ΜΙΑ ΣΠΙΘΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ἡ Β΄ Κυριακή
τοῦ Τριωδίου λέγεται καί Κυριακή τοῦ Ἀσώτου, γιατί κάθε χρόνο, Εὐαγγελικόν Ἀνάγνωσμα
εἶναι «ἡ Παραβολή τοῦ Ἀσώτου». Εἰπώθηκε ἀπό πολλούς, ὅτι ἄν χανόταν ὁλόκληρο τό
κείμενο τῆς ἁγίας Γραφῆς καί σωζόταν μόνον ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου, θά ἔφθανε γιά
νά νοιώσουμε τούς θησαυρούς τῆς σοφίας, τήν ἄπειρη ἀγάπη, τήν εὐσπλαγχνίαν καί τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας.
Θά
ἀρκοῦσε ἡ παραβολή αὐτή γιά νά δοῦμε καί νά γνωρίσουμε τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας
τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, πού πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνανθρώπησι καί τή σταυρική Θυσία τοῦ Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Πράγματι ἡ παραβολή «τοῦ Ἀσώτου υἱοῦ» εἶναι ἀριστουργηματικά σύνοψι ὅλου τοῦ Εὐαγγελίου καί δίκαια
χαρακτηρίζεται ὡς τό «Εὐαγγέλιον τῶν Εὐαγγελίων».
Οἱ ἅγιοι
Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὥρισαν νά μελετᾶται ἡ παραβολή αὐτή στήν περίοδο τοῦ
Τριωδίου, ἐπειδή πολλοί κάτω ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ἔπεφταν σέ ἀπόγνωσι,
νομίζοντας πώς δέν ὑπάρχει γι’ αὐτούς καμμιά ἐλπίδα σωτηρίας.
Θέλλοντας
οἱ ἅγιοι νά ἀποσπάσουν τόν ἁμαρτωλό ἀπό τό φοβερό καί ὀλέθριο πάθος τῆς ἀπογνώσεως
καί νά διεγείρουν τήν ψυχή πρός τήν ἀρετήν, δείχνουν, μέ τήν παραβολή «τοῦ
ἀσώτου υἱοῦ», τήν τρυφερότητα, τή
στοργή,
τή μακροθυμία καί τό ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ,
τοῦ
οὐρανίου Πατρός, πού ἀνοίγει τή Θύρα τῆς μετανοίας, καί δέχεται, ὁ Εὔσπλαγχνος,
τόν εἰλικρινά μετανοιωμένο ἁμαρτωλό, γιά Χάρι τοῦ ὀποίου θυσιάζει «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», τόν Μονάκριβο Υἱό
Του, γιά νά λυτρώση καί νά διατηρήσῃ
στή ζωή «τό ἀπολωλός», τό πεσμένο
στήν ἁμαρτία πλᾶσμα Του.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος καί ὁ Ἄσωτος
τῆς Παραβολῆς.
Δέν
εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι σύγχρονος, ὁ εχνοκράτης ἄνθρωπος καί γενικά ὁλόκληρη
ἡ ἀνθρωπότης σήμερα ὁμοιάζει μέ τόν «ἄσωτο υἱό» τῆς παραβολῆς. Διότι,
δυστυχῶς, ἡ ἀνθρωπότης μετουσίωσε τόν Παράδεισο, σέ «χοιροστάσι» καί ἔμμένει «ἡμιθανής».
στή «χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου», στήν
ἀμετανοησία καί ὁδυνᾶται.
Ὁ
Προφήτης Ἡσαῒας, ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, περιγράφει
λακωνικά τήν κατάστασι τοῦ ἀνθρώπου-Ἀσώτου, πού ἀπομακρύνεται ἀπό τήν Πατρική Ἑστία
καί μακράν τοῦ Πατρός, «ζῶν ἀσώτως» περιέρχεται εἰς τήν ἔσχατη ἀθλιότητα καί
λέγει ὅτι: «Οὐαί ἔθνος ἁμαρτωλόν, λαός πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν, υἱοί ἄνομοι·...
ἔστιν ἐν αὐτῷ πᾶσα κεφαλή εἰς πόνον καί
πᾶσα καρδία εἰς λύπην. Ἀπό ποδῶν ἕως κεφαλῆς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ (τῷ σώματι τῆς
ἀνθρωπότητος) ὁλοκληρία» (Ἡσ. α΄ 4-6).
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος κυριεύεται ἀπό σατανική ἀλαζονεία. Ἀπομακρύνεται
ὅλο καί περισσότερο ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον ἀληθινόν
Θεόν. Δουλώνεται στά ἁμαρτωλά Πάθη.
Ἀρνεῖται
τό οὐράνιον μάννα (Ἰωάν. στ΄ 31-49. Ἑβρ. θ΄4.Ἀποκ.
β΄17). Περιφρονεῖ τόν ἄρτον
τόν ἐπί τῆς οὐσίας, ἀφήνει «τόν
μόσχον τόν σιτευτόν» καί
τρέφεται μέ «τά κεράτια, ὧν
ἤσθιον οἱ χοῖροι», μέ
τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας.
Καθημερινά
διαπιστώνουμε ὅτι ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, σάν ἄτομα ἤ ὀργανωμένες Ὁμάδες ἤ σάν Κράτη, κυρίαρχη θέσι ἔχει ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ βία , ἡ ἐπιθετικότητα, καί ὁ συναγωνισμός, γιά τό ποιός θά ξεπεράσῃ
τόν ἄλλο σέ τελειότερα φονικά ὅπλα, ὥστε νά ζοῦμε ὅλοι συνέχεια μέ τό φόβο μιᾶς
ὁλοκληρωτικῆς καταστροφῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότης νοσεῖ
σοβαρά. Ὁλόκληρο τό σῶμα εἶναι μιά πληγή.
Εἶναι
ὁλοφάνερο ὅτι ὑπάρχουν πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, πού πιστεύουν ὅτι δέν ὑπάρχει καμμιά ἀπολύτως ἐλπίδα σωτηρίας, ὅτι δέν ὑπάρχει ἔλεος γι΄ αὐτούς. Γι’αὐτό
καί παραιτοῦνται ἀπό κάθε ἀγῶνα, γιά τή διόρθωσί τους καί πηγαίνουν ἀπό τό κακό
στό χειρότερο. Ἀπό τό βάραθρο τῆς ἁμαρτίας πέφτουν στή σκοτεινή ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως.
Ὁ
ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος μᾶς συμβουλεύει νά μήν ἀκοῦμε τόν «Ψιθυριστή Διάβολο», πού μέ ψιθύρους
προσπαθεῖ νά μας φέρει σέ ἀπόγνωσι. Τώρα, λέγει ὁ Ἅγιος, ἔχουμε ἔγγραφες τίς
μαρτυρίες ὅτι θά σωθοῦμε, ἄν μετανοήσουμε καί ὅτι μεγάλη χαρά γίνεται στόν Οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.
Ἡ Πατρική Ἀγάπη καί ὁ Ἄσωτος
υἱός.
Μέσα ἀπό
τήν φοβερή ἄβυσσο τῆς ἀπογνώσεως ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρῃ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, μέ
τή θαυμάσια παραβολή «τοῦ ἀσώτου υἱοῦ».
Ἀνοίγει τίς Πύλες τῆς μετανοίας καί τονίζει τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τό ἀμέτρητο Ἔλεος
τοῦ Θεοῦ πρός τούς εἰλικρινά μετανοιωμένους.
Εἶναι
γεγονός ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ σύγχρονος κόσμος ἀρνεῖται τό Θεό καί τίς ἠθικές Ἀξίες
τῆς ζωῆς, πρᾶγμα πού
σημαίνει ὅτι βαίνει ὁλοταχῶς πρός τήν αὐτοκαταστροφή του. Ἔρχεται
σέ ἀντίθεσι μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, γιά τή διαιώνισι τοῦ εἴδους. Ἀρνεῖται τό Θεό
καί λατρεύει τό Βόρβορο καί νομιμοποιεῖ τή δυσωδία καί τή βρωμιά τῶν βόθρων. Μέ φυσική συνέπεια νά πραγματοποιεῖται ὁ λόγος
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ,πού λέγει ὅτι «οἱ
μακρύνοντες ἑαυτούς ἀπό τοῦ Θεοῦ ἀπολοῦνται» (Ψαλμ. 72,27).
Εἶναι ἀνάγκη νά καταλάβουμε,
πρίν νά εἶναι ἀργά, πώς τό σαρκικό
φρόνημα εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν»
καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό θάνατο (Ρωμ. η΄ 6) καί σπεύσουμε νά ἀλλάξουμε νοοτροπία. Νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας
«εἰς ἑαυτόν» καί ὅπως ὁ Ἄσωτος , «ἐλθών
εἰς ἑαυτόν», μετενόησε καί ἐπέστρεψε στήν Πατρική Ἑστία, ἔτσι κι’ ἐμεῖς νά ἐπιστρέψουμε
εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά πάρουμε τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στό Θεό. Ὁ
Φιλάνθρωπος Θεός καί στοργικός Πατέρας ὅλων μας, μακροθυμεῖ. Ὡς ἄπειρη Ἀγάπη ζητεῖ τή σωτηρία μας. Περιμένει
τήν ἐπιστροφή καί διόρθωσί μας. Καί θύει «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», γιά
χάρι μας.
Ἴσως ἀναρωτηθοῦμε: Εἶναι
δυνατόν νά σωθοῦμε, ὅλοι ἐμεῖς οἱ βυθισμένοι στήν ἁμαρτία;
Τήν ἀπάντησι τή βρίσκουμε
στήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή. Ὁ Οὐράνιος
Πατέρας, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί εἶναι ἕτοιμος
νά μᾶς ἀγκαλιάσῃ, νά μᾶς ντύσῃ «μέ τήν πρώτην στολήν», νά φορέσῃ «δακτύλιον» εἰς
τήν χεῖρα καί «ὐποδήματα» εἰς τούς πόδας καί νά μᾶς θρέψη μέ «τόν μόσχον τόν
σιτευτόν». Καθημερινά μᾶς προσκαλεῖ: «ὅλοι, ὅσοι ὑποφέρετε καί βασανίζεσθε κάτω
ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, ἐλᾶτε κοντά μου. Ἐγώ
θά σᾶς ξεκουράσω, θά σᾶς ἀναπαύσω, θά σᾶς δώσω
τήν ἄφεσι καί θά σᾶς χαρίσω τή λύτρωσι» (Ματθ. ια΄ 28). «Γυρίστε πίσω μετανοημένοι σέ μένα κι’ ἐγώ θά ἐπιστρέψω μέ
καλωσύνη σέ σᾶς, λέγει Κύριος τῶν Δυνάμεων» (Ζαχ. α΄ 3).
Ὀφείλουμε δέ νά παραδεχθοῦμε ὅτι
καί στίς μέρες μας τό Ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς
σώζει. Εἶναι ἄπειρη ἡ ἀγάπη Του. δέν μα[ς ἐγκαταλείπει ποτέ. Ὅταν ἐμεῖς τόν
διώχνουμε, Ἐκεῖνος μᾶς περιβάλλει μέ στοργή. Εἶναι ὁ μόνος, πού στήν ἄρνησί μας
ἀντιτάσσει ἀγάπη, Ἔλεος, εὐσπλαγχνία.
Μέ τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου, μᾶς βεβαιώνει ὁ
Κύριος ὅτι ὅσο πολλά, ὅσο μεγάλα κι’ ἄν εἶναι τά ἁμαρτήματά μας, μᾶς δέχεται
κοντά Του καί μᾶς συγχωρεῖ, ἀρκεῖ νά
μετανοήσουμε εἰλικρινά. Εἶναι ἄπειρο τό Ἔλεός Του.
Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
σχετικά μέ τή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ λέγει: «Ἐάν ἔχῃς ἁμαρτίες, νά μή ἀπελπισθῇς·
δέν παύω νά σᾶς τό τονίζω αὐτό συνέχεια·
καί ἐάν κάθε μέρα ἁμαρτάνῃς, καθημερινά νά μετανοῇς· καί ἐκεῖνο, πού
κάνουμε στά παλιά σπίτια, ὅταν γίνουν ἑτοιμόρροπα, δηλαδή ἀφαιροῦμε τά
σαπισμένα μέρη καί ἑτοιμάζουμε καινούργια καί ποτέ δέν λησμονοῦμε τή συνεχῆ
συντήρησι, αὐτό ἄς κάνουμε καί σέ μᾶς, στόν ἑαυτό μας. Ἐάν πάλιωσες σήμερα ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ἀνακαινίσῃς τόν ἑαυτό σου μέ τή
μετάνοια. Καί εἶναι δυνατόν, λέει κανείς, νά σωθῶ, ἀφοῦ μετανοήσω; Καί πάρα
πολύ μάλιστα εἶναι δυνατόν. Ὅλη τή ζωή μου τήν πέρασα μέσα σέ ἁμαρτίες· καί ἐάν
μετανοήσω, σώζωμαι; Καί βέβαια πετυχαίνεις τή σωτηρία. Ἀπό τή φιλανθρωπία τοῦ
Κυρίου σου... Γιατί δέν ὑπάρχει μέτρο τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, οὔτε εἶναι
δυνατόν νά ἑρμηνευθῇ μέ λόγια ἡ ἀγαθότητά Του...Φέρε στό νοῦ σου
μια
σπίθα, πού ἔπεσε στή θάλασσα· μήπως μπορεῖ νά
σταθῇ
ἐκεῖ ἤ νά φανῇ; Ὅση σχέσι ἔχει μια σπίθα μέ τό πέλαγος, τόση μεγάλη σχέσι ἔχει ἡ
ἁμαρτία σέ σύγκρισι μέ τή Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· καί μάλιστα οὔτε τόσο μεγάλη, ἀλλά
πολύ μεγαλύτερη καί διαφορετική. Διότι τό μέν πέλαγος, ὅσο μεγάλο κι’ ἄν εἶναι,
ἔχει ὅριο, πού μετριέται· ἡ Φιλανθρωπία ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπεριόριστη» (Ὁμιλ.
8 Περί μετανοίας, Μigne
P.G. 49,337).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου