Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ. ΙΔ΄

«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 14ο

«Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. ιθ΄ 17).



Ἐκεῖνος, πού ἐλεεῖ τόν πτωχόν, με λεπτότητα καί ἁγνή ἀγάπη καί ἱλαρότητα, δανείζει στό Θεό. Πῶς ὅμως  εἶναι δυνατόν νά δανείζει στό Θεό ὁ ἐλεήμων, ἀφοῦ  ὅλα τά ἀγαθά, πού ἔχουμε, εἶναι τοῦ Θεοῦ; Εἶναι καί τοῦτο ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τά πλάσματά Του.


Μᾶς διορίζει οἰκονόμους στά ἀγαθά Του καί θέλει, μέ τή θέλησί μας, νά γίνουμε καλοί διαχειριστές, καλοί οἰκονόμοι.


Ὁ πιστός δέν κρατάει γιά τόν ἑαυτό του τά ἀγαθά, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, ἀλλά τά διαμοιράζει στούς πτωχούς , ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους. Κάνει καλή χρῆσι. Προσφέρει μέ ἱλαρότητα καί ἀγάπη, σ’ ἐκείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη, κάθε ὑλική ἤ ἠθική καί πνευματική βοήθεια , σάν καλός καί φρόνιμος οἰκονόμος. Ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης μας  στόν πτωχό, ἡ καλή διαχείρησι τῶν ἀγαθῶν, θεωρεῖται σάν προσφορά πού γίνεται στόν ἴδιο τό Θεό. Καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ καί βραβεύεται ἡ προσφορά του. Ὁ Πανάγαθος Δωρητής Θεός θεωρεῖ τόν ἑαυτόν Του ὀφειλέτη, εἰς ἡμᾶς τους εὐτελεῖς. Καί μᾶς διαβεβαιώνει  ὁ Κύριος ὅτι ἐκεῖνος, πού τά  ἄφησε ὅλα, ἀκόμη καί τά ἀγαπημένα του πρόσωπα, καί ἐθυσίασε τά ἀγαθά στό Βωμό τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί,  μέ αὐταπάρνησι, Τόν  ἀκολούθησε, αὐτός ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει»(παρβλ. Καί Ματθ. ιθ΄ 29).




Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἀποκαλύπτει τή θαυμαστή ἀλήθεια καί τήν πληροφορία ὅτι «δανείζει τό Θεό, ὅποιος ἐλεεῖ τόν πτωχό, σύμφωνα δέ μέ τό ποσόν πού δίδει καί τή διάθεσι, πού κάμνει τήν ἐλεημοσύνη, θά τόν ἀνταμείψῃ ὁ Θεός» (Ποροιμ. ιθ΄ 17). Ὁ ἐλεήμων, δηλαδή, ἄνθρωπος, ὑποχρεώνει τόν Θεόν. Ἄπειρον καί ἀνεξιχνίαστον εἶναι τό ἔλεός Του. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου. Νά μέ τιμᾶ ὁ Πανάγαθος καί νά μέ καθιστᾶ  διαχειριστήν τῶν ἀγαθῶν Του καί νά θεωρεῖ: τήν καλήν διαχείρησιν ὡς δάνειον εἰς Αὐτόν, τούς καλούς οἰκονόμους, ὡς δανειστάς Του, καί τόν Ἑαυτόν Του, ὡς Χρεώστην.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Διατί οὖν  οὐκ εἶπεν, Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δίδωσι Θεῷ, ἀλλά, Δανείζει; Οἶδεν ἡ Γραφή τήν ἡμετέραν πλεονεξίαν·  προσέσχεν ὅτι ἡ ἀπληστία ἡμῶν πρός πλεονεξίαν βλέπουσα τόν πλεονασμόν ζητεῖ. Καί διά τοῦτο οὐκ εἶπεν ἁπλῶς· Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δίδωσι Θεῷ, ἵνα μή ἁπλῆν τήν ἀντιμισθίαν νομίσῃς· ἀλλ’ Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ. Εἰ δανείζεται Θεός παρ’ ἡμῶν, ἄρα χρεώστης ἡμῶν ἐστι. Τί οὖν θέλεις αὐτόν ἔχειν, κριτήν ἤ χρεώστην; Ὁ χρεώστης αἱδεῖται τόν δανείσαντα· ὁ κριτής οὐ δυσωπεῖται τόν δανειζόμενον» (Περί Μετανοίας, Ὁμ. Ζ΄ 6, ΕΠΕ 30, 272,15-22).
Καί πραγματικά συμφέρει νά ἔχουμε τό Θεό χρεώστη μας. Διότι «ὁ χρεώστης ντρέπεται τόν δανειστή του, ἐνῷ ὁ κριτής δέν δέχεται τά παρακάλια τοῦ δανειζόμενου».
«Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν...».
Ὁ σοφός Σειράχ λέγει: «Ἐάν εὖ ποιῇς, γνῶθι τίνι ποιεῖς, καί ἔσται χάρις τοῖς ἀγαθοῖς σου» (Σοφ. Σειρ. ιβ΄ 1). Δηλαδή, ἐάν κάνῃς τό ἀγαθό, βλέπε σέ ποιόν τό κάνεις, καί θά βρῇς τότε εὐχαρίστησι γι’ αὐτό. Τό «βλέπε σέ ποιόν  κάνεις τήν ἐλεημοσύνη σου», δέν σημαίνει νά ἐξετάσῃς, ποιόν ἐλεεῖς, ἄν ἀξίζῃ ἤ ὄχι, ἄν ἔφταιξε ὁ ἴδιος γιά τή φτώχεια του. Δέν σημαίνει νά κάνῃς  ἀνακρίσεις καί νά ρωτᾶς, ὅπως οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, μπροστά στή δυστυχία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ: «Κύριε, τίς ἥμαρτεν, οὗτος, ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;» (Ἰωάν. θ΄ 1-7)  Ὁ Κύριος ἀπαγορεύει τίς ἀνακρίσεις καί ὑπαγορεύει τό Χρέος. Καί Χρέος μας εἶναι ἡ σωστή θεραπεία τῆς ἀνάγκης, πρός δόξαν Θεοῦ.
Καί γιά νά εἶναι σωστή ἡ θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ πλησίον, πρέπει  ἡ ἐλεημοσύνη σου νά γίνεται σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιον. Δηλαδή νά θεραπεύει τήν ἀρρώστια, τήν φτώχεια, τοῦ συναθρώπου μας. Στήν προηγούμενη ἀνάρτησι ἀναφέραμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Προφήτης Ἡσαῒας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, πού λέγει:
 «Διάθρυπτε πεινῶντι τόν ἄρτον σου καί πτωχούς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τόν οἶκον σου· ἐάν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καί  ἀπό τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου, οὐχ ὑπερόψει» (Ἡσ. 58,7). Δηλαδή: «Κόψε τό ψωμί σου καί δῶσε το σ’ αὐτόν πού πεινάει καί βάλε μέσα στό σπίτι σου πτωχούς ἀστέγους καί μή παραβλέψῃς τούς πτωχούς συγγενεῖς καί συμπατριῶτες σου».

 Ὀφείλω νά σημειώσω ἐδῶ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει ὅτι ὀφείλουμε νά εἴμαστε προσεκτικοί, ὅταν ἑρμηνεύουμε τή Γραφή, διότι «τό γράμμα ἀποκτέννει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορινθ. γ΄ 6). Καί ἐξηγοῦμαι: Ὅταν λέγει π.χ. ὁ Ἡσαΐας· «καί πτωχούς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τόν οἶκον σου», ἐννοεῖ  ὅτι κάθε ἄγνωστο, πού συνατᾶμε στό δρόμο μας ἤ πού κτυπάει τήν πόρτα μας, ὀφείλουμε νά τόν βάνουμε μέσα στό σπίτι μας, μέσα στό στενό οἰκογενειακό μας περιβάλλον, κοντά στή γυναῖκα μας καί τά παιδιά μας, ὡς καλοί ἐλεήμονες;
Αὐτή εἶναι ἡ σωστή θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ συνανθρώπου μας;
Μήπως ὀφείλουμε νά γνωρίσουμε, ὄχι μόνον σέ ποιόν κάνουμε   τήν ἐλεημοσύνην μας, ἀλλά καί πῶς θεραπεύουμε σωστά τήν ἀνάγκην του;
Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πτωχός εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 4).
Συνεπῶς: Τό· «Βλέπε τίνι ποιεῖς» σημαίνει «Πρόσεχε, γιατί στό Θεό ποιεῖς». Δέν ἐπιτρέπεται ἀσυλλόγιστα, ἀπερίσκεπτα, ἀστόχαστα νά προβαίνουμε σέ ἐνέργειες,
πού, ἀντί νά θεραπεύουν τίς ἀνάγκες καί νά λύνουν τά προβλήματα, ἐπιφέρουν ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπό τά προσδοκώμενα.

Ἄν πράγματι θέλῃς νἆναι σωστή ἡ ἐλεημοσύνη σου ὀφείλεις, ἀφοῦ δώσεις τίς πρῶτες βοήθειες, νά γνωρίσῃς καλά:
Ποιός  εἶναι ἄγνωστος καί πτωχός αὐτός συνάνθρωπός σου.
Ποιά εἶναι ἡ πραγματική του ἀνάγκη καί
Πῶς θεραπεύεται.
Αὐτό σημαίνει τό «γνῶθι τίνι ποιεῖς».
Δέν θεραπεύεις σωστά τόν ἄγνωστον καί πτωχόν αὐτόν συνάνθρωπό σου, ἐάν, ὡς ἐλεήμων, τόν βάλῃς μέσα στό σπίτι σου, ἐάν τόν ἐντάξῃς στό στενό οἰκογενειακό σου περιβάλλον. Διότι ἐάν αὐτός ὁ ἄγνωστος κατεσπατάλησε τόν πλοῦτο του ὑλικόν ἤ πνευματικόν «ζῶν ἀσώτως», διέλυσε τό σπιτικό του καί ἐξ ὑπαιτιότητός του περιῆλθεν εἰς τήν ἔσχατη πτωχεία καί ἀθλιότητα, ἐάν εἶναι σχιζοφρενής,ἤ ἀλκοολικός, ἤ Ναρκωμανής   γλεντοκόπος, πού τό μόνο πού ἐπεδίωκε στή ζωή του ἦταν νά παίρνῃ Θαλασσοδάνεια, Ἑορτοδάνεια, πιστωτικές Κάρτες καί δάνεια γιά νά πηγαίνῃ διακοπές καί ταξίδια στίς Μπαχάμες καί στήν Ἀϊτή «ζῶν ἐν κρεπάλῃ καί μέθῃ» ἤ εἶναι συστηματικός κηφήνας (τεμπέλης), πού δέν θέλησε ποτέ νά ἐργασθῇ, ἀλλά συνήθισε νά ζῆ εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί νά ἐκμεταλεύεται τήν καλωσύνη τους, ἄν αὐτόν τόν  βάλῃς μέσα στό σπίτι σου, σίγουρα θά διαλύσῃ καί τό δικό σου σπιτικό, ὅπως διέλυσε καί τό δικό του.


























Θά εἶναι ἄδικον νά καταδικάσῃς τά παιδιά
σου σέ μια τέτοια τυραννία καί ἄσκοπο, διότι ἡ ἐλεημοσύνη σου, δέν θά ἐπιφέρῃ τήν ἴασι στόν συγκεκριμένο πτωχό, δέν θά θεραπεύσῃ τίς ἀνάγκες του. Κινδυνεύεις μάλιστα νά τροφοδοτήσῃς τά πάθη του.

Καί γεννωνται τά ἐρωτήματα:

Τί πρέπει νά κάνῃ κανείς σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις; Δέν παραβαίνει τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, πού προστάσσει νά βοηθοῦμε, χωρίς  ἀνακρίσεις, ἄν ἔφταιξε ἤ ὄχι, ἀλλά νά ἐλεοῦμε, μέ ἱλαρότητα  τόν πτωχό συνάνθρωπό μας καί «πτωχούς ἀστέγους νά εἰσάγουμε εἰς τόν Οἶκον μας»;
Δέν πρέπει νά ἐλεοῦμε καί τούς κακούς καί τούς ἀναξίους καί τούς ἁμαρτωλούς, κατά τό παράδειγμα τοῦ Πατρός ἡμῶν, πού «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45);
Ἡ ἀπάντησις στά ἐρωτηματικά μας αὐτά εἶναι: Ἀσφαλῶς καί ὀφείλουμε νά τούς ἐλεοῦμε μέ ἱλαρότητα καί γνήσια ἀγάπη καί ἐν  τῷ κρυπτῷ. Ἀλλά θά εἶναι ἡ προσφορά μας, ἡ ἐλεημοσύνη μας σωστή , ἄν μιμηθοῦμε τόν Καλόν Σαμαρείτη.

Καί πρῶτα ἀπό ὅλα νά κατανοήσουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν ἐν στενῇ ἐννοίᾳ οἶκον μας ὑπάρχει καί ὁ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ οἶκος μας πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τά Κέντρα ἀπεξαρτήσεως π.χ. ἀπό τά Ναρκωτικά καί ἀπό τό οἰνόπνευμα, πού λειτουργοῦν χάρις στίς δικές μας θυσίες καί προσφορές, ὅπως ἐπίσης «οἱ Οἴκοι εὐγυρίας», τά Νοσοκομεῖα, τά Ψυχιατρεία, οἱ Στέγες, γιά τούς «πτωχούς ἀστέγους», ὅπου προσφέρεται στέγη καί φαγητό, ἀλλά  καί πολλά ἄλλα ἱδρύματα, πού συντηροῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος, δηλ. ἀπό ὅλους ἐμᾶς.



Συνεπῶς ὅταν συναντήσουμε τόν περιπεσόντα εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας-πάθη, ἡμιθανῆ συννθρωπό μας, τότε ἀσφαλῶς θά τόν πλησιάσουμε μέ τρυφερότητα καί στοργή καί θά τοῦ προσφέρουμε τίς πρῶτες βοήθειες. Θά ἀλείψουμε μέ λάδι τίς πληγές του, θά περιδέσουμε τά τραύματά του, καί, μιμούμενοι τόν Καλόν Σαμαρείτη, θά τόν ὁδηγήσουμε καί θά τόν εἰσάγουμε εἰς τόν ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ οἶκον μας, δηλαδή εἰς «τό εἰδικόν δι’ αὐτόν Πανδοχεῖον», π.χ. τόν Ναρκωμανῆ εἰς τό εἰδικό Κέντρον ἀπεξαρτήσεως , τόν μεθύστακα ἐπίσης καί τόν ἄστεγο  στή Στέγη κλπ.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπου «ἡ συμβουλή εἶναι πολύ ἀνώτερη ἀπό ὅλα. Αὐτή ἡ συμβουλή εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί ἡ σπουδαιότερη ἐλεημοσύνη, διότι δέν ἀπαλλάσσεις ἀπό πεῖνα, ἀλλά ἀπό θάνατο φοβερό» (Εἰς Πράξ. ὁμιλ. ΚΕ΄ 4. ΕΠΕ 16Α, 66,11-14).
Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ἡ στάσις μας καί ἡ συμπεριφορά μας εἶναι διαφορετική ἔναντι τῶν γονέων, ἀδελφῶν, συγγενῶν καί οἰκείων τῆς πίστεως, τῶν ὁποίων γνωρίζουμε τό ποιόν, τό χαρακτῆρα καί τούς λόγους ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἔχουν περιέλθει εἰς τήν ἐσχάτην ἔνδεια. Καί θά εἴμαστε ἀναπολογητοι ἄν δέν σταθοῦμε κοντά τους, μέ γνήσια καί θυσιαστική ἀγάπη, καί ἐάν δέν τούς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί τό σπιτικό μας, μαζί μέ τίς ἀναγκαῖες συμβουλές. Χωρίς νά ξεχνᾶμε ὅτι «τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται».

Δέν πρέπει δέ νά λησμονοῦμε ποτέ ὅτι οἱ ἐνδεεῖς  συνανθρωποί μας  εἶναι οἱ «ἐλάχιστοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ» καί ὀφείλουμε πραγματικά νά τούς ἐλεοῦμε ὅπως θέλῃ ὁ Θεός καί νά μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη, πού κάνουμε σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι δάνειο πού κάνουμε στόν ἴδιο τό Θεό. Πρέπει δέ νά γίνεται μέ ἱλαρότητα, μέ τρυφερότητα καί στοργή καί μέ μεγάλη προσοχή καί λεπτότητα, λαμβάνοντας πάντοτε ὑπ’ ὄψιν μας τήν ἰδιαίτερη ψυχολογική κατάστασι τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν μας. Ἡ ἐλεημοσύνη μας νά εἶναι ἀπαύγασμα τέλειας ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον διά τόν Θεόν. Νά εἶναι Εὐχαριστία στό Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει, μέ τά δικά Του ἀγαθά, νά εἴμαστε δανειστές Του καί Ἐκεῖνος νά εἶναι Χρεώστης μας: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν».

Ὁ Εὐγένειος Βούλγαρης, στό βιβλίο του «Ἀδολεσχία Φιλόθεος» (Ἐπιστασίες ἀπό τό «Δευτερονόμιον») λέγει: « ὅ,τι βάλεις στά χέρια τοῦ πτωχοῦ, τό βάζεις στά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Κι’ αὐτός εἶναι πιστός ἐγγυητής καί καλοπληρωτής· καί εἶναι βέβαιος καί ἀληθινός ἀνταποδότης. Θά σέ ἀνταμείψῃ πλουσιώτατα. Πίστευέ το καί νά μή στενοχωριέσαι».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα προστάζει:
«Μέ προθυμία πρέπει νά δώσῃς στόν ἀδελφό σου, πού ἔχει ἀνάγκη, δάνειο ἀνάλογο μέ τήν ἀνάγκη του· δέν πρέπει δέ νά λυπηθῇ ἡ καρδιά σου, γιά τό δάνειο, πού θά δώσῃς στόν ἀδελφό σου, γιατί, γιά τήν καλή σου αὐτή πρᾶξι, θά σέ  εὐλογήσῃ ὁ Θεός σέ ὅλες τίς ἐργασίες σου, θά εὐλογήσῃ ὅλα τά ἔργα τῶν χεριῶν σου... Μέ ἁπλοχεριά ὀφείλεις νά ἀνοίγῃς τά χέρια σου στόν πτωχό ἀδελφό σου, πού κατοικεῖ στή χώρα σου καί βρίσκεται σέ ἀνάγκη» (Δευτερ. ιε΄ 10-11). ’Εξάλλου ποτέ δέν προσφέρει κανείς ὅσα ἔχει λάβει ἀπό τό Θεό.  Κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον,
«τό κριτήριον τοῦ ἐλεήμονος εἶναι νά μή προσφέρῃ λιγοτερα ἀπό ὅσα μπορεῖ» (πρβλ. ὀμιλ. Εἰς τό ρητόν (Β΄Τιμόθ. γ΄ 1): «ἐνστήσονται καιροί χαλεποί»ΕΠΕ 27,622,14-16).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέγει σχετικά:
«Πάντως οὐδέν τοσοῦτον εἰσοίσωμεν, ὅσον εἰλήφαμεν ἐπειδή καί τό εἶναι ἡμῖν ἐκ Θεοῦ, καί τό εἰδέναι Θεόν, καί αὐτό τό ἔχειν, ὅ εἰσενέγκωμεν». Δηλαδή «πάντως σέ καμμιά περίστασι δέν θά δώσουμε τόσα, ὅσα πήραμε· γιατί καί τήν ὕπαρξί μας καί τή γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί τά ἀγαθά πού τυχόν προσφέρουμε, ὅλα τά χρωστᾶμε στό Θεό».
Ὁ ἴδιος ἅγιος στό λόγο του «Περί φιλοπτωχείας»(Migne P.G. 35, 908-909) λέγει:
«Καθαρθῶμεν οὖν ἐλεήσαντες καί λευκανθῶμεν, οἱ μέν ὡς ἔριον, οἱ δέ ὡς χιών, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς εὐσπλαγχνίας... Ἕως ἔτι καιρός, Χριστόν  ἐπισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ἐνδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν, μή τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες, μηδέ μύροις, ὡς ἡ Μαρία, μηδέ τάφῳ μόνον, ὡς ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, μηδέ
τοῖς πρός τήν ταφήν, ὡς ὁ Νικόδημος, μηδέ χρυσῷ καί λιβάνῳ καί σμύρνῃ, ὡς οἱ Μάγοι πρό τῶν εἰρημένων·  ἀλλ’ ἐπειδή ἔλεον θέλει καί οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης,  καί ὑπέρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων   εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διά τῶν δεομένων καί χαμαί σήμερον ἐρριμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τάς αιωνίους σκηνάς».
«Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν».
Ἡ συμβουλή τοῦ Κυρίου μας εἶναι νά δανείζουμε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκην.   Νά τούς δανείζουμε χωρίς νά ὁδηγοῦμε κανέναν ἀπό αὐτούς εἰς ἀπελπισίαν καί χωρίς νά ἐλπίζουμε τίποτε ὡς ἀνυταπόδοσιν ἀπό αὐτούς. (παρβλ. Λουκ. στ΄ 35). Καί ὁ  βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ δέχεται τήν προσφορά μας ὡς δάνειον καί τή βραβεύει (Ματθ. στ΄ 4. Παροιμ. ιθ΄ 17).
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Νόησον τήν δύναμιν τοῦ ῥητοῦ, καί θαυμάσεις τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Νομοθέτου. Ὅταν πτωχῷ παρέχειν μέλλῃς διά τόν Κύριον, τό αὐτό καί δῶρόν ἐστι καί δάνεισμα· δῶρον  μέν διά τήν ἀνελπιστίαν τῆς ἀπολήψεως (δῶρον μέν διότι δέν ἐλπίζεις εἰς τήν ἐπιστροφήν), δάνεισμα δέ διά τήν μεγαλοδωρεάν τοῦ Δεσπότου τοῦ ἀποτιννύντος ὑπέρ αὐτοῦ (δάνειον δέ  διότι ἡ μεγαλοδωρεά τοῦ Δεσπότου θά πληρώσῃ τό χρέος ἀντί ἐκείνου), ὅς μικρά λαβών διά τοῦ πένητος, μεγάλα ὑπέρ αὐτῶν ἀποδώσει. Ὁ γάρ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Ὁμιλ. Εἰς  ιδ΄ ψαλμ. 5. ΒΕΠΕΣ  52,41,19-25).




















Δευτέρα 15 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ. ΙΓ.




«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 13ο



«Μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ  τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 18).
Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, «ὁ ἠγαπημένος» Ἰωάννης, διακηρύττει ὅτι «ἐν Χριστῷ» ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπό μας πρέπει νά ἐκδηλώνεται ὄχι μόνον μέ λόγια καί μέ τή γλῶσσα, ἀλλά κυρίως μέ  πραγματικά ἔργα, εὐεργετικά, ὄχι ψεύτικα, ἀλλά ἀληθινά. «Τεκνία μου», λέγει, «μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ».

Ὁ πραγματικά ἐλεήμων ἄνθρωπος ἐκφράζει τήν ἀγάπη του μέ τά εὐεργετικά του ἔργα καί μέ τήν εἰλικρίνεια, πού ἐπιβάλλει ὁ Θεός. Ζῆ μέ τή συναίσθησι ὅτι ὀφείλει νά εἶναι μιμητής τοῦ μόνου καί μεγάλου Ἐλεήμονος Θεοῦ.


Προσπαθεῖ σέ ὅλη τή ζωή του νά εἶναι ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ, ὅπως ὀ Θεός.

Ἐπιδιώκει νά τηρῇ τόν ἔμφυτον σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους Ἠθικό Νόμο, τόν Νόμο, πού ὁ Πανάγαθος ἔχει φυτέψει στίς καρδιές ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τόν Νόμον τῆς Ἀγάπης Του, πού εἶναι συγχρόνως καί ἡ βασική Ἀπόδειξις τῆς ὑπάρξεώς Του, τῆς πανταχοῦ Παρουσίας Του καί τῆς Προνοίας Του,γιά τά πλάσματά Του.
Κάθε πιστός  κατανοεῖ ὅτι τά ἀγαθά, ὑλικά καί πνευματικά, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, καί τά   ὁποῖα ἔλαβε μέ σκοπό νά τά διαχειρίζεται, ὅπως θέλει ὀ Θεός, πρός ἐνίσχυσιν καί ἀνακούφισιν τῶν ἀδελφῶν καί νά μήν κάνῃ ποτέ κατάχρησιν, ἀλλά καλή χρῆσιν. Νά ἐπιδιώκῃ τό κάθε του βῆμα νά εἶναι ἔλεος, ἐλεημοσύνη σωστή, ὅπως τή δίδαξεν ὁ Χριστός. Νά ἀγωνίζεται ἔτσι, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ζωή του νά εἶναι Προσφορά στό Βωμό τῆς Ἀγάπης, θυσία στό Θεό «εἰς ὀσμήν εὐωδίας». Νά συνειδητοποιεῖ τόν ὕμνον, πού ψάλλει στή Θ. Λειτουργία: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».




Πολλοί ἀποδέχονται τήν ἀγάπη μέ τά λόγια καί τήν ἐπιδεικνύουν μέ τή γλῶσσα. Ἀλλά, ὅπως εἶναι φανερόν, οἱ φιλοφρονήσεις καί τά κολακευτικά, τά ψεύτικα, τά παρηγορητικά  λόγια, δέν θεραπεύουν τίς ἀνάγκες. Καί οἱ ψεύτικες ὑποσχέσεις, πού στήν πραγματικότητα εἶναι καθαρές ὑπεκφυγές καί φαρισαϊκή ὐποκρισία, δέν εἶναι γνωρίσματα τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.

Ὁ ἐλεήμων συνοδεύεται ἀπό εἰλικρινεῖς ἐκδηλώσεις γνήσιας ἀγάπης, στοργῆς καί τρυφερότητος, ἀπό  ὁλόψυχη συμπάθεια, πού ἀποδεικνύεται μέ ἔργα, μέ ὑπηρεσίες καί κόπους καί θυσίες. Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος λέγει ὅτι ἡ πίστις χωρίς τά ἔργα τῆς ἀγάπης εἶναι νεκρή: «Τί τό ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐάν πίστιν λέγει τις ἔχειν, ἔργα δέ μή ἔχῃ; Μή δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;» (Ἰακ. β΄ 14). Καί συνεχίζει: «Ἐάν ἕνας ἀδελφός ἤ μία ἀδελφή εἶναι γυμνοί καί δέν ἔχουν ἀρκετά ροῦχα, στεροῦνται δέ ἀκόμη καί αὐτῆς τῆς αναγκαίας, τῆς καθημερινῆς  τροφῆς καί τούς πῇ  ἕνας ἀπό σᾶς· Πηγαίνετε στό καλό. Εὔχομαι νά ζεσταθῆτε  καί χορτασθῆτε καλά. Ἐάν ὅμως, μαζί μέ τά καλά λόγια, δέν δώσετε σ’ αὐτούς καί αὐτά πού τούς χρειάζονται, γιά τή συντήρησι τοῦ σώματος, τί ὀφελοῦν τά καλά σας λόγια;» (Ἰακ. β΄15-16). Ἡ εὐχή: «θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε», δέν ἀρκεῖ.
Ὁ Κύριος προστάσσει τούς μαθητάς Του, μετά τήν ὁμιλία Του στήν ἔρημο,  λέγων:




«Δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ΄ 16). Τά λόγια καί οἱ εὐχές δέν εἶναι τροφή πού χορταίνει οὔτε ἔνδυμα πού θερμαίνει. Τά λόγια ἀγάπης τοῦ πιστοῦ καλόν εἶναι νά συνοδεύωνται καί μέ τά ἔργα, με τή ἀναγκαία τροφή καί τά ἐνδύματα.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι στή ζωή τῶν ἑνωμένων μέ τόν Χριστόν πιστῶν ἰσχύει ἡ πίστις, «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλάτ. ε΄ 6).

Ἐκεῖνος πού ἔχει, ὀφείλει νά παρέχῃ στόν ἄλλο τό κάθε τί, πού στερεῖται. Αὐτό εἶναι θέλημα Θεοῦ. Πράξεις, ἔργα ἀγάπης. Ζητεῖ
ἐλεημοσύνη  καί μακαρίζει τούς ἐλεήμονες.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέγει ὅτι «ὡραία εἶναι ἡ θεωρία, ὡραία εἶναι καί ἡ πρᾶξις. Γιατί, ἡ μέν θεωρία ὑψώνεται πάνω ἀπό τά ἐγκόσμια καί προχωρεῖ στά ἅγια τῶν ἁγίων καί ἐπαναφέρει τό νοῦ μας πρός τόν Θεόν, ἡ δέ πρᾶξις ὑποδέχεται τόν Χριστόν καί Τόν ὑπηρετεῖ καί μέ τά ἔργα ἀποδεικνύει τήν ἀγάπη Σ’ Αὐτόν» (Περί Φιλοπτωχείας, λόγ. ιδ΄ ἐν Migne 35,651). Καί τονίζει ὅτι  ἡ πρᾶξις (εἶναι) «θεωρίας ἐπίβασις». Ἡ πρᾶξις, δηλαδή, εἶναι διάβασις, πέρασμα, βάθρο, σκάλα τῆς θεωρίας (Migne, P.G. 35,651).
Ὁ Θεός προστάσσει τή θετική ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. «Κόβε τό ψωμί σου καί μοίραζέ το σ’ ἐκείνους, πού πεινοῦν καί τούς πτωχούς καί ἀστέγους φέρε τους μέσα στό σπίτι σου. Ἄν δῇς γυμνό, ντῦσε τον καί μή παραβλέψῃς τούς  στενούς συγγενεῖς καί συμπατριῶτες σου» (Ἡσ. 58,7).
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος στόν ὁρισμό του περί τῆς Θρησκείας, προτάσσει σάν τό πιό βασικό καί οὐσιαστικό γνώρισμά της, τήν ἐλεημοσύνην πρός τόν πλησίον, μνημονεύοντας τά ὀρφανά καί τίς χῆρες, σάν πρόσωπα, πού ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη προστασίας, στοργῆς καί βοηθείας: «Θρησκεία καθαρά καί ἀμίαντος παρά τῷ Θεῷ καί Πατρί  αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανούς καί χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτόν τηρεῖν ἀπό τοῦ κόσμου» (Ἰακ. α΄ 27).


Ὁ πραγματικός πιστός εἶναι ἐλεήμων. Φροντίζει πάντοτε νά περιθάλπῃ καί νά ἀνακουφίζει τούς συνανθρώπους του, πού ἔχουν κάποια ἀνάγκη, χωρίς νά γνωρίζῃ ἡ ἀριστερά τῆς δεξιᾶς τό ἔργον, ἐν τῷ κρυπτῷ. Ἀποφεύγει κάθε πλουτισμό, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ. Μιμεῖται «τόν ἀρχηγόν τῆς Πίστεως καί τελειωτήν Ἰησοῦν», τόν Δημιουργόν τοῦ παντός, πού, σάν ἄνθρωπος στή γῆ, δέν εἶχε ποῦ νά κλίνῃ τό κεφάλι. Ἐνδιαφέρεται γιά τόν πνευματικό πλουτισμό, πού κατορθώνεται μόνο μέ τή σωστή ἐλεημοσύνη. Ὁ ἐλεήμων δέν θησαυρίζει, γιά τόν ἑαυτόν του, θησαυρούς στή γῆ, ἀλλά θησαυρίζει θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, πλουτίζει εἰς Θεόν (παρβλ. Ματθ. στ΄ 29. Λουκ. ιβ΄ 21).
«Ὁ ἔχων τῷ μή ἔχοντι ἀνεπιφθόνως (ἀμέμπτως) ἐπιχορηγεῖ... Καί ἐάν ἀνάμεσα στούς Χριστιανούς εἶναι τις ἐνδεής ἤ πτωχός καί δέν ἔχουν εὐχέρειαν νά τόν διαθρέψουν, δυό ἤ τρεῖς μέρες νηστεύουν, γιά νά προσφέρουν στούς  ἐνδεεῖς τήν ἀναγκαία τροφή» (Ἀριστείδου, Ἀπολογία 15,7-8, ΒΕΠΕΣ 3,149,19ἑξ.).
Πολύ χαρακτηριστική εἶναι ἡ προτροπή, πού συναντᾶμε στόν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ:
«Ἀντί οὖν ἀγρῶν ἀγοράζετε  ψυχάς θλιβομένας, καθ’  ἅ τις δυνατός ἐστι καί χήρας καί ὀρφανούς ἐπισκέπτεσθε καί μή παραβλάπτετε αὐτούς, καί τόν πλοῦτον ὑμῖν καί τάς παρατάξεις πάσας εἰς τοιούτους ἀγρούς καί οἰκίας δαπανᾶτε, ἅς ἐλάβετε παρά τοῦ Θεοῦ…» (Παραβολή  α΄ 8-11 ΒΕΠΕΣ  3, 68, 25ἑξ.).
Ὁ Ἰησοῦς ζητεῖ ἀπό τούς Μαθητάς Του
ἔμπρακτη ἐκδήλωσι τῆς ἀληθινῆς πρός τόν πλησίον ἀγάπης. Δέν ζητεῖ λόγια καί θεωρίες. Ζητεῖ ἐλεημοσύνην. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «ὁ Σαμαρείτης τραυματίαν ἰδών ἀγνῶτα (δηλ. πού τοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστος) καί οὐδέν αὐτῷ προσήκοντα (καί δέν εἶχαν καμμίαν σχέσιν), καί ἐπέστη (καί ἐσταμάτησε) καί ἐπί τό ὑποζύγιον ἀνεβίβασε, καί εἰς τό πανδοχεῖον κατήγαγε (τόν μετέφερε), καί ἰατρόν ἐμισθώσατο, καί τό μέν ἔδωκεν ἀργύριον, τό δέ ὑπέσχετο» (ὁμιλία ιε΄ 11 Εἰς Ματθ. ε΄1-16).


Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός λέγει ὅτι «ἀνάμεσα στίς ἀρετές δέν ὑπάρχει τίποτε πιό μεγάλο καί περισσότερο τέλειο ἀπό τήν ἔμπρακτη ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Σημεῖο δέ  αὐτῆς εἶναι μόνο τό νά μή κρατάῃ γιά τόν ἑαυτό του κάποιο πρᾶγμα, πού ὁ ἄλλος τό ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά καί τό θάνατο νά ὑπομένῃ ἀκόμη μέ χαρά, σύμφωνα μέ τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, θεωρῶντας ὅλα αὐτά σάν χρέος του. Καί δικαίως. Γιατί χρωστάει ὄχι μόνον  τόν πλησίον νά ἀγαπᾷ μέχρι θανάτου,ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλά καί τό Χριστό, πού ἔδωκε τήν ἐντολήν τῆς ἀγάπης χύνοντας τό ὑπέρτιμο αἷμα Του γιά μᾶς» (Φιλοκαλία Γ΄ 75,29 ἑξ.).
Ἀγάπη «ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ», δόσις πραγματικῆς ἐλεημοσύνης εἶναι καί μέσ’ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας παροχή συγγνώμης, γιά τυχόν σφάλματα τοῦ πλησίον σέ μᾶς. Πραγματική ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ συγχώρησις, ἡ ἄφεσις καί συμφιλίωσις, με τόν πλησίον, πού εἰλικρινά μετανοεῖ.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι «ἔργον ἀγάπης ἐστίν ἡ εἰς τόν πλησίον ἐκ διαθέσεως εὐεργεσία καί μακροθυμία καί ὑπομονή καί μετά ὀρθοῦ λόγου χρήσασθαι τοῖς πράγμασιν» (Φιλοκαλία Β΄ 7, μ΄).
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐλέγχει τόν ἄνθρωπον, πού δέν ἔχει ἀγάπην. Λέγει ὅτι ἐκεῖνος, πού κρατάει γιά τόν ἑαυτόν του τά ἀγαθά, εἶναι πλεονέκτης, ἄδικος,  καταχραστής, κλέπτης. «Ποιός εἶναι πλεονέκτης; Αὐτός πού δέν ἀρκεῖται στήν αὐτάρκεια. Ποιός  δέν εἶναι ἅρπαγας; Αὐτός πού δέν ἀφαιρεῖ αὐτά πού ἀνήκουν στόν καθένα. Δέν εἶσαι σύ ὁ πλεονέκτης; Δέν εἶσαι σύ ὁ ἅρπαγας, ὅταν ἰδιοποιεῖσαι αὐτά πού δέχτηκες νά διαχειρισθῇς; Ἤ μήπως αὐτός μέν πού ἀπογυμνώνει τόν ντυμένον θά ὀνομασθῇ λωποδύτης·  ἐκεῖνος δέ πού δέν ντύνει τόν γυμνόν, ἐνῷ μπορεῖ νά τό κάμῃ, ἀξίζει νά ὀνομασθῇ μέ ἄλλο ὄνομα; Τό ψωμί πού κρατᾶς ἐσύ εἶναι αὐτοῦ πού πεινᾶ. Τό ροῦχο πού φυλᾶς ἐσύ στίς ἱματιοθῆκες σου, ἀνήκει στόν γυμνό·  τά παπούτσια πού σαπίζουν στό σπίτι σου εἶναι τοῦ ξυπόλυτου·  τά χρήματα πού ἔχεις καταχωνιασμένα, ἀνήκουν σ’  αὐτόν πού τά χρειάζεται. Ὥστε,   λοιπόν, ἀδικεῖς τόσους, ὅσους μποροῦσες νά εὐεργετήσῃς» (Ὁμιλ. Εἰς τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας» 7, ἐν ΒΕΠΕΣ  64, 37-65,5).
Εἶναι Χρέος τοῦ πιστοῦ ἡ ἐλεημοσύνη. «Ἐλεήμων δέ ἐστιν ὁ ἐλεῶν τόν πλησίον, ἐξ
ὧν αὐτός  ἐλαβε παρά Θεοῦ, εἴτε χρήματα, εἴτε βρώματα, εἴτε ἰσχύν, εἴτε λόγον πρός ὠφέλειαν, εἴτε εὐχήν, εἴτε ἔχει δυνατόν τοῦ οἰκτειρῆσαι τόν δεόμενον αὐτοῦ λογιζόμενος χρεώστης εἶναι, διότι πλείονα ἔλαβεν ὑπέρ οὗ ζητεῖται·  καί ὅτι  ἠξιώθη, ὡς Θεός ἐλεήμων καλεῖσθαι, καί ταῦτα ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ νῦν καί ἐν τῷ μέλλοντι ἐπί πάσης τῆς κτίσεως· καί ὅτι διά τοῦ ἀδελφοῦ ὁ Θεός δέεται αὐτοῦ καί χρεωφειλέτης αὐτοῦ γίνεται... Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τελεία ἐλεημοσύνη, ὥσπερ ὁ Χριστός ὑπέρ  ἡμῶν



τόν θάνατον  ὑπέμεινε, πᾶσι τεθεικώς  ὑπογραμμόν καί τύπον, ἵνα ὑπέρ ἀλλήλων ἀποθάνωμεν· οὐ μόνον δέ ὑπέρ τῶν φίλων, ἀλλά καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν, καιροῦ καλοῦντος» (Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Περί τῆς δευτέρας Ἐντολῆς, ἐν Φιλοκαλίᾳ Γ΄ 23, 21-36 ἐκδ. Οἶκος «ΑΣΤΗΡ» Αθῆναι 1960).

«ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» ἀγάπη μας πρός τόν πλησίον, ἡ σωστή, δηλαδή,  ἡ χωρίς φαμφάρες,  ἐλεημοσύνη μας  εἶναι ἡ πιό τέλεια ἔκφρασις τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεόν.
Αὐτήν τήν ἀλήθεια διατυπώνει ἐπιγραμματικά καί ὁ Ἐθνικός μας ποιητής, ὁ Κωστῆς Παλαμᾶς:

«Ὁ Χριστός νά καίγονται γυρεύει γι’    αὐτόν καρδιές ὄχι κεριά.
Καί μέ σταυρούς κανείς δέν Τόν λατρεύει καί γονατίσματα βαρειά.
Γιατί λατρεύει τό Χριστό ὅποιος δίνει γιά τόν πλησίον τή ζωή,
Ὅποιος τό γυμνωμένο κρυφοντύνει καί  τό
  φτωχό τόν ἐλεεῖ,
Ὅποιος τήν ἀδικία κεραυνώνει καί ἁγνό τό μέτωπο κρατεῖ,
Κι’ ἔχει Θεό τήν καλωσύνη μόνη, κι’ ἔχει
Θεό τήν ἀρετή».

Λοιπόν, « Τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ’ ἐν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ» (Α΄ Ἰωάν. γ΄ 18). Αὐτή τήν ἀγάπη μᾶς διδάσκει ὀ Χριστός μέ τήν Σταυρική Του Θυσία καί τήν Ἀνάστασί του. Μέ αὐτήν τήν ἀγάπην, οἱ πιστοί, Αὐτόν προσκυνήσωμεν.






Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ, ΙΒ.

« Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται». 12ο΄




«Μή γνώτω ἡ αριστερά σου
τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ΄3).



«Σύ ὅμως ὅταν κάνῃς ἐλεημοσύνη πρόσεχε νά μή μάθῃ τό ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τό δεξί σου χέρι. Μή θελήσης νά γίνη γνωστή   ἡ ἐλεημοσύνη σου. Γιά νά μείνῃ ἡ ἐλεημοσύνη σου στά κρυφά. Καί ὁ Πατέρας σου πού βλέπει στά κρυφά. Αὐτός, πού ἐρευνᾶ καί γνωρίζει καλά τά βάθη τῆς καρδιᾶς σου, θά σοῦ δώσῃ τήν ἀμοιβή σου στά φανερά.

Μήν ἀφήσῃς τή φιλοδοξία, τήν κενοδοξία, τήν ἀνθρωπαρέσκεια νά μολύνουν τήν καρδιά σου. Φύλαξε καθαρή  τήν ψυχή σου ἀπό τά ὀλέθρια αὐτά πάθη.

Ἀγάπησε μέσ’ ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου τό Θεό καί τό συνανθρωπό σου. Συγχώρησε τά λάθη τά λάθη του. Θεράπευσε τίς ἀνάγκες του, χωρίς νά περιμένῃς ἀνταπόδωσι, ἤ ἐπαίνους ἀπό τούς ἀνθρώπους.

Στήριξε, συνέτισε, φώτισε, ἐξαγίασε, σκόρπισε τόν ψυχικό, τόν πνευματικό καί τόν ὑλικό  πλοῦτο, πού σοῦ χάρισε ὁ Θεός, σέ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη, «ἐν τῷ κρυπτῷ», χωρίς τυμπανοκρουσίες καί φαμφάρες, ἀθόρυβα, στά κρυφά.

Καί ὁ οὐράνιος Πατέρας, πού βλέπει, θά εὐλογήσῃ τά ἔργα σου, χωρίς ἐσύ νά ἐπιδιώκῃς κάτι τέτοιο. Θρέψε τούς πεινῶντας, πότισε τούς διψασμένους, ντῦσε τούς γυμνούς ὑλικά, ἠθικά ἤ πνευματικά.

Ἐλευθέρωσε   τούς αἰχμαλώτους καί τούς φυλακισμένους  ἀπό ὁποιαδήποτε ἄδικη  αἰχμαλωσία ἤ φυλακή. Ἐλευθέρωσε  τούς  συνανθρώπους σου ἀπό τήν ἄγνοια, ἀπό τήν ἀμάθεια, ἀπό τήν ἀνέχεια, ἀπό τή στέρησι, μέ ἱλαρότητα καί ἀνιδιοτέλεια.

Αὐτό εἶναι τό αἴτημα τῆς ἀγάπης καί τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ.

Κάμε τήν ἐπίσκεψί σου σέ κάθε συνάνθρωπό σου, πού ἔχει ἀνάγκη, σάν τόν Ἰησοῦ, ἁπλά ἀθόρυβα, μέ γλυκύτητα,

μέ ἁπαλότητα, στοργή καί τρυφερότητα. Ἔλα κοντά καί δρόσισε, μέ τή χάρι σου, τόν ἐμπερίστατο ἀδελφό καί κάθε πονεμένο, «ὡς αὔρα λεπτή». Καί «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου, τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Αὐτός εἶναι ὁ Κανόνας.

Βασική προϋπόθεσις τῆς κατά Χριστόν ἐλεημοσύνης εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον γίνεται. Χάνει ὁλότελα τήν ἀξία της ὅταν δέν γίνεται μέ τό σωστό τρόπο.

Σκοπός τῆς ἐλεημοσύνης εἶναι νά θεραπεύσῃ τίς πληγές τῶν ἀδελφῶν, ὄχι νά τίς κακοφορμίσῃ, νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο, νά σπογγίσῃ τά δάκρυα, νά λύσῃ καί νά ἐξαφανίσῃ τά προβλήματα, νά δώσῃ χαρά καί νά ἀνακουφίσῃ.

Ἐάν μέ τόν τρόπο μας φέρουμε ἀναστάτωσι καί ταραχή στήν ψυχή τοῦ συνανθρώπου μας, ἐάν, προκειμένου νά προβάλλουμε τόν ἑαυτό μας, τόν διαπομπεύουμε, τότε τόν τραυματίζουμε, κουρελιάζουμε τήν ἀξιοπρέπειά του καί

τήν προσωπικότητά του. Τότε ἡ προσφορά μας δέν εἶναι ἐλεημοσύνη, ἀλλά κακία. Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἔλεγαν ὅτι «τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται».

Στό Ματθ. στ΄ 1-4 ὁ Κύριος καθορίζει ἐπ’ ἀκριβῶς πῶς πρέπει νά γίνεται ἡ ἐλεημοσύνη, πότε γίνεται δεκτή καί εὐάρεστη  στό Θεό, πού εἶναι ὀ μόνος Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος.

Ὁ Ἀπόστολος  Παῦλος παρακαλεῖ τούς ἀδελφούς νά προσφέρουν πρόθυμα καί μέ ἁπλοχεριά τή βοήθειά τους σέ κείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη. Νά προσφέρουν τήν ἀγάπη τους μέ τέτοιο τρόπο, ὥστε νά εἶναι ἀγαθοεργία. Νά προσφέρουν τήν ἐλεημοσύνην τους «ὡς εὐλογίαν καί μή ὡς πλεονεξίαν». Προτρέπει τούς πιστούς καί λέγει: «Ἕκαστος καθώς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ» ἄς προσφέρει τή βοήθειά του, «μή ἐκ λύπης ἤ ἐξ ἀνάγκης». Καί τονίζει:  «ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β΄Κορινθ. θ΄ 5-7), χωρίς νά γνωρίζει διόλου ἡ ἀριστερά τῆς δεξιᾶς τό ἔργον. Ὁ Ὠριγένης δέ πολύ σωστά τονίζει ὅτι «τό δεξιόν καί καθῆκον ἔργον γινώσκει ἡ ἀριστερά ὅτε μολύνεται ὑπό φιλοδοξίας» (Εἰς Ματθ. Ἀπόσπ. 115 ἐν ΒΕΠΕΣ 14, 267, 28-30).

Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι «ὁ εὐτρεπίζων ἑαυτόν τῷ πατρί τῷ βλέποντι ἐν τῷ κρυπτῷ (αὐτός πού προετοιμάζει τόν ἑαυτόν ὅπως θέλει ὁ πατέρας πού βλέπει στά κρυφά) καί προσευχόμενος καί πάντα πράσσων οὐ πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις (αὐτός πού προσεύχεται καί κάνει τά πάντα ὄχι πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις) ἀλλά πρός τό μόνῳ φανερωθῆναι Θεῷ· οὗτος ἔχει πᾶσαν τήν δόξαν ἔσωθεν» (Ὁμιλ. Εἰς Ψαλμ. ΜΔ΄ ΒΕΠΕΣ 52,104, 1-4).

Ὁ Θεόφιλος Ἀντιοχείας (πρός Αὐτόλυκον Γ΄14) λέγει ὅτι τό Εὐαγγέλιον διδάσκει «τούς ποιοῦντας τό ἀγαθόν μή καυχᾶσθαι, ἵνα μή ἀνθρωπάρεσκοι ὦσιν. Μή γνώτω γάρ, φησίν, ἡ χείρ σου ἡ ἀριστερά, τί ποιεῖ ἡ χείρ σου ἡ δεξιά» (ΒΕΠΕΣ 5, 58, 18-21).

Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (Στρωματεῖς Δ΄ κεφ. XXII) σημειώνει: «Ἐάν ποιήσῃς, φησίν, ἐλεημοσύνην, μηδείς γινωσκέτω, καί ἐάν νηστεύσῃς, ἄλειψαι, ἵνα ὁ Θεός μόνος γινώσκῃ, ἀνθρώπων δέ οὐδέ εἷς, ἀλλ’ οὐδέ αὐτός ὁ ἐλεῶν ὅτι ἐλεεῖ, γινώσκειν ὀφείλει· ἔσται γάρ  οὕτω ποτέ μέν οἰκτίρμων, ἄλλοτε δέ οὔ. Ἐπάν δέ ἐν ἕξει ποιήσῃ τό εὐεργετητικόν, φύσιν ἀγαθοῦ μιμήσεται· ἡ δέ διάθεσις καί φύσις ἔσται καί συνάσκησις. Οὐ δεῖ δέ ἀρθέντας μετατεθῆναι, ἀλλά βαδίζοντας ἀφικέσθαι οἷς δεῖ,  διά πάσης τῆς στενῆς διελθόντας ὁδοῦ· τοῦτο γάρ ἐστι  τό ἑλκυσθῆναι ὑπό τοῦ πατρός, τό ἄξιον γενέσθαι τήν δύναμιν τῆς χάριτος παρά τοῦ πατρός λαβεῖν <καί> ἀκωλύτως ἀναδραμεῖν· κἄν μισῶσι τόν ἐκλεκτόν τινες,  οἶδεν οὗτος τήν ἄγνοιαν αὐτῶν, οἰκτείρων τῆς ἀμαθίας τήν γνώμην αὐτῶν. Εἰκότως οὖν ἡ γνῶσις αὕτη ἀγαπᾷ καί τούς ἀγνοοῦντας διδάσκει τε καί παιδεύει τήν πᾶσαν κτίσιν τοῦ Παντοκράτορος Θεοῦ

τιμᾶν» (ΒΕΠΕΣ  8, 97, 21-34).

«Προσέχετε τῆν ἐλεημοσύνην ὑμῶν...». Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μᾶς συμβουλεύει «μή ποιεῖν τήν ἐλεημοσύνην ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· οὐχ ἵνα μέλλωμεν περιστέλλεσθαι τούς ἀδελφούς ἐν τῷ εὖ ποιεῖν τοῖς δεομένοις· ἀλλ’ ἵνα μή μέλλωμεν θηρεύειν παροῦσαν δόξαν κατά τούς κενοδόξους Φαρισαίους·  ἐκδέχεσθαι δέ μᾶλλον παρά Θεοῦ τήν ἀμοιβήν ἐν τῷ μέλλοντι τῆς πιστῆς καί περισπουδάστου ἐλεημοσύνης, ὅς καί χαίρει οὐ τοσοῦτον ἐπί τό δόματι, ὅσον ἐπί τῇ πλουσίᾳ καί ἀγαθῇ  προαιρέσει τοῦ μεταδιδόντος, ὡς  ἔστι πληροφορηθῆναι ἐκ τῆς πενιχρᾶς χήρας  βαλούσης τά δύο λεπτά εἰς τό γαζοφυλάκιον» (Ἀμφιβαλόμενα,Ἑρμην. Εἰς Ματθ. ΒΕΠΕΣ 35,23,1-9).

Καί συνεχίζει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «Σοῦ δέ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην, μή γνώτω», φησίν, «ἡ ἀριστερά χείρ τί ποιεῖ ἡ δεξιά». Τοὐτέστι μή εἰδέναι (δηλαδή νά μή ξέρουν) τά τῆς σαρκός θελήματα τήν σκέψιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος...» ( ΒΕΠΕΣ 35,23, 10 ἑξ.).

Ὅταν τό πάθος τῆς κενοδοξίας κυριεύσῃ τόν ἄνθρωπον, τόν καθυποβάλλει στήν ἰδέα πώς εἶναι δίκαιος καί πώς ὅλα του τά ἔργα εἶναι καλά, καί τόν κατεξευτελίζει.

« Ἡ κενοδοξία τόν αὐτήν ἔχοντα ὑποβάλλει καί χλευάζει, δίκαιον ἑαυτόν λογίζεσθαι, μή ἐννοῶν τά κακά· ἀλλά πολλάκις μόνον καλά ποιεῖν» (Ὠριγ.  Εἰς Παροιμ. ΚΔ΄ ΒΕΠΕΣ 16,217,29-31).

Χρειάζεται προσοχή, ὥστε νά μή ἐπιτρέπομε νά εἰσέρχεται στήν ψυχή μας τό βρωμερό αὐτό πάθος τῆς κενοδοξίας. Ὁ καθένας μας ὀφείλει νά διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν «ἐν τῷ κρυπτῷ», καί νά μή μολύνεται ἡ ψυχή μας καί τά ἔργα μας  ἀπό τήν ἀνθρωπαρέσκεια καί τήν  κενοδοξία. Ὅ,τι κάνουμε να τό γνωρίζῃ μόνον ὁ Θεός, ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ.

Ἐπειδή δέ ὁ Θεός εἶναι καρδιογνώστης, εἶναι ὀ μόνος, πού μπορεῖ νά κρίνῃ κατά πόσον μία σκέψις ἤ ἕνας λόγος ἤ μια πρᾶξις γίνεται «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» ἤ ὄχι. Μόνον ὁ Θεός μπορεῖ νά κρίνῃ δίκαια καί νά ἐπαινέσῃ ἤ νά ψέξῃ καί κανείς ἄλλος.

«Μόνος δέ ὁ Θεός οἶδεν ἀξίως καί ἐπαινέσαι τόν ἐπαινετόν καί τοῦ ψεκτοῦ τήν κρίσιν ἀξίως ποιῆσαι, ἐπειδή βλέπει ἐν τῷ κρυπτῷ καί οὐ μόνον τάς πράξεις, ἀλλά καί τούς λογισμούς· γυμνή γάρ αὐτῷ τῶν πραγμάτων ἡ φύσις θεωρεῖται καί ὁ σκοπός κατανοεῖται» (Ὠριγ. Εἰς τό κατά Λουκ., Ὁμιλ. Β΄ ΒΕΠΕΣ 15, 14, 28-32).

Ὅταν ἡ ἐλεημοσύνη γίνεται ὅπως θέλει ὁ Θεός, τότε ὁ ἐλεῶν εἶναι πράγματι ἐλεήμων καί εἶναι μακάριος καί αὐτός ὁ ἔλεος «εὐνοίας πατήρ, ἀγάπης ἐνέχειρον, σύνδεσμος πάσης φιλικῆς διαθέσεως. Τῆς δέ ἀσφαλείας ταύτης, τί ἄν ἐπινοηθείη κατά τήν ζωήν ὀχυρώτερον;» (Γρηγ. Νύσσης, Εἰς τούς Μακαρισμούς, λόγ. 5ος, Migne P.G. 44,1253).