Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

ΘΕΕ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΜΕ;





ΧΑΣΑΜΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗΝ…

 

«Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν  οὐ συνῆκε»(Ψαλμ. 48,13)

 

Παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ

παρακαθίσασα ἡ Μαρία, τήν

ἀγαθήν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις

οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς

ὅτι ἑνός ἐστι χρεία (Λουκ.ι΄39-42).

 

Ὑπάρχουν ὅμως, δυστυχῶς, πολλοί,

πού δέν καταλαβαίνουν(;) ἤ πού δέν

θέλουνε, συνειδητά, νά ξεχωρίσουνε,

τἄχυρα ἀπ’ τό σιτάρι, κι’ ὁδεύουνε

ὁλοταχῶς, πρός τήν ἄβυσσο τῆς

αἰώνιας Ὀδύνης, πέφτουν χαμηλά,

ἐξισώνουνε τόν ἑαυτόν τους πρός τά

κτήνη τά ἀνόητα, πού δέν ἔχουν νοῦν

καί λογικόν και ὁμοιώνονται μ’ αὐτά

και ζοῦν σάν κτήνη καί πεθαίνουν, σάν

κτήνη, χάνουν τήν τιμήν (Ψαλμ. 48,13,21).

 

Ἀχρειωμένα τοῦ Θεοῦ εἰκονίσματα,

Παραμένουν, μέ μανία, «δέσμιοι τῆς

γῆς», «δέσμιοι σκότους καί μακρᾶς

πεδῆται νυκτός», αἰχμάλωτοι, ὄντως,

παρατεταμένης νυκτός (Σοφ.Σολ.17,2)

πρόσωπα σκυθρωπά, ἀγέλαστα,

βουβά, δυστυχισμένες ὑπάρξεις,

χωρίς Θεό, χωρίς ἀγάπη, χωρίς

περιεχόμενο, χωρίς νόημα,χωρίς

σκοπό, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ

καί ἀνύδρῳ»(Ψαλμ.62,2)…

 

Θεέ μου, ποῦ καταντήσαμε;…

Χάσαμε τήν τιμήν τοῦ κατ’ εἰκόνα.

Ὁ Πόνος εἶν’ ἀφόρητος, κι’ ἡ συμφορά

μεγάλη, ἔχει ριζώσει μέσα μας ὁ Ὄφις

ὁ ἀρχαῖος, ὁ λαοπλανής, καί μεθοδικά

τιτρώσκει τήν ψυχή καί δηλητηριάζει

τή ζωή μας, σωρεύει συμφορές καί

σύγχυσι καί ταραχή καί ζάλη.

Ποιός θά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «την ἰλύν

 βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ;

 Ποιός θά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό αὐτήν

ἐδῶ τήν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος;

Ποιός θά μᾶς λυτρώσῃ «ἐκ τοῦ σώματος

τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄ 24), ἄν ὄχι Σύ,

Κύριε, πού Σταυρώθηκες καί Ἀναστήθηκες,

γιά μᾶς,  τούς  παναθλίους καί ἐλεεινούς και

πτωχούς, τυφλούς, κωφούς,  τούς γυμνούς

και ἀχρείους δούλους Σου, Μακρόθυμε;

Ἄνοιξε, Κύριε, τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ,

γιά νά ξεπλύνης τίς ντροπές… «Ἔρχου ταχύ»

Κύριέ μου, Ἰησοῦ, Μακρόθυμε και Πολυέλεε.

Ἔρχου ταχύ, ὡς «πῦρ καταναλίσκον» καί κάψε.

Κάψε τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας και ἐξαφάνισε

ὅλους τούς ἰούς τῶν υἱῶν τῆς Παραφροσύνης.

«Ἕως πότε, ὁ Δεσπότης ὁ ἅγιος καί ὁ ἀληθινός,

οὐ κρίνεις καί ἐκδικεῖς τό αἷμα ἡμῶν ἐκ τῶν

κατοικούντων ἐπί τῆς γῆς;» (Ἀποκ. στ΄10

Ἕως πότε θά μακροθυμῇς; Πότε, ἐπί τέλους, 

θά  κρίνῃς καί θά δικάσῃς τούς κατοικοῦντας

 ἐπί τῆς γῆς, γιά τό ἀδικοχυμένο αἷμα μας;…

Κύριε , Σύ, πού ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, Σταυρώθηκες

και Ἀναστήθηκες, γιά μᾶς τούς εὐτελεῖς, 

λυπήσου μας καί ἐλέησον ἡμᾶς, ὄχι, 

γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά «ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ

 Ὀνόματός Σου». Ἐκτός ἀπό Σένα βοηθόν 

δέν ἔχουμε ἄλλον, καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε

 ἄλλον κανέναν. Σέ, Σένα ἁμαρτάνουμε, 

ἀλλά, ὡς Καρδιογνώστης, γνωρίζεις ὅτι, 

Ἐσένα μονάχα λατρεύουμεν, Κύριε. 

Ἀξίωσέ μας νά ἐπιστρέψουμε, εἰλικρινά 

μετανοιωμένοι κοντά Σου, νά παρακαθίσουμε

νοερά, στά ἄχραντα πόδια Σου, νά ἀκοῦμε τον

πανάγιο και ζωοποιό Σου λόγο, να ἐγκολπωθοῦμε

το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Σου καί νά τό κάνουμε

  «Πρᾶξι», στήν καθημερινή μας ζωή. 

Ὡς δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, νά ἀποδίδουμε

κάθε ὥρα καί κάθε στιγμή, τούς καρπούς 

τοῦ Πνεύματος, πού «εἶναι ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη,

μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, 

πραότης, ἐγκράτεια». Ἀξίωσέ μας, Κύριε, Σέ Τόν

Ἀναστάντα Θεόν, Σωτῆρα καί Λυτρωτήν ἡμῶν

νά Σέ ὑμνοῦμε, μέ τήν καρδιά μας, συνειδητά,

λόγῳ και ἔργῳ καί νά Σέ δοξολογοῦμε, σύν τῷ 

Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί 

πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.


 

 

Τρίτη 11 Μαΐου 2021

«ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»



«ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ, ΑΛΛ’ ΗΓΕΡΘΗ»

(Λουκ. κδ΄6).

Ἡ νοητική μας ἱκανότητα ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τό, ὁμολογουμένως, μέγα Μυστήριον τῆς εὐσεβείας. Μυστήριον εἶναι  καί «ἡ Θεία κένωσις», τά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ ἡ Ταφή καί ἡ Ἀνάστασίς Του.

Τό· Πῶς τελεσιουργοῦνται ὅλα, ὅσα ἀναφέρει ἡ Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα εἶναι «ὑπέρ λόγον και ἔννοιαν». Ξεπερνοῦν τή νοητική μας ἱκανότητα. Προσεγγίζονται  μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁρθόδοξον Πίστιν. Καί «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1). Ἡ Πίστις, δηλαδή, κάνει πραγματικά ἐκεῖνα, πού ἐλπίζομεν, καί βέβαια ἐκεῖνα πού δέν βλέπομεν.

Ἐμεῖς δέν εἴδαμε μέ τά μάτια μας, δέν ἀκούσαμε μέ τά αὐτιά μας καί δέν ψηλαφήσαμε μέ τά χέρια μας τόν Χριστόν, οἱ Μαθητές Του ὅμως, Τόν εἶδαν, με τά μάτια τους, Τόν ἄκουσαν μέ τά αὐτιά τους, Τόν ψηλάφησαν μέ τά χέρια τους, ἔζησαν μαζί Του καί μέ θυσία και αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς τους ἐμαρτύρησαν περί τοῦ Λόγου τῆς Ζωῆς. Κήρυξαν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, τοῦ σαρκί ἑκουσίως Σταυρωθέντος καί ταφέντος καί Ἀναστάντος τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατά τάς γραφάς. Καί μεῖς πιστέψαμε στή μαρτυρία τους. Και, ὅπως εἴδαμε στήν περίπτωσι τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος εὐλογεῖ καί μακαρίζει ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν Σ’ Αὐτόν, διά τοῦ λόγου τῶν Μαθητῶν Του, τῶν ἀπεσταλμένων Του, καί εἶπε:  «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστέψαντες».

Ἐδῶ ὁ Κύριος τονίζει τή δύναμι τῆς Πίστεως. Ὅλα τά ζωντανεύει ἡ πίστις. Μᾶς μεταφέρει νοερά καί μᾶς καθίζει παρά τούς πόδας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί κάνει πραγματικά ἐκεῖνα πού ἐλπίζομεν καί βέβαια ὅλα, ἐκεῖνα πού δεν βλέπομεν. Διά τῆς Πίστεως ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο στον ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Μαρτυρίου καί φθάνουμε μαζί Του ψηλά, στό Γολγοθᾶ, και μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν ἀγαπημένο Του Μαθητή καί  τή Μαρία τή Μαγδαληνή καί τίς ἄλλες ἁγνές ψυχές, πού Τον ἀκολουθοῦσαν ἀπό τή Γαλιλαία, συσταυρούμεθα, συμπάσχουμε μαζί Του, παρακολουθοῦμε τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας καί τόν Νικόδημον, τον κεκρυμμένον Μαθητή στην Ἀποκαθήλωσι καί «θεωροῦμεν ποῦ τίθεται»(Ματθ. κζ΄ 60.Μάρκ. ιε΄47).

Καί πάλιν διά τῆς Πίστεως καί μεῖς πολύ πρωΐ, τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Κυριακή, μαζί μέ τίς Μυροφόρες γυναῖκες, μαζί μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή, τη Μαρία τοῦ Ἰακώβου καί τή Σαλώμη, μέ θερμή Πίστι, μέ τρυφερότητα, στοργή καί ἀγάπη και συντριβή, με μύρα και δάκρυα, ἐρχόμαστε εἰς το Μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου και σιγοψιθυρίζουμε: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τον λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ Μνημείου; ἦν γάρ μέγας σφόδρα»(Μάρκ. ιε΄3).



Μαζί με τίς ἅγιες Μυροφόρες βλέπουμε ὅτι εἶχε κυλισθῆ ὁ λίθος. Μπαίνουμε στό Μνῆμα, ἔκθαμβοι, καί, ξαφνικά, ἀτενίζουμε «δύο Ἀγγέλους   ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρός τῇ κεφαλῇ και ἕνα πρός τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο ὁ Ἰησοῦς(Ἰωάν. κ΄12), ἐν αἰσθήσεσιν ἀστραπτούσαις, νά μᾶς ἀναγγέλλουν  τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου :

«Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν; Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»(Λουκ. κδ΄ 4-5)· «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν»(Μάρκ. ιε΄6).





Πρῶτες οἱ ἅγιες και καθαρές αὐτές ψυχές, οἱ Μυροφόρες ἀξιώθηκαν νά πληροφορηθοῦν τό Χαρμόσυνον ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί, ὡς βραβεῖον τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεώς τους πρός τόν Χριστόν, τιμήθηκαν μέ τήν ἀποστολή τους, νά ἀναγγείλλουν τήν Ἀνάστασιν στους Ἀποστόλους (Μάρκ. ιστ΄ 7 κ.ἄ.) και ἔτσι ἀναδείχθηκαν ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων και Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμή ἀπό αὐτήν; Πραγματικά μεγάλα τά τῆς Πίστεως κατορθώματα. Και αὐτή ἡ θερμή, ἡ καυστική Πίστις, ὡς ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσις στό Χριστό, πίστις, διά τῆς ἀγάπης ἐνεργουμένη, ἑνώνει κάθε πιστό μέ τό Χριστό, και μᾶς ἀξιώνει να ζοῦμε εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, καθώς πρέπει ἁγίοις. Αὐτή ἠ Πίστις τῶν Μυροφόρων, πού διώχνει μεσ’ ἀπό τήν ψυχή μας κάθε φόβο, μᾶς βοηθεῖ να μεταβάλλουμε τη σάρκα σέ πνεύμα, νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, νά μετακινοῦμε βουνά, νά περιπατοῦμε πάνω στήν τρικυμισμένη Θάλασσα τῆς ζωῆς, νά νικῶμεν τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν και μᾶς ἀξιώνει «φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ»(Ἀποκ. β΄7). Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μᾶς ἐπανεισάγει εἰς την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Μᾶς βοηθεῖ νά προσεγγίσουμε τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθάρσεώς του ἕκαστος, νά ἀξιωθῇ καί νά σταθῇ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» και νά συνομιλῇ, μέ τόν Θεόν, ὅπως ὁμιλῇ ὁ φίλος μέ τον φίλον του. Σέ αὐτήν τήν κορυφήν τῆς τελειότητος μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Πίστις. Ἐμεῖς δεν μποροῦμε να δοῦμε τόν Θεόν. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά ἐμφανισθῇ σέ μᾶς. Καί μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τον Θεόν ὄψονται».

Πῶς ὅμως καί Πότε συντελεῖται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπον;

Εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἐμφανίζεται ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Κύριός μας, ὁ Ἀναστάς Ἰησοῦς Χριστός, στόν καθαρόν τῇ καρδίᾳ, σέ αὐτόν πού πιστεύει και λατρεύει τον Χριστόν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Τρανό, ὁλοζώντανο παράδειγμα  Πίστεως καί λατρείας τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, «ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτά δαιμόνια» (Μάρκ.ιστ΄9).Τή θεράπευσε ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστιες, πού τή βασάνιζαν. Πίστεψε καί λάτρεψε τό Χριστό καί ἀφοσιώθηκε Σ’ Αὐτόν. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε νά πληροφορηθῇ, μαζί με τίς ἄλλες Μυροφόρες, ὑπό τῶν Ἀγγέλων, την Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί εὐηγγελίσθην τό  Εὐαγγέλιον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στους Ἀποστόλους, ἐπέστρεψε καί πάλιν εἰς τόν κῆπον καί περιεφέρετο γύρω ἀπό τό καινόν αὐτοῦ Μνημεῖον. Ἡ Ὀδύνη, ὁ Πόνος, ἡ θλῖψις πού συνέτριβαν την ψυχή της, ἡ λατρεία της στο Θεραπευτή, τόν ἀγαπημένο Διδάσκαλο ἔφεραν τά βήματά της ἐκεῖ γύρω ἀπό το κενόν τώρα Μνημεῖον και ἔκλαιε ἔξω ἀπό τό Μνημεῖον. 



Δεν μποροῦσε νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό ἐκεῖ. Ἡ δύναμις τῆς Πίστεώς της, ἡ λατρεία της στό Χριστό, δέν τήν ἄφηναν νά ἀπομακρυνθῃ. Το μυαλό της θολωμένο, ἀπό την ὁδύνη τοῦ ἀποχωρισμοῦ, ἀπό το Θεραπευτή και Κύριό της, δέν μποροῦσε νά χωρέσῃ τό Ὑπέρλογο Γεγονός τῆς Ἀναστάσως καί ζητεῖ νά μάθη, ποιός πῆρε τό Πανάγιον σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ δέ ἔκλαιε, ἔσκυψε στό μνῆμα καί βλέπει δύο Ἀγγέλους μέ λευκά ἐνδύματα νά κάθωνται μέσα, ἕνας πρός τό μέρος τῆς κεφαλῆς καί ἕνας πρός τό μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί τῆς λέγουν:




«Γύναι, τί κλαίεις;» καί ἀποκρίνεται καί τούς λέγει· «κλαίω, διότι πῆραν τόν Κύριόν μου ἀπό τον τάφον καί δέν ξέρω ποῦ Τον ἔβαλαν». Καί ὅταν εἶπε αὐτά, ἔστρεψε πρός τά πίσω τά δακρυσμένα μάτια της καί εἶδε νά στέκεται ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά δεν κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς Αὐτός. Ὁ Κύριος τότε τήν ἐρωτᾶ: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;» Ἐκείνη νομίζουσα ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός, ἐκφράζει ὅλη τή λατρεία της στό Διδάσκαλό της, ξεχύνει τόν πόνο της, τήν Ὀδύνη καί τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς της, γιά τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή της, και με σπαραγμό ψυχής καί δάκρυα τοῦ λέγει:

«Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ».Κύριε, σέ παρακαλῶ, λυπήσου με, καί, ἐάν  σύ Τον πῆρες, πές μου, σέ ἰκετεύω, ποῦ Τον ἔβαλες και ἐγώ θα Τον σηκώσω. Ἐγώ θά Τόν πάρω. Θα Τον θάψω στήν καρδιά μου. Αὐτός εἶναι ὁ σωτῆρας μου. Αὐτός με λύτρωσε ἀπό τά ἑπτά δαιμόνια, πού μέ βασάνιζαν. Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μου».

 Καί τότε ὁ γλυκύς και πρᾷος Ἰησοῦς, ὁ Καρδιογνώστης, ὁ Νικητής τοῦ ᾎδου καί τοῦ Θανάτου, ὁ Θριαμβευτής, Αὐτός πού, ὡς τέλειος Θεός, «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ Θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολον», ἐμφανίζεται στή Μαρία τή Μαγδαληνή, βραβεύοντας τήν Πίστιν, τή λατρεία, τήν καθαρότητα καί τήν τέλεια ἀφοσίωσί της. Τήν προσφωνεῖ, μέ τό ὄνομά της. Τῆς ἀποκαλύπτει τη Θεότητά Του και τῆς λέγει: ΜΑΡΙΑ…



Ποιός ἀπό μᾶς τούς εὐτελεῖς, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τό περιεχόμενον αὐτῆς θεϊκῆς προσφωνήσεως; Αὐτή ἡ προσφώνησις κλείνει μέσα της ὅλο το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τόν πιστό στό Χριστό ἄνθρωπο. Ἀνερμήνευτη εἶναι ἡ Θεϊκή αὐτή προσφώνησις. Μόνον διά τῆς Πίστεως μπορεῖ κανείς νά τήν προσεγγίσῃ καί νά εἰσέλθῃ εἰς τήν ψυχική καί πνευματική συχνότητα τῆς Μαγδαληνῆς καί νά βιώση, νά ζήσῃ αὐτήν τήν θείαν ἐμφάνειαν. Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔμεινε ἄφωνη και ἔκθαμβη ἀναφώνησε: «Ραββουνί, ὅ λέγεται , Διδάσκαλε! Μπορεῖ κανείς νά ἐκφράσῃ μέ ἀνθρώπινα λόγια ὅλον τόν συναισθηματικό πλοῦτο τῆς ἀποκρίσεως τῆς Μαγδαληνῆς, τήν πίστι, τή λατρεία, πού κρύβει ἡ ἀπόκρισις: «Διδάσκαλε!...»  Εἴθε κι’ ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου, ὡς ἡ Μαγδαληνή. Κύριε και Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, «ὡς ὑπέσχου ἡμῖν, ἐμφάνηθι και παῦσον ἀφ’ ἡμῶν τόν ὀδυρμόν τῶν δακρύων».



Θεέ μου, Σ’ εὐχαριστῶ, πού μέ ἀξίωσες νά Σέ δῶ Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἐσύ εἶσαι ἡ ζωή μου καί ἡ εἰρήνη μου, ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μόνη μου ἐλπίδα, τό Φρούριόν μου, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Μή με ἀπορίψῃς. Μή με ἐγκαταλείψῃς ποτέ. Ἀξίωσέ με νά στέκωμαι στά πόδια Σου, νά Σέ προσκυνῶ καί νά Σέ λατρεύω «ἐν  πνεύματι και ἀληθείᾳ», σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καί τώρα και πάντοτε και εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




 

«Την Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καί ἡμᾶς  τούς ἐπί γῆς καταξίωσον, ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σέ δοξάζειν».







 

 

 

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

« ΟΤΙ ΕΩΡΑΚΑΣ ΜΕ ΠΕΠΙΣΤΕΥΚΑΣ;»

                              



                         «ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΜΗ ΙΔΟΝΤΕΣ

                          ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ»(Ἰωάν.κ΄29).

 

Στό  Θαβώριον Ὄρος, πρό τοῦ Πάθους, ἀπεκάλυψε στους τρεῖς Μαθητάς, μία ἀκτίνα τῆς Θεότητός Του, ὥστε, νά μή λιποψυχίσουν καί χάσουν τό θάρρος τους καί τήν πίστιν τους, ὅταν τόν δοῦν νά πάσχει, ὡς ἄνθρωπος, κρεμασμένος στό Σταυρό. Πρίν ἀπό τό Πάθος Του, γιά τόν ἴδιο λόγο, τούς προαναγγέλλει τά Πάθη καί τούς βεβαιώνει ὅτι «τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται» (Ματθ. κ΄ 18-19).Ἐξάλλου οἱ Μαθηταί ἦσαν αὐτόπται μάρτυρες τῶν θαυμασίων τοῦ  Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διότι μαζί τους «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν, κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ΄23). Εἶναι οἱ μόνοι, πού δέν θἄπρεπε νά λιποψυχίσουν, οἱ μόνοι, πού δέν θἄπρεπε νά χάσουν τό θάρρος καί τήν πίστι τους στόν Κύριον. Δυστυχῶς ὅμως παρ’ ὅλη τήν ὁμολογία τους στή Θεότητά Του, μολονότι πρίν λίγο, μπροστά στά μάτια τους ἀνέστησε τόν τετραήμερον, σεσηπότα Λάζαρον, ὁ μέν Ἰούδας Τόν προδίδει «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων», Πέτρος, «Τόν ἀρνεῖται τρίς» καί οἱ ἄλλοι κρύπτονται «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Ἴσως ὁ μεγάλος πόνος τοῦ ἀποχωρισμοῦ καί τά ἀνερμήνευτα, τά «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν», Πάθη Του, θόλωσαν τό μυαλό τους καί ἄφησαν μόνον τον Διδάσκαλόν Τους(;).

Κοντά Του μένουν ἡ Παναγία Μητέρα Του, ὀ ἀγαπημένος Μαθητής ὁ Ἰωάννης και οἱ Μυροφόρες γυναῖκες καί συνσταυρώνονται μαζί Του. Ἀπέθανε ὡς ἄνθρωπος. Ἀνέστη ὡς Θεός.

Ὅμως ὁ Εὔσπλαγχνος καί Μακρόθυμος, ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἰσχυρός Θεός, ἑκουσίως ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος και ἐπειδή οὐκ ἦν δυνατόν κρατῆσθαι ὑπό τής φθορᾶς τον Ἀρχηγόν τῆς Ζωῆς», ΑΝΕΣΤΗ ΩΣ ΘΕΟΣ. Καί ἔσπευσε νά μεταδώσῃ τό Φῶς καί τή Χαρά τῆς Ἀναστάσεώς Του στήν Παναγία Μητέρα Του, τόν ἀγαπημένο Του μαθητή, τόν  Ἰωάννη, στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί στις Μυροφόρες γυναῖκες καί στούς ἄλλους Μαθητές Του, πού ἦσαν κρυμμένοι στό ὑπερῶον διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Κατανοεῖ τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως και μακροθυμεῖ. Φανερώνεται δέ καί στόν Πέτρο. Ὁ Καρδιογνώστης γνωρίζει τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, καί τά ἐσώτατα βάθη τοῦ κάθε ἀνθρώπου.

«Καί κατά τήν ἑσπέραν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, την ὁποίαν ἐμεῖς ὀνομάζουμε Κυριακή,  Ἀνέστη ὁ Κύριος, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ Μαθητές συγκεντρωμένοι, διά τον φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς και στάθηκε στο μέσον καί τούς λέγει: «Εἰρήνη ὑμῖν», ἡ εἰρήνη νά εἶναι μαζί σας. Καί ἀμέσως τούς ἔδειξε τά Χέρια Του και την πλευρά Του. Οἱ Μαθηταί χάρηκαν, ὅταν εἶδαν τον Κύριον. Ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε πάλιν, «εἰρήνη να εἶναι μαζί σας». Καθώς ἔστειλε ἐμέ ὁ Πατέρας καί ἐγώ στέλνω ἐσᾶς, νά συνεχίσετε τό κοσμοσωτήριόν μου ἔργο. Καί λέγοντας αὐτό ἐφύσησε εἰς τά πρόσωπά τους, (ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατέρας ἐνεφύσησεν εἰς το πρόσωπον τοῦ Ἀδάμ πνοήν ζωῆς  καί ἐγένετο εἰς πνοήν ζῶσαν), καί, διά τοῦ ἐμφυσήματός Του, τούς μεταδίδει τήν πνοήν τῆς νέας οὐρανίου ζωῆς, καί τούς λέγει, «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· εἰς ὅποιους συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες συγχωροῦνται καί ἀπό τόν Θεόν, και σέ ὅποιους δέν συγχωρήσετε τίς ἁμαρτίες, θα μείνουν ἀσυγχώρητες». Σᾶς στέλνω στόν κόσμο, ὄχι σάν δικαστές, ἀλλά σάν θεραπευτές, γιά νά ξεριζώσετε, ἀπό τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων τήν αἰτία κάθε σωματικῆς καί ψυχικῆς ἀρρώστιας, καί νά θεραπεύσετε πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν, ἐκείνων πού θέλουν «ὑγιεῖς γενέσθαι».

 Τήν ἡμέραν τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεώς Του, ἀμέσως ἐμφανίζεται στούς Μαθητάς καί διώχνει τό φόβο ἀπ' τήν ψυχή τους, ἀλλά ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς. Ὅταν ἦλθε τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθηταί· Εἴδαμε τόν Κύριον. Αὐτός ὅμως, δέν πίστεψε στή μαρτυρία τους καί τούς ἀπήντησε·

«Ἐάν  δέν ἴδω μέ τά μάτια μου στά Χέρια Του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό χέρι μου στήν πλευράν Του, δέν θά πιστέψω».



 Ὕστερα ἀπό ὀκτώ μέρες ἦσαν πάλιν μέσα στό σπίτι οἱ Μαθηταί και ὁ Θωμᾶς  μαζί τους. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καί στάθηκε στό μέσον καί εἶπε: «Εἰρήνη νά εἶναι μαζί σας». Ἔπειτα λέγει στό Θωμᾶ, «Φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί κύτταξε τά Χέρια μου καί φέρε τό χέρι σου καί βάλε το εἰς τήν πλευράν μου καί μή γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλά πιστός. Καί τότε ὁ Θωμᾶς ἔντρομος ἀναφώνησε· Ὁ Κύριός μου και ὁ Θεός μου. Τότε ὁ Ἰησοῦς, ὅπως πάντοτε, «πρᾷος και ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μακρόθυμος και πολυέλεος, λέγει στό Θωμᾶ: «Ἐπειδή μέ εἶδες, ἐπίστεψες; Μακαριότεροι καί περισσότερο καλότυχοι εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐπίστεψαν Σέ Μένα, ἄν καί δέν μέ εἶδαν μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Μακάριοι, πανευτυχεῖς θά εἶναι ὅλοι, ὅσοι θά πιστέψουν στό κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων μου καί θά γίνουν μέλη τίμια τῆς Ἐκκλησίας μου κατά τίς ἐπερχόμενες γενεές, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων(πρβλ. Ἰωάν.κ΄19-29). Ὁ Θωμᾶς δεν πίστεψε στή μαρτυρία τῶν συμμαθητῶν του. Ὁ Κύριος ὅμως εὐλογεῖ καί μακαρίζει ὅλους ἐκείνους, πού θά πιστέψουν εἰς τήν μαρτυρίαν,  τῶν Μαθητῶν Του, τῶν ἀπεσταλμένων Του. Στήν Προσευχή Του ὁ Κύριος , πρίν ἀπό τό Πάθος, παρεκάλεσε τόν Πατέρα, «ὅλοι οἱ πιστοί Μαθηταί Του, ἵνα ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. Παρεκάλεσε δέ καί περί τῶν πιστευόντων διά τοῦ λόγου τῶν Μαθητῶν Του εἰς Αὐτόν, ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»(Ἰωάν.ιζ΄20-21).





Ἀλλοίμονον εἰς τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι τόσο ἄμυαλοι, ὥστε νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξι ὅλων, ὅσων ὑπάρχουν, μόνον ἐπειδή δέν μπόρεσαν οἱ ἴδιοι  νά τά δοῦν μέ τά μάτια τους καί νά τά ψηλαφήσουν με τά χέρια τους. Εἶναι σάν να λέμε:   «ὅλες οἱ Χῶρες, καί οἱ ἄνθρωποι, πού κατοικοῦν σ' αὐτές, ἐπειδή ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά τούς ἐπισκεφθοῦμε, καί νά τούς δοῦμε μέ τά μάτια μας», δέν ὑπάρχουν. Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία ἀπό τόν ἰσχυρισμό ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι ὑποπίπτει στήν ἀντίληψί μας καί ὅτι δέν ὑπάρχει ὅ, τι δέν βλέπουμε μέ τά μάτια μας καί ὅ,τι δέν ψηλαφοῦμε μέ τά χέρια μας;...

Καί ὅμως, δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλοί, πού ἀρνοῦνται, π.χ. τήν ὕπαρξι τοῦ Πνευματικοῦ Σύμπαντος, ἀρνοῦνται τά «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν», ἀρνοῦνται τή Θεία Διάστασι. Δέν πιστεύουν.

Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλά ὑλικά καί πνευματικά ὄντα, τά ὁποῖα ἀδυνατοῦμε να προσεγγίσουμε καί νά τά δοῦμε μέ τά μάτια μας καί νά τά ψηλαφήσουμε μέ τά χέρια μας. Ἤ ὑπάρχουν ἀκόμη ἄπειρα ὄντα, πού δέν μποροῦμε κἄν νά τά νοήσουμε. Εἶναι πέραν καί πάνω ἀπό τήν ἀνθρώπινη νοητική ἱκανότητα. Τά ὅσα γνωρίζουμε εἶναι πραγματικά ἕνα τίποτε μπροστά σ’ αὐτά πού δεν γνωρίζουμε.

 Ὅσα ὑπάρχουν καί, γιά τά ὁποῖα δέν ἔχουμε ἐπίγνωσιν, πλήρη γνῶσιν, ἐνσυνείδητον γνῶσιν, εἶναι ἄπειρα, τά ὁποῖα προσεγγίζονται μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ την ὀρθόδοξον Πίστιν. «Ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων»(Ἑβρ. ια΄ 1).

Δηλαδή: Ἡ Πίστις κάνει πραγματικά ἐκεῖνα πού ἐλπίζουμε. Αὐτά πού τώρα δέν ὑπάρχουν, δέν τά βλέπουμε , δεν τά ψηλαφοῦμε, ἡ πίστις τά κάνει στην ψυχή μας χειροπιαστά, σάν να ὑπάρχουν τώρα. ἡ Πίστις εἶναι ἀκόμη ἀπόδειξις πραγμάτων, πού δεν βλέπονται μέ  τά σωματικά μας  μάτια καί ἡ πίστις, μᾶς τά παρουσιάζει βέβαια, σάν νά τά βλέπουμε και τά ἀντιλαμβανόμαστε με τίς σωματικές μας αἰσθήσεις.

Ἐμεῖς π.χ.  δέν εἴδαμε τόν Χριστόν μέ τά σωματικά μας μάτια, οὔτε Τόν ἀκούσαμε,  μέ τά αὐτιά μας, οὔτε Τον ψηλαφήσαμε μέ τά χέρια.

« Οἱ Μαθηταί Του ὅμως ἔζησαν τή μεγάλη αὐτή χαρά και μετέδωκαν σέ μᾶς τή χαρά τους. Ἐμαρτύρησαν καί ἀνήγγειλαν σέ μᾶς τόν Μονογενῆ Υἱόν καί Λόγον Του Θεοῦ, πού ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, ὁ Ὁποῖος εὐρίσκετο εἰς τόν Κόλπον τοῦ Πατρός καί φανερώθηκε σέ μᾶς,  Τόν ἀκούσαμε, Τόν εἴδαμε μέ τά μάτια μας, Τόν ψηλαφήσαμε καί ἀκριβῶς αὐτό σᾶς ἀναγγέλομεν, γιά νά ἔχετε καί σεῖς., διά τῆς πίστεως, σύνδεσμον μέ  τόν Χριστόν καί μαζί μας. Ὁ Σύνδεσμός μας εἶναι μέ τόν Πατέρα καί μέ  τόν Υἱόν Του, τόν Ἰησοῦν Χριστόν»( πρβλ. Α΄ Ἰωάν. α΄1-3). Ποιός λοιπόν, εἶναι τόσο μικρόνοος καί τόσο μικρόψυχος, ὥστε νά ἀρνῆται τήν Μαρτυρίαν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων καί τῶν Μεγάλων Πατέρων καί Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων καί τῶν Μαρτύρων τῆς Πίστεως;

Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶς ὡδήγησε στήν πλήρη γνῶσιν, τήν κατανόησιν τῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστεως, στήν ἐνσυνείδητον γνῶσιν. Ἔγινε δέ ἀφορμή νά ἐγκωμιάσῃ ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν καί πιστεύουν στή Μαρτυρίαν τῶν Μαθητῶν Του, πού διεκήρυξαν το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, πάσει τῇ κτίσει καί ἐθυσίασαν καί τή ζωή τους γιά την ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Καί πραγματικά εἶναι «ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΜΗ ΙΔΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΕΥΣΑΝΤΕΣ».




 

«Τίς ἐφύλαξε την τοῦ Μαθητοῦ παλάμην τότε ἀχώνευτον, ὅτε τῇ πυρίνῃ πλευρᾷ προσῆλθε τοῦ Κυρίου; Τίς ἔδωκε ταύτῃ τόλμαν, και ἴσχυσε ψηλαφῆσαι φλόγεον ὀστοῦν; Πάντως ἡ ψηλαφηθεῖσα· εἰ μη γάρ δύναμιν ἐχορήγησε πηλίνῃ δεξιᾷ, πῶς εἶχε ψηλαφῆσαι παθήματα, σαλεύσαντα τά ἄνω και τά κάτω; Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾶ ἐδόθη, ταύτην ψηλαφῆσαι, Χριστῷ δέ  ἐκβοῆσαι· ΚΥΡΙΟΣ ΥΠΑΡΧΕΙΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΜΟΥ» (Οἶκος τῆς Ἑορτῆς).