Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (λΟΥΚ. ΙΓ΄10-17)







Πῶς ἁγιάζεται ἡ Ἡμέρα τοῦ Θεοῦ;



«Ἦν δέ διδάσκων (ὁ Ἰησοῦς) ἐν μιᾷ τῶν

Συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.

Καί ἰδού γυνή ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας

ἔτη δέκα καί ὀκτώ, καί ἦν συγκύπτουσα καί

μή δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τό παντελές.

Ἰδών δέ αὐτήν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καί

Εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας

σου· καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χεῖρας· καί

παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν».





Κύριος ἐδίδασκε κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου σέ μια ἀπό τίς Συναγωγές. Ἐκεῖ βρισκόταν καί μια γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπό συνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἦτο ἄρρωστη δέκα ὀκτώ  χρόνια. Ὑπέφερε πολύ. ἦταν κυρτωμένο τό σῶμα της. Ἦταν διαρκῶς σκυμμένη καί δέν μποροῦσε ὁλότελα νά σηκώσῃ τό κεφάλι της ὄρθιο. Ὅταν τήν εἶδε ὀ φιλεύσπλαγχνος Κύριος, τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε:

Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Καί ἔβαλε πάνω της τά ἅγια Χέρια Του, καί τήν ἴδια στιγμή ἐπανέκτησε τήν ὀρθίαν στάσιν τοῦ σώματός της, ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν.






Στήν περικοπή αὐτή τοῦ Εὐαγγελίου ξεχωρίζουν δύο πρόσωπα, δύο τύποι ἀνθρώπων. Ἡ συγκύπτουσα, ἡ ἄρρωστη αὐτή  εὐσεβής γυναῖκα, ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί εὐσεβείας. Πιστή στό Θεό, μολονότι πάσχει ἀπό τή φοβερή πράγματι ἀρρώστια της, δέν παραλείπει τό Χρέος της νά πηγαίνει στήν συναγωγή. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά προσεύχεται καί νά ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν γογγίζει, δέν παραπονεῖται, δέν ἀγανακτεῖ. Ὑπομένει καρτερικά τήν ἀρρώστια της καί δοξάζει τό Θεό. Εἷναι ὑπόδειγμα ἀρετῆς. Ἀγράμματη, ἀλλά πιστή καί ταπεινή.
Ὁ δεύτερος τύπος εἶναι ὁ Ἄρχων τῆς Συναγωγῆς. Ὁ ἀριστοκράτης, ὁ γραμματισμένος. Ἔβλεπε τακτικά τήν πονεμένη γυναῖκα καί δέν ἔκανε τίποτε νά ἀλαφρύνει τόν πόνο της. Ἀδιαφοροῦσε ἤ δέν μποροῦσε. Ὅταν εἶδε ὅτι Χριστός τή θεράπευσε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, δέν χάρηκε καί δέν δόξασε τό Θεό, γιά τή θεραπεία τοῦ πνευματικοῦ του παιδιοῦ, ἀλλά ἀγανάκτησε καί ἄνοιξε τόν ὀχετό τῆς βρωμερῆς καρδιᾶς του, νά κατηγορῇ τό Θεραπευτή, γιατί ἔλυσε αὐτό τό δεσμό τῆς πονεμένης γυναίκας καί τή θεράπευσε τήν Ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Φαίνεται στούς ἀνθρώπους  ψεγάδιαστος. Τηρεῖ ὅλα τά τυπικά, ἀλλά εἶναι ἕνας  Ψεύστης καί Ὑποκριτής ἄριστος, κυρτωμένος ὄχι στό σῶμα, ἀλλά στήν ψυχή. Ὁ Σατανᾶς τόν ἔχει παραμορφώσῃ. Εἷναι ἕνας Φαρισαῖος σάν ὅλους τούς ἄλλους, μωρός καί τυφλός, διότι δέν βλέπει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί παρερμηνεύει τό Νόμο Του, διυλίζει τόν κώνωπα καί καταπίνει τήν κάμηλον. Ὁμοιάζει μέ τούς τάφους τούς κεκονιαμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἐσωτερικά ὅμως εἶναι γεμᾶτοι νεκρά ὀστά καί κάθε ἀκαθαρσία, σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία. Ὁ Ἐγωϊστής δέν δέχεται τό Χριστό, καί ἐμμέσως,  τόν κατηγορεῖ. Διότι θεράπευσε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τολμᾶ καί ὑψώνει τό ἀνάστημά του μπροστά στό Χριστό καί λέγει μέ θράσος στόν ὄχλο: «Ἕξ ἡμέραι εἰσίν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καί μή τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου».
Κύριος ἐλέγχει τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Ἀπυθύνεται στόν Ἀρχισυνάγωγο καί κεραυνώνει, στό πρόσωπό του, ὅλους τούς ψέφτες καί ὑποκριτές ὅλων τῶν αἰώνων. Καί δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλοί, πού παρερμηνεύουν τό λόγο τοῦ Θεό, ἀδιαφοροῦν καί προσπερνοῦν κάθε πονεμένο συνάνθρωπό τους, καί κρίνουν καί κατακρίνουν ἀκόμη καί τόν ἴδιο τό Θεό.
Λέγει στόν Ἀρχισυνάγωγο: Ὑποκριτά, δέν λύνει ὁ καθένας ἀπό σᾶς  τό βόδι του ἤ γάϊδαρό του ἀπό τό σταῦλο καί τόν φέρνει νά τόν ποτίσῃ, τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Αὐτή δέ τή γυναῖκα, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, παιδί τοῦ Θεοῦ, πού τήν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς ἐπί δέκα ὀκτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῇ ἀπό τά δεσμά αὐτά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;

Πῶς ἁγιάζεται ἠ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου;

Μέ κεριά καί λιβάνια καί τυπικές τελετές; Ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου,  γιά μᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ἡ Κυριακή,  ἀφιερωμένη στό Θεό, ἁγιάζεται μέ ἀγαθοεργίες. Ὁ Θεός θέλει νά κάνουμε τό καλό καί νά σώζουμε τή ζωή τοῦ πλησίον μας. Ἀπευθυνόμενος στούς ὑποκριτάς ὁ Κύριος λέγει: «Ἐάν ἐγνωρίζατε τί σημαίνει, ἀγάπην, ἔλεον θέλω καί ὄχι θυσία, δέν θά καταδικάζατε τούς ἀθώους. Διότι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου»(Ματθ. ιβ΄ 7-8). Καί σέ ἄλλη περίπτωσι   γλυκύς Ἰησοῦς, ὁ θεραπευτής τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, «ὁ πανακής ἰατρός» ἐρωτᾷ:
«Τί ἔξεστιν, τί ἐπιτρέπεται νά κάνῃ κανείς τήν ἡμέρα τήν ἀφιερωμένη στό Θεό, καλό ἤ κακό; Νά σώσῃ μιά ψυχή ἤ νά τήν καταστρέψῃ;» «Ψυχήν σῶσαι ἤ ἀποκτεῖναι;» (Λουκ. στ΄ 9).
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν θέλουμε νά καταλάβουμε «τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄2). Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεός δοξάζεται, ὅταν κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Χάσαμε τήν «οὐσίαν», πού εἶναι τό ἔλεος, ἡ ἀγάπη, καί δίνουμε μάχες γιά τά τυπικά, λέει ὁ Γιούγκ. Ἐνῶ ὁ Θεός θέλει νά καίγεται ἡ ψυχή μας στή φωτιά καί νά λιώνῃ σάν τό κερί, ἀπό ἀγάπη τέλεια στό Θεό καί τόν πλησίον καί ἔτσι νά φωτίζῃ καί νά εὐωδιάζῃ, ἐμεῖς μένουμε στά κεριά καί καί τά λιβάνια, στήν «ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», στήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, στά τυπικά, προσπερνῶντας τόν πόνο καί τίς ἀνάγκες καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων μας, νομίζοντες πώς μέ τίς ψευτογονυκλισίες θά εὐαρεστήσουμε τό Θεό. 
Πῶς θά ξεφύγουμε ἀπό τή δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅταν παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», υἱοί τῆς ἀπειθείας; Πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ὅταν δέν ἔχουμε ἔλεος γιά κανένα, ὅταν δέν δείχνουμε εὐσπλαγχνία σέ κανέναν; Θά εἶναι ἀνελέητη ἡ κρίσις τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος, λέγει ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος.
 Καιρός εἶναι νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό καί νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά Του. Νά ἁγιάζουμε τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, καί κάθε ἡμέρα, μέ ἀγαθοεργίες. Νά Τόν δοξάζουμε μέ πράξεις ἀγάπης καί καλωσύνης.  Νά Τόν ὑμνοῦμε λόγῳ καί ἔργῳ. Γιατί...,
ὅπως λέγει καί ὁ ἐθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμᾶς,
«Γιατί ὁ Χριστός νά καίγονται γυρεύει
Γι’ αὐτόν  καρδιές ὄχι κεριά
Καί μέ σταυρούς κανείς δέν τόν λατρεύει
Καί γονατίσματα βαριά.


Γιατί λατρεύει τό Χριστό ὅποιος δίνει
γιά τόν πλησίον τή ζωή,
ὅποιος τόν γυμνωμένο κρυφοντύνει
καί τόν πτωχό τόν ἐλεεῖ.

Ὅποιος τήν ἀδικία κεραυνώνει
Κι’ ἁγνό τό μέτωπο κρατεῖ
κι’ ἔχει ὁδηγό τήν Καλωσύνη μόνη
κι’ ἔχει Θεό τήν ἀρετή».
(Ἀπό τό ποίημα τοῦ Κ. Παλαμᾶ, «ἡ νύχτα τῶν Χριστουγέννων»)






Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. ιη΄35-43)







Ὁ Χριστός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου (Ἰωάν.η΄12).



«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ ἐγγίζειν αὐτόν εἰς Ἱεριχώ τυφλός τις ἐκαθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν· ἀκούσας δέ ὄχλου διαπορευομένου ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. Ἀπήγγειλαν δέ αὐτῷ ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται. Καί ἐβόησε λέγων· ...Καί πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν·

Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ, ἐλέησόν με» (Λουκ. ιη΄ 35-39).



Ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησούς ἔρχεται κοντά μας, ἀπαλά, ἀθόρυβα, «ὡς αὔρα λεπτή». «Διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ (Ματθ. δ΄ 23) καί «ἰώμενος πάντας τούς καταδυναστευομένους ὑπό τοῦ διαβόλου» (Πράξ. ι΄ 38). Μέ τή Χάρι Του καί μέ τή δύναμί Του «τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄ 5). Πλησιάζει τόν καθένα μας καί θεραπεύει τίς ἀνάγκες μας. Πλησιάζοντας καί πάλιν τήν Ἰεριχώ ὁ Πανάγαθος ἀκούει τίς ἐναγώνιες κραυγές κάποιου τυφλοῦ, πτωχοῦ, πού ἐκάθητο στή γωνιά τοῦ δρόμου καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνην.

Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει ὅτι «τυφλός ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν», καί ὁ Μάρκος λέγει ὁ υἱός τοῦ
Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός ἐκάθητο παρά τήν ὁδόν προσαιτῶν. Δέν ἔβλεπε. Ἀπό τό θόρυβο τοῦ ὄχλου, ἀντελήφθη ὅτι κάτι συμβαίνει. Ρώτησε καί ἔμαθε ὅτι «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος παρέρχεται». Καί ἀμέσως, μέ πίστι θερμή στόν προσδοκώμενο Μεσσία, τόν Ἰησοῦν, τόν υἱόν Δαυῒδ, ἐβόησε καί πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν: Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ ἐλέησόν με. Χρόνια βρίσκεται καθηλωμένος στή γωνιά τοῦ δρόμου, κοντά στήν Ἱεριχώ, ὁ τυφλός, σύμβολον τῆς περιπεσούσης εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας, μισοπεθαμένης, ἀνθρωπότητος, καί ζητεῖ ἔλεος. Περιμένει μέ λαχτάρα «τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν», τόν Μεσσίαν, τόν υἱόν Δαυῒδ, τόν Ἰησοῦν, τόν Σωτῆρα. Καί ὅταν ἔμαθε ὅτι ἦλθε καί περνάει ἀπό κοντά του, παρόλα τά ἐμπόδια, ζητεῖ τό ἔλεός Του.
Μέ πίστι θερμή καί ἐπιμονή: «πολλῷ μᾶλλον  ἔκραζεν· Ἰησοῦ υἱέ Δαυῒδ ἐλέησόν με».
Ὑποδειγματική εἶναι ἡ προσευχή του στόν Κύριο. Ἀποφεύγει τή βαττολογία  καί καθε  φλυαρία. Ἀναφέρει στόν Καρδιογνώστη ἁπλά τήν ἀνάγκην του, νά ξαναβρῆ τό φῶς του. 



Ὁ Κύριος, φιλάνθρωπος ὤν, ἀκούει τίς προσευχές τῶν πιστῶν. Ἀκούει τίς ἐναγώνιες κραυγές ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος καί σπεύδει νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ καλαυθμῶνος καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Καί ἐρωτᾷ, ὄχι μόνον τόν τυφλόν Βαρτίμαιο, ἀλλά καί τόν καθε ἕναν ἀπό μᾶς  λέγων: «Τί σοι θέλεις ποιήσω;»
Ὁ Βαρτίμαιος βρίσκεται σέ δύσκολη θέσι. Εἶναι καί σωματικά τυφλός. Μέ βαθειά συναίσθησι τῆς σωματικῆς καί τῆς πνευματικῆς του τυφλώσεως, ἀλλά καί μέ πίστι θερμή στήν ἀγαθότητα καί φιλανθρωπία τοῦ Ἰησοῦ, πού εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί ἡ πηγή τοῦ φωτός, τό φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο,πού ἔρχεται στόν κόσμο(Ἰωάν. α΄ 9), ἀποκρίνεται: Κύριε, νά ξαναβρῶ τό φῶς μου. «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω». Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν γεννήθηκε τυφλός, ἀλλ’ ὅτι εἶχε  ὑγιῆ ὅρασι καί γιά κάποιο λόγο, ἔχασε τήν ὅρασί του. Καί ζοῦσε τήν ὀδύνη τῆς ἀπώλειας τῆς ὁράσεως. Καί ὁ πόνος δέν μετριέται. Καί ἄν εἶναι μεγάλο κακό ἡ σωματική τύφλωσι, πολύ πιο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ψυχική, ἡ πνευματική τύφλωσι.
Εἶναι δέ ὁλοφάνερο ὅτι ἡ ψυχική καί πνευματική τύφλωσι προέρχεται ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Καί εἶναι θάνατος, ὅτι «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. στ΄  23). Διότι ὅταν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, ὁ νοῦς, εἶναι πονηρός, εἶναι βλαμμένος, ὅλον τό σῶμα σου θά εἶναι βυθισμένο στό σκοτάδι(Ματθ.στ΄23), λέγει ὁ Κύριος.
 Ὁ τυφλός Βαρτίμαιος ἔχει βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, μπροστά στόν Ἰησοῦ καί ζητεῖ ἔλεος. Καί δέχεται τό ἔλεος. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του, καί τοῦ εἶπε· ἀνάβλεψον. Καί ἀμέσως, μέ τό ζωοποιό καί φωτοδότη λόγο τοῦ Κυρίου, ξαναβρήκε τό φῶς του. Καί θέλοντας ὁ Κύριος νά μᾶς διδάξῃ τό Χρέος  τῆς δωρεάν προσφορᾶς, δηλαδή τό ΧΡΕΟΣ νά εὐεργετοῦμε, χωρίς νά περιμένουμε  εὐχαριστίες ,
ἐπαίνους καί δόξες καί ἀνταπόδοσιν τῆς εὐεργεσίας, ἀπέδωσε τή θεραπεία, ὄχι στόν ἑαυτόν Του, ἀλλά στήν πίστι τοῦ τυφλοῦ καί εἶπε: «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε».
Πόσοι ἀπό μᾶς συναισθάνονται τήν ἁμαρτωλότητά τους καί ζητοῦν τό ἔλεος τοῦ Κυρίου; Πόσοι εἰλικρινά μετανοιωμένοι, ἐπιστρέφουν καί ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν, τό φῶς τῆς ζωῆς; Πόσοι δέχονται τό Φῶς τῆς Ἀληθείας;
Δυστυχῶς ἡ ἀνθρωπότης παραμένει στό σκοτάδι. Οἱ
 περισσότεροι ἄνθρωποι στόν κόσμο, δέν ἀναγνωρίζουν τά σφάλματά τους, δέν μετανοοῦν. Συνεχίζουν νά λατρεύουν τά εἴδωλα, τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρά, τά ἀναίσθητα καί τυφλά, τά κωφά καί ἄλαλα.
Συνεχίζουν νά κατασπαράσσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί νά παραμένουν «κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου». Καί ἡ πνευματική τύφλωσι παραμένει ἀθεράπευτη. Ὁ Θεραπευτής, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης,



ὡς ἄπειρη ἀγάπη, κρούει τήν Θύραν καί εἶναι ἕτοιμος νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας. Δυστυχῶς ὅμως,  ὁ Κύριος διαπιστώνει ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τό Φῶς, ἀγαποῦν τό σκοτάδι. Καί αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ λόγος καί ἡ αἰτία, πού κρίνονται καί καταδικάζονται οἱ ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή «τό Φῶς (τῆς ἀληθείας, ὁ Μεσσίας, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός) ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20).
Πονηρά, φαῦλα εἶναι τά ἔργα τοῦ σκότους, τά ἔργα τῆς νύχτας, πονηροί καί φαῦλοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, καί,  χειρότεροι ἀπό ὅλους, εἶναι αὐτοί οἱ λῃστές μέ τό «λευκό κολλάρο», τυφλοί καί ἀμετανόητοι, πού μισοῦν τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, μισοῦν τήν Ἀλήθεια καί μέσα στήν ἀθεράπευτη πνευματική τους τύφλωσι πολεμοῦν τό Φῶς, πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί σωρεύουν συμφορές στήν ἀνθρωπότητα. Καί τό πιό φρικτό εἶναι, τό ὅτι, μέ φανατισμό καί δόλια μέσα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τήν πίστι στό Φωτοδότη, μεσα ἀπό τήν καρδιά μας. Θεωροῦν, οἱ δύσμοιροι, ὅτι εἶναι πρόοδος ἡ ἀνηθικότητα καί ἐπιδιώκουν νά μᾶς γυρίσουν πίσω, στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια. Θεωροῦν πρόοδο τό Σκότος, τή λατρεία τοῦ Σατανᾶ. Καί, χωρίς ντροπή,  λατρεύουν τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα.
Προσπάθειά τους εἶναι ἡ πολτοποίησι τῶν Λαῶν, ἡ παγκοσμιοποίησι, ἡ Σατανοποίησι τοῦ κόσμου, μέ  σκοπό νά φέρουν τό Μετρέγια, τόν Ἄρχοντα τοῦ σκότους, τόν ἄρχοντα τῆς Ψευτιᾶς,  τόν Ἀντίχριστο, ὡς Παγκόσμιον Κυβερνήτη, μισοῦντες τό Φῶς, ἀρνούμενοι τόν Ἀληθινόν Μεσσίαν.
Εἶναι ὅμως καιρός νά καταλάβουν οἱ ἀνεγκέφαλοι ὅτι Ἀληθινός Μεσσίας ἦλθε καί εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου. Καί Ἐκεῖνος  θά  κρίνῃ τό Πότε  θά
ἐπέμβῃ καί μέ τήν παρουσία Του καί μέ ἕνα μόνο φύσημα τοῦ στόματός Του θά κονιορτοποιήσῃ τόν ἄνομον, θά ἐξαφανίσῃ τόν Ἀντίχριστο. Τό Πότε θά ἐκμηδενίση τόν Διάβολο καί πάντα ἐχθρόν πολέμιον, μέ τήν ἔνδοξον ἐμφάνισι τῆς Παρουσίας Του (πρβλ. καί Β΄ Θεσσαλ. β΄ 3-8).
Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ κοντά Του, γιά νά φωτίσῃ τά σκοτάδια μας, νά θεραπεύσῃ ὄχι μόνον τή σωματική, ἀλλά και τήν ψυχική καί τήν πνευματική μας τύφλωσι, ἀρκεῖ νά τό θελήσωμε. Καί λέγει· Τί σοι θέλεις ποιήσω;
 Καί ὄχι μόνον μᾶς θεραπεύει, ἀλλά καί μᾶς ζητεῖ νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας καί δεχθοῦμε τό δικό Του Φῶς, καί νά γίνουμε ὅλοι Φῶς.
«Ἐγώ» λέγει «Φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα. ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ ἐν τῇ σκοτίᾳ μή μείνῃ» (Ἰωάν. ιβ΄ 46). Καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὁ πάνσοφος, μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει» καί μᾶς προτρέπει, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, λέγων: «Ἕως τό φῶς ἔχετε, πιστεύετε εἰς τό φῶς, ἵνα υἱοί φωτός γένησθε».




Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (Λουκ.ιη΄18-27





«Δέσμιος τῆς γῆς», ὁ πλούσιος νεανίσκος.



«Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν,
τήρησον τάς Ἐντολάς» (Ματθ. ιθ΄17).

«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πάντα
ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς,
καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο
ἀκολούθει μοι» (Λουκ. ιη΄ 22).



Στόν  πλούσιο νεανίσκο, ἀναφέρονται καί οἱ τρεῖς συνοπτικοί Εὐαγγελιστές (Ματθ. ιθ΄ 16-26. Μάρκ. ι΄ 17-31. Λουκ. ιη΄ 18-27). Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς τόν ὀνομάζει ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ρώτησε τό Χριστό λέγων· «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;» Καί οἱ τρεῖς Εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι τόν ἀποκαλεῖ «ἀγαθόν». Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος ἀναφέρει ὅτι ὁ πλούσιος αὐτός νεανίσκος, πλησιάζει τόν Ἰησοῦν, ὅταν βγῆκε ἔξω στό δρόμο, ὄχι «ἐκπειράζων αὐτόν», ὅπως ὁ ἀλαζών καί ὑποκριτής Φαρισαῖος νομοδιδάσκαλος (Λουκ. ι΄ 25-37), καί λέγει ὅτι  ἔτρεξε κοντά Του καί ἀφοῦ γονάτισε μπροστά Του, ταπεινά, Τόν ρώτησε:
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθό νά κάμω,  γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνιον ζωήν;» Τόν ἀπεκάλεσε ἀγαθόν.
Ὁ Ἰησοῦς, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει ὅτι ὁ νανίσκος Τόν πλησιάζει μέ σεβασμό, ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον, ὡς σοφόν διδάσκαλο τοῦ Ἰουδαϊκοῦ λαοῦ. Δέν πιστεύει ὅτι εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Κύριος, τόν διορθώνει τόν νουθετεῖ καί τοῦ λέγει: Μάθε ὅτι κανείς ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀπολύτως καί ἐξ ἑαυτοῦ ἀγαθός, παρά μόνον ἕνας, ὁ Θεός». Γιατί, λοιπόν, μέ ἀποκαλεῖς ἀγαθόν, ἀφοῦ δέν πιστεύεις στή Θεότητά μου; «Οὐδείς ἀγαθός, εἰ μή εἷς ὁ Θεός».
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι «μόνον ὁ Θεός εἶναι «φύσει» Ἀγαθός καί πηγή ἀγαθότητος καί ἀρχή τῆς αὐτοαγαθότητος. Καί ὅτι ἴδιον αὐτοῦ καί οὐσιωδῶς  ἐμπεφυκός καί ἐξαίρετον ἀξίωμα τό εἶναι ἀγαθόν, κατά μέθεξιν δέ ἄγγελοι καί ἡμεῖς» (π.χ. Θεοφύλακτος καί Κύριλλος).
Στό ἐρώτημα τοῦ νεανίσκου ἀπαντᾶ καί τοῦ λέγει:
«Τάς Ἐντολάς οἶδας»· Μή μοιχεύσῃς, μή φονεύσῃς, μή κλέψῃς, μή ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου».
Δηλαδή ὁ Κύριος  ἐξηγεῖ  στό νεανίσκο τίς δύο μεγάλες Ἐντολές, ἀπό τίς ὁποῖες ἐξαρτῶνται ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες.  Ἐξηγεῖ τήν τέλεια ἀγάπη στό Θεό, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν ἀγάπην πρός τόν πλησίον, διά τόν Θεόν

«Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, τήρησον τάς Ἐντολάς» (Ματθ. ιθ΄ 17).
Καί τότε ὁ νεανίσκος εἶπε στόν Κύριον· «Κύριε  ὅλα αὐτά τά ἐφύλαξα ἀπό τήν τρυφερή μου ἡλικία».
ἀλήθεια εἶναι ὅτι νόμιζε ὁ νεανίσκος ὅτι τηροῦσε τίς Ἐντολές. Ἐκ τῶν πραγμάτων, βέβαια, φαίνεται ὅτι τηροῦσε τά τυπικά, στήν οὐσία ὅμως ἦτο «δέσμιος τῆς γῆς», ἦτο αἰχμάλωτος τοῦ πλούτου του, τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Καί εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὄτι κανείς, «δέσμιος τῆς γῆς», κανείς «εἰς ἰλύν βυθοῦ ἐμπεπηγμένος», κανείς αἰχμάλωτος τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, δέν ἀγαπᾶ πραγματικά τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ὅπως θέλει ὁ Θεός.
Αὐταπατᾶται ὁ φιλοχρήματος, ἄν νομίζει πώς τηρεῖ τάς Ἐντολάς τῆς Ἀγάπης ὅταν εἶναι αἰχμάλωτος τοῦ πλούτου. Ὁ νεανίσκος ἦτο φιλοχρήματος, ἀλλά καί φιλόζωος. Ζητεῖ νά μάθῃ τί πρέπει νά κάμῃ, γιά νά ζήσῃ καί νά ἀπολαμβάνῃ τά χρήματά του, τόν πλοῦτο του, προφανῶς σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. Ὁ Θεοφύλακτος λέγει ὅτι «οὐδέν φιλόζωον, ὡς  φιλοχρήματος ἄνθρωπος». Ἡ ζάλη τοῦ βίου τόν καταβασανίζει. Ἡ ἀπληστία τοῦ νεανίσκου δέν ἔχει ὅριον. Ξεγελιέται μέ φαντασίες. Νομίζει ὅτι αὐτός ὁρίζει τά ὅρια τῆς ζωῆς, ὅπως ὁ ἄφρων πλούσιος τῆς παραβολῆς. Θεωρεῖ τόν πλοῦτο του διαρκῆ καί μένοντα. Ἔχει λαθεμένες ἰδέες, γιά τόν πλοῦτο, γιά τή ζωή καί πλησιάζει τό Χριστό μέ εὐλάβεια, διότι πιστεύει ὅτι ὁ Διδάσκαλος, πού ἀνασταίνει νεκρούς, μπορεῖ πιό εὔκολα νά κάμῃ τούς ζωντανούς νά μή πεθάνουν. Λησμονεῖ ὅτι «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἀποθανεῖν...» (Ἑβρ. θ΄27) καί τό τοῦ Δαβίδ· «Τίς ἐστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐκ ὄψεται θάνατον;» (Ψαλμ. 88,49) καί ζητεῖ, γονυπετῶν, ἀπό τόν Κύριον πῶς θά μποροῦσε νά κληρονομησῃ τήν αἰώνιον ζωήν σ’ αὐτό τόν φθαρτό κόσμο. Ὁ Κύριος, μολονότι, ὡς καρδιογνώστης γνωρίζει ὅτι εἶναι δέσμιος τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν, ὅταν ὁ νεανίσκος τοῦ εἶπε ὅτι ὅλα αὐτά τά τήρησα ἐκ νεότητός μου τόν εἶδε μέ συμπάθεια. Ὁ  Μάρκος λέγει ὅτι «ὁ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μάρκ. ι΄ 21) διορθώνει τό φρόνημά του καί τόν ὁδηγεῖ στήν Ὁδό τῆς ὄντως ζωῆς.  Καί δέν τοῦ λέγει μόνον· «Εἰ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν, τήρησον τάς ἐντολάς» οὐσιαστικά, ὄχι τυπικά, ἀλλά   ὅπως θέλει ὁ Θεός. Καί ὄχι μόνον, ἀλλά ὅταν ὁ νεανίσκος τόν ρώτησε· «Τί ἔτι ὑστερῶ;» , ὁ Κύριος  θέλοντας  νά τόν ἀνεβάσει πνευματικά εἰς τό ὕψος τῆς πνευματικῆς τελειότητος  τοῦ λέγει: 
«Ἔτι ἕν σοι λείπει»,«ἕν σε ὑστερεῖ, εἰ θέλεις τέλειος εἶναι ὕπαγε καί πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς, καί ἕξεις θησαυρόν ἐν οὐρανῷ, καί δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τόν σταυρόν σου» (Ματθ. ιθ΄ 21. Μάρκ. ι΄ 21. Λουκ. ιη΄ 22).
Τοῦ ζητεῖ ὁ Κύριος ὁλοκληρωτική ἀφιέρωσι στό Θεό. Ὄχι ἁπλῶς νά  εἰσέλθῃ εἰς τήν ὄντως ζωήν, διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ἀλλά νά ἀνέβη ἄνω, εἰς τά ὕψη τῆς πνευματικῆς τελειότητος, νά γίνη μέτοχος τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Τοῦ θέτει ὅρον τό πνεῦμα τῆς αὐταπαρνησεως καί τῆς αὐτοθυσίας. Τόν καλεῖ, ὅπως  καλεῖ καί ὅλους ἐμᾶς, νά Τόν ἀκολουθήσουμε πιστά. Νά Τόν μιμηθοῦμε. Νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του. Νά παύσουμε νά εἴμαστε δέσμιοι τῆς γῆς. Νά σπάσουμε τά δεσμά τῆς γῆς. Νά ἀπελευθερωθοῦμε.
Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι ὕπαγε πώλησον, πάντα ὅσα ἔχει πώλησον καί διάδος πτωχοῖς. Καί αὐτή προσταγή δέν σημαίνει, ὅπως κακῶς ἐνόμισαν μερικοί, ἀκόμη καί ἅγιοι, ἀποξένωσι ἀπό τόν πλοῦτο καί ἐγκατάληψι αὐτοῦ. Σημαίνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετον. Δηλαδή :
σημαίνει τό Χρέος, πού ἔχουμε νά πολλαπλασιάσουμε τό δοθέν τάλαντον τοῦ πλούτου, σημαίνει καλή χρῆσι, καλλιέργεια, κόπο, ἱδρῶτα, πολλαπλασιασμό τοῦ δοθέντος ταλάντου καί καλή διαχείρησι ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ πλησίον. Μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νά εἴμαστε καλοί Οἰκονόμοι τῶν ἀγαθῶν, χωρίς νά διακρίνουμε τούς ἀνθρώπους σέ καλούς ἤ κακούς , σέ ἄξιους καί ἀνάξιους τῆς ἀγάπης μας, ἀλλά νά προσφέρουμε σέ ὅλους ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκην καί σέ κάθε μετανοημένο ἄσωτο υἱό.


Νά τά σκορπίζουμε καί νά τά προσφέρουμε σέ κείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι «πλούτου τό μέν στάσιμο ἄχρηστον, τό δέ κινούμενον καί μεταβαῖνον κοινοφελές τε καί ἔγκαρπον».
Οἱ πόντιοι ἔχουν μία παροιμία καί λένε: «Ὅ, τι δῆς ( ὅ,τι δίνεις) καλόν ἴνεται. Ὅ,τι τρῶς  μόνωσης (μόνος σου) σκατόν ἴνεται».
Ὁ Προφήτης Δαβίδ λέγει: «ἐπί τό αὐτό πλούσιος καί πένης»(ψαλμ. 48, 3). Εἶναι μαζί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πλούσιοι καί πτωχοί.
Οἱ πλούσιοι θά σωθοῦν καί θά φθάσουν σέ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως, μέ τόν πολλαπλασιασμό τοῦ ταλάντου τοῦ πλούτου καί τήν προσφορά του στούς πτωχούς, μέ τήν καλή διαχείρησι, καί οἱ πτωχοί θά προκόψουν μέ τήν ὑπομονή τους. Ὁ Θεός τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε.
Ὁ Μέγας Βασίλειος σοφώτατα σημειώνει ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος ὅταν μοιράζῃ ἄνισα τά τοῦ βίου: «Μή ἄδικος ὁ Θεός, ὁ ἀνίσως ἡμῖν διαιρῶν τά τοῦ βίου; Διά τί σύ μέν πλουτεῖς, ἐκεῖνος δέ πένεται; Ἤ πάντως, ἵνα σύ χρηστότητος καί πιστῆς οἰκονομίας μισθόν 
ὑποδέξῃ κἀκεῖνος τοῖς μεγάλοις ἄθλοις τῆς ὑπομονῆς τιμηθῇ;» (Εἰς τό· «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας», ΒΕΠΕΣ  54,64,32-38).
Ὅταν ὁ νεανίσκος ἄκουσε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου, πού τοῦ εἶπε «Πήγαινε ἀμέσως, χωρίς ἀργοπορίαν, πήγαινε τώρα χωρίς ἀναβολήν, «Οὐ γάρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα» (Παροιμ.27,1):
«Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε καί πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καί διάδος πτωχοῖς...», «ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά» (Μάρκ. ι΄ 22. Ματθ. ιθ΄22). Ἦταν αἰχμάλωτος, «δέσμιος τῆς γῆς». Ὁ δεσμός του μέ τά ὑλικά ἀγαθά, μέ τά κτήματα, μέ τά χρήματα, ἦταν πολύ δυνατός. Δέν σκέφτηκε οὔτε γιά μια στιγμή, «τό βραχύ τῆς ζωῆς», οὔτε ὅτι «γυμνός ἐξῆλθε ἀπό τήν κοιλία τῆς μητρός  του, καί ὅτι γυμνός ἐπιστρέφει στή γῆ. Τόν κυριεύει τό πάθος τῆς πλεονεξίας καί ξεχνάει ὅ, τι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ξεχνᾶ τήν τιμήν πού τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος καί τόν διόρισε Οἰκονόμον τῶν ἀγαθῶν καί ὅτι ὀφείλει νά εἶναι καλός Οἰκονόμος, νά προσφέρῃ  τά ἀγαθά σ’ αὐτούς, πού τά ἔχουν ἀνάγκη. Εἷναι τόσο δεμένος μέ τά γήϊνα, πού φεύγει «λυπούμενος». Δέν μπορεῖ, δέν θέλει νά καταλάβῃ ὅτι ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε τό τάλαντον τοῦ πλούτου καί τήν ἱκανότητα νά μπορεῖ νά τό πολλαπλασιάσῃ καί νά προσφέρῃ, ὡς τοῦ Θεοῦ ὐπηρέτης, στούς πτωχούς καί ἀνήμπορους, τά ἀγαθά. Ὁ Θεός μᾶς θέλει θεούς. Νά εἴμαστε ἀγαθοί καί μεταδοτικοί τοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ Νεανίσκος δέν  ἐννοεῖ τήν ἀξίαν, πού τοῦ προσφέρει ὁ Χριστός. Ἰδιοποιεῖται τά ἀγαθά. Γίνεται πλεονέκτης, φιλοχρήματος. Γίνεται Καταχραστής, κλέπτης καί λῃστής.
Τόν καλεῖ ὁ Κύριος νά ἀνέβη ἄνω, νά ἀνέβη  τά σκαλοπάτια τῆς πνευματικῆς Κλίμακος. Τόν καλεῖ νά μιμηθῇ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Δέν τόν ἐξαναγκάζει.
«Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον».
 Τόν καλεῖ κοντά Του. Τοῦ λέγει· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι... Τό κακόν δέν εἶναι τά ἀργύρια, ἀλλά φιλαργυρία. Κακόν δέν εἶναι ὁ πλοῦτος, ἀλλά ἡ κακή χρῆσις, ἡ κακή διαχείρησις.  Συνεπῶς ἡ κακή  προαίρεσις, ἡ ὑποδούλωσις τοῦ ἀνθρώπου στό Βόρβορο τῆς Ὕλης, μέ τή θέλησί του, τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ, ἀπό τό δρόμο τῆς ὄντως ζωῆς καί ἀπέρχεται λυπούμενος, καί ὁδεύει κατά τοῦ κρημνοῦ τῆς πλεονεξίας, πού εἶναι εἰδωλολατρία, καί ἀποπνίγεται. Δέν μιμείται τόν Κύριο.



Ὁ «δέσμιος τῆς γῆς» στερεῖται τῆς χαρᾶς, πού χαίρουν οἱ δίκαιοι, οἱ καλοί Οἰκονόμοι, πού σκορπίζουν καί προσφέρουν τά ἀγαθά σέ κείνους, πού ἔχουν ἀνάγκη. Ὁ φιλόζωος καί φιλοχρήματος στερεῖται τῆς Χαρᾶς νά ἀκολουθεῖ τό Ἀρνίον, ὅπου ἄν ὑπάγῃ. Καί εἶναι γεγονός ὅτι ἐκεῖνος πού δέν ἀκολουθεῖ τό Ἀρνίον, πού ὁδηγεῖ τούς δικούς Του, ὅσους Τόν ἀκολουθοῦν, «εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων», παραμένει, μέ τή θέλησί του, «ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», ἐμπεπηγμένος εἰς ἰλύν βυθοῦ, «ἐσθίων ἄρτον ὀδύνης», τήν ὥρα πού οἱ δίκαιοι χαίρονται τῶν θείων δωρεῶν, εἰσίν ἐν χειρί Θεοῦ, εἰσίν ἐν εἰρήνῃ. «Μακάριος ὁ συνιών ἐπί πτωχόν καί πένητα»(Ψαλμ. μ΄ 1).
Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀγαπᾶ ἐκείνους, πού Τόν μιμοῦνται  καί,  πιστά, Τόν ἀκολουθοῦν, καί τά ἀγαθά, πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός, τά προσφέρουν, μέ ἀπλοχεριά καί μέ ἱλαρότητα,  σέ κείνους πού τά ἔχουν ἀνάγκη.




Ὁ νεανίσκος φάνηκε ἀνάξιος τῆς ἀγάπης, πού τοῦ ἔδειξεν ὁ Χριστός, καί ἀπῆλθε λυπούμενος.
Ἡ λαχτάρα τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά περιπατοῦμε ἐν Ἀγάπῃ. Δέν πρέπει κανείς νά ξεχνᾶ ὅτι ὁ Κύριος προσέφερε τόν ἑαυτόν Του στό Θεό Πατέρα, γιά μᾶς εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Δέν Πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Κύριος ἐταύτισε τόν ἑαυτόν Του μέ τόν καθέναν ἀπό μᾶς. Καί μᾶς καλεῖ νά προσφέρουμε ἐμπράκτως τήν ἀγάπη μας ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Νά εἴμαστε καλοί Διαχειριστές καί ὄχι Καταχραστές τῶν ἀγαθῶν, ὑλικῶν καί πνευματικῶν. Νά εἴμαστε καλοί Οἰκονόμοι. Μᾶς καλεῖ νά διαχειρισθοῦμε καλῶς τόν πλοῦτο, τήν τέχνη ἤ τήν ἐπιστήμην μας πρός ἀνακούφισιν τοῦ πλησίον καί ΤΟΝΙΣΕ : «Ἱλαρόν  δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» καί «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε».




Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Ο ΠΛΕΟΝ ΕΝΤΙΜΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΛΗΡΟΥ






«Ἄξιος ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ»

( Ματθ. ι΄10).



«Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...
Κηρύξατε τό Εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει...
Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαριζετε,
νεκρούς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε·
ΔΩΡΕΑΝ ΕΛΑΒΕΤΕ, ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΤΕ»
                                                    (Ματθ. κή΄19. Μάρκ. ιστ΄15. Ματθ. ι΄ 7-8).



Πρίν 50 περίπου χρόνια, ὁ ἀείμνηστος καί πολύ σεβαστός μου Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ.(Κοτσώνης) ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ὁ Α΄ μοῦ εἶχε ἀναθέσει νά μελετήσω τό Πῶς καλλίτερα νά ἀμείβεται καί νά συντηρεῖται ὁ Ἱερός Κλῆρος.
Μελέτησα τό θέμα καί ὑπέβαλα τίς προτάσεις μου εἰς τήν τότε  πολυπληθῆ Σύναξιν τῶν Κληρικῶν τοῦ Λεκανοπεδίου, πού ἔγινε στό Μητροπολιτικό Ναόν τῶν Ἀθηνῶν.
Ἀνέφερα τότε ὅτι ἡ ἐναπομείνασα ἐκκλησιαστική Περιουσία, πρέπει νά ἀξιοποιηθῇ καί τά ἔσοδα νά εἰσέλθουν εἰς μίαν Τράπεζαν τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν Τράπεζαν νά κατατίθενται ὅλα τά ἔσοδα τῶν ἐκκλησιῶν ἀπό δωρεές, προαιρετικές εἰσφορές τῶν πιστῶν, καί τά ἔσοδα ἀπό τά κεριά. Καί μέ τά ἔσοδα αὐτά νά συντηροῦνται τά Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα τῆς Ἐκκλησίας (Ὀρφανοτροφεῖα, Γηροκομεῖα,πτωχοκομεῖα κλπ.) καί γενικά γιά τό φιλανθρωπικό της ἔργο, γιά τήν ἀνακούφισι τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν μας.
Τό ὑπερμέγιστον ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης, εἶναι ἀνώτερον ἀπό τό Βασιλικό, καί τό αὐτοκρατορικό καί τό Προεδρικό καί ἀπό κάθε ἄλλο κοσμικό ἀξίωμα. Εἶναι ἀνώτερο ἀκόμη ἀπό τό ἀρχαγγελικό ἀξίωμα. Καί πρέπει νἆναι ἀπό ὅλους σεβαστό. Δέν εἶναι ἕνα ἀξίωμα δοτό ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ἀλλά εἶναι χρῖσμα, χάρισμα, πού δίδεται ἀπό τόν Θεόν, διά τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ Ὁποῖος καλεῖ «εἰς τόν ἅγιον καί ὑπερμέγιστον βαθμόν τῆς Ἱερωσύνης καί εἰσελθεῖν εἰς τό ἐνδότερον τοῦ καταπετάσματος, εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων, ὅπου παρακύψαι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἐπιθυμοῦσι, καί ἀκοῦσαι τῆς εὐαγγελικῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ, καί θεάσασθαι αὐτοψεί τό πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς, καί ἀπολαῦσαι τῆς θείας καί ἱερᾶς Λειτουργίας...». Δέν ἐπιτρέπεται, λοιπόν, νά ἐμπαίζῃ κανείς καί νά εὐτελίζει καθοιονδήποτε τρόπον τό Μέγα τοῦτο ἀξίωμα.
ΣΥΝΕΠΩΣ ὀφείλομεν πάντες ἀπέραντον σεβασμόν στό ὑπερμέγιστον  τῆς Ἱερωσύνης ἀξίωμα. 
Διά τοῦτο δέν ἐπιτρέπεται ἐπ’ οὐδενί νά σύρεται ἡ Ἐκκλησία πίσω ἀπό τό ἅρμα κανενός. Δέν ἐπιτρέπεται νά ἐξαρτᾶται ἀπό τό Κράτος, μέ τή μισθοδοσία τοῦ Κλήρου ἤ ἀπό τά φιλοδωρήματα τῶν πιστῶν,  καί ἐπομένως   Ἐπιβάλλεται: 
1ον) ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘῌ Ο ΜΙΣΘΟΣ ἀπό τό Κράτος, καί νά παύσῃ τό Κράτος νά φορολογῇ τήν ἐκκλησία κατά τό 35%  ἐπί τῶν ἀκαθαρίστων Ἐσόδων καί νά τῆς ἐπιστρέψῃ τήν Περιουσία, πού τῆς πῆρε.
Νά μή σύρεται ἡ Ἐκκλησία πίσω ἀπό τό ἅρμα τοῦ Κράτους.
2ον) ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΟΥΝ τά λεγόμενα τυχηρά, τά φιλοδωρήματα. Οἱ κατηγορίες  α, β, γ, κλπ. στά Μυστήρια. Νά τελοῦνται ΔΩΡΕΑΝ, ὥστε νά μή ἐξαρτᾶται ὁ ἱερεύς, ἀπό τούς πιστούς. Νά τελοῦν τό Καθῆκον τους σύμφωνα μέ τήν Ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ, πού λέγει:
ΔΩΡΕΑΝ ΕΛΑΒΕΤΕ,ΔΩΡΕΑΝ ΔΟΤΕ.
3ον)ΝΑ ΚΑΤΑΡΓΗΘΟΥΝ  οἱ μεταβιβάσεις. Τά μυστήρια δέν εἶναι εὐκαιρίες ἐπιδείξεως πλούτου, μυστήρια εἶναι. ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ,ΟΧΙ ΕΠΙΔΕΙΞΙΣ ΠΛΟΥΤΟΥ.
Τό καθεστώς αὐτό τῆς μισθοδοσίας ἀπό τό Κράτος, τό καθεστώς τῆς  ντροπῆς, νά συνεχίσῃ νά ἰσχύῃ,  γιά τούς ἱερεῖς, πού χειροτονήθηκαν μέ τό καθεστώς αὐτό , ὅσο ζοῦν. Σιγά -σιγά οἱ ἱερεῖς αὐτοί θά συνταξιοδοτηθοῦν καί θά ἀποχωρήσουν.
Καί ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς ὅποιος θέλει νά λάβῃ τό ὑπερμέγιστον ἀξίωμα τῆς Ἱερωσύνης  ΟΦΕΙΛΕΙ
Νά δηλώνῃ ἐκτός τῶν ἄλλων εἰδικῶν προσόντων,καί τό βιοποριστικόν του ἐπάγγελμα.
Βέβαια δέν θά μποροῦν νά χειροτονοῦνται Ἱερεῖς οἱ πορνοβοσκοί, οἱ σωματέμποροι, οἱ ἔμποροι ναρκωτικῶν κλπ. Ἀλλά θά μποροῦν νά χειτονοῦνται οἱ διδάσκαλοι, οἱ καθηγητές, οἱ δικηγόροι, οἱ δικαστές, οἱ γιατροί, ὁ καλός καί τίμιος μανάβης, ὁ μπακάλης, ὁ ἀγρότης. ὁ καλλιεργητής, ὁ σκηνοποιός καί κάθε τίμιος ἐργάτης.
Αὐτός καί μόνον αὐτός εἶναι ὁ καλλίτερος καί ὁ πλέον ἔντιμος τρόπος συντηρήσεως τοῦ Κλήρου, τόν ὁποῖον ὐποδεικνύει σέ ὅλους ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὀ Πρῶτός μετά τόν ΕΝΑ, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ  οὐδενός ἐπεθύμησα. Αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὖσι μετ’ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται» (Πράξ. κ΄ 33-34). Καί γνωρίζετε πολύ καλά ὅτι ὑπομένουμε τά πάντα καί δέν ζητᾶμε ἀπό κανέναν τίποτε «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τό εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ», γιά νά μή φέρουμε κανένα ἐμπόδιον στό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ...Ποιός εἶναι λοιπόν ὁ μισθός μου; Τό νά κάνω ἀδάπανον τό Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅταν τό κηρύττω, καί νά μή χρησιμοποιήσω τό δικαίωμα, πού μοῦ δίνει τό Εὐαγγέλιον»(Α΄Κορινθ. θ΄ 12—18).
Τό λεγόμενον ἀπό πολλούς :«Ἤ παπάς παπάς ἤ ζευγάς ζευγάς»,  δέν εἶναι σωστό. Τόν Ἀπόστολο Παῦλο δέν τόν ἐμπόδισε ἡ ἄσκησις τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ σκηνοποιοῦ στό ὑψηλό καί μέγιστο ἱεραποστολικό του ἔργο. Ὡς σκηνοποιός ἐξυπηρετοῦσε,  ἀπό τήν τίμια ἐργασία του, τίς προσωπικές του ἀνάγκες καί τίς ἀνάγκες τῶν συντρόφων του.
Ἐξάλλου ὁ Κύριος  λέγει: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ποιμήν ὁ καλός» καί ὅτι «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων». 


Καί τονίζει ὅτι « ὁ μισθωτός καί οὐκ  ὤν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσί τά πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τόν λύκον ἐρχόμενον καί ἀφίησι τά πρόβατα καί φεύγει· καί ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτά καί σκορπίζει τά πρόβατα. Ὁ δέ μισθωτός φεύγει, ὅτι μισθωτός ἐστι καί οὐ μέλει αὐτῷ περί τῶν προβάτων...» (πρβλ. Ἰωάν. ι΄  1-21).
Ὁ Χριστός μᾶς θέλει καλούς ποιμένες. Ζητεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά Τόν λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας. Νά  ἀκολουθοῦμε ἀκριβῶς τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά μήν ἐξαρτώμεθα ἀπό τά ἀργύρια.

Ὅταν ἀσκοῦμε τό βιοποριστικό μας ἐπάγγελμα, θά ζοῦμε ἀξιοπρεπῶς καί θά προσφέρουμε τίς ὑπηρεσίες μας, σύμφωνα μέ την Ἐντολήν τοῦ Κυρίου μας, ΔΩΡΕΑΝ. Θά θεραπεύουμε μέ τή Χάρι Του πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

Τότε ὁ Μακαριώτατος δέχθηκε τίς προτάσεις μου, ἀλλά προφανῶς βρῆκε ἐσωτερικά καί ἄλλα ἐμπόδια, καί δέν πραγματοποιήθηκαν.
Σήμερα καταθέτω εἰς τήν ἀγάπην  τῶν ἁρμοδίων τήν ἴδια Πρότασι,  ὡς τόν καλλίτερον καί πλέον ἔντιμον τρόπον συντηρήσεως τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου.
Καί πιστεύω ὅτι θά συμφωνήσουν μαζί μου ὅλοι «οἱ κλητοί, ἐκλεκτοί καί πιστοί», πρός δόξαν Χριστοῦ.
Θά ἤθελα δέ ἐπ’ εὐκαιρίᾳ νά τονίσω ἐδῶ ὅτι ὁ μοναδικός πλοῦτος τῆς Ρωμιοσύνης εἶναι ὁ Ἑλληνικός Πολιτισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Λαός μας στήν πλειοψηφία του εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Τό Γένος μας εἶναι ζυμωμένο μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν στό Χριστό. «Η ψυχή τοῦ Γένους μας εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ἡ ἀνατολική τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησία στήριξε καί συντήρησε στή Ζωή  τήν ἱστορική, τή θρησκευτική καί ἐθνική συνείδησι τῶν Ἑλλήνων, καί στή δύσκολη ὥρα ἔλυωσε τά καντίλια καί τά δισκοπότηρα καί τά ἔκανε βόλια γιά τόν ἀγῶνα, γιά τήν ἀπελευθέρωσι τοῦ Γένους ἀπό τή σκλαβιά. Καί πρωτοπόροι στούς ἀγῶνες ἦσαν πάντα οἱ πτωχοί παπάδες μας. Δέν πρέπει ποτέ νά λησμονήσῃ κανείς τίς θυσίες τοῦ φλογισμένου καί εὐλογημένου ράσου.



Ὁ καθένας εἶναι ἐλεύθερος νά πιστεύει ὅ,τι θέλει ἤ νά μήν πιστεύει τίποτε. Δημοκρατία ἔχουμε. Μέσα του ὁ καθένας ἄς ἔχει τό φρόνημά του , τίς ἰδέες του. Ὅλοι, ὅσοι θέλουμε νά ζοῦμε στήν Ἑλλάδα ὀφείλουμε νά σεβώμαστε τά ὅσια καί τά ἱερά τοῦ Γένους, τήν ἔνδοξη Ἱστορία μας καί τά Ἰδανικά μας. Ἄν  κάποιος,γιά κάποιο λόγο δεν μπορεῖ νά τα σεβασθῇ, ἄς φύγει. Δέν τόν ἀναγκάζουμε νά μείνῃ. ΑΛΛΑ κανείς δέν ἐπιτρέπεται στήν Ἑλλάδα, ἄν εἶναι ἕλληνας καί δέν εἶναι προδότης, νά μιλάῃ γιά Θρησκευτική οὐδετερότητα ἤ γιά χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα. Διότι κανείς δέν μπορεῖ καί δέν ἐπιτρέπεται νά χωρίσῃ τή ΜΑΝΑ ἀπό τά ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ.