Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΩΜΕΝ...


                        ΑΝΑΒΑΙΝΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

ΔΙΑ ΤΩΝ ΘΥΡΙΔΩΝ ΥΜΩΝ…

(Ἱρεμ. θ΄ 21).

Πολλοί εἶναι οἱ ἄνθρωποι, πού, παρόλες τίς  προειδοποιήσεις καί τίς προτροπές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν προσέχουν στόν  ἑαυτός του, δέν προσέχουν τίς θυρίδες, δι’ ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή τους ὁ Θάνατος. Ναί, δέν προσέχουμε. Ἀφήνουμε ἀφύλακτες τίς θυρίδες, και εἰσέρχεται στην ψυχή μας ὁ ἐχθρός καί μᾶς βυθίζει στο βαθύ σκοτάδι τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοῦ μίσους, τῆς μνησικακίας, πού εἶναι ἡ λέπρα τῆς  ψυχῆς.

ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΩΜΕ, φωλιάζει μέσα μας ὁ Ὅφις, ὁ ἀρχηγέτης τοῦ Κακοῦ καί διώχνει τήν ἀγάπην, τήν Καλωσύνη και ὁδηγεῖ τον ἄνθρωπο, πού τόν δέχεται, στόν Ὄλεθρο.

ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΩΜΕ, καί ἀφήσουμε ἀφύλακτες τίς Θύρες, εἰσέρχεται στήν ψυχή μας καί ἐγκαθιδρύεται ὡς βασιλεύς, ὁ Ἄγγελος τῆς Ἀβύσου· ὄνομα αὐτῷ  ἑβραϊστί Ἀβαδδών καί ἐν τῇ Ἑλληνικῇ ὄνομα ἔχει Ἀπολλύων (Ἁποκ.  θ΄1-12),καί ἐπιφέρει στή ζωή μας πληγές, καί συμφορές μεγάλες.

ΑΝ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΞΩΜΕ, κάθε μας ἐνέργεια, κάθε μας κίνησις καί ὅλα μας τά ἔργα εἶναι ἔργα Σκότους. Ἡ ζωή μας εἶναι χωρίς Θεόν, χωρίς Ἀγάπη, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό. Εἴμαστε κωφοί καί τυφλοί, γυμνοί καί ἐλεεινοί καί ὁδεύουμε ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Χωρίς Θεόν, ὁ ἄνθρωπος, κλονίζεται, παύει νά ἀγωνίζεται τόν καλόν ἀγῶνα, ἐμπήγεται εἰς «ἰλύν βυθοῦ», βασανίζει τούς ἄλλους γύρω και βασανίζεται καί δέν  βρίσκει πουθενά ἀναπαμό.

Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος, μᾶς καλεῖ να προσέχουμε στον ἑαυτό μας γιά νά προσέχουμε στό Θεό. Μᾶς καλεῖ νά προσέχουμε τίς θυρίδες δι’ ὧν εἰσέρχεται στήν ψυχή μας ὁ Θάνατος, καί ὁ ἔχων τό κράτος τοῦ Θανάτου, ὁ Διάβολος. Καί προτρέπει να ἀντισταθοῦμε στό Διάβολο, νά τόν διώξουμε ἀπό τή ζωή μας, νά πετάξουμε τά προσωπεῖα, τίς θεοκατάρατες Μάσκες, τήν Ὑποκρίσία, καί νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό: «Ὑποτάγητε, λοιπόν, τῷ Θεῷ. Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καί φεύξεται ἀφ’ ὑμῶν· ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καί ἐγγιεῖ ὑμῖν»(Ἰακ. δ΄7-8). Τότε καί μόνον τότε θά βροῦμε ἀνάπαυσι καί ψυχική γαλήνη καί θά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς. Εἷναι δικός μας ὁ Ἀληθινός Θεός καί ὁ Μονογενής Του Υἱός  καί  τό ἅγιον Πνεῦμα.

Κι’ ἐμεῖς; Εἴμαστε ἐλεεινοί, ἀλλά δικοί Του δοῦλοι. Καί ὁ Χριστός μᾶς δέχεται στή στοργική Του ἀγκαλιά. Εἴμαστε στα Χέρια τοῦ Θεοῦ. Καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι θά εἶναι παντοτεινά μαζί μας.

Καί πραγματικά, ὅλοι οἱ πιστοί νοιώθουμε τήν Παντοδύναμον εὐεργετικήν Του Παρουσία στη ζωή μας. Εἶπε ὅτι θἆναι καί εἶναι παντοτεινά μαζί μας, καί μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του.

Κύριε Ἰησοῦ, Σάν ἄγρια φουρτουνιασμένη Θάλασσα, μᾶς κυκλώνουν  δαίμονες και δαιμονάνθρωποι πολλοί, οἱ ἐπιθυμίες οἱ αἰσχρές κι’ οἱ ἡδονές  τοῦ βίου. Ποιός θα  μᾶς λυτρώσῃ ἀπό αὐτοῦ τοῦ εἴδους τη θαλασσοταραχή, ἄν ὄχι Σύ, ἀνθρωποκυνηγέ, πού Σταυρώθηκες ,γιά μᾶς;

Κύριε Ἰησοῦ, λυπήσου μας καί  ἐλέησέ μας.

Κύριε Ἰησοῦ, ἀξίωσέ μας νά σταθοῦμε, νοερά, στά ἄχραντα πόδια Σου, νά ἀκοῦμε καί νά φυλάσσουμε το ζωοποιό σου λόγο και, ἀκαταπαύστως, να Σέ ὑμνοῦμε καί νά Σέ δοξολογοῦμε, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.






Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.


                                       Η ΠΙΣΤΙΣ, 

Η «ΔΙ’ΑΓΑΠΗΣ ΕΝΕΡΓΟΥΜΕΝΗ».

 

Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ἐν σαρκί ἐληλυθώς», συγκαταβαίνει, «μορφήν δούλου» λαμβάνει. Εἶναι ὁ «Παῖς», ὁ ἐκλεκτός, ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ καινός ἄνθρωπος, πού ἔρχεται κοντά μας, γιά νά μᾶς διδάξῃ τήν Ὁδόν τῆς ὄντως Ζωῆς, τόν Νέον τρόπο ζωῆς, πού θά μᾶς βοηθήσῃ νά ἀνακτήσωμεν «τό ἀρχαῖον Κάλλος». Μέ τήν ἐπί γῆς ζωή Του διαγράφει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στήν Πατρική Ἑστία, τό δρόμο τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα.

ΘΕΛΗΜΑ δέ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σωτηρία μας.

Τίμησε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ». Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ὅπως ἔχουμε πῇ, δέν κατανοοῦν τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν τους. Διά τῆς παρακοῆς, ἐκπίπτουν καί γίνονται ὅμοιοι μέ τά ἀνόητα κτήνη καί φθάνουν εἰς τήν ἐσχάτην ἀθλιότητα.

Ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, δέν θέλει νά χαθοῦν τά πλάσματά Του. Καί ἐπειδή    «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», μᾶς εὐσπλαγχνίζεται καί στέλνει τον Υἱόν του στόν κόσμον.

«Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τον κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τον μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μη ἀπόληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὁ Χριστός εἶναι «τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμον». Ἔρχεται κοντά μας καί φωτίζει τά σκοτάδια μας. Γίνεται «ὑπήκοος στόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός ὑπακοῆς στό Θέλημα τοῦ Πατρός. Γίνεται αὐτός ἡ ζωντανή Ὁδός τῆς ὑπακοῆς, Ὑπόδειγμα, γιά μᾶς σέ ὅλα. «Ἔπαθε δέ ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ».

Ὁ Χριστός  εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος και μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσωμεν, νά Τόν μιμηθοῦμε, καί, ἀγωνιζόμενοι μαζί  Του, «περιπατοῦντες ἐν ἀγάπῃ, ὡς τέκνα φωτός», νά φθάσουμε ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. Ὁ Χριστός, τό Φῶς τοῦ κόσμου, ἡ πηγή τοῦ Φωτός, μᾶς καλεῖ κοντά καί θέλει νά εἴμαστε κι’ ἐμεῖς τό Φῶς τοῦ κόσμου. Νά ἔχουμε Πίστι στό Θεό, ζωντανή Πίστι, μέ περιεχόμενο τήν τέλεια Ἀγάπη στό Θεό καί  στόν  πλησίον. Θέλει να εἶναι φωτεινά τά ἔργα μας, ἔργα ὀρθοδόξου Πίστεως. Θέλει να ἔχουμε Πίστιν, «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην». Γι’αὐτό καί λέγει σέ ὅλους μας: «Οὕτω λαμψάτω τό Φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τά καλά ἔργα καί δοξάσωσι τόν Πατέρα ὑμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Νά ἔχουμε σάν βασικό σκοπό τῆς ζωῆς μας τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός, ἔρχεται κοντά μας καί «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν, κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ». Τό Φῶς τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός, μᾶς ἀγάπησε καί παρέδωκε τόν ἑαυτόν Του, γιά τή σωτηρία μας, προσφοράν καί θυσίαν στο Θεό, εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Περιεπάτησεν ἐν ἀγάπῃ, ἵνα καί ἡμεῖς, ὡς πιστοί Μαθηταί του, ὡς τέκνα φωτός, περιπατήσωμεν ἐν ἀγάπῃ. Ζῶντες, ὡς  εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ, κἀθώς πρέπει ἁγίοις.  Προϋπόθεσις τῆς ἁγίας ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις, «δι' ἀγάπης ἐνεργουμένη». Ὀφείλουμε να ἀγαπᾶμε μέ γνήσια ἀγάπη καί τά ἄγρια θηρία.

Tό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ζωῆς τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν Ὁμολογητῶν, καί τῶν Μαρτύρων τῆς Πίστεως καί τῆς σήμερον ἑορταζομένης Μεγαλομάρτυρος ἁγίας Μαρίνης, ὑπῆρξεν ἡ Ὀρθόδοξος Πίστις, ἡ «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη». Ὅλοι τους ὑπῆρξαν πρότυπα ἁγίας ζωῆς. Πίστεψαν στό Χριστό, ἀφοσιώθηκαν καί λάτρεψαν τό Χριστό καί τό ἀπέδειξαν μέ τά φωτεινά τους ἔργα. Δέχθηκαν τή  Χάρι καί ὑπῆρξαν Φῶς Θεοῦ καί μᾶς φωτίζουν ὅλους. Βλέπουμε τά φωτεινά τους ἔργα και δοξάζουμε τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.


Ὅσοι βρίσκονται μακράν ἀπό τήν Πηγήν τοῦ ζῶντος ὕδατος, μακράν ἀπό την Πηγήν τοῦ  Φωτός, Μακράν ἀπό τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί ἀπό Τον Ἀπεσταλμένο Του στον κόσμο, μακράν ἀπό τον Κύριό μας,  τόν Ἰησοῦν Χριστόν, εἶναι βυθισμένοι στό σκοτάδι, «δέσμιοι τῆς γῆς», «δέσμιοι τοῦ σκότους». Εἶναι σκοτεινά τά ἔργα τους καί εἶναι δυστυχεῖς. Κάποτε ὅλοι μας εἴμαστε «σκότος». Τώρα ἔρχεται ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό την «ἰλύν βυθοῦ», στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῇ, ἄν τό  θελήσουμε.  Ἔρχεται κοντά μας ὁ Φωτοδότης μᾶς ἀνασύρει ἀπό τό σκοτάδι καί  μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς τόπον ἀναψυχῆς», «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». Τώρα εἴμαστε Φῶς. Τώρα μποροῦμε νά εἴμαστε καί νά περιπατοῦμε ὡς τέκνα φωτός. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καλεῖ, νά ἀποθέσουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί νά ἐνδυθοῦμε τά ὅπλα τοῦ Φωτός, νά ἐνδυθοῦμε τόν Κύριόν μας τόν Ἰησοῦν Χριστόν.



Εἶναι καιρός, λοιπόν, νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, να ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωήν. Εἶναι καιρός να ἀποφασίσουμε νά σταθοῦμε στό ὕψος, πού μᾶς τοποθετῇ ὁ Χριστός, ὡς πόλις καί ὡς λυχνία ἐπάνω ὄρους κειμένη, γιά να δοῦμε Θεοῦ Πρόσωπον καί νά βροῦμε ἀνάπαυσι, ψυχική γαλήνη καί νά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς. Εἷναι καιρός νά εἴμαστε τό Φῶς τοῦ κόσμου καί νά βλέπουν ὅλοι τά καλά ἡμῶν ἔργα καί  νά δοξάζουν τόν Πατέρα ἡμῶν τόν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Διότι στόν Πατέρα, τόν Υἱόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀνήκει ἡ τιμή, τό κράτος καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.





Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

«ΔΙΚΑΙΩΝ ΨΥΧΑΙ ΕΝ ΧΕΙΡΙ ΘΕΟΥ».

 


Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Σωτήρας μας. Σταυρώθηκε καί Ἀναστηθηκε, γιά μᾶς. Ανελήφθη καί ἐκάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός καί ἀνέλαβε καί ὅλους τούς πιστούς μαζί Του. Εἴμαστε ἐν εἰρήνῃ.



Εἶναι ὁ δικός μας Θεός καί εἴμαστε δικοί Του. Εἶναι δέ ὁ Μόνος, πού νοιάζεται γιά μᾶς. Δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ καί γι'αὐτό δέν φοβούμαστε τίποτε καί κανέναν, γιατί ὁ Παντοδύναμος εἶναι διαρκῶς μαζί μας καί μᾶς σκεπάζει μέ τή Χάρι Του καί μέ τή Δύναμί του. Εἶναι μιά θερμή ἀγκαλιά.

«Δικαίων ψυχαί ἐν χειρί Θεοῦ καί οὐ μή ἅψηται αὐτῶν βάσανος» ( Σοφ. Σολομ. 3, 1ἑξ.).

Αὐτῷ μέλει περί ἠμῶν. Αὐτός νοιάζεται γιά μᾶς καί μᾶς φροντίζει σάν στοργικός Πατέρας.

Εἴμαστε πανευτυχεῖς, γιατί εἴμαστε στά Χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νά πιστεύουμε Σ'Αὐτόν μέ ὅλη τήν ψυχή μας καί νά Τόν λατρεύουμε μέ ὅλη τήν καρδιά μας.




 


Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός μου, πρόσθες ἡμῖν πίστιν. Κύριε, Σέ εὐχαριστοῦμε, γιά τίς ἄπειρες πρός ἡμᾶς εὐεργεσίες Σου, τίς φανερές καί τίς ἀφανεῖς. Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά Σέ δοξάζουμε καί νά Σέ λατρεύουμε μέ τήν Καρδιά μας, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου. ΑΜΗΝ. 








«ΚΥΡΙΕ, Ο ΔΟΥΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ».




 «ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣΑΙ,

ΕΓΩ ΕΛΘΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΩ ΑΥΤΟΝ.

 

Κύριέ μου, Πολυεύσπλαγχνε καί οἰκτίρμων, ὁ δοῦλος μου ὑποφέρει, πονάει. Βρίσκεται στό σπίτι μου, κατάκοιτος, παραλυτικός. Εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Τόν ἀγαπῶ. Ἄνθρωπος εἶναι κι’ αὐτός. Χρησιμοποίησα ὅλα τά ἀνθρώπινα μέσα, γιατρούς καί φάρμακα καί δέν μπόρεσα νά τόν ἀνακουφίσω καί ὑποφέρει. Κύριέ μου, ὑποφέρω κι’ ἐγώ μαζί του. Μέ κοιτάει στά μάτια, καί, σιωπηλά, μοῦ ζητάει βοήθεια. Κι’ ἐγώ;…Δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε, τίποτε. Σέ παρακαλῶ, Πολυέλεε. Σύ, «ὁ Πανακής ἰατρός», Σύ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός, πού ἦλθες στόν κόσμο, να μᾶς λυτρώσης ἀπό τον πόνο, Σύ, Κύριε, πού καταδέχθηκες να ἔλθῃς κοντά μας, γιά νά σπογγίσῃς τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνῃς τόν πόνο μας, νά πλύνῃς καί νά θεραπεύσης τίς πληγές μας, καί τά, ψυχικά καί σωματικά, τραύματά  μας, ἄκουσέ με καί βοήθησε τό δοῦλο μου, πού τόσο ὑποφέρει!

Πιστεύω, Κύριε, στή Χάρι Σου καί τή Δύναμί Σου! Πιστεύω, ὅτι ἔρχεσαι κοντά μας, Θεέ μου, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά νά μᾶς λυτρώσῃς. Λυπήσου κι’    ἐμένα τόν ἀνάξιο καί ἁμαρτωλό καί σῶσε τόν ἐτοιμοθάνατο δοῦλο μου, πού τόσο ὑποφέρει…

Πιστεύω στήν  ἀγάπη Σου καί στήν Εὐσπλαγχνία Σου! Πιστεύω ὅτι μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις, ὡς Πανάγαθος, νά θερραπεύσῃς τόν δοῦλο μου. Ἐκτός ἀπό Σένα κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ…


Σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μοναδική μου ἐλπίδα καί, με δάκρυα, Σέ παρακαλῶ, θεράπευσε τό  δοῦλο μου, Φιλάνθρωπε Κύριε!

«Μή μοῦ στεναχωριέσαι παιδί μου, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ καί γιά σένα. ΕΓΩ ΕΛΘΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΩ ΑΥΤΟΝ».

«Ὄχι, Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος, γιά  να μπῇς κάτω ἀπό τή στέγη μου. Δέν ζητῶ νά εἰσέλθῃς στό σπίτι μου, εἶμαι ἀνάξιος, Κύριε…Εἷμαι ἁμαρτωλός…

Δέν εἶμαι ἄξιος, γιά να μπῇς κάτω ἀπό τή στέγη μου, Σύ, ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ Παντοκράτωρ. Ἀλλά πές μόνο ἕνα λόγο, ἀπό ἐδῶ πού βρίσκεσαι, καί θά θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος, Παντοδύναμε!  Διότι καί ἐγώ, πού εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος, κάτω ἀπό τήν ἐξουσίαν ἄλλων, ἔχω ὑπό τάς διαταγάς μου στρατιῶτες καί λέγω σέ τοῦτον, «Πήγαινε» καί πηγαίνει καί εἰς τον ἄλλον, «Ἔλα» καί ἔρχεται καί στόν δοῦλόν μου, λέγω, «Κάνε τοῦτο», καί τό κάνει. Πόσο μᾶλλον, Σύ, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών, ὁ ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο. Μόνο Σύ, Κύριε, μπορεῖς νά πῇς ἕνα λόγο  καί νά θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου.

«Παιδί μου, Ἑκατόνταρχε, θαυμάζω τήν Πίστιν σου καί βραβεύω τήν ἐμπιστοσύνη σου. «Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Ναί. Μέ ἕνα μου μόνο λόγο, ἀπό δῶ. θά θεραπεύσω τό δοῦλο σου».

Κύριέ μου Ἰησοῦ, θαυμάζεις καί ἐπαινεῖς τήν Πίστι τοῦ Ἑκατοντάρχου. Πράγματι οὔτε στόν Ἰσραηλιτικό λαό δέν βρῆκες τέτοια Πίστι. Ὁ Ἑκατόνταρχος εἶχε Θερμή, ὑποδειγματική Πίστι, «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην». Εἶχε βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, εἶχε ταπείνωσι, εἶχε ἀγάπη καί γιά τό δοῦλο του, πού ἦταν τότε γιά ὅλους τούς ἄλλους ἕνα ἀντικείμενο συναλλαγῆς, Res. Τόν προβάλλεις, Κύριε, ὡς ὑπόδειγμα ἐναρέτου, πιστοῦ στό Θεό, ἀνθρώπου, γιά νά μιμηθοῦμε τήν Πίστι και τίς ἀρετές του, ὥστε νά μή μείνωμεν ἔξω τῆς Βασιλείας Σου, πανάγιε.



Κύριέ μου, Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, μόνοι μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχωμεν τίποτε Καλόν. Ἀξίωσέ μας, νά σταθοῦμε, νοερά στά πόδια Σου,  νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τόν ζωοποιόν Σου λόγο. Νά Πιστεύουμε σέ Σένα, ὡς ὁ Ἑκατόνταρχος, καί νά ἔχουμε  ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ΜΟΝΟ ΣΕ  ΣΕΝΑ καί νά Σέ δοξάζουμε, λόγῳ καί ἔργῳ, «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.







Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΘΕΟ,

ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ,

ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ.

 

Ὁ Μένανδρος, ἀρχαῖος Ἕλληνας σοφός, ὀρθῶς ἔλεγε: «Ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ».

Πόσο χαριτωμένος, ἀλήθεια, εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι ἄνθρωπος! Καί πραγματικά εἶναι ἡ κορωνίς τῆς Δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Μετέχει τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ Σύμπαντος. Ἑνώνει τόν ὑλικό καί  τόν πνευματικό κόσμο. Ἐπλάσθη  ἀπό τόν Θεόν, «κατ’ εἰκόνα και καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ», μέ νοῦν  καί ἐλευθερίαν. Ἐπλάσθη «δυνάμει θεός», μέ σκοπό νά χρησιμοποιήσῃ τά θεϊκά χαρίσματα καί νά γίνῃ καί «ἐνεργείᾳ θεός». Ἔχει  τό δυνατόν τοῦ ἀποθανεῖν  καί τό δυνατόν τοῦ μη ἀποθανεῖν. Ἀνάλογα με τη χρῆσι τῶν χαρισμάτων του μπορεῖ νά γίνῃ ἄγγελος καί θηρίο. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι, «γιατί λέγω ἄγγελος, ἀφοῦ μπορεῖ νά γίνῃ ἀκόμη καί  τέκνο τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός λέγει· Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστε καί υἱοί Ὑψίστου Πάντες. Καί τό πιό σπουδαῖο ἀπό ὅλα εἶναι  ὅτι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἔχει στά χέρια του τήν ἐξουσία να γίνῃ καί θεός καί ἄγγελος καί τέκνο Θεοῦ»(Migne, P.G. 60, 238).

Ὁ Πανάγαθος Θεός, τόν  ἐπροίκισε, μέ δικά  Του χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τόν ἔπλασε  «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν αὐτοῦ» καί τόν κατέστησε κύριον ὅλων τῶν δημιουργημάτων Αὐτοῦ. «Τῆς κτίσεως ἁπάσης τιμιώτερον ἄνθρωπος», λέει ὁ Χρυσόστομος. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως, δέν  ἔκαμε καλή χρῆσι τῶν θείων δωρεῶν. Ἔκαμε κακή χρῆσι τῶν χαρισμάτων του. Δεν κατενόησε τήν  τιμήν τοῦ· «κατ’ εἰκόνα». Ἀμαύρωσε, ἀχρείωσε καί ἀχρειώνει, διά τῆς παρακοῆς,  τῶν Ἐντολῶν τοῦ Δημιουργοῦ, την τιμήν τοῦ  «κατ’ εἰκόνα».

Ὁ Προφήτης Δαυῒδ ἐξηγεῖ τήν διαστροφή καί τήν κατάντια τοῦ χαριτωμένου αὐτοῦ πλάσματος, και λέγει: «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις και ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13, 21).

Ὁ ταλαίπωρος καί δυστυχής ἄνθρωπος, δέν κατενόησε τήν τιμήν τοῦ κατ’ εἰκόνα, ἔκαμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ και τῆς ἐλευθερίας του, δέν κατενόησε τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν, πού τοῦ χάρισεν ὁ Θεός.  Τόν ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ, κι' αὐτός ἐξέπεσε. Διά τῆς παρακοῆς, ἐξίσωσε τόν ἑαυτόν του,  πρός τά ἀνόητα κτήνη, πού δέν ἔχουν νοῦν καί λογικόν, ὅπως αὐτός. Ἔγινε ὅμοιος πρός αὐτά καί ζῆ και αὐτός σάν κτῆνος καί πεθαίνει σάν κτῆνος.

Ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, ἀποκτηνώθηκε. Ξεπέρασε τά ἄγρια κτήνη σέ ἀγριότητα, μοχθηρία καί κακουργία. ΝΑΙ. Ἔγινε


βρωμερό γουρούνι, 
χειρότερος σέ κτηνωδία ἀπό τά ἄγρια κτήνη. Κάθε κτῆνος ἔχει τό δικό του ξεχωριστό ἐλάττωμα, τή δική του κακουργία. Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔπαυσε νά εἶναι ἄνθρωπος, συγκέντρωσε στόν ἑαυτό του ὅλα τά ἄγρια ἔνστικτα, τά ἄγρια ἐλαττώματα, τή θηριωδία, ὅλων μαζί τῶν ἀνοήτων κτηνῶν. Ἀμαύρωσε τό· «κατ’ εἰκόνα» και ἐξέπεσε τῆς θεϊκῆς εὐγενείας. Ἔπαυσε νἆναι χαριτωμένο εἰκόνισμα τοῦ Δημιουργοῦ. Διότι, πῶς μπορεῖ κανείς νά θεωρήσῃ, χαριτωμένο εἰκόνισμα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο, πού δέν  κατενόησε τήν τιμήν καί τήν ἀξίαν του καί ἔγινε ὅμοιος με τά ἀνόητα κτήνη;



«Δέν μπορῶ νά μάθω καί μέ βεβαιότητα καί σαφήνεια νά  καταλάβω ἄν εἶναι ἄνθρωπος, ὅταν βλέπω πώς  συμπεριφέρεται χειρότερα ἀπό τά ἀνόητα κτήνη. «Ὅταν δηλαδή κλωτσᾶς σάν γαϊδούρι, πηδᾶς σάν ταῦρος, μνησικακεῖς σάν καμήλα, γαστριμαργεῖς σάν ἀρκούδα, ἁρπάζεις σάν λύκος, χραιμετίζεις δε πίσω ἀπό τίς γυναῖκες, σάν ἵππος θηλυμανής, ὀργίζεσαι σάν φίδι, δαγκώνεις σάν σκορπιός, εἶσαι ὕπουλος σάν ἀλεποῦ, διατηρεῖς δέ μέσα σου τό δηλητήριο τῆς πονηρίας, σάν κόμπρα καί Ὀχιά, πολεμεῖς δέ καί ἐχθρεύεσαι τά ἀδέλφια σου, ὅπως ἐκεῖνος ὁ πονηρός Διάβολος, πῶς θα  μπορέσω νά  σέ συγκαταριθμήσω μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ δέν βλέπω σέ σένα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως;» (Παρβλ. Ἰω.Χρυσοστόμου, Ὁμιλ. Δ΄ 8. Migne P.G. 57, 48). Πῶς μπορῶ νά σέ ἐμπιστευθῶ, σάν ἄνθρωπο; Ὁ ἱερός Χρυσόστομος μάς συμβουλεύει καί λέει: «Κανείς λοιπόν ἄς μή μείνῃ στή μορφή τῶν ἀλόγων ζώων» (ἔνθ’ ἀνωτ. Ὁμιλ. Δ΄ 9.Migne P.G. 57,49).

Δυστυχῶς, μετά την πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, κάθε ἄνθρωπος γιεννιέται μέ ἀχρειωμένο τό «κατ’ εἰκόνα». Γιεννιέται μέ ἔμφυτη τή Ροπή πρός τό Κακόν (Concupiscentia). Ἔρχεται στή γῆ μέ  ἔμφυτον «τό ὀλισθηρόν», «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γιά νά λυτρωθῇ ὀφείλει να ἀποτινάξῃ κανείς «το βάρος αὐτῆς τῆς κακῆς κληρονομιᾶς». ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ὅμως «γυμνασία εἰς εὐσέβειαν», συνεχεῖς πνευματικές Ἀσκήσεις τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν. Ἐπίπονος καί ἐπίμονος πνευματικός ἀγῶνας. Προσοχή. Ἀδιάλειπτη Προσευχή, νῆψι, νηφαλιότητα καί ἐγρήγορσι καί πάνω ἀπό ὅλα, τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἀποτινάξῃ αὐτό τό βάρος.

Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός καί στέλνει τον Υἱό Του στον κόσμο, γιά  νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ», εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων». Ἔρχεται γιά νά ἀναπλάσῃ τήν ἑαυτοῦ εἰκόνα φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσιν, λέει ὁ ἱερός Δαμασκηνός. Και Γίνεται Τῦπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ» καί μέ τή Θέλησι μας, νά ἐπανακτήσωμεν «τό ἀρχαῖον Κάλλος τῆς Εἰκόνος», τό ὁποῖον ἀχρειώσαμε καί ἀμαυρώσαμε, διά τῆς παρακοῆς. Μᾶς ὁδηγεῖ ὁ Χριστός, γιά νά ἐνοήσωμεν τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα» καί νά  ἐπανεύρωμεν τά ἀληθινό μας Πρόσωπο, νά ἐξέλθουμε ἀπό τή κτηνώδη κατάστασιν, στήν ὁποίαν ἔχουμε ξεπέσει. Νά παύσουμε νά ζοῦμε καί νά συμπεριφερώμαστε χειρότερα ἀπό τά ἀνόητα κτήνη. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπό μᾶς συνεχίζουμε τά ἔργα τῶν χειρῶν μας, συνεχίζουμε, μέ λυσσώδη μανία, τή θηριώδη συμπεριφορά, συνεχίζουμε τούς φόνους, τίς ληστεῖες, τίς κλοπές, καί κάθε φαῦλο πρᾶγμα. Δέν  θέλουμε νά ξεφύγουμε ἀπό τό Βόρβορο, ἀπό τή λάσπη. Παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», «δέσμιοι τοῦ σκότους». Συνεχίζουμε νά ἀδικοπραγοῦμε. Προδίδουμε, χωρίς ντροπή, καί νά Σταυρώνουμε,  καθημερινά,  τό  Χριστό, στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Σπάνια συναντοῦμε στίς διανθρώπινες σχέσεις τή λυρική τῆς συναντήσεως. Ἀφανίζουμε τό πρόσωπό μας. Σήμερα μάλιστα ἔγινε Μόδα , τό Φίμωτρο. Καθημερινά ἔχουμε Καρναβάλι. Οἱ περισσότερες σχέσεις εἶναι προσωπειακές. Σχέσεις προσωπείου μέ προσωπεῖο. Σχέσεις Φαρισαϊσμοῦ, Ψευτιάς καί Ὑποκρισίας. Σχέσεις ἀνεντιμότητος καί ἀνειλικρινείας, πρός ἐκμετάλευσιν τῶν ἀφελῶν. Ἡ τραγική δέ τῆς συναντήσεως, εἶναι ἡ συνάντησις προσώπου, με προσωπεῖον. Ὅπου δηλαδή ὁ ἔντιμος καί εἰλικρινής, ἐμπιστεύεται τόν ἀνειλικρινῆ καί ἀνέντιμον, τόν  Ὑποκριτή  καί τόν Ψεύστη, τόν ἐκμεταλευτή, ὁ ὁποῖος , χωρίς ἴχνος ντροπῆς, ἐκμεταλεύεται τήν ἀγάπη,  τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἀφοσίωσι τοῦ ἀφελοῦς συνανθρώπου του, καί στο τέλος φανερώνει τό ἀληθινόν του πρόσωπον καί φέρει τόν συνανθρωπό του στην ἔσχατη ἀπελπισία. Αὐτός, πού κάνει το λάθος καί ἐμπιστεύεται τον συνάνθρωπόν του, τά δίνει ὅλα και ὅταν πέσῃ ἡ Μάσκα, τό προσωπεῖον, πέφτει ἀπό τά σύννεφα, στά τάρταρα τοῦ ᾏδου. Και τοῦ θανάτου τά δεινά, δεν εἶναι τόσο ὀδυνηρά, ὅσο ἡ διάψευσις τῆς ἀγάπης μας. Μπορεῖς νά ἐμπιστευθῇς αὐτά τά ἀνήμερα θηρία;

ΝΑ ΑΓΑΠΑΜΕ ΜΕ ΟΛΗ ΤΗ ΔΥΝΑΜΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ ΤΑ ΑΧΡΕΙΩΜΕΝΑ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΤΟΥΣ ΣΥΝΘΡΩΠΟΥΣ ΜΑΣ, ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΟΗΘΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΝΤΟΤΕ ΜΙΑ ΕΠΙΦΥΛΑΞΙ (Reservatio mentalis) ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΘΕΟ. «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης, ὁ δέ Θεός ἀληθής».

 Χρειάζεται, λοιπόν, νά προσέχῃ πολύ κανείς,  καί νά μήν ἐμπιστεύεται τούς ἀνθρώπους. Διότι κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους πάθη, ἀφήνουν καί μπαίνει ὁ Διάολος μέσα τους  καί γκρεμίζουν τά πάντα, Προδίδουν την Πατρίδα τους, τόν Χριστόν, ἀκόμη καί τή μάνα τους, γκρεμίζουν, γιά «ἕνα Τίποτε» καί  τό «σπιτικό» τους. Ναί, καί τό σπιτικό τους,  «ἀντί πινακίου φακῆς» ἤ «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων».

 Θεέ μου, ποῦ καταντήσαμε;  Προσέξτε, φίλοι μου... εἶναι    ἄλλο τό φαίνεσθαι, και ἄλλο τό εἶναι. Φοροῦν πολλοί τό προσωπεῖον τοῦ Ἁγίου καί στήν πραγματικότητα εἶναι «προβατόσχημοι Λύκοι, λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ Ποιμνίου. Εἶναι ψευτοδιδάσκαλοι καί ψευτοπροφῆτες, «παρείσακτοι ψευδάδελφοι», μολύσματα τοῦ λαοῦ, ὄντως, «γεννήματα ἐχιδνῶν», δέν εἶναι ἄνθρωποι  τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά τούς ἔχουμε καμμιά ἀπολύτως ἐμπιστοσύνη. Νά προσέχουμε δέ διότι «οἱ τοιοῦτοι ψευδαπόστολοι, ἐργάτες δόλιοι, μετασχηματίζονται σέ Ἀποστόλους Χριστοῦ. Καί δέν  εἶναι καθόλου περίεργον, διότι καί ὁ ἴδιος ὁ Σατανᾶς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός, γιά νά πλανήσῃ   ἀκόμη καί τούς ἐκλεκτούς καί οἱ ὑπηρέτες του, δαίμονες και δαιμονάνθρωποι μεταμφιέζονται σέ ὑπηρέτες δικαιοσύνης, γιά νά ἐξαπατοῦν τούς ἀφελεῖς καί ἀπρόσεκτους» (πρβλ. καί Β΄ Κορινθ. ια΄13-15).Χρειάζεται προσοχή καί προσευχή, γιά  νά μή πέσουμε θύματα ὅλων αὐτῶν. Νά προσέχουμε καί νά μή  ἐμπιστευώμαστε κανέναν. Κυκλοφοροῦν ἀνάμεσά μας πολλοί δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι, Ἰοῦδες, προδότες και Σταυρωτές. Σταυρωτής δέν εἶναι ὁ Ἰούδας, πού κυριεύθηκε ἀπό τό πάθος τῆς Φιλαργυρίας καί ἄφησε καί μπῆκε ὁ διάολος μέσα του καί πρόδωσε  τό Διδάσκαλό του, «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων»;

 Σταυρωτής, προδότης καί Ἰούδας δέν εἶναι ὁ  νεαρός ἐκεῖνος πού, μέ τό προσωπεῖο τοῦ Ἁγίου,  ξεγέλασε τούς πάντες, πού ἔπιναν «νερό στο ὄνομά του»; Σταυρωτής ἦταν, ἀνήμερο, ἄγριο θηρίο, Ψεύστης καί ὑποκριτής. Ἔκρυβε τό ἀληθινό του πρόσωπο καί  ἐξαπατοῦσε ὅλους. Καί στό τέλος ἔπεσε τό προσωπεῖο καί φανερώθηκε τό ἐλεεινό του πρόσωπο. Κυριευμένος ἀπό τά βρωμερά του πάθη, ἄφησε  καί μπῆκε ὁ Διάολος μέσα του, γκρέμισε τό  σπιτικό του. Δέν εἶναι θεότρελλος, πού ἐγκατέλειψε τήν  πιστή καί χαριτωμένη σύζυγό του καί τραυμάτισε τό παιδάκι του  στήν πιό κρίσιμη  ἡλικία καί τρέχει, ὁ ἀνόητος, πίσω ἀπό Μιά θεοπάλαβη νεαρή;

Θεέ μου συγχώρεσέ με, δέν μπορῶ νά περιγράψω τό μέγεθος τῆς ἀστοργίας καί τῆς πωρώσεως. Καί, δυστυχῶς, διαπιστώνουμε, ὅτι ὑπάρχουν πολλοί σάν κι’ αὐτόν, και χειρότεροι ἀκόμη ἀπό αὐτόν, πού δέν ντρέπονται, ἀλλά καί καυχῶνται, γιά τήν ἀναισχυντία τους, γιά τήν ξετσιπωσιά  καί τήν παλιανθρωπιά τους.  

Ὑπάρχει σήμερα ἄνθρωπος, πού μπορεῖ κανείς νά τόν ἐμπιστευθῇ, και να συνεργασθῆ μαζί του καί νά ἐλπίζει κάτι καλόν; Δυστυχῶς διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι «σπάνιον τό ἀγαθόν»,  ὅπως λέη ὀ Μέγας Βασίλειος.

Καί ὁ Κύριος, γιά νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό πολλές ἀπογοητεύσεις, μᾶς λέγει: «Προσέχετε ἀπό τῶν ἀνθρώπων» (Ματθ. ι΄ 17). «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν και ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καί ἀκαθάρτου μη ἅπτεσθε, κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς… λέγει Κύριος Παντοκράτωρ»( Β΄ Κορινθ. στ΄17-18).

Ἑπομένως ὀφείλουμε νά μήν ἔχουμε καμμιά ἀπολύτως ἐμπιστοσύνη στους ἀνθρώπους. Ἀλλά νά ἔχουμε ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΘΕΟ, ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΣ, ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΟΝ. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί  τό Πνεῦμα τό Ἅγιον λέγει:

«Ἀγαθόν πεποιθέναι ἐπί Κύριον ἤ πεποιθέναι ἐπ’ ἄνθρωπον· ἀγαθόν ἐλπίζειν ἐπί Κύριον ἤ ἐλπίζειν ἐπ’ ἄρχουσι» (Ψαλμ. 117,8-9). Δηλαδή: «Εἶναι ἀσυγκρίτως καλλίτερον καί ἀσφαλέστερον νά στηρίζει κανείς τήν ἐλπίδα καί τήν πεποίθησίν του στόν Κύριον, παρά να βασίζεται σέ ἄνθρωπο. Εἶναι ἀσυγκρίτως προτιμώτερον νά ἐλπίζῃ κανείς στόν  Κύριο,  παρά νά ἐλπίζῃ σέ ἄρχοντες καί ἡγεμόνες».

Λοιπόν «Μή πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπί υἱούς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (Ψαλμ. 145, 3). Μή  ἐλπίζετε σ’ αὐτούς, πού δέν μποροῦν νά σᾶς σώσουν. Εἶναι πανευτυχεῖς ὅσοι πιστεύουν και ἔχουν την πεποίθησί τους μόνο στο Θεό(πρβ.Ψαλμ.2,13). «Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος, πού ἔχει βοηθόν τόν Θεόν, ἐκεῖνος πού στηρίζει τήν ἐλπίδα του μόνο στόν Κύριο, στόν Παντοδύναμο Θεό του(Ψαλμ.145,5).

Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διδάσκει ἀπό προσωπική, δική του ἐμπειρία και λέγει: «Δέν θέλουμε, ἀδελφοί, νά ἀγνοῆτε τή θλῖψι, πού μᾶς βρῆκε στήν  Ἀσία. Τό βάρος ἦταν μεγαλύτερο ἀπό τή δύναμί μας, ὥστε νά ἀπελπισθοῦμε ἀκόμη καί γιά τή ζωή μας. Ἦταν δέ τέτοια τά γεγονότα, πού πεισθήκαμε ὅτι ὁ θάνατός μας ἦτο πιά βέβαιος. Καί ἐπέτρεπεν ὁ Κύριος νά μᾶς προκαλοῦν οἱ κίνδυνοι τήν βεβαιότητα αὐτήν, γιά νά μή ἔχουμε πεποίθησι στόν ἑαυτόν μας, ἀλλά στο Θεό, πού ἀνασταίνει τούς νεκρούς. Αὐτός μᾶς λύτρωσε ἀπό τόσο μεγάλο κίνδυνο, μᾶς λύτρωσε ἀπό βέβαιο θάνατο. Εἴμαστε δέ βέβαιοι ὅτι  ὁ Κύριος καί στό μέλλον θά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό κάθε κίνδυνο»(πρβλ. Β΄Κορινθ.α΄8-10). Μᾶς διδάσκει ὁ Παῦλος νά μή  ἔχουμε  ἐμπιστοσύνη στους ἀνθρώπους, οὔτε στόν ἑαυτόν μας, ἀλλά νά ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη μόνο στό Θεό, πού καί νεκρούς ἀνασταίνει.

Ἐξάλλου Αὐτός και μόνον Αὐτός «Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. Αὐτόν καί μόνον Αὐτόν προσκυνήσωμεν». Αὐτός εἶναι τά πάντα για μᾶς. Μόνον Σ’ Αὐτόν ἔχουμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Αὐτός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Αὐτός εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Καί Αὐτόν ὀφείλουμε να λατρεύουμε μέ τήν καρδιά μας καί, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.