ΑΛΛΟΣ Ο ΓΟΝΟΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ Ο ΦΑΙΝΟΤΥΠΟΣ
Ἄλλο τό «φαίνεσθαι» καί ἄλλο τό «εἶναι».
Σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια «παροικία», στήν ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου γῆν, κυρίαρχο στοιχεῖο τό σκοτάδι… Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τό Φῶς τό ἀληθινόν. Φαῦλα, σκοτεινά, βρωμερά, εἶναι τά ἔργα τους…Θεά, ἡ Παραφροσύνη! Βασίλισσα, ἡ Ψευτιά, ἡ ὑποκρισία! Μακριά ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς καί τῆς Σωφροσύνης, ὀδυνᾶται ὁ Ἀποστάτης. «Ὀρύσσει λάκκους συντετριμμένους, «οἵ οὐ δυνήσονται ὕδωρ συνέχειΝ( Ἱερ.β΄13), « ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ και ἀνύδρῳ», (Ψαλμ. 62,2) ἡμιθανής, και παραμένει, ἀμετανόητος, «κατάκοιτος στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου ! ...» (Ματθ. δ΄16). Ὁ Φιλάνθρωπος μᾶς χαρίζει καιρόν μετανοίας. Κι’ ’Ἐμεῖς; Δέν κατανοοῦμε τήν τιμήν τοῦ· «κατ’εἰκόνα». Οἱ περισσότεροι, ἄν ὄχι ὅλοι, παραμένουμε μακράν ἀπό τήν Πηγή τοῦ ζῶντος Ὕδατος. Ἀφανίζουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο καί φορᾶμε ψεύτικο, πλαστό, φορᾶμε προσωπεῖο. Ἀκολουθοῦμε τόν πατέρα τῆς Ψευτιᾶς…Λατρεύουμε τό Βόρβορο, τό Διάβολο, τόν Ἑαυτούλη μας, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα, «ἀργύριον καί χρυσίον…». Μετουσιώνουμε, δυστυχῶς, τήν Κοινωνία τῶν Ἁγίων, τήν Κοινωνίαν τῶν Προσώπων, εἰς Ἀγέλη Χοίρων πολλῶν, βοσκομένην εἰς τῶν ἀναισχύντων Γαδαρηνῶν τή Χώρα…Πονηρός ὁ ὀφθαλμός, ἀκάθαρτος ὁ νοῦς, κατεργάζεται,χωρίς ἴχνος ντροπῆς, τά βρωμερά τοῦ σκότους ἔργα. Καί ἡ ἀγέλη, ὡς ἄμορφη μᾶζα, χωρίς Προσωπικότητα χωρίς Θρησκευτική καί Ἐθνική ταυτότητα … -ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Διάολος-, βυθισμένη στό σκοτάδι, δέν βρίσκει ἀναπαμό. Ὀδυνᾶται εἰς τόν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. Ἀφήνουμε ἀφύλακτες τίς Θύρες καί μπαίνει ὁ Διάολος μέσα μας και σωρεύει συμφορές. Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουμε πολύ καλά, νά συνειδητοποιήσουμε, ὅτι ὁ Σατανᾶς, ὁ Ὄφις ὁ ἀρχαῖος, ὁ Πονηρός ὑπάρχει, καί «αὐτός μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον Φωτός, καί οἱ διάκονοι αὐτοῦ (οἱ δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι) μετασχηματίζονται ὡς διάκονοι δικαιοσύνης (Β΄ Κορινθ. ια΄14-15), πού κάνουν μεγάλα «σημεῖα καί τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν καί τούς ἐκλεκτούς»(Ματθ. κδ΄24).ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά προσέχουμε, Ποῦ, Πότε καί σέ Ποιόν ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας…
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ, μέ γρήγορον νοῦν,
σώφρονα λογισμόν, καί καρδίαν νήφουσαν, νά προβάλουμε ἀντίστασιν στό
Διάβολο, στόν Κακόν μας ἑαυτόν, καί στόν κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται»
καί να διώξουμε τό ΚΑΚΟΝ.
ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤῼ. Νομίζεις, πώς ἀνοίγεις τήν καρδιά σου
καί ὐποδέχεσαι ἀνθρώπους, προβατάκια τοῦ Θεοῦ, καί σέ λίγο διαπιστώνεις τό
τραγικό σου λάθος…
ΠΡΟΣΕΧΕ ΣΕΑΥΤῼ. Πετρώσαν’ οἱ καρδιές. Ἐψύγει ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν… Δέν εἶναι πρόβατα, ἀλλά λύκοι, πού ἔρχονται ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες (Ματθ. ζ΄15), «λύκοι βαρεῖς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Πράξ. κ΄29). Ξέρουν καλά νά κρύβουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο. Ἄλλα σκέπτονται, ἄλλα λένε, ἄλλα θέλουν και ἄλλα κάνουν, μέ μοναδικό σκοπό τους, νά ἐξαπατοῦν τούς ἀφελεῖς, μέ ὡραία λόγια…
Ἐνθουσιασμός, μετάνοιες, χειροφιλήματα
πολλά…
«Κροκοδείλια δάκρυα! » Ψευτιά
κι’ Ὑποκρισία!
Χάθηκε «τό κάλλιστον χρῶμα», τό τῆς αἰδοῦς
ἐρύθημα…
Δύσκολα, πολύ δύσκολα μπορεῖ κανείς
νά ξεχωρίσῃ
τήν ψεύτικη, «τήν ἐσχηματισμένη εὐσέβεια»,
τήν ἐλεεινή,
ἀπό τήν ἀληθινή. Ἄφθαστη εἶν’ ἡ τεχνική
τῆς Ψευτιᾶς
καί τῆς Ὑποκρισίας. Και ὅταν πέσουν
τά προσωπεῖα…
καί διαπιστώνουμε τήν πικρή ἀλήθεια…
Τότε καί τοῦ θανάτου τά δεινά, δέν εἶναι τόσ’ ὀδυνηρά,
ὅσο ἠ διάψευσις τῆς ἀγάπης μας…
Ἤδη ἔχουμε γευθῆ τοῦτο τό Ποτήριον,
τῆς
Ὀχιᾶς τό δηλητήριον…
Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν πῶ ὅτι τόν
κόσμον, δυστυχῶς, τόν
κυβερνοῦν, χωρίς ντροπή, τά «γεννήματα Ἐχιδνῶν», οἱ Γιοί τῆς Ἀφροσύνης, γι’ αὐτό συχνά, πολύ συχνά ἀνταμώνουμε στό δρόμο μας πολλούς δαίμονες καί δαιμονανθρώπους, πού, «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ» φοροῦν τό προσωπεῖον τοῦ ἁγίου καί ἀνενδιάστως, προσπαθοῦν να ξεριζώσουν μέσ’ ἀπό τήν ψυχή μας τήν Πίστι στό Χριστό, τήν Ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Οἰκογένεια καί ποδοπατοῦν τά ὅσια καί τά Ἱερά ἀκόμη καί ἐδῶ, στήν Εὐλογημένη Ἑλλάδα, τήν Πατρίδα τῶν Πατρίδων!
Γραικύλοι, Ἐφιάλτες, πατριδοκάπηλοι, ἀναίσχυντοι
Προδότες, δεξιοτέχνες στήν ἐξαπάτησι, θρασεῖς κι’ ἀδίστακτοι, στυγνοί Ἐγκληματίες,
προδίδουν τήν Πίστι στό Χριστό, καί τήν ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα. Ποδοπατοῦν
τά Ἱδανικά, τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς Ρωμιοσύνης! Ξεπουλοῦν ἀκόμη καί τή μάνα την
ἴδια, «ἀντί Πινακίου φακῆς», «ἀντί τριάκοντα ἀργυρίων»! Ἐπιεικής περιγραφή τοῦ
κόσμου τῆς Δολιότητος καί τῆς Ὑποκρισίας,
τοῦ Φαρισαϊσμοῦ και τῆς ἀμετανοησίας… Ὅπως τόν παλιό καιρό, ἔτσι ἀκριβῶς, οἱ ἴδιοι καί σήμερα, ἀμετανόητοι, εἶναι ΟΙ
ΣΤΑΥΡΩΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ!...
ΣΤΑΥΡΩΝΟΥΝ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ, τόν Εὐεργέτην, τόν Ἐλευθερωτήν, τόν ΣΩΤΗΡΑ καί «δέν εἰσέρχονται», οἱ ἀναίσχυντοι, «εἰς τό πραιτώριον, ἵνα μή μιανθῶσιν, ἀλλ’ ἵνα φάγωσι τό Πάσχα !!!… Ὤ τῆς παραφροσύνης! Ὤ τής ΧΡΙΣΤΟΚΤΟΝΙΑΣ, τῆς Προφητοκτόνων! … Σ’ αὐτήν τήν ἐξαθλίωσι, σ’ αὐτήν τήν κατάντια φθάσαμε, Μακριά ἀπό τό Χριστό, μακριά ἀπό τήν Πηγή τοῦ Ζῶντος Ὕδατος.
Στό κάθε μας βῆμα σωρεύουμε συμφορές…
Σ’ αὐτή τήν Ἀθλιότητα, μᾶς ὁδηγεῖ ἡ
Φαυλότητα.
Ἄραγε, ἐδῶ, πού καταντήσαμε, ἀπό δικό
μας φταίξιμο,
ὑπάρχει λύτρωσι; Ὑπάρχει σωτηρία;
Δίνεις την καρδιά σου καί τήν καθαρότητα τῆς ἀγάπης σου καί περιμένεις σεβασμό, περιμένεις ἀνταπόκρισι και δέχεσαι «ἀντί τοῦ μάννα, Χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος, Ὄξος, ἀντί ἀγάπης, ΣΤΑΥΡΟΝ καί γεύεσαι τήν Πικρία τῆς Ψευτιᾶς, τό Δηλητήριον τῆς Ἀδιακρισίας, τῆς Ἀχαριστίας καί τῆς ὑποκρισίας, ἀναρωτιέσαι καί λές:
« Ὅ, τι Καλόν ἔκαμα, Ὅλα τά γκραιμίζει ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία. «Γιατί ἀγωνίζομαι; Ὑπάρχει ἐλπίδα σωτηρίας; Ν’ ἀρχίσω πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή; Γιά Ποιόν; Γιατί;… Κι’ ἔρχεται ἡ ἀπόκρισις ἀπό ψηλά, ἀπό τό Λόφο, ἀπό το ΓΟΛΓΟΘΑ ! Ἡ φωνή τοῦ Ἰησοῦ ἀκούεται, ὡς φωνή Σάλπιγγος, ὡς φωνή Βροντῆς, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν… «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς και ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»! «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς. Πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». «Ὅτι ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Ἰωάν. ιγ 34-35. Α΄ ιγ΄. Α΄ Ἰω. δ΄16).
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀκούω τή φωνή Σου και μένω ἄφωνος.
Δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει Σου!
Δόξα τῇ Μακροθυμίᾳ Σου, Κύριε! Δόξα
Σοι!
Συγχώρησέ με , Θεέ μου. Ἔλα γρήγορα. Ἔρχου ταχύ! Ἔλα κοντά μας «ὡς πῦρ καταναλίσκον» καί κάψε. ΚΑΨΕ τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας και φώτισε τά σκοτάδια μας, Θέρμανε τήν παγωμένη μας ψυχή. Ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ, γιά νά ξεπλύνῃς τίς ντροπές. Καθάρισε τή λάσπη τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας μέσ’ ἀπό τήν καρδιά μας. Ἄκουσε, Κύριε, τίς κραυγές τῆς ἀγωνίας μου, Μακρόθυμε και Πολυέλεε Κύριε. Ἐλέησον, Κύριε τόν Λαόν Σου, ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε τό Ἔλεός Σου, ἀλλ΄ ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, γλύκύτατέ μου ΙΗΣΟΥ.
ΠΟΙΟΣ ΑΛΛΟΣ θέλει καί μπορεῖ νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό
«την ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς,
«ἐπί ζωῆς Πηγάς Ὑδάτων», ἄν Ὄχι Σύ, ὀ Ὁποῖος ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕΣ καΊ ΑΝΑΣΤΗΘΗΚΕΣ, ΓΙΑ ΜΑΣ ;
Ἁξίωσέ μας νά ἐπιστρέψουμε κοντά Σου, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί νά Σέ δοξολογοῦμε, λόγῳ καί ἔργῳ, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, διότι Σέ Σένα, τόν Τριαδικόν Θεόν, ἀνήκει Βασιλεία, ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου