ΣῼΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ.
«Σταθείς δέ Ζακχαῖος εἶπε
πρός τόν Κύριον· Ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς,
καί εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. Εἶπε δέ πρός τόν Ζακχαῖον ὁ
Ἰησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστιν»
(Λουκ. ιθ΄ 8-9).
Ὁ
Φιλάνθρωπος Κύριος γνωρίζει καλά «τό
εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» καί, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, μακροθυμεῖ καί ἀνοίγει
διάπλατες τίς Πύλες τῆς μετανοίας.
Ἔρχεται
ὁ Σωτήρ καί μᾶς καλεῖ εἰς μετάνοιαν. Καταδέχεται Σταυρόν καί θάνατον «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τήν ἁμαρτίαν
τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29), «Λούζει
δέ καί καθαρίζει ὅλους ἐμᾶς τούς εἰλικρινά μετανοιωμένους ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ» (Ἀποκ.
α΄ 5). Καί αὐτό εἶναι τό μόνον βέβαιον ὅτι δηλαδή «τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας»
(Α΄ Ἰωάν. α΄ 7). Μᾶς χαρίζει
τήν τελικήν κάθαρσιν. Ὀφείλουμε
νά τονίσουμε βέβαια ὅτι γιά νά λάβουμε τήν τελικήν κάθαρσιν, Πρέπει νά λάβουμε
πρῶτα τήν ἀρχικήν κάθαρσιν. Δηλαδή ὀφείλουμε
α) νά πιστέψουμε στό Χριστό, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα μας, β) νά μετα-νοήσουμε εἰλικρινά
καί ἔμπρακτα, ὡς ὁ Ζακχαῖος, δηλ. νά ἀπεκδυθοῦμε
τόν παλαιόν ἄνθρωπον καί νά ἐνδυθοῦμε τόν καινόν, τόν νέον ἄνθρωπον , τόν Χριστόν (Ἐφες.
δ΄ 22-24) διά τοῦ Θείου Βαπτίσματος ἤ
διά τοῦ λουτροῦ τῶν δακρύων, τῆς εἰλικρινοῦς μετανοίας καί γ) νά ἀκούσουμε τόν
πανάγιον λόγον Του καί νά τόν κάνουμε πρᾶξι. Νά γίνουμε δηλαδή μέτοχοι τῆς
πρώτης ἀναστάσεως (πρβλ. Ἰωάν. ε΄25.
καί Ἀποκ. κ΄ 5-6). Μόνοι μας δέν μποροῦμε
νά σωθοῦμε, ἄν ὁ Κύριος δέν μᾶς χαρίσει τό χάρισμα τῆς μετανοίας.
Ὁ
Κύριος μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι «οὐδείς δύναται ἐλθεῖν
πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν» (Ἰωάν. στ΄ 44) καί «Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι’ ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιδ΄ 6). Εἶναι, λοιπόν , δεδομένον ὅτι, ἐπειδή
ὁ Θεός, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, «πάντας ἀνθρώπους
θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμόθ. β΄4), Καλεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους κοντά
Του, ἀνοίγει σέ ὅλους τίς Πύλες τῆς μετανοίας: Δεῦτε πρός με πάντες πάντες οἱ
κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς...» (Ματθ. ια΄ 28-30).
Ὁ
Κύριος ἔρχεται πρᾷος καί ταπεινός τῇ
καρδίᾳ καί μᾶς καλεῖ κοντά Του. Ἀνοίγει τις Πῦλες τῆς μετανοίας σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους.
Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά δεχθοῦμε τήν πρόσκλησιν τῆς Ἀγάπης Του, καί, ὡς διά Πύλης,
διά τῆς μετανοίας, νά εἰσέλθουμε στήν αἰώνια Βασιλεία Του. ὑμνοῦντες Αὐτόν,
ὡς Θεόν, εἰς τούς αἰῶνας.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, εὔσπλαγχνε
καί πολυέλεε Κύριε,
Ἀπό τά ξημερώματα σύρω τά βήματά
μου πρός τόν ἅγιον Ναόν Σου. Σηκώνομαι πολύ πρωῒ ὁ ἀνάξιος καί
τολμῶ νά παρουσιάζομαι
μπροστά Σου, μέ ἀκάθαρτη ψυχή. Ναί, Πολυεύσπλαγχνε καί Οἰκτίρμων, πραγματικά ὁ
ναός τοῦ σώματός μου ὁλόκληρος εἶναι ἐσπιλωμένος, κηλιδωμένος, λερωμένος,
κατάστικτος, ἀτιμασμένος, ἀπό ἀμέτρητες ἁμαρτίες, ἀπό φαντασίες ἀπρεπεῖς, ἐπιθυμίες
βλαβερές, πονηρούς λογισμούς, ἀκάθαρτους, ἀπό λόγια βρωμερά, ἀστόχαστα, ἀσυλλόγιστα,
καί ἀπό πράξεις ἄνομες, ὄχι καί λίγες.
Ἐλεήμων Κύριε, λαχταρῶ νά
ξεφύγω ἀπό τό βοῦρκο, στόν ὁποῖον μέ βυθίζει ὁ κακός μου ἑαυτός. Αἰσθάνομαι τό
βάρος, πού μέ πνίγει καί νά ἀνασάνω δέν μπορῶ...
Προστρέχω ἀσθμαίνων στό Ναό
Σου ἀπό τά ξημερώματα, μέ στοναχές, μέ δάκρυα καί μέ κραυγές, Ἰησοῦ μου, ζητῶ τό Ἔλεός Σου... Ἐλέησέ με τόν ἁμαρτωλό. Ἀλήθεια, ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω καί ἀνάπαυσι νά βρῶ;
Ποιός ἄλλος μπορεῖ νά μέ ἀνασύρῃ
ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» στήν ὁποίαν ἔχω ἐμπαγῆ, ἐάν ὄχι Ἐσύ , Κύριε, πού
σταυρώθηκες, γιά μένα, τόν πτωχό καί ἐλεεινό;
Ποιος ἄλλος, ἐκτός ἀπό Σένα,
μπορεῖ νά μέ λυτρώσῃ ἀπό τό βέβαιο χαμό;...Ἀχρεῖος δοῦλος Σου εἶμαι , Κύριε. Δέν ἀξιζω τό Ἔλεός Σου. Γνωρίζω ὅμως καλά ὅτι μόνον Σύ, ὡς Παντοδύναμος , μπορεῖς καί ὡς Πανάγαθος, θέλεις τή σωτηρία μου. Μόνον Σύ, τό Μέγα, τό Ἀληθινόν καί Ὑπερκοσμιον Πρόσωπον, ὁ Μόνος Ἀληθινός Προσωπικός Θεός, μόνον Σύ ἀκοῦς τίς κραυγές τῆς ἀγωνίας μου καί τούς στεναγμούς μου.
Μόνον Σ ύ, ὁ Πανταχοῦ, ὁ Παντοκράτωρ, μπορεῖς!...
Μόνον Σύ, Κύριε, ὁ ἅγιος καί ἀληθινός,
μᾶς λούζεις καί μᾶς καθαρίζεις, μέ τό πανάγιον Αἷμα Σου.Μόνον Σύ, Πολυέλεε...
Δός μου τή Χάρι Σου νά μετανοήσω εἰλικρινά καί ἔμπρακτα, ὥστε νά σταθῶ στόν πανάγιον ναόν Σου, μέ καθαρό τό ναό τοῦ σώματός μου...
Ἔλεος Σοῦ ζητῶ! Ὄχι γιατί τό ἀξίζω ὁ πανάθλιος ἐγώ, «ἀλλ’ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου», Γλυκύτατε καί Μακρόθυμε, πολυέλεε καί Οἰκτίρμων, Κύριε Ἰησοῦ!
ΕΛΕΟΣ!... ΕΛΕΟΣ !... ΕΛΕΟΣ Ἰησοῦ μου!...
«Ὡς Οἰκτίρμων κάθαρον εὐσπλάγχνῳ Σου ἐλέει».
«Ἕρχου ταχύ», Γλυκύτατε Ἱησοῦ, «ἀπολίκμησον τό ἄχυρον τῶν ἔργων μου», κάψε τά ξεροκλάδια...
«Καθάρισον, Κύριε, τόν ρύπον τῆς ψυχῆς μου καί σῶσον με, Ἀγαθέ, ὡς Φιλάνθρωπος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου