Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΥ ΦΥΓΩΜΕΝ ΥΨΗΓΟΡΙΑΝ,




ΚΑΙ ΤΕΛΩΝΟΥ  ΜΑΘΩΜΕΝ ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟΝ,
ΕΝ ΣΤΕΝΑΓΜΟΙΣ.



«Φαρισσαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν, καί Τενώνου

 μάθωμεν τό ταπεινόν, ἐν στεναγμοῖς, πρός τόν

 Σωτῆρα  κραυγάζοντες·

 Ἵλαθι, μόνε ἡμῖν εὐδιάλλακτε»(Κοντάκιον).



Ἡ κατανυκτική περίοδος τοῦ Τριωδίου ἀνοίγει μέ τήν Κυριακή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισσαίου. Ἔχει σκοπό νά μᾶς γυνμάσῃ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία εἰς τό «εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», ὥστε νά γίνουμε πιστοί ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου, νά μᾶς προετοιμάσῃ  νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Σωτῆρα καί νά γίνουμε κοινωνοί τοῦ Πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως Αὐτοῦ.

Μέ τούς κατανυκτικούς ὕμνους της καί τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα δημιουργεῖ τήν κατάλληλη ἀτμόσφαιρα, γιά νά κατορθώσῃ ἡ ψυχή μας νά ἐπανεύρῃ τή γαλήνη της, πού εἶναι ἀναγκαία, γιά νά ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ» καί νά ἐπιτύχῃ τήν πνευματική του τελείωσι.

Κάθε Κυριακή καί Γιορτή τοῦ Τριωδίου εἶναι καί ἕνας ἀναβαθμός τῆς πνευματικῆς Κλίμακος ἀπό γῆς πρός οὐρανόν.

Στό πρῶτο σκαλοπάτι, οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ τή Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοποθετοῦν τήν μακαριστήν πτωχεία τοῦ πνεύματος (Ματθ. ε΄  3), τήν Ταπείνωσιν. Ὥρισαν δέ νά ἀναγινώσκεται ἡ Παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισσαίου.

Ἐπειδή δυστυχῶς ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, ἔχουν πεποίθησι στόν ἑαυτό τους, πιστεύουν, δηλαδή, ὅτι εἶναι δίκαιοι καί ἅγιοι καί ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι παρακατιανοί, ἁμαρτωλοί καί μέ τήν ἰδέαν αὐτήν περιφρονοῦν, κατεξευτελίζουν καί ἐξουθενοῦν τούς συνανθρώπους τους, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ὁ Κύριος εἶπε πρός αὐτους τήν Παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου (Λουκ. ιη΄ 9-14).

Θέλει ὁ Πανάγαθος νά θεραπεύσῃ τό θανάσιμον Πάθος τῆς Ὑπερηφανείας, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό Φαρισαϊσμό, ἀπό «τήν ἐσχηματισμένην εὐσέβειαν».

Μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγουμε τήν κομπορρημοσύνη, τήν ἔπαρσιν, τόν Ἐγωϊσμό, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία τοῦ Φαρισσαίου καί νά μάθουμε, μέσα ἀπό τούς στεναγμούς τοῦ εἰλικρινά μετανοιωμένου Τελώνου τό ταπεινόν φρόνημα. Μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγουμε τήν ὑψηγορίαν, τήν ὑψηλοφροσύνην, τήν ἀλαζονείαν τοῦ Φαρισσαίου καί νά μιμηθοῦμε τήν ταπείνωσιν τοῦ Τελώνου.

«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό Ἱερόν, γιά νά προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισσαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης».







Ὁ ΦΑΡΙΣΣΑΙΟΣ  στέκεται ἐπιδεικτικά στό κέντρον τοῦ Ναοῦ, κοντά στό Θυσιαστήριον, «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», γιά νά τόν βλέπουν ὅλοι καί γιά νά προκαλέσῃ ἐντύπωσι. Τέλεια ἐνσάρκωσις τοῦ Πάθους τοῦ Ἐγωϊσμοῦ.

Δέν προσεύχεται πρός τόν Θεόν, ἀλλά μπροστά στό Θεό στρέφεται στόν ἑαυτόν του καί προβάλλει τόν ἑαυτόν

του καί τόν ξεχωρίζει ἀπό ὅλους τούς ἄλλους. «Σταθείς

πρός  ἑαυτόν», καί γιά νά δοξάσῃ τόν ἑαυτόν του, «ταῦτα προσηύχετο»:

«Σέ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, διότι ἐγώ δέν εἶμαι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, πού εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί καί μάλιστα δέν εἶμαι σάν   ἐκεῖνον ἐκεῖ δά κάτω τόν Τελώνην. Καί  ἐπί πλέον ἐγώ νηστεύω δυό φορές τήν Ἑβδομάδα καί προσφέρω τό ἕνα δέκατο ἀπό ὅσα ἀποκτῶ. Ἐγώ ξεχωρίζω. Διαφέρω πολύ ἀπό τούς ἄλλους. Ἐγώ εἶμαι δίκαιος, εἶμαι ἅγιος. Ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ἐλεεινοί καί ἁμαρτωλοί».

Δυστυχῶς οἱ Φαρισσαῖοι εἶναι καθηλωμένοι εἰς τήν ὑψηλήν Ἰδέαν γιά τόν ἑαυτόν τους. Κυριεύονται ἀπό τό ὀλέθριο Πάθος τῆς ὑπερηφανείας, τοῦ Ἐγωϊσμοῦ. Νομίζουν πώς εἶναι δίκαιοι καί ξεχωρίζουν τόν ἑαυτόν τους ἀπό τούς ἄλλους, τούς ὁποίους περιφρονοῦν καί χλευάζουν. Δέν δέχονται συμβουλές ἀπό κανέναν. Αὐτοί τά ξέρουν ὅλα. Δέν ἔχουν ταπείνωσι, δέν ἔχουν συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός τους μπροστά στόν πανάγιο Θεό. Τρέφουν μέσα στήν ψυχή τους τόν Ὄφιν τοῦ μίσους γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Δέν ἔχουν Ἔλεος. Δέν Ἔχουν ἀγάπη καί συνεπῶς δέν ἔχουν τό Θεό μέσα τους. Ἀφανίζουν, κρύβουν τόν πραγματικόν ἑαυτόν τους, κρύβουν τό ἀληθινόν τους πρόσωπον καί παρουσιάζονται ἀκόμη καί μπροστά στό Θεό, μέ ἕνα ψεύτικο ἑαυτό, μέ ἕνα πλαστό πρόσωπο. Ἄλλος εἶναι ὁ γονότυπος καί ἄλλος ὁ φαινότυπος. Ἄλλο τό εἶναι καί ἄλλο τό φαίνεσθαι.

Οἱ Φαρισσαῖοι ἐνσαρκώνουν τήν οἴησι, τήν ἀλαζονεία, τήν ἔπαρσι, τήν κενοδοξίαν, καί πάνω ἀπό ὅλα τόν Ἑωσφορισμό, τόν Ἐγωϊσμό, τήν Ὑπερηφάνεια, τήν Ψευτιά καί τήν ὑποκρισία.

Ἀρνοῦνται στήν «πρᾶξι» τό Θεό. Ἀντιστρατεύονται στό πανάγιον Θέλημά Του. Εἶναι «λοιμοί», χλευαστές (Letsim). Φοροῦν τό προσωπεῖον (Masca) τοῦ ἁγίου. Κάθε συνάντησις μαζί τους εἶναι, δυστυχῶς, ἡ τραγική τῆς συναντήσεως, πού, ὅταν διαπιστωθῇ  ἡ ψευτιά,  ὡς διάψευσις τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ σέ ἀπογοήτευσι καί πικραίνει κάθε ἔντιμο καί εἰλικρινῆ ἀνθρωπο. Ἀδιαφοροῦν γιά τά κακά, πού προκαλοῦν στούς ἄλλους, μέ τήν συμπεριφορά τους. Κατεξευτελίζουν, χωρίς ντροπή, καί κουρελιάζουν τήν προσωπικότητα τῶν συνανθρώπων τους. Σταυρώνουν τό Χριστό καί δέν εἰσέρχονται εἰς τό Πραιτώριον «ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα».

Οἱ Φαρισσαῖοι κάνουν τά πάντα «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (Ματθ. στ΄ 1-5 κ. ἄ.). Σχηματίζουν ἕνα δικό τους «τύπο ψεύτικης εὐσεβείας». Ἡ εὐσέβειά τους εἶναι μιά ὑποκριτική τήρησις ὡρισμένων τυπικῶν διατάξεων τοῦ Νόμου πρός ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν. «Ἀποδεκατοῦν τό ἡδύοσμον καί τό ἄνηθον καί τό κύμινον, καί ἀφήνουν τά βαρύτερα τοῦ νόμου τήν κρίσιν καί τόν ἔλεον καί τήν πίστιν» (Ματθ. κγ΄ 23).

Ὁ Γιούγκ χαρακτηριστικά λέγει ὅτι, «ὅταν οἱ ἄνθρωποι χάσουν τήν οὐσίαν, δίνουν μάχες γιά τά τυπικά».

Ὁ Κύριος  ἐλέγχει τήν Φαρισαϊκήν Ὑποκρισίαν καί χαρακτηρίζει τούς Γραμματεῖς καί τούς ὑποκριτάς Φαρισσαίους, ὡς «Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν» καί τονίζει ὅτι ἐφόσον ἐμμένουν στήν ψεύτικη εὐσέβεια, νομίζουν, δηλαδή, πώς εἶναι δίκαιοι καί δέν μετανοοῦν, πῶς  εἶναι  δυνατόν νά ξεφύγουν ἀπό τήν καταδίκην, πού θά τούς ρίξῃ εἰς τήν γέενναν; Εἶναι βέβαιον ὅτι ἄν δέν συναισθανθοῦν τήν ἁμαρτωλότητά τους καί δέν μετανοήσουν εἰλικρινά, ἐάν δέν ταπεινωθοῦν, δέν θά δικαιωθοῦν, δέν θά εἰσέλθουν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλά θά καταδικασθοῦν καί θά ριφθοῦν εἰς τήν γέενναν (πρβλ. Ματθ.κγ΄33. κε΄46).

Ο ΤΕΛΩΝΗΣ  καί αὐτός ἀνέβη στό Ἱερό νά προσευχθῇ, ἀλλά, ἀντίθετα ἀπό τό Φαρισσαῖο, δέν τόλμησε νά πλησιάσῃ στό Θυσιαστήριον. Ἀλλά «μακρόθεν ἑστώς», ἀφοῦ στάθηκε μακράν τοῦ Θυσιαστηρίου, δέν ἤθελε ὄχι μόνον τά χέρια του νά σηκώσῃ, ἀλλά δέν τόλμησε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσῃ ἐπάνω πρός τόν οὐρανόν. ‘Αλλά κτυποῦσε  συνεχῶς τό στῆθος του, που περιέκλειε τήν ἁμαρτωλή κι’ ἀκάθαρτη καρδιά του. Εἶχε βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στόν πανάγιον Θεόν. Δέν κρύβει τόν πραγματικό ἑαυτό του. Δέν ἀφανίζει τό ἀληθινόν του πρόσωπον. Δέν Φορεῖ προσωπεῖον. Φανερώνεται μέ τό ἀληθινό του πρόσωπο. Παρουσιάζεται μπροστά σέ ὅλους καί μπροστά στό Θεό αὐτός, ὅπως εἶναι στήν πραγματικότητα «ταλαίπωρος καί ἐλεεινός καί πτωχός καί τυφλός καί γυμνός» (πρβλ. ’Αποκ. γ΄ 17), ἐξομολογειται ταπεινά στό Θεό τήν ἁμαρτωλότητά του. Πῶς εἶναι δυνατόν νά κρύψῃ τόν πραγματικό ἑαυτό του ἀπό τόν «ὀφθαλμόν, ὅς τά πανθ’ ὁρᾷ»; Πῶς εἶναι δυνατόν νά κρύψῃ ἀπό τόν καρδιογνώστην τό ἀληθινόν του Πρόσωπον;  Δέν μεταβιβάζει σέ ἄλλους τίς ἁμαρτίες του. Ἀναγνωρίζει τά λάθη του, τά σφάλματά, τά λάθη του. Θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὡς τόν μεγαλύτερο ἁμαρτωλό. Καί ὅλους τούς ἄλλους  τούς θεωρεῖ ἁγίους. Παραδέχεται τό φταίξιμό του καί, εἰλικρινά μετανοιωμένος, μέ δάκρυα καί στεναγμούς, ζητεῖ τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ζητεῖ τήν ἄφεσιν καί λέγει: «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».

«Κύριε, πολυέλεε, εἶμαι ἁμαρτωλός. Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Δέν φταίει κανένας ἄλλος. Εἶμαι ὁ χειρότερος ἁμαρτωλός, λυπήσου με καί συγχώρεσέ με, ὄχι γιατί τό ἀξίζω, ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου».

Καί ὁ Πολυέλεος Κύριος δέχεται τήν εἰλικρινή μετάνοια καί ἐξομολόγησιν τοῦ εἰλικρινά μετανοιωμένου καί διαμηνύει σέ ὅλους καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι αὐτός, ὁ περιφρονημένος τελώνης κατέβηκε ἀπό τό Ἱερόν καί ἐπέστρεψε στό σπίτι του ἀθωωμένος καί δίκαιος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁ Φαρισσαῖος ἐκεῖνος. Ἐδικαιώθηκε ὁ Τελώνης καί κατακρίθηκε ὁ Φαρισσαῖος, διότι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Παροιμ. γ΄ 34). Αἰτιολογεῖ τήν Ἀπόφασί Του ὁ Κύριος.

Δηλώνει τήν ἀπέχθειά Του  πρός τόν ὑπερήφανον καί τήν ἀγάπη Του πρός τόν ταπεινόν. Αἰτιολογεῖ τή δικαίωσι τοῦ Τελώνου καί τήν καταδίκη τοῦ Φαρισσαίου καί λέγει ὅτι: «Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται (θά ταπεινωθῇ ἀπό τόν Θεόν καί θά κατακριθῇ), ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται (θά ὑψωθῇ καί θά τιμηθῇ ἀπό τόν Θεόν)».


















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου