Τρίτη 11 Μαΐου 2021

«ΤΙ ΖΗΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΖΩΝΤΑ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ»



«ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΩΔΕ, ΑΛΛ’ ΗΓΕΡΘΗ»

(Λουκ. κδ΄6).

Ἡ νοητική μας ἱκανότητα ἀδυνατεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τό, ὁμολογουμένως, μέγα Μυστήριον τῆς εὐσεβείας. Μυστήριον εἶναι  καί «ἡ Θεία κένωσις», τά Πάθη τοῦ Ἰησοῦ ἡ Ταφή καί ἡ Ἀνάστασίς Του.

Τό· Πῶς τελεσιουργοῦνται ὅλα, ὅσα ἀναφέρει ἡ Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλα εἶναι «ὑπέρ λόγον και ἔννοιαν». Ξεπερνοῦν τή νοητική μας ἱκανότητα. Προσεγγίζονται  μόνον μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὁρθόδοξον Πίστιν. Καί «ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1). Ἡ Πίστις, δηλαδή, κάνει πραγματικά ἐκεῖνα, πού ἐλπίζομεν, καί βέβαια ἐκεῖνα πού δέν βλέπομεν.

Ἐμεῖς δέν εἴδαμε μέ τά μάτια μας, δέν ἀκούσαμε μέ τά αὐτιά μας καί δέν ψηλαφήσαμε μέ τά χέρια μας τόν Χριστόν, οἱ Μαθητές Του ὅμως, Τόν εἶδαν, με τά μάτια τους, Τόν ἄκουσαν μέ τά αὐτιά τους, Τόν ψηλάφησαν μέ τά χέρια τους, ἔζησαν μαζί Του καί μέ θυσία και αὐτῆς ἀκόμη τῆς ζωῆς τους ἐμαρτύρησαν περί τοῦ Λόγου τῆς Ζωῆς. Κήρυξαν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ και Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ σαρκωθέντος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, τοῦ σαρκί ἑκουσίως Σταυρωθέντος καί ταφέντος καί Ἀναστάντος τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατά τάς γραφάς. Καί μεῖς πιστέψαμε στή μαρτυρία τους. Και, ὅπως εἴδαμε στήν περίπτωσι τῆς ἀπιστίας τοῦ Θωμᾶ, ὁ Κύριος εὐλογεῖ καί μακαρίζει ὅλους ἐκείνους πού πίστεψαν Σ’ Αὐτόν, διά τοῦ λόγου τῶν Μαθητῶν Του, τῶν ἀπεσταλμένων Του, καί εἶπε:  «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστέψαντες».

Ἐδῶ ὁ Κύριος τονίζει τή δύναμι τῆς Πίστεως. Ὅλα τά ζωντανεύει ἡ πίστις. Μᾶς μεταφέρει νοερά καί μᾶς καθίζει παρά τούς πόδας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί κάνει πραγματικά ἐκεῖνα πού ἐλπίζομεν καί βέβαια ὅλα, ἐκεῖνα πού δεν βλέπομεν. Διά τῆς Πίστεως ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο στον ἀνηφορικό δρόμο τοῦ Μαρτυρίου καί φθάνουμε μαζί Του ψηλά, στό Γολγοθᾶ, και μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί τόν ἀγαπημένο Του Μαθητή καί  τή Μαρία τή Μαγδαληνή καί τίς ἄλλες ἁγνές ψυχές, πού Τον ἀκολουθοῦσαν ἀπό τή Γαλιλαία, συσταυρούμεθα, συμπάσχουμε μαζί Του, παρακολουθοῦμε τόν Ἰωσήφ τόν ἀπό Ἀριμαθαίας καί τόν Νικόδημον, τον κεκρυμμένον Μαθητή στην Ἀποκαθήλωσι καί «θεωροῦμεν ποῦ τίθεται»(Ματθ. κζ΄ 60.Μάρκ. ιε΄47).

Καί πάλιν διά τῆς Πίστεως καί μεῖς πολύ πρωΐ, τήν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Κυριακή, μαζί μέ τίς Μυροφόρες γυναῖκες, μαζί μέ τή Μαρία τή Μαγδαληνή, τη Μαρία τοῦ Ἰακώβου καί τή Σαλώμη, μέ θερμή Πίστι, μέ τρυφερότητα, στοργή καί ἀγάπη και συντριβή, με μύρα και δάκρυα, ἐρχόμαστε εἰς το Μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου και σιγοψιθυρίζουμε: «Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τον λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ Μνημείου; ἦν γάρ μέγας σφόδρα»(Μάρκ. ιε΄3).



Μαζί με τίς ἅγιες Μυροφόρες βλέπουμε ὅτι εἶχε κυλισθῆ ὁ λίθος. Μπαίνουμε στό Μνῆμα, ἔκθαμβοι, καί, ξαφνικά, ἀτενίζουμε «δύο Ἀγγέλους   ἐν λευκοῖς καθεζομένους ἕνα πρός τῇ κεφαλῇ και ἕνα πρός τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο ὁ Ἰησοῦς(Ἰωάν. κ΄12), ἐν αἰσθήσεσιν ἀστραπτούσαις, νά μᾶς ἀναγγέλλουν  τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου :

«Τί ζητεῖτε τόν ζῶντα μετά τῶν νεκρῶν; Οὐκ ἔστιν ὧδε, ἀλλ’ ἠγέρθη»(Λουκ. κδ΄ 4-5)· «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν»(Μάρκ. ιε΄6).





Πρῶτες οἱ ἅγιες και καθαρές αὐτές ψυχές, οἱ Μυροφόρες ἀξιώθηκαν νά πληροφορηθοῦν τό Χαρμόσυνον ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί, ὡς βραβεῖον τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεώς τους πρός τόν Χριστόν, τιμήθηκαν μέ τήν ἀποστολή τους, νά ἀναγγείλλουν τήν Ἀνάστασιν στους Ἀποστόλους (Μάρκ. ιστ΄ 7 κ.ἄ.) και ἔτσι ἀναδείχθηκαν ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων και Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμή ἀπό αὐτήν; Πραγματικά μεγάλα τά τῆς Πίστεως κατορθώματα. Και αὐτή ἡ θερμή, ἡ καυστική Πίστις, ὡς ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσις στό Χριστό, πίστις, διά τῆς ἀγάπης ἐνεργουμένη, ἑνώνει κάθε πιστό μέ τό Χριστό, και μᾶς ἀξιώνει να ζοῦμε εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, καθώς πρέπει ἁγίοις. Αὐτή ἠ Πίστις τῶν Μυροφόρων, πού διώχνει μεσ’ ἀπό τήν ψυχή μας κάθε φόβο, μᾶς βοηθεῖ να μεταβάλλουμε τη σάρκα σέ πνεύμα, νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, νά μετακινοῦμε βουνά, νά περιπατοῦμε πάνω στήν τρικυμισμένη Θάλασσα τῆς ζωῆς, νά νικῶμεν τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν και μᾶς ἀξιώνει «φαγεῖν ἐκ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, ὅ ἐστιν ἐν τῷ παραδείσῳ τοῦ Θεοῦ»(Ἀποκ. β΄7). Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις μᾶς ἐπανεισάγει εἰς την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Μᾶς βοηθεῖ νά προσεγγίσουμε τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθάρσεώς του ἕκαστος, νά ἀξιωθῇ καί νά σταθῇ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» και νά συνομιλῇ, μέ τόν Θεόν, ὅπως ὁμιλῇ ὁ φίλος μέ τον φίλον του. Σέ αὐτήν τήν κορυφήν τῆς τελειότητος μᾶς ὁδηγεῖ ἡ Πίστις. Ἐμεῖς δεν μποροῦμε να δοῦμε τόν Θεόν. Ὁ Θεός ὅμως μπορεῖ νά ἐμφανισθῇ σέ μᾶς. Καί μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τον Θεόν ὄψονται».

Πῶς ὅμως καί Πότε συντελεῖται ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπον;

Εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἐμφανίζεται ὁ Θεάνθρωπος, ὁ Κύριός μας, ὁ Ἀναστάς Ἰησοῦς Χριστός, στόν καθαρόν τῇ καρδίᾳ, σέ αὐτόν πού πιστεύει και λατρεύει τον Χριστόν «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Τρανό, ὁλοζώντανο παράδειγμα  Πίστεως καί λατρείας τοῦ Χριστοῦ, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, «ἀφ’ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτά δαιμόνια» (Μάρκ.ιστ΄9).Τή θεράπευσε ἀπό ὅλες τίς ἀρρώστιες, πού τή βασάνιζαν. Πίστεψε καί λάτρεψε τό Χριστό καί ἀφοσιώθηκε Σ’ Αὐτόν. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε νά πληροφορηθῇ, μαζί με τίς ἄλλες Μυροφόρες, ὑπό τῶν Ἀγγέλων, την Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί εὐηγγελίσθην τό  Εὐαγγέλιον τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στους Ἀποστόλους, ἐπέστρεψε καί πάλιν εἰς τόν κῆπον καί περιεφέρετο γύρω ἀπό τό καινόν αὐτοῦ Μνημεῖον. Ἡ Ὀδύνη, ὁ Πόνος, ἡ θλῖψις πού συνέτριβαν την ψυχή της, ἡ λατρεία της στο Θεραπευτή, τόν ἀγαπημένο Διδάσκαλο ἔφεραν τά βήματά της ἐκεῖ γύρω ἀπό το κενόν τώρα Μνημεῖον και ἔκλαιε ἔξω ἀπό τό Μνημεῖον. 



Δεν μποροῦσε νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό ἐκεῖ. Ἡ δύναμις τῆς Πίστεώς της, ἡ λατρεία της στό Χριστό, δέν τήν ἄφηναν νά ἀπομακρυνθῃ. Το μυαλό της θολωμένο, ἀπό την ὁδύνη τοῦ ἀποχωρισμοῦ, ἀπό το Θεραπευτή και Κύριό της, δέν μποροῦσε νά χωρέσῃ τό Ὑπέρλογο Γεγονός τῆς Ἀναστάσως καί ζητεῖ νά μάθη, ποιός πῆρε τό Πανάγιον σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἐνῶ δέ ἔκλαιε, ἔσκυψε στό μνῆμα καί βλέπει δύο Ἀγγέλους μέ λευκά ἐνδύματα νά κάθωνται μέσα, ἕνας πρός τό μέρος τῆς κεφαλῆς καί ἕνας πρός τό μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου εἶχε τοποθετηθῆ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί τῆς λέγουν:




«Γύναι, τί κλαίεις;» καί ἀποκρίνεται καί τούς λέγει· «κλαίω, διότι πῆραν τόν Κύριόν μου ἀπό τον τάφον καί δέν ξέρω ποῦ Τον ἔβαλαν». Καί ὅταν εἶπε αὐτά, ἔστρεψε πρός τά πίσω τά δακρυσμένα μάτια της καί εἶδε νά στέκεται ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, ἀλλά δεν κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ Ἰησοῦς Αὐτός. Ὁ Κύριος τότε τήν ἐρωτᾶ: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;» Ἐκείνη νομίζουσα ὅτι εἶναι ὁ κηπουρός, ἐκφράζει ὅλη τή λατρεία της στό Διδάσκαλό της, ξεχύνει τόν πόνο της, τήν Ὀδύνη καί τή λαχτάρα τῆς ψυχῆς της, γιά τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή της, και με σπαραγμό ψυχής καί δάκρυα τοῦ λέγει:

«Κύριε, εἰ σύ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ».Κύριε, σέ παρακαλῶ, λυπήσου με, καί, ἐάν  σύ Τον πῆρες, πές μου, σέ ἰκετεύω, ποῦ Τον ἔβαλες και ἐγώ θα Τον σηκώσω. Ἐγώ θά Τόν πάρω. Θα Τον θάψω στήν καρδιά μου. Αὐτός εἶναι ὁ σωτῆρας μου. Αὐτός με λύτρωσε ἀπό τά ἑπτά δαιμόνια, πού μέ βασάνιζαν. Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ Θεός μου».

 Καί τότε ὁ γλυκύς και πρᾷος Ἰησοῦς, ὁ Καρδιογνώστης, ὁ Νικητής τοῦ ᾎδου καί τοῦ Θανάτου, ὁ Θριαμβευτής, Αὐτός πού, ὡς τέλειος Θεός, «κατήργησε τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ Θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολον», ἐμφανίζεται στή Μαρία τή Μαγδαληνή, βραβεύοντας τήν Πίστιν, τή λατρεία, τήν καθαρότητα καί τήν τέλεια ἀφοσίωσί της. Τήν προσφωνεῖ, μέ τό ὄνομά της. Τῆς ἀποκαλύπτει τη Θεότητά Του και τῆς λέγει: ΜΑΡΙΑ…



Ποιός ἀπό μᾶς τούς εὐτελεῖς, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τό περιεχόμενον αὐτῆς θεϊκῆς προσφωνήσεως; Αὐτή ἡ προσφώνησις κλείνει μέσα της ὅλο το Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τόν πιστό στό Χριστό ἄνθρωπο. Ἀνερμήνευτη εἶναι ἡ Θεϊκή αὐτή προσφώνησις. Μόνον διά τῆς Πίστεως μπορεῖ κανείς νά τήν προσεγγίσῃ καί νά εἰσέλθῃ εἰς τήν ψυχική καί πνευματική συχνότητα τῆς Μαγδαληνῆς καί νά βιώση, νά ζήσῃ αὐτήν τήν θείαν ἐμφάνειαν. Ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἔμεινε ἄφωνη και ἔκθαμβη ἀναφώνησε: «Ραββουνί, ὅ λέγεται , Διδάσκαλε! Μπορεῖ κανείς νά ἐκφράσῃ μέ ἀνθρώπινα λόγια ὅλον τόν συναισθηματικό πλοῦτο τῆς ἀποκρίσεως τῆς Μαγδαληνῆς, τήν πίστι, τή λατρεία, πού κρύβει ἡ ἀπόκρισις: «Διδάσκαλε!...»  Εἴθε κι’ ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου, ὡς ἡ Μαγδαληνή. Κύριε και Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, «ὡς ὑπέσχου ἡμῖν, ἐμφάνηθι και παῦσον ἀφ’ ἡμῶν τόν ὀδυρμόν τῶν δακρύων».



Θεέ μου, Σ’ εὐχαριστῶ, πού μέ ἀξίωσες νά Σέ δῶ Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν. Ἐσύ εἶσαι ἡ ζωή μου καί ἡ εἰρήνη μου, ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μόνη μου ἐλπίδα, τό Φρούριόν μου, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Μή με ἀπορίψῃς. Μή με ἐγκαταλείψῃς ποτέ. Ἀξίωσέ με νά στέκωμαι στά πόδια Σου, νά Σέ προσκυνῶ καί νά Σέ λατρεύω «ἐν  πνεύματι και ἀληθείᾳ», σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι καί τώρα και πάντοτε και εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




 

«Την Ἀνάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καί ἡμᾶς  τούς ἐπί γῆς καταξίωσον, ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ Σέ δοξάζειν».







 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου