Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020

ΙΣΧΥΡΑ, ΑΚΑΤΑΜΑΧΗΤΑ ΟΠΛΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ,



Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ.



«Καί ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν. Καί ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἀδάμ λέγων· ἀπό παντός ξύλου (δένδρου) τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ· ᾗ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε» (Γεν. β΄ 15-17).


Ι.- Νόμος ποινικός, Νόμος Ἀγάπης.


Ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, δημιούργησε τόν ἄνθρωπον, μικρόν Θεόν, μικρόν δημιουργόν, κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ.
Τόν τοποθέτησε στόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς, νά ἐργάζεται σ’ αὐτόν καί νά τόν φυλάσσῃ. Ἡ ἄπειρη ἀγάπη προειδοποιεῖ τόν ἄνθρωπον. Τό·  φυλάσσειν
ὑποκρύπτει τόν κίνδυνον ἀπωλείας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος νά ἐργάζεται μέ προσοχή, νά διατηρῇ τή σχέσι, τήν κοινωνία καί συνομιλία του μέ τόν Θεόν, νά ἀσκῆται καί νά προσέχῃ εἰς τήν πορεία του ἀπό τό· κατ’εἰκόνα εἰς τό·  καθ’ ὁμοίωσιν, ὥστε, διά τῆς ὑπακοῆς  εἰς τήν Ἐντολήν τοῦ Δημιουργοῦ του, νά διαφυλάσσῃ τόν παράδεισο, νά διαφυλάσσῃ τή σχέσι,τήν κοινωνίαν, συνομιλίαν καί ἕνωσίν του μέ τόν Θεόν Πατέρα. Νά μένῃ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16).
Ὁ Θεός διέταξε τόν Ἀδάμ λέγων· ἀπό κάθε δένδρο, πού ὑπάρχει ἐντός τοῦ παραδείσου μπορεῖ νά φάγῃς. Ἀπό τοῦ δένδρου ὅμως τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, ἀπαγορεύεται νά φάγητε, «οὐ φάγεσθε», νηστεύσατε  ἀπ’ αὐτοῦ. Κατά τήν ἡμέραν δέ κατά τήν ὁποίαν θά φάγητε καρπόν τοῦ δένδρου τούτου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε, θά τιμωρηθῆτε μέ τήν ποινήν τοῦ θανάτου, θά θανατωθῆτε, θά χωρισθῆτε ἀπό μένα, ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς, θά χάσετε τόν Παράδεισο τῆς τρυφῆς.
Αὐτός εἶναι ὁ πρωταρχικός Νόμος τοῦ Θεοῦ, πού δόθηκε στούς πρωτοπλάστους. Εἷναι Νόμος «περί νηστείας» (Νηστεία, ἐκ τοῦ νή+ ἐσθίω, δέν ἐσθίω, δέν τρώγω: «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ».
Εἶναι δέ νόμος ποινικός, ἡ παράβασις τοῦ ὁποίου συνεπάγεται ποινήν, τήν ποινήν τοῦ Θανάτου:
«  δ’  ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε».

ΙΙ.- Ὁ σκοπός τοῦ νόμου (ratio legis).

Σκοπός διά τόν ὁποῖον δόθηκε ἀπό τόν Πανάγιον Θεόν ὁ νόμος, εἶναι    καθοδήγησι τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ἐργασίαν του στόν Παράδεισο, ὥστε, ὁδεύων ἀπό τό· κατ’εἰκόνα, εἰς τό· καθ’ ὁμοίωσιν, νά φθάσῃ ἐπιτυχῶς στό τέρμα τῆς πορείας του. Σκοπός, λοιπόν τοῦ νόμου: Νά κατορθώσῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, διά τῆς καλῆς χρήσεως τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας του,  μέ τή θέλησί του, τήν πνευματική του τελείωσι, τή Θέωσι, νά γίνῃ θεός κατά χάριν.
Πανάγαθος, ὡς στοργικός Πατέρας, παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπον, τοῦ παρέχει «Ὕλην εἰς τό αὐτεξούσιον» αὐτοῦ. Καί ἡ ὕλη αυτή, εἶναι ὁ Νόμος τῆς νηστείας · «Οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ». Κατέστησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κύριον πάντων τῶν δημιουργημάτων, κύριον πάσης τῆς κτίσεως. Παρέδωκε σ’ αὐτόν τά πάντα. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς βασιλεύς τῆς κτίσεως, ἐνῷ μπορεῖ νά φάγῃ ἀπό κάθε δένδρο, πού ὑπάρχει στόν παράδεισο, σύμφωνα μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά φάγῃ μόνον ἀπό ἕνα δένδρον, ἀπό τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Αὐτό τό δένδρον εἶναι ἕνα σύνηθες δένδρον, καλόν, ὅπως ὅλα τά ἄλλα δένδρα τοῦ Παραδείσου.
«Τό γινώσκειν καλόν καί πονηρόν», δέν εἶναι συστατικόν τοῦ δένδρου τούτου. Ἡ γνῶσις τοῦ καλοῦ καί πονηροῦ δέν μεταδίδεται εἰς τόν ἄνθρωπον διά τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ, ὡς στοιχεῖον περιεχόμενον εἰς τόν καρπόν.
Τό «γινώσκειν καλόν καί πονηρόν» ἔγκειται εἰς τήν
θέσιν, τήν ὁποίαν λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος ἔναντι τοῦ συγκεκριμένου δένδρου καί ἔναντι τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Καλόν εἶναι ἡ τήρησις τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Ἡ τήρησις τῆς Ἐντολῆς τῆς νηστείας: Ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν στόν Παράδεισο εἶναι δικά σου καί μπορεῖς νά τά ἀπολαύσῃς, μόνο  ἕνα εἶναι ἀπηγορευμένο, πρός διαφύλαξιν τοῦ Παραδείσου. Ὑπαγορεύεται ἀποφυγή καί κατανίκησις τοῦ πάθους τῆς Γαστριμαργίας, ἡ κατανίκησις τῆς πλεονεξίας, διότι τό πλέον ἔχειν τοῦ ὡρισμένου, εἶναι εἰδωλολατρία.
Κακόν εἶναι ἡ παράβασις τοῦ Νόμου, ἡ ἀθέτησις τῆς Θείας Ἐντολῆς. Ὁ ἅνθρωπος, ὡς λογικόν ὄν, δύναται νά διακρίνῃ τό καλόν ἀπό τοῦ κακοῦ. Καί, ὡς ἐλεύθερον ὄν, μπορεῖ νά πράττῃ τό καλόν ἤ τό κακόν καί ὡς λογικόν ὄν, ὀφείλει νά ἐκλέγῃ τό Καλόν.
Ὁ Νόμος χρησιμεύει ὡς ὕλη εἰς τό αὐτεξούσιον, ἀλλά καί «ὡς κριτήριον τῆς ὁλοκληρωτικῆς πίστεως αὐτοῦ πρός τόν Θεόν, ὡς κριτήριον τῆς ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης, τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς τελείας ἀγάπης καί ἀφοσιώσεως τοῦ πλάσματος πρός τόν Πλάστην καί Εὐεργέτην καί Κύριον. Ἀποτελεῖ ἐπίσης  μαρτυρία μεταξύ ζωῆς καί θανάτου. Βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά διαλέξῃ ἀνάμεσα στή ζωή καί τό θάνατο. Βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά ἀσκήσῃ τά θεῖα αὐτοῦ προσόντα (τό λογικόν καί τό αὐτεξούσιον), διά τῶν ὁποίων, οὐχί διά τῆς βίας ἤ ἐξ ἀνάγκης, ἀλλά αὐτοπροαιρέτως καί ἐλευθέρως, μπορεῖ νά στερεωθῇ, νά παγιωθῇ εἰς τό ἀγαθόν καί νά φθάσῃ, διά τῆς ὑπακοῆς, εἰς τήν ὑψίστην δυνατήν τελειότητα, εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδή, νά ὁμοιωθῇ μέ τό Θεόν.
Θά μποροῦσε ἔτσι ὁ Πρωτόπλαστος, διά τῆς ὑπακοῆς, νά φυλάξῃ τόν Παράδεισο, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου κάλλους τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Ὅπως, διά τῆς ὑπακοῆς τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καί κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά διαφυλάττῃ τόν Παράδεισο στή ζωή του, νά μένῃ ἐν τῇ ἀγάπῃ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.
Ἡ Τήρησις τῆς Ἐντολῆς συντηρεῖ τούς Πρωτοπλάστους εἰς τήν Ζωήν, «ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς», εἰς ἀδιάλειπτη, διαρκῆ ἐπικοινωνία μέ τόν Πανάγιον Θεόν. Ὁ Ἀδάμ ὅμως κυριεύθηκε ἀπό τό πάθος
τῆς Γαστριμαργίας, καί ὡς πλεονέκτης καί κοιλιόδουλος, ξεντύθηκε τό ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας καί ντύθηκε τή φθορά. Μέ τή θέλησί του ἔχασε τόν Παράδεισο. Δέν νήστευσε.
Θά μποροῦσε ὁ πρωτόπλαστος, ὅπως μπορεῖ  κάθε ἄνθρωπος νά  διαφυλάξῃ τή διατήρησι, τήν αὔξησι καί τελείωσι ὅλων τῶν χαρισμάτων καί χαρακτηριστικῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, τά ὁποῖα, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, εἶναι «Καθαρότης, ἀπάθεια, μακαριότης, κακοῦ παντός ἀλλοτρίωσις». Τά χαρίσματα, πού μᾶς ἔδωκεν ὁ Θεός, μποροῦμε νά τά διαφυλάξουμε διά τῆς ὐπακοῆς τῆς Ἐντολῆς, μέ Προσευχή καί Νηστεία.
Ἡ Προσευχή, γιά νά εἶναι πραγματική, ἀδιάλειπτη συνομιλία μέ τόν Θεόν, πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἀληθινήν, τήν εὐπρόσδεκτη ἀπό τόν Θεόν Νηστεία.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχασε καί χάνει τόν Παράδεισο, χάνει τήν ἐπικοινωνία, σχέσι καί ἕνωσί του μέ τόν Θεόν κάθε φορά πού ἀθετεῖ τήν Ἐντολήν τοῦ Θεοῦ. Ὅταν δέν νηστεύει. Ὅταν κυριεύεται ἀπό τά βρωμερά του πάθη, ὅταν ὑψώνει τήν κοιλίαν του ὑπεράνω τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Πρωτόπλαστος, κυριεύθηκε ἀπό τήν Γαστριμαργία, τήν κοιλιοδουλία. Παρήκουσε καί διά τῆς παρακοῆς, ἀπεμακρύνθην ἀπό τοῦ Θεοῦ, ἀπώλεσε τά χαρίσματα τοῦ  Ἁγίου Πνεύματος καί ἐπέφερεν εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά καί εἰς ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον Γένος, τόν θάνατον.

ΙΙΙ. Τύπος ἐν πᾶσιν ὁ Χριστός.




νέος ἄνθρωπος, ὁ ἐνανθρωπήσας Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἔρχεται κοντά μας, ὡς τύπος καί ὑπογραμμός, σέ ὅλους καί σέ ὅλα, καί ἄρχεται τοῦ κοσμοσωτηρίου ἔργου Του, διά τῆς τηρήσεως τῆς Ἐντολῆς, τήν ὁποίαν παρέβη ὁ Πρωτόπλαστος, ὁ πρῶτος, ὁ παλαιός ἄνθρωπος.
Ὁ Κύριος ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας, «ὑπολιμπάνων ἡμῖν ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ». Κανείς  συνετός πιά δέν ἀμφιβάλλει, γιά τό πόσο σημαντική εἶναι ἡ νηστεία  στή ζωή μας. Ὁ Χριστός, μέ τό παράδειγμά Του μᾶς διδάσκει τή μεγίστη ἀξία καί σπουδαιότητα  τῆς Νηστείας, γιά τή ζωή μας, γιά τήν πραγματική εὐτυχία καί τήν πνευματική μας τελείωσι.
Χρειάζεται ὅμως νά ἐξετάσουμε τό· τί εἶναι ὀρθόδοξος νηστεία; Ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς νηστείας; Εἰς τί συνίσταται;
Εἶναι νηστεία μόνον ἡ ἀποχή ἀπό ὡρισμένα φαγητά, σέ καθωρισμένες ἀπό τήν Ἐκκλησία ἡμέρες; Εἶναι νηστεία ἡ ἀλλαγή τῶν φαγητῶν; Ἀσφαλῶς ΟΧΙ.
Κατά τήν ὀρθόδοξον ἄποψιν, ΝΗΣΤΕΙΑ εἶναι:
«Ἡ τοῦ Χριστοῦ μίμησις, ἡ τῶν Ἀγγέλων ὁμοίωσις, ἡ τῶν δικαίων ὁμόσκηνος, ἡ τροφός τῶν ἀρετῶν, ὁ τοῦ βίου σωφρονισμός, ἡ πρός Θεόν παρρησία». Εἶναι ἡ βασικώτερη προϋπόθεσις τῆς πραγματικῆς Προσευχῆς, τῆς ἀδιαλείπτου ἐπικοινωνίας καί συνομιλίας μέ τόν Θεόν.
Νηστεία δέν εἶναι ἡ ἀλλαγή τῶν τροφῶν, ἀλλά ἡ ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν, ἡ κατανίκησις τοῦ πάθους τῆς Γαστριμαργίας, κυρίως δέ εἶναι ἡ ἀποχή ἀπό  τό Κακόν καί τήν ἁμαρτία. Ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου νηστείας.
Ἡ ὀρθόδοξος νηστεία βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον νά κυριεύσῃ τῶν ἐπιθυμιῶν τῆς σαρκός, νά νεκρώσῃ τά μέλη αὐτοῦ τά ἐπί τῆς γῆς, νά σταυρώσῃ τήν σάρκα σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις καί νά ἀκολουθῇ τό Ἀρνίον, τόν Χριστόν, ὅπου ἄν ὑπάγῃ. Ἡ ἀληθινή νηστεία ἀνεβάζει τόν πιστόν πάνω ἀπό τά γήϊνα. Καλλιεργεῖ στήν ψυχή μας τή λαχτάρα, γιά τά πνευματικά, τά ἄφθαρτα καί αἰώνια. Ξεριζώνει μέσ’ ἀπό τήν ψυχή μας τό σαρκικό φρόνημα, πού εἶναι «ἔχθρα εἰς Θεόν» καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο. Ὑψώνει τόν ἄνθρωπον  εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως. Μᾶς ἀξιώνει νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τοῦ Οὐρανίου Πατρός  καί νά συνομιλοῦμε μαζί Του, ὅπως συνομιλῇ ὁ φίλος μέ τόν φίλον του.
Ἡ ὀρθόδοξος, κατά τό Εὐαγγέλιον, νηστεία, συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τήν Ἐλεημοσύνην. Ἡ νηστεία «ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν» καί δίδει πτερά εἰς τήν Προσευχήν.
Ἡ ὀρθόδοξος, ἡ κατά τό εὐαγγέλιον Νηστεία εἶναι χαλινός παθῶν, δύναμις κατανικῶσα πάσας τοῦ διαβόλου τάς μεθοδείας, ἀποσβενύουσα πάντα τοῦ πονηροῦ τά πεπυρωμένα βέλη.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει: «Ὁρᾷς τί ποιεῖ ἡ νηστεία, καί νόσους θεραπεύει, καί ῥεύματα σωματικά ξηραίνει, καί δαίμονας ἐκβάλλει, καί λογισμούς πονηρούς ἀποδιώκει, καί τόν νοῦν λαμπρότερον ποιεῖ, καί καρδίαν καθαράν, καί σῶμα ἡγιασμένον, καί τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ παρίστησι τόν ἄνθρωπον» (Περί Παρθενίας, ΒΕΠΕΣ 33,62,32-35).
Διά τῆς νηστείας ὁ Μωϋσῆς συνόμιλος τῷ Κτίστῃ  γενόμενος, ἐξ οὐρανοῦ τόν Νόμον κατήνεγκεν. Διά τῆς νηστείας ὁ Ἠλίας, ἐν πυρφόρῳ ἅρματι εἰς οὐρανόν ἀνελήφθη. Διά τῆς νηστείας οἱ τρεῖς παῖδες, τό πῦρ εἰς δρόσον μετέβαλον. Διά τῆς νηστείας, ὁ Δανιήλ ἔφραξε τά στόματα τῶν λεόντων. Διά τῆς νηστείας, οὐχί τῆς φαρισαϊκῆς, οὐχί τῆς ὑποκριτικῆς, ἀλλά διά τῆς νηστείας ἐκείνης, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ὑπέδειξεν. Διά τῆς νηστείας δηλαδή, ἡ ὁποία νοεῖται ὡς ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν,  μέ σκοπόν α)τήν ἀποχή ἀπό τῶν ἁμαρτημάτων, καί β) τήν ἐπιτέλεσιν ἁγιωσύνης ἐν φόβῳ Θεοῦ, καί τήν ἐν Χριστῷ Ἐλεημοσύνην.
Ἡ νηστεία, ὅπως εἴπαμε, νοεῖται ὡς ὑπακοή εἰς τόν Νόμον τοῦ Θεοῦ, ὡς τοιαύτη δέ εἶναι ἡ μητέρα καί ὁ φύλακας πασῶν τῶν ἀρετῶν.
Ὁ Προφήτης Ἡσαῒας ὁρίζει σαφῶς τί ὁ Θεός θέλει ὡς νηστείαν, καί συμβουλεύει μαζί μέ τήν ἀποχή ἀπό τήν πολυφαγία καί τήν κατά Θεόν ζωήν, καί λέγει: «Λῦε πάντα σύνδεσμον ἀδικίας... καί ἔσται ὁ Θεός σου μετά σοῦ διά παντός» (Ἡσ. 58,2-11).
Γι’αὐτό Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει: «Νηστεία καί ἱλασμοῦ ὁ καιρός, οὐ μόνον τῆς τῶν βρωμάτων ἀποχῆς, ἀλλά καί τῆς τῶν ἁμαρτιῶν ἀπαλλαγῆς. Ἀπαλλάξαντες τοίνυν ἑαυτούς ἀπό πάσης ἁμαρτίας, προθύμως νηστεύσωμεν».
ἱερός Χρυσόστομος ζητεῖ: «Νηστείαν βρωμάτων καί ἀποχή ἁμαρτημάτων. Ἐάν γάρ τό στόμα σου νηστεύῃ, αἱ δέ χεῖρες σου τά ἀλλότρια ἁρπάζουσιν, ἀκούεις; <Οὐ ταύτην τήν νηστείαν ἐξελεξάμην, λέγει Κύριος>». Ἑπομένως, ὅπως ὀρθῶς ἀναφωνεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος, «Οὐκ ἐξαρκεῖ καθ’ ἑαυτήν ἡ ἀποχή τῶν βρωμάτων πρός τήν ἐπαινετήν νηστείαν, ἀλλά νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν εὐάρεστον τῷ Θεῷ.
Ἀληθής νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν ἀληθής».
Τό πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, δέν  ἔρχεται νά ἐξαφανίσῃ τό σῶμα, διότι τό θεωρεῖ «ναόν τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος». Φροντίζει γι’ αὐτό καί διά τῆς νηστείας, ἡ ὁποία συντελεῖ εἰς τήν διαφύλαξιν τῆς ὑγείας τοῦ σώματος. Ἀπόδειξις τούτου εἶναι τό γεγονός ὅτι ὄχι μόνον  ἡ παλαιά. ἀλλά καί ἡ σύγχρονος Ἰατρική ἐπιστήμη, παρέλαβεν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν, τήν νηστείαν καί τήν ἐπιβάλλει, ὡς μέσον θεραπευτικόν σχεδόν ὅλων τῶν ἀσθενειῶν.
Ἡ ὀρθόδοξος νηστεία, ὡς ἀποξένωσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Κακόν καί τήν ἁμαρτίαν, ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ’ ἑτέρου ὡς ἀποχή ἀπό τῶν τροφῶν, ὡς κατανίκησις τοῦ Πάθους τῆς Γαστριμαργίας, ἀποτελεῖ ὄντως μοναδικόν καί ἀποτελεσματικόν Θεραπευτικόν μέσον πασῶν τῶν ἀσθενειῶν, ψυχικῶν καί σωματικῶν.
Ὀφείλω δέ νά σημειώσω ἐδῶ ὅτι ἡ νηστεία , ὡς ἀποχή ἀπό τῶν φαγητῶν, δέν πρέπει νά ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς δυνάμεως ἑνός ἑκάστου.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέγει ὅτι «Σοῦ οὖν ἡ νηστεία μέτρον ἐχέτω». Καί ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει ὅτι:
«Ἐγκράτεια ἀρίστη ἡ ἑκάστῳ μετρουμένη πρός τήν τοῦ σώματος δύναμιν». Καί, ὅπως ὀρθῶς τονίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, πού ἀναγκάζεται νά μή νηστεύσῃ, ἐξ αἰτίας τῆς ἀσθενικῆς του κράσεως, θά τύχῃ συγγνώμης. Ἀλλά ἐκεῖνος, πού δέν διορθώνει τά λάθη του, τά ἁμαρτήματά του δέν θά συγχωρηθῇ ποτέ».
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, δῶσε μας τή Χάρι Σου, νά ἀκολουθοῦμε πιστά τά Χνάρια Σου. Δῶσε μας τή δύναμι νά νηστεύουμε τήν ἀληθινήν νηστεία, ὥστε καί ἡ Προσευχή μας νἆναι πραγματική, ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τόν οὑράνιον Πατέρα καί ἀξίωσέ μας, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, ἀσιγήτως, νά σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.






















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου