Πέμπτη 15 Ιουλίου 2021

«ΚΥΡΙΕ, Ο ΔΟΥΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ».




 «ΜΗ ΜΟΥ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣΑΙ,

ΕΓΩ ΕΛΘΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΩ ΑΥΤΟΝ.

 

Κύριέ μου, Πολυεύσπλαγχνε καί οἰκτίρμων, ὁ δοῦλος μου ὑποφέρει, πονάει. Βρίσκεται στό σπίτι μου, κατάκοιτος, παραλυτικός. Εἶναι ἑτοιμοθάνατος. Τόν ἀγαπῶ. Ἄνθρωπος εἶναι κι’ αὐτός. Χρησιμοποίησα ὅλα τά ἀνθρώπινα μέσα, γιατρούς καί φάρμακα καί δέν μπόρεσα νά τόν ἀνακουφίσω καί ὑποφέρει. Κύριέ μου, ὑποφέρω κι’ ἐγώ μαζί του. Μέ κοιτάει στά μάτια, καί, σιωπηλά, μοῦ ζητάει βοήθεια. Κι’ ἐγώ;…Δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε, τίποτε. Σέ παρακαλῶ, Πολυέλεε. Σύ, «ὁ Πανακής ἰατρός», Σύ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτός, πού ἦλθες στόν κόσμο, να μᾶς λυτρώσης ἀπό τον πόνο, Σύ, Κύριε, πού καταδέχθηκες να ἔλθῃς κοντά μας, γιά νά σπογγίσῃς τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνῃς τόν πόνο μας, νά πλύνῃς καί νά θεραπεύσης τίς πληγές μας, καί τά, ψυχικά καί σωματικά, τραύματά  μας, ἄκουσέ με καί βοήθησε τό δοῦλο μου, πού τόσο ὑποφέρει!

Πιστεύω, Κύριε, στή Χάρι Σου καί τή Δύναμί Σου! Πιστεύω, ὅτι ἔρχεσαι κοντά μας, Θεέ μου, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά νά μᾶς λυτρώσῃς. Λυπήσου κι’    ἐμένα τόν ἀνάξιο καί ἁμαρτωλό καί σῶσε τόν ἐτοιμοθάνατο δοῦλο μου, πού τόσο ὑποφέρει…

Πιστεύω στήν  ἀγάπη Σου καί στήν Εὐσπλαγχνία Σου! Πιστεύω ὅτι μπορεῖς, ὡς Παντοδύναμος καί θέλεις, ὡς Πανάγαθος, νά θερραπεύσῃς τόν δοῦλο μου. Ἐκτός ἀπό Σένα κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ…


Σύ, Κύριε, εἶσαι ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μοναδική μου ἐλπίδα καί, με δάκρυα, Σέ παρακαλῶ, θεράπευσε τό  δοῦλο μου, Φιλάνθρωπε Κύριε!

«Μή μοῦ στεναχωριέσαι παιδί μου, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ καί γιά σένα. ΕΓΩ ΕΛΘΩΝ ΘΕΡΑΠΕΥΣΩ ΑΥΤΟΝ».

«Ὄχι, Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος, γιά  να μπῇς κάτω ἀπό τή στέγη μου. Δέν ζητῶ νά εἰσέλθῃς στό σπίτι μου, εἶμαι ἀνάξιος, Κύριε…Εἷμαι ἁμαρτωλός…

Δέν εἶμαι ἄξιος, γιά να μπῇς κάτω ἀπό τή στέγη μου, Σύ, ὁ Πανάγιος Θεός, ὁ Παντοκράτωρ. Ἀλλά πές μόνο ἕνα λόγο, ἀπό ἐδῶ πού βρίσκεσαι, καί θά θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου. Εἶμαι ἀπόλυτα σίγουρος, Παντοδύναμε!  Διότι καί ἐγώ, πού εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος, κάτω ἀπό τήν ἐξουσίαν ἄλλων, ἔχω ὑπό τάς διαταγάς μου στρατιῶτες καί λέγω σέ τοῦτον, «Πήγαινε» καί πηγαίνει καί εἰς τον ἄλλον, «Ἔλα» καί ἔρχεται καί στόν δοῦλόν μου, λέγω, «Κάνε τοῦτο», καί τό κάνει. Πόσο μᾶλλον, Σύ, Κύριε, πού εἶσαι ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί ὁ Πανταχοῦ Παρών, ὁ ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο. Μόνο Σύ, Κύριε, μπορεῖς νά πῇς ἕνα λόγο  καί νά θεραπευθῇ ὁ δοῦλος μου.

«Παιδί μου, Ἑκατόνταρχε, θαυμάζω τήν Πίστιν σου καί βραβεύω τήν ἐμπιστοσύνη σου. «Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. Ναί. Μέ ἕνα μου μόνο λόγο, ἀπό δῶ. θά θεραπεύσω τό δοῦλο σου».

Κύριέ μου Ἰησοῦ, θαυμάζεις καί ἐπαινεῖς τήν Πίστι τοῦ Ἑκατοντάρχου. Πράγματι οὔτε στόν Ἰσραηλιτικό λαό δέν βρῆκες τέτοια Πίστι. Ὁ Ἑκατόνταρχος εἶχε Θερμή, ὑποδειγματική Πίστι, «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην». Εἶχε βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός του, εἶχε ταπείνωσι, εἶχε ἀγάπη καί γιά τό δοῦλο του, πού ἦταν τότε γιά ὅλους τούς ἄλλους ἕνα ἀντικείμενο συναλλαγῆς, Res. Τόν προβάλλεις, Κύριε, ὡς ὑπόδειγμα ἐναρέτου, πιστοῦ στό Θεό, ἀνθρώπου, γιά νά μιμηθοῦμε τήν Πίστι και τίς ἀρετές του, ὥστε νά μή μείνωμεν ἔξω τῆς Βασιλείας Σου, πανάγιε.



Κύριέ μου, Γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, μόνοι μας δέν μποροῦμε νά ἐπιτύχωμεν τίποτε Καλόν. Ἀξίωσέ μας, νά σταθοῦμε, νοερά στά πόδια Σου,  νά ἀκοῦμε καί νά τηροῦμε τόν ζωοποιόν Σου λόγο. Νά Πιστεύουμε σέ Σένα, ὡς ὁ Ἑκατόνταρχος, καί νά ἔχουμε  ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ΜΟΝΟ ΣΕ  ΣΕΝΑ καί νά Σέ δοξάζουμε, λόγῳ καί ἔργῳ, «ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου