Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ (Λουκ. ιε΄11-32)






«Τό Εὐαγγέλιον τῶν Εὐαγγελίων»

Ἡ παραβολή τοῦ Ἀσώτου περιγράφει ἐπ’ ἀκριβῶς τήν ἀθλιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τόν χοιρώδη βίον μιᾶς μερίδος ἀνθρώπων, πού ἐγκαταλείψαντες τήν πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος, τόν ἀληθινόν Θεόν, ἔφθασαν εἰς τήν ἐσχάτην ἀθλιότητα. Μᾶς βεβαιώνει ἐπίσης ὅτι ὁ Θεός εἶναι στοργικός Πατέρας, ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία καί ὅτι δέχεται, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, ἐκείνους, πού ἐπιστρέφουν κοντά Του, εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, μετανοιωμένοι.
Λέγεται ὅτι, ἄν ὁ Χριστός δέν μᾶς ἄφηνε καμμιά ἄλλη διδασκαλία, παρά μονάχα τήν Παραβολή του Ἀσώτου, θά μπορούσαμε νά σωθοῦμε, γι’ αὐτό καί δικαίως ἡ παραβολή χαρακτηρίζεται ὡς τό «Εὐαγγέλιον τῶν Εὐαγγελίων».

«Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς. Ὁ πάντων Ἐπέκεινα. Ὁ Πανταχοῦ παρών. Ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἄπειρη Ἀγάπη καί Εὐσπλαγχνία. Ὁ στοργικός Πατέρας ὅλων μας, ὁ ὁποῖος παραβάλλει τόν Ἑαυτόν Του, μέ κάποιον ἄνθρωπον, πού εἶχε δύο υἱούς.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἑρμηνευτές συμφωνοῦν ὅτι, παραβολικά, οἱ δύο υἱοί εἶναι οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί. Ἀκριβέστερον δέ, λόγῳ τῆς διαγωγῆς καί τοῦ Χαρακτῆρος τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ, κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι οἱ δύο υἱοί εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καί οἱ Ἐθνικοί.
«Καί εἶπεν ὁ νεώτερος υἱός τῷ Πατρί». Ὁ «κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασθείς δέν καατενόησε τήν τιμήν, με τήν ὁποίαν τόν τίμησεν ὁ Θεός. Θεωρεῖ ὁ νεώτερος υἱός, τήν πατρική στοργή καί προστασία, τήν στοργική Του καθοδήγησι, τήν πατρική ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον, ὡς περιορισμόν τῆς ἐλευθερίας του, ὡς ἀστυνόμευσιν. Ἐλευθερίαν, προφανῶς, ὀ νεώτερος υἱός, ὅπως καί οἱ περισσότεροι Νέοι σήμερα, θεωρεῖ τήν ἀσυδοσίαν. Καί ἐγείρει γιγαντιαῖες, νευρωσικές ἀπαιτήσεις, ἀπό τόν στοργικό του Πατέρα.Ζητεῖ νά φύγῃ ἀπό τήν πατρικήν Ἑστία. Νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν πατρική ἐπίβλεψι καί προστασία. Θέλει «νά ζήσῃ τή ζωή του». Καί ὄχι μόνον. Χωρίς νά κοπιάσῃ, χωρίς νά ἱδρώσῃ, μέ αὐθάδεια, χωρίς ντροπή, ἀπαιτεῖ ὁ ἀνεπρόκοπος,  ὁ ἀκαμάτης, ὁ τεμπέλης, ὅ,τι δέν δικαιοῦται. Καί μέ ἀπείγραπτη θρασύτητα ζητεῖ:
«Πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Θέλω νἆμαι πλούσιος. Δέν θέλω ἄλλο νά μείνω κοντά σου. Δός μου πλοῦτον, δός μου χαρίσματα, δός μου τάλαντα. Θέλω νά γλεντήσω τή ζωή μου. Δέν θέλω νά σέ ἔχω πάνω ἀπό τό κεφάλι μου. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τίς συμβουλές σου. Ἐγώ ξέρω καλλίτερα. Ὁ Πατέρας, μέ ὑπομονή καί μέ στοργή, ἀκουει καί ἐφοδιάζει τόν νεώτερον υἱόν, μέ θεϊκό πλοῦτο, μέ τάλαντα, καί μέ τήν συμβουλή να διαχειριστῇ καλῶς τά θεῖα δῶρα. Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη.
«Καί διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος ἔδωκε σέ ὅλους μας ἀνεκτίμητα ἀγαθά, τό λογικόν, τή δύναμι νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίση τό ἀγαθόν καί τό πονηρόν. Τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερίαν νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί τήν ἔμφυτον ὁρμήν νά ἐπιθυμῇ τό ἀγαθόν καί νά ἀποφεύγῃ τό κακόν.

«Καί μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγῶν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱός ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν καί ἐκεῖ διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως».

Μπορεῖ ἡ μάνα, πού μᾶς γέννησε, νά μᾶς ξεχάσῃ, ἐγώ ὅμως, λέγει ὁ Πανοικτίρμων, ὡς στοργικός Πατέρας, δέν θά σᾶς ξεχάσω ποτέ. Θέλει τή σωτηρία μας. Μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Ζητεῖ νά Τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, μέ τή θέλησί μας. Μᾶς ἔδωκε τόσα χαρίσματα. Ὀφείλουμε νά Τόν εὐχαριστοῦμε. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό μᾶς εἴμαστε ἀχάριστοι καί ἀγνώμονες, κατώτεροι καί ἀπό αὐτά τά ἄλογα ζῶα.
Ἔτσι καί ὁ ἄσωτος υἱός, μακράν τοῦ Θεοῦ περιέπεσεν εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας-πάθη καί ζῶν ἀσώτως, κατεσπατάλησε  τό Θεϊκό πλοῦτο, δέν διεχειρίσθη καλῶς τά δοθέντα τάλαντα, ἀπεδείχθη κακός Διαχειριστής, κακός Οἰκονόμος. Διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Μέ μια πρότασι ὁ Κύριος περιγράφει τήν ἀθλιότητα στήν ὁποίαν περιέρχεται ὁ ἄνθρωπος μακράν τοῦ Θεοῦ. Ἐδαπάνησε στίς αἰσχρές ἡδονές τοῦ βίου, στήν ἱκανοποίησι τῶν χαμηλῶν του παθῶν, τόν πατρικό πλοῦτο. Πόσοι, ἀλήθεια, ἄνθρωποι καί σήμερα, ἐγκαταλείπουν τή ζεστασιά τοῦ Σπιτικοῦ, ἄνδρες καί γυναῖκες, ἐγκαταλείπουν τά παιδιά τους, τή ἤ τόν νόμιμο σύζυγό τους, καί βυθίζονται στό Βόρβορο, μόνιμοι τρόφιμοι τῶν καταγωγείων, καί ζῶντες σέ ψεύτικους παραδείσους, σπαταλοῦν τήν περιουσίαν τους, τά χαρίσματά τους, τήν τέχνη καί τήν ἐπιστήμη τους, παρασύρονται στά Ναρκωτικά, στόν ἀλκοολισμό, στήν πορνεία καί φθάνουν στήν ἔσχατη ἀθλιότητα, στόν ἔσχατο ἐξευτελισμό καί περιφέρονται ἄστεγοι, γυμνοί, σκελετωμένοι, ρακένδυτοι, ἀξιολύπητοι (;) κατάκοιτοι σέ σκοτεινά, ἀνήλια ὑπόγεια ἤ τρῶγλες  ἤ στά παγκάκια τοῦ δρόμου καί ἄλλοι πεθαίνουν μέ τή σύριγγα στό χέρι. Ἄλλοι καταντοῦν πορνοβοσκοί, συνεργαζόμενοι μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου καί ζοῦν τήν περιφρόνησι ὅλων, φθάνοντας στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Πόσοι ἄραγε ἀπό αὐτούς συναισθάνονται τήν ἀθλιότητά τους καί ἔγκαιρα μετανοοῦν;...
Ἀλλοίμονο στόν ἄνθρωπο, πού ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό. Ὁ χωρισμός ἀπό τό Θεό εἶναι πραγματικός θάνατος.
Ὁ Ἄσωτος, ἀφοῦ ἐδαπάνησε ὅλον τόν πλοῦτο του «ζῶν ἀσώτως», μέσα στήν πεῖνα καί «τόν λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου», πού ἐπέπεσε στήν μακράν ἀπό τόν Θεόν ἐκείνην Χώραν, «καί αὐτός (ὁ ἄσωτος) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη στέρησι ἀπό τό νά μή ἀκούῃ κανείς τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἄσωτος ἔχασε κάθε εἶδος ντροπῆς, ἔχασε κάθε φιλότιμο καί συνεργάσθηκε, μέ τή διαφθορά, ἔγινε δοῦλος σέ ἕνα ἀπό τούς πολῖτες τῆς Χώρας ἐκείνης, μπῆκε στόν ὑπόκοσμο, βυθίστηκε στό Βόρβορο.




  Εἶναι ἀκόμη ἐκτός ἑαυτοῦ καί γίνεται χοιροβοσκός. Τό ἀρχοντόπουλο, μακρυά ἀπό τήν πατρική Ἑστία, κατάντησε νά βόσκῃ χοίρους. Ἀπό τόν Παράδεισο,  στό Χοιροστάσι. ἔφθασε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα. Πεθαίνει τῆς πεῖνας καί «ἐπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καί οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ». Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπό αὐτή; Ἐγκατέλειψε τήν πατρική Ἑστία καί «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί προσπαθεῖ νά ξεδιψάσῃ τή δίψα του στά «λασπονέρια» τῆς ἀπιστίας καί νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του, μέ τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας.
Μέσα στή μιζέρια καί τήν ἀθλιότητά του «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». «Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε· Πόσοι μισθωτοί τοῦ Πατρός μου χορταίνουν τό ψωμί κι’ ἐγώ κινδυνεύω νά πεθάνω ἀπό τήν πεῖνα;... Συναισθάνεται  τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἀναγνωρίζει τό φταίξιμό του, πού τόν περιέφερε σ’ αὐτή τήν κατάντια. Μετανοεῖ καί ἀποφασίζει εἰλικρινά μετανοιωμένος νά ἐπιστρέψῃ καί νά ζητήσῃ τό ἔλεος τοῦ Πατέρα του. Καί παίρνει τή σωτήρια ἀπόφασι: Θά σηκωθῶ, λοιπόν, καί θά ἐπιστρέψω στόν Πατέρα μου καί θά Τοῦ ἐξομολογηθῶ τά λάθη μου καί θά Τοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρήσῃ. Θά τοῦ πῶ: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι Γιός Σου. Δέξου με σέ παρακαλῶ σάν ἕνα ἁπλό δοῦλο Σου». Καί δέν πῆρε ἁπλῶς τήν ἀπόφασι τῆς ἐπιστροφῆς, ἀλλά ἀμέσως ἔβαλε σέ ἐνέργεια τήν ἀπόφασί του. Σηκώθηκε καί ἦλθε πρός τόν Πατέρα του.





«Καί ἔτι αὐτοῦ μακράν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτόν ὁ Πατήρ αὐτοῦ καί εὐσπλαγχνίσθη καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν».
Ἐδῶ ἀποκαλύπτεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Πατρός, ὁ Ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἀπό τήν ὥρα, πού ἔφυγε ὁ ἄσωτος ἀπό τήν πατρική Ἑστία, ὁ Στοργικός Πατέρας, στάθηκε ἐκεῖ, στόν Ἐξώστη, καί περίμενε μέ ἀγωνία τήν ἐπιστροφή του. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ὁ κουρελής καί σκελετωμένος ἄσωτος, εἰλικρινά μετανοιωμένος, βρισκόταν μακράν ἀκόμη, σέ μεγάλη ἀπόστασι ἀπό τό σπίτι, ὁ στοργικός Πατέρας τόν εἶδε, τόν ἀναγνώρισε καί τόν εὐσπλαγχνίσθη καί, μέ λαχτάρα ἔτρεξε νά τόν προϋπαντήσῃ καί νά τόν ἀγκαλιάσῃ, μέ πατρική στοργή καί τρυφερότητα. «Δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν».
Ὑποδέχεται ὁ Θεός-Πατήρ τόν ἐπιστρέφοντα, τόν εἰλικρινά μετανοιωμένον ἁμαρτωλόν, καί πρίν ἀκόμη φθάσῃ σπεύδει καί τόν ἀγκαλιάζει μέ στοργή καί γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» Καί τότε ὁ ἄσωτος ἐξομολογεῖται τό φταίξιμό του. Ἀποδέχεται τήν ὑπαιτιότητά του. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, καί μέ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας, ζητεῖ ἔλεος ἀπό τόν Πατέρα: «Πατέρα μου ἀγαθέ, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιον Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά καλοῦμαι υἱός σου, δέξου με σάν ἕνα ταπεινό δοῦλο Σου... Τότε ὁ Πατέρας τόν διέκοψε καί διέταξε τούς δούλους Του:
«Βγάλτε ἔξω τήν στολήν τήν πρώτη, τήν καλλίτερη φορεσιά καί ἐνδύσατε αὐτόν. Καί δότε δακτύλιον  νά φορῇ στό χέρι του καί ὑποδήματα νά  φορέσῃ στά πόδια του. Ἀποκαθιστῶ τό Γιό μου τελείως στήν πρώτη  θέσι, πού εἶχε πρίν φύγει ἀπό κοντά. Τοῦ προσφέρω ὅλα τά δικαιώματα, πού ἔχει σάν γιός μου.

Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δέν περιγράφεται ἡ ἄπειρη συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ καί ἡ φιλανθρωπία Του!  Μᾶς δέχεται ὁ Πολυέλεος, ἀρκεῖ νά μετανοοῦμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα. Καί θυσιάζει, γιά χάρι μας τόν μόσχον τόν σιτευτόν. Ἐπιτρέπει νά θυσιασθῇ ὁ Μονογενής Του Υἱός, ἀντί ἡμῶν. Αὐτός γιά μᾶς. Πράγματι ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα». Τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνει ἡ θυσία τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, ἄν ὄχι τή Θυσία τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν εἰλικρινά μετανοιωμένων ἁμαρτωλῶν;


Αὐτή τή Θυσία ἐννοεῖ ὁ Πατέρας μέ τήν προσταγή :
«Καί ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε καί
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη. Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι».

Ποιός  εἶναι τόσον μωρός καί ἀνόητος, ὥστε νά μή  συγκινεῖται  ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τήν Εὐσπλαγχνία  τοῦ Θεοῦ, πού δέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ καί τήν πατρική ἀγκαλιά Του;
Ποιός ἀπό μᾶς δέν ἔχει ξεφύγει ἀπό τήν πατρική Ἑστία ;
Ποιός, κατά κάποιον τρόπο, δέν ἔχει προσβάλλει τή μεγαλειότητα του Θεοῦ καί τήν ἄπειρη ἀγάπη Του;
Ὅλοι μας  ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί, πρίν νά εἶναι ἀργά, καλόν εἶναι νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας εἰς ἑαυτόν. Νά προσέξουμε στόν ἑαυτό μας, νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ἐπιστρέψουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι στήν Πατρική ἑστία, ἐκεῖ ὅπου πάντοτε μᾶς περιμένει μια ζεστή ἀγκαλιά, γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσι στήν ταλαίπωρη ψυχή μας. Ὁ Κύριος περιμένει νά ἀκούσουμε τό ζωοποιό λόγο Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά κατοικήσῃ ἐκεῖ καί νά γίνῃ ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει ὁ ἐπί τῆς Οὐσίας ἄρτος, ὁ ἄρτος πού καταβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό καί δίδει ζωή στόν Κόσμο. Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ἐπιστρέψουμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατρός, διά τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν. Ἀμήν.

 


«Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπό σου· μή ἐγκαταλίπῃς με
μηδέ  ἀχρεῖον δείξῃς τῆς Βασιλείας σου· ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με καί ἦρέ μου τόν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα ἀσώτως διεσκόρπισα·  ἀναστάς οὖν, ἐπιστρέψας πρός σέ, ἐκβοῶ·  Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου, ὁ δι’ ἐμέ ἐν σταυρῷ τάς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ δεινοῦ θηρός ἀφαρπάσῃς με καί τήν πρώτην καταστολήν ἐπενδύσῃς με ὡς μόνος Πολυέλεος».



Πατέρα μου, Πανάγαθε, ἀπομακρύνθηκα ἀπό Σένα, εξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης μου. Σέ ἱκετεύω μή μέ ἐγκαταλίπης, πολυεύσπλαγχνε. Σκέπασε μέ τή Χάρι σου τά λάθη μου.

Δέξαι με μετανοοῦντα, ὁ Θεός καί ἐλέησόν με.

Μή φανερώσης πόσο ἀχρεῖος  καί ἀνάξιος εἶμαι τῆς Βασιλείας Σου. Ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρός μέ ἀπογύμνωσε καί πῆρε ὅλον μου τόν πλοῦτον, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς μου θελήσεως. Μέ τή θέλησί μου ἀσώτως διεσκόρπισα τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα. Ἀρκετά μέ τυράννησε ὁ διάβολος. Λοιπόν, μετανοῶν εἰλικρινά, θά σηκωθῶ καί θά ἐπιστρέψω κοντά Σου, Πατέρα μου. Σέ παρακαλῶ δέξου με, Ἰησοῦ μου, σάν ἕνα ταπεινό καί ἀνάξιο δοῦλο Σου, Σύ, πού γιά Χάρι μου, ἅπλωσες τά ἄχραντα Χέρια Σου στό Σταυρό, γιά νά μέ ἁρπάξῃς ἀπό τά χέρια τοῦ φοβεροῦ θηρίου, νά μέ λυτρώσῃς ἀπό τό Θάνατο,  νά μέ ἐνδύσῃς μέ τήν πρώτην στολήν καί νά μέ δεχθῇς στή Βασιλεία Σου, ὡς μόνος Πολυέλεος».

 
























Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ (Λουκ.ιη΄9-14).



Πρόσωπα καί προσωπεῖα.





«Ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν προσεύξασθαι,

ὁ εἷς Φαρισαῖος καί ὁ ἕτερος Τελώνης»(Λουκ. ιη΄10).



Κύριος λέγει τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου σέ μερικούς, πού ἔχουν πεποίθησι εἰς τούς ἑαυτούς τους, σέ μερικούς πού ἔχουν ὑψηλή ἰδέα, γιά τόν ἑαυτό τους, νομίζουν, δηλαδή, ὅτι εἶναι δίκαιοι καί γι’ αὐτό περιφρονοῦν τούς ἄλλους.

Δύο ἄνθρωποι, λέγει, ἀνέβησαν εἰς τό ἱερόν, γιά νά προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦτο Φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος Τελώνης.

Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε ὄρθιος, ὥστε νά φαίνεται καλά καί ἔκανε τήν ἑξῆς προσευχή σχετικά μέ τόν ἑαυτό του:

«Θεέ, σ’ εὐχαριστῶ, πού ἐγώ δέν εἶμαι σάν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί καί μάλιστα ἐγώ δέν εἶμαι σάν αὐτόν ἐδῶ τόν Τελώνη. Ἐγώ νηστεύω δυό φορές τήν Ἑβδομάδα, ἐγώ δίνω στό Ναό τό δέκατο ἀπό ὅλα ὅσα ἀποκτῶ».

Δέν ἔχει συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του μπροστά στό Θεό. Ἀφανίζει τό ἀληθινό πρόσωπο, Παρουσιάζεται ἀκόμη καί μπροστά στό Θεό μέ πλαστό, ψεύτικο ἑαυτό. Δέν ἀναγνωρίζει σφάλματα στόν ἑαυτό του, Ἔχει τήν ἰδέα ὅτι αὐτός εἶναι ξεχωριστός, ἅγιος, καί ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι παρακατιανοί καί ἄξιοι περιφρονήσεως. Κρύβει τό ἀληθινό του Πρόσωπο, ἀκόμη καί μπροστά στό  Θεό. Φωράει τό προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου, καί, χωρίς ντροπή, κουρελιάζει τήν προσωπικότητα τῶν συνανθρώπων του, τούς ὁποίους θεωρεῖ ἁμαρτωλούς, κλέφτες, ἅρπαγες, ληστές καί τούς ἐξουθενεῖ. Μεταβιβάζει στούς ἄλλους κάθε του αἰσχρότητα καί μιλάει ἀπαξιωτικά γι’ αὐτούς καί μπροστά στό Θεό. Ὁ Φαρισαϊσμός του, ἡ ὑποκρισία του, ὁ Ἐγωϊσμός του, ἡ ὑπεροψία του, ξεπερνάει καθε ὅριο. Δέν θέλει νά πιστέψῃ ὅτι «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»(Παροιμ. γ΄ 34. Ἰακ. δ΄ 6. Α΄Πέτρ. ε΄ 5). Καί δυστυχῶς  τόν τύπον αὐτόν τόν ἀκολουθοῦν, δυστυχῶς, πάρα πολλοί ἄνθρωποι. Αὐτούς τούς ἀνθρώπους, μέ τήν ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἐαυτό τους, πού δέν ἔχουν συναίσθησι τῆς οὐτιδανότητός τους καί συμπεριφέρονται περιφρονητικά πρός τούς ἄλλους, τούς συχαίνεται ὁ Θεός, τούς ἐλέγχει καί τούς χαρακτηρίζει ὡς «γεννήματα ἐχιδνῶν». Δέν δικαιώνονται στά μάτια τοῦ Θεοῦ, δέν δέχεται, δέν εἰσακούει τίς προσευχές τους. Οἱ προσευχές τους δέν ἔχουν καμμιά ἀπολύτως σχέσι μέ τήν πραγματική προσευχή. Δέν εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεόν, ἀλλά εἶναι ὕβρις πρός τήν Ἀγάπην Του. Στήν παραβολή ὁ Κύριος τονίζει ὅτι δέν δικαιώθηκε ὁ Φαρισαῖος  διότι «πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται»



Ὁ Τελώνης ὅμως, στεκόταν μακρυά ἀπό τό θυσιαστήριο, παράμερα, καί δέν τολμοῦσε οὔτε τά μάτια του νά σηκώσῃ στόν οὐρανό. Κτυποῦσε τό στῆθος του, μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, καί ἔλεγε:

«Θεέ μου, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Δέν φοροῦσε προσωπεῖον. Παρουσιάσθηκε μπροστά στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους μέ τό ἀληθινό του πρόσωπο.

Ἀποδέχεται τήν προσωπική του ἐνοχή. Δέν μεταβιβάζει σέ ἄλλους τό δικό του φταίξιμο. Ἐξομολογεῖται τίς ἁμαρτίες του. Δηλώνει εἰλικρινή μετάνοια. Βλέπει μέ συμπάθεια καί μέ μεγάλη ἐπιείκεια τούς συνανθρώπους του. Δέν ἀφανίζει, ἀλλ’ ἐμφανίζει τό ἀληθινό του πρόσωπο. Κτυπᾶ τό στῆθος του καί ζητεῖ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μέ βαθειά πίστι στή ἀγαθότητα καί τήν Εὐσπλαγχνίαν Του , καί μέ συντριβή καρδίας  λέγει: «Κύριε, εἶμαι ἁμαρτωλός, Θεέ μου, συγχώρησέ με».

Μιλάει στό Θεό καί εἶναι ἡ προσευχή του πραγματική. Εἶναι ἄγγιγμα ψυχῆς στό Θεό, ὁ Ὁποῖος καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην οὐκ ἐξουδενοῖ.

Εἷναι ὑπόδειγμα εἰλικρινοῦς μετανοίας, πού γίνεται δεκτή καί αἰτία μεγάλης χαρᾶς στόν οὐρανό. Γι΄ αὐτό καί στήν παραβολή τονίζει ὁ Κύριος ὅτι πραγματικά εἰσακούεται ἀπό τόν Θεόν-Πατέρα ἡ προσευχή του καί δικαιώνεται ὁ Τελώνης, διότι ἐκεῖνος, πού ταπεινώνει τόν ἑαυτόν του, ὑψώνεται καί τιμᾶται ἀπό τόν Θεόν.

 Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, μᾶς συμβουλεύει νά ἀποφύγουμε τήν ὑψηγορία τοῦ Φαρισαίου καί νά μιμηθοῦμε στή ζωή μας τήν ταπείνωσι τοῦ Τελώνου. Νά καλλιεργήσουμε μέσα στήν καρδιά μας τά ἀμάραντα ἄνθη  τῆς Ταπεινώσεως καί τῆς Ἀγάπης. Διότι τό μέν ἄνθος τῆς Ταπεινώσεως μᾶς ὑψώνει μέχρι τό Θρόνο τοῦ Θεοῦ, καί τό ἄνθος τῆς γνησίας Ἀγάπης μᾶς κρατάει στό ὕψος αὐτό.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος μᾶς συνιστᾶ νά ταπεινωθοῦμε κάτω ἀπό τό κραταιό Χέρι τοῦ Θεοῦ, γιά νά μᾶς ὑψώσῃ στόν κατάλληλο καιρό (Α΄ Πέτρ. ε΄ 6). Καί ὁ ἅγιος Ἰάκωβος λέγει: «Ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί ὑψώσει ὑμᾶς» (Ἰάκ. δ΄10).


Ὁ Κύριος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν καί ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέν Σταυροῦ, τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους ἐμᾶς, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ΄ 13).

Εἶναι καιρός νά πετάξουμε τά προσωπεῖα καί νά ἐμφανίσουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο, τό ἐξαχρειωμένο ἀπό τίς ἁμαρτίες, καί νά προσπαθήσουμε, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ,  νά καθαρίσουμε τό πρόσωπόν μας καί νά φθάσουμε τό ὑπερκόσμιον πρόσωπον, τόν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, καί νά ποῦμε μαζί μέ τόν Παῦλον: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός».




Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιε΄21-28)






Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας



«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυῒδ,
ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».

Χριστός βγαίνει ἔξω ἀπό τό κλειστό, τό στενόκαρδο ἰουδαϊκό περιβάλλον. Ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ στά Ἔθνη. «’Ανεχώρησε εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος».
Ἔρχεται καί ἀναζητεῖ τήν ἐπιστροφήν τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός εἶναι «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Καί  ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἔρχεται σέ συνάντησι μέ τό Λυτρωτή καί ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα:
«Ἐλέησόν με, Κύριε, Υἱέ Δαυῒδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Πιστεύει ὅτι ὁ Ἐρχόμενος εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ Σωτήρ καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὀ υἱός Δαυῒδ, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Παντοκράτωρ.
Πιστεύει ὅτι, ὡς πανάγαθος, θέλει καί, ὡς παντοδύναμος, μπορεῖ νά τή βοηθήσῃ. Ἔρχεται, λοιπόν μέ βεβαία πίστι καί Τοῦ ἀναφέρει τό πρόβλημά της. Μέ σπαραγμό ψυχῆς, Τοῦ ἀναφέρει τόν πόνο της. «Κύριέ μου, Παντοκράτορα, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἐλέησόν με. Ὑποφέρει τό παιδί μου. Εἶν’ ἀμέτρητος ὁ πόνος μου. Ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω; Προστρέχω Σέ Σένα, Κύριε, καί ζητῶ τό ἔλεός Σου. Πιστεύω πώς μόνον Σύ μπορεῖς νά μέ βοηθήσῃς. Εἷναι ἀλήθεια ὅτι ὁ πόνος τῆς Μάνας, γιά τό παιδί της, πού ὑποφέρει, δέν μετριέται.



Ὁ Χριστός, πού διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί πάντοτε ἱώμενος πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ, δέν τῆς ἀποκρίνεται. Τί θέλει νά τῆς πῇ μέ τή σιωπή Του; Ραγίζουν ἀκόμη καί οἱ πέτρες ἀπό τίς κραυγές τοῦ σπαραγμοῦ τῆς Μάνας. Σίγουρα ὁ Πανάγαθος ζητεῖ καί τῆς προσφέρει, κάτι πολύ καλλίτερο ἀπό αὐτό, πού ἐκείνη ζητεῖ. Τῆς προσφέρει «τό λαβεῖν εἰς τό μή λαβεῖν».

Οἱ Μαθηταί συγκινοῦνται ἀπό τόν πόνο καί τίς ἱκεσίες της, δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν τήν ἁγία Του σιωπή καί μεσολαβοῦν, μεσιτεύουν καί Τόν παρακαλοῦν νά τή βοηθήσῃ, λέγοντες: «Ἀπόλυσον αὐτήν ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν».
Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη στήν παράκλησί τους καί τούς εἶπε:  «Οὐκ ἀπεστάλην (ἀπό τόν  Πατέρα) εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἡ ἀποστολή μου εἶναι νά βρῶ τά χαμένα πρόβατα, πού ἐφυγαν ἀπό τόν πατρικό Οἶκο καί νά τά βοηθήσω νά ἐπιστρέψουν πίσω καί νά σωθούν.
Ἡ Χαναναία πιστεύει στήν ἀγάπη Του, συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά της. Δέν δυσανασχετεῖ, δέν ἀπελπίζεται.  Θερμά τόν παρακαλεῖ. Ἐπιμένει στήν προσευχή της. Συνεχίζει νά ζητεῖ τή βοήθειά Του· «Κύριε, βοήθει μοι».
Ὁ Κύριος, θέλοντας νά ἀναδείξῃ σέ ὅλον τόν κόσμο τή μεγάλη της πίστι, συνεχίζει τή δοκιμασία της καί λέγει:
«Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Σάν νά τῆς ἔλεγε: «Παιδί μου, Θέλω κάτι καλλίτερο γιά σένα, πού ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική σου θέλησι. Ἄφησε τά Εἴδωλα. Γύρισε πίσω στήν Πατρική Ἑστία, γιά νά γευθῇς ἐκεῖ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», νά χορτάσῃς μέ τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον, τόν ἄρτον τῶν τέκνων, τόν ἄρτον τόν ἐπουράνιον, πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν καί δίνει ζωή στόν κόσμον».
Σ’ αὐτή τή θεϊκή τρυφερότητα, ἀποκρίνεται δειλά καί ταπεινά ἡ Χαναναία, καί μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της, καί λέγει στόν Κύριο· «Ναί Κύριε, εἶμαι ἕνα ἄπιστο σκυλί, πού ἐγκατέλειψα τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας καί βρέθηκα, μέ τήν κακή μου θέλησι στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς. Δέν εἶμαι ἄξια τῆς ἀγάπης Σου. Ζητῶ τό ἔλεός Σου. Ὄχι γιατί τό ἀξίζω, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου. Ζητῶ τό ἔλεός Σου. Καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς Τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν».
Ὁ Κύριος θαυμάζει τή μεγάλη της Πίστι καί τήν ἀναδεικνύει πρός μίμησιν καί τῆς λέγει· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!  Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης».
Ὁ Κύριος καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους κοντά Του. Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Μᾶς καλεῖ νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία, μέ τή Θέλησί μας, καί μέ ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα, νά κληρονομήσουμε τήν ἡτοιμασμένην ἡμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Μᾶς καλεῖ νά μή μείνωμεν, ὡς κύνες, ἐξω τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἧλθε καί σταυρώθηκε γιά χάρι μας καί ἄνοιξε σέ ὅλους τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ.
Ἀκούει τίς Προσευχές μας καί ἀποκρίνεται παντοτε πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως. Μᾶς δίνει τή Χάρι νά ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του. Μᾶς δίνει τή δύναμι νά μετακινοῦμε βουνά. Νά περιπατοῦμε ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.
Εἷναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τή Χάρι καί τήν τιμήν, πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ζωή μας νά εἶναι ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, ἀδιάλειπτη Εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, διά τίς ἄπειρες φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του σέ μᾶς.
«Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς και λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ...Τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»(Ἁποκ. α΄ 5. Α΄ Τιμόθ. α΄ 17).






ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΣΤ΄ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. κε΄14-30).




Οἱ ἀγαθοί καί πιστοί καί οἱ πονηροί δοῦλοι.



«Ὥσπερ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τούς ἰδίους

Δούλους καί παρέδωκε αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ,

Καί ᾧ μέν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δέ δύο, ᾧ δέ ἕν,

ἑκάστῳ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν, καί ἀπεδήμησεν

εὐθέως...» (Ματθ. κε΄ 14-30).


Παραβολικός εἶναι ο λόγος. Στήν παραβολή τῶν ταλάντων τονίζει ὁ Κύριος ὅτι ὁ Θεός ἐπροίκισε τόν κάθε ἄνθρωπον, μέ διάφορα χαρίσματα, διά νά τά χρησιμοποιήσῃ καλῶς, εἰς τό ἀγαθόν καί πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον.

Πράγματι ὁ πανάγαθος Θεός τίμησε τόν ἄνθρωπον. Τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὀμοίωσιν αὐτοῦ». Τόν ἔπλασε μικρόν θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τοῦ χάρισε νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί ἐλευθερίαν, ὥστε ἀφοῦ διακρίνει νά μπορῇ νά ἐκλέγει καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς του, νά ἔχῃ τή χαρά τῆς ἐκλογῆς  του.

Μᾶς χάρισε τή ζωή, τήν πνοήν καί τά πάντα. Στόν ἕνα ἔδωκε πέντε τάλαντα, στόν ἄλλον ἔδωκε δύο καί στόν ἄλλον ἔδωκε ἕνα. Μοίρασε δηλαδή τά χαρίσματα, ἀνάλογα μέ τήν ἱκανότητα, πού εἶχε ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τήν καλή προαίρεσι καί τό ζῆλο, πού εἶχε ὁ καθένας.
Σέ ὅλους ἔδωκε ἀγαθά δόματα ὁ Θεός, γιά νά τά καλιεργήσῃ, νά τά πολλαπλασιάσῃ καί νά τά χρησιμοποιήσῃ πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον.



Εἴμαστε  οἰκονόμοι τῶν χαρισμάτων, τῶν ταλάντων, τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί ὀφείλομεν νά εἴμαστε καλοί διαχειριστές, καλοί Οἰκονόμοι πρός δόξαν τοῦ  Θεοῦ καί πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον.

Δυστυχῶς στήν καθημερινή μας ζωή διαπιστώνουμε ὅτι πολλοί ἄνθρωποι δέν ἐκτιμοῦμε τή μεγάλη τιμή, πού μᾶς ἔκαμε ὁ Θεός καί δέν χρησιμοποιοῦμε καλῶς τά θεῖα χαρίσματα. Ὁ προφήτης  Δαυῒδ λέγει ὅτι στή σκέψι καί στή συμπεριφορά μας εἴμαστε κατώτεροι καί ἀπό τά ἄλογα ζῶα. Ὁ Ἡσαῒας ἀναφέρει τό παράπονον τοῦ οὐρανίου Πατρός, πού λέγει: «Υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν».

Εἴμαστε κακοί διαχειριστές, κακοί Οἰκονόμοι. Κρύβουμε τό τάλαντον, ὡς δοῦλοι πονηροί καί ὀκνηροί, ἐγωϊστές, ἑαυτούληδες. Δέν πολλαπλασιάζουμε τά χαρίσματα πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον καί πρός δόξαν Θεοῦ. Δέν θέλουμε νά καταλάβουμε ὅτι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί πρέπει νά τά προσφέρουμε θυσία στό Βωμό τῆς Ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον.»

Δέν ἔχουμε τίποτε δικό μας. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Γυμνός ἐξέρχεται ὀ ἄνθρωπος στή γῆ καί γυμνός ἐπιστρέφει ἐκεῖ. Ὁ Θεός μᾶς προικίζει μέ τά θεῖα χαρίσματα, μέ σκοπό νά τά πολλαπλασιάσουμε ἐπ’ ἀγαθῷ.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δέ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών» (Α΄Κορινθ. δ΄ 7).
«Καί τοῦτο οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τό δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται» (Ἐφεσ. β΄ 8-9).
Δημιουργηθήκαμε νά μένουμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστόν καί νά κάνουμε «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης. Νά χρησιμοποιοῦμε τά θεῖα χαρίσματα ἐπ ἀγαθῷ πάντοτε.
«Χάριτι  ἐσμέν σεσωσμένοι», λέγει ὀ Παῦλος.
Ἔχουμε, λοιπόν, Χρέος νά πολλαπλασιάσουμε τά θεῖα χαρίσματα πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Μᾶς βεβαιώνει ὁ Κύριος καί δοτήρ τῶν ἀγαθῶν, ὅτι θά ἔλθῃ ὁ Κύριος καί θά λογαριασθῇ μαζί μας. Καί τότε θά πῇ  σ’ αὐτόν πού πολλαπλασίασε τά πέντε τάλαντα σέ δέκα καί σ’ αὐτόν πού πῆρε δύο τάλαντα καί  τά ἔκαμε τέσσερα· «Εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ! ἐπί ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου» (Ματθ. κε΄ 21, 23). Καί ὁ πονηρός καί ὀκνηρός δοῦλος, ὁ καταχραστής, ὁ κακός  οἰκονόμος θά πάρη τή θέσι, πού διάλεξε , ὡς κακός διαχειριστής.




«Ἄρατε απ’ αὐτοῦ τό τάλαντον καί δότε τῷ ἔχοντι τά δέκα τάλαντα. Διότι ἐκεῖνος πού ἔδειξε ζῆλο καί ἐπιμέλεια σ’ αὐτά πού τοῦ δόθηκαν, θά τοῦ δοθοῦν καί ἄλλα πολύ περισσότερα (Ματθ. κε΄ 28-30).
ΧΡΕΟΣ μας εἶναι ὁ πολλασιασμός τῶν θείων χαρισμάτων πρός δόξαν Θεοῦ καί πρός ὠφέλειαν τοῦ πλησίον. Ὁ Γιατρός ἔλαβε τό Χάρισμα νά θεραπεύει καί ὄχι νά ἐκμεταλεύεται τόν ἄρρωστο καί ὁ καθένας στή θέσι πού βρίσκεται καλεῖται νά πολλάπλασιάζει τά χαρίσματα, πού ἔλαβε ἀπό τό Θεό καί νἆναι χρησιμος γιά τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους γύρω του. Ἐκεῖνος, πού χρησιμοποιεῖ τά χάρισματά του πρός τό συμφέρον ὅλων καί πρός δόξαν Θεοῦ εἶναι δοῦλος τοῦ Θεοῦ πιστός καί ἀγαθός καί ἔχει ἀπό τώρα τή Χάρι καί τήν Εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κακός διαχειριστής εἶναι, μέ τή θέλησί του, δυστυχής καί μέ τή συμπεριφορά του μεταβάλλη τόν παράδεισο σέ χοιροστάσι.
Εἶναι καιρός νά πάρουμε τό μήνυμα τῆς παραβολῆς τῶν ταλάντων καί νά πολλαπλασιάσουμε τά χαρίσματα, πού μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος δοξάζοντας, μέ εὐεργεσίες, τόν Δοτήρα τῶν ἀγαθῶν, διότι σ’Αὐτόν καί μόνον σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ  δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.


«Τοῦ κρύψαντος τό τάλαντον τήν κατάκρισιν ἀκούσασα, ψυχή, μή κρύπτε λόγον Θεοῦ· κατάγγελλε τά θαυμάσια αὐτοῦ, ἵνα πλεονάζουσα τό χάρισμα,  εἰσέλθῃς εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».





Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2019

ΕΤΟΙΜΟΙ ΕΙΣ ΠΡΟΫΠΑΝΤΗΣΙΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΗΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ;





Συγκαταβαίνει ὁ Σωτήρ
«καί πρσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις»



«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατά τό
ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό
σωτήριόν σου, ὅ ἡτοίμασας κατά πρόσωπον
πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καί
δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λουκ. β΄29-32).



Τίς 2 Φεβρουαρίου  ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γιορτάζει τήν Ὑπαπαντήν τοῦ Κυρίου. Γιορτάζει δηλ. τήν προϋπάντησιν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό δίκαιο Συμεών.

Ὁ Ἅγιος αὐτός γέροντας, «δίκαιος καί εὐλαβής», πρόσμενε μέ λαχτάρα τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί προετοίμαζε τήν ψυχή του νά τόν ὑποδεχθῇ. Τό Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὅτι δέν θά πεθάνῃ πρίν νά δῇ, τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου.

Πεῖνα καί δίψα του, λαχτάρα τῆς ψυχῆς του ἦταν νά δῇ τόν Ἐρχόμενον, τόν Σωτῆρα τοῦ κόσμου. Καί Θεός, πού βλέπει στίς καρδιές, τοῦ ἐκπλήρωσε τόν πόθο. Ὁ ἀφιερωμένος στό Θεό, ὁ ἅγιος Συμεών, σαράντα μέρες μετά τή Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, ἀξιώθηκε νά Τόν προϋπαντήσῃ, νά Τόν ὑποδεχθῇ στό Ναό καί νά Τόν κρατήσῃ στήν ἀγκαλιά του.
Ποιός μπορεῖ νά ἐκφράσῃ τή θεϊκή αὐτή συγκατάβασι;
Αὐτός, πού ἔχει Θρόνο τόν Οὐρανό καί ὑποπόδιον τήν γῆν, ἀφήνει τό Θεϊκό Του Θρόνο,  «καί πρεσβυτικαῖς ἐνθρονίζεται ἀγκάλαις». Αὐτός, πού κρατάει στά Χέρια Του τά Σύμπαντα, καταδέχεται νά Τόν κρατήσουμε ἐμεῖς, οἱ εὐετελεῖς, στήν ἀγκαλιά μας.



Ξένον καί παράδοξον εἶναι τό μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, ἀνερμήνευτον, ἀνεκλάλητον, «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν». Ξεπερνάει τήν ἀνθρώπινη νοητική ἱκανότητα.
Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσί Του,γιά τή σωτηρία μας. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί. Ἔρχεται κάτω, ἐδῶ στή γῆ. γιά νά ἀνεβοῦμε, μέ τή Χάρι Του, ἐμεῖς ἄνω, στόν οὐρανό. «Ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄6-8). Αὐτός εἶναι ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Αὐτόν, τόν Σωτῆρα, προαναγγέλλουν οἱ Προφῆτες καί Αὐτόν περιμένουν οἱ πιστοί. Τώρα ἐκπληρώνονται οἱ Προφητεῖες. Γίνονται Ἱστορία. Ὁ Χριστός ἀφήνει τό Θεϊκό Του Θρόνο καί ἐνθρονίζεται σέ κάθε καρδιά πού Τόν δέχεται ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου.




Τώρα πιά δέν εἴμαστε μόνοι.
Ὁ Χριστός βρίσκεται ἀνάμεσά μας.
Κρούει τήν Θύρα, ἕτοιμος νά θρονιάσῃ στήν καρδιά μας, ὅπως θρόνιασε καί
στήν καρδιά τοῦ δικαίου  Συμεών.

Μποροῦμε ὅλοι νά γευτοῦμε τά ζωηφόρα καί ζωοπάροχα νάματα τῆς ζωντανῆς Του παρουσίας καί τῆς Εὐλογίας Του στή ζωή μας.  Ἀρκεῖ νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τή Θύρα, νά γίνη ἡ ψυχή μας Οὐρανός.

Ὁ Γέρων Συμεών προετοίμαζε τήν ψυχή του, ἐλάμπρυνε τό νοῦ του, ἐκαθάριζε τήν καρδιά του, καί πρόσμενε, μέ λαχτάρα τό Σωτῆρα.  Ὡς δίκαιος καί εὐλαβής, δέχεται στήν ἀγκαλιά του τό Χριστό καί ἔκθαμβος ἀναφωνεῖ:

«Τώρα Θεέ μου, ἄς πεθάνω.
Εἶδα μέ τά μάτια μου τό Λυτρωτή μου,
Τόν Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Τό Φῶς,
Αὐτόν, πού θά ἀποκαλύψῃ στόν κόσμο
τήν ἀλήθεια, γιά τό Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο.
Εἶδα μέ τά μάτια μου τό Φῶς, πού θά φέρῃ σέ
Θεογνωσία τά Ἔθνη, θά φωτίσῃ τά σκοτάδια
καί θά φανερώσῃ τόν ἀληθινό τρόπο ζωῆς, τόν
ἀληθινόν δρόμο τῆς σωτηρίας, πού μᾶς φέρει
ἀπό τή γῆ στόν Οὐρανό».

«Εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου» Καί πραγματικά, αὐτός καί μόνον αὐτός ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. «Αὐτός γάρ σώσει καί σώζει τόν λαόν αὐτοῦ ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄ 21).


Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας.

Αὐτός εἶναι  ἡ Ὁδός καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἠ ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Αὐτός εἶναι ἡ μόνη μας καταφυγή. Τό Φρούριόν μας. Τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Μόνον Αὐτός δέν μᾶς ἀπογοητεύει ποτέ. Μόνον Αὐτός ὑπόσχεται καί πραγματοποιεῖ τίς ὑποσχέσεις Του.
Ποιός  θεραπεύει καί στηρίζει; Ποιός ζωοποιεῖ καί ἀνασταίνει; Ποιός ὑψώνει καί λαμπρύνει; Ποιός σώζει καί δοξάζει; Ποιός ἀναπαύει τήν πονεμένη μας ψυχή;

Ποιός ἄλλος, ἐκτός ἀπό Ἐκεῖνον, πού καταδέχτηκε νά ντυθῇ τή δικά μας φτώχια, γιά νά μᾶς πλουτίσῃ καί νά μᾶς ὑψώσῃ καί νά μᾶς στήσῃ εἰς τά δεξιά τοῦ Πατρός;
Μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου. «Οὔτε ἄγγελος, οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ’ αὐτός ὁ Κύριος ἔσωσε καί σώζει κάθε ἄνθρωπο, πού διψᾷ τή σωτηρία του. Ὁ Συμεών ἀξιώθηκε καί Τόν δέχθηκε στήν ἀγκαλιά του. Ἐμεῖς προετοιμάζουμε τήν ψυχήν μας πρός ὑποδοχήν τοῦ Σωτῆρος;
Ἄς ἐξετάσει ὀ καθένας τόν ἑαυτόν του. Πιστεύω, πώς ἕνας ἐνσυνείδητος αὐτοέλεγχος θά μᾶς φέρῃ σέ αὐτογνωσία, θά μᾶς ὁδηγήσῃ στήν ἀνακάλυψι τοῦ πραγματικοῦ μας ἑαυτοῦ, τοῦ γνήσιου ἑαυτοῦ μας. Ἡ αὐτογνωσία, θά μᾶς φέρῃ  σέ εἰλικρινῆ, ἔμπρακτη μετάνοια καί στήν ἀπόφασι νά πετάξουμε τό «προσωπεῖον», νά δοῦμε τό «ἀληθινό μας πρόσωπον», ὥστε νά τροποποιήσουμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά. Ἡ αὐτογνωσία θά μᾶς βοηθήσῃ νά προετοιμάσουμε τήν ψυχή μας νά ὑποδεχθῇ τόν   Ἐρχόμενον Σωτῆρα, τόν Χριστόν, πού «χθές καί σήμερον ὁ Αὐτός», ἔρχεται σέ συνάντησι τῆς κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς καί ἐνθρωνίζεται στήν καρδιά ὅλων, ἐκείνων πού Τόν προσμένουν μέ λαχτάρα, ὅπως ὁ Συμεών.
Εἷναι καιρός νά πετάξουμε τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία, νά  πετάξουμε τά προσωπεῖα,  νά  ἀγκαλιάσουμε τό Χριστό, νά Τόν ἐγκολπωθοῦμε καί νά κάνουμε στή ζωή μας «πρᾶξι» τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του. Νά βασιλεύσῃ στήν καρδιά μας ἡ Ἀγάπη Του, τῆς ὁποίας «ἴσον οὐδέν».
Εἶναι καιρός νά πολλαπλασιάσουμε τά  τάλαντα, τά θεῖα χαρίσματα καί νά καταστήσουμε τήν ψυχή μας κατοικητήριον καί Θρόνον Θεοῦ, καί περιπατοῦμεν ἐν ἀγάπῃ, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί. Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16).
Με τή γνήσια ἀγάπη ἐναγκαλίζεται ὀ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὁ Χριστός ἐνθρονίζεται ἐν αὐτῷ.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἔρχου ταχύ.
Φώτισε τά σκοτάδια μας. Λάμπρυνε
τήν ψυχή μας. Σύ εἶσαι ὁ Λυτρωτής,
πού μέ τόση λαχτάρα περιμένουμε.
Ἐκτός ἀπό Σένα δέν ἔχουμε καί δέν
θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον Κανέναν.
Δῶσε μας τή χάρι Σου
καθαρά νά Σέ  βλέπουμε,
μυστικά νά Σέ ἀγκαλιάζουμε
εἰλικρινά νά Σέ λατρεύουμε,
αἰώνια νά Σέ δοξάζουμε καί
νά Σέ ὑμνοῦμε μέ ὅλο τό εἶναι
μας, μέ ὅλη τή ζωή  μας.