασίλειον, «πρός ἡμᾶς καταβαίνουσι».
Ἀναγκαία προϋπόθεσις ἡ κάθαρσις.
Ὁ Χριστός ἦλθε καί ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, καί μέ τό αἷμα Του μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας (Ἀποκ. α΄5). Οἱ πιστοί ὀφείλουμε νά διαφυλάσσουμε καθαρή τήν καρδιά μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, μέ συνεχῆ ἄσκησι, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς προτρέπει καί λέγει: «Ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ (Β΄Κορινθ. ζ΄ 1). Ἔτσι, καθαροί, ἄμωμοι θά μπορέσουμε νά ἀκολουθήσωμεν τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγῃ (Ἀποκ. ιδ΄ 4). Ὁ Θεός  δέν θέλει νά τόν πλησιάζουν ἀκάθαρτοι. Μόνον οἱ καθαροί μποροῦν νά προσεγγίσουν τή Χάρι Του.
«Δέν ἐπιθυμῶ νά ἔρχεσθε καί νά ἐμφανίζεσθε  ἐνώπιόν μου, λέγει ὁ Κύριος. Δέν θέλω νά σᾶς βλέπω μπροστά μου. Ἀκόμη καί τό θυμίαμα πού προσφέρετε, χωρίς μετάνοια, βδέλυγμά μοί ἐστι, εἶναι δυσῶδες καί σιχαμερό σέ μένα (πρβλ. Ἡσ. α΄ 12 ἑξ.).
«Λύετε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας...» (Ἡσ. 58, 6 ἐξ.).
«Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ῥύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώστε χήραν· καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος» (Ἡσ. α΄ 16-18).
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος μᾶς συμβουλεύει:
«Ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καί ἐγγιεῖ ὑμῖν. Καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοί καί ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι» (Ἰακ. δ΄ 8). Γνωρίζουμε δέ πολύ καλά, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅταν ὁ Χριστός φανερωθῇ, ὅλοι οἱ πιστοί, (ἐννοεῖται, οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ), θά γίνουμε ὅμοιοί Του κατά τήν δόξαν, διότι, ὡς καθαροί, ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι. Καί κάθε ἕνας, πού κατέχει αὐτήν τήν ἐλπίδα εἰς τόν  Χριστόν, ἁγνίζει ἑαυτόν, καθώς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 2-3).
«Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε
εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη΄ 3)








Προϋπόθεσις τῆς καθάρσεως εἶναι ἡ  συνεχής ἐπίπονη ἄσκησις.
Ὅπως ἔχουμε πῆ, εἶναι ἀναγκαία ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ ἐγρήγορσις, ἡ νῆψις, ἡ πραγματική προσευχή. Εἰς τήν πορεία μας ἀπό τό κατ’ εἰκόνα, εἰς τό καθ’ ὁμοίωσιν, εἶναι ἀναγκαία ἡ συνεχής, ἐπίπονη ἄσκησις εἰς τήν βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, εἰς τήν ἐλεημοσύνην, διά τῆς ὁποίας διαφυλάσσει τήν καθαρότητα τῆς καρδίας καί ἔρχεται εἰς τήν ἐπίγνωσιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε καί μόνον τότε κάνουμε πρᾶξι τή γνήσια ἀγάπη, ἡ ὁποία θεοποιεῖ τόν ἄνθρωπον. Προσεγγίζουμε τόν ἀπρόσιτο Θεό, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχής μας, μέ την ὀρθόδοξον πίστιν, τήν πίστιν τήν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην. Τότε καί μόνον τότε διαφυλάσσουμε τήν καθαρότητα, πού μᾶς χάρισεν ὁ Χριστός μέ τό αἷμα Του. Τότε καί μόνον τότε φανερώνεται, ἀποκαλύπτεται, ἐμφανίζεται ὁ Θεός στόν ἄνθρωπον κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθάρσεως αὐτοῦ. Τότε καί μόνον τότε ἀξιώνεται ὁ πιστός, ὁ ὁδεύων ἐπί τῆς ὁδοῦ, πού ὁδηγεῖ στήν κατά χάριν θέωσι, νά εὑρεθῇ, ὡς ἄλλος Μωϋσῆς, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», εἰς τήν περίοπτον αὐτήν θέσιν, νά συνομιλῇ μέ τόν Θεόν, ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἔξοδος λγ΄ 11), ὅπως μιλάη ὁ φίλος μέ τόν φίλον του.





Στήν Πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν, θά συναντήσουμε τρεῖς φοβερούς ἐχθρούς. α) τόν κακό μας ἑαυτόν, β) τόν κόσμον καί γ) τόν διάβολον.
Οἱ ἐχθροί μας αὐτοί θά προσπαθήσουν νά ἀνακόψουν τήν πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν, νά μᾶς ἐμποδίσουν νά φθάσουμε στήν κορυφή τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. Ἡ πάλη μας εἶναι σκληρή. Ὁ Παῦλος λέγει: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις». Γι’αὐτό καί μᾶς προτρέπει  καί λέγει:
«Τό λοιπόν, ἀδελφοί μου, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καί ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τήν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρός τό δύνασθαι ἡμᾶς στῆναι πρός τάς μεθοδίας τοῦ διαβόλου» (Ἐφεσ. στ΄ 10-12).
Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ κακός μας ἑαυτός. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ κοντά Του. Θέλει νά Τόν ἀκολουθήσουμε, Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Ὅστις θέλει... Ἐκεῖνος ὅμως, πού θά ἀποφασίσῃ νά ἀκολουθήσῃ τό Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ὀφείλει νά ἀπαρνηθῇ τόν κακόν του ἑαυτόν. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι οἱ πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νά ἀποθέσουμε, ὡς ἄλλο ἔνδυμα ἀκάθαρτο  τόν παλαιόν τῆς ἁμαρτίας ἄνθρωπον, «τόν παλαιόν ἄνθρωπον τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης, ἀναναιοῦσθαι δέ τῷ πνεύματι τοῦ νοός ἡμῶν καί ἐνδύσασθαι τόν καινόν ἄνθρωπον τόν κατά Θεόν κτισθέντα ἐν δικαιοσύνῃ καί ὁσιότητι τῆς ἀληθείας» (Ἐφεσ. δ΄ 22-24).
Εἶναι αὐτονόητος,  σκληρός, ἀλλά καί ὡραῖος ὁ πνευματικός μας  ἀγῶνας καί βεβαία ἡ νίκη ἐν Χριστῷ. Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι «οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ (Μαθηταί) τήν σάρκα ἐσταύρωσαν σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις» (Γαλάτ. ε΄ 24).
Ἡ πορεία μας πρός τήν κατά χάριν θέωσιν ἀπαιτεῖ ἐπίπονον ἀγῶνα, ἀπαιτεῖ θυσίες. Ἀλλά τί εἶναι τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ; Ὁ Παῦλος λέγει  «Λογίζομαι  ὅτι οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ (ὅτι εἶναι ἀνάξια λόγου, ἐν συγκρίσει) πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄ 8). Διότι ὅταν ὁ Χριστός, φανερωθῇ, πού εἶναι ἡ ζωή μας, τότε καί ἐμεῖς μαζί Του θά φανερωθοῦμε δοξασμένοι. Καί μᾶς προτρέπει ὁ Ἀπόστολος, γιά νά ἀποφύγουμε τή θεία ὀργή καί νά ἐπιτύχουμε τήν κατά χάριν θέωσι, καί λέγει:


«Νεκρώσατε τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς  γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία... Καί «ἐνδύσασθε, ὡς ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καί ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πρᾳότητα, μακροθυμίαν... ἐπί πᾶσι δέ τούτοις τήν ἀγάπην, ἥτις ἐστί σύνδεσμος τῆς τελειότητος» (Κολασ. γ΄ 4-14).
Ὁ κόσμος, ὁ ὁποῖος «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α Ἰωάν. ε΄ 19) καί «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος» ὁ ὁποῖος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), συνεργάζονται μέ τόν κακόν μας ἑαυτόν, ὥστε νά μᾶς ἐμποδίσουν νά φθάσουμε στήν κατά χάριν θέωσιν.




Εἶναι ὅμως πλέον ἤ βέβαιον ὅτι, ἄν θέλουμε, μποροῦμε, μέ τή θεία συμμαχία, νά νικήσουμε καί νικηταί νά φθάσουμε στήν κορυφή τῆς τελειότητος καί νά γίνουμε Θεοί κατά χάριν. Διότι εἶναι μαζί μας ὁ Χριστός. Εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος πολεμεῖ μαζί μας καί νικᾶ τό Κακόν. «Οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η΄ 28) καί ὅτι « ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. στ΄ 2). Νικητής, Θριαμβευτής εἶναι ὁ Χριστός, τό ἄκακον Ἀρνίον καί μαζί Του νικοῦν καί θριαμβεύουν οἱ πιστοί Του ἀκόλουθοι. Οἱ ἐχθροί τῆς Πίστεως πολεμοῦν καί θά πολεμοῦν  συνεχῶς μέ τό Ἀρνίον «καί τό Ἀρνίον νικήσῃ  αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστι καί Βασιλεύς  βασιλέων, ( θά νικήσουν δέ μαζί του) καί οἱ μετ’ αὐτοῦ κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί» (Ἀποκ. ιζ΄ 14).
Εἰς αὐτό, τό ἄκακον Ἀρνίον, τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ  τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, ἡ εὐχαριστία καί ἠ προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.











                             

                 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου