Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιδ΄22-34).

«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε».

Μετά τόν πολλαπλασιασμό τῶν ἄρτων καί τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων ἀνδρῶν, χωρίς γυναικῶν καί παιδίων, συνέστησε στούς Μαθητάς Του να εἰσέλθουν στό πλοῖον καί νά Τόν περιμένουν στήν ἀπέναντι ὄχθη ἕως ὅτου αὐτός ἀπολύσῃ τά πλήθη τοῦ λαοῦ. Ἀφοῦ ὁ Πολυεύσπλαγχνος θεράπευσε τούς ἀρρώστους καί ἔθρεψε ψυχικά καί σωματικά τά πλήθη, ἠθέλησε νά ἀποχαιρετίσῃ, μέ στοργή καί τρυφερότητα πατρική, τόν καθένα χωριστά. Ἤθελε καί μέ τόν τρόπον αὐτόν νά τούς βεβαιώσῃ ὅτι εἶναι δικός τους καί αὐτοί εἶναι δικοί Του, νά τούς δώσῃ σιγουριά καί ἀσφάλεια.
Ἀφοῦ διέλυσε τά πλήθη ἀνέβη εἰς τό ὄρος μόνος του νά προσευχηθῇ. Ὅταν βράδυασε ἦταν μόνος Του στό βουνό. Ἐν τῷ μεταξύ τό πλοῖον  ἦταν στό μέσον τῆς λίμνης καί βασανιζόταν ἀπό τά κύματα. Διότι ἦταν ἐναντίος ὁ ἄνεμος. Κατά τά ξημερώματα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς κοντά τους περιπατῶντας πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα, σάν νά ἦταν ξηρά. Ὅταν Τό εἶδαν οἱ Μαθητές νά περπατάῃ πάνω στή λίμνη τρόμαξαν καί ἀπό τό φόβο τους ἔκραξαν λέγοντες ὅτι αὐτό πού ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα.
Στήν κραυγή τῆς ἀγωνίας τους ἀποκρίθηκε ὁ Κύριος μέ στοργή. Τούς ἐνεθάρρυνε λέγοντας:
«Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε». Ἔχετε θάρρος. ἐγώ εἶμαι. Μή φοβεῖσθε. Τότε πῆρε τό λόγο ὁ Πέτρος καί εἶπε: «Κύριε, ἐάν εἶσαι Σύ, διάταξέ νά ἔλθω κοντά σου περπατῶντας πάνω στά νερά». Καί ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε· ἐλθέ. Καί ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τό πλοῖον ὁ Πέτρος  ἄρχισε νά περπατάῃ πάνω στά νερά.
Ὅσο ὁ Πέτρος εἶχε στραμμένο τό βλέμμα προς τόν Ἰησοῦν, βάδιζε σταθερά πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα, σάν νά βάδιζε σέ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἀπέστρεψε τό βλέμμα του ἀπό τόν Ἰησοῦν καί κοίταξε τόν ἰσχυρόν ἄνεμον καί τά κύματα, ἄρχισε νά βουλιάζῃ, νά καταποντίζεται...
«Βλέπων δέ τόν ἄνεμον ἰσχυρόν ἐφοβήθη, καί ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ΄30).
Ἔτσι πάντοτε ὀφείλουμε νά ζοῦμε καί νά ἐργαζώμαστε, ἔχοντες πάντοτε τό βλέμμα στραμμένο στό Χριστό. 'Εάν καί μιά στιγμή ἀποστρέψουμε τό βλέμμα ἀπό τό Χριστό καί τό στρέψουμε στόν ἄνεμο, στίς δυσκολίες, ἄν γιά ιά στιγμή ὀλιγοπιστήσουμε τότε διατρέχουμε τόν κίνδυνον νά καταποντισθοῦμε. «Χείμαρρον διέρχεται ἡ ψυχή ἡμῶν...» Ὀφείλουμε, λοιπόν, νά βαδίζουμε στή ζωή μας μέ πίστι στό Χριστό, ἔχοντες πάντοτε τό βλέμμα μας στραμμένο Σ' Αὐτόν. Ὀφείλουμε «ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καί τήν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι' ὑπομονῆς τρέχωμεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες ἐπί τόν ἀρχηγόν τῆς Πίστεως καί τελειωτήν Ἰησοῦν...» (Ἑβρ. ιβ΄ 1-2). Εἶναι δέ πλέον ἤ βέβαιον ὅτι τήν ὥρα τοῦ καταποντισμοῦ ὁ Κύριος ἀκούει τίς κραυγές μας καί ἔρχεται «ταχύ», σπεύδει καί μᾶς σώζει, ὅπως ἔσωσε καί τόν Πέτρο.


Ἀμέσως δέ ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τό Χέρι Του, τόν ἔπιασε καί μέ θεϊκή στοργή τοῦ εἶπε: «Ὀλιγόπιστε! Εἰς τί ἐδίστασας;». Ὅταν ὁ Χριστός μαζί μέ τόν Πέτρο μπῆκαν στό πλοῖον, ἀμέσως ἐκόπασε, ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. Τότε ὅλοι ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ προσκύνησαν τόν Ἰησοῦν καί ὁμολόγησαν τή Θεότητά Του  καί τοῦ εἶπαν: Ἀληθινά, εἶσαι Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Σ’ αὐτή τήν εἰκόνα σκιαγραφεῖται ἡ ζωή μας καί τονίζεται τό πῶς πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή μας. Ὅλοι
μας εἴμαστε περισσότερο ἀπό τόν Πέτρο ὀλιγόπιστοι. Βλέπουμε τό Χριστό καί τό θεϊκό Του ἔργο: «Τυφλοί ἀναβλέπουσι, καί χωλοί περιπατουσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» Καί εἶναι μακάριος, πανευτυχής ἐκεῖνος, πού δέν χάνει τήν ἐμπιστοσύνη του Σ’ Αὐτόν (πρβλ. Ματθ. ια΄ 5-6).
Ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός , γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος, ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας, γιά νά τόν μιμηθοῦμε καί νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Περιπατεῖ πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα καί μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον θά μπορέσουμε καί μεῖς  νά περιπατήσουμε πάνω στά νερά. Καί ὁ μόνος τρόπος εἶναι νά δεχθοῦμε μέσα στήν καρδιά μας τόν Χριστόν, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι». Νά βαδίζουμε πάνω στήν τρικυμισμένη θάλασσα τῆς ζωῆς μας κοιτάζοντάς Τον στά μάτια, διότι ἄν ἀποστρέψουμε τά μάτια μας ἀπό Αὐτόν σίγουρα θά καταποντισθοῦμε. Κοιτάζω στά μάτια τό Χριστό σημαίνει: Πιστεύω καί λατρεύω τό Χριστό καί περιπατῶ εν ἀγάπῃ, μιμοῦμε τήν ἁγία Του ζωή. Βαδίζω στή ζωή μου μέ στραμμένο τό βλέμμα μου, μέ θερμή πίστι, στό Χριστό ὡς Θεόν καί Σωτήρα μου καί Σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου. Ἔχω στραμμένο τό βλέμμα μου στό Χριστό σημαίνει ὅτι, θαυμάζω τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Παύω νά εἶμαι ὀλιγόπιστος. Πιστεύω μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μου στό Χριστό, μέχρι θανάτου. Δέν  ἀρνοῦμαι τόν Λυτρωτή, τόν Εὐεργέτη μου.





Δέν λησμονῶ τίς ἄπειρες, φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του καί λόγῳ καί ἔργῳ δοξολογῶ, τιμῶ καί δοξάζω καί ἀκαταπαύστως, αἰώνια, ὑμνῶ Τόν  Κύριόν μου. Ὑμνῶ τόν Ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν, Τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν καί τό πανάγιον Πνεῦμα! Καί διακηρύττω ὅτι μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει  ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας . Ἀμήν.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου