Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ



Β΄


Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΛΞΙΣ ΕΙΝΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ ;
                                          «Ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι... ὅτι    
                                                     ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Ἀ Ἰωάν. δ΄7-8).
    Δυστυχῶς ζοῦμε σέ μια ἐποχή, πού  καί οἱ λέξεις ἔχασαν τό πραγματικό τους νόημα. Ὅλα παρερμηνεύονται καί παρεξηγοῦνται. Θεωρῶ ὅτι εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά προστατεύσουμε τή Νέα Γενιά ἀπό ὅλες τίς παρερμηνεῖες, πού φέρουν σύγχυσι στήν ψυχή τῶν Νέων καί τούς ἀποπροσανατολίζουν τόσον, ὥστε νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τήν Ἀλήθεια καί νά ὁδηγονται στήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία, καί κατ’ ἀκολουθίαν νά βυθίζωνται στό σκοτάδι καί νά καταλήγουν στήν ἔσχατη ἀθλιότητα καί δυστυχία.
    Ὑπάρχουν, δυστυχῶς,  πολλοί «λύκοι βαρεῖς», σκοταδιστές, πού, χωρίς ντροπή, ἐξυπηρετοῦντες προφανῶς τά σχέδια τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων, ἐπ’ ἀμοιβῇ (;), κατασπαρράσσουν τή Νεολαία μέ τίς ὑλιστικές, ἀθεϊστικές ἰδέες τους.
   Ἀνατρέπουν τήν ἱεραρχία τῶν Ἀξιῶν. Ἀρνοῦνται τόν ἀληθινό Θεό, τήν Ἠθική,  τήν Τάξι καί τήν ἁρμονία καί ὑψώνουν σέ Θεότητα τόν Πανσεξουαλισμό, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα καί λατρεύουν τό Βόρβορο.
    Θά προσπαθήσω, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, σιγά-σιγά νά βοηθήσω τούς Νέους και τίς Νέες μας  νά καταλάβουν καλά τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς, ὥστε νά καθαρίσουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν κόπρο, πού οἱ ἄθεοι σωρεύουν στήν γνή τους ψυχή.
Καί θά ἐκθέσω ἐδῶ τή Β΄ ἀνάρτησι μέ σκέψεις γύρω ἀπό τό σεξουαλικό πρόβλημα, τό ὁποῖον τόσο πολύ παρεξηγεῖται στήν ἐποχή μας. Καί σ’ αὐτή τήν ἀνάρτησι θά ἀπαντήσω λακωνικά στό ἐρώτημα :
«Ἡ ἐρωτική ἕλξις εἶναι ἁμαρτία;»
     Ὁ Εὐαγγελιστής τῆς ἀγάπης, ὁ Ἰωάννης λέγει ὅτι «ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι... ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄ ’Ιωάν. δ΄ 7-8).
   Δέν εἶπεν ὅτι ὁ Θεός ἔχει ἀγάπη, ἀλλά ὅτι εἶναι ἀγάπη. Καί ἀπό ἄπειρη, ἁγνή, τέλεια ἀγάπη δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26). Μέ νοῦν δηλαδή καί ἐλευθερίαν. Νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορεῖ νά ἐκλέγῃ ὅ, τι αὐτός θέλει, καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ ἀληθινή κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ἕνας μικρός θεός, ἕνας μικρός δημιουργός. Ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ τόν ἄνθρωπον κύριον ἐπί πάσης τῆς κτίσεως.
    Ὁ Πανάγαθος Δημιουργός, ἀφοῦ ἔπλασε τόν Ἀδάμ εἶπεν ὅτι «οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον ἐπί τῆς γῆς» (Γενέσ. β΄18).
    Καί ἀμέσως δημιουργεῖ, γιά τόν Ἀδάμ ἕνα βοηθόν ὅμοιον μέ αὐτόν (Γενέσ. β΄ 20). Ὁ Θεός δηλαδή «ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ (τοῦ Ἀδάμ) καί ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ’ αὐτῆς. Καί ὠκοδόμησεν ὁ Θεός τήν πλευράν, ἥν ἔλαβεν ἀπό τοῦ Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καί ἤγαγεν αὐτήν πρός τόν Ἀδάμ. Καί εἶπεν Ἀδάμ· τοῦτον ἦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μου καί σάρξ ἐκ τῆς  σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς
 ἐλήφθη αὕτη. Ἕνεκεν τούτου καταλήψει    ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί    τήν μητέρα καί προσκολληθήσεται πρός  τήν γυναῖκα αὐτοῦ, καί ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γενέσ. β΄ 21-24). (Δέν θά ἀναλύσω τούς στίχους αὐτούς. Θά σημειώσω ὅμως  ὅτι καί ἐδῶ παρατηροῦμε τή θεϊκή συγκατάβασι. Ὁ Θεός ἀποκαλύπτει στούς ἀνθρώπους, ὅ,τι μποροῦν νά καταλάβουν. Μιλάει στή γλῶσσα τους, ἀνάλογα μέ τή νοητική τους ἱκανότητα.                           
 Οἱ ἄνθρωποι φυσικά προσλαμβάνουν τή Χάρι, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας των.                                                                          Ἡ Γραφή χρησιμοποιεῖ ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις,  εἰκόνες καί σύμβολα, πού, δυστυχῶς, παρεξηγοῦνται ἀπό ἄμυαλους καί ἀπίστους).       
Καλοῦνται οἱ πάντες νά καταλάβουν ὅτι ὁ Θεός «ἐποίησε τόν ἄνθρωπον, κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς  ὁ Θεός λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε...» (Γενέσ. α΄ 27-28). Εὐλογεῖ δηλαδή τόν Γάμον, τήν ἔννομον συζυγίαν καί τήν ἐξ αὐτῆς παιδοποιῒαν.
  Συνεπῶς ἡ ἐρωτική ἕλξις ἔχει θείαν τήν προέλευσιν. Εἶναι δύναμις, πού δόθηκε στόν ἄνθρωπον ἀπό τόν ἴδιον τόν Θεόν. Εἶναι θεία εὐλογία. Ἡ ταύτισις τῆς σεξουαλικότητος μέ τήν καθαρή σαρκική συνάφεια καί ἡ συσχέτισίς της μέ τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία εἶναι πολύ ἐσφαλμένη ἄποψις. Εἶναι βέβαια αὐτονόητον ὅτι ἡ σεξουαλική δύναμις, ἡ ἀμοιβαία ἕλξις μεταξύ τῶν δύο φύλων ,δέν πρέπει νά ταυτίζεται μέ τήν ἁπλῆ αἰσθησιακή ἐπιθυμία, μέ τό καθαρό σαρκικό πάθος. Συντελεῖ
ὄχι μόνον στήν διαιώνισι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους, ἀλλά ὁδηγεῖ στό μέγα Μυστήριο τοῦ Γάμου, πού εἶναι «ἀνδρός καί γυναικός συνάφεια καί συγκλήρωσις τοῦ βίου παντός, θείου τε καί ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνία» (Μοδεστίνου, Νόμ. 1, Πανδ. 23,2).
    Ἡ ἐρωτική ἕλξις δέν εἶναι ἁμαρτία. σοι ἀπό ἀντιπάθεια πρός τήν σάρκα, κατεδίκασαν τή σεξουαλική δύναμι, συνεπῶς καί τήν ἐρωτική, τήν ἀμοιβαία μεταξύ τῶν δύο φύλων ἕλξι, χαρακτηρίσθηκαν ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σάν Αἱρετικοί καί καταδικάσθηκαν. «Τό Πνεῦμα (τό Ἅγιον)  ρητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς Πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καί διδασκαλίαις δαιμονίων ἐν ὑποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων τήν ἰδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμεῖν καί ἀπέχεσθαι βρωμάτων, ἅ ὁ Θεός ἔκτισεν εἰς μετάληψιν μετά εὐχαριστίας τοῖς πιστοῖς καί ἐπεγνωκόσι τήν ἀλήθειαν. Ὅτι πᾶν κτίσμα τοῦ Θεοῦ καλόν» (Α΄ Τιμόθ. δ΄ 1-4).
     Κληρικοί, πού ἀπέχουν ἀπό τό Γάμο, ὄχι γιά ἄσκησι καί ἀφιέρωσι στό Θεό, ἀλλά ἀπό βδελυγμία,(ἀποστροφή, ἀηδία) πρός τό Μυστήριον τοῦ Γάμου, καθαιροῦνται καί ἀφορίζονται, γιατί ξεχνοῦν ὅτι «τά πάντα καλά λίαν ἐποίησεν ὁ Θεός» καί ὅτι ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον». Τό ἴδιο καί οἱ λαϊκοί ἀφορίζονται (Κανών 51 τῶν Ἁποστόλων).
     Ὁ ἔρωτας σάν δύναμι, πού δόθηκε ἀπό τό Θεό στόν ἄνθρωπο, ἔχει μέσα του τό πνευματικό στοιχεῖο. Ἔτσι εἶναι δύσκολο νά διακρίνουμε ἀνάμεσα στήν ἀγάπη καί στόν ἔρωτα. Ὁ ἔρωτας καταυγάζεται ἀπό τή γνήσια ἀγάπη καί ἐξαγιάζεται.
  ἐρωτική ἕλξις διατηρεῖ τήν ἱερότητά της καί φέρει σέ προσωπική ἕνωσι τόν ἄνδρα μέ τή γυναῖκα. Ἡ φυσική αὐτή κίνησι παρέχει τή δυνατότητα τῆς δημιουργίας μιᾶς ψυχοσωματικῆς κοινωνίας. Ἡ ἐρωτική ἕλξις δέν φέρει μόνον στήν ἕνωσι τῶν δύο «εἰς σάρκα μίαν», ἀλλά συντελεῖ στό νά γίνωνται εἰς ψυχήν καί καρδίαν μίαν.
    ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέγει ὅτι «τόν ἔρωτα, εἴτε θεῖον, εἴτε ἀγγελικόν, εἴτε νοερόν, εἴτε ψυχικόν, εἴτε φυσικόν εἴποιμεν, ἑνωτικήν τινα καί συγκρατικήν ἐννοήσωμεν δύναμιν· τά μέν ὑπέρτερα κινοῦσαν ἐπί πρόνοιαν τῶν καταδεεστέρων· τά δέ ὁμόστοιχα πάλιν, εἰς κοινωνικήν ἀλληλουχίαν» (Φιλοκαλ. Β΄ 184).
     Καθηγητής Γ.Ι.Μαντζαρίδης λέγει ὅτι «Ἡ ἀγαπητική κίνησις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἤτοι ὁ ἔρως, δέν ἀποτελεῖ ἀρνητικήν διάθεσιν, διά νά καταπολεμηθῇ ἐντός τοῦ τέλματος στωϊκῆς τινος ἀπαθείας. Τοιαῦται ἀντιλήψεις οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν πρός τόν Χριστιανισμόν. Ὁ ἀληθής ἔρως κατά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν ἀποτελεῖ ἑνωποιόν δύναμιν, ἀπαραίτητον διά τήν ἀνασύνδεσιν τῆς διεσπαρμένης ἀνθρωπίνης φύσεως καί τήν ἐπαναφοράν της εἰς κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ» (Χριστιαν. Ἠθική, Θεσσαλον. 1975, σελ.208).
   πάρχουν δύο εἰδῶν ἔρωτες. Ὁ νθρώπινος καί ὁ θεῖος. Ἡ ἐρωτική ἕλξις εἶναι τό ἴδιο δυνατή. Ἡ Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θέλοντας νά διδάξουν τόν θεῖο ἔρωτα χρησιμοποιοῦν εἰκόνες ἀπό τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα. Δέν καταδικάζουν τήν ἐρωτική ἕλξι, ἀντίθετα διδάσκουν ὅτι ἡ ψυχή βάλλεται «τῷ πυρί τῆς ἀγάπης ὡς ὑπό ἰοῦ», καί ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει νά γίνεται μέ τό σωματικό ἔρωτα, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τόν πνευματικό.
    «Τοιοῦτον γάρ ἐστίν ὁ ἔρως. Τούς γοῦν μή συμπαρόντας ἡμῖν, ἀλλ’ ἀπόντας, ποθουμένους δέ, καθ’ ἑκάστην φανταζόμεθα τήν ἡμέραν· μεγάλη γάρ τῆς ἀγάπης ἡ τυραννίς, πάντων ἀφίστησι, καί τῷ ποθουμένῳ προσδεσμεῖ τήν ψυχήν. Ἄν οὕτω τόν Χριστόν ἀγαπήσωμεν, πάντα τά ἐνταῦθα σκιά, πάντα εἰκών φανεῖται καί ὄναρ» (Χρυσοστόμου, Ἑρμην. εἰς τό κατά Ἰωάννην κεφ. κα΄ Ὁμιλ. ΠΖ΄).
    Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, σχετικά μέ τόν ἔρωτα λέγει ὅτι «Ὁ ὄντως ἐρῶν, ἀεί τοῦ φιλουμένου φαντάζεται τό πρόσωπον, καί τοῦτο ἔνδον ἐνηδόνως περιπτύσσεται. Ὁ τοιοῦτος οὐκέτι οὐδέ  καθ’ ὕπνους ἡρεμεῖν τοῦ πόθου δύναται, ἀλλά κἀκεῖ τῷ ποθουμένῳ προσαδολεσχεῖ. Οὕτως ἐπί σωμάτων, οὕτως ἐπί ἀσωμάτων πέφυκε γίνεσθαι. Τούτῳ τις τῷ βέλει τρωθείς, ἔλεγε περί ἑαυτοῦ, (ὅπερ θαυμάζω), ὡς «ἐγώ καθεύδω» διά τήν χρείαν τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου γρηγορεῖ», διά τό πλῆθος τοῦ ρωτος» (Κλίμαξ, λόγ. λ΄ περί ἀγάπης, κλπ. στ΄- ζ΄).
   Δηλαδή ὁ πραγματικός ἐραστής φέρνει πάντοτε στόν νοῦ του τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου του καί τό ἀγκαλιάζει μυστικά μέ ἡδονή. Αὐτό ποτέ, οὔτε καί στόν ὕπνο του δέν μπορεῖ νά ἡρεμήση, ἀλλά καί ἐκεῖ βλέπει τό ποθητό πρόσωπο καί μιλάει ἀσταμάτητα μαζί του. Ἔτσι συμβαίνει νά γίνεται ἐκ φύσεως στό σωματικό ἔρωτα. Ἔτσι συμβαίνει καί καί σ’ αὐτούς, πού ἄν καί ἔχουν σῶμα ζοῦν ὡς ἀσώματοι καί ἀσκοῦν τόν πνευματικόν ἔρωτα, φλέγονται ἀπό θεῖο ἔρωτα.
  Κάποιος πού τραυματίσθηκε ἀπό αὐτό τό  βέλος τοῦ  ἔρωτος   ἔλεγε γιά τόν  ἑαυτό του  (πρᾶγμα γιά τό ὁποῖο  ἐγώ θαυμάζω), ὅτι «ἐγώ καθεύδω», κοιμῶμαι διά τήν ἀνάγκην τῆς φύσεως, «ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ», διά τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος. Παρβλ. καί  ᾆσμα ε΄2» ( Κλίμαξ Λόγ. λ΄ Περί ἀγάπης κλπ. στ΄-ζ΄).
    Θά πρέπει ἐδῶ νά τονίσουμε ὅτι στήν ἀμοιβαία ἕλξι μεταξύ τῶν δύο φύλων, μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός, ὑπάρχουν ὅρια, πού ὅταν τά ξεπεράσῃ κανείς, τότε τό ἐπιτρεπόμενο μεταβάλλεται σέ ἁμαρτία. Ἀλλά ἐπ’ αὐτοῦ θά ἐπανέλθουμε.

                               
                                                                                               

                                                                                                          
                                                          
   
            


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου