Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΕΑΝ ΘΕΛῌΣ...


ΜΠΟΡΕΙΣ
νά τροποποιήσῃς τήν προβληματική σου συμπεριφορά, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ.

Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτή τήν παροικία,
σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄχαρη κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος, «δέσμιος τῆς γῆς», ὁλόψυχα λατρεύει τήν Κακία.
Κυριεύεται ὁλότελα ἀπό τά αἰσχρά, τά βρωμερά του Πάθη.  Ἁρνεῖται τόν ἀληθινόν Θεόν  καί, ἀνερυθρίαστα,  γυρίζει πίσω στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια, στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι, στό  βέβαιο χαμό, στήν ἀπαξίωσι ὅλων τῶν Ἀξιῶν.
Ὑψώνει σέ Θεότητα τό Βόρβορο, τή λάσπη.
Προσκυνᾶ, σάν θεό, τόν κροκόδειλο, τή βροντή,
καί τό τσουνάμι, τό Βάκχο ἤ τήν Ἀφροδίτη, τήν
κακοποίησι τοῦ Σέξ καί κάθε διαστροφή. Προσκυνᾶ «τά δαιμόνια καί τά εἴδωλα, τά χρυσᾶ καί τά  ἀργυρά, καί τά χαλκᾶ καί τά λίθινα  καί τά ξύλινα ἅ οὔτε βλέπειν δύνανται οὔτε ἀκούειν οὔτε περιπατεῖν,  γιατί εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, νεκρά (πρβλ. Ἀποκ. θ΄ 20). Βυθίζετ’ εἰς «ἰλύν βυθοῦ», σέ βοῦρκο ἀπογνώσεως καί ἀπελπισίας. Πραγματικά ὁ ἄνθρωπος, «ἡμιθανής»,  πειράζεται καί, πρίν νά εἶναι ἀργά, ἀνάγκη νά ἀνανήψῃ.  





Εἶναι καιρός ὅλοι νά ξαναβροῦμε τήν πίστι μας στόν ἀληθινό Θεό, καί νά παλαίψουμε, μέ τόν ἀόρατο καί δόλιο ἐχθρό, τόν ἀντίδικό μας Διάβολο, πού, «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέτρ. ε΄ 8), καί  πού, μεθοδικά, μᾶς σιγοψυθιρίζει:
Ὁ κατήφορος πού πήρατε δέν ἔχει ἐπιστροφή.
Κανείς δέν μπορεῖ νά σᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τό Βοῦρκο, μέσα στόν ὁποῖον ἔχετε βυθισθῇ.
Τά πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν σας καί τῶν βρωμερῶν
Παθῶν σας, δέν συγχωροῦνται, δέν θεραπεύονται.
Προσπαθεῖ ὁ Πονηρός,   Ψιθυριστής, νά μᾶς φέρει σέ ἀπόγνωσι καί ἀπελπισία καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης.
Μᾶς ἐξαπατᾷ «ὁ λαοπλανής» «εἰς ἀπόγνωσιν
συνωθῶν». Ἐμεῖς, λέγει ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὅμως
ἔχουμε «τάς τοῦ Θεοῦ διαβεβαιώσεις ἐγγράφους».
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει ὅτι « Οὐ βούλομαι τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τό ἐπιστρέψαι διά μετανοίας καί ζῆν αὐτόν» (Ἰεζ. 33,11.ΒΕΠΕΣ 42,237,15 ἑξ.).



Θά πρέπει νά σημειώσω ἐδῶ καί τούς συνεργάτες τοῦ Διαβόλου, πού δέν βλέπουν τά δικά τους αἰσχρά πάθη καί ἀσχολοῦνται μέ τά πάθη τῶν ἄλλων. Κρίνουν δέ καί κατακρίνουν, οἱ Φαρισαῖοι   καί περιθωριοποιοῦν τούς συνανθρώπους τους, χωρίς οἶκτο, μέ φοβερή ἀναλγησία, χωρίς ἔλεος, καί τούς Ὀδηγοῦν στήν ἀπόγνωσι.
Ὁ Κύριος. ὁ μοναδικός Κριτής, προστάσσει:
«Μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» (Ματθ. ζ΄ 1).
  Παῦλος λέγει ὅτι Θἆναι ἀναπολόγητος, αὐτός πού κρίνει τούς ἄλλους. Διότι μέ τό νά κατακρίνῃς τόν
ἄλλον, καταδικάζεις τόν ἐαυτόν σου. Τά γάρ αὐτά πράσσεις ὁ κρίνων» (Ρωμ. β΄ 1).
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι ὅτι εἴμαστε  ἀδύναμοι ἄνθρωποι, ὁμοιοπαθεῖς, καί οἱ πιο πολλοί ἀπό μᾶς κυριευόμαστε ἀπό τά βρωμερά μας πάθη, καί ὅχι μόνον δέν συναισθανόμαστε τήν ἁμαρτωλότητά μας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί καυχόμαστε γι’ αὐτά, φθάνοντας στά ὅρια τῆς ἀναισχυντίας, νά θεωροῦμε τήν κάθε διαστροφή, τήν κάθε μας ἀρρώστια, ψυχική ἤ σωματική,  σεβαστή ἰδιαιτερότητα. Ἡ διαπίστωσις αὐτή προκαλεῖ, σέ κάθε συνετό, σέ κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο, πικρία. Καί αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη, ἀπό τή θέσι αὐτή, ὄχι νά κρίνω, ἀλλά διακηρύξω ὅτι ἡ κάθε διαστροφή, τό κάθε σαρκικό πάθος, δέν εἶναι ἰδιαιτερότητα, εἶναι ἀρρώστια καί χρήζει θεραπείας.Ὅπως π.χ. ὁ καρκῖνος εἶναι  θανατηφόρα ἀρρώστια, ἔτσι καί τό κάπνισμα, ὁ ἐθισμός  στά Ναρκωτικά, ὁ ἀλκοολισμός, ὁ Σοδομισμός, ἡ παιδεραστία, ἡ ἀρσενοκοιτία, ἡ ὑποκρισία, ὁ Φαρισαϊσμός, ἡ πλεονεξία, ἡ φιλαρέσκεια, ἡ μνησικακία καί γενικά ὅλα τά χαμηλά, τά βρωμερά μας Πάθη, εἶναι ἀρρώστιες. Καί εἶναι ἀνάγκη νά φροντίσουμε, μέ τά κατάλληλα φάρμακα νά τίς θεραπεύσουμε.
Οἱ ἀρρώστιες αὐτές δέν θεραπεύονται μέ ἀφορισμούς καί κατάρες καί μέ ποικίλους χαρακτηρισμούς. Θεραπεύονται μέ γνήσια,τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί στόν ὁμοιοπαθῆ συνάνθρωπό μας. Τά πάθη θεραπεύονται μέ προσοχή, μέ προσευχή καί ἄσκησι. Πολλές φορές χρειάζεται νά γδάρουμε τό πετσί μας, νά ματώσουμε, γιά νά νικήσουμε τό Πάθος, πού μᾶς βασανίζει καί νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό αὐτό.
Χρειάζεται Πίστις στό Χριστό.


ΑΝ  ΘΕΛῌΣ,
ΜΠΟΡΕΙΣ, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέ τή θεία συμμαχία, νά παλέψῃς, νά ἀγωνισθῇς σκληρά καί νά νικήσῃς τό ψυχοσωματικό σου πάθος. Τότε θά νοιώσῃς πραγματικά ἐλεύθερος.

ΕΑΝ  ΘΕΛῌΣ, ΜΠΟΡΕΙΣ.

                     «ὀλιγόπιστε εἰς τί ἐδίστασας;»

Ὁ Χριστός εἶναι ἄπειρη Εὐσπλαγχνία. Δέν μᾶς κρίνει. Ἔρχεται νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ, εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς.
Μᾶς πλησιάζει μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη, ὅποιοι
κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ, τι κι’ ἄν κάνουμε. Θέλει νά μᾶς λυτρώσῃ, νά μᾶς θεραπεύσῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό κάθε μορφή δουλείας. Εἶναι ἄπειρον Ἔλεος, Οικτίρμων  καί Εὔσπλαγχνος.

Ἔρχεται ἐκεῖ, ὅπου βρισκόμαστε καί ἵσταται ἐπί τήν θύραν καί κρούει. Περιμένει νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας. Μακροθυμεῖ. Ἀνοίγει τίς Πύλες τοῦ Οὐρανοῦ, τίς Πύλες τῆς πατρικῆς ἑστίας.

ΑΝ  ΘΕΛῌΣ, ΜΠΟΡΕΙΣ νά ἔλθῃς εἰς ἑαυτόν, νά ἀφήσῃς τό Χοιροστάσι καί τά «ξυλοκέρατα» τῆς
ἀποστασίας, καί, εἰλικρινά μετανοιωμένος, νά βρῇς τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς καί νά εἰσέλθῃς στήν Πατρική Ἑστία, νά γευθῇς «τόν μόσχον τόν σιτευτόν». Καί νά ξέρῃς ὅτι γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι (Λουκ. ιε΄10). Ἐάν θέλῃς, μπορεῖς νά ἀπαλλαγῇς ἀπό τά πάθη, νά ἐλευθερωθῇς, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά εἰσέλθῃς εἰς τό στάδιον τῶν  ἀρετῶν καί νά παλέψῃς νόμιμα.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ στόν ὄμορφο πνευματικό ἀγῶνα. Μᾶς καλεῖ νά θριαμβεύσουμε πάνω στό Κακό.
«Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται, οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε, ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα».
Ἐκεῖνοι, πού θέλουν νά γυμνασθοῦν πνευματικά καί, στήν πάλη τους μέ τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, νά νικήσουν καί νά θεραπεύσουν τά πάθη τους καί  τίς  ψυχικές καί σωματικές τους ἀρρώστιες, ἄς προετοιμάζουν σωστά τήν ψυχή τους, ἄς προπαρασκευάζωνται (ἀναζωσάμενοι) μέ τόν καλόν ἀγῶνα τῆς θεαρέστου νηστείας.
Εἶναι βέβαια αὐτονόητον ὅτι νηστεία εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό, νηστεία ἀληθινή, πού θά μᾶς βοηθήσῃ νά νικήσουμε τά Πάθη, νά θεραπεύσουμε τίς ἀρρώστιες, δέν εἶναι ἡ ἀλλαγή τῶν τροφῶν, ἀλλά ὁ πνευματικός ἀγῶνας, γιά τήν ἀπαλλαγή μας, γιά τήν ἀποχή μας ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία. Νηστεία δεκτή εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις.
Ὁ ἱερός ὐμνωδός μᾶς τονίζει ὅτι ὁ εἰσερχόμενος, μέ τή θέλησί του, εἰς τό στάδιον τῶν ἀρετῶν, ὀφείλει νά ἀθλῆται νομίμως , γιά νά στεφανωθῇ δικαίως. Δηλαδή, ὀφείλει νά τηρῇ τούς κανόνες τῆς ἀθλήσεως. Δέν μπορεῖ δηλαδή νά νηστεύῃ π.χ. τό λάδι καί νά ὑποκρίνεται, νά μισεῖ τούς συνανθρώπους του καί νά τούς κατακρίνῃ, ὅπως ἐπίσης δέν μπορεῖ νά ἀποδεκατεῖ  τό ὑδύοσμον καί τό ἄνηθον καί τό κύμινον καί νά ἀφήνῃ τά βαρύτερα τοῦ νόμου, τή δίκαιη κρίσι καί τήν εὐσπλαγχνία καί τιμιότητα (παρβλ. Ματθ. κγ΄23). Αὐτός πού ἀθλῆται νομίμως καί νηστεύει σωστά, δέν μπορεῖ νά προδίδῃ καί νά σταυρώνῃ τό Χριστό καί νά νομίζῃ ὅτι θά ἁγιάσῃ ἐπειδή δέν ἔφαγε ψάρι καί ἔφαγε καλαμάρια.



Ὁ ὑμνωδός μᾶς καλεῖ νά ἀναλάβουμε τήν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, νά μιμηθοῦμε τό Χριστό, νά ἀγαπήσουμε τό Θεό καί τόν πλησίον, γενόμενοι ὑπήκοοι μέχρι θανάτου, γιά νά μπορέσουμε νά ἀντιπαραταχθοῦμε, νά πολεμήσουμε καί νά νικήσουμε  τόν παμπόνηρο ἔχθρό, πού φωλιάζει, μέ κάποιο πάθος, μέσα μας καί θανατώνει τήν ψυχή μας. Πρός τοῦτο εἶναι ἀνάγκη νά πιστεύουμε μέ ὅλη τή δύναμι τῆς ψυχῆς μας στό Χριστό καί στόν ἀγῶνα μας μέ τό Κακόν νά ἔχουμε σάν ἄρρηκτον, ἀράγιστο τεῖχος τή θερμή πίστι καί σάν θώρακα τήν προσευχή καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. Στόν πνευματικό μας ἀγῶνα, γιά τήν
ἀπαλλαγή μας ἀπό τά Πάθη μας, ἀντί για πολεμικό μαχαίρι, νά ἀναλάβωμεν τήν ἀληθινήν νηστείαν, πού εἶναι ἡ μίμησις τοῦ Χριστοῦ σέ ὄλα. Εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι αὐτή, ἡ ἀληθινή νηστεία, ξεριζώνει μέσ’ ἀπό τήν καρδιά μας κάθε κακία. Αὐτή ἡ νηστεία ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν.
Αὐτός πού πραγματικά ἀθλῆται κατ’ αὐτόν τόν νόμιμον τρόπον, αὐτός δηλαδή πού πιστεύει καί προσεύχεται καί καθαρίζει τήν ψυχή του μέ ἐλεημοσύνες, «Αὐτός, πού μιμεῖται τόν Χριστόν κι’ ἀκολουθεῖ πιστά τά ματωμένα Χνάρια Του, ὁ ποιῶν ταῦτα, τόν ἀληθινόν κομίζεται στέφανον, ἀπό τόν ἴδιο τόν παμβασιλέα Χριστόν κατά τήν Ἡμέρα τῆς Κρίσεως». Αὐτός εἰσέρχεται στό στάδιο καί ἀθλεῖται νόμιμα. Αὐτός , μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ, ἐλευθερώνεται ἀπό τά πάθη. Αὐτός ἀπό τώρα νοιώθει τή Χαρά τοῦ Οὐρανοῦ καί δοξάζει τόν Ἐλευθερωτή, στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.








Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Η ΠΙΣΤΙΣ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΝΙΚΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

   


     «Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον,
       ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰωάν. ε΄ 4).


Πιστεύομεν εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τόν Μονογενῆ, τόν ἐκ τοῦ Πατρός γεννηθέντα πρό πάντων τῶν αἰώνων. Πιστεύομεν ὅτι, εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, τέλειος Θεός, «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν. α΄ 14).


Γεννᾶται ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Γίνεται ταπεινός ἄνθρωπος ὅμοιος μέ μᾶς, χωρίς τήν ἁμαρτίαν.

Πιστεύομεν εἰς τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, γιά τή Λύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου Γένους καί «ὁμολογοῦμεν τήν Πίστιν μας εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 2). Πιστεύομεν,  ὅτι «ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας Μυστήριον. Πιστεύομεν, δηλαδή, ὅτι «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄ Τιμόθ.  γ΄ 17).
Πιστεύομεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἧλθε νά σώσῃ τούς ἁμαρτωλούς ἐκ τῶν ὀποίων πρῶτος εἶμαι ἐγώ.


Πιστεύομεν ὅτι σαρκώνεται ἡ ἄπειρη ἀγάπη.Ἔρχεται, λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι». Ἔρχεται σέ ἀναζήτησι τῶν πλανηθέντων προβάτων, μέ σκοπό νά τά ἐπαναφέρῃ στήν ποίμνη Του, ὡς καλός Ποιμήν.

















Καί πραγματικά ἀπαλύνει τόν πόνον μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, γιατρεύει τά τραύματά μας, φωτίζει τα σκοτάδια μας, μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἐχωμεν ἐμπαγῆ, καθαρίζει τή λάσπη, λαμπρύνει τήν στολήν τῆς ψυχῆς μας καί μᾶς ἀποστέλλει στόν κόσμον  νά κηρύξουμε τήν Ἀλήθεια, γιά τό Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Μᾶς ἀποστέλλει νά πολεμήσουμε τήν Κακία καί νά νικήσουμε τήν Ἀμαρτία, διά τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως εἰς Αὐτόν.

Πιστεύομεν καί ὁμολογοῦμεν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «ἡ ζωή μας» (Κολοσ. γ΄ 3) καί « ἡ εἰρήνη μας» (Ἐφεσ. β΄14). Καί πράγματικά Αὐτός εἶναι « ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή» (Ἰωάν. ιδ΄ 6) Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι «τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμο» (Ἰωάν. α΄ 10). Αὐτός καί μόνον Αὐτός, «ὡς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», «ὁ Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν  ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» ( Α΄ Πέτρ.  β΄ 21-22).


Αὐτός καί μόνον Αὐτός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, « ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα». Αὐτός καί μόνον Αὐτός «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος  ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄ 8). 

 Αὐτός  καί μόνον Αὐτός ἔγινε ὑπογραμμός, ὑπόδειγμα, τύπος τοῦ τελείου ἀνθρώπου καί μᾶς ὑπέδειξεν τήν ὁδόν ἐπαναφορᾶς εἰς τήν προτέραν δόξαν, μᾶς ὑπέδειξεν τόν τρόπον νά νικήσωμεν τόν κόσμον, τό Κακόν καί τήν ἀμαρτίαν διά τῆς Πίστεως εἰς Αὐτόν, τῆς Πίστεως τῆς διά τῆς ἀγάπης ἐνεργουμένης (Γαλάτ. ε΄ 6), καί νά ἑνωθοῦμε μεταξύ μας καί μέ τόν Θεόν. «Αὕτη δέ ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Ἰωάν. ε΄ 4).



Μέ γνήσια ἀγάπη πληροφοροῦμε πάντα ἐχθρόν καί πολέμιον τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του ὅτι εἶναι «σκληρόν τό πρός κέντρα λακτίζειν» (Πραξ. κστ΄ 14). Πληροφοροῦμε τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως στό Χριστό ὅτι ὄχι μόνον «τεθνήκασιν», ἀλλά καί θνήσκουν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου» (Ματθ. β΄  2). Οἱ ἐχθροί τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως κονιορτοποιοῦνται. Ἐξαφανίζονται «ὡσεί χνοῦς ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς» (Ψαλμ. α΄ 4). Διότι ὁ Χριστός «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. στ΄  2) καί ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός, τό ἄκακον Ἀρνίον, ὁ Χριστός «χθές καί σήμερον



ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄ 8) μάχεται,  πολεμεῖ καί νικᾶ  τό Κακόν καί τήν Ἁμαρτίαν. Μέ ἕνα μόνον φύσημα τοῦ στόματός Του θά ἐξαφανίσῃ τόν ἄνομον καί θά ἐκμηδενίσῃ  τόν Διάβολον, τόν Ἀντίχριστον καί ὅλους ἐκείνους, πού πολεμοῦν τήν Ἐκκλησίαν Του (πρβλ. Β΄ Θεσσαλ. β΄ 8).
Ἄς τό κατανοήσουν, ἐπί τέλους, οἱ ἄφρονες ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Αἰώνιος Νικητής, ὁ Θριαμβευτής, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς Εἰρήνης.
Τόν ἀρνοῦνται οἱ ἄφρονες καί Τόν πολεμοῦν οἱ παράφρονες. «Οὗτοι μετά τοῦ Ἀρνίου πολεμήσουσι, καί τό Ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστί καί Βασιλεύς βασιλέων,(νικήσουσι δέ) καί οἱ μετ’ αὐτοῦ κλητοί καί ἐκλεκτοί καί πιστοί» (Ἀποκ. ιζ΄ 14).



Ἡμεῖς ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύομεν καί λατρεύομεν τόν Χριστόν ὡς προσωπικόν μας Σωτῆρα καί Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Καί διακηρύττομεν ὅτι «οὔτε τόν Χριστόν ποτε καταλιπεῖν δυνησόμεθα, τόν ὑπέρ τῆς  τοῦ παντός κόσμου τῶν σωζομένων σωτηρίας παθόντα ἄμωμον ὑπέρ ἁμαρτωλῶν, οὔτε ἕτερόν τινα σέβεσθαι. Τοῦτον μέν γάρ υἱόν ὄντα τοῦ Θεοῦ προσκυνοῦμεν, τούς δέ μάρτυρας ὡς μαθητάς καί μιμητάς τοῦ Κυρίου ἀγαπῶμεν ἀξίως ἕνεκα εὐνοίας ἀνυπερβλήτου τῆς εἰς τόν ἴδιον Βασιλέα καί Διδάσκαλον· ὧν γένοιτο καί ἠμᾶς κοινωνούς τε καί συμμαθητάς γενέσθαι» (Μαρτυρ. Πολυκάρπου XVII,2-3. ΒΕΠΕΣ 3,26).




Εἶναι δέ καιρός νά κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι μόνον διά τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως θά μπορέσῃ νά εἰρηνεύσῃ ὁ κόσμος. Διά τοῦτο διακηρύττομεν ὅτι «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὠς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν, Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν καί τούς αὐτοῦ ἁγίους ἐν λόγοις τιμῶντες, ἐν  συγγραφαῖς, ἐν νοήμασιν, ἐν θυσίαις, ἐν ναοῖς, ἐν εἰκονίσμασι, τόν μέν ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ διά τόν κοινόν Δεσπότην ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες.
Αὕτη ἡ πίστις τῶν ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν οἰκουμένην ἐστήριξεν» (Περικοπή ἀπό τό Συνοδικόν τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου, ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας).
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΥΜΕ σέ ὅλους ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τοῦ θείου οἰκοδομήματος τῆς Ἐκκλησίας. Εἷναι ὁ λίθος ὁ ἐκλεκτός, ὁ ἔντιμος, καί εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι ὅποιος πιστεύει εἰς Αὐτόν δέν θά ἐντροπιασθῇ (Α΄ Πέτρ. β΄ 6).Ἀντίθετα ὅποιος θά πέσῃ μέ ἐχθρική διάθεσι πάνω σ’ αὐτόν τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον, θά τσακισθῇ. Ἐκεῖνον δέ, πού ἐπάνω του θά πέσῃ ὁ λίθος αὐτός, θά τόν θρυμματίσῃ, θά τόν σκορπίσῃ σάν σκόνην. Μᾶς προειδοποιεῖ ὁ  Εὔσπλαγχνος, καί λέγει ὅτι « ὁ πεσών ἐπί τόν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’  ὅν δ’ ἄν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν» (Ματθ. κα΄ 44), γιά νά εἴμαστε προσεκτικοί, διότι ὄλεθρος καί ἀφανισμός ἐπιφυλάσσεται σέ κεῖνον, πού θά πολεμήσῃ τόν Χριστόν καί θά ἀντικρύσῃ τή δίκαιη ὀργή Του.



Ὁ Ἱερός Δαμασκηνός προτρέπει τούς πιστούς νά ἔχουν θάρρος καί πίστι στόν Νικητή, τόν Θριαμβευτήν Κύριον καί λέγει:
«Θαρσείτω τοίνυν, θαρσείτω λαός τοῦ Θεοῦ· καί γάρ αὐτός πολεμήσει τούς ἐχθρούς ὡς Παντοδύναμος» (Δοξαστ. α΄ ἤχου).
Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί πρῶτος αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν  εὐωδίας» ( Ἐφεσ. ε΄ 2 ).
Εἷναι καιρός νά ἐγκολπωθοῦμε τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί εἰλικρινά μετανοιωμένοι νά πλησιάσουμε τόν Κύριον καί νά  προσφέρουμε δάκρυα εὐγνωμοσύνης στό Λυτρωτή καί ὕμνους εὐχαριστίας. Διότι Σ’ Αὐτόν καί μόνον Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

«Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καί λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, καί ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί πατρί αὐτοῦ (Ἀποκ. α΄ 5), αὐτῷ, τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμή καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν» (Α΄Τιμόθ. α΄ 17).


                                                                                

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΞΥΠΝΗΣΟΥΜΕ



ΠΡΙΝ  ΝΑ ΕΙΝ' ΑΡΓΑ


       Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς προσφέρει «καιρόν μετανοίας» κι’ ἐμεῖς κοιμώμαστε; Καιρός νά ξυπνήσουμε, πρίν νά εἶν’ ἀργά. Νά προλάβουμε νά διορθώσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά.
Εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας, νά λατρεύουμε τόν Κύριο «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», κι’ ἐμεῖς πολλές φορές, ἀστόχαστα, χωρίς
ντροπή, τρέφουμε μῖσος γιά τούς συνανθρώπους μας, πού εἶναι ἀδέλφια, εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἔτσι παραβαίνουμε τήν Ἐντολή τῆς ἀγάπης, πού μᾶς ὑπαγορεύει νά τούς ἀγαπᾶμε σάν τόν ἑαυτό μας καί νά τούς συγχωροῦμε, γιά ὅλα τά κακά, πού ἔχουν κάνει. Εἴμαστε ψεύτες, ὅταν λέμε πώς ἀγαπᾶμε τό Θεό, ὅταν μισοῦμε καί δέν συγχωροῦμε τούς συνανθρώπους μας.
Ὀφείλουμε, ὅσο ἔχουμε καιρό, νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἔντιμοι στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις. Νά ἀποφεύγουμε τίς ψευτιές καί τίς ὑποκρισίες καί νά νηστεύουμε. Ὄχι βέβαια, ὅπως οἱ ὐποκριτές Φαρισαῖοι, πρός τό «θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις», ἀλλά νά νηστεύουμε νηστείαν δεκτήν καί εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό. Δηλαδή ὄχι νά ἀλλάζουμε τίς τροφές, ἀλλά νά ἀπέχουμε ἀπό τό Κακό καί τήν ἁμαρτία. Νά παρουσιαζώμαστε μπροστά στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους μέ τό ἀληθινό μας πρόσωπο καί μέ καθαρή καρδιά. Νά προλάβουμε νά διορθώσουμε τά λάθη μας, μέ πράξεις γνήσιας, ἁγνῆς, θυσιαστικῆς ἀγάπης καί ἔτσι νά προλάβουμε νά πλουτίζουμε εἰς Θεόν, νά θησαυρίζουμε γιά μᾶς θησαυρούς στόν οὐρανό, μέ ἐλεημοσύνες, πού μᾶς ἀνοίγουν τίς Πύλες τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ Κύριος ἔρχεται ταχύ , γιά νά κρίνῃ καί νά ἀποδώσῃ στόν καθένα κατά τά ἔργα του. Καί  μεῖς ἀστόχαστα λερώνουμε τήν τάλαίπωρη ψυχή μας, μέ ἄπρεπα λόγια- δηλητήριο, μέ λογισμούς αἰσχρούς, βλαβερές ἐπιθυμίες καί φαντασίες ἀπρεπεῖς καί πάνω ἀπό ὅλα, μέ πράξεις ἄνομες, πολλές φορές θανατηφόρες. Γεμάτη εἶν’  ἡ ψυχή μας λάσπη, πολύ λάσπη...
«Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα τί καθεύδεις;
Τό τέλος ἐγγίζει, καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν, ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ
                     Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν»
                                                           (Ἀνδρέου Κρήτης, Κοντάκιον Μεγ. Κανόνος).


Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησίας μᾶς προστάζει νά ξυπνήσουμε καί νά μετανοήσουμε, πρίν νά εἶναι ἀργά. Καί μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας. «Ὁ Κύριος ἐγγύς». «Ἔρχεται ταχύ». Ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ὡς ἀστραπή. Δέν ἀργοπορεῖ ὁ Δικαιοκρίτης.
«Ξύπνα, ψυχή μου, πλησιάζει τό τέλος. Καί πρόκειται νά θαρυβηθῇς. Σύνελθε ἀπό τή μέθη καί ἀπό τή ματαιότητα τοῦ κόσμου. Ξαναβρές τή νηφαλιότητά σου καί τή σωστή, τήν ὀρθόδοξη πίστι σου. Ἀνάνηψε, λοιπόν. Ἀνάκτησε τήν πνευματική σου διαύγεια, μετανόησε εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, γιά νά σέ εὐσπλαγχνισθῇ καί νά σέ συγχωρήσῃ ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός ἡμῶν Θεός, πού εἶναι πανταχοῦ παρών καί πληροῖ τά πάντα.
           «Ὡς φοβερά ἡ Κρίσις σου, Κύριε,
        τῶν Ἀγγέλων παρισταμένων,
        τῶν ἀνθρώπων εἰσαγομένων
  τῶν βίβλων ἀνεωγμένων,
   τῶν ἔργων ἐρευνομένων,
           τῶν λογισμῶν ἐξεταζομένων·
     Ποία κρίσις ἔσται ἐν ἐμοί
            τῷ συλληφθέντι ἐν ἁμαρτίαις;
             Τίς μου τήν φλόγα κατασβέσει;
             Τίς μου τό σκότος καταλάμψει;
           Εἰ μή, Σύ, Κύριε, ἐλεήσεις με,
                  ὡς φιλάνθρωπος;» (Τροπ. Μ. Ἀποδείπνου).





Εἶναι παρήγορο, πώς γρήγορα θά ἔλθῃ ὁ Κριτής, γιά νά ἀποδώσῃ  στόν καθένα τό δίκιο του, γιά νά βασιλεύση ἡ Δικαιοσύνη. Καί ποιος ἀπό μᾶς θά μπορέσῃ , ἀλήθεια, νά σταθῇ μπροστά στό Δικαιοκρίτη; Θά ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καί μαζί Του θά παρίστανται οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι καί ἐνώπιόν τους θά εἰσάγωνται σέ δίκη  ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Τά Βιβλία ὅπου εἶναι καταγεγραμμένα τά ἔργα μας καί κάθε μας συμπεριφορά θά εἶναι ἀνοικτά καί θά ἐρευνῶνται τά ἔργα μας καί θά ἐξετάζονται οἱ λογισμοί μας  καί θά δημοσιεύωνται «τά κρυπτά», ὅλα «τά κεκρυμμένα».
Καί τότε, τήν ἡμέρα τῆς ὀργῆς, πόσο φοβερή θἆναι ἡ κρίσις Σου, Κύριε! «Καί τίς δύναται σταθῆναι;» (Ἀποκ. στ΄ 17).
«Ἡ κρίσις ἀνέλεος τῷ μή ποιήσαντι ἔλεος» (Ἰακ. β΄ 13).
Ποιά θά εἶναι ἡ κρίσις Σου, σέ μένα,
πού ἔχω συλληφθῇ μέσα στίς ἁμαρτίες;
Ποιός θά καθαρίσῃ τή βρωμιά, τή δυσωδία,
«τῶν σκωλήκων τήν τροφή», μέσα ἀπό
τή μέλαινα, τή σκοτεινή ψυχή μου;
Ποιός  θά σβύσῃ τή φλόγα, πού κατακαίει τά
σπλάγχνα μου; Ποιός θά σβύσῃ τή φωτιά, πού
σιγοκαίει ἐντός μου; Ποιός  θά μέ λυτρώσῃ ἀπ’
τή φοβερή Ὀδύνη, πού μοῦ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία;
Ποιός θά φωτίσῃ τά σκοτάδια μου;
Ποιός  θά λαμπρύνῃ τήν ταλαίπωρη ψυχή μου, ἐάν
δέν μέ ἐλεήσῃς, Σύ, Κύριε, ὡς Φιλάνθρωπος;»


Ἄνοιξε, Κύριε, τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ,γιά νά ξεπλύνῃς τίς ντροπές. Καθάρισε τή λάσπη ἀπό τήν ἀναίσχυντη, τή ράθυμη ψυχή μας.
Πρίν εἰς τέλος ἀπολόμεθα, σῶσον ἡμᾶς, Κύριε.
Σῶσε μας, Κύριε, πρίν τελειωτικά χαθοῦμε.
Ἐκτός ἀπό Σένα, δέν ἔχουμε, καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανένα. Σέ Σένα ἁμαρτάνουμε,ἀλλά μονάχα Ἐσένα λατρεύουμε, Κύριε.
Σάν δοῦλοι Σου, ζητοῦμε τό ἔλεός Σου, ὄχι γιατἰ τό ἀξίζουμε, ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ. Μή στερήσῃς ἡμᾶς τοῦ ἐλέους Σου,
ἵνα Σέ δοξάζωμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμην.






Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

ΘΕΡΜΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

Παρακαλοῦνται οἱ αγαπητοί μας φίλοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς Τιμοῦν ἀναδημοσιεύοντας τά ἄρθρα μας ἀπό τήν παροῦσα ἰστοσελίδα σέ ἄλλους διαδυκτιακούς  χώρους, νά μνημονεύουν, ἕστω καί γιά λόγους τυπικούς, τήν πηγή καί τόν συγγραφέα τοῦ εκάστοτε ἀναδημοσιευομένου ἄρθρου.
   Εὕχομαι σέ ὅλους τούς ἐπισκέπτες τῶν Ἀναπαλμῶν, καλή Σαρακοστή, μέ ὑγεία καί χαρά.
                                     π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

ΜΗ ΘΗΣΑΥΡΊΖΕΤΕ ΥΜΙΝ ΘΗΣΑΥΡΟΥΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ.




ΘΗΣΑΥΡΙΖΕΤΕ ΔΕ ΥΜΙΝ ΘΗΣΥΡΟΥΣ ΕΝ ΟΥΡΑΝῼ
                                                                                                        ( Ματθ. στ΄ 20).


Ἐκ τῶν πραγμάτων (de facto) γνωρίζομεν πάντες ὅτι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν παροικία εἴμαστε προσωρινοί, διαβάτες, «πάροικοι καί παρεπίδημοι». «Οὐ γάρ  ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Κατοικοῦμε στή γῆ μέ ἡμερομηνία λήξεως. Ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς χαρίζει καιρόν μετανοίας. «Ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20). Πολλοί ὅμως, δυστυχῶς, συνανθρωποί μας ,δέν καταλαβαίνουν, δέν ἔχουν ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα καί παραφέρονται. Πολεμοῦν δέ ἀκόμη καί τόν Σταυρόν τοῦ Χριστοῦ, καί τῶν ὁποίων τό τέλος θά εἶναι ἡ ἀπώλεια διότι θά καταλήξουν εἰς τήν αἰώνιον κόλασιν. Αὐτοί ὡς Θεόν λατρεύουν τήν κοιλίαν καί θεωροῦν δόξαν τους πράξεις ντροπῆς.Αὐτοί φρονοῦν τά ἐπίγεια! (πρβλ. Φιλιπ. γ΄ 18-19).


Αὐτοί δέν θέλουν νά κατανοήσουν «τό βραχύ τῆς ζωῆς» καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Κυριεύονται ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτικήν μέριμναν, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτό τους στή γῆ καί ἔτσι καταστρέφουν, ὄχι μόνον τή δική τους ζωή, ἀλλά καί τῶν συνανθρώπων τους. Διότι τό ἄγχος εἶναι πάθος καταλυτικό τῆς προσωπικότητός τους.

Εἶναι πασίδηλον ὅτι «πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον·» λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. «Οὐ παραμένει ὁ πλοῦτος, οὐ συνοδεύει ἡ δόξα· ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος, ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται...».

 «Πάντα κόνις, πάντα τέφρα, πάντα σκιά».

Εἶναι ἐπίσης πασίδηλον ὅτι ὁ ἄνθρωπος γυμνός ἐξέρχεται ἐκ κοιλίας μητρός του καί γυμνός ἐπιστρέφει ἐκεῖ» (Ἰώβ α΄21), εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη (Γενέσ.  γ΄19). Φεύγοντας ἀπ’ αὐτή τήν παροικία ὅλα τά γήϊνα μένουν ἐδῶ. Δέν παίρνουμε τίποτε μαζί μας. Αὐτή εἶναι ἠ πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Συνεπῶς ἡ ἀγχώδης βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσoτέρων ὑλικῶν  ἀγαθῶν γιά τόν ἑαυτό μας στή γῆ εἶναι ἀφροσύνη. Στήν παραβολή τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λουκ. ιβ΄ 15-21) ὁ Κύριος ψέγει τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, καυτηριάζει τήν πλεονεξία, κεραυνώνει τήν ἀφροσύνη καί λέγει σέ κάθε ἄπιστο, ἄμυαλο ἄνθρωπο:
« ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ· ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν» (Λουκ. ιβ΄  20-21).

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό καταλυτικό τῆς προσωπικότητός μας ἄγχος  καί ἀπό τήν ἀφροσύνη τῆς πλεονεξίας, πού εἶναι εἰδωλολατρία, μᾶς ὁδηγεῖ στό δρόμο τῆς ζωῆς, μέ τίς πάνσοφες, θεϊκές Του Ὁδηγίες. Μᾶς συνιστά  να ἀποφύγουμε νά θησαυρίζουμε θησαυρούς στή γῆ, γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά νά θησαυρίζουμε θησαυρούς γιά τόν ἑαυτό μας στόν οὑρανόν, νά πλουτίζουμε, δηλαδή, εἰς Θεόν, καί λέγει:





«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι· θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ,ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ὁ Θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. στ΄ 19-21).

 Ἕρχεται ὁ Κύριος μέ τίς ὀδηγίες του νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τά δεσμά τῆς γῆς, νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ, ἀπό τό βόρβορο μέσα στόν ὁποῖον βυθιζόμαστε καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς. Θέλει νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς καί μᾶς προτρέπει νά πλουτίζουμε εἰς Θεόν, νά θησαυρίζουμε, γιά τόν ἑαυτόν μας θησαυρούς ἐν οὐρανῷ. Μᾶς συνιστᾶ, δηλαδή, νά χρησιμοποῦμε τόν πλοῦτο, πού μᾶς χαρίζει, τόν ὑλικό καί τόν πνευματικόν, πρός ἀνακούφισιν τῶν συνανθρώπων μας, ὥστε μέ τή γνήσια ἀγάπη μας στήν πρᾶξι νά εἴμαστε καλοί οἰκονόμοι, καλοί διαχειριστές. Νά θυσιάζουμε τά πάντα στό βωμό τῆς Ἀγάπης γιά τό Θεό καί τούς συνανθρώπους μας. Νά κατανοήσουμε ὅτι τό μόνο πού μένει σ’αὐτόν τόν κόσμο εἶναι ἡ Ἀγάπη, ἡ Καλωσύνη. Εἷναι ὁ Χριστός, πού εἶναι ὁ Θησαυρός τῶν Θησαυρῶν, Καί ἐκεῖ στόν Οὐρανόν πρέπει νἆναι καί ἠ καρδιά μας. Αὐτός εἶναι ὁ Λυτρωτής καί Θεός.


Αὐτός εἶναι ὀ δοτήρ τῶν ἀγαθῶν, Αὐτόν ὀφείλουμε νά λατρεύουμε ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ καί νά ἀποδεικνύουμε τή λατρεία μας στό Χριστό, μέ τήν γνήσια καί θυσιαστική ἀγάπη μας στούς ελαχίστους ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ. Καί νά γνωρίζουμε ὄτι αὐτή ἡ ἀγάπη μένει καί μᾶς συνοδεύει εἰς τήν πέραν τοῦ τάφου Ζωήν.
Καί ὅπως λέει ὁ ποιητής:

                                   «Μονάχα ἡ Καλωσύνη
ὅλα στόν κόσμο χάνονται
                                     μόνη ἀπομένει ἐκείνη».

Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μᾶς βεβαιώνει ὅτι εἶναι
«μακάριοι οἱ  νεκροί
οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ’ ἄρτι. Ναι, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα     ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν·  τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ
μετ' αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ΄ 13).