« Μακάριοι οἱ ελεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται» (Ματθ. ε΄ 7). 1ο
Οἱ ελεήμονες καί Ἐλεημοσύνη.
Στή πέμπτη βαθμίδα τῶν Μακαρισμῶν ὁ Κύριος τοποθετεῖ τήν Ἐλεημοσύνη καί λέγει ὅτι «εἶναι μακάριοι οἱ ελεήμονες, διότι αὐτοί θά δεχθοῦν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, θά ἐλεηθοῦν ἀπό τό Θεό».
Ἐλεήμονες εἶναι ἐκεῖνοι, πού αισθάνονται ἔλεος γιά τό συνάνθρωπό τους, οἱ οικτίρμονες. Ἐλεήμονες εἶναι αὐτοί, πού ἀγαποῦν νά ἐλεοῦν, οἱ εὕσπλαγχνοι. Ἐλεήμονες δέν εἶναι μόνον αὐτοί, πού ἔχουν τή δύναμι καί τή θέλησι νά ἐλεήσουν αὐτούς πού ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας, ἀλλά καί αὐτοί πού ἔχουν τή διάθεσι καί φλέγονται ἀπό τήν ἐπιθυμία νά βοηθησουν τούς συνανθρώπους τους, ἀλλά δέν μποροῦν.
Ὁ Κλήμης ὁ Αλεξανδρεύς λέγει ὅτι «ἐλεήμονας δ' εἶναι βούλεται οὐ μόνον τούς ἔλεον ποιοῦντας, ἀλλά καί τούς θέλοντας ἐλεεῖν, κἄν μή δύνωνται, οἷς κατά προαίρεσίν τό ἐνεργεῖν πάρεστιν· ἐνίοτε γάρ βουλόμεθα δι' ἀργυρίου δόσεως ἤ διά σωματικῆς σπουδῆς ἔλεον ποιῆσαι, ὡς δεομένῳ ἐπαρκέσαι ἤ νοσοῦντι ὑπουργῆσαι ἤ ἐν περιστάσει γενομένῳ παραστῆσαι, καί οὐχ οἷοί τέ ἐσμεν ἤτοι διά πενίαν ἤ νόσον ἤ γῆρας (φυσική γάρ νόσος καί τοῦτο) ἐξυπηρετῆσαι τῇ προαιρέσει ἐφ' ἥν ὁρμώμεθα, μή δυνηθέντες ἐπί τέλος ἀγαγεῖν ὅ βουλόμεθα. Τῆς αὐτῆς <οὖν> τιμῆς μεθέξουσι τοῖς δυνηθεῖσιν οἱ βεβουλημένοι, ὧν ἡ προαίρεσις ἴση, κἄν πλεονεκτῶσιν ἕτεροι τῇ περιουσίᾳ» ( Στρωματεῖς Δ΄ κεφ.VI ΒΕΠΕΣ 8, 27-36).
Καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης σχετικά λέγει ὅτι εἶναι «κυρίως μακαριστός, ὁ ἐν τῇ τοιαύτῃ διαθέσει τήν ψυχήν ἔχων, ὡς τοῦ ἀκροτάτου κατά τήν ἀρετήν ἐφαπτόμενος· καί μηδείς ἐν μόναις ταῖς ὕλαις τήν ἀρετήν θεωρείτω· ... Ὁ γάρ θελήσας τό ἀγαθόν μόνον, κωλυθείς δέ πρός τό καλόν, τῷ μή δύνασθαι, κατ' οὐδέν ἐλαττοῦται τῆς ψυχῆς διαθέσει, τοῦ διά τῶν ἔργων τήν γνώμην δείξαντος» (Εἰς τούς Μακαρισμούς, λογ. Ε΄ Migne P.G. 1252. ΒΕΠΕΣ 66, 30-37).
Ἐλεήμονες εἶναι αὐτοί πού, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, κατόρθωσαν νά ἀποκτήσουν τήν ἀρετήν τῆς ἐλεημοσύνης.
Στό Χριστιανισμό ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ ἀρετή, πού βρίσκεται πέρα καί πάνω ἀπό τό δίκαιο. Γι' αὐτό καί ὁ Κύριος τήν τοποθετεῖ μιά βαθμίδα ψηλότερα ἀπό τήν πεῖνα καί τή δίψα γιά τή Δικαιοσύνη.
«Πρό τῶν ελεημόνων μακαρίζει τούς πεινῶντας καί διψώντας τήν δικαιοσύνην. Διά τί; Ὅτι οὐκ ἐξ ἁρπαγῆς δεῖ ἐλεεῖν» (Ἀρχ. Σχολ. εἰς Ματθ. Migne P.G. 106,1088).
Ἡ ἐλεημοσύνη δέν εἶναι ἐξόφλησις ὀφειλῆς ὑπό τήν ἔννοιαν τοῦ Δικαίου. Συνεπῶς δέν εἶναι ὑποχρέωσις ἐκείνου, πού ἐλεεῖ, οὔτε δικαίωμα ἐκείνου, πού δέχεται τό ἔλεος. Εἶναι Χάρις.
Ὁ πιστός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, εὑρισκόμενος
σέ συνεχῆ ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τό Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ, τόν Θεόν, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην, ὡς καλός οἰκονόμος, νά ἐλεῇ ὅλην
τήν ἡμέραν, νά μεταδίδῃ συνεχῶς κάθε ἀγαθόν, ὑλικόν ἤ πνευματικόν, σέ κεῖνον πού ἔχει ἀνάγκην. Νά μεταδίδει δέ τά ἀγαθά ἁπλόχερα, μέ ἱλαρότητα, μέ τρυφερότητα, μέ προθυμία, μέ χαρά, μέ θυσιαστική ἀγάπη, σύμφωνα μέ τήν Ἐντολήν τοῦ Κυρίου: «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε»(Ματθ. ι΄ 8).
Δυστυχῶς διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, συνάνθρωποί μας, πού παρερμηνεύουν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Νομίζουν δηλαδή, ὅτι μποροῦν ανεμπόδιστα νά μισοῦν, νά κλέπτουν, νά ἀδικοῦν, νά συκοφαντοῦν, νά λοιδοροῦν, νά λυποῦν, νά κρίνουν, νά κατακρίνουν, νά περιφρονοῦν καί νά καταβασανίζουν τούς συνανθρώπους τους, καί συγχρόνως νά ἐλεοῦν μερικούς πτωχούς, νομίζοντας πώς ἔτσι κάνουν τό χρέος τους καί πώς ἔτσι συγχωροῦνται γιά τά ἐγκλήματά τους. Πλανῶνται, ἄν νομίζουν πώς κάνουν ἐλεημοσύνη, γιατί μέσα στήν ψυχή τους δέν ἔχουν ἀγάπη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς γνήσιας ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κατηγορίας, πού ἀδικοπραγοῦν, καί μέ τίς ἄδικες πράξεις τους ὁδηγοῦν τούς συνανθρώπους τους στή στέρησι, στή φτώχεια καί τή δυστυχία, δέν εἶναι ἐλεήμονες, ἀλλά ἀμετανόητοι ὑποκριτές, ἄδικοι καί ἐμπαῖκτες. Κάνουν τό κάθε τί «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἐλεοῦν γιά νά ἐπιδείξουν τόν πλοῦτο τους, ἤ γιά λόγους σκοπιμότητος, ἤ γιά νά ἐξαπατοῦν τούς ἀφελεῖς ἤ γιά νά κατασιγάσουν κάπως τό βάρος τῆς συνειδήσεώς τους ἐξ αἰτίας τῶν ἀδικιῶν τους.
Ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης προϋποθέτει ἀκακία, ἀγαθότητα, καθαρότητα καρδίας, ἁγιότητα. Ρυθμίζει τίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τόν πανάγιον Νόμον τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα εἶναι δίκαιος καί ὕστερα ἐλεήμων.
Ὁ πιστός Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, εὑρισκόμενος
σέ συνεχῆ ἐπικοινωνία καί συνομιλία μέ τό Δοτῆρα παντός ἀγαθοῦ, τόν Θεόν, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκην, ὡς καλός οἰκονόμος, νά ἐλεῇ ὅλην
τήν ἡμέραν, νά μεταδίδῃ συνεχῶς κάθε ἀγαθόν, ὑλικόν ἤ πνευματικόν, σέ κεῖνον πού ἔχει ἀνάγκην. Νά μεταδίδει δέ τά ἀγαθά ἁπλόχερα, μέ ἱλαρότητα, μέ τρυφερότητα, μέ προθυμία, μέ χαρά, μέ θυσιαστική ἀγάπη, σύμφωνα μέ τήν Ἐντολήν τοῦ Κυρίου: «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε»(Ματθ. ι΄ 8).
Δυστυχῶς διαπιστώνουμε ὅτι ὑπάρχουν μερικοί, συνάνθρωποί μας, πού παρερμηνεύουν τήν ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης. Νομίζουν δηλαδή, ὅτι μποροῦν ανεμπόδιστα νά μισοῦν, νά κλέπτουν, νά ἀδικοῦν, νά συκοφαντοῦν, νά λοιδοροῦν, νά λυποῦν, νά κρίνουν, νά κατακρίνουν, νά περιφρονοῦν καί νά καταβασανίζουν τούς συνανθρώπους τους, καί συγχρόνως νά ἐλεοῦν μερικούς πτωχούς, νομίζοντας πώς ἔτσι κάνουν τό χρέος τους καί πώς ἔτσι συγχωροῦνται γιά τά ἐγκλήματά τους. Πλανῶνται, ἄν νομίζουν πώς κάνουν ἐλεημοσύνη, γιατί μέσα στήν ψυχή τους δέν ἔχουν ἀγάπη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἡ ἔκφρασις τῆς γνήσιας ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς κατηγορίας, πού ἀδικοπραγοῦν, καί μέ τίς ἄδικες πράξεις τους ὁδηγοῦν τούς συνανθρώπους τους στή στέρησι, στή φτώχεια καί τή δυστυχία, δέν εἶναι ἐλεήμονες, ἀλλά ἀμετανόητοι ὑποκριτές, ἄδικοι καί ἐμπαῖκτες. Κάνουν τό κάθε τί «πρός τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις». Ἐλεοῦν γιά νά ἐπιδείξουν τόν πλοῦτο τους, ἤ γιά λόγους σκοπιμότητος, ἤ γιά νά ἐξαπατοῦν τούς ἀφελεῖς ἤ γιά νά κατασιγάσουν κάπως τό βάρος τῆς συνειδήσεώς τους ἐξ αἰτίας τῶν ἀδικιῶν τους.
Ἡ ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης προϋποθέτει ἀκακία, ἀγαθότητα, καθαρότητα καρδίας, ἁγιότητα. Ρυθμίζει τίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους σύμφωνα μέ τόν πανάγιον Νόμον τοῦ Θεοῦ. Πρῶτα εἶναι δίκαιος καί ὕστερα ἐλεήμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου