Τρίτη 23 Μαΐου 2017

ΠΕΡΙ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗΣ. ΙΔ΄

«Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» 14ο

«Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Παροιμ. ιθ΄ 17).



Ἐκεῖνος, πού ἐλεεῖ τόν πτωχόν, με λεπτότητα καί ἁγνή ἀγάπη καί ἱλαρότητα, δανείζει στό Θεό. Πῶς ὅμως  εἶναι δυνατόν νά δανείζει στό Θεό ὁ ἐλεήμων, ἀφοῦ  ὅλα τά ἀγαθά, πού ἔχουμε, εἶναι τοῦ Θεοῦ; Εἶναι καί τοῦτο ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τά πλάσματά Του.


Μᾶς διορίζει οἰκονόμους στά ἀγαθά Του καί θέλει, μέ τή θέλησί μας, νά γίνουμε καλοί διαχειριστές, καλοί οἰκονόμοι.


Ὁ πιστός δέν κρατάει γιά τόν ἑαυτό του τά ἀγαθά, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός, ἀλλά τά διαμοιράζει στούς πτωχούς , ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τους. Κάνει καλή χρῆσι. Προσφέρει μέ ἱλαρότητα καί ἀγάπη, σ’ ἐκείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη, κάθε ὑλική ἤ ἠθική καί πνευματική βοήθεια , σάν καλός καί φρόνιμος οἰκονόμος. Ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης μας  στόν πτωχό, ἡ καλή διαχείρησι τῶν ἀγαθῶν, θεωρεῖται σάν προσφορά πού γίνεται στόν ἴδιο τό Θεό. Καταγράφεται στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ καί βραβεύεται ἡ προσφορά του. Ὁ Πανάγαθος Δωρητής Θεός θεωρεῖ τόν ἑαυτόν Του ὀφειλέτη, εἰς ἡμᾶς τους εὐτελεῖς. Καί μᾶς διαβεβαιώνει  ὁ Κύριος ὅτι ἐκεῖνος, πού τά  ἄφησε ὅλα, ἀκόμη καί τά ἀγαπημένα του πρόσωπα, καί ἐθυσίασε τά ἀγαθά στό Βωμό τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον καί,  μέ αὐταπάρνησι, Τόν  ἀκολούθησε, αὐτός ἑκατονταπλασίονα λήψεται καί ζωήν αἰώνιον κληρονομήσει»(παρβλ. Καί Ματθ. ιθ΄ 29).




Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς ἀποκαλύπτει τή θαυμαστή ἀλήθεια καί τήν πληροφορία ὅτι «δανείζει τό Θεό, ὅποιος ἐλεεῖ τόν πτωχό, σύμφωνα δέ μέ τό ποσόν πού δίδει καί τή διάθεσι, πού κάμνει τήν ἐλεημοσύνη, θά τόν ἀνταμείψῃ ὁ Θεός» (Ποροιμ. ιθ΄ 17). Ὁ ἐλεήμων, δηλαδή, ἄνθρωπος, ὑποχρεώνει τόν Θεόν. Ἄπειρον καί ἀνεξιχνίαστον εἶναι τό ἔλεός Του. Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου. Νά μέ τιμᾶ ὁ Πανάγαθος καί νά μέ καθιστᾶ  διαχειριστήν τῶν ἀγαθῶν Του καί νά θεωρεῖ: τήν καλήν διαχείρησιν ὡς δάνειον εἰς Αὐτόν, τούς καλούς οἰκονόμους, ὡς δανειστάς Του, καί τόν Ἑαυτόν Του, ὡς Χρεώστην.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «Διατί οὖν  οὐκ εἶπεν, Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δίδωσι Θεῷ, ἀλλά, Δανείζει; Οἶδεν ἡ Γραφή τήν ἡμετέραν πλεονεξίαν·  προσέσχεν ὅτι ἡ ἀπληστία ἡμῶν πρός πλεονεξίαν βλέπουσα τόν πλεονασμόν ζητεῖ. Καί διά τοῦτο οὐκ εἶπεν ἁπλῶς· Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δίδωσι Θεῷ, ἵνα μή ἁπλῆν τήν ἀντιμισθίαν νομίσῃς· ἀλλ’ Ὁ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ. Εἰ δανείζεται Θεός παρ’ ἡμῶν, ἄρα χρεώστης ἡμῶν ἐστι. Τί οὖν θέλεις αὐτόν ἔχειν, κριτήν ἤ χρεώστην; Ὁ χρεώστης αἱδεῖται τόν δανείσαντα· ὁ κριτής οὐ δυσωπεῖται τόν δανειζόμενον» (Περί Μετανοίας, Ὁμ. Ζ΄ 6, ΕΠΕ 30, 272,15-22).
Καί πραγματικά συμφέρει νά ἔχουμε τό Θεό χρεώστη μας. Διότι «ὁ χρεώστης ντρέπεται τόν δανειστή του, ἐνῷ ὁ κριτής δέν δέχεται τά παρακάλια τοῦ δανειζόμενου».
«Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν...».
Ὁ σοφός Σειράχ λέγει: «Ἐάν εὖ ποιῇς, γνῶθι τίνι ποιεῖς, καί ἔσται χάρις τοῖς ἀγαθοῖς σου» (Σοφ. Σειρ. ιβ΄ 1). Δηλαδή, ἐάν κάνῃς τό ἀγαθό, βλέπε σέ ποιόν τό κάνεις, καί θά βρῇς τότε εὐχαρίστησι γι’ αὐτό. Τό «βλέπε σέ ποιόν  κάνεις τήν ἐλεημοσύνη σου», δέν σημαίνει νά ἐξετάσῃς, ποιόν ἐλεεῖς, ἄν ἀξίζῃ ἤ ὄχι, ἄν ἔφταιξε ὁ ἴδιος γιά τή φτώχεια του. Δέν σημαίνει νά κάνῃς  ἀνακρίσεις καί νά ρωτᾶς, ὅπως οἱ Μαθητές τοῦ Χριστοῦ, μπροστά στή δυστυχία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ: «Κύριε, τίς ἥμαρτεν, οὗτος, ἤ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλός γεννηθῇ;» (Ἰωάν. θ΄ 1-7)  Ὁ Κύριος ἀπαγορεύει τίς ἀνακρίσεις καί ὑπαγορεύει τό Χρέος. Καί Χρέος μας εἶναι ἡ σωστή θεραπεία τῆς ἀνάγκης, πρός δόξαν Θεοῦ.
Καί γιά νά εἶναι σωστή ἡ θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ πλησίον, πρέπει  ἡ ἐλεημοσύνη σου νά γίνεται σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιον. Δηλαδή νά θεραπεύει τήν ἀρρώστια, τήν φτώχεια, τοῦ συναθρώπου μας. Στήν προηγούμενη ἀνάρτησι ἀναφέραμε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅπως τήν ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστής Προφήτης Ἡσαῒας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, πού λέγει:
 «Διάθρυπτε πεινῶντι τόν ἄρτον σου καί πτωχούς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τόν οἶκον σου· ἐάν ἴδῃς γυμνόν, περίβαλε, καί  ἀπό τῶν οἰκείων τοῦ σπέρματός σου, οὐχ ὑπερόψει» (Ἡσ. 58,7). Δηλαδή: «Κόψε τό ψωμί σου καί δῶσε το σ’ αὐτόν πού πεινάει καί βάλε μέσα στό σπίτι σου πτωχούς ἀστέγους καί μή παραβλέψῃς τούς πτωχούς συγγενεῖς καί συμπατριῶτες σου».

 Ὀφείλω νά σημειώσω ἐδῶ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει ὅτι ὀφείλουμε νά εἴμαστε προσεκτικοί, ὅταν ἑρμηνεύουμε τή Γραφή, διότι «τό γράμμα ἀποκτέννει, τό δέ πνεῦμα ζωοποιεῖ» (Β΄ Κορινθ. γ΄ 6). Καί ἐξηγοῦμαι: Ὅταν λέγει π.χ. ὁ Ἡσαΐας· «καί πτωχούς ἀστέγους εἴσαγε εἰς τόν οἶκον σου», ἐννοεῖ  ὅτι κάθε ἄγνωστο, πού συνατᾶμε στό δρόμο μας ἤ πού κτυπάει τήν πόρτα μας, ὀφείλουμε νά τόν βάνουμε μέσα στό σπίτι μας, μέσα στό στενό οἰκογενειακό μας περιβάλλον, κοντά στή γυναῖκα μας καί τά παιδιά μας, ὡς καλοί ἐλεήμονες;
Αὐτή εἶναι ἡ σωστή θεραπεία τῆς ἀνάγκης τοῦ συνανθρώπου μας;
Μήπως ὀφείλουμε νά γνωρίσουμε, ὄχι μόνον σέ ποιόν κάνουμε   τήν ἐλεημοσύνην μας, ἀλλά καί πῶς θεραπεύουμε σωστά τήν ἀνάγκην του;
Δέν πρέπει ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πτωχός εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀδελφός τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε΄ 4).
Συνεπῶς: Τό· «Βλέπε τίνι ποιεῖς» σημαίνει «Πρόσεχε, γιατί στό Θεό ποιεῖς». Δέν ἐπιτρέπεται ἀσυλλόγιστα, ἀπερίσκεπτα, ἀστόχαστα νά προβαίνουμε σέ ἐνέργειες,
πού, ἀντί νά θεραπεύουν τίς ἀνάγκες καί νά λύνουν τά προβλήματα, ἐπιφέρουν ἀντίθετα ἀποτελέσματα ἀπό τά προσδοκώμενα.

Ἄν πράγματι θέλῃς νἆναι σωστή ἡ ἐλεημοσύνη σου ὀφείλεις, ἀφοῦ δώσεις τίς πρῶτες βοήθειες, νά γνωρίσῃς καλά:
Ποιός  εἶναι ἄγνωστος καί πτωχός αὐτός συνάνθρωπός σου.
Ποιά εἶναι ἡ πραγματική του ἀνάγκη καί
Πῶς θεραπεύεται.
Αὐτό σημαίνει τό «γνῶθι τίνι ποιεῖς».
Δέν θεραπεύεις σωστά τόν ἄγνωστον καί πτωχόν αὐτόν συνάνθρωπό σου, ἐάν, ὡς ἐλεήμων, τόν βάλῃς μέσα στό σπίτι σου, ἐάν τόν ἐντάξῃς στό στενό οἰκογενειακό σου περιβάλλον. Διότι ἐάν αὐτός ὁ ἄγνωστος κατεσπατάλησε τόν πλοῦτο του ὑλικόν ἤ πνευματικόν «ζῶν ἀσώτως», διέλυσε τό σπιτικό του καί ἐξ ὑπαιτιότητός του περιῆλθεν εἰς τήν ἔσχατη πτωχεία καί ἀθλιότητα, ἐάν εἶναι σχιζοφρενής,ἤ ἀλκοολικός, ἤ Ναρκωμανής   γλεντοκόπος, πού τό μόνο πού ἐπεδίωκε στή ζωή του ἦταν νά παίρνῃ Θαλασσοδάνεια, Ἑορτοδάνεια, πιστωτικές Κάρτες καί δάνεια γιά νά πηγαίνῃ διακοπές καί ταξίδια στίς Μπαχάμες καί στήν Ἀϊτή «ζῶν ἐν κρεπάλῃ καί μέθῃ» ἤ εἶναι συστηματικός κηφήνας (τεμπέλης), πού δέν θέλησε ποτέ νά ἐργασθῇ, ἀλλά συνήθισε νά ζῆ εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί νά ἐκμεταλεύεται τήν καλωσύνη τους, ἄν αὐτόν τόν  βάλῃς μέσα στό σπίτι σου, σίγουρα θά διαλύσῃ καί τό δικό σου σπιτικό, ὅπως διέλυσε καί τό δικό του.


























Θά εἶναι ἄδικον νά καταδικάσῃς τά παιδιά
σου σέ μια τέτοια τυραννία καί ἄσκοπο, διότι ἡ ἐλεημοσύνη σου, δέν θά ἐπιφέρῃ τήν ἴασι στόν συγκεκριμένο πτωχό, δέν θά θεραπεύσῃ τίς ἀνάγκες του. Κινδυνεύεις μάλιστα νά τροφοδοτήσῃς τά πάθη του.

Καί γεννωνται τά ἐρωτήματα:

Τί πρέπει νά κάνῃ κανείς σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις; Δέν παραβαίνει τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου, πού προστάσσει νά βοηθοῦμε, χωρίς  ἀνακρίσεις, ἄν ἔφταιξε ἤ ὄχι, ἀλλά νά ἐλεοῦμε, μέ ἱλαρότητα  τόν πτωχό συνάνθρωπό μας καί «πτωχούς ἀστέγους νά εἰσάγουμε εἰς τόν Οἶκον μας»;
Δέν πρέπει νά ἐλεοῦμε καί τούς κακούς καί τούς ἀναξίους καί τούς ἁμαρτωλούς, κατά τό παράδειγμα τοῦ Πατρός ἡμῶν, πού «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε΄ 45);
Ἡ ἀπάντησις στά ἐρωτηματικά μας αὐτά εἶναι: Ἀσφαλῶς καί ὀφείλουμε νά τούς ἐλεοῦμε μέ ἱλαρότητα καί γνήσια ἀγάπη καί ἐν  τῷ κρυπτῷ. Ἀλλά θά εἶναι ἡ προσφορά μας, ἡ ἐλεημοσύνη μας σωστή , ἄν μιμηθοῦμε τόν Καλόν Σαμαρείτη.

Καί πρῶτα ἀπό ὅλα νά κατανοήσουμε ὅτι ἐκτός ἀπό τόν ἐν στενῇ ἐννοίᾳ οἶκον μας ὑπάρχει καί ὁ ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ οἶκος μας πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί τά Κέντρα ἀπεξαρτήσεως π.χ. ἀπό τά Ναρκωτικά καί ἀπό τό οἰνόπνευμα, πού λειτουργοῦν χάρις στίς δικές μας θυσίες καί προσφορές, ὅπως ἐπίσης «οἱ Οἴκοι εὐγυρίας», τά Νοσοκομεῖα, τά Ψυχιατρεία, οἱ Στέγες, γιά τούς «πτωχούς ἀστέγους», ὅπου προσφέρεται στέγη καί φαγητό, ἀλλά  καί πολλά ἄλλα ἱδρύματα, πού συντηροῦνται ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τό Κράτος, δηλ. ἀπό ὅλους ἐμᾶς.



Συνεπῶς ὅταν συναντήσουμε τόν περιπεσόντα εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας-πάθη, ἡμιθανῆ συννθρωπό μας, τότε ἀσφαλῶς θά τόν πλησιάσουμε μέ τρυφερότητα καί στοργή καί θά τοῦ προσφέρουμε τίς πρῶτες βοήθειες. Θά ἀλείψουμε μέ λάδι τίς πληγές του, θά περιδέσουμε τά τραύματά του, καί, μιμούμενοι τόν Καλόν Σαμαρείτη, θά τόν ὁδηγήσουμε καί θά τόν εἰσάγουμε εἰς τόν ἐν εὐρείᾳ ἐννοίᾳ οἶκον μας, δηλαδή εἰς «τό εἰδικόν δι’ αὐτόν Πανδοχεῖον», π.χ. τόν Ναρκωμανῆ εἰς τό εἰδικό Κέντρον ἀπεξαρτήσεως , τόν μεθύστακα ἐπίσης καί τόν ἄστεγο  στή Στέγη κλπ.
Ὑπάρχουν περιπτώσεις, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὅπου «ἡ συμβουλή εἶναι πολύ ἀνώτερη ἀπό ὅλα. Αὐτή ἡ συμβουλή εἶναι ἡ μεγαλύτερη καί ἡ σπουδαιότερη ἐλεημοσύνη, διότι δέν ἀπαλλάσσεις ἀπό πεῖνα, ἀλλά ἀπό θάνατο φοβερό» (Εἰς Πράξ. ὁμιλ. ΚΕ΄ 4. ΕΠΕ 16Α, 66,11-14).
Αὐτονόητον εἶναι ὅτι ἡ στάσις μας καί ἡ συμπεριφορά μας εἶναι διαφορετική ἔναντι τῶν γονέων, ἀδελφῶν, συγγενῶν καί οἰκείων τῆς πίστεως, τῶν ὁποίων γνωρίζουμε τό ποιόν, τό χαρακτῆρα καί τούς λόγους ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἔχουν περιέλθει εἰς τήν ἐσχάτην ἔνδεια. Καί θά εἴμαστε ἀναπολογητοι ἄν δέν σταθοῦμε κοντά τους, μέ γνήσια καί θυσιαστική ἀγάπη, καί ἐάν δέν τούς ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί τό σπιτικό μας, μαζί μέ τίς ἀναγκαῖες συμβουλές. Χωρίς νά ξεχνᾶμε ὅτι «τό καλόν οὐκ ἔστι καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται».

Δέν πρέπει δέ νά λησμονοῦμε ποτέ ὅτι οἱ ἐνδεεῖς  συνανθρωποί μας  εἶναι οἱ «ἐλάχιστοι ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ» καί ὀφείλουμε πραγματικά νά τούς ἐλεοῦμε ὅπως θέλῃ ὁ Θεός καί νά μή λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη, πού κάνουμε σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη, εἶναι δάνειο πού κάνουμε στόν ἴδιο τό Θεό. Πρέπει δέ νά γίνεται μέ ἱλαρότητα, μέ τρυφερότητα καί στοργή καί μέ μεγάλη προσοχή καί λεπτότητα, λαμβάνοντας πάντοτε ὑπ’ ὄψιν μας τήν ἰδιαίτερη ψυχολογική κατάστασι τῶν ἐν ἀνάγκαις ἀδελφῶν μας. Ἡ ἐλεημοσύνη μας νά εἶναι ἀπαύγασμα τέλειας ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον διά τόν Θεόν. Νά εἶναι Εὐχαριστία στό Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξιώνει, μέ τά δικά Του ἀγαθά, νά εἴμαστε δανειστές Του καί Ἐκεῖνος νά εἶναι Χρεώστης μας: «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν».

Ὁ Εὐγένειος Βούλγαρης, στό βιβλίο του «Ἀδολεσχία Φιλόθεος» (Ἐπιστασίες ἀπό τό «Δευτερονόμιον») λέγει: « ὅ,τι βάλεις στά χέρια τοῦ πτωχοῦ, τό βάζεις στά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Κι’ αὐτός εἶναι πιστός ἐγγυητής καί καλοπληρωτής· καί εἶναι βέβαιος καί ἀληθινός ἀνταποδότης. Θά σέ ἀνταμείψῃ πλουσιώτατα. Πίστευέ το καί νά μή στενοχωριέσαι».
Τό Ἅγιον Πνεῦμα προστάζει:
«Μέ προθυμία πρέπει νά δώσῃς στόν ἀδελφό σου, πού ἔχει ἀνάγκη, δάνειο ἀνάλογο μέ τήν ἀνάγκη του· δέν πρέπει δέ νά λυπηθῇ ἡ καρδιά σου, γιά τό δάνειο, πού θά δώσῃς στόν ἀδελφό σου, γιατί, γιά τήν καλή σου αὐτή πρᾶξι, θά σέ  εὐλογήσῃ ὁ Θεός σέ ὅλες τίς ἐργασίες σου, θά εὐλογήσῃ ὅλα τά ἔργα τῶν χεριῶν σου... Μέ ἁπλοχεριά ὀφείλεις νά ἀνοίγῃς τά χέρια σου στόν πτωχό ἀδελφό σου, πού κατοικεῖ στή χώρα σου καί βρίσκεται σέ ἀνάγκη» (Δευτερ. ιε΄ 10-11). ’Εξάλλου ποτέ δέν προσφέρει κανείς ὅσα ἔχει λάβει ἀπό τό Θεό.  Κατά τόν ἱερόν Χρυσόστομον,
«τό κριτήριον τοῦ ἐλεήμονος εἶναι νά μή προσφέρῃ λιγοτερα ἀπό ὅσα μπορεῖ» (πρβλ. ὀμιλ. Εἰς τό ρητόν (Β΄Τιμόθ. γ΄ 1): «ἐνστήσονται καιροί χαλεποί»ΕΠΕ 27,622,14-16).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός λέγει σχετικά:
«Πάντως οὐδέν τοσοῦτον εἰσοίσωμεν, ὅσον εἰλήφαμεν ἐπειδή καί τό εἶναι ἡμῖν ἐκ Θεοῦ, καί τό εἰδέναι Θεόν, καί αὐτό τό ἔχειν, ὅ εἰσενέγκωμεν». Δηλαδή «πάντως σέ καμμιά περίστασι δέν θά δώσουμε τόσα, ὅσα πήραμε· γιατί καί τήν ὕπαρξί μας καί τή γνῶσι τοῦ Θεοῦ καί τά ἀγαθά πού τυχόν προσφέρουμε, ὅλα τά χρωστᾶμε στό Θεό».
Ὁ ἴδιος ἅγιος στό λόγο του «Περί φιλοπτωχείας»(Migne P.G. 35, 908-909) λέγει:
«Καθαρθῶμεν οὖν ἐλεήσαντες καί λευκανθῶμεν, οἱ μέν ὡς ἔριον, οἱ δέ ὡς χιών, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς εὐσπλαγχνίας... Ἕως ἔτι καιρός, Χριστόν  ἐπισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ἐνδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν, μή τραπέζῃ μόνον, ὥς τινες, μηδέ μύροις, ὡς ἡ Μαρία, μηδέ τάφῳ μόνον, ὡς ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, μηδέ
τοῖς πρός τήν ταφήν, ὡς ὁ Νικόδημος, μηδέ χρυσῷ καί λιβάνῳ καί σμύρνῃ, ὡς οἱ Μάγοι πρό τῶν εἰρημένων·  ἀλλ’ ἐπειδή ἔλεον θέλει καί οὐ θυσίαν ὁ πάντων Δεσπότης,  καί ὑπέρ μυριάδας ἀρνῶν πιόνων   εὐσπλαγχνία, ταύτην εἰσφέρωμεν αὐτῷ διά τῶν δεομένων καί χαμαί σήμερον ἐρριμμένων, ἵνα, ὅταν ἐνθένδε ἀπαλλαγῶμεν, δέξωνται ἡμᾶς εἰς τάς αιωνίους σκηνάς».
«Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν».
Ἡ συμβουλή τοῦ Κυρίου μας εἶναι νά δανείζουμε αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκην.   Νά τούς δανείζουμε χωρίς νά ὁδηγοῦμε κανέναν ἀπό αὐτούς εἰς ἀπελπισίαν καί χωρίς νά ἐλπίζουμε τίποτε ὡς ἀνυταπόδοσιν ἀπό αὐτούς. (παρβλ. Λουκ. στ΄ 35). Καί ὁ  βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ δέχεται τήν προσφορά μας ὡς δάνειον καί τή βραβεύει (Ματθ. στ΄ 4. Παροιμ. ιθ΄ 17).
Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Νόησον τήν δύναμιν τοῦ ῥητοῦ, καί θαυμάσεις τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Νομοθέτου. Ὅταν πτωχῷ παρέχειν μέλλῃς διά τόν Κύριον, τό αὐτό καί δῶρόν ἐστι καί δάνεισμα· δῶρον  μέν διά τήν ἀνελπιστίαν τῆς ἀπολήψεως (δῶρον μέν διότι δέν ἐλπίζεις εἰς τήν ἐπιστροφήν), δάνεισμα δέ διά τήν μεγαλοδωρεάν τοῦ Δεσπότου τοῦ ἀποτιννύντος ὑπέρ αὐτοῦ (δάνειον δέ  διότι ἡ μεγαλοδωρεά τοῦ Δεσπότου θά πληρώσῃ τό χρέος ἀντί ἐκείνου), ὅς μικρά λαβών διά τοῦ πένητος, μεγάλα ὑπέρ αὐτῶν ἀποδώσει. Ὁ γάρ ἐλεῶν πτωχόν δανείζει Θεῷ» (Ὁμιλ. Εἰς  ιδ΄ ψαλμ. 5. ΒΕΠΕΣ  52,41,19-25).




















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου