Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

ΘΗΣΑΥΡΕ ΜΟΥ ΜΟΝΑΚΡΙΒΕ !


 

                                    ΘΗΣΑΥΡΕ ΜΟΥ ΜΟΝΑΚΡΙΒΕ

 

Κύριέ μου, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ὁ ἀληθινός, Σύ καί μόνον Σύ γνωρίζεις, «τό συμφέρον», γιά τόν καθένα μας. Ἐμεῖς «ἀγνοοῦμεν τά πάντα», κι’ ἡ πίστι μας λειψή..., καί εἶν ἀβάσταχτος ὁ  πόνος τοῦ   ἀποχωρισμοῦ, τοῦ Γιοῦ ἀπό τόν πατέρα, κι’ ἄς εἶναι πρόσκαιρος. Ἡ ὀδύνη τοῦ πατέρα, πού ἐνταφιάζει τό Γιό του, δέν περιγράφεται. Καί Σύ, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, γνωρίζεις τήν Ὀδύνη μου καί τή λειψή μου πίστι… Λυγίζω, πονῶ, κλαίω καί δακρύζω, θρηνῶ καί ὀδύρομαι...

Ἔρχονται στιγμές, πού σαλεύει ὁ νοῦς μου, ματώνει ἡ σαλεμένη μου καρδιά καί μέ ἄναρθρες κραυγές καταφεύγω Σέ Σένα, ποῦ ἀλλοῦ; Σέ Σένα…καί ζητῶ βοήθεια. Ζητῶ τή Χάρι Σου καί τό   Ἔλεός Σου… Κύριέ μου, βοήθησέ με νά ἀπαλλαγῶ ἀπό τήν ὀλιγοπιστία μου καί ἀναπλήρωσε, Σύ, Ἰησοῦ μου, τήν ἔλλειψι τῆς πίστεώς μου. «Κύριε, βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μάρκ. θ΄ 24). Καί ὅμως πιστεύω, μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου, ὅτι Σύ, Κύριέ μου, εἶσαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Καί ὅμως λύγίζω καί συγχρόνως, Ἰησοῦ μου,  ὁμολογῶ καί διακηρύττω σέ ὅλους, παντοῦ καί πάντοτε, ὅτι μέ τή Χάρι Σου, ὑπάρχω καί Σέ εὐγνωμονῶ, πού ἑξήκοντα καί δύο χρόνια, μέ ἀνέχεσαι στό ἱερόν καί ἅγιον Θυσιαστήριόν Σου. Σέ ἱκετεύω, Κύριε, συγχώρησέ με, γιά τίς στιγμές τῆς ὀλιγοπιστίας μου… Συγχώρησε με, γιά τόν πόνο, πού αἰσθάνομαι, τήν ἴδια ὥρα, πού Σέ εὐχαριστῶ, Πολυεύσπλαγνε, πού ἦλθες ταχύ, καί λύτρωσες τό Γιό μου ἀπό τόν πόνο καί τήν ὀδύνη καί τόν ἐναπόθεσες εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ και Πατρός, ἔνθα οὐκ ἔτσι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος, εὐφροσύνη καί Χαρά αἰώνιος!




Χριστέ μου, Θησαυρέ μου, Μονάκριβε, Σύ Σταυρώθηκες καί Ἀναστήθηκες, γιά μᾶς καί μόνον Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μᾶς. Εἶσαι τό ΠΑΝ, γιά μᾶς. Σύ εἶσαι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Σωτήρ καί Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Σύ, Κύριε, μέ τό Αἷμα Σου μᾶς συμφιλίωσες μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα. Σύ μᾶς κρατᾶς ἐνωμένους μαζύ Σου, εἰς  ἝΝ, τήν Θριαμβεύουσαν καί τήν Στρατευομένην Ἐκκλησίαν Σου. Βοήθησέ μας, νά καταλάβουμε ὅτι δέν ὐπάρχει χωρισμός, ἀλλά ὅτι ΟΛΟΙ εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Σου καί ἐν Σοί εἴμαστε ἑνωμένοι καί ματαξύ μας, ὅτι εἴμαστε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο, ἑνωμένοι εἰς Ἕν, μέ τή Χάρι Σου, στήν αἰώνια Βασιλεία Σου, ἐκεῖ ὅπου «ὁ τῶν ἑορταζόντων ἦχος ὁ ἀκατάπαυστος καί ἡ ἀπέραντος ἡδονή τῶν καθορώντων τοῦ Σοῦ προσώπου τό κάλλος  τό ἄρρητον. Διότι Σύ, Κύριε, εἶσαι τό ὄντως ἐφετόν καί ἡ ἀνέκφραστος εὐφροσύνη τῶν ἀγαπώντων Σε, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καί Σέ ὑμνεῖ πᾶσα ἡ κτίσις εἰς τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ».




Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ



 

ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣῌ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

 

 «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς  ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Καθώς εἶναι γραμμένον, Πρός χάριν Σου, Κύριέ μου  Ἰησου, κάθε μέρα θανατωνόμεθα. Θεωρούμαστε ἀπό τούς διῶκτες μας, σάν πρόβατα προωρισμένα διά σφαγήν. Ἀλλά σέ ὅλα αὐτά τά βάσανα εἴμαστε με το παραπάνω νικητές, διά Σοῦ, Χριστέ μου, διότι Σύ μᾶς ἀγάπησες, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου και Ἀναστήθηκες καί ἐκάθησες στά δεξιά τοῦ Πατρός  μεσιτεύεις γιά μᾶς καί μέ τη Χάρι καί τήν  ἀγάπη Σου, μᾶς ἐνδυναμώνεις, δέν μᾶς ἀφήνεις ἀπροστάτευτους εἰς τούς κινδύνους καί στίς δύσκολες αὐτές περιστάσεις. Καί ναί, πράγματι, τά ὑπερνικῶμεν ὅλα αὐτά. Διότι, εἶμαι πεπεισμένος, λέγει ὁ Παῦλος, ὅτι οὔτε θάνατος, ούτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε ἀρχαί, οὔτε δυνάμεις, οὔτε αἱ περιστάσεις καί τά γεγονότα τοῦ παρόντος, οὔτε μέλλοντα γεγονότα, τίποτε καί κανείς δέν θά μπορέσῃ νά κλονίσῃ την πίστι και την ἀγάπη μας στό Χριστό. ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΕΣῌ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣῌ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ. Οὔτε οἱ ἐπιτυχίες, πού ὑψώνουν τον ἄνθρωπον πολύ, οὔτε οἱ ταπεινώσεις, πού τόν ρίχνουν εἰς ᾏδου βυθόν, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη κτίσις, ἄγνωστη σέ μᾶς, ἀπολύτως τίποτε δεν θα μπορέσῃ νά μᾶς χωρίσῃ καί νά μᾶς ἀπομακρύνῃ ἀπό την ἀγάπην, τήν ὁποίαν μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός, διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, και ἡ ὁποία ἀγάπη μᾶς  κρατάει ἄρρηκτα συνδεδεμένους μαζί Του καί μᾶς  προστατεύει ἀπό κάθε κίνδυνο»(παρβλ. Ρωμ. η΄ 35-39).Πραγματικά τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ Τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄16). Ἄπειρη εἶναι ἡ ἀγάπη Του, ἀμέτρητον εἶναι το Ἔλεός Του, ἀνέκφραστη εἶναι ἡ Εὐσπλαγχνία Του. «Συνίστησι δε την ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ἡμῶν ὄντων ΧΡΙΣΤΟΣ ΥΠΕΡ ΗΜΩΝ ΑΠΕΘΑΝΕ»(Ρωμ. ε΄8).




Ποιά δύναμις, Ποιός , λοιπόν, ἤ Τί μπορεῖ να μᾶς χωρίσῃ ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Ποιός μπορεῖ νά κλονίσῃ τήν Πίστη μας στό Χριστό καί στην Ἀνάστασί Του;

Μᾶς ἀγαπάει τόσο πολύ, πού δέν ἀντέχει νά μᾶς βλέπῃ νά ὑποφέρουμε. Δέν θέλει νά πονᾶμε. Ὅταν βλέπει τά ἀγαπημένα μας πρόσωπα νά ὑποφέρουν και ἐμεῖς με ὅλη την ἀγάπη μας δεν μποροῦμε νά τούς βοηθήσουμε καί νά τούς πάρουμε τόν πόνο, σπεύδει ὁ Πανάγαθος καί Ἐλεήμων Κύριος, ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, ἔρχεται ταχύ καί λυτρώνει τούς ἀγαπημένους μας ἀπό τον πόνο. Τούς παίρνει κοντά Του καί τούς ἐναποθέτει εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος».

Ἐμεῖς θρηνοῦμε, κατά τό ἀνθρώπινον, ἐνῶ θα πρέπει νά χαροῦμε, διότι οἱ ἀγαπημένοι μας χαίρονται τη Χαρά τοῦ Θεοῦ καί δέν πονᾶνε. Καί γι’ αὐτό πρέπει νά εὐχαριστοῦμε το Θεό και να διώχνουμε τή θλῖψι ἀπ’ τήν ψυχή μας… Ναί. Αὐτό εἶναι τά Χρέος μας: Νά ὑμνοῦμε καί νά δοξολογοῦμε τό ΛΥΤΡΩΤΗ, τον Κύριό μας, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, πού ΕΣΤΑΥΡΩΘΗ ΔΙ’ ΗΜΑΣ ΚΑΙ μέ τή Θέλησί Του ἐτάφη καί ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ ΤΟΥ ΣΩΣΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ. ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ.



ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ, ΣΥ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Εἶσαι ἡ ἀγάπη μας. Εἶσαι τό ΠΑΝ γιά μᾶς. ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣῌ ΑΠΟ ΣΕΝΑ. ΤΙΠΟΤΕ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΛΟΝΙΣῌ ΤΗΝ ΠΙΣΤΙ ΜΑΣ ΣΕ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΣΟΥ.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ στερέωσε τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί την πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου. Κράτησέ  πάντας ἡμᾶς, τούς ἀναξίους δούλους Σου, ἄρρηκτα συνδεδεμένους μαζί Σου καί ἀξίωσέ μας, ΛΥΤΡΩΤΑ, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, νά Σέ ὑμνοῦμεν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί νά Σέ εὐλογοῦμεν, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, Εὐεργέτα Πολυέλεε, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.



 

 

 

 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

«Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ! »

 

                   


 «Ω ΦΩΣ ΤΩΝ ΟΦΘΑΛΜΩΝ ΜΟΥ!»

 

Κύριε Ἰησου Χριστέ, γλυκειά μου Ἄνοιξις! Πῶς νά ἐκφράσω τήν εὐγνωμοσύνη μου στην ἄπειρη ἀγάπη Σου, Λυτρωτά; Πῶς νά Σέ δοξάσω ἐπάξια, γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Σου και τίς ἀνεξιχνίαστες Βουλές Σου; Ἄν σιωπήσω, «οἱ λίθοι κεκράξονται» καί θά πανηγυρίζει ὁ Πονηρός Ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου… Ὀφείλω νά φωνάξω, μέ φωνή μεγάλη, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν, με φωνή σάλπιγγος, πρέπει να κηρύξω καί νά ὁμολογήσω, Κύριε, ὅτι μόνον Σύ ὑπάρχεις, ὅτι μόνον Σύ, ὁ Ἕνας και Μόνος ἀληθινός Θεός, μᾶς κυνηγᾶς μέ τό  Ἔλεός Σου. Μόνον Σύ, ὡς Πανάγαθος, θέλεις καί ὡς Παντοδύναμος, μπορεῖς και ἔρχεσαι κοντά μας, καί μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν βυθιζόμαστε, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ κόσμου, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται». Πρέπει νά φωνάξω, ὥστε να γίνῃ συνείδησις σέ ὅλους ὅτι, Σύ, ὁ Θεός ἡμῶν εἶσαι Ἀγαθός και μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ και ὅτι αἰτία ὅλων τῶν Κακῶν, πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα, εἶναι  ἡ  κακή προαίρεσις τῶν δαιμονανθρώπων, πού δημιουργοῦν θανατηφόρους ἰούς καί σωρεύουν θλίψεις, ἀνίατες ἀρρώστιες, θλίψεις  καί συμφορές στούς ἀνθρώπους, πού πολλοί ἐξ αὐτῶν ὑποφέρουν χωρίς νά φταῖνε. Ὀφείλω νά διακηρύξω ὅτι στίς δύσκολες ὥρες, Μόνον Σύ, Κύριε Μακρόθυμε καί Πολυέλεε, ἔρχεσαι ταχύ, σπεύδεις καί συντομεύεις τίς ἡμέρες τῆς θλίψεως, διά τούς ἐκλεκτούς καί μᾶς λυτρώνεις ἀπό τή θλῖψι καί τόν πόνο, πού μᾶς προκαλεῖ ἡ Κακία τοῦ Κόσμου, πού ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται. Γλυκύτατέ μου Ἰησου, γλυκειά μου Ἄνοιξις, Πῶς νά ξεχάσω την εὐλογημένη Παρουσία Σου στη ζωή μας και τώρα στην δική μου προσωπική ζωή; Πῶς νά λησμονήσω τήν εὐεργετική Σου Ἐπίσκεψι, στόν ἀγαπημένο μου Γιό, στόν Παναγιώτη μου, στό μεγάλο Πόνο του. Ἦλθες πολυεύσπλαγχνε καί τόν λύτρωσες ἀπό τή θλῖψι καί τόν ἀβάστακτο πόνο καί τόν πῆρες κοντά Σου καί τόν ἐναπόθεσες εἰς τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος. Σ’ Εὐχαριστῶ, Χριστέ μου, πού ὁ ἀγαπημένος μου Γιός τώρα δέν πονάει, ἀλλά χαίρεται τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου Σου, Κύριε. Τόν πῆρες ἀπό την πνιγερή ζωή, στῆς Ὀμορφιᾶς τή σφαῖρα. Σέ Εὐχαριστῶ, πού δίνεις σέ ὅλους μας τήν πληροφορία, ὅτι νοιάζεσαι, γιά μᾶς και στέκεσαι παντοτινά κοντά μας, σάν στοργικός Πατέρας, Λυτρωτής καί Θεός. Σέ Εὐχαριστῶ, πού μᾶς ἀνασύρῃς ἀπό «ᾏδου βυθόν», μᾶς ἐλευθερώνεις ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Καυθμῶνος καί μᾶς ὀδηγεῖς εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὐδάτων» καί «ἐξαλείφεις πᾶν δάκρυον ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν»(πρβλ. Ἀποκ. ζ΄17). Σέ Εὐχαριστῶ, πού μοῦ δίνεις  τή δύναμι, να βαστάξω τόν πόνο μου καί νά στηρίξω και τούς ἄλλους πονεμένους γύρω μου, στήν Πίστι σέ Σένα τόν μόνον Ἀληθινόν Θεόν. Τίποτε δέν μπορεῖ, μέ τή Χάρι σου, νά κλονίσῃ τήν Πίστι μου καί τήν ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ λατρεία μου Σέ Σένα, Πανάγαθε. Σέ Εὐχαριστῶ, γιά τίς ἄπειρες, φανερές και ἀφανεῖς, εὐεργεσίες Σου σέ μένα και στόν κόσμον Σου. Σ’ Εὐχαριστῶ καί σέ ἰκετεύω, περιμένοντας τό θεῖον Κάλεσμα, νά μέ ἀξιώσης τόν ὐπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου, λόγῳ καί ἔργῳ, νά Σέ εὐλογῶ καί νά Σέ δοξάζω ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου. Δέξου, Κύριε, τά δάκρυα τῆς εὐγνωμοσύνης μου!  Καί ὅταν μέ καλέσῃς, ἀξίωσον καί ἐμέ τόν ἀνάξιον νά εὑρεθῶ κοντά στό Παιδί μου καί μετά τῶν Ἁγίων νά ψάλλουμε μαζί  ὕμνους Εὐχαριστίας  Σέ Σένα, τόν Λυτρωτή καί, ἀσιγήτως, νά Σέ δοξολογοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Διότι μόνον  Σέ Σένα, «Τῷ Βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.  ΑΜΗΝ»(Α΄Τιμόθ. α΄17).






 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

«ΕΝΝΟΗΣΑΤΕ ΗΜΩΝ ΤΟ ΒΡΑΧΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»



                         ΕΝΝΟΗΣΑΤΕ ΗΜΩΝ ΤΟ ΒΡΑΧΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ»

 

 

Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, εἰς την ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, μετά την πτῶσιν, μᾶς ἐγκατέστησεν ὁ Μακρόθυμος καί  Πανάγαθος Θεός, με ἡμερομηνίαν λήξεως «ἕως τοῦ ἀποστρέψαι ἡμᾶς εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθημεν»(Πρβλ. Γενέσ. 3, 19).

«Πάροικοι καί παρεπίδημοι»(Γενέσ.23,4. Ψαλμ. 38,13), προσωρινοί, διαβάτες εἴμαστε, «ἐν γῇ ἐρήμῳ και ἀβάτῳ και ἀνύδρῳ»(Ψαλμ. 62,1), προσμένοντας τό θεῖον Κάλεσμα.

Ὁ σοφός Σολομών τονίζει ὅτι ὅλα τά ἀνθρώπινα εἶναι ματαιότης. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι ἔλεγαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, χωρίς Θεόν, δεν εἶναι οὔτε κἄν σκιά, ἀλλά ὄνειρον σκιᾶς: «Σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος». Καί ὁ Ὅμηρος λέγει: «Οἴη περ φύλλων γενεή, τοίη δε καί ἀνδρῶν».

Ὁ Προφήτης Δαυῒδ λέγει: «Ἄνθρωπος, ὡσεί χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεί ἄνθος τοῦ ἀγροῦ,  οὕτως ἐξανθίσει· ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, και οὐχ ὑπάρξει καί οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τόν τόπον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102,15-16).

Πότε θά  κατανοήσωμεν «το βραχύ τῆς ζωῆς» καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων; Πότε θά συνειδητοποιήσωμεν ὅτι ἐρχόμενοι στή γῆ, δέν φέρνουμε τίποτε μαζί μας, καί φεύγοντας ἀπό ἐδῶ δέν παίρνουμε τίποτε μαζί μας. Γυμνός ἐξέρχεται ὁ ἄνθρωπος ἐκ κοιλίας τῆς μητρός αὐτοῦ καί γυμνός ἐπιστρέφει στή γῆ «ἐξ ἧς ἐλήφθη». Το τονίζω αὐτό, διότι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι καταβασανίζονται ἀπό μιά ἀλόγιστη ἀγχώδη βιωτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσότερων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτόν τους στή γῆ, ἀγωνιοῦν καί φθείρονται, κατατυραννοῦν τούς συνανθρώπους τους και τον ἑαυτόν τους, καί Τί  κερδίζουν; Τί ἀποκομίζουν; ΤΙΠΟΤΕ. ΚΑΝΟΥΝ ΜΙΑ ΤΡΎΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ.



Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό «σαρκικό φρόνημα», ἀπό το ΚΑΚΟ και ἀπό τήν ΑΜΑΡΤΙΑ, πού εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν» καί φέρει στην ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο, μᾶς συνιστᾶ να ἀποφεύγουμε τό θησαυρισμό στή γῆ και να θησαυρίζουμε θησαυρούς εἰς τον Οὐρανόν, με ἐλεημοσύνες, στηρίζοντας τούς συνανθρώπους μας, θεραπεύοντες πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Μᾶς τονίζει ὅτι «ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ» και «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε». Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, μᾶς συνιστᾶ να ἐναποθέτουμε την ψυχή και τη ζωή μας, την ὕπαρξί μας στο οὐράνιον Πατέρα μας και μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός νοιάζεται, για μᾶς. Διό καί τονίζει: « Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν  τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, και ταῦτα πάντα προστεθήσεται  ὑμῖν» (ὁ Πατέρας θα φροντίσῃ καί θά σᾶς χορηγήσῃ τά πάντα, ὅλα, ὅσα χρειάζεσθε (Ματθ. στ΄33).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά μᾶς βοηθήσῃ να ξεφύγουμε ἀπό την πλεονεξία καί ἀπό τή «ρίζα πάντων τῶν κακῶν, τή Φιλαργυρία», μᾶς πληροφορεῖ  και  μᾶς τονίζει Ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός πλοῦτος,  καί λέγει: «Ἡ εὐσέβεια εἶναι, παραγματικά, ἀληθινός πλοῦτος, πηγή κέρδους, ὅταν ἀρκῆται κανείς σ’ ἐκεῖνα πού ἔχει. Δεν φέραμε τίποτε μαζί μας εἰς τον κόσμον και εἶναι φανερόν ὅτι δεν μποροῦμε οὔτε νά πάρωμε τίποτε μαζί μας. Ὥστε, ἐάν ἔχωμεν τροφάς καί σκεπάσματα, νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ αὐτά. Ἐκεῖνοι ὅμως πού θέλουν να πλουτίσουν πέφτουν σέ πειρασμό καί παγίδα καί σέ πολλές ἐπιθυμίες ἀνόητες καί βλαβερές, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους εἰς τόν ὄλεθρον καί τήν ἀπώλειαν. Διότι  ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Ἐξ αἰτίας τοῦ ὀλεθρίου αὐτοῦ πάθους, μερικοί( ἴσως οἱ περισσότεροι;) ἐπλανήθησαν ἀπό την πίστιν και ἐκάρφωσαν τον ἑαυτόν τους μέ ὀδύνες καί βάσανα πολλά» (Α΄Τιμόθ. στ΄6-10).

Τό Πάθος τῆς φιλαργυρία, ἡ πλεονεξία και ἡ ἀγχώδης βιωτική μέριμνα εἶναι ἀνοησία, βλακεία, ἀφροσύνη ἤ καλλίτερα Παραφροσύνη, πού ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στην ἔσχατη ἀθλιότητα. Διότι με την ἀλόγιστη, την προβληματική μας αὐτή συμπεριφορά σωρεύουμε συμφορές καί δέν κερδίζουμε ἀπολύτως τίποτε. Κάνουμε μια τρύπα στό νερό.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος βροντοφωνάζει:  « Βλέπετε πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μή, ὡς ἄσοφοι, ἀλλ’ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τον καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διά τοῦτο μή γίνεσθε Ἄφρονες, ἀλλά συνιέντες τί τό Θέλημα  τοῦ Κυρίου» ( Ἐφεσ. δ΄15-17).



Καί εἶναι καιρός νά «ἐννοήσωμεν το βραχύ τῆς ζωῆς» και τη ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων και τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων, Εἶναι καιρός  νά καταλάβουμε καλά, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»(Ἑβρ. ιγ΄14), καί ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει»(Φιλιπ. γ΄20) καί « βαλεῖν ἀρχήν», νά βάλουμε ἀρχή στην πνευματική μας ζωή. Νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά. Νά κατανοήσωμεν Τί τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον (Ρωμ. ιβ΄2) καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὅπως ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ μᾶς ἀγάπησε, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου και ὄχι ἁπλῶς να λέμε: «Γενηθήτω τό Θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ και ἐπί τῆς γῆς» ἀλλά και πρίν ἀπό κάθε μᾶς Πάθος, ὅπως ὁ Χριστός, πρίν ἀπό τη Σταυρική Του Θυσία εἶπε, ἔτσι κι’  ἐμεῖς νά λέμε: «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστιν, παρελθέτω ἀπ'ἐμοῦ  τό ποτήριον τουτο· πλήν οὐχ ὡς ἐγώ θέλω, ἀλλ’  ὡς Σύ, γενηθήτω το Θέλημά Σου», ὥστε καί ἐμεῖς νά ἀξιωθοῦμε να χαροῦμε την Ἀνάστασιν καί  τήν ἐγκατάστασίν μας εἰς τήν αἰώνιον Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τήν ἡτοιμασμένην δι’ ἡμᾶς ἀπό καταβολῆς κόσμου και ἐκεῖ να χαροῦμε μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων την ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν.

Δι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πρίν νά εἶναι ἀργά, «Τά ἄνω ζητεῖτε οὗ ὁ Χριστός ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος, τά ἄνω φρονεῖτε, μη τά ἐπί τῆς γῆς»(Κολοσ. γ΄1-2), πρίν ἀκούσωμεν τήν φωνήν τοῦ Θεοῦ, να μᾶς λέγει, ὅπως εἰς τόν ἄφρονα πλούσιον: «ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ τίνι  ἡτοίμασας τίνι ἔσται;», ἄν πήραμε τή ζωή μας λάθος, να ἀλλάξουμε ζωή, ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν, ὥστε να ἀκούσωμεν τῆς εὐκταίας  Αὐτοῦ φωνῆς: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε την ἡτοιμασμένην ὑμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου»(Ματθ. κε΄31-46). Εἶναι δέ βέβαιον ὅτι εἶναι «Μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ'ἄρτι. Ναί, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ΄ 13).

Πλουτοῦντες, λοιπόν εἰς Θεόν, ἄς παρακαλοῦμε τόν Κύριον, νά μᾶς  κατατάξῃ ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ, ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος,  καί νά μᾶς ἀξιώσῃ, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, νά Τον ὑμνοῦμεν καί να Τόν δοξολογοῦμεν ἀσιγήτως, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Διότι μόνον εἰς Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ Τιμή, ἡ Δύναμις καί ἡ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.ΑΜΗΝ. 




 

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΞΙΩΘΩ ΝΑ ΒΡΕΘΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ;



ΠΟΤΕ ΘΑ ΑΞΙΩΘΩ ΝΑ ΒΡΕΘΩ ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ;

                                    ΜΟΝΟΝ Ο ΚΑΛΟΣ ΘΕΟΣ ΤΟ ΞΕΡΕΙ.

                                                                                     ( Ἐπιστολή πρός Οὐρανόν).

 

Ἀγγελούδι μου,

Δέν ἀμφέβαλα ποτέ γιά τήν ἀγάπη σου. Μοῦ ἔκρυβες τόν πόνο σου, γιά να μή στεναχωρηθῶ. Ἔτσι δέν ἀξιώθηκα νά σέ σφίξω στήν ἀγκαλιά μου, στίς ὧρες τοῦ πόνου σου. Δέν ἤξερα. Φανταζόμουν. Πονοῦσα. Καί δέν πρόφθασα νά σέ σφίξω στήν ἀγκαλιά μου τίς τελευταῖες σου στιγμές. Σέ πῆρε ὅμως στήν ἀγκαλιά Του ὁ Χριστός. Συντόμευσε τίς ἡμέρες τῆς θλίψεως. Σέ λύτρωσε ἀπό τον πόνο και ἀπό τη μεγάλη θλῖψι. Πίστευες, μέ τήν καρδιά σου και λάτρευες τό Χριστό. Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι τώρα βρίσκεσαι καί ἀναπαύεσαι στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ, «ἐν Χώρᾳ ζώντων, ἐν χώρᾳ δικαίων, ἐν χειρί Θεοῦ, εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί χαίρεσαι μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀρρήτου καί ἀπείρου Κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Αὐτή ἡ οὐράνια πληροφορία ἐλαφρύνει τόν πόνο τοῦ ἀποχωρισμοῦ, τόν πικρό καί ἀβάσταχτο. Γέμιζες  χαρά τήν ψυχή μου καί τώρα ζῆς στήν καρδιά μου και τη γεμίζεις χαρά, διότι γνωρίζω ὅτι τώρα  δέν πονᾶς, ἀγάπη μου. Κι’ αὐτό ἔχει σημασία, γιά μένα. Νά μήν πονᾶς καί νά χαίρεσαι τή Χαρά τοῦ Θεοῦ. Τώρα εἷσαι κοντά στό Χριστό και αὐτό με παρηγορεῖ. Εὐχαριστῶ τό Θεό, πού τώρα βρίσκεσαι στήν ἀγκαλιά Του, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλά ζωή ἀτελεύτητος». Σέ παρακαλῶ, Γιέ μου, ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκεσαι, νά παρακαλῆς τόν Κύριο, ὅταν μέ καλέσῃ, νά μέ ἀξιώσῃ νά ἔλθω κοντά σου, γιά νά ψάλλουμε μαζί, ὅπως πάντοτε, ὕμνους εὐχαριστίας στο Λυτρωτή μας καί Θεό, στόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ Τιμή καί ἡ Δόξα  εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.