ΟΡΑΤΕ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΑΠΟ
ΤΗΝ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΝ ΤΩΝ ΚΑΚΙΣΤΩΝ ΦΑΡΙΣΑΙΩΝ
Σ’ αὐτή τήν ἄθλια παροικία, δυστυχῶς, μᾶς κυβερνᾶ ἡ Ψευτιά καί ἡ Ὑποκρισία τῶν κακίστων
Φαρισαίων. Μᾶς πλησιάζουν δέ, μέ δόλο, ἐν ἐνδύμασι προβάτων καί διαστρέφουν
τήν ἀλήθεια καί, ὡς λύκοι ἅρπαγες, ἐκμεταλεύονται τούς ἀφελεῖς.
Ὅμως ὁ Φιλάνθρωπος δέν μᾶς ἐγκαταλείπει.
Ἔρχεται κοντά μας, «ὡς αὔρα λεπτή», «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», καί
μᾶς καλεῖ ὅλους κοντά Του. Φανερώνεται
«ἐν σαρκί», ὡς ταπεινός ἄνθρωπος καί μᾶς
καλεῖ λέγων: «Δεῦτε πρός μέ πάντες οἱ κοπιῶντες και πεφορτισμένοι, κἀγώ
ἀναπαύσω ἡμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι
και ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός
μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια΄28-30). Μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι Αὐτός και
Μόνον Αὐτός εἶναι «ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις και ἡ Ζωή, τό Φῶς
καί ἡ Εἰρήνη τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η΄12. ια΄25. ιδ΄6). Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή μας καί ἡ Εἰρήνη μας» (Κολοσ.γ΄4. Ἐφεσ. β΄14). Μᾶς διδάσκει δέ, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων
καί οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς( Ματθ. ζ΄29), καί μᾶς προτρέπει λέγων: «ἀνοίξατε τά μάτια σας καί προσέχετε, προφυλάξατε τον ἑαυτόν σας ἀπό
τήν ὑποκριτική, τήν ψεύτικη διδασκαλία τῶν κακίστων Φαρισαίων»(πρβλ. Ματθ. ιστ΄6). Εἶναι λύκοι βαρεῖς, δόλιοι, Ὑποκριτές και ψεύστες. Διαστρέφουν καί παρερμηνεύουν τόν Νόμον
τοῦ Θεοῦ. Εἶναι κακοί ὁδηγοί καί πρέπει νά τούς ἀποφεύγουμε. Ὀρθῶς λέγεται ὅτι ἐπειδή
ἔχασαν τήν Οὐσία, δίνουν μάχες, γιά τά τυπικά. Εἶναι «ὁδηγοί τυφλοί. Διϋλίζουν
τόν κώνωπα, καί καταπίνουν τήν κάμηλον»(Ματθ. κγ΄23 ἑξ.). Κάνουν τά πάντα « ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων
πρός τό θεαθῆναι αὐτοῖς» (Ματθ. στ΄ 1).
Ἐνδεικτικά θά ἀναφέρω εἰς τήν ἀγάπην σας, τήν ἐπαίσχυντη συμπεριφορά τοῦ Ἀρχισυναγώγου, ὁ ὁποῖος, μέ ἀγανάκτησι, κατηγόρησε τόν Ἰησοῦν, ἐπειδή θεράπευσε την συγκύπτουσα γυναῖκα, κατά τήν ἡμέραν τοῦ Σαββάτου (Λουκ. ιγ΄10-17):
«Ἕνα Σάββατον ἐδίδασκε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς
Χριστός εἰς μίαν ἀπό τάς Συναγωγάς. Και ἦτο ἐκεῖ μιά γυναῖκα, ἡ ὁποία, ἐκ
συνεργείας τοῦ Πονηροῦ πνεύματος, ὑπέφερε. Ἐπί δέκα ὀκτώ χρόνια κατείχετο ἀπό σοβαρή ἀσθένεια καί ἦταν σκυμμένη διαρκῶς με κυρτωμένο το σῶμα και δεν
μποροῦσε νά σηκώσῃ καθόλου το κεφάλι της ὄρθιο.
ἦταν συγκύπτουσα. Δέν μποροῦσε νά σταθῇ ὅλως δι’ ὅλου ὀρθή. Σημειώνω ἐδῶ ὅτι μολονότι ὑπέφερε πολύ δέν παρέλειπε
νά προσέρχεται τακτικά στή Συναγωγή, νά προσεύχεται καί νά ἀκούει τό λόγο τοῦ
Θεοῦ, χωρίς νά δυσανασχετεῖ, γιά τήν ἀρρώστια της, πρᾶγμα, πού φανερώνει τήν
θερμή της Πίστι στό Θεό καί τήν ἀγάπη της. Ὁ Ἀρχισυνάγωγος βλέπει πόσο πολύ ὑποφέρει,
ἀλλά δέν κάνει τίποτε, γιά νά ἁπαλύνῃ τόν πόνο της. Δέν μπορεῖ νά τή θεραπεύσῃ.
Ὁ Κύριος ὅμως καί θέλει, ὡς Πανάγαθος καί μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος, νά τή θεραπεύσῃ. Ὅταν τήν εἶδεν ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς, τήν ἐκάλεσε και τῆς
εἶπε: «Γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου· καί ἐπέθηκεν αὐτῇ τάς χείρας· καί
παραχρῆμα ἀνωρθώθη και ἐδόξαζε τον Θεόν». Ἔβαλε ἐπάνω της τά πανάγια Χέρια Του. Τήν εὐλόγησε.
Και ἀμέσως θεραπεύθηκε ἀπό την ἀσθένειά της. Αὐτή δέ ἀμέσως ἀνωρθώθηκε και ἐδόξαζε
το Θεό. Ὁ Χριστός ἐβράβευσε τήν Πίστιν, τήν ὑπομονήν, τήν καρτερικότητά της. Τήν
ἀγάπη καί τήν εὐλάβειά της.
Ὅλοι θά περιμέναμε νά χαρῇ πρῶτος ἀπό ὅλους ὁ Ἀρχισυνάγωγος, γιά τή θεραπεία της. Ἀλλά δυστυχῶς συνέβη τό ἀντίθετο. Ὄχι μόνον, ὁ ἀναίσχυντος, δέν χάρηκε καί δέν εὐχαρίστησε τόν Θεραπευτήν, τόν Κύριον, τόν πανακῆ Ἰατρόν, τόν Εὐεργέτην, ἀλλά «ἀγανακτῶν ὅτι τῷ Σαββάτῳ ἐθεράπευσεν ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγε τῷ ὄχλῳ· ἕξ ἡμέραι εἰσίν ἐν αἷς δεῖ ἐργάζεσθαι· ἐν ταύταις οὖν ἐρχόμενοι θεραπεύεσθε, καί μή τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου»(Λουκ. ιγ΄ 14). Ὤ τῆς παραφροσύνης καί τῆς ἀνασχυντίας τῆς τῶν προφητοκτόνων, τῶν ὑποκριτῶν και κακίστων Φαρισαίων!
Ἡ ἀγανάκτησις τοῦ Ἀρχισυναγώγου, δείχνει τό μέγεθος
τῆς Κακίας, τῆς μοχθηρίας, τοῦ φθόνου καί τῆς βδελυρᾶς ὑποκρισίας του. Δηλητήριον
στάζουν τά χείλη του, πού παρερμηνεύουν καί
διαστρέφουν τά λόγια τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ θρασύς, ὁ ἀνάγωγος καί ἀσεβής
Ἀρχισυνάγωγος, δέν τολμᾶ νά ἀπευθυνθῇ πρός τόν Κύριον, ἀλλά ἔλεγε τῷ ὄχλῳ, ἀπευθύνεται
εἰς τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους και ἐμμέσως, ὁ θεομπαίχτης, κατηγορεῖ τόν Σωτῆρα καί Θεραπευτήν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ὁ πρᾷος, ὁ ταπεινός καί γλυκύς Ἰησοῦς,
γιά νά μᾶς προφυλάξῃ
ἀπό τά βρωμερά Πάθος τῆς Ψευτιᾶς καί τῆς Ὑποκρισίας, γιά να μᾶς ἀποτρέψῃ ἀπό τόν
Ἑωσφορισμόν, ἀπό τον Ἐγωϊσμό καί τά βλαστήματα τῆς ἀλαζονίας καυτηριάζει
ἐπικρίνει μέ δριμύτητα, ἐπιπλήττει καί
κατακεραυνώνει τήν κατάπτυστον καί κακήν ἐπίδρασιν τῆς ὑποκριτικῆς διδασκαλίας τῶν κακίστων Φαρισαίων. Θέλοντας νά
φέρῃ σέ συναίσθησι καί νά συνετίσῃ καί αὐτόν ἀκόμη τόν αὐθάδη καί ἀναίσχυντον Αρχισυνάγωγο
τοῦ λέγει: « Ὑποκριτά, ἕκαστος ὑμῶν τῷ σαββάτῳ οὐ λύει τόν Βοῦν αὐτοῦ ἤ τόν Ὄνον
ἀπό τῆς φάτνης καί ἀπαγαγών ποτίζει; Ταύτην δέ, θυγατέρα Ἀβραάμ οὖσαν, ἥν ἔδησεν
ὁ Σατανᾶς ἰδού δέκα και ὀκτώ ἔτη, οὐκ ἔδει λυθῆναι ἀπό τοῦ δεσμοῦ τούτου τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;» (Λουκ. ιγ΄15-16).
Ἄμυαλε Ὑποκριτά, ὁ κάθε ἕνας ἀπό σᾶς, κατά τό Σάββατον, δέν λύνει τό βόδι του ἤ τό γάϊδαρό του ἀπό τό σταῦλο καί τόν φέρνει νά τόν ποτίσῃ; Αὐτή δέ τή δυστυχισμένη γυναῖκα, πού εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ καί τήν εἶχε δεμένη καί τήν βασάνιζε ὁ Σατανᾶς ἐπί δέκα ὀκτώ Χρόνια, δέν ἔπρεπε νά λυθῇ ἀπό τά δεσμά αὐτά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου;
Μάθετε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι, τήν Αλήθεια, ὅτι ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου, δεν ἁγιάζεται με πρόσφορα, κεριά καί λιβάνια καί μέ ψευτοθυσίες καί μέ ὅλα σας τά ὑποκριτικά τυπικά. « Ἔλεον θέλω και οὐ θυσίαν». Ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἁγιάζεται μέ πράξεις ἁγνῆς, γνησίας, ἀνυποκρίτου, θυσιαστικῆς Ἀγάπης. Ἡ Ἡμέρα τοῦ Κυρίου ἁγιάζεται, ὅταν θεραπεύουμε τον ἀνήμπορο συνάνθρωπό μας, ὅταν τρέφουμε τόν πτωχό καί ντύνουμε τόν γυμνό, καί θεραπεύουμε τόν ἄρρωστο. Μόνον ἔτσι λατρεύεται καί δοξάζεται ὁ Θεός. Καί σᾶς ἐρωτῶ, λοιπόν: Τί ἐπιτρέπεται να κάνῃ κανείς τά Σάββατα; ἀγαθοποιῆσαι ἠ κακοποιῆσαι; Ψυχήν σῶσαι ἤ ἀπολέσαι; Τί ἐπιτρέπεται νά κάνῃ τό Καλό ἤ τό Κακό; Νά σώσῃ μιά ζωή ἤ νά τήν καταστρέψῃ; Καί για να μᾶς διδάξῃ ὅτι ἡ Ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἁγιάζεται μόνον με ἀγαθοεργίες, μέ πράξεις ἁγνῆς πρός τον πλησίον ἀγάπης, πρός δόξαν Θεοῦ, ὅπως θεράπευσε την συγκύπτουσα, ἔτσι θεράπευσε καί τόν ἄνθρωπον, πού εἶχε ξηράν τήν χεῖρα (Λουκ. στ΄1-11). Και τότε ὁ ἁπλός Λαός τοῦ Θεοῦ ἔχαιρε καί δόξαζε το Θεό, για τά λαμπρά καί θαυμάσια ἔργα Του( Λουκ.ιγ΄17), ἐνῶ οἱ κάκιστοι, οἱ ὑποκριτές Φαρισαῖοι ἔγιναν ἔξω φρενῶν, κυριεύθησαν ἀπό τόν ἄρχοντα τοῦ σκότους καί μέ θολωμένο τό μυαλό σκέπτονταν πῶς νά τιμωρήσουν τόν Εὐεργέτη(Λουκ. στ΄11).Εἶναι καιρός νά κατανοήσουμε ὅλοι ὅτι ὁ Πανάγιος Θεός Βδελύσεται τήν Ψευτιά καί τήν Ὑποκρισία καί νά ἀποφεύγουμε τά βλαστήματα αὐτά τοῦ Ἐγωϊσμοῦ και τῆς ἀλαζονίας, πού «σωρεύουν στή ζωή μας συμφορές». Νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι εἶναι ἡ Μόνη Ἀλήθεια, ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι μόνον κοντά στό Χριστό, θά βροῦμε γαλήνη καί ἀνάπαυσι στήν ψυχή μας καί θά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς, ἐάν ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί τό κάνουμε «Πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή. Νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ΑΛΗΘΕΙΑΝ, τόν ΧΡΙΣΤΟΝ καί νά περιπατοῦμεν ἐν ἀγάπῃ, ἀκολουθοῦντες τά ματωμένα χνάρια τοῦ Χριστοῦ ( Ἐφεσ. ε΄1ἑξ.). Καί εἶναι καιρός νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, νά καθαρίσουμε τήν καρδιά μας ἀπό τή λάσπη τῆς Ψευτιᾶς και τῆς ὑποκρισίας καί ζῶντες εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, νά ἐπιτελοῦμεν Ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ, ὥστε, με τη Χάρι τοῦ Θεοῦ, να ἀξιωθοῦμε τῆς ἐκ δεξιῶν Αὐτοῦ παραστάσεως μετά τῶν δικαίων καί τῶν Ἁγίων, ὑμνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν, και να χαροῦμε την ἀδιατάρακτον διά Θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν εἰς τήν ἡτοιμασμένην ἡμῖν Βασιλείαν ἀπό καταβολῆς κόσμου. ΑΜΗΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου