Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ (λΟΥΚ. ΙΓ΄10-17)







Πῶς ἁγιάζεται ἡ Ἡμέρα τοῦ Θεοῦ;



«Ἦν δέ διδάσκων (ὁ Ἰησοῦς) ἐν μιᾷ τῶν

Συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι.

Καί ἰδού γυνή ἦν πνεῦμα ἔχουσα ἀσθενείας

ἔτη δέκα καί ὀκτώ, καί ἦν συγκύπτουσα καί

μή δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τό παντελές.

Ἰδών δέ αὐτήν ὁ Ἰησοῦς προσεφώνησε καί

Εἶπεν αὐτῇ· γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας

σου· καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χεῖρας· καί

παραχρῆμα ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν».





Κύριος ἐδίδασκε κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου σέ μια ἀπό τίς Συναγωγές. Ἐκεῖ βρισκόταν καί μια γυναῖκα, ἡ ὁποία ἀπό συνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἦτο ἄρρωστη δέκα ὀκτώ  χρόνια. Ὑπέφερε πολύ. ἦταν κυρτωμένο τό σῶμα της. Ἦταν διαρκῶς σκυμμένη καί δέν μποροῦσε ὁλότελα νά σηκώσῃ τό κεφάλι της ὄρθιο. Ὅταν τήν εἶδε ὀ φιλεύσπλαγχνος Κύριος, τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε:

Γυναῖκα, εἶσαι λυμένη καί ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀρρώστια σου. Καί ἔβαλε πάνω της τά ἅγια Χέρια Του, καί τήν ἴδια στιγμή ἐπανέκτησε τήν ὀρθίαν στάσιν τοῦ σώματός της, ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν.






Στήν περικοπή αὐτή τοῦ Εὐαγγελίου ξεχωρίζουν δύο πρόσωπα, δύο τύποι ἀνθρώπων. Ἡ συγκύπτουσα, ἡ ἄρρωστη αὐτή  εὐσεβής γυναῖκα, ὑπόδειγμα ὑπομονῆς καί εὐσεβείας. Πιστή στό Θεό, μολονότι πάσχει ἀπό τή φοβερή πράγματι ἀρρώστια της, δέν παραλείπει τό Χρέος της νά πηγαίνει στήν συναγωγή. Αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά προσεύχεται καί νά ἀκούει τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Δέν γογγίζει, δέν παραπονεῖται, δέν ἀγανακτεῖ. Ὑπομένει καρτερικά τήν ἀρρώστια της καί δοξάζει τό Θεό. Εἷναι ὑπόδειγμα ἀρετῆς. Ἀγράμματη, ἀλλά πιστή καί ταπεινή.
Ὁ δεύτερος τύπος εἶναι ὁ Ἄρχων τῆς Συναγωγῆς. Ὁ ἀριστοκράτης, ὁ γραμματισμένος. Ἔβλεπε τακτικά τήν πονεμένη γυναῖκα καί δέν ἔκανε τίποτε νά ἀλαφρύνει τόν πόνο της. Ἀδιαφοροῦσε ἤ δέν μποροῦσε. Ὅταν εἶδε ὅτι Χριστός τή θεράπευσε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, δέν χάρηκε καί δέν δόξασε τό Θεό, γιά τή θεραπεία τοῦ πνευματικοῦ του παιδιοῦ, ἀλλά ἀγανάκτησε καί ἄνοιξε τόν ὀχετό τῆς βρωμερῆς καρδιᾶς του, νά κατηγορῇ τό Θεραπευτή, γιατί ἔλυσε αὐτό τό δεσμό τῆς πονεμένης γυναίκας καί τή θεράπευσε τήν Ἡμέρα τοῦ Σαββάτου.
Φαίνεται στούς ἀνθρώπους  ψεγάδιαστος. Τηρεῖ ὅλα τά τυπικά, ἀλλά εἶναι ἕνας  Ψεύστης καί Ὑποκριτής ἄριστος, κυρτωμένος ὄχι στό σῶμα, ἀλλά στήν ψυχή. Ὁ Σατανᾶς τόν ἔχει παραμορφώσῃ. Εἷναι ἕνας Φαρισαῖος σάν ὅλους τούς ἄλλους, μωρός καί τυφλός, διότι δέν βλέπει τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καί παρερμηνεύει τό Νόμο Του, διυλίζει τόν κώνωπα καί καταπίνει τήν κάμηλον. Ὁμοιάζει μέ τούς τάφους τούς κεκονιαμένους, οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικά μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἐσωτερικά ὅμως εἶναι γεμᾶτοι νεκρά ὀστά καί κάθε ἀκαθαρσία, σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία. Ὁ Ἐγωϊστής δέν δέχεται τό Χριστό, καί ἐμμέσως,  τόν κατηγορεῖ. Διότι θεράπευσε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Τολμᾶ καί ὑψώνει τό ἀνάστημά του μπροστά στό Χριστό καί λέγει μέ θράσος στόν ὄχλο: «Ἕξ ἡμέραι εἰσίν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καί μή τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Σαββάτου».
Κύριος ἐλέγχει τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Ἀπυθύνεται στόν Ἀρχισυνάγωγο καί κεραυνώνει, στό πρόσωπό του, ὅλους τούς ψέφτες καί ὑποκριτές ὅλων τῶν αἰώνων. Καί δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλοί, πού παρερμηνεύουν τό λόγο τοῦ Θεό, ἀδιαφοροῦν καί προσπερνοῦν κάθε πονεμένο συνάνθρωπό τους, καί κρίνουν καί κατακρίνουν ἀκόμη καί τόν ἴδιο τό Θεό.
Λέγει στόν Ἀρχισυνάγωγο: Ὑποκριτά, δέν λύνει ὁ καθένας ἀπό σᾶς  τό βόδι του ἤ γάϊδαρό του ἀπό τό σταῦλο καί τόν φέρνει νά τόν ποτίσῃ, τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου; Αὐτή δέ τή γυναῖκα, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, παιδί τοῦ Θεοῦ, πού τήν εἶχε δεμένη ὁ Σατανᾶς ἐπί δέκα ὀκτώ χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῇ ἀπό τά δεσμά αὐτά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;

Πῶς ἁγιάζεται ἠ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου;

Μέ κεριά καί λιβάνια καί τυπικές τελετές; Ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου,  γιά μᾶς τούς Χριστιανούς εἶναι ἡ Κυριακή,  ἀφιερωμένη στό Θεό, ἁγιάζεται μέ ἀγαθοεργίες. Ὁ Θεός θέλει νά κάνουμε τό καλό καί νά σώζουμε τή ζωή τοῦ πλησίον μας. Ἀπευθυνόμενος στούς ὑποκριτάς ὁ Κύριος λέγει: «Ἐάν ἐγνωρίζατε τί σημαίνει, ἀγάπην, ἔλεον θέλω καί ὄχι θυσία, δέν θά καταδικάζατε τούς ἀθώους. Διότι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος τοῦ Σαββάτου»(Ματθ. ιβ΄ 7-8). Καί σέ ἄλλη περίπτωσι   γλυκύς Ἰησοῦς, ὁ θεραπευτής τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, «ὁ πανακής ἰατρός» ἐρωτᾷ:
«Τί ἔξεστιν, τί ἐπιτρέπεται νά κάνῃ κανείς τήν ἡμέρα τήν ἀφιερωμένη στό Θεό, καλό ἤ κακό; Νά σώσῃ μιά ψυχή ἤ νά τήν καταστρέψῃ;» «Ψυχήν σῶσαι ἤ ἀποκτεῖναι;» (Λουκ. στ΄ 9).
Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν θέλουμε νά καταλάβουμε «τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄2). Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Θεός δοξάζεται, ὅταν κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Χάσαμε τήν «οὐσίαν», πού εἶναι τό ἔλεος, ἡ ἀγάπη, καί δίνουμε μάχες γιά τά τυπικά, λέει ὁ Γιούγκ. Ἐνῶ ὁ Θεός θέλει νά καίγεται ἡ ψυχή μας στή φωτιά καί νά λιώνῃ σάν τό κερί, ἀπό ἀγάπη τέλεια στό Θεό καί τόν πλησίον καί ἔτσι νά φωτίζῃ καί νά εὐωδιάζῃ, ἐμεῖς μένουμε στά κεριά καί καί τά λιβάνια, στήν «ἐσχηματισμένη εὐσέβεια», στήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, στά τυπικά, προσπερνῶντας τόν πόνο καί τίς ἀνάγκες καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων μας, νομίζοντες πώς μέ τίς ψευτογονυκλισίες θά εὐαρεστήσουμε τό Θεό. 
Πῶς θά ξεφύγουμε ἀπό τή δικαία ὀργή τοῦ Θεοῦ, ὅταν παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», υἱοί τῆς ἀπειθείας; Πῶς θά βροῦμε ἔλεος, ὅταν δέν ἔχουμε ἔλεος γιά κανένα, ὅταν δέν δείχνουμε εὐσπλαγχνία σέ κανέναν; Θά εἶναι ἀνελέητη ἡ κρίσις τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος, λέγει ὁ Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος.
 Καιρός εἶναι νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό καί νά ἀκολουθήσουμε τό παράδειγμά Του. Νά ἁγιάζουμε τήν ἡμέρα τοῦ Κυρίου, καί κάθε ἡμέρα, μέ ἀγαθοεργίες. Νά Τόν δοξάζουμε μέ πράξεις ἀγάπης καί καλωσύνης.  Νά Τόν ὑμνοῦμε λόγῳ καί ἔργῳ. Γιατί...,
ὅπως λέγει καί ὁ ἐθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμᾶς,
«Γιατί ὁ Χριστός νά καίγονται γυρεύει
Γι’ αὐτόν  καρδιές ὄχι κεριά
Καί μέ σταυρούς κανείς δέν τόν λατρεύει
Καί γονατίσματα βαριά.


Γιατί λατρεύει τό Χριστό ὅποιος δίνει
γιά τόν πλησίον τή ζωή,
ὅποιος τόν γυμνωμένο κρυφοντύνει
καί τόν πτωχό τόν ἐλεεῖ.

Ὅποιος τήν ἀδικία κεραυνώνει
Κι’ ἁγνό τό μέτωπο κρατεῖ
κι’ ἔχει ὁδηγό τήν Καλωσύνη μόνη
κι’ ἔχει Θεό τήν ἀρετή».
(Ἀπό τό ποίημα τοῦ Κ. Παλαμᾶ, «ἡ νύχτα τῶν Χριστουγέννων»)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου