Τρίτη 17 Μαΐου 2016

3.-« ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗι ΚΑΡΔΙΑι, ΟΤΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΟΨΟΝΤΑΙ»

 
Γ
  Ἡ ἔννοια τῆς καρδίας καί ἡ καθαρότης αὐτῆς
κατά τήν ἁγ. Γραφή καί τούς Πατέρας.



 
 
 
 
    Ὁ Κύριος, στήν ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του, ἐπειδή, ὡς Καρδιογνώστης, γνωρίζει «τό εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», μέ τούς Μακαρισμούς, μᾶς δίδει  ἕνα τέλειον διάγραμμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί πραγματικά οἱ Μακαρισμοί καθορίζουν τήν πνευματικήν ἐν Χριστῷ ζωήν τῶν πιστῶν. Διαγράφουν τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεόν. Ἀποτελοῦν μιά Κλίμακα, πού τό ἕνα της ἄκρο στηρίζεται στή γῆ καί τό ἄλλο φθάνει στόν Οὐρανόν. Κάθε σκαλοπάτι τῆς Κλίμακος εἶναι καί μιά χριστιανική ἀρετή, εἶναι ὑπακοή στίς πανάγιες Ἐντολές Του. Καί ὅλες μαζί οἱ βαθμίδες τῆς Κλίμακος συνιστοῦν «τήν καθ' ὑπερβολήν ὁδόν», τήν ὁδόν τῆς τέλειας ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί πρός τόν πλησίον διά τόν Θεόν. Ὁ Κύριος καλεῖ τούς πιστούς, καί κάθε ἄνθρωπον, νά ἀκολουθήσουμε τήν ὁδόν τῆς Ἀγάπης, γιά νά μείνουμε ἑνωμένοι μαζί Του καί νά διαφυλάξουμε τό θεϊκό χάρισμα, τήν καθαρότητα τῆς καρδίας.
 
       Κύριος τοποθέτησε στήν ἀρχή τῆς Κλίμακος, στό πρῶτο σκαλοπάτι, τή μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος, τήν Ταπείνωσι, τή βαθειά συναίσθησι τῆς οὐτιδανότητός μας μπροστά στό Θεό, ἀρετή, πού μᾶς ὑψώνει μέχρι τό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Στή συνέχεια ὑπέδειξε τό μακαριστό πένθος, στό ὁποῖον ὁδηγεῖται ὁ εἰλικρινά μετανοιωμένος πιστός. Σέ ὑψηλότερη βαθμίδα τοποθέτησε τήν πραότητα, σάν συνέπεια τῶν δύο προηγουμένων  ἀρετῶν. Τοποθετεῖ δέ, μέ πανσοφία ὁ Χριστός, τήν μίαν ἀρετήν μετά τήν ἄλλην, διότι ἡ μία γεννᾶ τήν ἄλλην. Ἡ πραότης π.χ. γεννᾶ στήν ψυχή μας τήν πεῖνα καί τή δίψα γιά τή δικαιοσύνη, πού ἀνεβάζει τόν πιστό στό ὕψος τῆς ἐλεημοσύνης, μέ τήν εὐρεία  ἔννοια, πού ἔδωσε ὁ Χριστός μέ τή σταυρική Του Θυσία, στή βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, τήν τέλεια Ἀγάπη, ἡ ὁποῖα καί μᾶς συγκρατεῖ στό  ὕψος τῆς θεότητος.
       Ψηλότερα καί ἀπό τήν ἐλεημοσύνη τοποθετεῖ ὁ Κύριος τήν καθαρότητα τῆς καρδίας. Κι' αὐτό, γιατί, ἐάν χάσῃ ὁ ἄνθρωπος τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, δέν μπορεῖ νά τήν ἐπανακτήσῃ, ἄν, μέ σκληρό πνευματικό ἀγῶνα, δέν ἀποκτήσῃ τίς προηγούμενες μεγάλες ἀρετές.
        πορεία εἶναι καθωρισμένη: Μακαριστή πτωχεία τοῦ πνεύματος, μακαριστό πένθος  (εἰλικρινής μετάνοια καί ἐξομολόγησις), πραότης, πεῖνα καί δίψα γιά τή δικαιοσύνη, ἐλεημοσύνη, καθαρότης τῆς καρδίας. Αὐτό σημαίνει μίμησι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, πορεία εἰς τό καθ' ὁμοίωσιν, θέωσις.
        Στήν Ἁγία Γραφή ἡ λέξις «καρδία» δέν ἐξετάζεται ἀπό ἰατρική ἄποψι, ἀλλά ἔχει μεταφορική ἔννοια. Π.χ. «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου...» (Μάρκ. ιβ΄ 30. Ματθ. κβ΄ 37), ἡ λέξις «καρδία» σημαίνει τό συναισθηματικό τῆς ψυχῆς  (πρβλ. καί Δευτερ. 30,6), ἐνῷ στά χωρία: «Ἵνα τί  ἐνθυμεῖσθε πονηρά ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», «Καί  διατί διαλογισμοί ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Ματθ. θ΄ 4. Λουκ. κδ΄ 38), σημαίνει τή νόησι, τή σκέψι, τό διαλογισμό, τό συλλογισμό.
        λλοτε πάλιν σημαίνει τήν ψυχή, τόν ὅλον ἐσωτερικόν ἄνθρωπο, ὅπως π.χ. στά χωρία Ματθ. στ΄ 21: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν», καί Μάρκ. ζ΄ 21: «Ἔσωθεν ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοί οἱ κακοί ἐκπορεύονται».
       Στό μακαρισμό· «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ», μέ τή λέξι «καρδία» ἐννοεῖ τόν ἔσω ἄνθρωπον, τήν ὅλη ψυχή, τό νοητικό, τό συναισθηματικό καί τό βουλητικό τῆς ψυχῆς.
      Καθαρότητα καρδίας σημαίνει καθαρότητα τῆς ὅλης ψυχῆς. Καθαρότητα σέ κάθε ψυχική ἐνέργεια, καθαρότητα δηλαδή συνειδήσεως. Σημαίνει καθαρότητα στό νοῦ, στό συναίσθημα, στή θέλησι.
      Καθαρός στήν καρδιά εἶναι ὁ πιστός, πού, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, κατορθώνει νά διαφυλάξῃ καθαρή τή διάνοιά του ἀπό κάθε πονηρή σκέψι, ἀπό κάθε ἐφάμαρτο διαλογισμό, ἀπό κάθε ἀκάθαρτη καί μιαρή ἐντύπωσι, ἀνάμνησι ἤ φαντασία καί γενικά ἀπό κάθε ἐμπαθῆ λογισμό.
      Καθαρός στήν καρδιά εἶναι ὄχι μόνον ὅταν διαφυλάττῃ καθαρό τόν νοῦν, ἀλλά καί καθαρό τό συναισθηματικό τῆς ψυχῆς, ἀπό πονηρές καί ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, ἀπό μάταιους καί ἀνόσιους πόθους καί συγχρόνως ἔχει ἐλεύθερη θέλησι, ἕτοιμη νά πράττῃ τό πανάγιον θέλημα του Θεοῦ.
       Καθαρός εἶναι ὁ ἁγνός, ὁ ἀμόλυντος, ὁ ἀναμάρτητος, ὁ ἅγιος. Καί αὐτός εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Αὐτός μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Καί ἔχουμε χρέος νά διαφυλάξουμε τό θεῖον δῶρον, καί ἐάν τό χάσουμε, μᾶς δίνει, ὁ Πανάγαθος, τή δυνατότητα νά τό ἐπανακτήσουμε.
        Καθαρότητα εἶναι ἡ ἰδιότητα τοῦ καθαροῦ, ἐκείνου πού εἶναι χωρίς ρύπο, χωρίς κηλίδες.
         Κάθαρσις εἶναι ἡ πρᾶξις τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ὁποία κάνει κάτι καθαρό ἤ τό ἀποτέλεσμα, πού ἔχει ὅταν καθαρίζει, ὅταν ἐξαγνίζει  π.χ. τήν ψυχή ἀπό κάποια ἁμαρτία, ὅταν ἀποβάλει κάτι περιττό, κάτι ἐφάμαρτο ἀπό τήν ψυχή.


 «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε  ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» Ματθ. ιη΄ 3). 

        «καθαρός τῇ καρδίᾳ» εἶναι ἀθῶος ἀπό κάθε κακό, ὄχι μόνο μέ τά ἔργα, ἀλλά καί μέ τήν πρόθεσι. Ὁ ὀφθαλμός του εἶναι ἁπλούς (Ματθ. στ΄
22). Δέν ἐπιθυμεῖ νά προσβάλῃ ποτέ τόν Θεόν ἤ τόν πλησίον του, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔχει καθαρότητα διανοίας καί εἰλικρίνεια προθέσεων.
      Προφήτης Δαβίδ λέγει ὅτι «ἀθῶος χερσί καί καθαρός τῇ καρδίᾳ» εἶναι ἐκεῖνος, «ὅς οὐκ ἔλαβεν ἐπί ματαίῳ τήν ψυχήν αὐτοῦ καί οὐκ ὤμοσεν ἐπί δόλῳ  τῷ πλησίον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 23,4).
     Καθαροί τῇ καρδίᾳ εἶναι ἐκεῖνοι, πού μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί μέ ἐπίπονη συνεχῆ πνευματική ἄσκησι κατορθώνουν νά διαφυλάττουν τήν καθαρότητά τους, ὥστε νά μήν τούς τύπτῃ ἡ συνείδησι γιά κανένα ἁμάρτημα. Ὁ Κύριος μακαρίζει τούς καθαρούς τῇ καρδίᾳ. Καί «Καθαρούς» ἐδῶ, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐννοεῖ «τούς καθολικήν ἀρετήν κεκτημένους καί μηδέν ἑαυτοῖς συνειδότας πονηρόν, ἤ τούς ἐν σωφροσύνῃ διάγοντας» (Ἑρμην. εἰς Ματθ. Ὁμιλ. ΙΕ΄ δ΄).
       Οἱ πιστοί διαφυλάσσουν τό χάρισμα ἤ ἐάν τό χάσουν  τό ἐπανακτοῦν καί ἀνέρχονται στό ὕψος αὐτό τῆς καθαρότητος, μέ ἐπίπονη καί ἀδιάκοπη πνευματική ἄσκησι, μέ συνεχῆ πνευματικόν ἀγῶνα. Διότι ἔχουμε νά παλαίψουμε μέ τρεῖς φοβερούς ἐχθρούς: Μέ τόν κακόν μας ἑαυτόν, πού εἶναι καί ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας, ἀλλά καί μέ τό Διάβολο καί μέ τόν κόσμο, πού «ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α΄ Ἰωάν ε΄19). Ὀφείλω δέ νά σημειώσω ἐδῶ, ὅτι στόν ἀγῶνα μας χρειάζεται νῆψις καί ἐγρήγορσις, διότι ἀφ' ἑνός μέν  «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄Πέτρ.ε΄ 8) καί ἀφ' ἑτέρου «ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρός αἷμα καί σάρκα, ἀλλά πρός τάς ἀρχάς, πρός τάς ἐξουσίας, πρός τούς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Έφεσ. στ΄ 12). Ὀφείλουμε μέ ἐπίπονη προσπάθεια, μέ προσοχή καί προσευχή, νῆψι καί ἐγρήγορσι νά ξεριζώσουμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας κάθε πονηρή καί ἀκάθαρτη ἡδονή, κάθε ἐφάμαρτο πάθος, κάθε κακία. Πολλές φορές χάνουμε τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ, λατρεύουμε τά εἴδωλα καί γίνεται ἡ ζωή μας κόλασις.


      ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ μέγας βαθυψυχολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, μᾶς συμβουλεύει καί μᾶς λέγει πῶς μπορεῖ νά κατορθώσῃ ὁ ἄνθρωπος τήν πραγματική του τελείωσι. Καί τονίζει τήν ἀνάγκην νά εἰσέλθῃ ὁ ἄνθρωπος εἰς τά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς του καί νά φονεύσῃ τόν Ὄφι, πού φωλιάζει μέσα του καί  θανατώνει τήν ψυχή του: «Οὐ γάρ ἡ ἀποχή τῶν κακῶν αὔτη ἐστίν ἡ τελείωσις, ἀλλ'  εἰ  εἰσῆλθες εἰς τόν νοῦν τόν ἠφανισμένον καί ἀπέκτεινας τόν ὄφιν τόν κατώτερον τοῦ νοῦ καί βαθύτερον τῶν λογισμῶν, εἰς τά λεγόμενα ταμιεῖα  καί ἀποθήκας τῆς ψυχῆς καί φωλεύοντα καί φονεύοντά σε (ἄβυσσος γάρ ἐστι ἡ καρδία)· εἰ τοίνυν ἐκεῖνον ἐφόνευσας, καί πᾶσαν τήν ἐν σοί ἀκαθαρσίαν ἐξέβαλες » ( Ὁμιλ.ΙΖ΄ ΒΕΠΕΣ 41,248, 7-12).
         Κύριος στρέφει τήν προσοχή μας εἰς τόν ἔσω ἄνθρωπον καί μᾶς προτρέπει εἰς ἐνσυνείδητον αὐτοέλεγχον, ὥστε νά καταλάβουμε καλά, ποῦ φωλιάζει τό Κακόν, πού μολύνει τήν καρδιά μας καί δηλητηριάζει τή ζωή μας. Λέγει ὅτι «τά ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ (κάνουν ἀκάθαρτον) τόν ἄνθρωπον» (Ματθ. ιε΄18). «Ἔσωθεν γάρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοί οἱ κακοί ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμός πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· πάντα ταῦτα τά πονηρά ἔσωθεν ἐκπορεύεται καί κοινοῖ τόν ἄνθρωπον» (Μάρκ. ζ΄ 21-23). Ἐάν δέν φονεύσουμε τόν Ὄφι καί ἄν κάνουμε τρόπο ζωῆς τή διαστροφή, βαίνουμε ὁλοταχῶς πρός τήν αὐτοκαταστροφή καί τήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι.
 

    Ἡ ἀκάθαρτη ψυχή , κάνει τή ζωή τἀνθρώπου             καί γενικά  τή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος  
                        Σόδομα καί Γόμορα.
      καθαρότητα τῆς καρδίας βοηθεῖ τόν ἄνθρωπον, ἄν θέλῃ καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ νά μετουσιώσῃ αὐτήν ἐδῶ τήν κόλασι σέ Παράδεισο.
         Γιά νά πετύχῃ ὅμως αὐτή τή μετουσίωσι εἶναι ἀνάγκη νά νεκρώσῃ  τό φρόνημα τῆς σαρκός, πού εἶναι ἔχθρα εἰς Θεόν καί φέρει στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Θάνατο (Ρωμ. η΄ 6).
        Παῦλος  συμβουλεύει τούς πιστούς καί λέγει: «Νεκρώσατε οὖν τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, ἐπιθυμία κακήν καί τήν πλεονεξίαν, ἥτις  ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κολοσ. γ΄ 5). Καί πάλιν λέγει: «Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορινθ. ζ΄ 1). Δέν ἀρκεῖ, δηλαδή, ὁ πιστός νά καθαρίσῃ τήν καρδιά του ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, ἀλλά χρειάζεται νά παραμένῃ στερεωμένος στό ὕψος τῆς καθαρότητος καί νά ἐπιτελῇ ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. Ὁ Ἰεζεκιήλ λέγει: «Ὁ φόβος τοῦ Κυρίου ἁγνός» ( Ἰεζεκ. 21, 9). φόβος τοῦ Κυρίου, ὅπως λέγει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, εἶναι ἁγνοποιός. «Καί σημεῖον τοῦ φοβεῖσθαι τόν Κύριον τοῦτ' ἄν γένοιτο, τό καθαρεύειν μέν πάσης ῥυπαρίας καί αἰσχρᾶς πράξεως, φυλάττειν δέ αὐτούς ἁγίους καί σώματι καί πνεύματι» (Ἑρμην. εἰς ψαλμ. λγ΄ ΒΕΠΕΣ  21, 138,5-7).
    
 


Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

2.-«ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗι ΚΑΡΔΙΑι , ΟΤΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΟΨΟΝΤΑΙ»

Β
 
 
 
Ἔχουμε χρέος νά διαφυλάσσουμε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ  τήν καθαρότητα τῆς καρδίας.
 

 
     Διά τῆς παρακοῆς χάσαμε τήν καθαρότητα καί ἦλθεν ὁ Χριστός καί μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό Τίμιον αἷμα Του.Ἔχουμε χρέος νά προσέχουμε τό Θεῖον Χάρισμα τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας, διότι ἡ καθαρότητα ἀποτελεῖ τήν βασική, τήν ἀναγκαία προϋπόθεσι τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
      Χωρίς αὐτήν δέν νοεῖται χριστιανική ζωή, πολύ δέ περισσότερο δέν νοεῖται κοινωνία, συνομιλία καί ἕνωσις μέ τόν Θεόν. Γι'  αὐτό καί ὁ Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι πανευτυχής, μακάριος, ἐκεῖνος, πού ἔχει καθαρή καρδιά, διότι αὐτός θά ἀξιωθῇ νά δῇ τό Θεό.
       ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ἀναφωνεῖ: «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος; Τίς ζωῆς καί θανάτου συγγένεια; Τίς οἰκειότης τῷ καθαρῷ τήν φύσιν πρός τόν ἀκάθαρτον;» (Migne P.G. 44,1144). Δέν φανερώνεται ὁ Θεός στόν ἀκάθαρτον ἄνθρωπον. Καί ἔχουμε χρέος νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία, διότι εἶναι ρύπος τῆς ψυχῆς.
       Ὁ Θεός ζητεῖ ἀπό τούς ἀνθρώπους ὄχι μόνον  τή σωματική, ἀλλά κυρίως  τήν ἐσωτερική,  τήν ψυχική καθαρότητα, γνωρίζοντας ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό τίμιον αἷμα Του(πρβλ. καί Α΄ Πέτρ. α΄ 18-19).



       Γρηγόριος ὁ Νύσσης φέρει τό Θεό νά λέγει: «Ἐάν σύ εἶσαι δικό μου παιδί, ὁπωσδήποτε θά ἔπρεπε καί ἡ ζωή σου νά χαρακτηρίζεται ἀπό τά δικά μου πνευματικά ἀγαθά, θά ἔπρεπε νά εἶναι στολισμένη μέ θεϊκά χαρίσματα. Δέν θεωρῶ, δέν ἀναγνωρίζω σέ σένα τήν εἰκόνα τῆς φύσεώς μου» (Εἰς τήν Κυριακήν Προσευχήν, λόγ.ΙΙ, Migne P.G. 44,1133).
         Εὐαγγελιστής Προφήτης Ἡσαῒας(α΄ 16-18), τό στόμα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐκπρόσωπός Του, ἀπευθύνεται στούς ἀνθρώπους καί τονίζει ὅτι οἱ κακίες καί οἱ ἁμαρτίες εἶναι ρύπος, βρωμιά  τῆς ψυχῆς, ἀκαθαρσία τῆς καρδίας, καί ζητεῖ τήν ἀποβολή αὐτοῦ τοῦ ρύπου, ζητεῖ λούσιμο καί κάθαρσι ἀπό κάθε ἀνομία: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε, ἀφέλετε τάς πονηρίας ἀπό τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου, παύσασθε ἀπό τῶν πονηριῶν ὑμῶν, μάθετε καλόν ποιεῖν, ἐκζητήσατε κρίσιν, ρύσασθε ἀδικούμενον, κρίνατε ὀρφανῷ καί δικαιώσατε χήραν· καί δεῦτε διαλεχθῶμεν, λέγει Κύριος».
      Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μετά τήν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων ἐξαχρειώθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ Θεού μέσα στόν ἄνθρωπο. Μετά τήν κάθαρσι, πού μᾶς χάρισεν ὁ Χριστός μέ τό αἷμα Του, κάθε παράβασις καί παρακοή στό Νόμο τοῦ Θεοῦ, κάθε
ἁμαρτία, εἶναι νέα πτῶσι, πού ἐπιφέρει μεγαλύτερη ἐξαχρείωσι στήν ἀνθρώπινη ψυχή,  πνευματική τύφλωσι, ὥστε ἀπό φθόνο νά σκοτώνῃ ὁ ἀδελφός τόν ἀδελφόν.


     
        ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, μέγας βαθυψυχολόγος, παρατηρεῖ  πῶς ὁ ἄνθρωπος δελεάζεται ἀπό τήν κακία καί λέγει:«Δι' ἀγάπην τινα γηῒνην καί σαρκικήν, εἰς ἥν δεσμεῖται  ἄνθρωπος θελήματι ἰδίῳ, δελεάζεται ὑπό τῆς κακίας, ὅπως γίνεται αὐτῷ ἅλυσις καί δεσμός καί φορτίον βαρύ, καταβυθίζον καί πνῖγον ἐν τῷ αἰῶνι τῆς πονηρίας, μή συγχωροῦν ἀνακύψαι, καί πρός τόν Θεόν ἀπελθεῖν. Ἐπειδή ὅπερ τις ἠγάπησε τοῦ κόσμου, καταβαρεῖ τόν νοῦν αὐτοῦ καί κατακρατεῖ, καί οὐκ ἐᾷ ἀνακύψαι» Ὁμιλ. ε΄ Migne P.G. 34, 504). Ἀγαπᾶ, δηλαδή, τά γήϊνα καί τά σαρκικά, τά ἀνάξια λόγου, λερώνει τήν καρδιά του καί ἀλυσοδένεται μέ αὐτά, γίνεται δέσμιος τῆς γῆς καί δέν μπορεῖ νά σηκώσῃ τό κεφάλι καί νά δῇ Θεοῦ πρόσωπο.
     Προφήτης Δαβίδ, θέλοντας νά μᾶς  ἀφυπνίσῃ καί νά μᾶς ἀνασύρῃ μέσα ἀπό τό «γνόφο» καί «τήν ἀχλύ τῆς ἁμαρτίας» καί νά μᾶς ὠθήσῃ στόν ἀγῶνα γιά τήν ἐπανάκτησι τῆς πνευματικῆς καθαρότητος τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, γιά τήν ἐπανάκτησι τῆς καθαρότητος τῆς καρδίας, λέγει:«Υἱοί ἀνθρώπων ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἵνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;» (Ψαλμ. 4,3). Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό στίχο τοῦ Δαβίδ λέγει:«Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως πότε παχυκάρδιοι, σαρκικοί, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπόμενοι;»    (Migne P.G. 55, 47).


      ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, μέ ἀγάπη, μᾶς προτρέπει νά ἀποφύγουμε τήν ἁμαρτία  καί  κάθε τί μάταιον σ'  αὐτόν τόν  κόσμο καί νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀγάπη, γιά νά διαφυλάξουμε τήν καρδιά μας καθαρή, διότι ὁ δρόμος τοῦ μίσους, πού ἀκολουθοῦμε εἶναι σκοτεινός καί  ἄξιος ἀποστροφῆς και ὅτι εἶναι καιρός  νά μισήσουμε τό Κακόν καί νά ἀγαπήσωμεν τό Ἀγαθόν, δεδομένου ὄντος ὅτι τό Καλόν εἶναι καθαρότης καί εὐωδία καί τό Κακόν εἶναι βρῶμα καί δυσωδία:
«Τί πλανᾶσθε τοῦ βίου, ὦ ἄνθρωποι; Τί ἀγαπᾶτε τά μάταια καί φιλεῖτε τά ἀνυπόστατα καί προστετήκατε τῇ διαθέσει τούτοις, ὧν οὐκ ἔστιν ὑπόστασις; Ἄλλη ἐστίν ὁδός ἀπλανής τε καί σωτήριος. Ἐκείνην φιλήσατε, ἐν ἐκείνῃ διά τῆς ἀγάπης ὁδοιπορήσατε, ἧς τό ὄνομα ἀλήθειά  ἐστι καί ζωή (πρβλ. Ἰωάν. ιδ΄ 6. ιβ΄46) καί φῶς καί ἀφθαρσίᾳ καί τά τοιαῦτα. Αὕτη δέ ἡ ὁδός, δι' ἧς νῦν τρέχετε (ὁ τρόπος ζωῆς, πού ζῆτε τώρα εἶναι) μίσους καί ἀποστροφῆς ἀξία· ἀφεγγής γάρ ἐστι καί σκότῳ  διειλημμένη, εἰς κρημνούς δέ ἄγει καί βάραθρα καί θηριώδεις τόπους καί λῃστῶν ἐνέδρας» ( Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν ὁμιλ. Η΄ ἐν Migne P.G. 44, 740.ΒΕΠΕΣ 65Α, 259,3ἑξ.).

   
 

      
 
 

Κυριακή 15 Μαΐου 2016

1.-«ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΤΗι ΚΑΡΔΙΑι , ΟΤΙ ΑΥΤΟΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΟΨΟΝΤΑΙ»

Α
 
   Ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας
                                       Εἶναι Θεῖον Χάρισμα.
 
      Εἶναι ἀλήθεια ὅτι, μέ τήν παράβασι τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, χάσαμε καί χάνουμε τό ἔνδυμα, πού μᾶς χάρισε ὁ Κύριος, τή λευκότητα, τήν καθαρότητα, τήν ἁγιότητα. Μολύναμε καί μολύνουμε τήν ψυχή μας καί γυμνοί τῆς Χάριτος  τοῦ Θεοῦ, μέ κάθε παράβασι καί παρακοή, μέχρι σήμερα, χωριζόμαστε ἀπό τήν Πηγή τῆς Ζωῆς, από τόν Ἕνα καί Μόνον Ἀληθινόν Θεόν. Παραμένουμε «ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ, καί οὐκ ἔστιν ὑπόστασις» (Ψαλμ. 68,3). Παραμένουμε βουτηγμένοι σέ βαθύ βοῦρκο, καί δέν ὑπάρχει σ'  αὐτόν βάσις στερεά, ὁλοένα καί βυθιζόμαστε καί διατρέχουμε τόν κίνδυνον νά ταφοῦμε σέ  αὐτόν.
     χρειώσαμε καί ἀχρειώνουμε, ἀμαυρώσαμε  καί ἀμαυρώνουμε συνεχῶς τό κατ' εἰκόνα καί χάσαμε καί χάνουμε τήν καθαρότητα τῆς καρδίας, τήν καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου καί βρεθήκαμε πράγματι  κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ θανάτου (παρβλ. Ματθ. δ΄ 16), μέ τήν καρδιά μας ἀκάθαρτη, γεμάτη λάσπη.  «Δέσμιοι τῆς γῆς» (Θρῆνοι γ΄34), «Δέσμιοι σκότους καί μακρᾶς πεδῆται νυκτός», δηλαδή δέσμιοι τοῦ σκότους καί αἰχμάλωτοι μακρᾶς, παρατεταμένης νυκτός (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 2). 
      Προφήτης Δαβίδ λέγει ὅτι οἱ ἄνθρωποι «πᾶντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἔστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἔστιν ἕως ἑνός» (Ψαλμ. ιγ΄ 3). Ἀπομακρυνθήκαμε τόσο πολύ ἀπό τόν Θεόν ὥστε ἦταν ἀπολύτως ἀδύνατον μόνοι μας νά σωθοῦμε.
      Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Φιλάνθρωπος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, «τόν Μονογενῆ Υἱόν αὐτοῦ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπώληται, ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄16).
 
 
      Μόνον  ὁ Χριστός μπορεῖ, ὡς Παντοδύναμος καί θέλει, ὡς πανάγαθος, νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό τήν ἰλύν βυθοῦ, στήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μόνο Αὐτός θέλει καί μπορεῖ νά ἀναστήσῃ τήν, περιπεσοῦσαν εἰς τούς ληστάς-δαίμονας, ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα, μόνον Αὐτός  θέλει καί μπορεῖ  νά
 καθαρίσῃ τή μολυσμένη μας καρδιά ἀπό τήν πολλή λάσπη καί καθαρούς νά μᾶς παρουσιάσῃ στόν Πατέρα καί νά μᾶς συμφιλιώσῃ μαζί Του, ἄν τό θελήσουμε.
     «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α΄Τιμόθ. γ΄ 16).
      Καί πραγματικά «ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν ἐυωδίας» (Ἐφεσ. ε΄ 2).
     Ὁ Χριστός ἀπέδειξε τήν ἀγάπη Του, γιά τόν κάθε ἕναν ἀπό μᾶς, ἀλλά καί γιά ὅλους μας, «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε΄ 8). Τόσο πολύ ἀγάπησε τήν Ἐκκλησίαν, (ὅλους ἐμᾶς), ὥστε «παρέδωκε τόν ἑαυτόν Του εἰς θάνατον ὑπέρ αὐτῆς, γιά νά τήν ἁγιάσῃ, ἀφοῦ τήν καθαρίσῃ διά τοῦ λουτροῦ τοῦ ὕδατος, δηλ. διά τοῦ Ἁγ.Βαπτίσματος, μέ τόν λόγον πού συνοδεύει τό λουτρόν τοῦτο. Καί ἔτσι, ἀφοῦ τήν καθαρίσῃ καί τήν ἁγιάσῃ, νά τήν στήσῃ στό πλευρόν Του ὡς ἄλλη νύμφην, ἔνδοξον, τήν Ἐκκλησίαν, χωρίς νά ἔχῃ λέρα(σπῖλον) ἤ ρυτίδα(ζαρωματιά), ἤ ἄλλο τίποτε ἀπό ἐκεῖνα, πού τήν ἀσχημίζουν, ἀλλά νά εἶναι ἁγία καί ἄμωμος(ἄμεμπτος) (Ἐφεσ. ε΄ 25-27).
 
 
 
      
       Μέ τό πανάγιον αἷμα Του καθαρίζῃ τήν καρδιά μας  ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος. Διότι «τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱου τοῦ Θεοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. α΄ 7). Καί αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι ἀγάπη καί πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἀγαπᾶ. Καί ἐμεῖς ὀφείλουμε νά Τόν λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ».
       «Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καί λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ... Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» (Ἀποκ. α΄5-6).
         Ἡ καθαρότητα, λοιπόν,  τῆς καρδίας, ἡ καθαρότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ δικοῦ μας ἀγῶνα, ἀλλά εἶναι χάρισμα τοῦ Χριστοῦ εἰς ἡμᾶς. Ἐμεῖς ὀφείλουμε νά διατηροῦμε καθαρόν τό ἔνδυμα, τήν λευκότητα, τήν καθαρότητα τῆς καρδίας,  τήν ἁγιότητα, πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός μέ τό αἷμα Του. Γι' αὐτον ἀκριβῶς τό λόγο καί ὁ Χριστός, «ὅς ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδέ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ», μᾶς ὑποδεικνύει τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον μποροῦμε νά διαφυλάξουμε τήν καθαρότητα, πού μᾶς χάρισε, μιμούμενοι τό Παράδειγμά Του. Διότι ὁ Κύριος «ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ, β΄ 21-22). Γιά νά διατηρήσουμε καθαρή τήν καρδιά μας ὀφείλουμε νά ἀκολουθοῦμε τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ.
 
 
  

  
 
      

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΘΑΡΗ ΚΑΡΔΙΑ, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΔΗ ΤΟ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΝΕΙΤΑΙ.

Ἡ καθαρότης τῆς καρδίας μας εἶναι ὅρος sine qua non, γιά νά φανερωθῇ σέ μᾶς ὁ Θεός.

              «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι
              αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται»(Ματθ. ε΄ 8).

            «Σέ ἀνθρώπους πού ἡ ἁμαρτία μιαίνει, 
            κρυμμένη ἡ θεότητά μου θά μένῃ»(Schiller)



        Εἶναι πικρή ἡ διαπίστωσις ὅτι ὑπάρχουν μερικοί συνάνθρωποί μας, πού δέν καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι περιορισμένη ἡ ἀνθρωπίνη νοητική ἱκανότητα καί δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύση τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ εἶναι «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν».
     Τό γεγονός ὅμως ὅτι οἱ Βουλές  τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνεξιχνίαστες ἀπό τόν ἄνθρωπο, δέν εἶναι λόγος, γιά νά ἀρνεῖται τόν Θεόν καί νά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ζωῆς καί μέ τή θέλησί του νά στερεῖται  τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
      Χρέος ὅλων μας εἶναι νά μάθουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον μποροῦμε νά προσεγγίσουμε τό «Ὁμολογουμένως μέγα μυστήριον τῆς εὐσεβείας»
(Α΄Τιμόθ. γ΄ 16), διότι ἡ ἄρνησις μᾶς ὁδηγεῖ στό Θάνατο,
στό μηδενισμό καί στήν ἀπαξίωσι τῶν Ἀξιῶν, στή στέρησι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, στήν ἐξαθλίωσι, στή δυστυχία.
     Καί εἶναι πικρή ἡ διαπίστωσις αὐτή, γιά ἕναν πατέρα, νά βλέπῃ τά παιδιά του, νά στεροῦνται «τόν μόσχον τόν σιτευτόν» καί νά προσπαθοῦν νά χορτάσουν τήν πεῖνα τους μέ τά «ξυλοκέρατα» τῆς ἀποστασίας, «ἐμπεπηγμένοι εἰς ἰλύν βυθοῦ».
     Καί, δυστυχῶς, αὐτό τό φαινόμενο τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν ἕνα καί μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ἀπό τόν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ὁποῖον ἀπέστειλεν ὁ Πατήρ εἰς τόν κόσμον ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου, κατατυραννεῖ  ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα.
       Εἶναι δέ περισσότερο ὀδυνηρό  φαινόμενο τό νά διαπιστώνει κανείς ὅτι, καί στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἑλλάδα μας, ἐμφανίζονται μερικοί δυστυχεῖς συνάνθρωποί μας, πού ὄχι μόνον ἀρνοῦνται τόν ἀληθινόν Θεόν, ἀλλά καί προσπαθοῦν μέ λυσσώδη μανία νά ξεριζώσουν τήν Πίστιν ἀπό τίς ψυχές ὅλων μας καί μάλιστα ἀπό τίς ψυχές τῶν Παιδιῶν μας.
      Τόσον οἱ προηγούμενες Κυβερνήσεις, μέ τό «λευκό κολλάρον», ὅσο καί ἡ σημερινή Κυβέρνησις «χωρίς γραβάτα», κήρυξαν ἀμέσως καί ἐμμέσως, κρυφά καί φανερά, τόν πόλεμον ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Πολεμοῦν τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία, πολεμοῦν τίς Ἀρχές καί Τά Ἰδανικά τοῦ Γένους.
 
 
 
       Προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο, μιά φοῦχτα Γραικύλοι, νά ροκανίσουν τά θεμέλια τῆς Ρωμιοσύνης. Προσπαθοῦν νά ἀμαυρώσουν τήν ἔνδοξη Ἱστορία μας, κυρίως δέ νά ξεριζώσουν τήν Πίστι ἀπό τίς καρδιές τῶν Παιδιῶν μας.
 Πόσο πλανῶνται οἱ δυστυχεῖς !...
Θεσπίζουν τό Αὐτόματο Διαζύγιον,  τόν πολιτικόν Γάμον καί τό Σύμφωνον Συμβίωσης.
Πετοῦν τήν ἄχραντη Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπό τίς Αἴθουσες διδασκαλίας τῶν Σχολείων, τῆς Βουλής, τῶν Δικαστηρίων.
 Βγάζουν τό Σταυρό ἀπό τό κοντάρι τῆς Γαλανόλευκης καί αἱματοβαμμένης Σημαίας μας.
 φαιροῦν τήν Ἐθνικότητα καί τό Θρήσκευμα ἀπό τίς Ταυτότητες.
Καταργοῦν τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά στά Σχολεῖα.
Καταργοῦν τά Θρησκευτικά Μαθήματα, κατά παράβασιν θεμελιωδῶν Διατάξεων τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος. Καταργοῦν τήν Πρωϊνή προσευχή στά Σχολεῖα μας καί τόσα ἄλλα, νομίζοντας, πώς ἔτσι θά σβύσουν ἀπό μέσα μας τό ἱερόν, τό θεῖον ἐμφύσημα, θά διώξουν τό Χριστό μέσα ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας.
     Λησμονοῦν, οἱ δύσμοιροι, ὅτι εἶναι «σκληρόν τό πρός κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κστ΄ 14);



 
      Ξεχνοῦν, οἱ δυστυχισμένοι,  ὅτι ὄχι ἁπλῶς «τεθνήκασιν», ἀλλά καί ἀφεύκτως «πεθαίνουν σκωληκόβρωτοι οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ Παιδίου» (παρβλ.Ματθ. β΄ 20); Διότι ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ Εὐεργέτου εἶναι ἁμαρτία καί «τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας Θάνατος» (Ρωμ. στ΄ 23).
      Μέ πατρική  συντριβή, στοργή καί ἀγάπη ἀπευθύνομαι σέ ὅλους ἐκείνους, πού ἀρνοῦνται τόν Θεόν καί πολεμοῦν τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό. Παρακαλῶ ὅλους αὐτούς τούς  μικρόνοες, πού καυχῶνται ὅτι εἶναι ἄθεοι καί ὡς τοιοῦτοι, στεροῦνται τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, νά ἔλθῃ ὁ καθένας τους «εἰς ἑαυτόν».  Καί ὅπως συνιστᾶ «ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης»,  νά βάλουν ὡς ἀρχήν τό δελφικόν «γνῶθι σαυτόν». Καί ἀντί νά κλωτσοῦν ξυπόλυτοι  στά καρφιά, νά μελετήσουν τήν Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, γιά νά μάθουν ὅτι ὅσοι πολέμησαν τόν Χριστόν καί τήν Ἑκκλησία Του, ὅλοι ἐξαφανίσθηκαν. Διότι ἐξ αἰτίας τῆς ἐμμονῆς τους στό Κακόν καί στήν ἀμετανοησία τους κονιορτοποιοῦνται, ἐξαφανίζονται «ὡσεί χνοῦς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπό προσώπου τῆς γῆς»(Ψαλμ. α΄ 4).
    



 
     ς πατέρας, μέ πόνον ψυχῆς, παρακαλῶ ὅλους ἐκείνους, πού ἐπλανήθησαν καί, λόγῳ ἀδυναμίας νά προσεγγίσουν τό Μυστήριον, ἀρνοῦνται τό Θεό καί στεροῦνται τίς δωρεές Του, νά  ἀφουγκρασθοῦν καί νά  ἀκούσουν τή γλυκύτερη καί ἀπό τό μέλι φωνή τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς κυνηγάει μέ τό Ἔλεός Του καί ἵσταται διαρκῶς ἐπί τήν θύραν καί κρούει. Εἶναι καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»
 

 

          «Ἰδού ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω·
          ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ
          τήν θύραν, καί εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν
          καί δειπνήσω μετ' αὐτοῦ καί αὐτός μετ'
          ἐμοῦ» (Ἀποκ. γ΄ 20).
   
       Ἀπαραίτητη προϋπόθεσις νά ἀκούσουμε τή φωνή τοῦ Χριστοῦ καί νά δεχθοῦμε τή Χάρι του, εἶναι ἡ ὀρθή Πίστις καί ἡ καθαρή καρδιά. Διότι, ὅπως ἔχουμε πῇ, μόνον « οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται».
     Τί εἶναι  ὅμως καθαρότης τῆς καρδίας;
      Πῶς μπορεῖ κανείς νά ἀποκτήσῃ καί νά        διατηρήσῃ τήν καθαρότητα τῆς καρδίας;
  1.  Αὐτά εἶναι θέματα, τά ὁποῖα, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, θά ἀναπτύξωμε σέ ἄλλες ἀναρτήσεις. Διότι Πιστεύω ὅτι, ἐκτός ἀπό τήν Προσευχή μας, γιά ὅλους τούς πλανεμένους ἀδελφούς, θά βοηθήσῃ πολύ ὁ ζωοποιός λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διικνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν, καί κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. δ΄ 12).
  2.    
       Εἶναι ἄπειρη ἀγάπη ὁ Θεός καί θέλει τή σωτηρία ὅλων μας. Μᾶς καλεῖ κοντά Του καί περιμένει νά ἐπιστρέψουμε, μέ τή θέλησί μας, στήν πατρική Ἑστία,  ἕτοιμος νά μᾶς δεχθῇ καί νά μᾶς χαρίσῃ τή θεϊκή Του δόξα. Μέ καθαρή  καρδιά, ἄς πλησιάσουμε τό Θρόνο τῆς Χάριτος,
 καί ἄς δοξάσουμε τόν Κύριο. Διότι
«τῷ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καί λούσαντι ἡμᾶς ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ, ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν» (Α΄Τιμ. α΄17.Ἀποκ. α΄5).

   
 

  

      

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ



     Ἐξυψώνει τή γυναῖκα ὁ Χριστιανισμός

Ἡ Οἰκογένεια, κοινωνία θείας Χάριτος.

    Ὁ πάνσοφος Δημιουργός ἔπλασε τόν ἄνθρωπον «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Αὐτοῦ»(Γενέσ. α΄26).
Καί εἶπεν ὁ Θεός· «Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ' αὐτόν»(Γενέσ. β΄18), καί ἔπλασε τήν γυναῖκα ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων καί σάρκα ἐκ τῆς σαρκός τοῦ Ἀδάμ.
«Ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.   Καί  εὐλόγησεν αὐτούς» (Γενέσ. α΄ 27-28) καί πάντα ὅσα ἐδημιούργησε, τά ἔθεσε ὑπό τήν ἐξουσίαν τοῦ ἀνθρώπου (παρβλ. Γενέσ. β΄18 ἑξ.). Τίμησε ὁ Θεός τά πλάσματά Του. Καί εὐλόγησε τόν θεσμόν τῆς Οἰκογενείας, ὥστε νά εἶναι κοντά στόν Δημιουργό καί Εὐεργέτη, νά ἀπολαμβάνει τῶν  δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καί νά ζῇ ὡς κοινωνία Θείας Χάριτος.

 
      Ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ προσφέρεται στόν ἄνδρα καί στή γυναῖκα μαζί, δηλαδή στόν ἄνθρωπον. Ἡ θέσι τῆς γυναικός μπροστά στό Θεό δέν διαφέρει ἀπό τή θέσι τοῦ ἀνδρός. Ὁ Θεός ἔταξε τή γυναῖκα δίπλα στόν ἄνδρα, σάν ἀγαθή, πιστή, ἀφοσιωμένη καί πολύτιμη σύντροφο. Χαρά τῆς ζωῆς.
     Ἀναλογισθήκαμε ἄραγε ποτέ, ποιά θά ἦταν ἡ μορφή τῆς ζωῆς χωρίς τήν πολύτιμη καί ἀνεκτίμητη καί ἀπερίγραπτη παρουσία τῆς γυναικός; Θά ἦταν πράγματι ἡ ζωή μας  ἕνα ἀπύθμενο κενό, πυκνό, βαθύ σκοτάδι.
     Ἡ γυναῖκα σύντροφος, ἀδελφή καί πάνω ἀπό ὅλα μητέρα εἶναι «δόσις ἀγαθή καί δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 17). Ἡ ἐνάρετη γυναῖκα εἶναι τό δῶρον τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, πού νοηματίζει τή ζωή μας. Δίνει περιεχόμενο καί σκοπό. Εἶναι ζωντανή εὐλογία τοῦ κόσμου.



 
       συμβολή της στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων εἶναι εὐεργετική ἀπό κάθε ἄποψι. Ὁ σοφός Σειράχ λέγει: «Γυνή ἀγαθή, μερίς ἀγαθή» (Σοφ. Σειρ.κστ΄ 3). Ἡ ἐνάρετη γυναῖκα εἶναι ἕνας ἐπίγειος Ἄγγελος, εἶναι εὐτυχία, εἰρήνη καί γλυκύτητα, δῶρον τοῦ Θεοῦ σέ κείνους, πού Τόν σέβονται καί Τόν λατρεύουν. Ὅπως ὁ Ἥλιος, πού ἀνατέλλει καί ἀνεβαίνει στά ὕψη τοῦ οὐρανοῦ τοῦ Κυρίου, ἔτσι καί τό κάλλος τῆς ψυχῆς, τῆς ἀγαθῆς καί ἐνάρετης γυναίκας λάμπει στό τακτοποιημένο καλά σπιτικό της καί στό χῶρο τῆς δραστηριότητός της (πρβλ. Σ. Σειρ.κστ΄ 16).

  Ὁ Χριστός ὕψωσε τή γυναῖκα.


 «Ἡ Παναγία, ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀνεδείχθη
   τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα
   ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

   Ὁ Χριστιανισμός ὑπερύψωσε τή γυναῖκα καί τήν κοινωνική της θέσι. Πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ περιφρονήθηκε, κατάντησε δούλη στόν ἄνδρα. Ὁ Χριστός τήν τοποθετεῖ ψηλά, στή θέσι πού τῆς ἀνήκει. Διακηρύττει τήν ἰσότητα ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναῖκα: «Οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ· πάντες γάρ ἡμεῖς εἷς ἐσμέν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (πρβλ. Γαλάτ.  γ΄ 28).
      γυναῖκα πλάσθηκε «κατ' εἰκόνα καί καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ», ὅπως καί ὁ ἄνδρας. «Κρίθηκε δέ ἀναγκαία ἡ παρουσία της στή ζωή μας, σύμφωνα μέ τή διακήρυξι τοῦ Δημιουργοῦ  «ὅτι οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον».
      Ὁ Χριστός, ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, διαλύει τόν σκοταδισμό μας καί προσδιορίζει τή θέσι τῆς γυναικός στή ζωή τῆς ἀνθρωπότητος. Τονίζει ὅτι στά μάτια τοῦ Θεοῦ ἡ γυναῖκα ἀξίζει τό ἴδιο, ὅσο καί ὁ ἄνδρας. Ὅλοι εἴμαστε ἴσοι μπροστά στό Θεό. Καί ὁ καθένας θά κριθῇ καί θά πάρῃ τή θέσι του, ἀνάλογα μέ τά ἔργα του.
     γυναῖκα δέν εἶναι κατώτερη ἀπό τόν ἄνδρα. Οἱ διαφορές, πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί τή γυναῖκα εἶναι βιολογικές. Καί δέν ἐπιτρέπεται οὔτε νά παραβλέπωνται οὔτε νά παραβλάπτωνται. Οἱ βιολογικές ὅμως αὐτές διαφορές δέν εἶναι ἐμπόδιο στήν ἠθική ἰσότητα τῆς γυναίκας μέ τόν ἄνδρα καί στήν πνευματική της τελείωσι.

      Ὑγιής φεμινισμός

      Εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι ὁ Χριστιανισμός ὕψωσε τή γυναῖκα σέ ὑψηλό θρόνο τιμῆς καί διεκήρυξε τήν ἰσότητά της μέ τόν ἄνδρα. Πῆρε τή θέσι, πού δικαιωματικά τῆς ἀνῆκε μέσα στή ζωή.
          ὑγιής φεμινισμός δέν ἀπομακρύνεται ἀπό τήν χριστιανική πίστι καί συνεπῶς δέν ἐπιτρέπει νά προδίδωνται καί νά περιφρονοῦνται οἱ ἰδιότητες τοῦ φύλου, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ὑψηλή καί ἀνεκτίμητη ἀποστολή τῆς γυναικός, κυρίως ὡς μητέρας καί πιστῆς καί ἀφοσιωμένης συντρόφου.
          Ὁ ὑγιής «φεμινισμός» (feminismus) δέν λησμονεῖ ὅτι στήν Καινή Διαθήκη, σάν ὕψιστο παράδειγμα ἀρετῆς προβάλλεται ἡ Θεοτόκος, πού, χάρις στό κάλλος τῆς ψυχῆς της, καταξιώθηκε νά γίνῃ  Μητέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί  ἀναδείχθηκε «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καί καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν», «τῶν φιλοθέων φιλοθεοτέρα καί τῶν Ἁγίων ἁγιωτέρα» Παναγία. Καί δίκαια ἐξυμνεῖται καί εἶναι «κλῖμαξ ἐπουράνιος δι' ἧς κατέβη ὁ Θεός», «γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» καί «αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως».



      Ὁ ὑγιής φεμινισμός γνωρίζει ὅτι ὁ Χριστιανισμός ὁδηγεῖ τή γυναῖκα στή δόξα, τήν κάνει μέλος τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἠθικά ἰσότιμη πρός τόν ἄνδρα, ναόν τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀδελφή καί Νύμφη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, θυγατέρα τοῦ οὐρανίου Πατρός καί Μητέρα τῶν τέκνων Του.

Ἀντιφεμινιστικός Φεμινισμός

    Μολονότι ὁ Χριστιανισμός ὕψωσε τή γυναῖκα, ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας δέν ἄφησε νά πάρῃ τή θέσι, πού διακαιωματικά τῆς ἀνήκει. Ἡ ἰσότητά της καθυστέρησε ἤ καί ἐμποδίσθηκε σέ διάφορες ἐποχές ἐξ αἰτίας τῶν συνθηκῶν καί τῶν ἐξελίξεων τῆς κοινωνίας, πού κατεπάτησε, μεταξύ ἄλλων, καί αὐτήν τήν ἀρχή τοῦ Χριστιανισμοῦ περί τῆς θέσεως τῆς γυναικός.
     Κατά τά μέσα ὅμως τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος, δίκαια, ξέσπασε μιά Φεμινιστική Κίνησις, μέ σκοπό τή χειραφέτησι τῆς γυναίκας καί τήν ἐξίσωσί της μέ τόν ἄνδρα, σέ ὅ,τι ἀφορᾷ τά δικαιώματά της, ἀστικά, κοινωνικά, πολιτικά καί οἰκονομικά.
      Χωρίς ἀμφιβολία «ὁ φεμινισμός», πού ἐμφανίστηκε, κατά τά νεώτερα αὐτά χρόνια, εἶχε πολλές ὑγιεῖς ἐπιδιώξεις. Ἀπέβλεπε στήν κατοχύρωσι τῶν δικαιωμάτων τῆς γυναικός, πού πρῶτος ὁ Χριστιανισμός τῆς ἀνεγνώρισε, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ πνευματική καί ἠθική ἰσότητα μέ τόν ἄνδρα, ἡ ἐξασφάλισι τῆς συμμετοχῆς τῆς γυναικός στήν οἰκονομική καί ἐπαγγελματική ζωή, στήν ἐπιστήμη καί τόν πολιτισμό καί ἡ ἀνάλογη προπαρασκευή καί μόρφωσί της, γι' αὐτό τό σκοπό, κλπ.
      Μέ τόν καιρό ὅμως, δυστυχῶς, μέσα στό φεμινιστικό κίνημα γεννήθηκε ἕνας ἄσχετος, ἀνεξάρτητος, κακόβουλος, «ἕνας ἀρρωστημένος, ἄθεος Φεμινισμός», πού χωρίσθηκε ἀπό τό Χριστιανισμό. Ἀρνήθηκε τήν Πίστι καί ἔπληξε θανάσιμα τό γνήσιο «φεμινιστικό ἰδεῶδες».
       κίνησι πῆρε καθαρά ὑλιστική καί ἀντιχριστιανική μορφή. Ὁ δῆθεν πολιτισμός παρουσίασε καί παρουσιάζει τήν γυναῖκα σάν ἕνα εἶδος πολυτελείας ἤ σάν κάποιο οἰκιακό κόσμημα, ἤ ἀκόμη χειρότερα, χρησιμοποιεῖ τή γυναῖκα, τήν ἐμπορεύεται, τήν ξεγυμνώνει, τήν ἐξευτελίζει καί τήν «πλασάρει» ἤ  τή χρησιμοποιεῖ σάν μέσον διαφημίσεως διαφόρων προϊόντων.
         Μέ θεωρητικές καί πρακτικές ὑπερβολές καί ἀκρότητες ἡ φεμινιστική κίνησις ἔφθασε στό ἀξιολύπητο φαινόμενο παρανοήσεως καί παρεξηγήσεως τῶν λέξεων καί τῶν ἐννοιῶν καί ξέφυγε ἀπό τόν ἀληθινό της προορισμό.
        ἐκφυλισμένος αὐτός φεμινισμός, πολεμεῖ τούς Οἰκογενειακούς  καί ἠθικούς θεσμούς, κηρύττει τό δικαίωμα τῆς ἀπόλυτης, ἐλεύθερης ζωῆς τῶν γυναικῶν, χωρίς ἀπολύτως κανέναν ἠθικό φραγμό. Διδάσκει τόν ἐλεύθερο ἔρωτα καί τίς  ἐλεύθερες ἐξωγαμικές γενετήσιες σχέσεις, ἐπιτρέπει  τίς, χωρίς λόγο, ἐκτρώσεις, διασαλπίζει ὅτι τό αὐτόματο διαζύγιο εἶναι δικαίωμα τῆς «μοντέρνας» γυναίκας. Λησμονεῖ  ὅτι  κάλλιστον χρῶμα εἶναι τό τῆς αἰδοῦς ἐρύθημα. Εἰρωνεύεται καί ἐμπαίζει  τήν σεμνότητα καί τίς ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, πού ἀποτελοῦν τόν πραγματικό στολισμό τῆς γυναίκας.
       πως εἶναι φανερόν, «ὁ ἀρρωστημένος     αὐτός φεμινισμός» βλάπτει θανάσιμα τή γυναῖκα, εἶναι, οὐσιαστικά, ἀντιφεμινιστικός.     
    Δέν  ἐξυψώνει , ἀλλά εὐτελίζει τή γυναῖκα.
    ντίθετα μάλιστα τήν ὁδηγεῖ στήν ἄβυσσο τοῦ ἐξευτελισμοῦ τῆς προσωπικότητός της. Τήν ἀποπροσανατολίζει. Τήν ἀπομακρύνει ἀπό τήν ὑψηλή της ἀποστολή καί καθιστᾶ τή συμβολή της ἐπιβλαβῆ. Ὁ ἀρρωστημένος φεμινισμός  ἐξαφανίζει τή γαλήνη καί κυριολεκτικά διαλύει τήν Οἰκογένεια, καί γενικώτερα τήν κοινωνία.
     Εἶναι εὔκολο νά καταλάβουν οἱ σύγχρονες γυναῖκες καί μάλιστα οἱ Νέες, τή δολιότητα, πού κρύπτεται στίς ψυχές ὅλων ἐκείνων τῶν δῆθεν ὑποστηρικτῶν τῆς φεμινιστικῆς κινήσεως. Καί εἶναι καιρός νά καταλάβουν ὅτι «κρύπτεται Ὄφις ὑπό τόν χόρτον» («Latet anguis in herba»).



         Ὁ «Φεμινισμός», ὅπως τόν διδάσκει ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἰδανικό. Δέν ἐπιτρέπεται νά γίνεται μέσον ἐκμεταλλεύσεως τῆς γυναικός, παιχνίδι στά χέρια δημοκόπων καί δημαγωγῶν.
        προσπάθεια ἀνδροποιήσεως τῆς γυναικός παραβλέπει τά δεδομένα τῆς φυσιολογίας καί τῆς βιολογίας καί δέν ὠφελεῖ. Βλάπτει τή γυναῖκα καί τό κοινωνικό σύνολο. Πρέπει ἐπίσης νά καταλάβουν οἱ γυναῖκες, ὅτι ἡ γυμνότητα καί ἡ ἐλευθεριότητά τους, μέ τήν πρόφασι τοῦ Φεμινισμοῦ, δέν τίς ἀνεβάζει πνευματικά, ἀλλά τίς ὑποβιβάζει, τίς ὑποτιμᾶ. Δέν τίς ἀπελευθερώνει, ἀλλά τίς ὑποδουλώνει.
       Ἡ φιλοδοξία μερικῶν γυναικῶν νά καπνίζουν περισσότερα τσιγάρα ἀπό τόν ἄνδρα, νά χορεύουν
περισσότερους χορούς, νά πίνουν περισσότερα ποτά, νά χαρτοπαίζουν καί νά γυρίζουν τό βράδυ πιό ἀργά ἀπό τόν ἄνδρα στό σπίτι, δέν εἶναι ἐλευθερία, εἶναι ἀσυδοσία καί ὑποδούλωσι. Εἶναι  ὑπερβολές καί ἀκρότητες, πού δέν τίς ἀνυψώνουν, ἀλλά τίς κηλιδώνουν. Εἶναι «ἀρρωστημένος φεμινισμός», πού ἐπιφέρει θανάσιμο πλῆγμα στήν Οἰκογένεια. Τήν διαλύει καί τήν ξεριζώνει σάν ἱερό, ἠθικό, οἰκονομικό καί νομικό θεσμό.
       ὑλιστικός καί ἀντιχριστιανικός φεμινισμός εἶναι ὀλέθριος γιά τή γυναῖκα. Οἱ Διακηρύξεις, γιά δῆθεν ἐλευθερίες καί τά κηρύγματα π.χ. γιά τό λεγόμενο «Αὐτόματο Διαζύγιο», γιά τόν «Πολιτικό Γάμο», γιά τό «Σύμφωνο συμβίωσεως» καί πολλά ἄλλα, βλάπτουν περισσότερο τήν γυναῖκα καί λιγότερο τόν ἄνδρα. Μᾶλλον ὠφελοῦν τόν ἄνδρα.
        Ἡ χειραφέτησι τῆς γυναίκας, ὅπως παρουσιάζεται σήμερα στήν πρᾶξι, κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι τοῦ ἀντιχριστιανικοῦ, τοῦ  ὑλιστικοῦ Φεμινισμοῦ, καταρρακώνει τήν ἀξιοπρέπεια καί τήν προσωπικότητά της, τήν κάνει ψυχικόν ράκος, παιγνίδι στίς χαμηλές ὀρέξεις τοῦ ἀνδρός, τήν προάγει στήν πορνεία, τήν καθιστᾶ δούλη στόν ἀλκοολισμό καί τήν τοξικομανία. Πολλά κορίτσια ξεγελάστηκαν ἀπό αὐτές τίς «ψευτοφεμινιστικές» ἰδέες καί βρέθηκαν σύντομα στό περιθώριο τῆς ζωῆς, σωστά κουρέλια, ἀξιοθρήνητα.

Μόνον ὁ Χριστός τιμᾶ καί ἐξυψώνει τή γυναῖκα.

        Φωτεινά παραδείγματα:
1.- Ἡ Παναγία, ἡ Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Φωτός.




2.-Οἱ Μυροφόρες γυναῖκες, πού ἀξιώθηκαν, χάρις στή θερμή Πίστι, τήν ἁγνή ἀγάπη τους καί τήν ὁλόψυχη ἀφοσίωσί τους, νά γίνουν «Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν» καί «Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων»

 
    3.-Καί νέφος ἄλλων ἁγίων γυναικῶν, πού, ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου καί μέχρι σήμερα,  ἐγκολπώθησαν τόν Χριστόν καί τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί ἀξιώθηκαν νά γεννήσουν καί νά ἀναθρέψουν Ἁγίους καί Εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητος.
  



    

 
 
 
    Ἅγιες γυναῖκες πού γνώρισαν τόν Κύριο. Τόν λάτρεψαν. Πίστεψαν καί ἀφοσιώθηκαν σ' Αὐτόν. Καί Ἐκεῖνος, δέν τίς ξεχώρισε ἀπό τούς ἄνδρες. Τίς δέχθηκε κοντά Του. Κι' αὐτές παρέμειναν πιστές στή θεία διδασκαλία Του. Οἱ Μυροφόρες, π.χ. ὄχι μόνον Τόν παρηκολούθησαν σέ ὅλη τήν εὐεργετική Του πορεία, ἀλλά ὅπως ἀναφέρει ὀ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς, καί «διηκόνουν αὐτῷ ἀπό τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. η΄ 3). Ἐνσαρκώνουν τήν ἁγνή ἀγάπη καί σέ ὅλη τή ζωή τους προσφέρουν μῦρα καί δάκρυα εὐγνωμοσύνης στό λυτρωτή, στόν Ἠγαπημένο.
      Αὐτές οἱ ἐξαγιασμένες ψυχές, μέ τήν τόλμη, τόν ἠρωϊσμό καί τήν ἁγνή τους ἀγάπη, ἄνοιξαν τό δρόμο, πού ὀφείλει νά ἀκολουθήσῃ κάθε γυναῖκα, πού σέβεται τόν ἑαυτό της, ἐάν θέλῃ νά κατορθώσῃ τήν τελειότητά της καί νά ἐπιτελέσῃ τήν ὑψηλή της ἀποστολή μέσα στόν κόσμο.
      Εἶναι ἀλήθεια ὅτι εἶναι σπάνιον τό ἀγαθόν. Καί δίκαια ὁ Σοφός Σολομών(Παροιμ. κθ΄ 28)  ἀναρωτιέται: «Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; Τιμιωτέρα δέ ἐστί λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη».
       Οἱ εὐσεβεῖς γυναῖκες δέν ἐνδιαφέρονται καί δέν καμαρώνουν, γιά τή φυσική καί ἐπίπλαστη Ὀμορφιά, ἀλλά γιά τήν Ὀμορφιά τῆς ψυχῆς.
       Ἡ  εὐσεβής γυναῖκα, «ἕν ἐπισταμένη κάλλος, τό τῆς ψυχῆς, καί τό τήν θείαν εἰκόνα ἤ συντηρεῖν ἤ ἀποκαθαίρειν εἰς δύναμιν... Μίαν δέ ἀληθινήν εὐγένειαν γινώσκουσα, τήν εὐσέβειαν, καί τό εἰδέναι πόθεν τε γεγόναμεν, καί ποῖ καταντήσομεν» (Γρηγ.Ναζιανζηνοῦ,Migne P.G. 35,993B).
       
    
   Ἡ Μητέρα μας εἶναι τό πιό γλυκό, τό πιό ἱερό, τό πιό πολύτιμο καί τιμιώτερο ἀγαθό, πού ἔχουμε ὅλοι μας σ' αὐτό τόν κόσμο. 
 
 
       Κάθε  εὐσεβής γυναῖκα, σάν Μητέρα, ἀδελφή καί πιστή σύντροφος, μέ τή στοργή καί τήν τρυφερότητά της, μέ τήν παρουσία της καί τή θυσιαστικότητά της ρυθμίζει, κανονίζει, τήν εἰρήνη μέσα στήν Οἰκογένεια καί προάγει τήν εὐημερία γενικά τῆς ἀνθρωπότητος. «Ταμεῖον ἀρετῆς ἐστιν ἀνδρεία γυνή».
      Ἄν πραγματικά οἱ σύγχρονες γυναῖκες καί μάλιστα οἱ Νέες ἐπιθυμοῦν νά σταθοῦν στό ὕψος, πού τίς ἀνέβασε ὁ Χριστός, ἄς ἔχουν στή ζωή τους Ὑπόδειγμα τήν Παναγία Μητέρα Του. Ἄς πάρουν τό δρόμο πού πῆραν οἱ ἅγιες καί ἁγνές Μυροφόρες, τό δρόμο τῆς ἀφοσιώσεως καί τῆς θυσιαστικῆς Ἀγάπης.
         Τότε ἀσφαλῶς θά ἀξιωθοῦν νά δοῦν τόν Κύριο καί νά νοιώσουν τή Χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Καί σάν πιστές, μέ τή θεία συμμαχία, πραγματικά θά δημιουργοῦν ἀξίες καί  θά διαμορφώνουν μέ τρυφερότητα καί στοργή τήν κοινωνική ζωή, χωρίς ποτέ νά λησμονοῦν ὅτι τό πιό ὑψηλό, τό πιό ἱερό ἀγαθό στόν κόσμο εἶναι « ἡ Μητέρα».
         Καί δόξα τῷ Θεῷ, ὄχι μόνον ὑπῆρξαν γυναῖκες εὐσεβεῖς, πού ἡ συμβολή τους στόν κόσμο ὑπῆρξε ἀνεκτίμητη, ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν γυναῖκες πιστές, εὐσεβεῖς, πού εἶναι πάντοτε ἕτοιμες νά θυσιασθοῦν στό βωμό τῆς Χριστιανικῆς Ἀγάπης. Ἕτοιμες νά σπογγίσουν τά δάκρυά μας, νά ἁπαλύνουν τόν πόνο μας, νά παρασταθοῦν στίς δύσκολες ὧρες, νά θεραπεύσουν τήν ψυχή μας. Καί αὐτές δίνουν νόημα στή ζωή μας, ὀμορφαίνουν τόν κόσμο μας.
 
 
 


Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ Ο ΘΩΜΑΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

    «Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες»

     Ὁ Κύριος μέ τή Σταυρική Του Θυσία καί τήν Ἀνάστασί Του, τελειώνει τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πραγματοποιεῖ τό σκοπό τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του στόν κόσμο.
    Οἱ Μαθητές Του  παρηκολούθησαν τόν Κύριον  σέ  ὅλη τήν εὐεργετική Του πορεία. Ὁμολογοῦν ὅτι διῆλθε τήν ζωήν Του εὐεργετῶν καί ἰώμενος, καί  θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ (Ματθ. δ΄ 23.Πραξ. ι΄ 38). Εἶναι μάρτυρες τῶν θαυμασίων Του: «τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄5).
      κτώ ἡμέρες μετά τήν ἔγερσιν τοῦ τετραημέρου φίλου Του Λαζάρου βλέπουν τόν Διδάσκαλον τους ὑψωμένον στό Σταυρό, νεκρόν, νά ἐνταφιάζεται καί κλονίζονται, χάνουν τήν πίστι καί τήν ἐλπίδα τους. Δέν μποροῦν νά ἐννοήσουν τό μέγα ὄντως Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ.
 Λησμονοῦν τίς προεξαγγελίες τοῦ Διδασκάλου τους καί βυθίζονται σέ πέλαγος ἀπελπισίας. Ψύχεται, παγώνει  ἡ ἀγάπη τους καί ἡ ψυχή τους γεμίζει ἀπό πανικόν φόβον καί κρύβονται. Συνέρχονται εἰς τό ὑπερῷον καί παραμένουν ἐκεῖ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων (Ἰωάν. κ΄ 19).
 
   
    ντίθετα πρός τούς Ἀποστόλους οἱ Μυροφόρες γυναῖκες θλίβονται καί συγκλονίζονται ἀπό τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Διδασκάλου τους, ἀλλά δέν χάνουν τήν πίστι τους, καί μέ γεμάτη τήν ψυχή τους ἀπό ἁγνή, τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία «ἔξω βάλει τόν φόβον» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 18), ἔρχονται ἐπί τό μνημεῖον, μέ δάκρυα καί μῦρα, ἵνα ἀλείψωσιν τόν Ἰησοῦν (Μάρκ. ιστ΄ 1). Λατρεύουν τόν Κύριο καί ἀξιώνονται νά Τόν δοῦν πρῶτες Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν, διότι ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου ἐθριάμβευσε πάνω στό Θάνατο, καί μετά τρεῖς ἡμέρας Ἀνέστη ὡς Θεός Παντοδύναμος καί ὐπερένδοξος.
     Ἐπειδή  δέν ἦταν δυνατόν νά κρατηθῇ ἀπό τή Φθορά ὁ Ἀρχηγός τῆς Ζωῆς, Ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, θανάτῳ θάνατον πατήσας, πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο καί ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ (Μάρκ. ιστ΄ 9) καί στίς ἄλλες Μυροφόρες,

 
 ἐνῷ  πήγαιναν νά ἀναγγείλουν τήν Ἀνάστασίν Του εἰς τούς Μαθητάς, λέγων αὐταῖς Χαίρετε (Ματθ. κη΄9) καί «οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καί τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ Μαθηταί συνηγμένοι διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καί ἔστη εἰς τό μέσον, καί λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν...» (Ἰωάν.κ΄ 19-23). Ὁ Θωμᾶς ἀπουσίαζε καί ὅταν ἐπέστρεψε τοῦ ἀνήγγειλαν μέ χαρά τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου. Αὐτός ὅμως δέν πίστεψε στή μαρτυρία τῶν κατά πάντα ἀξιόπιστων συμμαθητῶν του καί τούς εἶπε:
«Ἐάν δέν ἰδῶ μέ τά μάτια μου στά χέρια Του τό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέν βάλω τό δάκτυλό μου στό σημάδι τῶν καρφιῶν καί δέ βάλω τό χέρι μου  στήν πλευρά Του δέν θά πιστέψω» (Ἰωάν. κ΄ 24-25).
    


  Καί πραγματικά ὕστερα ἀπό ὀκτώ ἡμέρες ἦσαν πάλιν μέσα στό σπίτι οἱ Μαθητές καί μαζί μέ αὐτούς ἦτο καί ὁ Θωμᾶς. Ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς  τῶν θυρῶν κεκλεισμένων καί στάθηκε  εἰς τό μέσον τῶν Μαθητῶν καί εἶπεν· εἰρήνη σέ σᾶς. Ἔπειτα εἶπε στό Θωμᾶ· Φέρε τό δάκτυλό σου ἐδῶ καί δές τά χέρια μου, καί φέρε τό χέρι σου καί βάλε το εἰς τήν πλευράν μου, πού ἐκεντήθη ἀπό τήν λόγχη, καί μήν ἀφίνῃς τόν ἑαυτόν σου νά κυριευθῇ ἀπό τήν ἀπιστίαν. Μήν ἀμφιβάλλῃς, ἀλλά πίστευε.
    Τότε  ὁ Θωμᾶς ἀποκρίθηκε καί εἶπε: Πιστεύω καί ὁμολογῶ, ὅτι εἶσαι ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου.
     Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἐπίστευσες, ἐπειδή μέ εἶδες μέ τά μάτια σου. Μάθε ὅμως ὅτι μακάριοι, πανευτυχεῖς, εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι, πίστευσαν σέ Μένακαίτοι δέν μέ εἶδαν μέ τά μάτια τους, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ.
     Μακάριοι θά εἶναι ὅλοι, ἐκεῖνοι, πού θά πιστεύσουν στό κήρυγμα τῶν Μαθητῶν μου καί θά δεχθοῦν τήν μαρτυρίαν τους. Πανευτυχῆ θά εἶναι ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου κατά τίς ἐπερχόμενες γενεές, πού θά πιστεύσουν, χωρίς νά μέ δοῦν, ὅπως μέ εἶδες ἐσύ. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες (Ἰωάν. κ΄ 26-29).  
        Ἀναστάς, ὡς φιλάνθρωπος, ἐπιτρέπει στό Θωμᾶ νά τόν ψηλαφήσῃ, νά βάλῃ τόν δάκτυλόν του ἐπί τόν τύπον τόν ἥλων, νά βάλῃ τό χέρι του εἰς τήν πληγεῖσαν ἀπό τήν λόγχη πλευρά Του, καί ἀφ' ἑνός μέν νά διώξῃ τήν ἀπιστίαν ἀπό τήν ψυχή του, ἀναφωνῶν: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου, δόξα σοι», ἀφ' ἑτέρου δέ νά διδάξῃ μέ τήν Ὁμολογίαν του τούς Θωμάδες ὅλων τῶν αἰώνων τήν πίστιν εἰς τήν Ἀνάστασιν τοῦ Κυρίου καί συστήσῃ σέ ὅλους νά ἀποφύγουν τό δικό του πάθημα καί νά μάθουν ὅτι πραγματικά εἶναι πανευτυχεῖς, εἶναι μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες.
    Εἶναι καιρός νά καταλάβουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, καί μάλιστα οἱ Χριστιανοί ὅτι εἶναι ἀνεξερεύνητα τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί εἶναι καλόν νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι τά ὅρια τῆς νοητικῆς μας ἱκανότητας. Τά Μυστήρια τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπό τή λογική τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν.
    Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «παραπληκτήσομεν (Θά τρελλαθοῦμε) μυστήρια Θεοῦ ἐρευνῶντες». Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει: «ἄνθρωπέ μου, ἄνθρωπος ὤν, Θεόν πολυπραγμονεῖς;»
      Τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, τά κρίματά Του, τίς προαιώνιες Βουλές Του, μόνον ὁ καθαρός τῇ καρδίᾳ μπορεῖ νά τίς προσεγγίσῃ μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς του, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν.
  Γι' αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεσις ἡ καθαρότης τῆς καρδίας καί ἡ ἐπιτέλεσις ἁγιωσύνης ἐν φόβῳ Θεοῦ. Ὁ Παῦλος λέγει: «Ταύτας οὖν ἔχοντες τάς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β΄Κορινθ. ζ΄ 1). Ἡ ἄσκησις αὐτή προϋποθέτει τήν ὀρθόδοξον Πίστιν.
      πίστις εἶναι θεῖον χάρισμα. «Εἶναι δόσις ἀγαθή καί δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον ἀπό τοῦ Πατρός τῶν φώτων» (Ἰακ. α΄ 17).
       Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι «Ἔστι δέ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Ἑβρ. ια΄ 1).
         Πίστις εἶναι ἡ σιγουριά, γι' αὐτά πού ἐλπίζουμε. Τά ἐλπιζόμενα ἡ πίστις τά κάνῃ χειροπιαστά στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ. Ἡ πίστις εἶναι ἐπίσης βεβαιότητα, γι' αὐτά πού δέν βλέπουμε. Εἶναι ἀπόδειξις περί πραγμάτων πού δέν βλέπονται μέ τά σωματικά μας μάτια, καί ὅμως διά τῆς πίστεως εἶναι σάν νά τά βλέπουμε μέ τά μάτια μας καί σάν νά τά πιάνουμε μέ τά χέρια μας.
Μέ αὐτή τήν πίστι ἀπέκτησαν τήν καλήν μαρτυρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ οἱ παλαιότεροι.
      πίστις ξεπερνᾶ τίς σωματικές αἰσθήσεις. Δέν ἔχει σχέσι μέ τήν ὑλική καί πνευματική δύναμι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μιά ἄλλη αἴσθησις, μιά ὑπεραίσθησις, πού ἑδράζεται στά ἐσώτατα βάθη τῆς ψυχῆς καί στηρίζεται στή θεία Χάρι, πού  ἐπιβραβεύει τήν ἀγαθήν συνείδησιν, τήν καλήν προαίρεσιν καί τήν καθαρότητα τῆς καρδίας. Εἶναι  τό ἱερόν, τό θεῖον ἐμφύσημα, που ἔχει μιά δική του ὑπερδύναμι νά βλέπῃ καί νά ἐπικοινωνῇ μέ τό πνευματικόν Σύμπαν. Ἀναφέρει τόν καθαρόν ἄνθρωπον εἰς τήν θείαν διάστασιν.
    Ὁ Θωμᾶς  δέν ἦτο πωρωμένος ἄπιστος, ἀλλά ὀλιγόπιστος καί μέ τό πάθημά του καί μέ τήν ἔλλειψιν ἐμπιστοσύνης πρός τούς συμμαθητάς του
 μᾶς διδάσκει τή δύναμι καί τήν ἀξίαν τῆς πίστεως καί στέκεται ἀνά τούς αἰῶνας Φάρος φωτεινός καί ὁδοδείκτης  στό δρόμο τῶν δισταγμῶν, τῶν ἀμφιβολιῶν, τῶν ταλαντεύσεων καί δείχνει στούς ἀνθρώπους τό δρόμο καί τήν ὀρθήν κατεύθυνσι πρός τήν ὀρθόδοξη, τήν ἀληθῆ Πίστιν στόν Χριστόν, στήν Ἀνάστασίν Του καί στήν ἀνάστασιν ὅλων μας.
      Ἄς παρακαλέσουμε τόν Ἀναστάντα Κύριον νά στερεώσῃ τήν σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῆς Πίστεως, ἐπί τήν πέτραν τῶν ἐντολῶν Του, διότι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι Ἅγιος καί Φιλάνθρωπος.