Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. ιε΄21-28)






Μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῆς πίστεως τῆς Χαναναίας



«Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱέ Δαυῒδ,
ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται».

Χριστός βγαίνει ἔξω ἀπό τό κλειστό, τό στενόκαρδο ἰουδαϊκό περιβάλλον. Ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ στά Ἔθνη. «’Ανεχώρησε εἰς τά μέρη Τύρου καί Σιδῶνος».
Ἔρχεται καί ἀναζητεῖ τήν ἐπιστροφήν τῶν Ἐθνῶν. Αὐτός εἶναι «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν», ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Καί  ἰδού γυνή Χαναναία ἀπό τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἔρχεται σέ συνάντησι μέ τό Λυτρωτή καί ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα:
«Ἐλέησόν με, Κύριε, Υἱέ Δαυῒδ, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Πιστεύει ὅτι ὁ Ἐρχόμενος εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ Σωτήρ καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ὀ υἱός Δαυῒδ, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Παντοκράτωρ.
Πιστεύει ὅτι, ὡς πανάγαθος, θέλει καί, ὡς παντοδύναμος, μπορεῖ νά τή βοηθήσῃ. Ἔρχεται, λοιπόν μέ βεβαία πίστι καί Τοῦ ἀναφέρει τό πρόβλημά της. Μέ σπαραγμό ψυχῆς, Τοῦ ἀναφέρει τόν πόνο της. «Κύριέ μου, Παντοκράτορα, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. Ἐλέησόν με. Ὑποφέρει τό παιδί μου. Εἶν’ ἀμέτρητος ὁ πόνος μου. Ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω; Προστρέχω Σέ Σένα, Κύριε, καί ζητῶ τό ἔλεός Σου. Πιστεύω πώς μόνον Σύ μπορεῖς νά μέ βοηθήσῃς. Εἷναι ἀλήθεια ὅτι ὁ πόνος τῆς Μάνας, γιά τό παιδί της, πού ὑποφέρει, δέν μετριέται.



Ὁ Χριστός, πού διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί πάντοτε ἱώμενος πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ, δέν τῆς ἀποκρίνεται. Τί θέλει νά τῆς πῇ μέ τή σιωπή Του; Ραγίζουν ἀκόμη καί οἱ πέτρες ἀπό τίς κραυγές τοῦ σπαραγμοῦ τῆς Μάνας. Σίγουρα ὁ Πανάγαθος ζητεῖ καί τῆς προσφέρει, κάτι πολύ καλλίτερο ἀπό αὐτό, πού ἐκείνη ζητεῖ. Τῆς προσφέρει «τό λαβεῖν εἰς τό μή λαβεῖν».

Οἱ Μαθηταί συγκινοῦνται ἀπό τόν πόνο καί τίς ἱκεσίες της, δέν μποροῦν νά ἐξηγήσουν τήν ἁγία Του σιωπή καί μεσολαβοῦν, μεσιτεύουν καί Τόν παρακαλοῦν νά τή βοηθήσῃ, λέγοντες: «Ἀπόλυσον αὐτήν ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν».
Ὁ Κύριος ἀπεκρίθη στήν παράκλησί τους καί τούς εἶπε:  «Οὐκ ἀπεστάλην (ἀπό τόν  Πατέρα) εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἡ ἀποστολή μου εἶναι νά βρῶ τά χαμένα πρόβατα, πού ἐφυγαν ἀπό τόν πατρικό Οἶκο καί νά τά βοηθήσω νά ἐπιστρέψουν πίσω καί νά σωθούν.
Ἡ Χαναναία πιστεύει στήν ἀγάπη Του, συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά της. Δέν δυσανασχετεῖ, δέν ἀπελπίζεται.  Θερμά τόν παρακαλεῖ. Ἐπιμένει στήν προσευχή της. Συνεχίζει νά ζητεῖ τή βοήθειά Του· «Κύριε, βοήθει μοι».
Ὁ Κύριος, θέλοντας νά ἀναδείξῃ σέ ὅλον τόν κόσμο τή μεγάλη της πίστι, συνεχίζει τή δοκιμασία της καί λέγει:
«Οὐκ ἔστι καλόν λαβεῖν τόν ἄρτον τῶν τέκνων καί βαλεῖν τοῖς κυναρίοις». Σάν νά τῆς ἔλεγε: «Παιδί μου, Θέλω κάτι καλλίτερο γιά σένα, πού ἐξαρτᾶται ἀπό τή δική σου θέλησι. Ἄφησε τά Εἴδωλα. Γύρισε πίσω στήν Πατρική Ἑστία, γιά νά γευθῇς ἐκεῖ «τόν μόσχον τόν σιτευτόν», νά χορτάσῃς μέ τόν ἐπί τῆς οὐσίας ἄρτον, τόν ἄρτον τῶν τέκνων, τόν ἄρτον τόν ἐπουράνιον, πού κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανόν καί δίνει ζωή στόν κόσμον».
Σ’ αὐτή τή θεϊκή τρυφερότητα, ἀποκρίνεται δειλά καί ταπεινά ἡ Χαναναία, καί μέ βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της, καί λέγει στόν Κύριο· «Ναί Κύριε, εἶμαι ἕνα ἄπιστο σκυλί, πού ἐγκατέλειψα τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας καί βρέθηκα, μέ τήν κακή μου θέλησι στήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς. Δέν εἶμαι ἄξια τῆς ἀγάπης Σου. Ζητῶ τό ἔλεός Σου. Ὄχι γιατί τό ἀξίζω, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου. Ζητῶ τό ἔλεός Σου. Καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς Τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν».
Ὁ Κύριος θαυμάζει τή μεγάλη της Πίστι καί τήν ἀναδεικνύει πρός μίμησιν καί τῆς λέγει· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις!  Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Καί ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπό τῆς ὥρας ἐκείνης».
Ὁ Κύριος καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους κοντά Του. Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Μᾶς καλεῖ νά μετανοήσουμε καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Πατρική Ἑστία, μέ τή Θέλησί μας, καί μέ ὑπακοή στό Θεῖον Θέλημα, νά κληρονομήσουμε τήν ἡτοιμασμένην ἡμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.
Μᾶς καλεῖ νά μή μείνωμεν, ὡς κύνες, ἐξω τοῦ Νυμφῶνος Χριστοῦ. Ἧλθε καί σταυρώθηκε γιά χάρι μας καί ἄνοιξε σέ ὅλους τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ.
Ἀκούει τίς Προσευχές μας καί ἀποκρίνεται παντοτε πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως. Μᾶς δίνει τή Χάρι νά ἐπικοινωνοῦμε καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του. Μᾶς δίνει τή δύναμι νά μετακινοῦμε βουνά. Νά περιπατοῦμε ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.
Εἷναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε τή Χάρι καί τήν τιμήν, πού μᾶς χαρίζει ὁ Κύριος, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ζωή μας νά εἶναι ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή, ἀδιάλειπτη Εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ, διά τίς ἄπειρες φανερές καί ἀφανεῖς εὐεργεσίες Του σέ μᾶς.
«Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς και λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ...Τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»(Ἁποκ. α΄ 5. Α΄ Τιμόθ. α΄ 17).






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου