Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ






«Ἐγέρθητε οἱ νωθεῖς, μή πάντοτε χαμερπεῖς»



Ἐπειδή ὁ Κύριος πολλές φορές  μίλησε στούς Μαθητάς Του ὄχι μόνον γιά τά φρικτά Του Πάθη, ἀλλά καί γιά τούς μελλοντικούς διωγμούς καί τίς θλίψεις, πού ἐπρόκειτο νά ὑποστοῦν οἱ ἴδιοι οἱ Μαθηταί διά τό ὄνομά Του, ἠθέλησε νά τούς πληροφορήσῃ καί γιά τήν μέλλουσα καί ἐλπιζομένη δόξα, πού εἶναι ἡτοιμασμένη ἀπό καταβολῆς κόσμου, γιά  κείνους, πού θά πιστέψουν στό Ὄνομά του,  θά κηρύξουν τό λόγο Του καί θά ὑπομείνουν μέχρι τέλος. Θέλησε νά τούς ἀποδείξῃ ὅτι δέν εἶναι ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς αὐτούς (Ρωμ. η΄18). Θέλησε νά τούς ἐμψυχώσῃ. Παρέλαβε, λοιπόν, τούς τρεῖς ξεχωριστούς, διά τήν ἀρετήν, Μαθητάς Του, τόν Πέτρον τόν Ἰάκωβον καί τόν Ἰωάννην, ὡς τούς πλέον ἱκανούς νά δεχθοῦν τήν ἀποκάλυψι τῆς θείας δόξης, τούς ἀνέβασε μαζί Του εἰς τό Θαβώριον Ὄρος καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ Ἥλιος, τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένοντο λευκά ὡς τό φῶς. Καί φανερώθηκαν σ’ αὐτούς ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἡλίας καί συνωμιλοῦσαν μαζί Του, πρᾶγμα πού ἀποδεικνύει ὅτι «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει». Καί ἐνῶ μιλοῦσε ὁ Κύριος μαζί τους καί ἰδού νεφέλη ἐπεσκίασεν αὐτούς, καί ἰδού φωνή (ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ καί Πατρός ἠκούσθη)  ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα:

Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ΄ 1-5).




Ὁ Κύριος πῆρε μαζί Του μόνον τούς τρεῖς κορυφαίους τῶν Μαθητῶν, κατά λόγον δικαιοσύνης, διότι «οἱ τῶν ἀρετῶν διαπρέψαντες καί τῆς ἐνθέου δόξης ἀξιωθήσονται».

Ὁ ἱερός ὑμνῳδός μᾶς προτρέπει νά σηκωθοῦμε πάνω ἀπό τά γήϊνα, νά ὑψωθοῦμε «εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως». Νά ἀφήσουμε τήν ὀκνηρία, νά μήν εἴμαστε νωθροί, ράθυμοι, νωθεῖς. Ἐγέρθητε οἱ νωθεῖς. Γίνετε δραστήριοι. Ἀγαπήσατε τά πνευματικά. Ὑψώθητε. Μή παραμένετε πάντοτε χαμερπεῖς, μήν παραμένετε στερεωμένοι στή γῆ. Πάψετε πιά νά εἶσθε εὐτελεῖς, ποταποί, τιποτένιοι. Τά ἄνω ζητεῖτε. Τά ἄνω φρονεῖτε, μή τά ἐπί τῆς γῆς, γιά νά ἀξιωθῆτε τῶν θείων ἀποκαλύψεων, γιά νά δῆτε μαζί μέ τούς τρεῖς Μαθητάς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί νά δεχθῆτε τήν  φανέρωσι ἀπό τόν Πατέρα τοῦ Υἱοῦ Του, ἐνανθρωπήσαντος καί νά μάθετε ὅτι μόνον ἡ ὑπακοή στό Χριστό, δίνει δύναμι καί χάρι καί ὀδηγεῖ στήν πνευματική τελείωσι.

Οἱ ὑπόλοιποι Μαθηταί ἔμειναν στούς πρόποδες τοῦ Ὄρους. Δέν ἀξιώθηκαν νά δοῦν τόν Κύριό τους μεταμορφούμενον, διότι δέν εἶχαν πιστέψει καί δέν εἶχαν προκόψει στίς ἀρετές. Ἀπόδειξις τῆς ἀπιστίας τους ἦταν καί ἡ ἀδυναμία τους νά θεραπεύσουν τόν σεληνιαζόμενον νέον. Ὅταν ἀργότερα ρώτησαν τόν Κύριον : «Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; Ὁ Κύριος θά τούς πῇ ξεκάθαρα:Δέν μπορέσατε, «Διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν» (Ματθ. ιζ΄ 19-20).

Ἀπό ὅλα αὐτά συμπεραίνουμε ὅτι γιά νά ἀξιωθοῦμε τῶν θείων ἀποκαλύψεων εἶναι ἀνάγκη νά πιστέψουμε μέ τήν καρδιά μας στό Χριστό καί νά  γράψουμε βαθειά μέσα στήν ψυχή μας τή σύστασι τοῦ οὐρανίου Πατρός ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὀ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί ὀφείλουμε ἀπόλυτη ὑπακοή σ’Αὐτόν: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».



Ἐγέρθητε οἱ νωθεῖς, μή πάντοτε χαμερπεῖς· οἱ συγκύπτοντες εἰς γῆν τήν ψυχήν μου λογισμοί, ἐπάρθητε καί ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως· προσδράμωμεν Πέτρῳ καί τοῖς Ζεβεδαίου, καί ἅμα ἐκείνοις τό Θαβώριον ὄρος προφθάσωμεν, ἵνα ἴδωμεν σύν αὐτοῖς τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· φωνῆς δέ ἀκούσωμεν, ἧς περ ἄνωθεν ἤκουσαν, και ἐκήρυξαν τοῦ Πατρός τό ἀπαύγασμα» (Οἶκος ἑορτῆς).







Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄22-34).

«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε».

Μετά τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἄρτων καί τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν, χωρίς γυναικῶν καί παιδίων, συνέστησε στούς Μαθητάς Του να εἰσέλθουν στό πλοῖον καί νά Τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη ἕως ὅτου αὐτός ἀπολύσῃ τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ ὁ Πολυεύσπλαγχνος θεράπευσε τούς ἀρρώστους καί ἔθρεψε ψυχικά καί σωματικά τά πλήθη, ἠθέλησε νά ἀποχαιρετίσῃ, μέ στοργή καί τρυφερότητα πατρική, τόν καθένα χωριστά. Ἤθελε καί μέ τόν τρόπον αὐτόν νά τούς βεβαιώσῃ ὅτι εἶναι δικός τους καί αὐτοί εἶναι δικοί Του, νά τούς δώσῃ σιγουριά καί ἀσφάλεια.
Ἀφοῦ διέλυσε τά πλήθη ἀνέβη εἰς τό ὄρος μόνος του νά προσευχηθῇ. Ὅταν βράδυασε ἦταν μόνος Του στό βουνό. Ἐν τῷ μεταξύ τό πλοῖον  ἦταν στό μέσον τῆς λίμνης καί βασανιζόταν ἀπό τά κύματα. Διότι ἦταν ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Κατά τά ξημερώματα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς κοντά τους περιπατῶντας πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα, σάν νά ἦταν ξηρά. Ὅταν Τό εἶδαν οἱ Μαθητές νά περπατάῃ πάνω στή λίμνη τρόμαξαν καί ἀπό τό φόβο τους ἔκραξαν λέγοντες ὅτι αὐτό πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα.
Στήν κραυγή τῆς ἀγωνίας τους ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος μέ στοργή. Τούς ἐνεθάρρυνε λέγοντας:
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε». Ἔχετε θάρρος. ἐγώ εἶμαι. Μή φοβεῖσθε. Τότε πῆρε τό λόγο ὁ Πέτρος καί εἶπε: «Κύριε, ἐάν εἶσαι Σύ, διάταξέ νά ἔλθω κοντά σου περπατῶντας πάνω στά νερά». Καί ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε· ἐλθέ. Καί ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τό πλοῖον ὁ Πέτρος  ἄρχισε νά περπατάῃ πάνω στά νερά.
Ὅσο ὁ Πέτρος εἶχε στραμμένο τό βλέμμα προς τόν Ἰησοῦν, βάδιζε σταθερά πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα, σάν νά βάδιζε σέ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἀπέστρεψε τό βλέμμα του ἀπό τόν Ἰησοῦν καί κοίταξε τόν ἰσχυρόν ἄνεμον καί τά κύματα, ἄρχισε νά βουλιάζῃ, νά καταποντίζεται...
«Βλέπων δέ τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη, καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ΄30).
Ἔτσι πάντοτε ὀφείλουμε νά ζοῦμε καί νά ἐργαζώμαστε, ἔχοντες πάντοτε τό βλέμμα στραμμένο στό Χριστό. 'Εάν καί μιά στιγμή ἀποστρέψουμε τό βλέμμα ἀπό τό Χριστό καί τό στρέψουμε στόν ἄνεμο, στίς δυσκολίες, ἄν γιά ιά στιγμή ὀλιγοπιστήσουμε τότε διατρέχουμε τόν κίνδυνον νά καταποντισθοῦμε. «Χείμαρρον διέρχεται ἡ ψυχή ἡμῶν...» Ὀφείλουμε, λοιπόν, νά βαδίζουμε στή ζωή μας μέ πίστι στό Χριστό, ἔχοντες πάντοτε τό βλέμμα μας στραμμένο Σ' Αὐτόν. Ὀφείλουμε «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες ἐπί τόν ἀρχηγόν τῆς Πίστεως καί τελειωτήν Ἰησοῦν...» (Ἑβρ. ιβ΄ 1-2). Εἶναι δέ πλέον ἤ βέβαιον ὅτι τήν ὥρα τοῦ καταποντισμοῦ ὁ Κύριος ἀκούει τίς κραυγές μας καί ἔρχεται «ταχύ», σπεύδει καί μᾶς σώζει, ὅπως ἔσωσε καί τόν Πέτρο.


Ἀμέσως δέ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό Χέρι Του, τόν ἔπιασε καί μέ θεϊκή στοργή τοῦ εἶπε: «Ὀλιγόπιστε! Εἰς τί ἐδίστασας;». Ὅταν ὁ Χριστός μαζί μέ τόν Πέτρο μπῆκαν στό πλοῖον, ἀμέσως ἐκόπασε, ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Τότε ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ προσκύνησαν τόν Ἰησοῦν καί ὁμολόγησαν τή Θεότητά Του  καί τοῦ εἶπαν: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Σ’ αὐτή τήν εἰκόνα σκιαγραφεῖται ἡ ζωή μας καί τονίζεται τό πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή μας. Ὅλοι
μας εἴμαστε περισσότερο ἀπό τόν Πέτρο ὀλιγόπιστοι. Βλέπουμε τό Χριστό καί τό θεϊκό Του ἔργο: «Τυφλοί ἀναβλέπουσι, καί χωλοί περιπατουσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» Καί εἶναι μακάριος, πανευτυχής ἐκεῖνος, πού δέν χάνει τήν ἐμπιστοσύνη του Σ’ Αὐτόν (πρβλ. Ματθ. ια΄ 5-6).
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός , γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας, γιά νά τόν μιμηθοῦμε καί νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Περιπατεῖ πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα καί μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον θά μπορέσουμε καί μεῖς  νά περιπατήσουμε πάνω στά νερά. Καί ὁ μόνος τρόπος εἶναι νά δεχθοῦμε μέσα στήν καρδιά μας τόν Χριστόν, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι». Νά βαδίζουμε πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα τῆς ζωῆς μας κοιτάζοντάς Τον στά μάτια, διότι ἄν ἀποστρέψουμε τά μάτια μας ἀπό Αὐτόν σίγουρα θά καταποντισθοῦμε. Κοιτάζω στά μάτια τό Χριστό σημαίνει: Πιστεύω καί λατρεύω τό Χριστό καί περιπατῶ εν ἀγάπῃ, μιμοῦμε τήν ἁγία Του ζωή. Βαδίζω στή ζωή μου μέ στραμμένο τό βλέμμα μου, μέ θερμή πίστι, στό Χριστό ὡς Θεόν καί Σωτήρα μου καί Σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχω στραμμένο τό βλέμμα μου στό Χριστό σημαίνει ὅτι, θαυμάζω τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Παύω νά εἶμαι ὀλιγόπιστος. Πιστεύω μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου στό Χριστό, μέχρι θανάτου. Δέν  ἀρνοῦμαι τόν Λυτρωτή, τόν Εὐεργέτη μου.





Δέν λησμονῶ τίς ἄπειρες, φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του καί λόγῳ καί ἔργῳ δοξολογῶ, τιμῶ καί δοξάζω καί ἀκαταπαύστως, αἰώνια, ὑμνῶ Τόν  Κύριόν μου. Ὑμνῶ τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν, Τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό πανάγιον Πνεῦμα! Καί διακηρύττω ὅτι μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει  ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας . Ἀμήν.







Η΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄ 14-22).










Ο  ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΤΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ



«Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καί ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν·

ἀπόλυσον τούς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τάς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα.

Ὁ δέ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· ΔΟΤΕ ΑΥΤΟΙΣ ΥΜΕΙΣ ΦΑΓΕΙΝ»(Ματθ. ιδ΄15-16)



Ὁ Εὔσπλαγχνος Κύριος εἶδε συγκεντρωμένο πολύ λαόν καί τούς λυπήθηκε καί ἀμέσως ἐθεράπευσε τούς ἀρρώστους αὐτῶν. Καί ἀμέσως μετά τούς ἔθρεψε μέ τόν πανάγιο καί ζωοποιό λόγο Του. Ὅλοι κρέμονταν ἀπό τά χείλη Ἐκείνου, «τοῦ καί ἀπό γλώττης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή». Πράγματι γλυκύτερος καί ἀπό τό μέλι ἔρρεεν ὁ λόγος ἀπό τά πανάγια χείλη Του. «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. ζ΄ 46). Ὁ λόγος εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία. Ἀπαλύνει τόν πόνο, θεραπεύει τά τραύματα, ἐνισχύει, παρηγορεῖ καί τρέφει τούς ἀνθρώπους, μέ τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον, διότι δέν τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μόνον μέ τό καθημερινό ψωμί, ἀλλά μέ κάθε λόγο, ἀλλ’ ἐπί παντί ρήματι ἐκπορευομένῳ  διά στόματος Θεοῦ, μέ κάθε λόγο, πού βγαίνει ἀπό τό πανάγιον στόμα τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. δ΄ 4). Ὁ Ἰησοῦς, «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», ἔρχεται κοντά μας μέ ἄπειρη ἀγάπη καί γίνεται γιά χάρι μας ὑπόδειγμα, τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλα, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21). Αὑτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις  καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Εἷναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν  ἔχουμε ἐμπαγῆ καί ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσιν». Ἔρχεται ὁ Υἱός, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος ἐκ τῶν οὐρανῶν. Αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καί μή ἀποθάνῃ (πρβλ. Ἰωάν. στ΄ 48 ἑξ.). Εἷναι ὁ αἰώνιος τροφοδότης τοῦ Σύμπαντος. Αὐτός τά πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησε, συνέχει δέ καί  τρέφει, συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τά Σύμπαντα, μέ τόν αἰώνιον Νόμον Του, σέ Τάξι, ἁρμονία καί θαυμαστή ἰσορροπία. Αὐτός δέν εἶναι τιμωρός, ἀλλά εἶναι ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ. Δέν κρίνει, δέν τιμωρεῖ κανέναν. Ἔρχεται γιά νά μᾶς σώσῃ καί διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί ἱώμενος πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Σέ ἐκείνους πού Τόν δέχονται  καί πιστεύουν στό Ὄνομά Του, δίδει ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι (Ἰωάν. α΄ 12).

Ὅσοι Τόν ἀρνοῦνται, μέ τή θέλησί τους, χωρίζονται ἀπό Αὐτόν, μένουν ἔξω ἀπό τή Βασιλεία Του. Κρούει τή θύρα, μᾶς καλεῖ κοντά Του, «οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον», δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Σέβεται τήν ἐλευθερία μας.

Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Θησαυρός τῶν θησαυρῶν, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ὁ Θεός μας καί ὁ Κύριός μας. Κι’ ἐνῶ θἄπρεπε νά ἑτοιμάζουμε τήν ψυχή μας ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ἔμψυχος ναός, θρόνος καί κατοικητήριον Θεοῦ, ἐμεῖς κλείνουμε ἑρμητικά τή θύρα τῆς ψυχῆς μας στό Θεό καί ἀνοίγουμε τήν βρωμερῆ καί ἀκάθαρτη καρδιά στό Διάβολο.

Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁλοζώντανος ἀνάμεσά μας καί δυστυχῶς ἐμεῖς εἴμαστε τόσο πωρωμένοι, ἄθλιοι, γυμνοί, ἐλεεινοί καί τυφλοί, πού δέν Τόν βλέπουμε, δέν νοιώθουμε τήν εὐλογημένη, ὁλζώντανη Παρουσία Του στή ζωή μας.





Καί αὐτοί οἱ Μαθητές, πού δέν εἶχαν λάβει ἀκόμη τή Χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, βλέπουν τά θαύματά του, ἀκοῦνε τό ζωοποιό λόγο Του καί δέν αἰσθάνονται τή θεϊκή Του Παρουσία. Ἔχουν κοντά τους τόν «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο» καί τολμοῦν καί Τοῦ λένε: «Κύριε, ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος». Εἶναι ἔρημος ὁ τόπος ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός; Ὅχι βέβαια. Ὅπου ὁ Χριστός ἐκεῖ καί ὁ Παράδεισος. Ὅπου ἀπουσιάζει ὁ Χριστός, ἐκεῖ

Βασιλεύει ἡ παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς, μέσα μας καί γύρω μας. Ὁ Χριστός, ὡς Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί γεμίζει μέ τήν Παρουσία Του τά Σύμπαντα. Ὅσοι Τόν δέχονται καί πιστεύουν στό Ὄνομά Του, χαίρονται τήν Εὐλογημένη Παρουσία Του. Ὅσοι δέν Τόν δέχονται, ὅσοι Τόν ἀρνοῦνται, μέ τή θέλησί τους στεροῦνται τή χαρά τῆς Παρουσίας Του. Μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του, ὅμως δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. «Ὅστις θέλει...». Ὅσοι δέν Τόν δέχονται ζοῦν τήν κόλασι, ζοῦν τήν Ὀδύνη τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ στή ζωή τους, διότι οἱ ἴδιοι μέ τή θέλησί Τους Τόν διώχνουν ἀπό κοντά τους ἤ νομίζουν ὅτι Τόν διώχνουν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Μακρόθυμος συνεχίζει νά κρούει τήν θύραν...






Οἱ Μαθητές δέν μπόρεσαν νά νοιώσουν τό μεγαλεῖον τῆς Παρουσίας Του στόν ἐρημικό ἐκεῖνο τόπο καί Τόν παρακαλοῦν νά ἀπολύσῃ τούς ὄχλους, γιά νά προλάβουν τά καταστήματα νά ἀγοράσουν τροφάς. Καί τότε ὁ Κύριος λύνει τό πρόβλημα τῆς Κοινωνικῆς Δικαιοσύνης: «Δέν ἔχουν ἀνάγκη νά ἀπέλθουν καί νά ἀγοράσουν τρόφιμα. Δώσατέ τους ἐσεῖς νά φάγουν. Τούς βοηθεῖ νά νοιώσουν τήν Παρουσία Του. «Κύριε, δέν ἔχουμε  ἐδῶ παρά μόνον πέντε ψωμιά καί δυό ψάρια».



Ὡσάν νά τούς ἔλεγε: Ἔχετε ὅμως Ἐμένα.

Φέρετε μου ἐδῶ τά πέντε ψωμιά καί τά δυό ψάρια.

Ὁ Κύριος εὐλογεῖ τούς πέντε ἄρτους στήν ἔρημο

Καί τά δυό ψάρια καί τά μοιράζει στά πλήθη τοῦ λαοῦ, πού ὑπολογίζονται σέ πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρίς τίς γυναῖκες καί τά παιδιά. Καί χόρτασαν ὅλοι καί περίσσευσαν καί δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα.

Ἐδῶ ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ καί ὀφείλουμε μέ τή Χάρι Του νά τά μοιραζώμαστε μέ τούς ἄλλους, τούς συνανθρώπους μας, γιά νά ἔχουμε πάντοτε τήν Εὐλογία Του στή ζωή μας. Ὅταν μοιραζώμαστε τό ψωμί μας καί γενικώτερα τά δῶρα, πού μᾶς δίδει ὁ Θεός, μέ τούς ἄλλους, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, ὁ  Θεός εὐλογεῖ τά ἔργα μας, καί μᾶς χαρίζει τήν αἰώνια Παρουσία καί τήν Εὐλογία Του.

Καί ὅταν ὁ Αἰώνιος τροφοδότης καί Ζωοδότης εἶναι κοντά μας, δέν ἔχουμε νά φοβηθοῦμε τίποτε καί κανέναν. Ἐκεῖνος κάνει τήν ψυχή καί τή ζωή μας Παράδεισο, ἀρκεῖ νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Διότι «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί ὀ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὀ Θεός ἐν αὐτῷ».
    

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΩΡΟΣ Ο ΘΕΟΣ




ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΘΟΣ

ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ





Πανάγαθος καί πάνσοφος Δημιουργός, « πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν». Ἐδημιούργησε τά Σύμπαντα τά ἐπιβλέπει καί τά συντηρεῖ, μέ ἀγάπη.

 θεσε δέ αἰωνίους Νόμους (φυσικούς, ἠθικούς καί πνευματικούς), ἡ τήρησις τῶν ὁποίων διαφυλάσσει τήν τάξιν, τήν ἁρμονίαν καί τήν ἰσορροπίαν τοῦ Σύμπαντος.

ἐν σοφίᾳ δημιουργία καί ἠ ἁρμονική λειτουργία τοῦ Σύμπαντος, τά ἄπειρα ἡλιακά συστήματα καί γενικά ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ ἀποδεικνύουν τρανώτατα τό μεγαλεῖον, τήν παντοδυναμίαν, τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

φοῦ, ὁ Πανάγαθος, δημιούργησε τό περιβάλλον,

ὕστερα ἔπλασε τήν κορωνίδα τῆς δημιουργίας Του,

ἄρχοντα καί κύριον πάσης τῆς Κτίσεως, τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ... ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καί εὐλόγησεν αὐτούς...» (Γενέσ. α΄  26 ἐξ.). Τόν δημιούργησε «μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν». Τοῦ Χάρισε θεϊκά προσόντα, τόν νοῦν, νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν καί ἐλευθερίαν, ὥστε νά μπορῇ νἀ ἐκλέγῃ ὅ,τι αὐτός θέλει, τό Καλόν ἤ τό Κακόν.

 «Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ λέγων·

ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ του ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’  ἄν ἡμέρᾳ  φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»(Γεν. β΄ 15-17)

Ὁ Πανάγαθος ἀπό ἄπειρη ἀγάπη βοηθεῖ τά πλάσματά Του καί τούς καθορίζει τήν ἐργασίαν τους εἰς τόν Παράδεισον καί τό Πῶς  θά διαφυλάξουν τόν Παράδεισον. Πῶς, δηλαδή, θά διαφυλάξουν τήν σχέσιν, τήν κοινωνίαν καί ἕνωσιν μέ τόν Δημιουργόν Θεόν, τόν Εὐεργέτην καί Κύριόν τους. Τούς προσφέρει «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον», τήν τήρησιν ἤ μή τῆς Ἐντολῆς. Τούς βοηθεῖ νά διαλέξουν. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης καί ευγνωμοσύνης στόν Εὐεργέτην καί δι’ αὐτῆς μποροῦν νά διαφυλάξουν τόν Παράδεισον, τήν σχέσιν καί κοινωνίαν καί συνομιλίαν με τόν Θεόν καί τήν μακαριότητα, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας  ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου.

Ἀντίθετα ἡ παρακοή σημαίνει ἔλλειψιν ἀγάπης στό Θεό, ἀχαριστία καί ὕβριν τοῦ πλάσματος πρός τόν Πλάστην. Ἡ παρακοή σημαίνει χωρισμόν ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ὑπακοή εἶναι ζωή καί ἡ παρακοή θάνατος.

Ἡ ὑπακοή ἑνώνει τόν ἄνθρωπον μέ τόν Θεόν, πού εἶναι ἡ πηγή της ζωῆς, καί διατηρεῖ τήν ἕνωσιν μέ τόν Θεόν. Ἀντίθετα ἡ παρακοή χωρίζει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Θεόν. Τόν  χωρίζει ἀπό τήν ὄντως ζωή καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή του θάνατον. Καί πραγματικός θάνατος εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τόν Θεόν.

Ὁ Πολυεύσπλαγχνος προειδοποιεῖ τόν ἄνθρωπον καί τόν προτρέπει νά κάνει καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, νά ἐκλέξῃ τήν τήρησιν τῆς Ἐντολῆς.

Τόν προτρέπει νά ἐκλέξῃ τήν ζωήν, νά ἀποφύγῃ τόν θάνατον, νά φυλάξῃ τόν Παράδεισο. Τοῦ προλέγει ὅτι ἡ παράβασις τῆς Ἐντολῆς εἶναι θάνατος: « ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Προγνωρίζει, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὁ Πάνσοφος Θεός ἔχει ἐνθέσει εἰς τήν Ἐντολήν, τήν ἀρχήν τῆς ἀνταποδώσεως. Ἡ ἀρχή αὐτή εἶναι συμφυής, ἔμφυτος σέ κάθε Ἐντολή.

Προγνωρίζει, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος  ὅτι ὑπακοή, τήρησις τῆς Ἐντολῆς φέρει ὡς προϊόν εἰς τόν ἄνθρωπον, τή χαρά, κάνει τήν ψυχή καί τή ζωή του Παράδεισο. Ἀντίθετα προγνωρίζει ὅτι ἡ ἀθέτησις τῆς Ἐντολῆς, ἡ παρακοή, φέρει ὡς προϊόν τή θλῖψι, τό χωρισμό ἀπό τό Θεό, τήν κόλασι.

Δυστυχῶς ὅμως παρατηροῦμε ὅτι ἀπό τήν ἐποχή ἀκόμη τοῦ Ἀδάμ καί μέχρι σήμερα ὁ θεόπλαστος ἄνθρωπος δέν κάνει καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του. Παραβαίνει τίς Ἐντολές καί,  μέ τή θέλησί του, χωρίζεται ἀπό τό Θεό, βγαίνει ἐξω ἀπό τόν Παράδεισο. Ἀρνεῖται τό ἕναν καί μόνον ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύει τό Βόρβορο. Λατρεύει τά δαιμόνια, τά εἴδωλα, τά ἀναίσθητα καί κωφά.

Ὁ Προφήτης Δαβίδ λέγει ὅτι «ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13). Δηλαδή, ὁ ταλαίπωρος, ὁ δυστυχής, ὀ δύσμοιρος, ὁ γυμνός καί ἐλεεινός ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶχε τήν τιμήν τῆς λογικῆς του φύσεως δέν κατενόησε τήν τιμήν, δέν ἐλογικεύθη. Ἀπό κακή του προαίρεσι, μέ κακή του θέλησι, ἦλθε στή θέσι τῶν ἀνοήτων κτηνῶν καί ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά  κατά τή σκέψι, κατά τήν ἀνοησίαν. Δέν ἐνόησε τό μεγαλεῖον του. Ἔγινε χειρότερος καί καί ἀπό τά ἄλογα κτήνη. Ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς.



Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας ἀναφέρει καί λέγει: «Ἄκουε οὐρανέ καί ἐνωτίζου γῆ, ὅτι Κύριος ἐλάλησεν· υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν.

Ἔγνω βοῦς τόν κτησάμενον καί ὄνος τήν φάτνην τοῦ Κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραήλ δέ με οὐκ ἔγνω καί ὀ λαός με οὐ συνῆκεν» (Ἡσ. α΄  2-3). Δέν  κατανοεῖ τήν τιμήν, τό μεγαλεῖον του. Δέν ἐκτιμᾶ τήν τρυφερότητα μέ τήν ὁποίαν τόν περιβάλλει ὁ οὐράνιος Πατέρας καί, χωρίς ντροπή, συμπεριφέρεται χειρότερα καί ἀπό τά ἄλογα κτήνη.

Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας, τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρει

καί λέγει: «Δύο καί πονηρά ἐποίησεν ὁ Λαός μου·

Ἐμέ ἐγκατέλιπον πηγήν ὕδατος ζωῆς, καί ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειν» (Ἱερεμ. β΄ 13). Τά ἄψυχα στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ ἀπόρησαν καί ἔφριξαν μπροστά στήν πώρωσι καί τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων (Ἱερεμ. β΄12), πού ἀρνοῦνται τόν Θεόν καί λατρεύουν τά εἴδωλα, πού προσπαθοῦν νά ξεδιψάσουν τή δίψα τους στά λασπονέρια τῆς ἀποστασίας καί, ἀρνούμενοι τόν «μόσχον τόν σιτευτό» προσπαθοῦν νά χορτάσουν τήν πεῖνα τους «ἀπό τῶν  κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι» (Λουκ. ιε΄ 16, 23). Μέ τήν κακή τους θέλησι ἔφθασαν στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι.

Ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομακρύνσεως  ἀπό τόν Θεόν καί τῆς Εἰδωλολατρίας ἡ αἰσχύνη καί ἡ  καταστροφή. Ὁ Προφήτης Δαβίδ καί μαζί του ὁ Ἀπόστολος Παῦλος  ἀναφέρουν τή διαπίστωσι τοῦ Θεοῦ, γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, γιά τή ἐξαθλίωσι καί τήν κατάντια τῆς ἀνθρωπότητος.

«Ὁ Κύριος ἔσκυψε ἀπό τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ καί πρόσεξε τούς ἀνθρώπους νά δῇ ἐάν ὑπάρχει κάποιος συνετός, πού νά πιστεύῃ στό Θεό, πού νά ζητεῖ καί νά προσπαθῇ νά Τόν εὐχαριστήσῃ. Καί διεπίστωσε ὅτι δέν ὑπάρχει δίκαιος, οὔτε ἕνας· δέν ὑπάρχει κανένας συνετός, δέν ὑπάρχει κανένας πού νά ζητῇ τόν Θεόν, ὅλοι παρεξέκλιναν, συγχρόνως ἐξηχρειώθησαν, δέν ὑπάρχει κανένας, πού νά κάνῃ τό καλόν, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας. Τάφος ἀνοικτός εἶναι ὁ λάρυγγάς τους, μέ τήν γλῶσσάν τους ἦσαν δόλιοι, φαρμάκι ἀπό ὀχιές εἶναι κάτω ἀπό τά χείλη τους. Τό στόμα τους εἶναι γεμᾶτο κατάραν  καί πικρίαν, τά πόδια τους τρέχουν γρήγορα ,γιά νά χύσουν αἷμα, καταστροφή καί δυστυχία εἶναι στό δρόμο τους καί δέν γνώρισαν τό δρόμο τῆς εἰρήνης. Δέν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ μπροστά στά μάτια τους»  (Ψαλμ. 13, 1 ἑξ. Ρωμ. γ΄ 11-17). Καί ἡ ἐξαθλίωσις αὐτή ὀφείλεται στήν κακή  προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλα τά κακά πηγάζουν ἀπό τήν κακή του Θέλησι, ἀπό τήν κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του. Ο Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τόν προίκισε μέ θεῖα προσόντα, ὥστε νά ἔχῃ τή χαρά τῆς δημιουργίας.

Τόν ἔπλασε μέ νοῦν καί ἐλευθερίαν, ὥστε νά ξεχωρίζῃ τό Καλό ἀπό τό Κακό καί νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ, ὅ, τι θέλῃ καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του. Τόν ἔπλασε ἄνθρωπον, δέν τόν ἔκαμε γουρούνι.

Μέ τήν τήρησι τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μέ τήν ὑπακοή ὁ ἄνθρωπος γίνεται Θεός κατά χάριν. Μέ τήν ἀθέτησι τῶν Ἐντολῶν, μέ τήν παρακοή, γίνεται διάβολος.

Παρέθεσε ἐνώπιόν του τήν ζωήν καί τόν θάνατον.

Καί τόν προτρέπει ὁ Κύριος νά διαλέξῃ τήν ζωήν

Προγνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι ἡ παράβασις τῆς

Ἐντολῆς φέρει τόν θάνατον, καί παρόλα αὐτά ἐκλέγει τόν θάνατον. Δέν ἐκλέγει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τό πῦρ τό αἰώνιον τῷ ἡτοιμασμένῳ τῷ διαβόλῳ καί τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.

Δέν κατανοεῖ τό μεγαλεῖον του καί, μέ τή θέλησί του, γίνεται χειρότερος καί ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Καί ὄχι μόνον κάνει κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του, ὄχι μόνον παραβαίνει τίς Ἐντολές τοῦ Θεου, ἀλλά καί καυχᾶται ἐπί τοῖς ἀτοπήμασι.

Καί τό χειρότερον τολμᾶ νά βλασφημῇ καί θεωρεῖ αἴτιον τῶν κακῶν τόν πανάγιον Θεόν.

Φθάνει δέ στό ἄκρον ἄωτον τῆς ἀφροσύνης, στό ἄκρον ἄωτον τῆς μωρίας, τῆς ἀναισχυντίας, τῆς θρασύτητος καί τῆς ἀσεβείας, στό ἄκρον ἄωτον τῆς ὕβρεως, ὥστε νά ἀποδίδῃ τίς, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του, συμφορές, ὅλα τά δεινά, πού εἶναι προϊόντα τῆς παρακοῆς, στόν Πανάγαθον Θεόν.

Ποιός μπορεῖ νά μετρήση τό μέγεθος τῆς ἀφροσύνης καί τῆς ἀναισχυντίας;

Π.χ. Ὑπάρχουν ἠλίθιοι, ἀπρόσεκτοι, καιροσκόποι,  αἰχροκερδεῖς, εὐτελεῖς, ἀστόχαστοι οἰκοπεδομάγοι, πυρομανεῖς καί πληρωμένοι ἐμπρηστές, μέ βρωμερῆ συνείδησι, πού καῖνε τήν Ἑλλάδα καί ἀποτεφρώνουν ἑκατοντάδες συνανθρώπους τους καί μικρά παιδιά, ἀθῶα ἀγγελούδια, γιά νά κερδίσουν, Τί; Ἀφορμή γιά Πολιτική ἀντιπαράθεσι; Τριάκοντα ἀργύρια; Ποιό τό αἰσχρό κέρδος; Πολλοί συνάνθρωποι μας εἶδαν τόν κόπον μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς νά χάνεται καί, πάνω ἀπό ὅλα, εἶδαν νά κατακαίγονται συνάνθωποί  μας καί μάλιστα μικρά παιδιά νά ἀποτεφρώνονται. Γιατί τόση συμφορά; Σταματάει ὁ νοῦς μου... Τρέμω στή μνήμη τῆς συμφορᾶς... Δέν βρίσκω λόγια, γιά νά ἐκφράσω τήν ὀδύνη μου... Γιατί τόση ἀναλγησία καί αὐτῶν τῶν Δημοσίων φορέων;...

Δακρύζω καί μένω ἄφωνος μπροστά στό μέγεθος τῆς Ὀδύνης...

Καί τό χειρότερο ἀπό ὅλα, αὐτό πού γεμίζει φρίκη τῆν ψυχή μου,  εἶναι ἡ ἰδιωτεία, ἡ ἠλιθιότητα ἐκείνων πού τόλμησαν νά ἐκστομίσουν τήν «Ὕβριν» ὅτι ὁ Θεός  μᾶς τιμώρησε  ἐξ αἰτίας τῶν ἀθέων, πού ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας.

Τί φρίκη! Πῶς, ἄνθρωπέ μου, τολμᾶς νά ἀποδίδῃς τίς πυρκαγιές , καί τίς ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, συμφορές, στόν Πανάγαθο Θεό;

Κύριε μου Ἰησοῦ, Λυπήσου μας καί παῦσον ἀφ’ ἡμῶν τόν ὀδυρμῶν τῶν δακρύων... Λυπήσου μας καί συγχώρησε τήν «Ὕβριν», Πανάγαθε!

Λακωνικά θά τονίσω ἐδῶ καί θἄθελα νά γίνῃ σέ ὅλους «συνείδησι» ὅτι

Ο  ΘΕΟΣ  ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΩΡΟΣ.

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΘΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ. Ὁ Θεός ἡμῶν «ἀνατέλλει τόν ἥλιον αὐτοῦ ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Ματθ. ε΄45).Δέν θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μακροθυμεῖ. Κρούει τήν Θύραν καί μᾶς καλεῖ κοντά Του.



«Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄4). «Συνίστησι δέ  τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. ε΄ 8). Εἷναι ἄπειρη Ἀγάπη. Ἄπειρον Ἔλεος. Μακρόθυμος καί πολυέλεος καί μετανοῶν ἐπί κακίας ἀνθρώπων. Ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Παγκόσμιος Κριτής, λέγει δέν ἦλθα νά κρίνω, ἀλλά νά σώσω τόν κόσμον. Ὁ Καθένας κρίνεται σύμφωνα μέ τήν ἐκλογή πού κάνει. Ἄν διαλέξῃ τόν τρόπο ζωης, τήν Ὁδόν πού φέρει στή ζωή, εἰσέρχεται εἰς τήν ζωήν. Ἐάν διαλέξῃ τόν τρόπον ζωῆς, τήν Ὁδόν, πού φέρει στόν θάνατον, εἰσέρχεται εἰς τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης, στό θάνατο. «Ὁ ἀθετῶν ἐμέ, λέγει ὁ Κύριος,  καί μή λαμβάνων τά ῥήματά μου, ἔχει τόν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὅν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτόν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰωάν. ιβ΄  48). Δέν κρίνει. Δέν καταδικάζει. Δέν Τιμωρεῖ. Τήν σωτηρίαν πάντων ζητεῖ. Ὅταν πῆγε σέ ἕνα χωριό τῶν Σαμαρειτῶν, δέν τόν δέχθηκαν, γιατί κατευθυνόταν πρός τήν Ἱερουσαλήμ. Τότε οἱ Μαθητές Του ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης τοῦ εἶπαν: «Κύριε, θέλεις νά ζητήσουμε νά κατεβῆ φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί νά τούς καταστρέψη, ὅπως ἔκανε  καί ὁ Ἡλίας;» (Λουκ. θ΄ 54)

Τότε ὁ Κύριος τούς ἐπετίμησεν, τούς ἐπέπληξε λέγοντας: «Ξεχάσατε ποιο πνεῦμα κατευθύνει τή Ζωή σας. Δέν γνωρίζετε ποίου πνεύματος εἶσθε.
«Ὁ  Υἱός τοῦ ἀνθρώπου δέν ἦλθε νά ἀπωλέσῃ  τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων, δέν ἦλθε νά καταστρέψῃ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά νά τούς σώσῃ»(Λουκ. θ΄ 55-56).

Δέν εἶναι τιμωρός ὁ Θεός. Εἶναι ἡ Πηγή καί ὀ χορηγός παντός ἀγαθοῦ. Πηγή τῶν κακῶν, πηγή τῶν παντοειδῶν συμφορῶν εἶναι  κακή προαίρεσις τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος λέγει: «Κανένας ἀπό αὐτούς πού μπαίνουν σέ πειρασμό νά κάνῃ τό κακό, δέν ἐπιτρέπεται νά λέγει ὅτι «ὁ Θεός μέ βάζει σέ πειρασμό». Διότι ὁ Θεός δέν πειράζεται ἀπό τό κακόν καί ὁ ἴδιος δέν πειράζει κανένα. Ὁ καθένας πειράζεται ὅταν παρασύρεται καί δελεάζεται ἀπό τή δική του ἐπιθυμία. Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία, ὅταν συλλάβῃ, γεννᾷ τήν ἁμαρτίαν, καί ἡ ἁμαρτία , ὅταν ὁλοκληρωθῇ, ὅταν ὡριμάσῃ, γεννᾷ τόν θάνατον.
Μή πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·  πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπό τοῦ πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 13-17).

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε μια θαυμάσια ὁμιλία μέ θέμα· «Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός». «Ὁ Θεός, λέγει, καταστρέφει τό κακόν καί τό κακόν δέν προέρχεται ἀπό τόν Θεόν. Ἡ ἀρετή ἐπιτυγχάνεται μέ  τήν ἐλευθέραν βούλησιν. Ἡ ἐλευθέρα βούλησις ἔχει ἐξαρτηθῆ  ἀπό τά «ἐφ’ ἡμῖν». Τό δέ «ἐφ’ ἡμῖν» ὅμως εἶναι τό αὐτεξούσιον».

Κατηγοροῦμε το Θεό, γιατί μᾶς ἔκαμε λογικά ὄντα;

Ὑβρίζομεν τόν Πάνσοφον Δημιουργόν, γιατί μᾶς χάρισε νοῦν καί ἐλευθερίαν; Βλασφημοῦμε τόν Ὕψιστον ,γιατί δέν μᾶς ἔπλασε ἄλογα ζῶα καί μᾶς ἔκαμε θεούς ;
Εἷναι καιρός νά καταλάβουμε ὅτι τό Κακόν εἶναι προϊόν τῆς κακῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κακη χρῆσις τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας, σωρεύουν στή ζωή μας κακά, φοβερά δεινά, συμφορές. Ἡ παραβατική μας συμπεριφορά, ἡ παρακοή, ἡ παραβίασι τῶν αἰωνίων Νόμων τοῦ Θεοῦ ἐπιφέρει στή ζωή μας καταστροφές. Διασαλεύει τήν Τάξιν, τήν ἁρμονίαν καί τήν ἰσορροπίαν τοῦ Σύμπαντος.

Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι ἔχουμε ΧΡΕΟΣ νά τηροῦμε τούς αἰωνίους Νόμους τοῦ Θεοῦ, γιά νά ζοῦμε καλά ἐμεῖς καί τά παιδιά μας.

Εἷναι καιρός νά κατανοήσουμε ὅτι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΙΜΩΡΟΣ Ο ΘΕΟΣ, ΚΑΙ ΟΤΙ  ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΘΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι τά κακά καί οἱ συμφορές εἶναι προϊόντα τῆς ἁμαρτίας καί νά μετανοήσουμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα καί νά ἐπιστρέψουμε κοντά στό Θεό εἰλικρινά μετανοιωμένοι. Καί μέ ἕνα στόμα καί μια ψυχή, λόγῳ καί ἔργῳ, νά Τόν ὑμνοῦμε  και νά Τόν δοξάζουμε μετά πάντων ἁγίων ἀπό τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ





Ο ΑΔΙΑΚΟΠΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.



Καθημερινά συλλογίζομαι καί προσπαθῶ νά καταλάβω τό πραγματικό νόημα τῆ ζωῆς σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν παροικία. Καί διαπιστώνω, ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ὅτι ἐμεῖς οἱ δύσμοιροι θνητοί, γνῶσιν δέν βάζουμε. Συνεχίζουμε, χωρίς ντροπή, νά κάνουμε χρῆσι κακή τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας.

Δέν ξεχωρίζουμε δυστυχῶς τό Καλό ἀπ’ τό Κακό, τό Φῶς ἀπ’  τό σκοτάδι. Κι’ αὐτοί ἀκόμη οἱ πιστοί δέν φροντίζουμε καλῶν ἔργων προῒστασθαι. Καί ὄχι μόνον δεν ἀποφεύγουμε τίς ἀνόητες, τίς μάταιες καί ἀνωφελεῖς συζητήσεις καί φιλονεικίες, ἀλλά συνεχίζουμε νά λατρεύουμε τά δαιμόνια, καί τά εἴδωλα τά χρυσᾶ καί τά ἀργυρᾶ καί τά χαλκᾶ καί τά λίθινα καί τά ξύλινα τά ἀναίσθητα καί νεκρά. Συνεχίζουμε νά ζοῦμε στό σκοτάδι, μέσα στή φαυλότητα, στό Βόρβορο, ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ. Υψώνουμε σέ Θεότητα τόν Ἐγωϊσμό, τήν ἔπαρσι, τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία. Συνεχίζουμε ἀκάθεκτοι, μακριά ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, νά ὀρύσσουμε, νά σκάβουμε λάκκους συντετριμμένους, πού δέν μποροῦν νά κρατήσουν Νερό. Μετουσιώσαμε τόν Παράδεισο, πού μᾶς χάρισ’ ὁ Θεός, σέ χοιροστάσι καί προσπαθοῦμε νά ξεδιψάσουμε τή δίψα μας στά «λασπονέρια» τῆς ἀποστασίας καί νά ἱκανοποιήσουμε τήν πεῖνα μας μέ τά «ξυλοκέρατα», τήν τροφήν τῶν χοίρων.
























Οἱ περισσότεροι, δυστυχῶς , συνάνθρωποί μας χαίρονται νά βασανίζονται καί νά βασανίζουν καί τούς ἄλλους γύρω τους, διακατεχόμενοι ἀπό δαιμονικό σαδομαζοχισμό. Χαίρονται νά σωρεύουν συμφορές, νά αἱματοκυλίζουν τήν ἀνθρωπότητα, καί νά κάνουν θρίαμβο πάνω στά νωπᾶ καί ἀδικοχυμένα  αἵματα τῶν συνανθρώπων τους. Μακρυά ἀπό τό Θεό, ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν, πετρῶσαν’  οἰ καρδιές. «Τάφος ἀνοικτός εἶναι ὀ λάρυγγάς τους. Μέ τή γλῶσσα τους εἶναι δόλιοι. Φαρμάκι ἀπό ὀχιές εἶναι κάτω ἀπό τά χείλη τους. Τό στόμα τους εἶναι γεμᾶτο κατάραν καί πικρίαν. Τά πόδια τους τρέχουνε γρήγορα, γιά νά χύσουν αἷμα. Καταστροφή καί δυστυχία εἶναι στό δρόμο τους. Δέν γνώρισαν τό δρόμο τῆς εἰρήνης. Δέν ὑπάρχει φόβος Θεοῦ  μπροστά στά μάτια τους» (Ψαλμ. 13, 2 ἑξ . παρβλ. καί Ρωμ. γ΄ 11 ἑξ.) Αὐτή  τη διαπίστωσι κάνει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, γιά τήν κατάντια μας. Ὁ πόνος, οἱ θλίψεις, οἱ διάφορες ἀρρώστιες καί τά βάσανα καί αὐτός ὀ Θάνατος εἶναι προϊόντα τῆς ἁμαρτίας. Καί παρόλες τίς πληγές, πού σωρεύουμε στή ζωή μας μέ τίς ἁμαρτίες μας δέν μετανοοῦμε.

Κύριε, ἀπορῶ καί μένω ἄφωνος μέ τήν ἄφατη μακροθυμία Σου. Συλλογιέμαι καί δέν μπορῶ νά δικαιολογήσω τήν ἀναλγησία, τήν πώρωσι καί τήν ἀμετανοησία μας. Πῶς μᾶς ἀνέχεσαι, Θεέ μου!...






Τή θεϊκή Σου συγκατάβασι δέν τή χωράει ὁ νοῦς μας... Χριστέ μου, ἔρχεσαι, σάν ἄνθρωπος  στή γῆ, φωτίζεις τά σκοτάδια μας, Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης, ἀπαλύνεις τόν πόνο μας, σπογγίζεις τά δάκρυά μας, θεραπεύεις τίς ἀνημπόριες μας καί γίνεσαι, σέ ὅλους μας, τύπος καί ὑπογραμμός. Παράδειγμα. Γίνεσαι ἡ Ὁδός τῆς ζωῆς σέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἀχαρίστους. Μᾶς διδάσκεις τήν τέλεια Ἀγάπη, μέ τήν εὐλογημένη, εὐεργετική Παρουσία Σου. Ὁ λόγος Σου, γλυκύτερος καί ἀπό τό μέλι,  εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς μας, ἵαμα, θεραπεία. Πλένεις τά πόδια τῶν μαθητῶν Σου καί τά πόδια τοῦ Ἰούδα. Καταδέχεσαι Σύ. Κύριε, τόν ἐπώδυνο Σταυρικό Θάνατο, ἀντί γιά μᾶς. Μέ τήν Ἀνάστασί Σου καταργεῖς τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ Θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολον καί μᾶς χαρίζει τή ζωή. Καί μεῖς;  Συνεχίζουμε τήν πορεία μας πρός τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης...

Πῶς μᾶς ἀνέχεσαι, Κύριέ μου Ἰησοῦ, λαχτάρα τῆς ψυχῆς μου! Θά καταλάβουμε ἄραγε  οἱ πολλοί ποτέ  τῶν ἁμαρτιῶν μας τά πλήθη καί τῶν κριμάτων Σου, Θεέ μου, τάς ἀβύσσους;..

Ἀνεξιχνίαστον εἶναι τό ἔλεός Σου καί οἱ οἰκτιρμοί Σου Κύριε!  Ἡ Ψυχή μου γονατίζει ἐνώπιόν Σου,

καί προσπαθῶ... τολμῶ νά σοῦ πῶ τόν καημό μου, τά βάσανά μου, τόν πόνο μου, γιά ὅσους ὑποφέρουν καί δέν βρίσκω λόγια ἄξια νά Σοῦ πῶ. Μακρόθυμε Κύριε. ὡς Καρδιογνώστης γνωρίζεις «τό συμφέρον». Ἐγώ δέν ξέρω τί νά πῶ, τί νά ζητήσω καί ἀναλύομαι σέ δάκρυα. Πιστεύω. Εἴμαστε στά Χέρια Σου Πάνσοφε καί Πανάγαθε Κύριε. Ἄκουσε, πολυέλεε, τίς ἄφωνες κραυγές μου... Ὡς Παντοδύναμος μπορεῖς, ὡς Πανάγαθος θέλεις καί ὡς Πάνσοφος γνωρίζει τό Τι, τό Πῶς τό Πότε. Μή μᾶς ἀφήσῃς νά χαθοῦμε. Δικά Σου πλάσματα εἴμαστε, ἄθλια καί ἐξουθενημένα. Ἀλλά εἴμαστε δοῦλοι Σου. Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε, ἀλλά μονάχα Ἐσένα λατρεύουμε. Ἐκτός ἀπό Σένα, δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανέναν.

Μή μᾶς ἐγκαταλείψῃς στή φαυλότητά μας. Βοήθησέ μας. Δός μας νά καταλάβουμε τόν τελικό σκοπό τῆς ζωῆς μας στή γῆ. Δός μας νά καταλάβουμε ὅτι Ἕνας καί Μόνος πρέπει νἆναι ὁ τελικός μας σκοπός στή γῆς: Η ΔΟΞΑ  ΣΟΥ.





Κάψε, μέ τό πῦρ τῆς Θεότητός Σου, Κύριέ μου Ἰησοῦ, τό ἄχυρον τῶν ἔργων μας καί συνέτισέ μας. Νά καταλάβουμε καλά τό σκοπό τῆς ζωῆς. Νά νοιώσουμε βαθειά μέσα στήν καρδιά μας ὅτι Σύ καί μόνον Σύ νοιάζεσαι γιά μᾶς, καί ἀφοῦ μᾶς ἀνασύρεις ἀπό τό βάραθρο τῆς ἀχαριστίας, δῶσε μας τή χάρι Σου, ἀξίωσέ μας νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά  Σέ δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα, αἰώνια, ὥστε ἡ Ζωή μας ὁλόκληρη νἆναι Ἕνας ἀδιάκοπος ὕμνος Εὐχαριστίας Σέ Σένα τό ΛΥΤΡΩΤΗ. Διότι Σέ Σένα, τόν Βασιλιά τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Αμήν» (Α΄Τιμόθ. α΄ 17).