ΚΑΙ Ο
ΠΤΩΧΟΣ ΛΑΖΑΡΟΣ
(Λουκ. ιστ΄ 19-31).
Αὐτός, δυστυχῶς, ὁ
διαχωρισμός τῶν ἀνθρώπων σέ πλουσίους
καί πτωχούς ὀφείλεται στήν ἔπαρσι, στόν Ἐγωϊσμό, στό ὀλέθριο, τό
δαιμονικό αὐτό Πάθος, που, ὅταν κυριεύῃ τήν ψυχή μας, μᾶς ὁδηγεῖ στόν ὄλεθρο.
Μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεόν καί μεταξύ μας. Πραγματικά μᾶς ἐμπήγει «εἰς ἰλύν βυθοῦ»,
μᾶς βυθίζει στό Βόρβορο. Μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν ἄρνησιν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί στή
θεοποίησι τοῦ Ἑαυτούλη.
Εἶναι δέ φανερόν ὅτι ὁ ἄνθρωπος,
πού κυριεύεται ἀπό τόν Ἑωσφορισμόν, ἀπό τόν Ἐγωϊσμόν, εἶναι «ἐκτός ἑαυτοῦ», εἶναι
τρελλός, σχιζοφρενής, μέ κύριον χαρακτηριστικόν τό παραλήρημα μεγαλείου, στήν
ὑπερτίμησι, τήν ὑπερβολική
ἐκτίμησι τοῦ Ἐγώ, στήν ἀλαζονεία
καί φθάνει στή μεγαλομανία, στό παραλήρημα μεγαλείου, χαρακτηριστικόν γνώρισμα
τῆς μανίας και πιο συχνά τῆς σχιζοφρενικῆς ψυχώσεως. Ὁ τρελλός
πλούσιος τῆς Παραβολῆς, «ἐνδύεται πορφύραν καί βύσσον εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν
λαμπρῶς»(Λουκ.
ιστ΄19). Ἐνδύεται βασιλικά
φορέματα, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ἀπόγονον βασιλικῆς οἰκογενείας, ἀρχηγόν Κράτους,
ἤ ἀρχιστράτηγον, ἤ οἰκονομικόν μεγιστάνα,
Ναπολέοντα, ἤ ἀκόμη καί θεόν. Τό παραλήρημα μεγαλείου εἶναι μηχανισμός τῆς ψυχῆς,
τοῦ σχιζοφρενοῦς, πού τό συναίσθημα μειονεξίας, ἐμφανίζεται ὡς superiority Komblex, ὡς κόμπλεξ ὑπεροψίας. Ὁ τρελλός
πλούσιος δέν βλέπει τή δυστυχία γύρω του, δέν ἀκούει τούς στεναγμούς τοῦ
πλησίον, προσέχει μόνον τόν Ἑαυτούλη του καί τήν Καλοπέρασί του. Δίπλα
του εἶναι ὁ πτωχός Λάζαρος, ὁ δυστυχής συνάνθρωπός του, γεμᾶτος πληγές, ἄρρωστος,
πεταγμένος πλησίον τῆς ἐξώπορτας αὐτοῦ,
τοῦ πλουσίου. Ὁ Πλούσιος ὅμως τόν δρασκελίζει καί ἀδιαφορεῖ, γιά τήν κατάντια
τοῦ συνανθρώπου του, πού προσπαθεῖ νά χορτάσῃ ἀπό τά ψίχουλα, πού ἔπεφταν ἀπό
τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Καί ἐπειδή ἦταν γυμνός ἤρχοντο οἱ σκύλοι καί ἔγλυφαν
τίς πληγές του. Παρ’ ὅλα αὐτά ὁ πτωχός Λάζαρος δέν γογγύζει κατά τοῦ Θεοῦ, δέν ἀγανακτεῖ
κατά τοῦ πλουσίου, καρτερικά ὑπομένει τή φτώχεια του, τήν ἀρρώστια του
καί δοξάζει τό Θεό (Λουκ.
ιστ΄ 19-21).
Γιά τόν ἄμυαλο, τόν ἀνεγκέφαλο
πλούσιο, σ’ αὐτόν τόν κόσμο δέν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο , ἐκτός ἀπό τόν Ἑαυτούλη
του και τήν Καλοπέρασί του. Γι’ αὐτόν «πᾶν
τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονία
τοῦ βίου» (Α΄Ἰωάν.
β΄ 16).
Γιά τόν πτωχόν τό πᾶν εἶναι ἡ
τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον. Γιά τόν
πτωχόν Λάζαρο τό πᾶν στή ζωή εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Διότι γνωρίζει ὅτι «ὁ ποιῶν
τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄Ἰωάν.
β΄ 17).
Ὁ πτωχός Λάζαρος ἐννοεῖ «τό
βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων
ἐπιδιώξεων. Ἀντίθετα ὁ πλούσιος ἀγνοεῖ, δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα
τῆς ζωῆς. Δέν θέλει νά καταλάβῃ ὅτι, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, εἴμαστε προσωρινοί, διαβάτες, πάροικοι καί
παρεπίδημοι, καί ὄτι ὄλα τά χοϊκά, τά
γήϊνα εἶναι «πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα, μία ροπή καί
ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Καί, μέ τήν τρέλλα πού τόν δέρνει, παραμένει «δέσμιος τῆς γῆς», ἄγονος, ἄκαρπος,
κακός Οἰκονόμος, Κακός Διαχειριστής, τῶν ἀγαθῶν, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός,
νά σκορπίζει καί νά τρέφει καί νά συντηρεῖ τούς συνανθρώπους του. Καταχραστής τῶν
ἀγαθῶν, ἰδιοποιεῖται τά πάντα καί τά χρησιμοποιεῖ γιά τόν Ἑαυτούλη του, «εὐφραινόμενος
καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς» καί ἀδιαφορεῖ, γιά τούς συνανθρώπους του.
Ὁ Πανάγαθος καί Πάνσοφος
Δημιουργός προίκισε τούς ἀνθρώπους, μέ θεῖα χαρίσματα. Τούς χάρισε νοῦν καί ἐλευθερίαν
καί χορήγησε στόν καθένα «ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν», τάλαντα, ὥστε νά τά
πολλαπλασιάσουμε, εὐεργετῶντας ὁ ἕνας ἄλλον. Ὁ Πτωχός Λάζαρος
πιστεύει καί λατρεύει τό Θεό. Ὑπομένει καρτερικά τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀπεκδεχόμενος
τό «θεῖον κάλεσμα». Περιμένει μέ λαχτάρα τήν ἡμέρα, πού θά τόν καλέσῃ ὁ Θεός,
νά ἔλθῃ ἀπό τήν ἀνθρωπίνην εἰς τήν θείαν
διάστασιν, νά μεταβῇ «διά τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». Καί πραγματικά «ἐγένετο ἀποθανεῖν
τόν πτωχόν καί ἀπενεχθῆναι αὐτόν ὑπό τῶν
ἀγγέλων εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ».
Ὁ πλούσιος ὅμως δέν πιστεύει
στό Θεό, στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί εἰς τήν αἰώνιον ζωήν. Ἀρνεῖται τόν Θεόν
καί πιστεύει ὡς Θεόν τόν Ἑαυτούλη του. Προσφέρει θυσίες στόν ἑαυτόν του «εὐφραινόμενος
καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Ἔρχεται ὅμως καί γι’ αὐτόν τό τέλος. «Ἀπέθανε δέ καί ὁ
πλούσιος καί ἐτάφη». Ποιός εἶναι; Δέν κατόρθωσε νά γράψῃ, ὅπως ὁ Λάζαρος, τό ὄνομά του στό
Βιβλίον τῆς ζωῆς. Εἶναι ἀνώνυμος, ἄγνωστος. Ἀπέθανε καί ἐτάφη καί εὑρέθη εἰς
τόν Ἅδη «ὑπάρχων ἐν βασάνοις».
Πόσο ἄμυαλοι εἴμαστε οἱ
περισσότεροι ἄνθρωποι!... Ἀπολαμβάνουμε τά πρόσκαιρα, τά ἀνούσια, τά ἀνάξια
λόγου πράγματα καί χάνουμε τά αἰώνια, τά ἄφθαρτα, τά ἀγαθά «ἅ ὀφθαλμός οὐκ
εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».
Στόν ᾏδη δέν ὑπάρχει μετάνοια.
Τώρα, «νῦν οὖν καιρός εὐπρόσδεκτος, νῦν ἡμέρα σωτηρίας».
Τώρα, καλόν εἶναι νά
συνειδητοποιήσουμε τό βραχύ τῆς ζωῆς καί ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν ,νά παρακαθήσουμε
παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, ἀκούοντες δέ καί φυλάσσοντες τόν λόγον Αὐτοῦ, ὡς
δένδρα καρποφόρα καί ἀειθαλῆ, πεφυτευμένοι παρά τάς διεξόδους τῶν ὑδάτων, νά ἀποδώσουμε
τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος, πού εἶναι ΑΓΑΠΗ, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης,
ἀγαθωσύνη, πρᾳότης, ἐγκράτεια. Ἀποφεύγοντες τήν τρέλλα τοῦ πλουσίου, ὑπομένοντες
καρτερικά, ὅπως ὁ πτωχός Λάζαρος, τίς κακουχίες τῆς ζωῆς καί τά παθήματα τοῦ νῦν
καιροῦ, ὥστε νά ἀποφύγουμε καί τήν αἰώνιον Ὀδύνη. Ἔτσι θά ἀξιωθοῦμε νά εὐρεθοῦμε εἰς τόν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ,
προαπολαμβάνοντες τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, καί νά δοξάζουμε τόν Κύριον τῆς Δόξης,
διότι Σ’Αὐτόν καί μόνον Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ Τιμή, ἡ Δόξα καί τό Κράτος εἰς τούς αἰῶνας
.Ἀμήν.