Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Η ΑΠΕΙΡΗ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ





«Καί τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως».

Τό βασικό χαρακτηριστικό της σχιζοφρενίας εἶναι ἡ ἔλλειψις ἐπαφῆς μέ τήν πραγματικότητα. Καί, δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι , ἀπό τόν πρῶτο μέχρι καί τόν τελευταῖο δέν κάνουμε ὑπακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός. Χάνουμε, μέ τή θέλησί μας,  τήν ἐπαφή μας, μέ τήν πραγματικότητα, καί ζοῦμε στό δικό μας κόσμο. Ἔχουμε ἀσυνάρτητη  σκέψι, εἴμαστε ἀστόχαστοι, ἀπρόσεκτοι, ἔχουμε παράλογους τρόπους συλλογισμοῦ, ἀνακριβῆ ἤ διαστρεβλωμένη ἀντίληψι τοῦ περιβάλλοντος, τίς περισσότερες φορές δέν ἐλέγχουμε τήν πράγματι προβληματική μας συμπεριφορά, μᾶς κυριεύει ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἔπαρσις, φωρᾶμε τό προσωπεῖο τοῦ ἁγίου, καί, μέ ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό μας, περιφρονοῦμε τούς συνανθρώπους μας, κάτω ἀπό ἕνα ἀλόγιστο παραλήρημα μεγαλειότητος, ἐξουθενοῦμε τούς συνανθρώπους μας καί, χωρίς ἀγάπη στήν «πρᾶξι», προσβάλλουμε τή μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καί τή μακροθυμία Του.





Μέ αὐτή τήν συμπεριφορά, μετουσιώνουμε τόν παράδεισο, πού μᾶς χάρισεν ὁ Θεός, σέ χοιροστάσι. Μέ τήν κακή μας θέλησι, βγαίνουμε ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, Χάνουμε τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας, χάνουμε  «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», καί προσπαθοῦμε νά χορτάσουμε τήν πεῖνα μας μέ τά  «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας, «μέ  τά κεράτια ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι». Ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος Ὕδατος καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια»τῆς ἀπιστίας.

                    Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας καί ἀναζητεῖ καί σώζει τό ἀπολωλός



«Ο Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, προγνωρίζοντας «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», ὡς Ἐλεήμων καί Φιλάνθρωπος, καί θέλων «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄4), «τόν υἱόν  αὐτοῦ τόν  Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εις αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ΄ ἔχει ζωήν αἰώνιον»(Ἰωάν. γ΄ 16). Δηλαδή, μπορεῖ, ἄν θέλῃ ὁ ἄνθρωπος, νά ἐπανακτήσῃ τόν παράδεισο, μπορεῖ νά ἐπανεισαχθῇ εἰς τόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς. Ἄν θέλῃ, μπορεῖ καί πάλιν νά ἀπολαμβάνῃ τήν ἀδιατάρακτον διά θεάς ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, «διά τῆς Πίστεως, τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης» (Γαλάτ.ε΄6 ). Ἡ ἀγάπη καί ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη. Χρειάζεται μόνον ἡ δική μας συγκατάθεσις. Στό χέρι μας εἶναι ἡ σωτηρία μας. ’Αρκεῖ, δηλαδή, νά μετανοήσουμε καί νά πιστέψουμε στόν Σωτῆρα Κύριον, τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Νά ἀπεκδυθοῦμε τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» καί «νά ἐνδυθοῦμε τόν καινόν, τόν νέον ἄνθρωπον», τόν Χριστόν (Ἐφεσ. δ΄ 22-24) καί νά κάνουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, γιά νά  κάνουμε τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο.

Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως».  Εἶναι γνωστόν ὅτι  «τό ἁμαρτάνειν ἀνθρώπινον, τό ἐμμένειν ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ σατανικόν καί τό ἐξομολογεῖσθαι θεῖον», καί ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεόλόγος, «Οὐ φοβερόν τό πεσεῖν, ἀλλά τό κεῖσθαι». Τό φοβερόν εἶναι ἡ ἀμετανοησία. Καί τό πιό φοβερό, λέγει ὁ Χρυσόστομος, εἶναι «τό καυχᾶσθαι ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι».


Εἷναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «συνίστησι τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8), καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα. Νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας «εἰς ἑαυτόν», νά ἀπανακτήσουμε τήν ἐπαφήν μας τήν πραγματικότητα, νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρικήν Ἑστίαν καί νά γευθοῦμε «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί νά ἀπολαμβάνουμε τά «ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν», «από καταβολῆς κόσμου».



Εἷναι καιρός, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μπροστά τόν Πανάγιον Θεόν, νά ζητήσουμε τό Ἔλεός Του, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε,  «ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Του».



Κύριέ μου, Σύ εἶσαι ὁ Ἱησοῦς, ὁ Σωτήρας μου,
Σύ εἶσαι, Ἐλεήμων,  ὁ Πλαστουργός μου,
Θεέ μου, Σύ πού Σταυρώθηκε γιά μένα τόν ἁμαρτωλόν,
λυπήσου με καί ἐλέησόν με. Δέξου με, τόν δοῦλο σου, μετανοοῦντα, ὁ Θεός καί ἐλέησόν με.
Φώτισε τά σκοτάδια μου, λάμπρυνε τήν ψυχή μου. «Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με τόν παραπεσόντα».
«Στήριξον, συνέτισόν τήν καρδίαν μου, Δέσποτα».
Δός μου τή Χάρι Σου, Κύριε, δός μου τή δύναμι,
στερέωσε τόν ἀνάξιο δοῦλο σου, ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου, βοήθησε νά λάμψη στήν ἄθλια ψυχή μου
ὁ φωτισμός τοῦ Εὐαγγελίου Σου, ὥστε τόν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μου νά κηρύττω τή δόξα Σου, Ἐλεῆμον, καί νά Σέ ὑμνῶ αἰώνια, σύν τῷ Πατρί καί τό Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἀμήν.



Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018

ΟΙΜΟΙ, ΜΕΛΑΙΝΑ ΨΥΧΗ !


Ἕως πότε τῶν  κακῶν οὐκ ἐκκόπτεις;


«Ἀλλοίμονο σέ μένα, μαύρη κι’ ἄραχλη ψυχή μου!
Ἕως πότε θά μένῃς στερεωμένη στό Κακό;
Πότε, ἐπιτέλους, θά κόψῃς τίς σχέσεις σου, μέ τό
κακό καί τήν ἁμαρτία; Πότε θά θεραπεύσης, μέ τή
Χάρι τοῦ Θεοῦ, τήν προβληματική σου συμπεριφορά;
Ἕως πότε θά εἶσαι κατάκοιτος στήν ῥαθυμία, τήν
τεμπελιά καί τήν ὀκνηρία; Πότε, ἐπιτέλους, θά δράσῃς,
θά δραστηριοποιηθῇς καί θά κάνῃς καλή χρῆσι τοῦ νοῦ
καί τῆς ἐλευθερίας, πού σοῦ χάρισε ὁ Θεός;
Τί συμβαίνει μέ σένα, ταλαίπωρη ψυχή μου;
Δέν θυμᾶσαι τή φοβερή ὥρα τοῦ Θανάτου:



Τί συμβαίνει, ἀλήθεια; Δέν τρέμεις ὁλόκληρη μπροστά
στό φρικτό Βῆμα τοῦ Δικαιοκρίτου καί Σωτῆρος μας
Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔρχεται νά ἀποδώσῃ στόν καθένα
μας ἀνάλογα μέ τά ἔργα του; Ἄραγε τί θά ἀπολογηθῇς
ἤ τί θά ἀποκριθῇς στόν Δίκαιο Κριτή, πού σταυρώθηκε
γιά Χάρι μας κι’ ἐσύ, πολλές φορές, Τόν ξανασταυρώνης
στό πρόσωπο τῶν ἀδελφῶν Του τῶν ἐλαχίστων;
Ταλαίπωρη, μαύρη καί ἄραχλη ψυχή μου!
Τά ἔργα σου παρίστανται, ἐμφανίζονται μπροστά σου,
μέ σκοπό τόν ἔλεγχόν σου· Οἱ πράξεις σου σέ ἐλέγχουν
καί σέ κατηγοροῦν. Λοιπόν, Ψυχή μου, τέλειωσαν τά
ψέματα. Ἔφθασε  ὁ χρόνος, ὁ καιρός τῆς δικαιοκρισίας.
Δράμε, τρέξε γρήγορα, ἅρπαξε τήν εὐκαιρία, πρόφθασε·
μέ πίστι φώναξε δυνατά· Ἁμάρτησα, Κύριε, ἁμάρτησα
Σέ Σένα· πρόσβαλα τή Θυσία Σου καί τό  Ἔλεός Σου.
Ἀλλά γνωρίζω πολύ καλά, Φιλάνθρωπε, πόσο πολύ





Συμπονετικός καί Φιλάνθρωπος εἶσαι. Σύ, που εἶσαι
ὁ καλός Ποιμένας, Σύ πού Σταυρώθηκες, γιά μένα
τόν ἁμαρτωλό καί ἀνάξιο δοῦλο Σου καί γιά ὅλα τά
πρόβατά Σου, μή μέ χωρίσῃς, Μακρόθυμε, μή μέ
χωρήσῃς τῆς ἐκ δεξιῶν Σου παραστάσεως, ὄχι γιατί
τό ἀξίζω, ἀλλά γιά τό μέγα Σου Ἔλεος».
(Ἐλεύθερη Ἀπόδοσις Δοξαστ. τῶν ἀποστίχων τῆς Κυριακῆς τῆς Κρίσεως).



Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ






Η ΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΙΣ



Εἷναι φανερόν ὅτι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν «παροικία» ἐρχόμαστε μέ ἡμερομηνίαν λήξεως. Οἱ μέρες πού μᾶς χαρίζει ὁ Μακρόθυμος Κύριος εἶναι «καιρός μετανοίας», εἶναι δῶρον τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, γιά τά πλάσματά Του, ἐπειδή ὁ Θεός δέν ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπον εἰς ἀπώλειαν, ἀλλ’ εἰς σωτηρίαν καί «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄ 4).

Ὁ Θεός, δημιουργήσας τόν ἄνθρωπον «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26), «ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε...» (Γενέσ. α΄ 27-28), «καί ἔλαβε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Γενέσ. β΄ 15). Καί τοῦ ὑπέδειξε τόν τρόπον, μέ τόν ὁποῖον ὀφείλει νά φυλάσσῃ τόν παράδεισον, τοῦ ἔδωσε τήν Ἐντολήν: «Ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλό καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ  φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσ. β΄ 16-17). Δηλαδή: ἡ ἐργασία τους στόν παράδεισο εἶναι ἡ τήρησις τῆς Ἐντολῆς. Ἡ ὑπακοή εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή εἶναι θάνατος. Διά τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος ἀποδεικνύει τήν ἀγάπη του καί τήν εὐγνωμοσύνη του στόν Εὐεργέτη καί Δημιουργό Του, καί ἐργάζεται καί διαφυλάσσει τόν παράδεισον, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Διά τῆς παρακοῆς χάνει τόν παράδεισο, χωρίζεται ἀπό τό Θεό, πρᾶγμα τό ὁποῖον εἶναι αἰώνιος θάνατος καί, χάρις εἰς τήν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν «παροικία», μέ ἡμερομηνίαν λήξεως. Μετά τήν πτῶσι, διά τῆς παραβάσεως τῆς Ἐντολῆς, «ἐξαπέστειλεν αὐτόν ὁ Θεός ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη» (Γενέσ. γ΄ 24). Καί εἶπεν ὁ Θεός στόν Ἀδάμ: «...Ἐν τῷ ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τόν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γενές. γ΄19).





Εἶναι δέ σέ ὅλους γνωστόν ὅτι σύμφωνα μέ τόν ὁρισμόν αὐτόν τοῦ Θεοῦ «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. θ΄ 27).

Ὁ ἄνθρωπος προγνωρίζει ὅτι σέ κάθε ἐντολή ὁ Πάνσοφος καί Δικαιοκρίτης ἔχει θέσει τήν ἀρχήν τῆς ἀνταποδώσεως. Προγνωρίζει, δηλαδή, ὅτι ἡ ὑπακοή στίς πανάγιες Ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή εἶναι θάνατος. Ἔχει νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό καλόν ἀπό τό κακόν, καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ ὅ,τι αὐτός θέλει. Ἔχει τό δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν καί τό δυνατόν τοῦ μή ἀποθανεῖν. Στό χέρι του εἶναι νά ζήσῃ καί στό χέρι του εἶναι νά πεθάνῃ. Ἡ ἐκλογή εἶναι δικιά του. Ὁ Θεός χάρισε στόν ἄνθρωπον τό αὐτεξούσιον καί ἐνῶ, ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ νά ὁδηγήσῃ ἀναγκαστικά στό δρόμο τῆς ζωῆς, δέν μᾶς ἐξαναγκάζει σεβόμενος τήν ἐλευθερίαν, πού μας χάρισε. «Ὅστις θέλει...», «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον»( Ἰω. Δαμασκηνός).
Ὁ ἄνθρωπος μόνος του, μέ τή θέλησί του, προετοιμάζει τή
θέσι του κατά τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Μόνος του ἀποφασίζει ἄν θά  βρεθῇ ἐκ δεξιῶνἐξ εὐωνύμων τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ  Χριστοῦ, τοῦ Σωτῆρος καί Κριτοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, δυστυχῶς, δέν ἀκολουθεῖ τήν Ὁδόν τῶν Ἐντολῶν, τήν ὁδόν τῆς ὑπακοῆς, τήν ὁδόν τῆς τέλειας ἀγάπης στό Θεό καί στόν πλησίον διά τόν Θεόν. Διά τῶν παραβάσεων προετοιμάζει τήν θέσι του ἐξ εὐωνύμων τοῦ Δικαιοκρίτου Χριστοῦ.




Θά πρέπει νά σημειώσω ἐδῶ ὅτι πρώτη κρίσις, γιά τόν καθένα μας δέν γίνεται μόνον κατά τήν ἡμέραν τῆς κοιμήσεως, ἀλλά καί τήν στιγμήν τῆς τηρήσεως τῆς παραβάσεως τῆς Ἐντολῆς, διότι, ὅπως ἔχουμε πῇ, ἡ κάθε Ἐντολή ἐμπεριέχει τήν ἀρχήν τῆς ἀνταποδώσεως.

Ὁ Κύριος λέγει: «Ἐγώ δέν ἦλθα νά κρίνω, ἀλλά νά σώσω τόν κόσμο» (Ἰωάν. ιβ΄ 47). Καί συνεχίζει: «Ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρίνει αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν. ιβ΄ 48). Καί πάλιν λέγει: «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ κρίσις, ὅτι τό Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· ἦν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα. Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό Φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄  19-20). Ἀντίθετα «ὁ ποιῶν τήν ἀλήθειαν ἔρχεται πρός τό Φῶς, ἵνα φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα, ὅτι ἐν Θεῷ ἐστιν εἰργασμένα» (Ἰωάν. γ΄ 21). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ σκότους, δέν δέχονται τό Φῶς, δέν δέχονται τόν ἀληθινόν Μεσσίαν καί  τόν Σταυρώνουν. Περιμένουν τόν Ψεύτικο Μεσσία, τόν ἀντίχριστον. Νομίζουν οἱ ἐλεεινοί ἄνθρωποι τοῦ σκότους, ὅτι θά μποροῦν νά ἀδικοπραγοῦν καί νά μένουν ἀτιμώρητοι. Νομίζουν, πλανώμενοι, ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός Δίκαιος. Δέν κατανοοῦν τήν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ.







Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει σέ κάθε σκληροκάρδιο καί
ἀμετανόητο  ὅτι μέ τήν σκληρότητά του θησαυρίζει στόν ἑαυτό του ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς: «Κατά δέ τήν σκληρότητά σου καί ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις  σεαυτῷ ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καί δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὅς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ, τοῖς μέν καθ’ ὑπομονήν ἔργου ἀγαθοῦ δόξαν καί τιμήν καί ἀφθαρσίαν  ζητοῦσι ζωήν αἰώνιον, τοῖς δέ ἐξ ἐριθείας, και ἀπειθοῦσι μέν τῇ ἀληθείᾳ, πειθομένοις δέ τῇ ἀδικίᾳ, θυμός καί ὀργή» (Ρωμ. β΄5 ἑξ.).
Ὅσοι ἀρνοῦνται τόν Χριστόν, ἀρνοῦνται καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Ἡ ὁδός, πού φέρει τόν ἄνθρωπον εἰς τά δεξιά τοῦ Σωτῆρος κατά τήν Ἡμέραν τῆς Κρίσεως,εἶναι ἡ Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ στήν «πρᾶξι». Εἷναι ἔργα γνήσιας, ἁγνῆς, τέλειας ἀγάπης στό Θεό καί στόν πλησίον,  διά τόν Χριστόν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει τήν ὀργήν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόδοσιν τῆς δικαιοσύνης κατά τήν μέλλουσαν Κρίσιν, ἐξυπακούεται δέ ὅτι καί κάθε μέρα ἀποκαλύπτεται ἡ ὀργή καί ἡ ἀπόδοσις δικαιοσύνης, καί κατά τό παρόν. Εἶναι προϊόν τῆς παρακοῆς. Κατά τήν δευτέραν Παρουσίαν ὁ Κύριος  ἐπέβαλε τό ὁριστικό Τέλος τῆς ἀνομίας καί ἀπέδωσε πλήρως τήν δικαιοσύνην. Ἀπέδωσε στόν καθένα κατά τά ἔργα αὐτοῦ.
Ἡμέρα ὀργῆς (Dies Irae) εἷναι ἡ Ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἐκεῖνοι, πού ἐργάζονται μέ ὑπομονή τά ἀγαθά ἔργα, πιστεύουν ὅτι ὁ Δικαιοκρίτης Κύριος  θά τούς χαρίσῃ δόξαν καί τιμήν καί ἀφθαρσίαν  καί θά τούς καταστήσῃ μετόχους τῆς αἰωνίου ζωῆς. Θά ἀπολαμβάνουν τή θεία δόξα καί μακαριότητα.
Εἰς ἐκείνους δέ πού κυριεύονται ἀπό ἐριστική, ἄνευ ἠθικοῦ χαλινοῦ φιλοδοξία καί ἀπειθοῦν στήν ἀλήθεια, πείθονται δέ στήν ἀδικία καί συνεχίζουν νά ἀδικοπραγοῦν, θά ἐπιπέσῃ θυμός καί ὀργή καί αἰώνιος καταδίκη,διότι ὁ Θεός θά ἀποδώσῃ στόν καθένα κατά τά ἔργα του (Ματθ. κε΄ 31-46).


Κατά τήν ἔνδοξη καί φοβερή ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως ὁ ἔνδοξος Κριτής ὁ Θεός θά ξεχωρίσῃ τά πρόβατα ἀπό τῶν ἐρίφων καί θά στήσῃ τά μέν  πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τά δέ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Καί θά πῇ ὁ Βασιλιᾶς σέ κείνους πού θά εἶναι εἰς τά δεξιά Του: Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τήν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Καί θά αἰτιολογήσῃ τήν ἀπόφασίν Του  λέγοντας:
·      Ἐπείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάγω
·      Ἐδίψασα καί μέ ἐποτίσατε
·      Ἤμουν ξένος  καί δέν εἶχα ποῦ νά μείνω καί μέ περιμαζέψατε στό σπίτι σας.
·      Ἤμουν γυμνός καί μέ ἐνδύσατε
·      Ἀρρώστησα καί μέ ἐπισκεφθήκατε
·      Ἤμουν στή φυλακή καί ἤλθατε νά μέ δῆτε καί νά μέ παρηγορήσετε.
Τότε μέ ταπείνωσι καί μέ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους μπροστά στό Θεό, θά ἀποκριθοῦν οἱ δίκαιοι.
Κύριε, πότε σέ εἴδομεν πεινῶντα καί ἐθρέψαμεν; ἤ κλπ.
Καί τότε ὁ Κύριος, ὁ Δικαιοκρίτης, θά τούς πῇ καί θά τούς διαβεβαιώσῃ: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε»

Τό ἀντίθετο θά συμβῇ μέ τούς ἐξ εὐωνύμων, τούς ἀμετανοήτους ἀνθρώπους τοῦ σκότους, τούς Σταυρωτές.
Διότι κυριευμένοι ἀπό τά πάθη, δέν δέχθηκαν τόν Χριστόν καί δέν ἐνεκολπώθησαν τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Συνέχισαν, ἀναισχύντως, νά Σταυρώνουν τόν Χριστόν στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του.
Καί συνεπῶς θά ἀκούσουν τό Βασιλέα καί Κριτήν νά τούς ἀποπέμπῃ λέγων: Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον τό ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ» .Φρικτή ἡ τιμωρία τῆς αμετανοησίας:
Α) Χωρισμός ἀπό τό Θεό, δηλαδή αἰώνιος θάνατος.
Β) Συγκατοίκησις μέ τούς δαίμονας ,καί
Γ)Πῦρ αἰώνιον
Θά ὑποστοῦν δέ τή φρικτή αὐτή τιμωρία, πού διάλεξαν μόνοι τους, μέ τή θέλησί τους, διότι δέν εἶχαν εὐσπλαγχνία, δέν εἶχαν ἔλεος. 
Ὁ Κύριος αἰτιολογεῖ καί σ’ αὐτούς τήν ἀπόφασί Του λέγων: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδέ ἐμοί ἐποιήσατε. Καί ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δέ δίκαιοι εἰς ζωήν αἰώνιον».
Καί πραγματικά θά εἶναι ἀνελέητη, ἀλλά δικαία, κρίσις, ὅπως λέγῃ  ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος, σ’ αὐτούς πού δέν ἔδειξαν ἔλεος στούς ἀδελφούς τους : «Ἡ κρίσις ἀνέλεος  τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄13).



Παρακαλῶ μπῆτε καί στό παρακάτω Link:


Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ




ΜΙΑ ΣΠΙΘΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ



Ἡ Β΄ Κυριακή τοῦ Τριωδίου λέγεται καί Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, γιατί κάθε χρόνο, Εὐαγγελικόν Ἀνάγνωσμα εἶναι «ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου». Εἰπώθηκε ἀπό πολλούς, ὅτι ἄν χανόταν ὁλόκληρο τό κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς καί σωζόταν μόνον ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου, θά ἔφθανε γιά νά νοιώσουμε τούς θησαυρούς τῆς σοφίας, τήν  ἄπειρη ἀγάπη, τήν εὐσπλαγχνίαν καί τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας.

Θά ἀρκοῦσε ἡ παραβολή αὐτή γιά νά δοῦμε καί νά γνωρίσουμε τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνανθρώπησι καί τή σταυρική Θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ἡ παραβολή «τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ» εἶναι ἀριστουργηματικά σύνοψι ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου καί δίκαια χαρακτηρίζεται ὡς τό «Εὐαγγέλιον τῶν Εὐαγγελίων».

Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὥρισαν νά μελετᾶται ἡ παραβολή αὐτή στήν περίοδο τοῦ Τριωδίου, ἐπειδή πολλοί κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ἔπεφταν σέ ἀπόγνωσι, νομίζοντας πώς δέν ὑπάρχει γι’ αὐτούς καμμιά ἐλπίδα σωτηρίας.

Θέλλοντας οἱ ἅγιοι νά ἀποσπάσουν τόν ἁμαρτωλό ἀπό τό φοβερό καί ὀλέθριο πάθος τῆς ἀπογνώσεως καί νά διεγείρουν τήν ψυχή πρός τήν ἀρετήν, δείχνουν, μέ τήν παραβολή «τοῦ ἀσώτου υἱοῦ», τήν τρυφερότητα, τή

στοργή, τή μακροθυμία καί τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ,

τοῦ οὐρανίου Πατρός, πού ἀνοίγει τή Θύρα τῆς μετανοίας, καί δέχεται, ὁ Εὔσπλαγχνος, τόν εἰλικρινά μετανοιωμένο ἁμαρτωλό, γιά Χάρι τοῦ ὀποίου θυσιάζει «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», τόν Μονάκριβο Υἱό Του, γιά νά λυτρώση καί  νά διατηρήσῃ στή ζωή «τό ἀπολωλός», τό πεσμένο στήν ἁμαρτία πλᾶσμα Του.




Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καί ὁ Ἄσωτος τῆς Παραβολῆς.

Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι σύγχρονος, ὁ εχνοκράτης ἄνθρωπος καί γενικά ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης σήμερα ὁμοιάζει μέ τόν «ἄσωτο υἱό» τῆς παραβολῆς. Διότι, δυστυχῶς, ἡ ἀνθρωπότης μετουσίωσε τόν Παράδεισο, σέ «χοιροστάσι» καί ἔμμένει «ἡμιθανής». στή «χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου», στήν ἀμετανοησία καί ὁδυνᾶται.

Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας, ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, περιγράφει λακωνικά τήν κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου-Ἀσώτου, πού ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πατρική Ἑστία καί μακράν τοῦ Πατρός, «ζῶν ἀσώτως» περιέρχεται εἰς τήν ἔσχατη ἀθλιότητα καί λέγει ὅτι: «Οὐαί ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαός πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοί ἄνομοι·... ἔστιν ἐν αὐτῷ πᾶσα κεφαλή εἰς πόνον καί πᾶσα καρδία εἰς λύπην. Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (τῷ σώματι τῆς ἀνθρωπότητος) ὁλοκληρία» (Ἡσ. α΄ 4-6).

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό σατανική ἀλαζονεία. Ἀπομακρύνεται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον ἀληθινόν Θεόν. Δουλώνεται στά ἁμαρτωλά Πάθη.

Ἀρνεῖται τό οὐράνιον μάννα (Ἰωάν. στ΄ 31-49. Ἑβρ. θ΄4.Ἀποκ. β΄17). Περιφρονεῖ τόν ἄρτον τόν ἐπί τῆς οὐσίας, ἀφήνει «τόν

 μόσχον τόν σιτευτόν» καί τρέφεται μέ «τά κεράτια, ὧν

ἤσθιον οἱ χοῖροι», μέ τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας.

Καθημερινά διαπιστώνουμε ὅτι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, σάν ἄτομα ἤ ὀργανωμένες Ὁμάδες ἤ σάν Κράτη, κυρίαρχη θέσι ἔχει ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ βία , ἡ ἐπιθετικότητα,  καί ὁ συναγωνισμός, γιά τό ποιός θά ξεπεράσῃ τόν ἄλλο σέ τελειότερα φονικά ὅπλα, ὥστε νά ζοῦμε ὅλοι συνέχεια μέ τό φόβο μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης νοσεῖ σοβαρά. Ὁλόκληρο τό σῶμα εἶναι μιά πληγή.

Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, πού πιστεύουν ὅτι δέν ὑπάρχει  καμμιά ἀπολύτως ἐλπίδα σωτηρίας, ὅτι δέν ὑπάρχει ἔλεος γι΄ αὐτούς. Γι’αὐτό καί παραιτοῦνται ἀπό κάθε ἀγῶνα, γιά τή διόρθωσί τους καί πηγαίνουν ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ἀπό τό βάραθρο  τῆς ἁμαρτίας πέφτουν στή σκοτεινή ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως.

Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος μᾶς συμβουλεύει νά μήν ἀκοῦμε τόν «Ψιθυριστή Διάβολο», πού μέ ψιθύρους προσπαθεῖ νά μας φέρει σέ ἀπόγνωσι. Τώρα, λέγει ὁ Ἅγιος, ἔχουμε ἔγγραφες τίς μαρτυρίες ὅτι θά σωθοῦμε, ἄν μετανοήσουμε καί ὅτι μεγάλη χαρά γίνεται στόν Οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.

Ἡ Πατρική Ἀγάπη καί ὁ Ἄσωτος υἱός.

Μέσα ἀπό τήν φοβερή ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρῃ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μέ τή θαυμάσια παραβολή «τοῦ ἀσώτου υἱοῦ». Ἀνοίγει τίς Πύλες τῆς μετανοίας καί τονίζει τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τό ἀμέτρητο Ἔλεος τοῦ Θεοῦ πρός τούς εἰλικρινά μετανοιωμένους.

Εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ σύγχρονος κόσμος ἀρνεῖται τό Θεό καί τίς ἠθικές Ἀξίες τῆς ζωῆς, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι βαίνει ὁλοταχῶς πρός τήν αὐτοκαταστροφή του. Ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, γιά τή διαιώνισι τοῦ εἴδους. Ἀρνεῖται τό Θεό καί λατρεύει τό Βόρβορο καί νομιμοποιεῖ τή δυσωδία καί τή βρωμιά τῶν βόθρων. Μέ φυσική συνέπεια νά πραγματοποιεῖται ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ,πού λέγει ὅτι «οἱ μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27).

Εἶναι ἀνάγκη νά καταλάβουμε, πρίν νά εἶναι ἀργά, πώς τό σαρκικό φρόνημα εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο (Ρωμ. η΄ 6) καί σπεύσουμε νά ἀλλάξουμε νοοτροπία. Νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας «εἰς ἑαυτόν» καί ὅπως ὁ Ἄσωτος , «ἐλθών εἰς ἑαυτόν», μετενόησε καί ἐπέστρεψε στήν Πατρική Ἑστία, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά ἐπιστρέψουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά πάρουμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στό Θεό. Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός καί στοργικός Πατέρας ὅλων μας, μακροθυμεῖ. Ὡς ἄπειρη Ἀγάπη ζητεῖ τή σωτηρία μας. Περιμένει τήν ἐπιστροφή καί διόρθωσί μας. Καί θύει «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», γιά χάρι μας.




Ἴσως ἀναρωτηθοῦμε: Εἶναι δυνατόν νά σωθοῦμε, ὅλοι ἐμεῖς οἱ βυθισμένοι στήν ἁμαρτία;

Τήν ἀπάντησι τή βρίσκουμε στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Οὐράνιος Πατέρας, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί εἶναι ἕτοιμος νά μᾶς ἀγκαλιάσῃ, νά μᾶς ντύσῃ «μέ τήν πρώτην στολήν», νά φορέσῃ «δακτύλιον» εἰς τήν χεῖρα καί «ὐποδήματα» εἰς τούς πόδας καί νά μᾶς θρέψη μέ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Καθημερινά μᾶς προσκαλεῖ: «ὅλοι, ὅσοι ὑποφέρετε καί βασανίζεσθε κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐγώ θά σᾶς ξεκουράσω, θά σᾶς ἀναπαύσω, θά σᾶς δώσω τήν ἄφεσι καί θά σᾶς χαρίσω τή λύτρωσι» (Ματθ. ια΄ 28). «Γυρίστε πίσω μετανοημένοι σέ μένα κι’ ἐγώ θά ἐπιστρέψω μέ καλωσύνη σέ σᾶς, λέγει Κύριος τῶν Δυνάμεων» (Ζαχ. α΄ 3).

Ὀφείλουμε δέ νά παραδεχθοῦμε ὅτι καί στίς μέρες μας τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει. Εἶναι ἄπειρη ἡ ἀγάπη Του. δέν μα[ς ἐγκαταλείπει ποτέ. Ὅταν ἐμεῖς τόν διώχνουμε, Ἐκεῖνος μᾶς περιβάλλει μέ στοργή. Εἶναι ὁ μόνος, πού στήν ἄρνησί μας ἀντιτάσσει ἀγάπη, Ἔλεος, εὐσπλαγχνία.

 Μέ τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος ὅτι ὅσο πολλά, ὅσο μεγάλα κι’ ἄν εἶναι τά ἁμαρτήματά μας, μᾶς δέχεται κοντά Του καί μᾶς συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νά μετανοήσουμε εἰλικρινά. Εἶναι ἄπειρο τό Ἔλεός Του.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχετικά μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ λέγει: «Ἐάν ἔχῃς ἁμαρτίες, νά μή ἀπελπισθῇς· δέν παύω νά σᾶς τό τονίζω αὐτό συνέχεια·  καί ἐάν κάθε μέρα ἁμαρτάνῃς, καθημερινά νά μετανοῇς· καί ἐκεῖνο, πού κάνουμε στά παλιά σπίτια, ὅταν γίνουν ἑτοιμόρροπα, δηλαδή ἀφαιροῦμε τά σαπισμένα μέρη καί ἑτοιμάζουμε καινούργια καί ποτέ δέν λησμονοῦμε τή συνεχῆ συντήρησι, αὐτό ἄς κάνουμε καί σέ μᾶς, στόν ἑαυτό μας. Ἐάν πάλιωσες σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ἀνακαινίσῃς τόν ἑαυτό σου μέ τή μετάνοια. Καί εἶναι δυνατόν, λέει κανείς, νά σωθῶ, ἀφοῦ μετανοήσω; Καί πάρα πολύ μάλιστα εἶναι δυνατόν. Ὅλη τή ζωή μου τήν πέρασα μέσα σέ ἁμαρτίες· καί ἐάν μετανοήσω, σώζωμαι; Καί βέβαια πετυχαίνεις τή σωτηρία. Ἀπό τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου σου... Γιατί δέν ὑπάρχει μέτρο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἑρμηνευθῇ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά Του...Φέρε στό νοῦ σου

μια σπίθα, πού ἔπεσε στή θάλασσα· μήπως μπορεῖ νά

σταθῇ ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ὅση σχέσι ἔχει μια σπίθα μέ τό πέλαγος, τόση μεγάλη σχέσι ἔχει ἡ ἁμαρτία σέ σύγκρισι μέ τή Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· καί μάλιστα οὔτε τόσο μεγάλη, ἀλλά πολύ μεγαλύτερη καί διαφορετική. Διότι τό μέν πέλαγος, ὅσο μεγάλο κι’ ἄν εἶναι, ἔχει ὅριο, πού μετριέται· ἡ Φιλανθρωπία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη» (Ὁμιλ. 8 Περί μετανοίας, Μigne P.G. 49,337).












Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΥ ΦΥΓΩΜΕΝ ΥΨΗΓΟΡΙΑΝ,




ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΟΥ  ΜΑΘΩΜΕΝ ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟΝ,
ΕΝ ΣΤΕΝΑΓΜΟΙΣ.



«Φαρισσαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καί Τενώνου

 μάθωμεν τό ταπεινόν, ἐν στεναγμοῖς, πρός τόν

 Σωτῆρα  κραυγάζοντες·

 Ἵλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε»(Κοντάκιον).



Ἡ κατανυκτική περίοδος τοῦ Τριωδίου ἀνοίγει μέ τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισσαίου. Ἔχει σκοπό νά μᾶς γυνμάσῃ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τό «εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», ὥστε νά γίνουμε πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, νά μᾶς προετοιμάσῃ  νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Σωτῆρα καί νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ.

Μέ τούς κατανυκτικούς ὕμνους της καί τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα δημιουργεῖ τήν κατάλληλη ἀτμόσφαιρα, γιά νά κατορθώσῃ ἡ ψυχή μας νά ἐπανεύρῃ τή γαλήνη της, πού εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ» καί νά ἐπιτύχῃ τήν πνευματική του τελείωσι.

Κάθε Κυριακή καί Γιορτή τοῦ Τριωδίου εἶναι καί ἕνας ἀναβαθμός τῆς πνευματικῆς Κλίμακος ἀπό γῆς πρός οὐρανόν.

Στό πρῶτο σκαλοπάτι, οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ τή Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοποθετοῦν τήν μακαριστήν πτωχεία τοῦ πνεύματος (Ματθ. ε΄  3), τήν Ταπείνωσιν. Ὥρισαν δέ νά ἀναγινώσκεται ἡ Παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισσαίου.

Ἐπειδή δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, ἔχουν πεποίθησι στόν ἑαυτό τους, πιστεύουν, δηλαδή, ὅτι εἶναι δίκαιοι καί ἅγιοι καί ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι παρακατιανοί, ἁμαρτωλοί καί μέ τήν ἰδέαν αὐτήν περιφρονοῦν, κατεξευτελίζουν καί ἐξουθενοῦν τούς συνανθρώπους τους, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Κύριος εἶπε πρός αὐτους τήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 9-14).

Θέλει ὁ Πανάγαθος νά θεραπεύσῃ τό θανάσιμον Πάθος τῆς Ὑπερηφανείας, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Φαρισαϊσμό, ἀπό «τήν ἐσχηματισμένην εὐσέβειαν».

Μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγουμε τήν κομπορρημοσύνη, τήν ἔπαρσιν, τόν Ἐγωϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία τοῦ Φαρισσαίου καί νά μάθουμε, μέσα ἀπό τούς στεναγμούς τοῦ εἰλικρινά μετανοιωμένου Τελώνου τό ταπεινόν φρόνημα. Μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγουμε τήν ὑψηγορίαν, τήν ὑψηλοφροσύνην, τήν ἀλαζονείαν τοῦ Φαρισσαίου καί νά μιμηθοῦμε τήν ταπείνωσιν τοῦ Τελώνου.

«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό Ἱερόν, γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισσαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης».







Ὁ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΣ  στέκεται ἐπιδεικτικά στό κέντρον τοῦ Ναοῦ, κοντά στό Θυσιαστήριον, «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι καί γιά νά προκαλέσῃ ἐντύπωσι. Τέλεια ἐνσάρκωσις τοῦ Πάθους τοῦ Ἐγωϊσμοῦ.

Δέν προσεύχεται πρός τόν Θεόν, ἀλλά μπροστά στό Θεό στρέφεται στόν ἑαυτόν του καί προβάλλει τόν ἑαυτόν

του καί τόν ξεχωρίζει ἀπό ὅλους τούς ἄλλους. «Σταθείς

πρός  ἑαυτόν», καί γιά νά δοξάσῃ τόν ἑαυτόν του, «ταῦτα προσηύχετο»:

«Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι ἐγώ δέν εἶμαι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί καί μάλιστα δέν εἶμαι σάν   ἐκεῖνον ἐκεῖ δά κάτω τόν Τελώνην. Καί  ἐπί πλέον ἐγώ νηστεύω δυό φορές τήν Ἑβδομάδα καί προσφέρω τό ἕνα δέκατο ἀπό ὅσα ἀποκτῶ. Ἐγώ ξεχωρίζω. Διαφέρω πολύ ἀπό τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι δίκαιος, εἶμαι ἅγιος. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐλεεινοί καί ἁμαρτωλοί».

Δυστυχῶς οἱ Φαρισσαῖοι εἶναι καθηλωμένοι εἰς τήν ὑψηλήν Ἰδέαν γιά τόν ἑαυτόν τους. Κυριεύονται ἀπό τό ὀλέθριο Πάθος τῆς ὑπερηφανείας, τοῦ Ἐγωϊσμοῦ. Νομίζουν πώς εἶναι δίκαιοι καί ξεχωρίζουν τόν ἑαυτόν τους ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους περιφρονοῦν καί χλευάζουν. Δέν δέχονται συμβουλές ἀπό κανέναν. Αὐτοί τά ξέρουν ὅλα. Δέν ἔχουν ταπείνωσι, δέν ἔχουν συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους μπροστά στόν πανάγιο Θεό. Τρέφουν μέσα στήν ψυχή τους τόν Ὄφιν τοῦ μίσους γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν ἔχουν Ἔλεος. Δέν Ἔχουν ἀγάπη καί συνεπῶς δέν ἔχουν τό Θεό μέσα τους. Ἀφανίζουν, κρύβουν τόν πραγματικόν ἑαυτόν τους, κρύβουν τό ἀληθινόν τους πρόσωπον καί παρουσιάζονται ἀκόμη καί μπροστά στό Θεό, μέ ἕνα ψεύτικο ἑαυτό, μέ ἕνα πλαστό πρόσωπο. Ἄλλος εἶναι ὁ γονότυπος καί ἄλλος ὁ φαινότυπος. Ἄλλο τό εἶναι καί ἄλλο τό φαίνεσθαι.

Οἱ Φαρισσαῖοι ἐνσαρκώνουν τήν οἴησι, τήν ἀλαζονεία, τήν ἔπαρσι, τήν κενοδοξίαν, καί πάνω ἀπό ὅλα τόν Ἑωσφορισμό, τόν Ἐγωϊσμό, τήν Ὑπερηφάνεια, τήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία.

Ἀρνοῦνται στήν «πρᾶξι» τό Θεό. Ἀντιστρατεύονται στό πανάγιον Θέλημά Του. Εἶναι «λοιμοί», χλευαστές (Letsim). Φοροῦν τό προσωπεῖον (Masca) τοῦ ἁγίου. Κάθε συνάντησις μαζί τους εἶναι, δυστυχῶς, ἡ τραγική τῆς συναντήσεως, πού, ὅταν διαπιστωθῇ  ἡ ψευτιά,  ὡς διάψευσις τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ σέ ἀπογοήτευσι καί πικραίνει κάθε ἔντιμο καί εἰλικρινῆ ἀνθρωπο. Ἀδιαφοροῦν γιά τά κακά, πού προκαλοῦν στούς ἄλλους, μέ τήν συμπεριφορά τους. Κατεξευτελίζουν, χωρίς ντροπή, καί κουρελιάζουν τήν προσωπικότητα τῶν συνανθρώπων τους. Σταυρώνουν τό Χριστό καί δέν εἰσέρχονται εἰς τό Πραιτώριον «ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα».

Οἱ Φαρισσαῖοι κάνουν τά πάντα «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. στ΄ 1-5 κ. ἄ.). Σχηματίζουν ἕνα δικό τους «τύπο ψεύτικης εὐσεβείας». Ἡ εὐσέβειά τους εἶναι μιά ὑποκριτική τήρησις ὡρισμένων τυπικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου πρός ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν. «Ἀποδεκατοῦν τό ἡδύοσμον καί τό ἄνηθον καί τό κύμινον, καί ἀφήνουν τά βαρύτερα τοῦ νόμου τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον καί τήν πίστιν» (Ματθ. κγ΄ 23).

Ὁ Γιούγκ χαρακτηριστικά λέγει ὅτι, «ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάσουν τήν οὐσίαν, δίνουν μάχες γιά τά τυπικά».

Ὁ Κύριος  ἐλέγχει τήν Φαρισαϊκήν Ὑποκρισίαν καί χαρακτηρίζει τούς Γραμματεῖς καί τούς ὑποκριτάς Φαρισσαίους, ὡς «Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν» καί τονίζει ὅτι ἐφόσον ἐμμένουν στήν ψεύτικη εὐσέβεια, νομίζουν, δηλαδή, πώς εἶναι δίκαιοι καί δέν μετανοοῦν, πῶς  εἶναι  δυνατόν νά ξεφύγουν ἀπό τήν καταδίκην, πού θά τούς ρίξῃ εἰς τήν γέενναν; Εἶναι βέβαιον ὅτι ἄν δέν συναισθανθοῦν τήν ἁμαρτωλότητά τους καί δέν μετανοήσουν εἰλικρινά, ἐάν δέν ταπεινωθοῦν, δέν θά δικαιωθοῦν, δέν θά εἰσέλθουν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά καταδικασθοῦν καί θά ριφθοῦν εἰς τήν γέενναν (πρβλ. Ματθ.κγ΄33. κε΄46).

Ο ΤΕΛΩΝΗΣ  καί αὐτός ἀνέβη στό Ἱερό νά προσευχθῇ, ἀλλά, ἀντίθετα ἀπό τό Φαρισσαῖο, δέν τόλμησε νά πλησιάσῃ στό Θυσιαστήριον. Ἀλλά «μακρόθεν ἑστώς», ἀφοῦ στάθηκε μακράν τοῦ Θυσιαστηρίου, δέν ἤθελε ὄχι μόνον τά χέρια του νά σηκώσῃ, ἀλλά δέν τόλμησε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσῃ ἐπάνω πρός τόν οὐρανόν. ‘Αλλά κτυποῦσε  συνεχῶς τό στῆθος του, που περιέκλειε τήν ἁμαρτωλή κι’ ἀκάθαρτη καρδιά του. Εἶχε βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στόν πανάγιον Θεόν. Δέν κρύβει τόν πραγματικό ἑαυτό του. Δέν ἀφανίζει τό ἀληθινόν του πρόσωπον. Δέν Φορεῖ προσωπεῖον. Φανερώνεται μέ τό ἀληθινό του πρόσωπο. Παρουσιάζεται μπροστά σέ ὅλους καί μπροστά στό Θεό αὐτός, ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα «ταλαίπωρος καί ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός» (πρβλ. ’Αποκ. γ΄ 17), ἐξομολογειται ταπεινά στό Θεό τήν ἁμαρτωλότητά του. Πῶς εἶναι δυνατόν νά κρύψῃ τόν πραγματικό ἑαυτό του ἀπό τόν «ὀφθαλμόν, ὅς τά πανθ’ ὁρᾷ»; Πῶς εἶναι δυνατόν νά κρύψῃ ἀπό τόν καρδιογνώστην τό ἀληθινόν του Πρόσωπον;  Δέν μεταβιβάζει σέ ἄλλους τίς ἁμαρτίες του. Ἀναγνωρίζει τά λάθη του, τά σφάλματά, τά λάθη του. Θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὡς τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό. Καί ὅλους τούς ἄλλους  τούς θεωρεῖ ἁγίους. Παραδέχεται τό φταίξιμό του καί, εἰλικρινά μετανοιωμένος, μέ δάκρυα καί στεναγμούς, ζητεῖ τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητεῖ τήν ἄφεσιν καί λέγει: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

«Κύριε, πολυέλεε, εἶμαι ἁμαρτωλός. Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Δέν φταίει κανένας ἄλλος. Εἶμαι ὁ χειρότερος ἁμαρτωλός, λυπήσου με καί συγχώρεσέ με, ὄχι γιατί τό ἀξίζω, ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου».

Καί ὁ Πολυέλεος Κύριος δέχεται τήν εἰλικρινή μετάνοια καί ἐξομολόγησιν τοῦ εἰλικρινά μετανοιωμένου καί διαμηνύει σέ ὅλους καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτός, ὁ περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε ἀπό τό Ἱερόν καί ἐπέστρεψε στό σπίτι του ἀθωωμένος καί δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ Φαρισσαῖος ἐκεῖνος. Ἐδικαιώθηκε ὁ Τελώνης καί κατακρίθηκε ὁ Φαρισσαῖος, διότι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ΄ 34). Αἰτιολογεῖ τήν Ἀπόφασί Του ὁ Κύριος.

Δηλώνει τήν ἀπέχθειά Του  πρός τόν ὑπερήφανον καί τήν ἀγάπη Του πρός τόν ταπεινόν. Αἰτιολογεῖ τή δικαίωσι τοῦ Τελώνου καί τήν καταδίκη τοῦ Φαρισσαίου καί λέγει ὅτι: «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται (θά ταπεινωθῇ ἀπό τόν Θεόν καί θά κατακριθῇ), ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται (θά ὑψωθῇ καί θά τιμηθῇ ἀπό τόν Θεόν)».