«Τό Εὐαγγέλιον τῶν
Εὐαγγελίων»
Ἡ
παραβολή τοῦ Ἀσώτου περιγράφει ἐπ’ ἀκριβῶς τήν ἀθλιότητα τῆς ἀνθρωπίνης
φύσεως, τόν χοιρώδη βίον μιᾶς μερίδος ἀνθρώπων, πού ἐγκαταλείψαντες τήν
πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος, τόν ἀληθινόν Θεόν, ἔφθασαν εἰς τήν ἐσχάτην ἀθλιότητα. Μᾶς
βεβαιώνει ἐπίσης ὅτι ὁ Θεός εἶναι
στοργικός Πατέρας, ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία καί ὅτι δέχεται, μέ
τρυφερότητα καί ἀγάπη, ἐκείνους, πού ἐπιστρέφουν κοντά Του, εἰλικρινά καί
ἔμπρακτα, μετανοιωμένοι.
Λέγεται
ὅτι, ἄν ὁ Χριστός δέν μᾶς ἄφηνε καμμιά ἄλλη διδασκαλία, παρά μονάχα τήν
Παραβολή του Ἀσώτου, θά μπορούσαμε νά σωθοῦμε, γι’ αὐτό καί δικαίως ἡ παραβολή χαρακτηρίζεται
ὡς τό «Εὐαγγέλιον τῶν Εὐαγγελίων».
«Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς». Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ἡ
Πηγή τῆς Ζωῆς. Ὁ πάντων Ἐπέκεινα. Ὁ Πανταχοῦ παρών. Ὁ Πάνσοφος καί Παντοδύναμος
Δημιουργός τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἄπειρη Ἀγάπη καί Εὐσπλαγχνία. Ὁ στοργικός
Πατέρας ὅλων μας, ὁ ὁποῖος παραβάλλει τόν Ἑαυτόν Του, μέ κάποιον ἄνθρωπον, πού εἶχε δύο υἱούς.
Οἱ
Ἅγιοι Πατέρες καί ὅλοι οἱ Ἑρμηνευτές συμφωνοῦν ὅτι, παραβολικά, οἱ δύο υἱοί εἶναι οἱ δίκαιοι καί οἱ ἁμαρτωλοί. Ἀκριβέστερον δέ, λόγῳ τῆς
διαγωγῆς καί τοῦ Χαρακτῆρος τοῦ πρεσβυτέρου υἱοῦ, κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι οἱ
δύο υἱοί εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι καί
οἱ Ἐθνικοί.
«Καί εἶπεν ὁ νεώτερος υἱός τῷ Πατρί». Ὁ
«κατ’εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ πλασθείς δέν καατενόησε τήν τιμήν, με τήν ὁποίαν
τόν τίμησεν ὁ Θεός. Θεωρεῖ ὁ
νεώτερος υἱός, τήν πατρική στοργή καί προστασία, τήν στοργική Του
καθοδήγησι, τήν πατρική ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον, ὡς περιορισμόν τῆς ἐλευθερίας
του, ὡς ἀστυνόμευσιν. Ἐλευθερίαν, προφανῶς, ὀ νεώτερος υἱός, ὅπως καί οἱ
περισσότεροι Νέοι σήμερα, θεωρεῖ τήν
ἀσυδοσίαν. Καί ἐγείρει γιγαντιαῖες, νευρωσικές
ἀπαιτήσεις, ἀπό τόν στοργικό του Πατέρα.Ζητεῖ νά
φύγῃ ἀπό τήν πατρικήν Ἑστία. Νά ἀπομακρυνθῇ ἀπό τήν πατρική ἐπίβλεψι καί
προστασία. Θέλει «νά ζήσῃ τή ζωή του». Καί ὄχι μόνον.
Χωρίς νά κοπιάσῃ, χωρίς νά ἱδρώσῃ, μέ αὐθάδεια, χωρίς ντροπή, ἀπαιτεῖ ὁ ἀνεπρόκοπος, ὁ ἀκαμάτης, ὁ τεμπέλης, ὅ,τι δέν δικαιοῦται.
Καί μέ ἀπείγραπτη θρασύτητα ζητεῖ:
«Πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Θέλω νἆμαι πλούσιος. Δέν θέλω ἄλλο νά μείνω κοντά σου. Δός μου πλοῦτον, δός μου χαρίσματα, δός μου τάλαντα. Θέλω νά γλεντήσω τή ζωή μου. Δέν θέλω νά σέ ἔχω πάνω ἀπό τό κεφάλι μου. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τίς συμβουλές σου. Ἐγώ ξέρω καλλίτερα. Ὁ Πατέρας, μέ ὑπομονή καί μέ στοργή, ἀκουει καί ἐφοδιάζει τόν νεώτερον υἱόν, μέ θεϊκό πλοῦτο, μέ τάλαντα, καί μέ τήν συμβουλή να διαχειριστῇ καλῶς τά θεῖα δῶρα. Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη.
«Καί διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος ἔδωκε σέ ὅλους μας ἀνεκτίμητα ἀγαθά, τό λογικόν, τή δύναμι νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίση τό ἀγαθόν καί τό πονηρόν. Τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερίαν νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί τήν ἔμφυτον ὁρμήν νά ἐπιθυμῇ τό ἀγαθόν καί νά ἀποφεύγῃ τό κακόν.
Ὑποδέχεται ὁ Θεός-Πατήρ τόν ἐπιστρέφοντα, τόν εἰλικρινά μετανοιωμένον ἁμαρτωλόν, καί πρίν ἀκόμη φθάσῃ σπεύδει καί τόν ἀγκαλιάζει μέ στοργή καί γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» Καί τότε ὁ ἄσωτος ἐξομολογεῖται τό φταίξιμό του. Ἀποδέχεται τήν ὑπαιτιότητά του. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, καί μέ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας, ζητεῖ ἔλεος ἀπό τόν Πατέρα: «Πατέρα μου ἀγαθέ, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιον Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά καλοῦμαι υἱός σου, δέξου με σάν ἕνα ταπεινό δοῦλο Σου... Τότε ὁ Πατέρας τόν διέκοψε καί διέταξε τούς δούλους Του:
«Πάτερ, δός μοι τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Θέλω νἆμαι πλούσιος. Δέν θέλω ἄλλο νά μείνω κοντά σου. Δός μου πλοῦτον, δός μου χαρίσματα, δός μου τάλαντα. Θέλω νά γλεντήσω τή ζωή μου. Δέν θέλω νά σέ ἔχω πάνω ἀπό τό κεφάλι μου. Δέν ἔχω ἀνάγκη ἀπό τίς συμβουλές σου. Ἐγώ ξέρω καλλίτερα. Ὁ Πατέρας, μέ ὑπομονή καί μέ στοργή, ἀκουει καί ἐφοδιάζει τόν νεώτερον υἱόν, μέ θεϊκό πλοῦτο, μέ τάλαντα, καί μέ τήν συμβουλή να διαχειριστῇ καλῶς τά θεῖα δῶρα. Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη.
«Καί διεῖλεν αὐτοῖς τόν βίον». Ὁ Πάνσοφος καί Πανάγαθος ἔδωκε σέ ὅλους μας ἀνεκτίμητα ἀγαθά, τό λογικόν, τή δύναμι νά μπορῇ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίση τό ἀγαθόν καί τό πονηρόν. Τοῦ χάρισε τήν ἐλευθερίαν νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί τήν ἔμφυτον ὁρμήν νά ἐπιθυμῇ τό ἀγαθόν καί νά ἀποφεύγῃ τό κακόν.
«Καί μετ’ οὐ πολλάς ἡμέρας συναγαγῶν ἅπαντα ὁ
νεώτερος υἱός ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν καί ἐκεῖ διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ
ζῶν ἀσώτως».
Μπορεῖ
ἡ μάνα, πού μᾶς γέννησε, νά μᾶς ξεχάσῃ, ἐγώ
ὅμως, λέγει ὁ Πανοικτίρμων, ὡς
στοργικός Πατέρας, δέν θά σᾶς ξεχάσω
ποτέ. Θέλει τή σωτηρία μας. Μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του. Δέν μᾶς ἐξαναγκάζει.
Ζητεῖ νά Τοῦ δώσουμε τήν καρδιά μας, μέ τή θέλησί μας. Μᾶς ἔδωκε τόσα χαρίσματα.
Ὀφείλουμε νά Τόν εὐχαριστοῦμε. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό μᾶς εἴμαστε ἀχάριστοι
καί ἀγνώμονες, κατώτεροι καί ἀπό αὐτά τά ἄλογα ζῶα.
Ἔτσι
καί ὁ ἄσωτος υἱός, μακράν τοῦ Θεοῦ περιέπεσεν εἰς τούς λῃστάς-δαίμονας-πάθη καί ζῶν ἀσώτως, κατεσπατάλησε τό Θεϊκό πλοῦτο, δέν διεχειρίσθη καλῶς τά
δοθέντα τάλαντα, ἀπεδείχθη κακός Διαχειριστής, κακός Οἰκονόμος. Διεσκόρπισε τήν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. Μέ
μια πρότασι ὁ Κύριος περιγράφει τήν
ἀθλιότητα στήν ὁποίαν περιέρχεται ὁ ἄνθρωπος μακράν τοῦ Θεοῦ. Ἐδαπάνησε
στίς αἰσχρές ἡδονές τοῦ βίου, στήν ἱκανοποίησι τῶν χαμηλῶν του παθῶν, τόν
πατρικό πλοῦτο. Πόσοι, ἀλήθεια, ἄνθρωποι
καί σήμερα, ἐγκαταλείπουν τή ζεστασιά τοῦ Σπιτικοῦ, ἄνδρες καί γυναῖκες,
ἐγκαταλείπουν τά παιδιά τους, τή ἤ
τόν νόμιμο σύζυγό τους, καί βυθίζονται
στό Βόρβορο, μόνιμοι τρόφιμοι τῶν καταγωγείων, καί ζῶντες σέ ψεύτικους
παραδείσους, σπαταλοῦν τήν
περιουσίαν τους, τά χαρίσματά τους, τήν τέχνη καί τήν ἐπιστήμη τους, παρασύρονται στά Ναρκωτικά, στόν
ἀλκοολισμό, στήν πορνεία καί
φθάνουν στήν ἔσχατη ἀθλιότητα, στόν ἔσχατο ἐξευτελισμό καί περιφέρονται ἄστεγοι,
γυμνοί, σκελετωμένοι, ρακένδυτοι, ἀξιολύπητοι
(;) κατάκοιτοι σέ σκοτεινά, ἀνήλια ὑπόγεια ἤ
τρῶγλες ἤ στά παγκάκια τοῦ δρόμου καί ἄλλοι
πεθαίνουν μέ τή σύριγγα στό χέρι. Ἄλλοι καταντοῦν πορνοβοσκοί,
συνεργαζόμενοι μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ ὑποκόσμου καί ζοῦν τήν περιφρόνησι ὅλων,
φθάνοντας στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Πόσοι ἄραγε
ἀπό αὐτούς συναισθάνονται τήν ἀθλιότητά
τους καί ἔγκαιρα μετανοοῦν;...
Ἀλλοίμονο
στόν ἄνθρωπο, πού ἀπομακρύνεται ἀπό τό Θεό. Ὁ χωρισμός ἀπό τό Θεό εἶναι
πραγματικός θάνατος.
Ὁ Ἄσωτος, ἀφοῦ ἐδαπάνησε ὅλον τόν πλοῦτο του «ζῶν ἀσώτως», μέσα στήν πεῖνα καί «τόν λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου», πού ἐπέπεσε στήν μακράν ἀπό τόν Θεόν ἐκείνην Χώραν, «καί αὐτός (ὁ ἄσωτος) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη στέρησι ἀπό τό νά μή ἀκούῃ κανείς τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἄσωτος ἔχασε κάθε εἶδος ντροπῆς, ἔχασε κάθε φιλότιμο καί συνεργάσθηκε, μέ τή διαφθορά, ἔγινε δοῦλος σέ ἕνα ἀπό τούς πολῖτες τῆς Χώρας ἐκείνης, μπῆκε στόν ὑπόκοσμο, βυθίστηκε στό Βόρβορο.
Εἶναι ἀκόμη ἐκτός ἑαυτοῦ καί γίνεται χοιροβοσκός. Τό ἀρχοντόπουλο, μακρυά ἀπό τήν πατρική Ἑστία, κατάντησε νά βόσκῃ χοίρους. Ἀπό τόν Παράδεισο, στό Χοιροστάσι. ἔφθασε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα. Πεθαίνει τῆς πεῖνας καί «ἐπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καί οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ». Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπό αὐτή; Ἐγκατέλειψε τήν πατρική Ἑστία καί «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί προσπαθεῖ νά ξεδιψάσῃ τή δίψα του στά «λασπονέρια» τῆς ἀπιστίας καί νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του, μέ τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας.
Μέσα στή μιζέρια καί τήν ἀθλιότητά του «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». «Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε· Πόσοι μισθωτοί τοῦ Πατρός μου χορταίνουν τό ψωμί κι’ ἐγώ κινδυνεύω νά πεθάνω ἀπό τήν πεῖνα;... Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἀναγνωρίζει τό φταίξιμό του, πού τόν περιέφερε σ’ αὐτή τήν κατάντια. Μετανοεῖ καί ἀποφασίζει εἰλικρινά μετανοιωμένος νά ἐπιστρέψῃ καί νά ζητήσῃ τό ἔλεος τοῦ Πατέρα του. Καί παίρνει τή σωτήρια ἀπόφασι: Θά σηκωθῶ, λοιπόν, καί θά ἐπιστρέψω στόν Πατέρα μου καί θά Τοῦ ἐξομολογηθῶ τά λάθη μου καί θά Τοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρήσῃ. Θά τοῦ πῶ: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι Γιός Σου. Δέξου με σέ παρακαλῶ σάν ἕνα ἁπλό δοῦλο Σου». Καί δέν πῆρε ἁπλῶς τήν ἀπόφασι τῆς ἐπιστροφῆς, ἀλλά ἀμέσως ἔβαλε σέ ἐνέργεια τήν ἀπόφασί του. Σηκώθηκε καί ἦλθε πρός τόν Πατέρα του.
Ὁ Ἄσωτος, ἀφοῦ ἐδαπάνησε ὅλον τόν πλοῦτο του «ζῶν ἀσώτως», μέσα στήν πεῖνα καί «τόν λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου», πού ἐπέπεσε στήν μακράν ἀπό τόν Θεόν ἐκείνην Χώραν, «καί αὐτός (ὁ ἄσωτος) ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Καί εἶναι ἀλήθεια ὅτι δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη στέρησι ἀπό τό νά μή ἀκούῃ κανείς τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ ἄσωτος ἔχασε κάθε εἶδος ντροπῆς, ἔχασε κάθε φιλότιμο καί συνεργάσθηκε, μέ τή διαφθορά, ἔγινε δοῦλος σέ ἕνα ἀπό τούς πολῖτες τῆς Χώρας ἐκείνης, μπῆκε στόν ὑπόκοσμο, βυθίστηκε στό Βόρβορο.
Εἶναι ἀκόμη ἐκτός ἑαυτοῦ καί γίνεται χοιροβοσκός. Τό ἀρχοντόπουλο, μακρυά ἀπό τήν πατρική Ἑστία, κατάντησε νά βόσκῃ χοίρους. Ἀπό τόν Παράδεισο, στό Χοιροστάσι. ἔφθασε στήν ἔσχατη ἀθλιότητα. Πεθαίνει τῆς πεῖνας καί «ἐπεθύμει γεμίσαι τήν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπό τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καί οὐδείς ἐδίδου αὐτῷ». Ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀθλιότητα ἀπό αὐτή; Ἐγκατέλειψε τήν πατρική Ἑστία καί «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί προσπαθεῖ νά ξεδιψάσῃ τή δίψα του στά «λασπονέρια» τῆς ἀπιστίας καί νά χορτάσῃ τήν πεῖνα του, μέ τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας.
Μέσα στή μιζέρια καί τήν ἀθλιότητά του «ἔρχεται εἰς ἑαυτόν». «Εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών εἶπε· Πόσοι μισθωτοί τοῦ Πατρός μου χορταίνουν τό ψωμί κι’ ἐγώ κινδυνεύω νά πεθάνω ἀπό τήν πεῖνα;... Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του. Ἀναγνωρίζει τό φταίξιμό του, πού τόν περιέφερε σ’ αὐτή τήν κατάντια. Μετανοεῖ καί ἀποφασίζει εἰλικρινά μετανοιωμένος νά ἐπιστρέψῃ καί νά ζητήσῃ τό ἔλεος τοῦ Πατέρα του. Καί παίρνει τή σωτήρια ἀπόφασι: Θά σηκωθῶ, λοιπόν, καί θά ἐπιστρέψω στόν Πατέρα μου καί θά Τοῦ ἐξομολογηθῶ τά λάθη μου καί θά Τοῦ ζητήσω νά μέ συγχωρήσῃ. Θά τοῦ πῶ: «Πατέρα μου, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι Γιός Σου. Δέξου με σέ παρακαλῶ σάν ἕνα ἁπλό δοῦλο Σου». Καί δέν πῆρε ἁπλῶς τήν ἀπόφασι τῆς ἐπιστροφῆς, ἀλλά ἀμέσως ἔβαλε σέ ἐνέργεια τήν ἀπόφασί του. Σηκώθηκε καί ἦλθε πρός τόν Πατέρα του.
«Καί ἔτι αὐτοῦ μακράν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτόν
ὁ Πατήρ αὐτοῦ καί εὐσπλαγχνίσθη καί δραμών ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ
καί κατεφίλησεν αὐτόν».
Ἐδῶ
ἀποκαλύπτεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία τοῦ Πατρός, ὁ Ὁποῖος φαίνεται ὅτι ἀπό
τήν ὥρα, πού ἔφυγε ὁ ἄσωτος ἀπό τήν πατρική Ἑστία, ὁ Στοργικός Πατέρας, στάθηκε
ἐκεῖ, στόν Ἐξώστη, καί περίμενε μέ ἀγωνία τήν ἐπιστροφή του. Ἔτσι ἐξηγεῖται
τό γεγονός ὅτι, ἐνῶ ὁ κουρελής καί σκελετωμένος ἄσωτος, εἰλικρινά
μετανοιωμένος, βρισκόταν μακράν ἀκόμη, σέ μεγάλη ἀπόστασι ἀπό τό σπίτι, ὁ
στοργικός Πατέρας τόν εἶδε, τόν ἀναγνώρισε καί τόν εὐσπλαγχνίσθη καί, μέ λαχτάρα ἔτρεξε
νά τόν προϋπαντήσῃ καί νά τόν ἀγκαλιάσῃ, μέ πατρική στοργή καί τρυφερότητα. «Δραμών
ἐπέπεσεν ἐπί τόν τράχηλον αὐτοῦ καί κατεφίλησεν αὐτόν».Ὑποδέχεται ὁ Θεός-Πατήρ τόν ἐπιστρέφοντα, τόν εἰλικρινά μετανοιωμένον ἁμαρτωλόν, καί πρίν ἀκόμη φθάσῃ σπεύδει καί τόν ἀγκαλιάζει μέ στοργή καί γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» Καί τότε ὁ ἄσωτος ἐξομολογεῖται τό φταίξιμό του. Ἀποδέχεται τήν ὑπαιτιότητά του. Συναισθάνεται τήν ἁμαρτωλότητά του, καί μέ δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας, ζητεῖ ἔλεος ἀπό τόν Πατέρα: «Πατέρα μου ἀγαθέ, ἁμάρτησα στόν Οὐρανόν καί ἐνώπιον Σου καί δέν εἶμαι ἄξιος νά καλοῦμαι υἱός σου, δέξου με σάν ἕνα ταπεινό δοῦλο Σου... Τότε ὁ Πατέρας τόν διέκοψε καί διέταξε τούς δούλους Του:
«Βγάλτε ἔξω τήν στολήν τήν πρώτη, τήν καλλίτερη φορεσιά καί ἐνδύσατε αὐτόν.
Καί δότε δακτύλιον νά φορῇ στό χέρι του
καί ὑποδήματα νά φορέσῃ στά πόδια του. Ἀποκαθιστῶ
τό Γιό μου τελείως στήν πρώτη θέσι, πού
εἶχε πρίν φύγει ἀπό κοντά. Τοῦ προσφέρω ὅλα τά δικαιώματα, πού ἔχει σάν γιός
μου.
Αὐτή τή Θυσία ἐννοεῖ ὁ Πατέρας μέ τήν προσταγή :
«Καί ἐνέγκαντες τόν μόσχον τόν σιτευτόν θύσατε
καί
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη. Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι».
Ποιός, κατά κάποιον τρόπο, δέν ἔχει προσβάλλει τή μεγαλειότητα του Θεοῦ καί τήν ἄπειρη ἀγάπη Του;
Ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί, πρίν νά εἶναι ἀργά, καλόν εἶναι νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας εἰς ἑαυτόν. Νά προσέξουμε στόν ἑαυτό μας, νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ἐπιστρέψουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι στήν Πατρική ἑστία, ἐκεῖ ὅπου πάντοτε μᾶς περιμένει μια ζεστή ἀγκαλιά, γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσι στήν ταλαίπωρη ψυχή μας. Ὁ Κύριος περιμένει νά ἀκούσουμε τό ζωοποιό λόγο Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά κατοικήσῃ ἐκεῖ καί νά γίνῃ ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει ὁ ἐπί τῆς Οὐσίας ἄρτος, ὁ ἄρτος πού καταβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό καί δίδει ζωή στόν Κόσμο. Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ἐπιστρέψουμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατρός, διά τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν. Ἀμήν.
Αὐτή
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Δέν περιγράφεται ἡ ἄπειρη συγκατάβασι τοῦ Θεοῦ καί ἡ
φιλανθρωπία Του! Μᾶς δέχεται ὁ
Πολυέλεος, ἀρκεῖ νά μετανοοῦμε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα. Καί θυσιάζει, γιά χάρι μας τόν
μόσχον τόν σιτευτόν. Ἐπιτρέπει νά θυσιασθῇ ὁ Μονογενής Του Υἱός, ἀντί ἡμῶν. Αὐτός
γιά μᾶς. Πράγματι ὁ Κύριός μας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα». Τί ἄλλο μπορεῖ νά σημαίνει ἡ θυσία τοῦ μόσχου τοῦ σιτευτοῦ, ἄν ὄχι τή
Θυσία τοῦ Χριστοῦ, γιά τή σωτηρία τῶν εἰλικρινά μετανοιωμένων ἁμαρτωλῶν;
Αὐτή τή Θυσία ἐννοεῖ ὁ Πατέρας μέ τήν προσταγή :
φαγόντες εὐφρανθῶμεν, ὅτι ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀνέζησε καί ἀπολωλώς ἦν καί εὑρέθη. Καί ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι».
Ποιός εἶναι τόσον μωρός καί ἀνόητος, ὥστε νά μή συγκινεῖται
ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη καί τήν Εὐσπλαγχνία
τοῦ Θεοῦ, πού δέχεται τήν εἰλικρινῆ καί ἔμπρακτη μετάνοιά μας καί ἀνοίγει
τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ καί τήν πατρική ἀγκαλιά Του;
Ποιός ἀπό
μᾶς δέν ἔχει ξεφύγει ἀπό τήν πατρική Ἑστία ;Ποιός, κατά κάποιον τρόπο, δέν ἔχει προσβάλλει τή μεγαλειότητα του Θεοῦ καί τήν ἄπειρη ἀγάπη Του;
Ὅλοι μας ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καί, πρίν νά εἶναι ἀργά, καλόν εἶναι νά ἔλθῃ ὁ καθένας μας εἰς ἑαυτόν. Νά προσέξουμε στόν ἑαυτό μας, νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί νά ἐπιστρέψουμε εἰλικρινά μετανοιωμένοι στήν Πατρική ἑστία, ἐκεῖ ὅπου πάντοτε μᾶς περιμένει μια ζεστή ἀγκαλιά, γιά νά βροῦμε ἀνάπαυσι στήν ταλαίπωρη ψυχή μας. Ὁ Κύριος περιμένει νά ἀκούσουμε τό ζωοποιό λόγο Του καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά κατοικήσῃ ἐκεῖ καί νά γίνῃ ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Ἐκεῖ μᾶς περιμένει ὁ ἐπί τῆς Οὐσίας ἄρτος, ὁ ἄρτος πού καταβαίνει ἀπό τόν Οὐρανό καί δίδει ζωή στόν Κόσμο. Ἐμπρός, λοιπόν, ἄς ἐπιστρέψουμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατρός, διά τοῦ κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν. Ἀμήν.
«Πάτερ ἀγαθέ, ἐμακρύνθην ἀπό
σου· μή ἐγκαταλίπῃς με
μηδέ ἀχρεῖον δείξῃς τῆς Βασιλείας σου· ὁ ἐχθρός ὁ
παμπόνηρος ἐγύμνωσέ με καί ἦρέ μου τόν πλοῦτον· τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα ἀσώτως
διεσκόρπισα· ἀναστάς οὖν, ἐπιστρέψας
πρός σέ, ἐκβοῶ· Ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν
μισθίων σου, ὁ δι’ ἐμέ ἐν σταυρῷ τάς ἀχράντους σου χεῖρας ἁπλώσας, ἵνα τοῦ
δεινοῦ θηρός ἀφαρπάσῃς με καί τήν πρώτην καταστολήν ἐπενδύσῃς με ὡς μόνος
Πολυέλεος».
Πατέρα
μου, Πανάγαθε, ἀπομακρύνθηκα ἀπό Σένα, εξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης μου. Σέ ἱκετεύω
μή μέ ἐγκαταλίπης, πολυεύσπλαγχνε. Σκέπασε μέ τή Χάρι σου τά λάθη μου.
Δέξαι
με μετανοοῦντα, ὁ Θεός καί ἐλέησόν με.
Μή
φανερώσης πόσο ἀχρεῖος καί ἀνάξιος εἶμαι
τῆς Βασιλείας Σου. Ὁ ἐχθρός ὁ παμπόνηρός μέ ἀπογύμνωσε καί πῆρε ὅλον μου τόν
πλοῦτον, ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς μου θελήσεως. Μέ τή θέλησί μου ἀσώτως διεσκόρπισα
τῆς ψυχῆς τά χαρίσματα. Ἀρκετά μέ τυράννησε ὁ διάβολος. Λοιπόν, μετανοῶν εἰλικρινά,
θά σηκωθῶ καί θά ἐπιστρέψω κοντά Σου, Πατέρα μου. Σέ παρακαλῶ δέξου με, Ἰησοῦ
μου, σάν ἕνα ταπεινό καί ἀνάξιο δοῦλο Σου, Σύ, πού γιά Χάρι μου, ἅπλωσες τά ἄχραντα
Χέρια Σου στό Σταυρό, γιά νά μέ ἁρπάξῃς ἀπό τά χέρια τοῦ φοβεροῦ θηρίου, νά μέ
λυτρώσῃς ἀπό τό Θάνατο, νά μέ ἐνδύσῃς μέ τήν πρώτην στολήν καί νά μέ δεχθῇς
στή Βασιλεία Σου, ὡς μόνος Πολυέλεος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου