Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

«ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ»

Ἡ ἐλευθερία εἶναι δῶρον Θεοῦ στον ἄνθρωπον

Χθές μέ εἶδες ἱδρωμένο καί μέ ρώτησες, «γιατί;»
κι’ ἐγώ, στενοχωρημένος, σοῦ ἀπάντησα εὐθύς:

«Τῶν ἀνθρώπων τό κατάντημα μέ θλίβει καί ἱδρώνω ἀπό ντροπή».
Ἡ ζωή μας εἶναι «ὕβρις» στό Δημιουργό.


Τί σκέψεις καί τί λόγια ξεστομίζουμε, χωρίς ντροπή; Οἱ λογισμοί μας πονηροί, οἱ φαντασίες μας ἀπρεπεῖς, τά λόγια μας στάζουν φαρμάκι καί οἱ πράξεις μας; Πράξεις ἄδικες, πράξεις μίσους.


Μετουσιώσαμε τόν Παράδεισο σέ «χοιροστάσι».
Μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός μικρούς θεούς, μέ νοῦν καί ἐλευθερίαν, κι’ ἐμεῖς δέν νοιώσαμε τήν τιμήν καί γίναμε χειρότεροι ἀπό τά ἀνόητα, τά ἄλογα ζῶα. Ἀποκτηνωθήκαμε. Στήν πρᾶξι στρέφει ὁ Μανασῆς καί τρώγει τίς σάρκες του, κατεσθίει τόν ἀδελφό του (πρβλ. Δ΄ Βασιλ. κα΄ 16).

Ὁ Πανάγαθος Θεός μᾶς  χάρισε «νοῦν», γιά νά διακρίνουμε καί νά ξεχωρίζουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, τήν ζωήν ἀπό τόν Θάνατο, τό πῦρ ἀπό τό ὕδωρ. Μᾶς ἐχάρισε δέ καί «ἐλευθερίαν», ὥστε νά μποροῦμε νά διαλέξουμε. Κι’ ἐμεῖς, δυστυχῶς, κάνουμε κακή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆ ἐλευθερίας, καί ἔτσι κάνουμε τή ζωή μας «κόλασι». Καί αὐτό, πού λέω, δέν εἶναι ὑπερβολή.

Εἶναι κοινή διαπίστωσις.

Ὁ Θεός ὡς παντοδύναμος μπορεῖ νά μᾶς ἐξαναγκάσῃ νά κάνουμε καλή χρῆσι τῆς ἐλευθερίας, πού μᾶς χάρισε. Ὅμως ὡς Πανάγαθος δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Θέλει νά φθάσουμε ἀπό τό «κατ’ εἰκόνα εἰς τό καθ’ ὀμοίωσιν», μέ τή θέλησί μας. Θέλει νά γίνουμε συνεργάτες Του στή δημιουργία, ὥστε νά νοιώσουμε καί  τή χαρά τῆς δημιουργίας. Ἡ ἐλευθερία εἶναι θεῖον δῶρον τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπον. Εἶναι «δόσις ἀγαθή καί δώρημα τέλειον».

Πότε θά κατανοήσουμε τήν τιμήν; Πότε θά  συνειδητοποιήσουμε τήν ἀξία τῆς ἐλευθερίας στή ζωή μας; Πότε θά καταλάβουμε ὅτι ἡ πραγματική ἐλευθερία, δέν ἔχει ἀπολύτως καμμιά σχέσι μέ τήν ἀσυδοσία;


Εἶναι καιρός νά ἔλθῃ κάθε ἄνθρωπος «εἰς ἑαυτόν». Νά ἔλθουμε ὅλοι μας εἰς ἐπαφήν μέ τήν πραγματικότητα. Νά ἐννοήσουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία μας ἔχει ὅρια, τήν ἐλευθερίαν τῶν ἄλλων. Ὁ καθένας, δηλαδή, μπορεῖ νά κάνῃ ὅ,τι δέν βλάπτει τόν ἄλλον. Ὁ καθένας ὀφείλει νά συλλειτουργῇ ἐποικοδομητικά μέσα στό κοινωνικό σύνολον.
Δέν ἐπιτρέπεται ὁ ἕνας νά ἐκμεταλλεύεται τήν ἀδυναμία ἤ τήν κουφότητα τοῦ ἄλλου. Ὀφείλει ὁ ἕνας νά στηρίζῃ τόν ἄλλον.
Ὁ ἁπόστολος Παῦλος λέγει:
«Μείνετε στερεοί  σεβαστῆτε τήν ἐλευθερίαν, πού
σᾶς  χάρισε ὁ Χριστός καί μή ὑποκύπτετε πάλιν εἰς ζυγόν δουλείας... Σεῖς ἔχετε κληθῆ ἀπό τόν Κύριον, γιά νά εἶσθε ἐλεύθεροι ἀπό κάθε δουλείαν. Μόνον προσέξατε, μήπως ἐκλάβετε τήν ἐλευθερίαν ὡς πρόφασιν, γιά νά ζῆτε σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες τῆς σαρκός. Ὀφείλετε νά ἀποφεύγετε τήν ἁμαρτωλή διαγωγή καί μέ  γνήσια ἀγάπη νά ὑπηρετῆτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἄλλωστε ὅλος ὁ Νόμος συνοψίζεται σέ μια φρᾶσι· στό νά ἀγαπήσῃς  τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτόν σου. Εἰ δέ ἀλλήλων δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπό ἀλλήλων ἀναλωθῆτε. Δηλαδή, ἄν δαγκώνετε  καί τρῶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, προσέξτε μήπως ἀλληλοεξοντωθῆτε καί ἀφανισθῆτε μεταξύ σας (Γαλάτ. ε΄ 1-13).
Ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά σήμερα τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος , θά διαπιστώσουμε ὅτι βαδίζουμε ὁλοταχῶς στήν αὐτοκαταστροφή μας. Κι’ αὐτό, γιατί δέν κάνουμε καλή χρῆσι τῶν θείων δώρων, τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας. Γιατί θεριεύουν τά βρωμερά Πάθη μέσα μας καί λειτουργοῦμε στή ζωή μας σάν ἄγρια, σαρκοφάγα ζῶα. Ἔχουμε ξεφύγει ἀπό τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀρνούμαστε τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουμε τά Εἴδωλα, ἀργύριον καί χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων. Ὑψώσαμε σέ Θεότητα τό Βόρβορο.























Τόν Ἐγωϊσμό, τήν ὑπερηφάνια, τήν ἀλαζονία, τόν Πανσεξουαλισμό  τήν Ψευτιά, τήν Ὑποκρισία καί πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. Δέν κάνουμε καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας. Δέν ἐκλέγουμε τή ζωή, ἀλλά τό Θάνατο. Παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς» (Θρῆνοι γ΄ 34), «δέσμιοι σκότους καί  μακρᾶς πεδῆται νυκτός»
(Σοφ. Σολομ. ιζ΄ 2), δηλαδή δέσμιοι τοῦ σκότους καί αἰχμάλωτοι μακρᾶς, παρατεταμένης νυκτός.
Παραμένουμε, μέ τή θέλησί μας, κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου.
Ἄν θέλουμε, μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό τήν ὑποδούλωσι στά βρωμερά μας πάθη, κάνοντας καλή χρῆσι τοῦ νοῦ καί τῆς ἐλευθερίας μας.





Ὁ Χριστός μέ τή Σταυρική Του θυσία καί τήν Ἀνάστασί Του καταργεῖ τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν διάβολον, καί ἔτσι μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Κύριος  ἀπαλλάσσει  καί ἐλευθερώνει
ὅλους ἐκείνους, πού ὁ φόβος  τοῦ θανάτου τούς εἶχε καταδικάσει νά εἶναι δοῦλοι τῆς ἀγωνίας  καί τοῦ φόβου τοῦ θανάτου σέ ὅλη τους τή ζωή (πρβλ. Ἑβρ. β΄ 14-15). Δυστυχῶς ὅμως ἐμεῖς ἐμμένουμε τῇ φαύλῃ συνηθείᾳ καί καθοδηγοῦμε καί τά παιδιά μας στήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τό Θεό, στήν ὑποδούλωσι τῶν βρωμερῶν μας παθῶν.
Δέν εἶναι καιρός νά ξεφύγουμε ἀπό τήν Ὀδύνη, πού γεννᾶ στήν ψυχή καί τή ζωή μας ἡ ὑποδούλωσι στά Πάθη καί τίς κακίες, καί νά ἀποτινάξουμε τόν ζυγόν τόν τῆς ἁμαρτίας;
Δέν εἶναι καιρός νά χαροῦμε τήν ἐλευθερίαν, πού
μᾶς χάρισεν ὁ Θεός, παραμένοντας πραγματικά ἐλεύθεροι;
Δέν εἶναι καιρός νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά χαμηλά πάθη καί τίς κακίες μας καί νά ἀγκαλιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ γνήσια ἀγάπη καί καλωσύνη;
Ὁ Κύριος δέν θέλει νά ζοῦμε σ' αὐτήν ἐδῶ τήν παροικία, τόν καιρόν τῆς μετανοίας,   σάν  «ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη» (Ματθ.η΄30),
ἀλλά ἐπιθυμεῖ νά εἴμαστε μεταξύ μας μέ τή δική Του γνήσια ἀγάπη ἄρρηκτα   ἑνωμένοι, ὡς «κοινωνία προσώπων», «κοινωνία Ἁγίων».
Ὁ Θεός  δέν μᾶς ἐξαναγκάζει. Μακροθυμεῖ καί περιμένει νά μετανοήσουμε  νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του εἰλικρινά μετανοιωμένοι, νά ἐγκολπωθοῦμε τή γνήσια ἀγάπη Του καί εἴμαστε  ἑνωμένοι μαζί Του, ἐν τῇ ἀγάπῃ,«ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὀ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 16).







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου