(Λουκ. ζ΄ 16).
Ὁ Χριστός μᾶς ἐπισκέπτεται και διέρχεται την ζωήν Αὐτοῦ εὐεργετῶν. «Κηρύσσων το Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας και θεραπεύων πᾶσαν νόσον και πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ»(Ματθ. δ΄23). Ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τον ἐρχομό Του, ὁ Εὐαγγελιστής-Προφήτης Ἡσαῒας λέγει ὅτι «ὁ παῖς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἐκλεκτος συγκαταβαίνει και ἔρχεται κοντά μας, πλησιάζει ἀθόρυβα, ταπεινά τόν τσακισμένον κάλαμον και δεν τον συντρίβει, ἀλλά τον περιδένει καί τόν στηρίζει, καί τό λυχνάρι, πού τρεμοσβύνει καί εἶναι ἕτοιμο να σβύσῃ καί ρίχνει λάδι καί τοῦ δίνει ζωή. Πλησιάζει τόν ἀσθενῆ καί ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον, τήν «ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα» καί τήν περιθάλπει( Ἡσ.42,3 ἑξ.). Σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἀπαλύνει τόν πόνο μας, θεραπεύει τά τραύματά μας καί, νεκρούς ὄντας τῇ ἁμαρτίᾳ, μᾶς χαρίζει ζωήν καί Ἀνάστασιν, μέ τόν ζωοποιόν Του λόγο, πού καί νεκρούς ἀνασταίνει.
Μᾶς ἐπισκέπτεται ὅλους, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Καί πρῶτα τούς ἁμαρτωλούς, δέν μᾶς ξεχωρίζει, βρέχει ἐπί δικαίους και ἀδίκους και ἀνατέλλει τον ἥλιον τοῦ Ἐλέους Του, ἐπί πονηρούς και ἀγαθούς. Μᾶς ἐπισκέπτεται «ὡς αὔρα λεπτή», «ὁ γλυκύς, ὁ πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦς» καί «κρούει την Θύραν…». Μᾶς ἐπισκέπτεται ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε, ὅπου κι’ ἄν βρισκόμαστε. Μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Θεός τῆς Ἀγάπης καί μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας . Γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός, Ὑπόδειγμα Ὑπακοῆς εἰς τόν Οὐράνιον Πατέρα «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ»( Φιλιπ. β΄5-11. Α΄ Πέτρ. β΄21).
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ, «ἐν σαρκί ἐληλυθώς» μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς
βεβαιώνει ὅτι Αὐτός
εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή, τό Φῶς καί ἡ Εἰρήνη τοῦ
κόσμου καί μᾶς καλεῖ νά Τόν ἀκολουθήσουμε. Μᾶς καλεῖ, δεν μᾶς ἐξαναγκάζει.
Ζητεῖ τήν συγκατάθεσί μας. Μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».
Ἕρχεται κοντά μας «ἵνα την ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι», ὅπως λέγει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, καί «Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν, μή ἀπόληται, ἀλλ ’ἔχῃ
ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄ 15-16).
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός ἡμῶν, δεν εἶναι Θεός νεκρῶν,
ἀλλά ΘΕΟΣ ΖΩΝΤΩΝ. Μᾶς ἐξηγεῖ ὅτι σ΄ αὐτήν
ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία, εἴμαστε «πάροικοι καί παρεπίδημοι», προσωρινοί
διαβάτες. Μᾶς καλεῖ να
ἐννοήσωμεν «το βραχύ τῆς ζωῆς» καί τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων
καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Να ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό το ΚΑΚΟΝ καί ἀπό τούς
Κακούς καί ἀπό Κάθε ΚΑΚΙΑ, καί νά περιπατοῦμε «ἐν ἀγάπῃ».
Ζητεῖ νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά τό κάνουμε «Πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή, «ζῶντες εὐσεβῶς, ἐν αὐτῷ, τῷ Χριστῷ», ὅτι οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν…», «ἡμῶν γάρ τό πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει». ΜΑΣ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΔΕ, ὅτι ἐπεσκέψατο τόν λαόν αὐτοῦ και «ἐπάτησε θανάτῳ τόν Θάνατον, κατήργησε τόν τό Κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστι τόν Διάβολον καί μᾶς λυτρώνει ἀπό τό φόβο τοῦ Θανάτου, λέγοντας: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κἄν ἀποθάνῃ ζήσεται» καί «ὁ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωήν αἰώνιον καί εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλά μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ Θανάτου εἰς τήν ζωήν»( Ἰωάν. ε’24).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου