Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΕΙΝΑΙ ΧΑΡΑ



«ΕΚΕΙΝΟΝ ΔΕΙ ΑΥΞΑΝΕΙΝ,

  ΗΜΑΣ ΔΕ ΕΛΑΤΤΟΥΣΘΑΙ».


Υἱός καί λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, ἀπό ἄπειρη γιά τά πλάσματά Του ἀγάπη, γίνεται καί τέλειος ἄνθρωπος. Ὁ Χριστός, ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς, ὁ Θεάνθρωπος, ἔρχεται κοντά μας «ὡς αὔρα λεπτή». Γίνεται τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας. Μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου» καί μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσουμε.


Ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, μέ τρυφερότητα, μᾶς γνωστοποιεῖ ὅτι σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἐνσαρκώνει τήν ἀγάπη καί γίνεται ὐπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εις αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3, 15-16).
Καί πραγματικά ὁ Χριστός «ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί ΑΝΕΣΤΗ ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά σύμπαντα», «ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (παρβλ. Α΄Πέτρ. 2, 21).



Μετά τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον τῶν Μαθητῶν Του  τήν πνοήν τῆς νέας ζωῆς καί τούς εἶπε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον...», τούς ἐφοδιάζει μέ τή Χάρι καί τή δύναμί Του καί τούς καλεῖ, νά ἀκολουθήσουν τά ματωμένα Χνάρια Του καί νά συνεχίσουν τό κοσμοσωτήριον ἔργον Του: «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Τούς βεβαιώνει δέ ὅτι θἆναι παντοτινά μαζί τους :
«Καί ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν» (Ματθ. 28, 19-20).
Ἐμεῖς, λοιπόν, οἱ Χριστιανοί, καλόν εἶναι νά συνειδητοποιήσουμε τήν ὑψηλήν μας ἀποστολή. Νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Κύριος μᾶς τιμᾶ καί μᾶς ἀναδεικνύει διαδόχους Του στό ἔργον τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Νά συνειδητοποιήσουμε τό ΧΡΕΟΣ μας, νά κηρύξουμε τό ὄνομά Του εἰς πάντα τά ἔθνη. Καί αὐτό σημαίνει ὅτι πρῶτοι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά Πιστεύουμε στό Χριστό καί νά τόν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Νά εἴμαστε ἐνωμένοι μεταξύ μας καί «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», λόγῳ καί ἔργῳ,  νά κηρύττουμε τό ὄνομά Του. Δέν ἐπιτρέπεται ποτέ νά προβάλλουμε τόν ἑαυτόν μας, οὔτε νά ἐμπορευώμαστε τή Χάρι του, ἀλλά νά κηρύττουμε «Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον, Χριστόν Θεοῦ Δύναμιν καί Θεοῦ Σοφίαν». 


Καί νά μή λησμονοῦμε ποτέ τό· «δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε» (Ματθ. 10,8), καί τό· «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἡμᾶς δέ ἐλαττοῦσθαι»(Ἰωάν. 3,30). Μοναδικός σκοπός τῆς ζωῆς μας νἆναι Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Εἶναι καιρός νά  κατανοήσουμε τήν τιμήν, νά ἐννοήσουμε ὅτι «ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ’ εἰσίν ἐν κόσμῳ Χριστιανοί»(Πρός Διόγνητον VI, ΒΕΠΕΣ 2,253,32) καί νά προσπαθήσουμε, μέ τή Χάρι τοῦ Κυρίου μας, νά φανοῦμε ἀντάξιοι τῆς  ὑψηλῆς  μας ἀποστολῆς. Νά προσέχουμε τόσον, ὥστε νά μή βλασφημῆται ἐξ αἰτίας μας τό πανάγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀλλά νά δοξάζεται καί νά ὑμνῆται, διότι μόνον Σ'Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί δόξα.

Νά διδάξουμε στόν κόσμον, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄Ἰωάν. 5,19), ὅτι ὁ Χριστός,  ὁ Θεάνθρωπος, εἶναι ὁ προσωπικός μας Σωτῆρας καί ὁ Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου.  Νά μάθουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ. 4,12).
Νά μάθουν ὅλοι, οἰ δύστυχοι ἀρνητές, ὅτι «τεθνήκασι καί θνήσκουν οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου» καί ὅτι οἱ διῶκτες τῆς πίστεως, ἀργά ἤ γρήγορα, κονιορτοποιοῦνται, ὅτι «σκληρόν τό πρός κέντρα λακτίζειν».
Νά ἐννοήσουμε ὅλοι  καλά κι’ ἐμεῖς οἰ Χριστιανοί ὅτι ἀκόμη καί ἄν κάνουμε καλά, ὅλα, ὅσα μᾶς ἔχει διατάξει εἴμαστε ἄχρεῖοι δοῦλοι, πολύ δέ περισσότερο, ὅσοι δέν πιστεύουμε  στό Χριστό.  Ὅλοι οἱ ἄπιστοι εἴμαστε βρωμερά σκουλίκια, γιοί τῆς Παραφροσύνης, γεννήματα ἐχιδνῶν καί οἱ ληστές μέ τό λευκό κολλάρο. Ὅλοι  εἴμαστε ἀμετανόητοι Σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ, ἐφόσον σταυρώνουμε τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς Του καί συνεπῶς εἴμαστε ὑπόδικοι στή Θεία Δικαιοσύνη.


Οἱ πιστοί Μαθητές τοῦ Χριστοῦ ὀφείλουμε νά εἴμαστε τό Φῶς τοῦ κόσμου, νά βλέπουν οἰ ἄνθρωποι τά φωτεινά μας ἔργα καί νά δοξάζουν τόν Θεόν.



Ἔφθασε, λοιπόν, ὁ καιρός νά μάθουν οἰ ἄνθρωποι ὅτι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι «τό Α΄ καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ  Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ».


Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν. Ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή, ὁ πάνσοφος Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών, ὁ Δίκαιος Κριτής, πού ἀποδίδει στόν καθένα ἀνάλογα μέ τά ἔργα του.
Εἶναι καιρός, πρίν νά εἶναι πάρα πολύ ἀργά, νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι, πιστοί καί ἄπιστοι, ὅτι «ὁ Θεός-Πατήρ τόν Υἱόν Αὐτοῦ(καί ὡς ἄνθρωπον) Αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὐπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί επιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΣ ΔΟΞΑΝ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ.

                                                          (Φιλιπ. 2, 9-11).




Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020

ΑΚΗΔΕΙΑ




Ψυχῆς νέκρωσις

Ι.- «Ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;»

Εἶναι ἀναντίλεκτη  ἀλήθεια, ὅτι μέρα μέ τήν ἡμέρα τό δαιμόνιον τῆς ἀκηδείας κερδίζει ἔδαφος μέσα τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Καί θά μέ ρωτήσετε ἴσως, τί εἶναι ἀκηδία;
Ἀλήθεια, δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν σᾶς πῶ ὅτι, ἡ ἀκηδία εἶναι βρωμερό  Πάθος, εἶναι μιά παθολογική κατάστασις  τῆς ψυχῆς, τό πιό φοβερό δαιμόνιο, πού ἀπομακρύνει τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν Θεόν καί ἀπό κάθε ἔργον ἀγαθόν. Εἶναι τελεία ἀδιαφορία, ἀδράνεια,ρᾳθυμία, χαύνωσις, νέκρωσις τῆς ψυχῆς, γιά κάθε τί τό πνευματικό καί συγχρόνως εἶναι κίνητρον τῆς ψυχῆς, γιά κάθε τί τό Κακόν, ἀντιστρατεύεται δηλαδή στό Θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος πού κυριεύεται ἀπό αὐτό τό πάθος τῆς ἀκηδίας ἀποφεύγει  κάθε κόπωσι σωματική καί πνευματική, περιέρχεται σέ μιά ἀλόγιστη χαλάρωσι  καί ἀδράνεια τοῦ πνεύματος. Εἶναι χλιαρός εἰς τήν Πίστιν. Δέν ἔχει ἀγάπην γιά τήν πνευματική ζωή. Κυριαρχεῖ στήν ψυχή του τό ἐπάρατον πνεῦμα τῆς ἀργίας, τῆς περιεργείας καί τῆς ἀργολογίας. Δέν προσεύχεται. Ζῆ σέ ἕνα νοσηρό φανταστικό κόσμο. Παραμελεῖ τά  σοβαρά καθήκοντά του καί κάθε πνευματική ἄσκησι. Εἶναι νωθρός, ἕνας ζωντανός νεκρός.



Ὁ Ὅσιος Νεῖλος, χαρακτηρίζοντας τήν ἀκηδία λέγει ὅτι ἡ ἀκηδία εἶναι «φιλία ἀερική, βημάτων περιαγωγός, φιλεργίας μῖσος, ἡσυχίας μάχη, ψαλμῳδίας ζάλη, εὐχῆς ὄκνος, ἀσκήσεως χαύνωσις, ἄωρος νυσταγμός, περιστρεφόμενος ὕπνος, κέλης μῖσος, πόνων ἀντίπαλος, καρτερίας ἀντίζυγος, μελέτης κήμωτρον(κημός, χαλινός, ἐμπόδιον), Γραφῶν ἀμαθία, λύπης μέτοχος, ὡρολόγιον πείνης» ( Πρός Εὐλόγιον, Migne P.G. 79,1144).
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος λέγει ὅτι «Ἀκηδία ἐστίν ὀλιγωρία ψυχῆς. Ὀλιγωρεῖ δέ ἡ ψυχή φιληδονίαν νοσοῦσα» (Φιλοκαλία Β΄ 219, να΄ ).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὁ συγγραφεύς τῆς «Κλίμακος», ὁρίζει τήν ἀκηδία ὡς ἑξῆς: «Ἀκηδία ἐστί πάρεσις ψυχῆς (παράλυσις τῆς ψυχῆς) καί νοός ἔκλυσις, ὀλιγωρία ἀσκήσεως (ὀκνηρία καί ἀδιαφορία πρός τήν ἄσκησι), μῖσος τοῦ ἐπαγγέλματος ( μισεῖ δηλ. τίς μοναστικές ὑποσχέσεις), κοσμικῶν μακαρίστρια (μακαρίζει τούς κοσμικούς) καί κατηγορεῖ τό Θεό ὅτι δέν εἶναι  εὔσπλαγχνος καί φιλάνθρωπος. Ἡ  ἀκηδία  προκαλεῖ «ἀτονία ψαλμῳδίας  καί ἀτονία κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς» (Μigne, P.G. 88, 857-  864).

ΙΙ.- Τό Φάρμακον κατά τοῦ πάθους τῆς ἀκηδίας.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος, πολύ χαρακτηριστικά μᾶς λέγει:
«Ἡ ἀκηδία, πασῶν τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων ἐπιδραττομένη, πάντα σχεδόν ὁμοθυμαδόν κινεῖ τά πάθη· διό καί πάντων τῶν ἄλλων παθῶν ἐστι βαρύτατον. Καλῶς οὖν ὁ Κύριος τό κατ’ αὐτῆς φάρμακον δεδωκώς, ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν, λέγει, κτήσασθε τάς ψυχάς ὑμῶν (Λουκ. κα΄ 19)» (Φιλοκλ.β΄10).



Τό φοβερό αὐτό πάθος κατατρώγει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί πολλοί πού καταλαμβάνονται ἀπό αὐτό τό δαιμόνιο, εἰσέρχονται σέ διάφορα ψυχιατρεῖα, σέ διάφορες νευρολογικές Κλινικές, γιά νά θεραπευθοῦν, χωρίς,  φυσικά, κανένα ἀποτέλεσμα, γιατί ἡ πάθησις εἶναι ψυχική. Καί πρέπει νά γίνῃ συνείδησις ὅτι μόνον ὁ Χριστός, «ὁ πανακής ἰατρός», μπορεῖ νά θεραπεύσῃ ὅλες τίς ἀρρώστιες μας, ψυχικές καί σωματικές, ἀρκεῖ νά πιστέψουμε Σ’ Αὐτόν, νά Τοῦ ἀνο’΄ιξουμε τήν καρδιά μας καί νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον της Ἀγάπης καί μέ τή βοήθεια τοῦ Πνευματικοῦ μας πατέρα, νά ἀγωνισθοῦμε σταυρώσουμε τή σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις  καί νά κάνουμε πρᾶξι τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἰς τό Ἐργαστήριον τοῦ Πνευματικοῦ, σ’ αὐτό τό ἐργαστήριον τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ψυχαναλύσεως, τῆς Ἀναλύσεως καί συνθέσεως τῆς ὑπάρξεως, συνεπικουρούσης τῆς ἀοράτου θείας Χάριτος, εὑρίσκει ἀνάπαυσι καί γαλήνη ψυχή μας, παίρνει  δύναμι μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ,  ἡ ἀσθενούσα μας ψυχή νά συνεχίσῃ νά ζῇ καί νά ἐργάζεται τό ἀγαθόν, νά ζῇ τή ζωή τῆς ἁγνότητος.


Μαθαίνει, μέ Προσευχή καί Νηστεία, νά νικᾷ, νά διώχνῃ τά δαιμόνια καί νά θεραπεύῃ τά δαιμονικά πάθη. Ἐφοδιάζεται, μέ τά κατάλληλα φάρμακα, πού εἶναι ἡ καυστική, ὀρθόδοξος Πίστις, ἡ θυσιαστική Ἀγάπη, ἡ Ὑπομονή, ἡ ἀδιάκοπη μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεου, ἡ ἀδιάλειπτη Προσευχή, ἡ συνεχής θεία Κοινωνία, ἡ μετάληψις τοῦ ἀχράντου σώματος καί τοῦ τιμίου  αἵματος τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι «τό φάρμακον τῆς ἀθανασίας ,τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν».
Μόνον ἔτσι ἡ ψυχή, θά ἐλευθερωθῇ, ὄχι μόνον ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τῆς ἀκηδίας, ἀλλά ἀπό ὅλα τά δαιμονικά Πάθη καί θά μάθη νά  ζῇ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, νά ζῇ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, νά περιπατεῖ ἐν ἀγάπῃ καί νά μένῃ ἐν τῇ ἀγάπῃ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.
Μόνον ἔτσι θά ἀξιωθῇ, ὑγιής, νά  ὑμνῇ καί νά δοξολογῇ τόν Κύριον, στόν ὁποῖον ἀνήκει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς ἀπεράντους αἰῶνας. ’Αμήν.



ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ



ΠΡΟΣ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΟΥΣ

ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΕΙΣ ΙΔΙΩΤΑΣ



Πολυαγαπητοί μου ἐπισκέπτες, Ἀγαπητά μου παιδιά, δίκαια ἔχετε στενοχωρηθῇ, πού, ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιδημίας τοῦ Κορωνοϊοῦ, βρέθηκαν μερικοί ὀλιγόπισοι καί δυστυχεῖς ἰδιῶτες, πού τόλμησαν νά μιλήσουν μέ ἀσέβεια, γιά τή ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. «Αὐτά τά λόγια ἀνάρμοστα καί βλασφημίες εἶναι» (Κ. Καβάφης).

Θεωρῶ, λοιπόν, Χρέος μου, νά πῶ σ’ αὐτούς δυό λόγια, μέ τήν ἐλπίδα... μήπως ἔλθουν σέ συναίσθησι καί μετανοήσουν. Καί παρακαλῶ τόν Κύριο νά προσθέσῃ σέ ὅλους μας πίστι καί νά μᾶς ἐλεήσῃ.

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ «ἐν σαρκί ἐληλυθώς», εἶναι «τό Α καί τό Ω, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ». Εἶναι ὁ πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών. Εἶναι τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν(Bene supremo), ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή. Εἶναι ὁ Πάνσοφος Δημιουργός του Σύμπαντος κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ἐξ ἀπείρου ἀγάπης. Εἶναι ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς καί τῆς Ἀθανασίας καί ἔρχεται κοντά μας καί ἀπαλύνει τόν πόνο μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας καί θεραπεύει τά τραύματά μας. Εἶναι ὁ μόνος, πού μᾶς ἀπομένει. Εἶναι ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό Μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Εἶναι ὁ Θεός μας, ὁ ἀληθινός Θεός. Εἶναι ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Ὁ λόγος Του εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία. Εἶναι ὁ Οὐράνιος ἄρτος, ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ.
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ πανακής ἰατρός, ὁ γιατρός γιά ὅλες τίς ἀρρώστιες. Καί γιά νά μᾶς προφυλάξῃ ἀπό κάθε Κακό καί νά μᾶς χαρίσῃ τήν ὑγείαν τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, μᾶς ἔδωσε τό παμφάρμακον. Μᾶς συνέστησε, μέ τρυφερότητα, νά μεταλαμβάνουμε, νά κοινωνοῦμε, εἰ δυνατόν,  καθημερινά, συνεχῶς τό ἄχραντον σῶμα Του καί τό Τίμιον Αἷμα Του, εἰς ὑγείαν ψυχῆς τε καί σώματος.





Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, λέγει ὅτι ὁ πιστός, ὅταν κοινωνεῖ, μεταλαμβάνει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι «τό φάρμακον τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν. Καί γίνεται «σύσσωμος καί σύναιμος μέ τόν Χριστόν, Θεοφόρος, Χριστοφόρος καί Πνευματοφόρος».



Πράγματικά ὁ πιστός, πού κοινωνεῖ ἄξια τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου, πού εἶναι ἠ Ἀνάστασις καί ἠ Ζωή,  ἑνώνεται μέ τόν Θεόν, καί  τοῦ δίδει ὁ Κύριος ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καί σκορπίων καί ἐπί πᾶσαν τήν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, ὥστε νά μή μπορεῖ τίποτε νά τόν βλάψῃ. Αὐτό εἶναι τό μέγα Μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ξένον καί παράδοξον μυστήριον, ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν. Δέν εἶναι ἀντικείμενον διεξεργασίας τῆς πεπερασμένης ἀνθρωπίνης λογικῆς. Εἶναι ὑπέρλογο.
Ὁ ἱερός Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, λέγει: «Μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες, παραπληκτήσωμεν» (Θά τρελλαθοῦμε).
 Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ:
«Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ἄνθρωπος ὤν Θεόν πολυπραγμονεῖς;»


Ἡ Θεία Κοινωνία  δέν ἀποτελεῖ κίνδυνον, γιά τούς πιστούς, ἀντίθετα εἶναι τό Φάρμακον τῆς ἀθανασίας, τό ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν καί ἡμεῖς κοινωνοῦμεν, κατ’ Οἰκονομίαν Θεοῦ, εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καί σώματος.  Εὐχαριστοῦμεν δέ καί δοξολογοῦμε τόν Κύριον, γιά τή θεϊκή Του συγκατάβασι.
Τά περισσότερα λόγια περιττεύουν. Ἄς τό καταλάβουμε ὅλοι. ΧΡΕΟΣ ΜΑΣ εἶναι ἡ Εὐχαριστία στό Θεό, πάντων ἕνεκεν.




Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΙΣΧΥΡΑ, ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΑ ΟΠΛΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ,



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ.



«Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἀδάμ λέγων· ἀπό παντός ξύλου (δένδρου) τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β΄ 15-17).


Ι.- Νόμος ποινικός, Νόμος Ἀγάπης.


Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, δημιούργησε τόν ἄνθρωπον, μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ.
Τόν τοποθέτησε στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, νά ἐργάζεται σ’ αὐτόν καί νά τόν φυλάσσῃ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη προειδοποιεῖ τόν ἄνθρωπον. Τό·  φυλάσσειν
ὑποκρύπτει τόν κίνδυνον ἀπωλείας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται μέ προσοχή, νά διατηρῇ τή σχέσι, τήν κοινωνία καί συνομιλία του μέ τόν Θεόν, νά ἀσκῆται καί νά προσέχῃ εἰς τήν πορεία του ἀπό τό· κατ’εἰκόνα εἰς τό·  καθ’ ὁμοίωσιν, ὥστε, διά τῆς ὑπακοῆς  εἰς τήν Ἐντολήν τοῦ Δημιουργοῦ του, νά διαφυλάσσῃ τόν παράδεισο, νά διαφυλάσσῃ τή σχέσι,τήν κοινωνίαν, συνομιλίαν καί ἕνωσίν του μέ τόν Θεόν Πατέρα. Νά μένῃ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16).
Ὁ Θεός διέταξε τόν Ἀδάμ λέγων· ἀπό κάθε δένδρο, πού ὑπάρχει ἐντός τοῦ παραδείσου μπορεῖ νά φάγῃς. Ἀπό τοῦ δένδρου ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀπαγορεύεται νά φάγητε, «οὐ φάγεσθε», νηστεύσατε  ἀπ’ αὐτοῦ. Κατά τήν ἡμέραν δέ κατά τήν ὁποίαν θά φάγητε καρπόν τοῦ δένδρου τούτου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε, θά τιμωρηθῆτε μέ τήν ποινήν τοῦ θανάτου, θά θανατωθῆτε, θά χωρισθῆτε ἀπό μένα, ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς, θά χάσετε τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Αὐτός εἶναι ὁ πρωταρχικός Νόμος τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε στούς πρωτοπλάστους. Εἷναι Νόμος «περί νηστείας» (Νηστεία, ἐκ τοῦ νή+ ἐσθίω, δέν ἐσθίω, δέν τρώγω: «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ».
Εἶναι δέ νόμος ποινικός, ἡ παράβασις τοῦ ὁποίου συνεπάγεται ποινήν, τήν ποινήν τοῦ Θανάτου:
«  δ’  ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».

ΙΙ.- Ὁ σκοπός τοῦ νόμου (ratio legis).

Σκοπός διά τόν ὁποῖον δόθηκε ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν ὁ νόμος, εἶναι    καθοδήγησι τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ἐργασίαν του στόν Παράδεισο, ὥστε, ὁδεύων ἀπό τό· κατ’εἰκόνα, εἰς τό· καθ’ ὁμοίωσιν, νά φθάσῃ ἐπιτυχῶς στό τέρμα τῆς πορείας του. Σκοπός, λοιπόν τοῦ νόμου: Νά κατορθώσῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, διά τῆς καλῆς χρήσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του,  μέ τή θέλησί του, τήν πνευματική του τελείωσι, τή Θέωσι, νά γίνῃ θεός κατά χάριν.
Πανάγαθος, ὡς στοργικός Πατέρας, παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπον, τοῦ παρέχει «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον» αὐτοῦ. Καί ἡ ὕλη αυτή, εἶναι ὁ Νόμος τῆς νηστείας · «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ». Κατέστησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κύριον πάντων τῶν δημιουργημάτων, κύριον πάσης τῆς κτίσεως. Παρέδωκε σ’ αὐτόν τά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς βασιλεύς τῆς κτίσεως, ἐνῷ μπορεῖ νά φάγῃ ἀπό κάθε δένδρο, πού ὑπάρχει στόν παράδεισο, σύμφωνα μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά φάγῃ μόνον ἀπό ἕνα δένδρον, ἀπό τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Αὐτό τό δένδρον εἶναι ἕνα σύνηθες δένδρον, καλόν, ὅπως ὅλα τά ἄλλα δένδρα τοῦ Παραδείσου.
«Τό γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», δέν εἶναι συστατικόν τοῦ δένδρου τούτου. Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί πονηροῦ δέν μεταδίδεται εἰς τόν ἄνθρωπον διά τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ, ὡς στοιχεῖον περιεχόμενον εἰς τόν καρπόν.
Τό «γινώσκειν καλόν καί πονηρόν» ἔγκειται εἰς τήν
θέσιν, τήν ὁποίαν λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ἔναντι τοῦ συγκεκριμένου δένδρου καί ἔναντι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Καλόν εἶναι ἡ τήρησις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἡ τήρησις τῆς Ἐντολῆς τῆς νηστείας: Ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν στόν Παράδεισο εἶναι δικά σου καί μπορεῖς νά τά ἀπολαύσῃς, μόνο  ἕνα εἶναι ἀπηγορευμένο, πρός διαφύλαξιν τοῦ Παραδείσου. Ὑπαγορεύεται ἀποφυγή καί κατανίκησις τοῦ πάθους τῆς Γαστριμαργίας, ἡ κατανίκησις τῆς πλεονεξίας, διότι τό πλέον ἔχειν τοῦ ὡρισμένου, εἶναι εἰδωλολατρία.
Κακόν εἶναι ἡ παράβασις τοῦ Νόμου, ἡ ἀθέτησις τῆς Θείας Ἐντολῆς. Ὁ ἅνθρωπος, ὡς λογικόν ὄν, δύναται νά διακρίνῃ τό καλόν ἀπό τοῦ κακοῦ. Καί, ὡς ἐλεύθερον ὄν, μπορεῖ νά πράττῃ τό καλόν ἤ τό κακόν καί ὡς λογικόν ὄν, ὀφείλει νά ἐκλέγῃ τό Καλόν.
Ὁ Νόμος χρησιμεύει ὡς ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον, ἀλλά καί «ὡς κριτήριον τῆς ὁλοκληρωτικῆς πίστεως αὐτοῦ πρός τόν Θεόν, ὡς κριτήριον τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης, τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς τελείας ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως τοῦ πλάσματος πρός τόν Πλάστην καί Εὐεργέτην καί Κύριον. Ἀποτελεῖ ἐπίσης  μαρτυρία μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά διαλέξῃ ἀνάμεσα στή ζωή καί τό θάνατο. Βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά ἀσκήσῃ τά θεῖα αὐτοῦ προσόντα (τό λογικόν καί τό αὐτεξούσιον), διά τῶν ὁποίων, οὐχί διά τῆς βίας ἤ ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτοπροαιρέτως καί ἐλευθέρως, μπορεῖ νά στερεωθῇ, νά παγιωθῇ εἰς τό ἀγαθόν καί νά φθάσῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, εἰς τήν ὑψίστην δυνατήν τελειότητα, εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδή, νά ὁμοιωθῇ μέ τό Θεόν.
Θά μποροῦσε ἔτσι ὁ Πρωτόπλαστος, διά τῆς ὑπακοῆς, νά φυλάξῃ τόν Παράδεισο, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Ὅπως, διά τῆς ὑπακοῆς τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά διαφυλάττῃ τόν Παράδεισο στή ζωή του, νά μένῃ ἐν τῇ ἀγάπῃ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.
Ἡ Τήρησις τῆς Ἐντολῆς συντηρεῖ τούς Πρωτοπλάστους εἰς τήν Ζωήν, «ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς», εἰς ἀδιάλειπτη, διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τόν Πανάγιον Θεόν. Ὁ Ἀδάμ ὅμως κυριεύθηκε ἀπό τό πάθος
τῆς Γαστριμαργίας, καί ὡς πλεονέκτης καί κοιλιόδουλος, ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τή φθορά. Μέ τή θέλησί του ἔχασε τόν Παράδεισο. Δέν νήστευσε.
Θά μποροῦσε ὁ πρωτόπλαστος, ὅπως μπορεῖ  κάθε ἄνθρωπος νά  διαφυλάξῃ τή διατήρησι, τήν αὔξησι καί τελείωσι ὅλων τῶν χαρισμάτων καί χαρακτηριστικῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τά ὁποῖα, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, εἶναι «Καθαρότης, ἀπάθεια, μακαριότης, κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις». Τά χαρίσματα, πού μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεός, μποροῦμε νά τά διαφυλάξουμε διά τῆς ὐπακοῆς τῆς Ἐντολῆς, μέ Προσευχή καί Νηστεία.
Ἡ Προσευχή, γιά νά εἶναι πραγματική, ἀδιάλειπτη συνομιλία μέ τόν Θεόν, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἀληθινήν, τήν εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεόν Νηστεία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε καί χάνει τόν Παράδεισο, χάνει τήν ἐπικοινωνία, σχέσι καί ἕνωσί του μέ τόν Θεόν κάθε φορά πού ἀθετεῖ τήν Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δέν νηστεύει. Ὅταν κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά του πάθη, ὅταν ὑψώνει τήν κοιλίαν του ὑπεράνω τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πρωτόπλαστος, κυριεύθηκε ἀπό τήν Γαστριμαργία, τήν κοιλιοδουλία. Παρήκουσε καί διά τῆς παρακοῆς, ἀπεμακρύνθην ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἀπώλεσε τά χαρίσματα τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος καί ἐπέφερεν εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά καί εἰς ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον Γένος, τόν θάνατον.

ΙΙΙ. Τύπος ἐν πᾶσιν ὁ Χριστός.




νέος ἄνθρωπος, ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἔρχεται κοντά μας, ὡς τύπος καί ὑπογραμμός, σέ ὅλους καί σέ ὅλα, καί ἄρχεται τοῦ κοσμοσωτηρίου ἔργου Του, διά τῆς τηρήσεως τῆς Ἐντολῆς, τήν ὁποίαν παρέβη ὁ Πρωτόπλαστος, ὁ πρῶτος, ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
Ὁ Κύριος ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας, «ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ». Κανείς  συνετός πιά δέν ἀμφιβάλλει, γιά τό πόσο σημαντική εἶναι ἡ νηστεία  στή ζωή μας. Ὁ Χριστός, μέ τό παράδειγμά Του μᾶς διδάσκει τή μεγίστη ἀξία καί σπουδαιότητα  τῆς Νηστείας, γιά τή ζωή μας, γιά τήν πραγματική εὐτυχία καί τήν πνευματική μας τελείωσι.
Χρειάζεται ὅμως νά ἐξετάσουμε τό· τί εἶναι ὀρθόδοξος νηστεία; Ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς νηστείας; Εἰς τί συνίσταται;
Εἶναι νηστεία μόνον ἡ ἀποχή ἀπό ὡρισμένα φαγητά, σέ καθωρισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡμέρες; Εἶναι νηστεία ἡ ἀλλαγή τῶν φαγητῶν; Ἀσφαλῶς ΟΧΙ.
Κατά τήν ὀρθόδοξον ἄποψιν, ΝΗΣΤΕΙΑ εἶναι:
«Ἡ τοῦ Χριστοῦ μίμησις, ἡ τῶν Ἀγγέλων ὁμοίωσις, ἡ τῶν δικαίων ὁμόσκηνος, ἡ τροφός τῶν ἀρετῶν, ὁ τοῦ βίου σωφρονισμός, ἡ πρός Θεόν παρρησία». Εἶναι ἡ βασικώτερη προϋπόθεσις τῆς πραγματικῆς Προσευχῆς, τῆς ἀδιαλείπτου ἐπικοινωνίας καί συνομιλίας μέ τόν Θεόν.
Νηστεία δέν εἶναι ἡ ἀλλαγή τῶν τροφῶν, ἀλλά ἡ ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν, ἡ κατανίκησις τοῦ πάθους τῆς Γαστριμαργίας, κυρίως δέ εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό  τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία. Ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου νηστείας.
Ἡ ὀρθόδοξος νηστεία βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά κυριεύσῃ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός, νά νεκρώσῃ τά μέλη αὐτοῦ τά ἐπί τῆς γῆς, νά σταυρώσῃ τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις καί νά ἀκολουθῇ τό Ἀρνίον, τόν Χριστόν, ὅπου ἄν ὑπάγῃ. Ἡ ἀληθινή νηστεία ἀνεβάζει τόν πιστόν πάνω ἀπό τά γήϊνα. Καλλιεργεῖ στήν ψυχή μας τή λαχτάρα, γιά τά πνευματικά, τά ἄφθαρτα καί αἰώνια. Ξεριζώνει μέσ’ ἀπό τήν ψυχή μας τό σαρκικό φρόνημα, πού εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο. Ὑψώνει τόν ἄνθρωπον  εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως. Μᾶς ἀξιώνει νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Οὐρανίου Πατρός  καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του, ὅπως συνομιλῇ ὁ φίλος μέ τόν φίλον του.
Ἡ ὀρθόδοξος, κατά τό Εὐαγγέλιον, νηστεία, συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν Ἐλεημοσύνην. Ἡ νηστεία «ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν» καί δίδει πτερά εἰς τήν Προσευχήν.
Ἡ ὀρθόδοξος, ἡ κατά τό εὐαγγέλιον Νηστεία εἶναι χαλινός παθῶν, δύναμις κατανικῶσα πάσας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἀποσβενύουσα πάντα τοῦ πονηροῦ τά πεπυρωμένα βέλη.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Ὁρᾷς τί ποιεῖ ἡ νηστεία, καί νόσους θεραπεύει, καί ῥεύματα σωματικά ξηραίνει, καί δαίμονας ἐκβάλλει, καί λογισμούς πονηρούς ἀποδιώκει, καί τόν νοῦν λαμπρότερον ποιεῖ, καί καρδίαν καθαράν, καί σῶμα ἡγιασμένον, καί τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ παρίστησι τόν ἄνθρωπον» (Περί Παρθενίας, ΒΕΠΕΣ 33,62,32-35).
Διά τῆς νηστείας ὁ Μωϋσῆς συνόμιλος τῷ Κτίστῃ  γενόμενος, ἐξ οὐρανοῦ τόν Νόμον κατήνεγκεν. Διά τῆς νηστείας ὁ Ἠλίας, ἐν πυρφόρῳ ἅρματι εἰς οὐρανόν ἀνελήφθη. Διά τῆς νηστείας οἱ τρεῖς παῖδες, τό πῦρ εἰς δρόσον μετέβαλον. Διά τῆς νηστείας, ὁ Δανιήλ ἔφραξε τά στόματα τῶν λεόντων. Διά τῆς νηστείας, οὐχί τῆς φαρισαϊκῆς, οὐχί τῆς ὑποκριτικῆς, ἀλλά διά τῆς νηστείας ἐκείνης, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ὑπέδειξεν. Διά τῆς νηστείας δηλαδή, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν,  μέ σκοπόν α)τήν ἀποχή ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων, καί β) τήν ἐπιτέλεσιν ἁγιωσύνης ἐν φόβῳ Θεοῦ, καί τήν ἐν Χριστῷ Ἐλεημοσύνην.
Ἡ νηστεία, ὅπως εἴπαμε, νοεῖται ὡς ὑπακοή εἰς τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ὡς τοιαύτη δέ εἶναι ἡ μητέρα καί ὁ φύλακας πασῶν τῶν ἀρετῶν.
Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας ὁρίζει σαφῶς τί ὁ Θεός θέλει ὡς νηστείαν, καί συμβουλεύει μαζί μέ τήν ἀποχή ἀπό τήν πολυφαγία καί τήν κατά Θεόν ζωήν, καί λέγει: «Λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας... καί ἔσται ὁ Θεός σου μετά σοῦ διά παντός» (Ἡσ. 58,2-11).
Γι’αὐτό Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Νηστεία καί ἱλασμοῦ ὁ καιρός, οὐ μόνον τῆς τῶν βρωμάτων ἀποχῆς, ἀλλά καί τῆς τῶν ἁμαρτιῶν ἀπαλλαγῆς. Ἀπαλλάξαντες τοίνυν ἑαυτούς ἀπό πάσης ἁμαρτίας, προθύμως νηστεύσωμεν».
ἱερός Χρυσόστομος ζητεῖ: «Νηστείαν βρωμάτων καί ἀποχή ἁμαρτημάτων. Ἐάν γάρ τό στόμα σου νηστεύῃ, αἱ δέ χεῖρες σου τά ἀλλότρια ἁρπάζουσιν, ἀκούεις; <Οὐ ταύτην τήν νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος>». Ἑπομένως, ὅπως ὀρθῶς ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «Οὐκ ἐξαρκεῖ καθ’ ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν εὐάρεστον τῷ Θεῷ.
Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν ἀληθής».
Τό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, δέν  ἔρχεται νά ἐξαφανίσῃ τό σῶμα, διότι τό θεωρεῖ «ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος». Φροντίζει γι’ αὐτό καί διά τῆς νηστείας, ἡ ὁποία συντελεῖ εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς ὑγείας τοῦ σώματος. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι τό γεγονός ὅτι ὄχι μόνον  ἡ παλαιά. ἀλλά καί ἡ σύγχρονος Ἰατρική ἐπιστήμη, παρέλαβεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τήν νηστείαν καί τήν ἐπιβάλλει, ὡς μέσον θεραπευτικόν σχεδόν ὅλων τῶν ἀσθενειῶν.
Ἡ ὀρθόδοξος νηστεία, ὡς ἀποξένωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν, ὡς κατανίκησις τοῦ Πάθους τῆς Γαστριμαργίας, ἀποτελεῖ ὄντως μοναδικόν καί ἀποτελεσματικόν Θεραπευτικόν μέσον πασῶν τῶν ἀσθενειῶν, ψυχικῶν καί σωματικῶν.
Ὀφείλω δέ νά σημειώσω ἐδῶ ὅτι ἡ νηστεία , ὡς ἀποχή ἀπό τῶν φαγητῶν, δέν πρέπει νά ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς δυνάμεως ἑνός ἑκάστου.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι «Σοῦ οὖν ἡ νηστεία μέτρον ἐχέτω». Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι:
«Ἐγκράτεια ἀρίστη ἡ ἑκάστῳ μετρουμένη πρός τήν τοῦ σώματος δύναμιν». Καί, ὅπως ὀρθῶς τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, πού ἀναγκάζεται νά μή νηστεύσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενικῆς του κράσεως, θά τύχῃ συγγνώμης. Ἀλλά ἐκεῖνος, πού δέν διορθώνει τά λάθη του, τά ἁμαρτήματά του δέν θά συγχωρηθῇ ποτέ».
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δῶσε μας τή Χάρι Σου, νά ἀκολουθοῦμε πιστά τά Χνάρια Σου. Δῶσε μας τή δύναμι νά νηστεύουμε τήν ἀληθινήν νηστεία, ὥστε καί ἡ Προσευχή μας νἆναι πραγματική, ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν οὑράνιον Πατέρα καί ἀξίωσέ μας, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, ἀσιγήτως, νά σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.






















Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2020

ΞΕΝΤΥΘΗΚΕ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΤΗΣ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ




ΚΑΙ ΝΤΥΘΗΚΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗ ΦΘΟΡΑ

ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΟΗΣ



Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» (Γενέσ. α΄ 26-28), μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν. Τοῦ χάρισε τόν νοῦν, γιά νά διακρίνῃ τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί ἐλευθερίαν, γιά νά μπορῇ νά ἐκλέγῃ καί νά εἶναι ὑπεύθυνος τῆς ἐκλογῆς Του. Τόν προίκισε, δηλαδή, μέ τό δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν, καί μέ τό δυνατόν  τοῦ μή ἀποθανεῖν.

Πανάγαθος τοποθέτησε τόν ἄνθρωπον στόν Παράδεισον τῆς τρυφῆς «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν»(Γενέσ. β΄ 15). Ὡς φιλάνθρωπος καί στοργικός Πατέρας, ὁ Θεός προσφέρει στά πλάσματά Του «Ὕλην εἰς αὐτεξούσιον» τήν Ἐντολήν: «Ἀπό παντός  ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ. Ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γενέσ. β΄ 16-17).
Συμβουλεύει δέ ὁ Πάνσοφος καί Φιλάνθρωπος, ὡς στοργικός Πατέρας, τά πλάσματά Του, «ἐργάζεσθαι αὐτόν (τόν Παράδεισον) καί φυλάσσειν». Τό «φυλάσσειν» εἶναι προειδοποίησις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τοῦ συνιστᾶ νά προσέχῃ καί νά ἐργάζεται, γιά νά φυλάσσῃ τά κάλλη τοῦ παραδείσου, διότι ὑπάρχει κίνδυνος ἀπωλείας. Ὑπάρχει κίνδυνος νά χάσῃ τόν Παράδεισο, ἀπό κακή χρῆσι του νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἐργασία τοῦ ἀνθρώπου, στόν Παράδεισο συνίσταται εἰς τήν τήρησι τῆς Ἐντολῆς. Τό «φυλάσσειν» σημαίνει τήρησι τῆς Ἐντολῆς. Ὑπακοή.
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός θέτει ὅρους ἐπιστροφῆς καί ἐπανακτήσεως τοῦ Παραδείσου τήν τήρησιν τῶν Ἐντολῶν τῆς ἀγάπης. Προτάσσει δέ τήν ἀμνησικακίαν, τήν νηστείαν καί τήν ἐλεημοσύνην(Ματθ.στ΄14-21).
 Μέ τήν τήρησι τῶν Ἐντολῶν αὐτῶν εἰσέρχεται καί πάλιν εἰς τόν Παράδεισον «ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν».

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον χοῦν ἀπό τῆς γῆς καί «ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς (καί «διά τοῦ θείου αὐτοῦ ἐμφυσήματος »), ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν» (Γενές. β΄7). Συνεπῶς, μέ τήν ψυχή του εἶναι ὅμοιος μέ τόν Θεόν, δηλαδή ἔχει τή δύναμι, μέ τόν νοῦν του νά γνωρίζῃ τόν Θεόν, μέ τήν καρδιά καί τή θέλησί του νά λατρεύῃ τόν Δημιουργόν του καί νά τόν εὐγνωμονῇ γιά τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού τοῦ ἔδωσε,  καί μέ τήν ἀθάνατη ψυχή του, δύναται νά γίνῃ μέτοχος τῆς μακαριότητος τοῦ Θεοῦ.


Ὁ ἄνθρωπος ὅμως «ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτῆς» (Ψαλμ. 48, 13, 21). Δέν κατενόησε ὁ δυστυχής τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ. Ἔκανε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του. Δέν ἄκουσε τήν Πατρική συμβουλή, νά τηρήσῃ τήν Ἐντολήν καί νά γίνῃ ἀθάνατος. Αὐτός παρέβη τήν Ἐντολήν, ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του, λέγει ὁ Δαυῒδ, μέ τά ἀνόητα κτήνη, πού δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν, ἐξισώθη μέ τά ἄλογα κτήνη καί ἔγινε ὅμοιος μέ αὐτά. Καί αὐτή ἡ ἀνόητος παραβατική συμπεριφορά, δυστυχῶς, χαρακτηρίζει τή ζωή ὅλων μας. Δέν κατανοοῦμε τή τιμήν μέ τήν ὁποίαν μᾶς τιμᾷ ὁ Θεός, καί χάνουμε τήν θέσι μας κοντά στό Θεό. Χάνουμε τή Χάρι Του καί βυθιζόμαστε στό βυθό τοῦ ᾏδου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ πρωτόπλαστος. Δέν τήρησε τήν Ἐντολήν τῆς Ἀγάπης, καί, διά τῆς παρακοῆς, ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τή φθορά καί τό Θάνατο. Δέν ἐργάσθηκε, γιά νά φυλάξῃ τόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ καί ἔχασε τόν Παράδεισο. Ἔχασε τήν ἡτοιμασμένην δι' αὐτόν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου.


Καί τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Εἶναι ἀσφαλῶς ὁ Θεός, ἡ μυστική , ἡ πνευματική σχέσις,  κοινωνία καί ἕνωσις μέ τόν Θεόν. Εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη συνομιλία μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Παράδεισος εἶναι ἡ ἀδιατάρακτος καί αἰώνιος, διά θέας, ἀπόλαυσις τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Παράδεισος εἶναι νά στεριώσουμε, μέ τή θέλησί μας στή θέσι, πού μᾶς ἔταξεν ὁ Θεός, νά σταθῇ δηλαδή, κάθε πιστός ἄνθρωπος, μέ καθαρή καρδιά, «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» καί νά συνομιλῇ αἰωνίως μέ τόν Τριαδικόν Θεόν, ὅπως συνομιλεῖ ὁ φίλος μέ τόν φίλον του, «ὡς εἴ τις λαλήσει πρός τόν ἑαυτοῦ φίλον» (Ἔξοδ.  33,11).


Σέ  αὐτή τή θέσι  μᾶς τάσσει ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, διότι «ὁ Θεός πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τιμόθ. β΄4).
Παράδεισος  εἶν’ ὁ Χριστός. Καί ἡ ἕνωσίς μας μαζί Του, πραγματοποιεῖται, διά τῆς τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν, διά τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἀπόδειξις τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Δημιουργόν του. Διά τῆς ὑπακοῆς πλουτοῦμε εἰς Θεόν, θησαυρίζουμε θησαυρούς ἐν οὐρανῷ.
«Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16) Ὁ ἄνθρωπος μένει ἐν τῇ ἀγάπῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, ἡ ὁποία εἶναι ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης μας στό Θεό. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἡ Ὁδός τῆς ζωῆς, πού μᾶς ὁδηγεῖ πρός τόν Πατέρα.
ἀμνησικακία, εἶναι ὐπακοή στήν Ἐντολήν νά συγχωρούμε μέ τήν καρδιά μας ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιά νά συγχωρήσῃ καί ὁ Θεός τά δικά μας παραπτώματα.
Ἡ εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό ἀληθινή νηστεία ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν καί δέν γίνεται πρός τό θεαθῆναι, ἀλλά ἐν τῷ κρυπτῷ, εἶναι ἡ μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν Ἐλεημοσύνην, εἶναι οἱ ἀπαραίτητοι Ὅροι, γιά νά φυλάξουμε τόν Παράδεισο. Εἶναι ἡ ἀγάπη στήν πρᾶξι.
Ὁ Χριστός, ἡ ἐνσάρκωσις τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ,γιά τόν ἄνθρωπο, ἔγινε ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Ὑπόδειγμα, τύπος καί ὑπογραμμός ὑπακοῆς πρός τόν Πατέρα, γιά  νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του, νά ἐπανακτήσουμε τόν Παράδεισο, τήν ἕνωσί μας μέ τόν Οὐράνιον πατέρα καί νά μένουμε ἐν τῇ ἀγάπῃ,  ἐν τῷ Θεῷ, καί ὁ Θεός ἐν ἡμῖν.


Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι χάνουμε τόν Παράδεισο, χάνουμε τή ζωή, βυθιζόμαστε εἰς «ἰλύν βυθοῦ», βυθιζόμαστε στό Βόρβορο τῆς Ὕλης. Ἀρνούμαστε τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν, τήν Πηγήν τοῦ Ζῶντος ὕδατος, καί λατρεύουμε τό Βόρβορο, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ἡ παρακοή στό Νόμο τῆς γνήσιας Ἀγάπης, μᾶς ὁδηγεῖ στό Θάνατο, μᾶς χωρίζει ἀπό τό Θεό καί μεταξύ μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Ἡ ὑπακοή μᾶς συμφιλιώνει μέ τόν Θεόν, μᾶς ἐπανεισάγει εἰς τόν Παράδεισο.
Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι μέ τήν Παραβατική, τήν προβληματική μας συμπεριφορά, διά τῆς παρακοῆς τῆς Ἐντολῆς τῆς Ἀγάπης, ὁδηγούμαστε ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσο τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Ἀποβάλλουμε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντυνόμαστε τό ἔνδυμα τῆς φθορᾶς καί τοῦ Θανάτου.
Εἷναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς μας νά ξεντυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον με τίς αἰσχρές του πράξεις (Κολοσ. γ΄ 9)  καί νά ἐνδυθοῦμε τήν  ἀφθαρσίαν καί τήν ἀθανασίαν (Α΄ Κορινθ. ιε΄ 53-54), νά ἐνδυθοῦμε τόν νέον, τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν Χριστόν (Γαλάτ.γ΄27.Κολος. γ΄10) καί νά ζοῦμε «εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ», νά περιπατοῦμε ἐν ἀγάπῃ, ὅπως Χριστός, καί νἆναι ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος.
 Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν κοιλάδα τοῦ Κλαυθμῶνος, νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «εἰς ζωῆς πηγάς ὑδάτων» καί νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τόν Παράδεισο, νά κάνῃ τήν ψυχή καί ζωή μας παράδεισο. Ἔρχεται καί μᾶς συμφιλιώνει καί  μᾶς ἑνώνει μέ τόν Οὐράνιον Πατέρα, μέ τό πανάγιον Αἷμα Του καί, εἰλικρινά μετανοιωμένους, μᾶς ἐνδύει μέ τήν πρώτην στολήν καί  μᾶς ὑψώνει, μᾶς δοξάζει καί  μᾶς στήνει μαζί Του εἰς τά δεξιά τοῦ Θεοῦ καί Πατρός.



Εἷναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι τό μονο, πού μᾶς ἀπομένει εἶναι ὁ Χριστός, πού σταυρώθηκε γιά μᾶς. Αὐτός καί μόνο Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, Αὐτός εἶναι ἡ μόνη μας παρηγοριά, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Ἐκτός ἀπό Αὐτόν δέν ἔχουμε καί δέν θέλουμε νά ἔχουμε ἄλλον κανέναν. Αὐτός γιά μᾶς εἶναι τό Ὑπέρτατον Ἀγαθόν, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ Αὐτοζωή, ὁ Θησαυρός τῶν Θησαυρῶν. Αὐτός,  ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών, εἶναι ὁ Παράδεισός μας. 


Αὐτός δίνει νόημα καί περιεχόμενον στή ζωή μας. Ἄν ὑπάρχουμε, ὑπάρχουμε χάρις Σέ Αὐτόν. Καί εἶναι πλέον ἤ  βέβαιον ὅτι «ἐν αὐτῷ γάρ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πράξ. ιζ΄28) καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε καλά ὅτι ὀφείλουμε νά εὐγνωμονοῦμε καί νά εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν, μέ πράξεις ἀγάπης πρός τόν πλησίον, διότι ὁ Κύριός μας εἶναι ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Ἀγάπης.


Ὁ Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη, γιά νά μάθουμε και’ ἐμεῖς νά ζοῦμε καί νά πεθαίνουμε γι’ Αὐτόν καί γιά τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς Του. Καί ὅπως Αὐτός, ἔτσι κι’ ἐμεῖς, ὀφείλουμε νά προσφέρουμε στό Θεό τόν ἑαυτόν μας, γιά τούς συνανθρώπους μας. Μόνον ἔτσι θά μπορέσουμε νά φυλάξουμε τόν Παράδεισο. Μόνον ἔτσι, ὡς κλήματα ἑνωμένα μέ τήν ἄμπελον τήν ἀληθινήν, θά φέρουμε καρπόν πολύν.
Ἄς παρακαλέσουμε, λοιπόν, τόν Κύριον νά μᾶς ἀξιώσῃ νά διαφυλάξουμε τόν Παράδεισο. Νά διαφυλάξουμε τό ἔνδυμα ἀπό βύσσινον λαμπρόν καθαρόν, πού μᾶς χάρισε, μέ τή Θυσία Του. Νά μᾶς ἀξιώσῃ νά εἴμαστε πάντοτε, μέ τή γνήσια ἀγάπη, ἑνωμένοι μαζί Του καί, ἀσιγήτως,  νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, διότι Σ’ Αὐτόν καί Μόνον Σ’Αὐτόν, σύν τῷ πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.