Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ




ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΠΡΟΣ ΥΠΟΔΟΧΗΝ 
ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ


«Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ καί ἴδωμεν τό ῥῆμα

τοῦτο γεγονός, ὅ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν»

                                                            (Λουκ. β΄ 15).



Τό γεγονός, πού γνώρισε σέ μᾶς ὁ Κύριος, εἶναι ἡ ἐνσάρκωσις τῆς Ἀγάπης. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἄπειρη, γιά τά πλάσματά Του, ἀγάπη, «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰωάν. α΄14).

Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός. Ἔρχεται κοντά μας Θέλει τή σωτηρία μας, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζει νά τόν δεχθοῦμε. Μᾶς καλεῖ κοντά Του καί θέλει νά Τόν ἀκολουθήσουμε, νά Τόν δεχθοῦμε, μέ τή θέλησί μας.

Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀναφέρει ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, «εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι( οἱ δικοί Του) αὐτόν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δέ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ» (Ἰωάν. α΄  11-12).

Καί τό παράδοξον ἅμα καί παράλογον εἶναι ὅτι οἱ

περισσότεροι ἄνθρωποι, «δέσμιοι τῆς γῆς», κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, παραμένουν, μέ τή θέλησί τους, «βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, τῇ γῇ προσηλωμένοι, κακίαν διώκοντες, πονηρίαν μετιόντες, ταῖς ἡδυπαθείαις κατασηπώμενοι». Δέν ὑποδέχονται τήν Ζωήν, τόν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης. Μισοῦν τό Φῶς.

«Καί αὕτη ἐστίν ἡ κρίσις, ὅτι τό Φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, καί ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τό σκότος ἤ τό Φῶς· ἥν γάρ πονηρά αὐτῶν τά ἔργα.

Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ» (Ἰωάν. γ΄ 19-20).

Καί, δυστυχῶς, εἶναι φανερόν, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι μισοῦν τό Φῶς καί δέν ἔρχονται πρός τό Φῶς. Δέν ὑποδέχονται τόν Λυτρωτήν. Δέν ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν Ἱησοῦν Χριστόν. Δέν ἐγκολπώνονται τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του. Συνεχίζουν τά ἔργα τους τά σκοτεινά. Προσκυνοῦν τά εἴδωλα. Ἀρνοῦνται τόν Ἀληθινόν Θεόν καί λατρεύουν τό Βόρβορο. Λατρεύουν τήν Ὕλη, τή λάσπη, τό Σατανᾶ, τό Διάβολο, τό Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα. Ὁδεύουν ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης καί ἡμιθανεῖς βυθίζονται  «εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείῳ» (Ἀποκ. ιθ΄ 20).

ΕΘΕΛΟΤΥΦΛΟΥΝ. Νομίζουν καί «καυχῶνται ὅτι εἶναι πλούσιοι, ὅτι δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό κανέναν

καί ἀπό τίποτε. Δέν ἔχουν ἐπαφήν μέ τήν πραγματικότητα. Εἶναι σχιζοφρενεῖς. Δέν ξέρουν ὅτι στήν πραγματικότητα εἶναι ταλαίπωροι καί ἐλεεινοί και πτωχοί σέ ἀρετές καί τυφλοί καί γυμνοί. Δέν βλέπουν τήν πραγματική τους κατάστασι» (Ἀποκ. γ΄ 17). Καί τό χειρότερο, δέν μετανοοῦν, «συνεχίζουν τά ἔργα τῶν χειρῶν τους. Συνεχίζουν νά προσκυνοῦν τά δαιμόνια καί τά εἴδωλα...»(Ἀποκ. θ΄ 20-21).

Ἀλλά ἕως πότε;

Ἕως πότε ἡ ἀνθρωπότης θά ὁδεύῃ κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν λίμνην πρός ἀποπνιγμόν;

Πότε θά ἀνοίξουμε τά μάτια καί θά δοῦμε, ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν Χριστόν;

Ἕως πότε θά παραμένουμε κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή Σκιά τοῦ Θανάτου;

Ὁ Καζαντζάκης βροντοφωνάζει: «πολύ λάσπη, πολύ λάσπη...

Πότε θά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά ἀκολουθήσουμε τό πρότυπον τοῦ τελείου, τοῦ ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου;

Πότε θά πάρουμε τήν ἀπόφασι νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ πνέμα;

Πότε θά ἀποφασίσουμε νά ἀκολουθήσουμε τά Χνάρια τοῦ Χριστοῦ, γιά νά φθάσουμε στήν Κορυφή, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό;»(ἀπό τόν Πρόλογο στόν «τελευταῖο πειρασμό»). Μακρυά ἀπό Τό Θεό, πραγματικά φθάσαμε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι.


Τό παρήγορον ὅμως εἶναι ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, «ὁ Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ.ιγ΄8), ἔρχεται καί γίνεται ἄνθρωπος, γιά νά γίνουμε ἐμεῖς θεοί καί μᾶς καλεῖ νά διέλθωμεν ἕως Βηθλεέμ καί νά εἰσέλθουμε εἰς τό Σπήλαιον καί νά γονατίσουμε μπροστά στή φτωχική Φάτνη καί νά προσκυνήσουμε τόν Σαρκωθέντα Κύριον.

Ἡ ἄπειρη Ἀγάπη μᾶς καλεῖ. Καί χρειάζεται εἰδική προετοιμασία πρός ὑποδοχήν τοῦ Σωτῆρος καί Λυτρωτοῦ. Καί ἡ καλλίτερη προετοιμασία εἶναι νά ἐπιστρέψουμε στό Χριστό συνειδητά, εἰλικρινά μετανοιωμένοι καί νά προσεγγίσουμε στό Σπήλαιον τῆς Βηθλεέμ μέ πραγματική Προσευχή, μέ καθαρή καρδιά, καί μέ πραγματική, ἀληθινή, εὐπρόσδεκτη ἀπό τό Θεό νηστεία.

Καί Ὀρθόδοξη νηστεία, δεκτή ἀπό τό Θεό  δέν εἶναι μόνον ἡ ἀλλαγή τῶν φαγητών, ἀλλά ἡ ἀποχή ἀπό τά φαγητά, καί ἡ ἀνακούφισις τῶν πτωχῶν διά τῆς ἐλεημοσύνης καί κυρίως νηστεία εἶναι «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Αὐτή εἶναι ἠ οὐσία τῆς νηστείας.

Οἱ Ἅγιοι πατέρες λένε: «Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Ἀληθής νηστεία εἶναι ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους καί ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν ἀληθής καί εὐπρόσδεκτος

τῷ Θεῷ». ΝΗΣΤΕΙΑ εἶναι νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό. Νά Τόν δεχθοῦμε ὡς Θεόν καί Σωτῆρα μας καί Σωτῆρα ὅλου τοῦ κόσμου. Νηστεία εἶναι νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καί νά τό κάνουμε «Πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή καί ἔτσι νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ Πνεῦμα. Νηστεία εἶναι νά βαδίσουμε πρός τή Βηθλεέμ, προετοιμάζοντες τήν ψυχή μας, νά δεχθῇ τό Χριστό. Νά γίνῃ ἡ ψυχή μας σπήλαιον. Νά γεννηθῇ μέσα μας ὁ Χριστός. Διότι ὅπως λέγει ὀ ποιητής: «Χίλιες φορές κι’ ἄν γεννήθηκε στή Βηθλεέμ ὁ Χριστός, μέσα σου ἄν δέν γεννήθηκε, εἶσαι γιά πάντα χαμένος».

Μόνον ἄν γεννηθῇ μέσα μας ὁ Χριστός, ἄν κάνουμε «Πρᾶξι» τήν Ἀγάπη Του, τότε καί μόνον τότε θά γίνῃ ἡ ἀνθρωπότης «Καινή κτίσις», τότε καί μόνον τότε θά ἀλλάξῃ ἡ μορφή τοῦ κόσμου, τότε καί μόνον τότε θά μετουσιώσουμε αὐτήν ἐδῶ τήν Κόλασι, αὐτό ἐδῶ τό «χοιροστάσι» σέ Παράδεισο.

Ἐμπρός λοιπόν, πρίν νά εἶν’ ἀργά, ἄς στρέψουμε τό βλέμμα πρός τή Βηθλεέμ καί ἄς φέρουμε σταθερά τό βῆμα πρός τά κεῖ, πού ἡ Ἀγάπη ἀντάλλαξε ἀσπασμό μέ τήν Ταπεινωσύνη. Καί ὅπως λέει ὁ ποιητής·

«Ὤ ἐμεῖς κακόμοιροι θνητοί, πού δίχως καλωσύνη,

πλανιώμαστε στῆς ἐρημιᾶς τἄχαρα Μονοπάτια,

ἄν ξέραμε πώς τόσο ἁπλᾶ ἡ Ἀγάπη κατοικεῖ

καί πώς μιά φάτνη ταπεινή διαλέγει γιά νά γείρη,

στή Βηθλεέμ θά στρέφαμε στοχαστικά τά μάτια

καί σταθερά θά φέρναμε τό βῆμα πρός τά κεῖ».

Ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ. Καιρός νά ἀκούσωμεν τό θεῖον κάλεσμα νά γίνη ἡ ψυχή μας εὐτρεπισμένον Σπήλαιον,

Φάτνη ταπεινή νά δεχθῇ τόν  ἄρχοντα τῆς εἰρήνης καί Λυτρωτήν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, καί ἐξερχόμενοι ἀπό τήν Βαβυλῶνα, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, νά ὑμνοῦμε ἀσιγήτως τόν Λυτρωτήν, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Αὐτοῦ, εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΝΑΟΝ




ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ.


«Ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος,
ἡ πολυτίμητος παστάς καί Παρθένος,
τό  ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης  τοῦ
Θεοῦ, σήμερον εἰσάγεται, ἐν τῷ οἴκῳ
Κυρίου, τήν χάριν συνεισάγουσα, τήν
ἐν Πνεύματι θείῳ· ἥν ἀ ν υ μ ν ο ῦ σ ι ν
Ἄγγελοι Θεοῦ· Αὕτη ὑπάρχει σκηνή
ἐπουράνιος» (Κοντάκιον τῆς Ἑορτῆς).



Ἡ Εἴσοδος τῆς Θεομήτορος εἰς τόν ναόν, εἶναι, γιά τούς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, θαυμαστή καί παγκόσμιος Ἑορτή. Καί δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε, ὅτι ἀποτελεῖ ἰσχυρό ράπισμα, κατά τῆς πωρώσεως καί ἀμετανοησίας τῶν ἄμυαλων γονέων τῆς σχιζοφρενικῆς ἐποχῆς μας, ἀλλά καί ἐγερτήριον σάλπισμα πρός ὅλους τούς γονεῖς, πρός τούς ὁποίους διαμηνύει τό Χρέος τῆς εἰσόδου εἰς τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀφιερώσεως τῶν παιδιῶν τους στό Θεό, ἀλλά καί τῆς ἀνατροφῆς τους «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσία Κυρίου». Αὐτό εἶναι καί τό βαθύτερο νόημα τῆς Ἑορτῆς.
 εὐσεβής καί παναοίδημος Ἄννα καί ὁ σώφρων
Ἰωακείμ, ὑπέφεραν πολύ ἀπό «τό ὄνειδος τῆς ἀτεκνίας» καί προσηύχοντο στό Θεό, μέρα - νύχτα καί  καθικέτευον, μέ νηστεῖες καί δεήσεις τόν Δεσπότην τῆς φύσεως, νά τούς λυτρώσῃ ἀπό τήν ντροπή αὐτή καί νά τούς χαρίσῃ ἔνα παιδί. Καί πράγματι ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή τους καί τούς χάρισε  ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι, τή Μαριάμ. Οἱ θεοσεβεῖς γονεῖς της ἐδέχθηκαν τήν Κόρη τους ὡς δῶρον Θεοῦ, ὡς προϊόν τῆς Προσευχῆς τους καί σκέφθηκαν ἀμέσως νά τό ἀφιερώσουν στό Θεό. Ὅταν ἔγινε τριῶν ἐτῶν ὡδήγησαν τό Παιδί στό Ναό καί τήν παρέδωσαν στούς ἱερεῖς, ὥστε ἐκεῖ νά ἀνατραφῇ «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Στό Ναό ἐπί δώδεκα ἔτη ζοῦσε καί ἐτρέφετο μέ τή μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί ὑπό Ἀγγέλου τροφῇ οὐρανίῳ διατρεφομένη.


 Καί οὕτω ἀνεδείχθη «ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή», Ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καί καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν, τιμιωτέρα τῶν Χερουβείμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τῶν φιλοθέων φιλοθεωτέρα καί τῶν ἁγίων ἁγιωτέρα. Παναγία. Ἡ μόνη ἀξία νά δεχθῇ τό ἅγιον Πνεῦμα καί νά γεννήσῃ τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτήν τοῦ κόσμου. 

Κατηξιώθη καί χάρις στίς ἀρετές της, ἔγινε Μητέρα τοῦ Κυρίου καί μητέρα ὅλων τῶν πιστῶν, σκέπη τοῦ κόσμου πλατυτέρα νεφέλης. Πράγματι ἡ Θεομήτωρ εἶναι «Κλῖμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός». Εἶναι «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν». Καί ἔγινε τό καθαρόν δοχεῖον τοῦ Αγίου Πνεύματος καί ὅλων τῶν δωρεῶν καί Χαρίτων τοῦ Πνεύματος, ἐπειδή, Ζῶσα εἰς τόν ναόν καί ἀνατρεφομένη μέ τά νάματα τῆς Πίστεως στό Θεό, διεφύλαξε τόν ἑαυτόν της καθαρόν ἀπό παντός μολυσμοῦ  σαρκός καί πνεύματος καί συνεχῶς ἐπιτελοῦσε ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ.



Οἱ γονεῖς σήμερα προσέχουν, φέρουν τά παιδιά τους στό ναό;  Ἀφιερώνουν τά παιδιά τους στό Θεό; Τά ἀνατρέφουν ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου; Τά προφυλάσσουν ἀπό τίς Παγίδες, πού, στήνει στό κάθε τους βῆμα ὁ διάβολος καί οἱ δαιμονάνθρωποι, παιδεραστές, ἔμποροι ναρκωτικῶν, σωματέμποροι καί ἄλλοι διεστραμένοι;
Παίρνουν τό μήνυμα τοῦ Χρέους ἀπό τήν εἴσοδο τῆς Θεομήτορος στό Ναό;
Δέν βλέπουν ποῦ ὁδηγοῦνται σήμερα τά παιδιά μας, ὅπου καί μέσα στά Σχολεῖα προπαγανδίζεται ἡ ἀθεῒα καί γίνονται, ἀπό ἄφρονες καί  ἀνεγκέφαλους ἁρμοδίους, νομοθετήματα μέ σκοπό νά ξεριζώσουν μεσα ἀπό τήν ψυχή τῶν Παιδιῶν μας τήν Πίστι στό Χριστό, τήν ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα καί τήν Οἰκογένεια;
Τά παιδιά μας ὁδηγοῦνται στό Χαμό. Πολιορκοῦνταιἀπό κάθε εἴδους ἐγκληματίες.
Σωρεύουν στήν Πατρίδα μας ὅλες τίς «Μαφίες», «κάθε καρυδιᾶς καρύδι» καί τούς ἐπιδοτοῦν σέ βάρος τοῦ πρός ἐξαφάνησιν ἑλληνικοῦ Λαοῦ, καί τά Παιδιά μας ἐξαναγκάζονται νά ξενιτεύονται, γιά νά βροῦν ἕνα κομμάτι τίμιο ψωμί.
Τί ἄλλο χειρότερο θέλουν νά δοῦν οἱ Ἕλληνες γονεῖς, γιά νά ξυπνήσουν καί νά ὁδηγήσουν τά παιδιά τους κοντά στό Χριστό, τόν Σωτῆρα καί Λυτρωτή τοῦ κόσμου, καί κάτω ἀπό τήν κραταιά σκέπη τῆς Μεγάλης Μητέρας μας τῆς ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗΣ;



Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

«ΟΡΑΤΕ ΚΑΙ ΦΥΛΑΣΣΕΣΘΕ ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΠΛΕΟΝΕΞΙΑΣ» (Λουκ.ιβ΄15).


«Τά πλούτη, ὅσο περίσσια κι' ἄν εἶναι, 
δέν δίνουν τήν ἀληθινήν ζωήν στόν ἄνθρωπο».



Κύριος, ὡς καδιογνώστης, γνωρίζει ὅτι πολλοί ἄνθρωποι κυριεύονται ἀπό τό φοβερό αὐτό πάθος τῆς πλεονεξίας καί κατατυραννοῦνται καί καταβασανίζονται ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ὑλικῶν ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτόν τους στή γῆ. Ἐμπήγονται «εἰς ἰλύν βυθοῦ», βυθίζονται στό Βόρβορο τῆς Ὕλης, καί «δέσμιοι τῆς γῆς», στήν προσπάθειά τους νά ἀποκτήσουν περισσότερα ὑλικά ἀγαθά, δέν ἠρεμοῦν. Δέν ἡσυχάζουν. Δέν γαληνεύουν. Εἷναι συνεχῶς ἀνήσυχοι, ταραγμένοι, γεμᾶτοι ἀγωνία καί φόβο καί συμπεριφέρονται σάν αἱμοβόρα, ἄγρια θηρία. Πατοῦν ἐπί πτωμάτων, προκειμένου νά ἱκανοποιήσουν τό Πάθος τῆς πλεονεξίας. Δέν ξέρουν τί σημαίνει δίκαιον. Βασανίζουν τόν ἑαυτόν τους καί τούς ἄλλους γύρω τους. Εἷναι ἀχόρταγοι.
Δέν ἔχουν πίστι στό Θεό. Θεοποιοῦν καί λατρεύουν τό Βόρβορο, τήν Ὕλην καί εἶναι δυστυχεῖς. Μάταια κοπιάζουν, ὅσοι χωρίς Θεόν ἐργάζονται γιά νά ἀποκτήσουν περισσότερα ἀπό ὅσα χρειάζονται. Τρῶνε πικρό, ὀδυνηρό ψωμί.
Ὁ Προφήτης Δαβίδ λέγει: «Εἰς μάτην ὑμῖν ἐστι τό
ὀρθρίζειν. Ἐγείρεσθαι μετά τό καθῆσθαι, οἱ ἐσθίοντες ἄρτον ὀδύνης, ὅταν δῶ τοῖς ἀγαπητοῖς αὐτοῦ ὕπνον» (Ψαλμ.126,2). Μόλις καθήσουν, σηκώνονται γεμᾶτοι ἀγωνία καί σπεύδουν νά ἀποκτήσουν περισσότερα.  Τρῶνε βασανισμένο ψωμί τή ἴδια ὥρα, πού ὁ Θεός χαρίζει στούς ἀγαπητούς του τό θεῖο δῶρον τοῦ ὕπνου.
Ὁ Κύριος θέλει νά μᾶς λυτρώση ἀπό τό φοβερό αὐτό Πάθος τῆς πλεονεξίας καί μᾶς συμβουλεύει καί λέγει: «Προσέχετε καί προφυλάσσεσθε ἀπό κάθε εἶδος πλεονεξίας. Διότι αὐτό τό φοβερό πάθος, μᾶς βυθίζει στό βόρβορο. Δέν μᾶς ὠφελεῖ σέ τίποτε. Διότι ὅλα αὐτά τά ὑλικά ἀγαθά, εἶναι σκιᾶς ἀσθενέστερα καί ὀνείρων ἀπατηλότερα. Μία ροπή καί ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται.  ζωή τοῦ ἀνθρώπου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά πλούτη. Διότι τά πλούτη, ὅσο περίσσια κι’ ἄν εἶναι, δέν ἐξασφαλίζουν τήν ἀληθινήν ζωήν στόν ἄνθρωπο. Τό ἀντίθετον συμβαίνει. Ἡ Κακή διαχείρισις σωρεύει στή ζωή μας συμφορές. Ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει νά εἶναι καλός Οἰκονόμος, καλός διαχειριστής τῶν ἀγαθῶν, ὑλικῶν καί πνευματικῶν,  πού τοῦ ἔδωκεν ὁ Θεός. Ὁ κακός διαχειριστής, θησαυρίζων ἐπί τῆς γῆς γιά τόν ἐαυτόν του, «θησαυρίζει εἰς τόν ἑαυτόν του ὀργήν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καί ἀποκαλύψεως δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὅς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ» (Ρωμ. β΄ 5-6).
Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι «ἡ πλεονεξία μηδέ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθώς πρέπει ἁγίοις» (Ἐφεσ. ε΄3). Διότι «ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία»(Κολοσ. γ΄ 5-6).
Καί γιά νά μᾶς ἀποτρέψῃ ἀπό τό ὀλέθριο αὐτό Πάθος ὁ Παῦλος, μᾶς τονίζει ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός πλοῦτος καί λέγει ὅτι «Ἔστι πορισμός μέγας ἡ εὐσέβεια μετά αὐταρκείας. Λέγει δηλαδή ὅτι ἡ εὐσέβεια εἶναι, πραγματικά, πηγή κέρδους, ὅταν ἀρκῆται κανείς σ’  ἐκεῖνα, πού ἔχει. Καί αἰτιολογεῖ τή σκέψι του ὁ ἅγιος καί λέγει ὅτι «δέν ἐφέραμε τίποτε εἰς τόν κόσμον καί εἶναι φανερόν ὅτι δέν μποροῦμε οὔτε νά πάρουμε τίποτε μαζί μας. Ὥστε ἐάν ἔχουμε τροφές καί σκεπάσματα, νά εἴμαστε εὐχαριστημένοι μέ αὐτά. Ἐκεῖνοι ὅμως, πού θέλουν νά πλουτίσουν πέφτουν σέ πειρασμό καί παγίδα καί σέ πολλές ἐπιθυμίες ἀνόητες καί βλαβερές, πού βυθίζουν τούς ἀνθρώπους στόν ὄλεθρο καί τήν ἀπώλεια. Διότι ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ φιλαργυρία. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ βρωμεροῦ πάθους, μερικοί ἐπλανήθησαν  ἀπό τῆς πίστεως καί ἐκάρφωσαν τόν ἑαυτόν τους σέ πολλά βάσανα» (Α΄Τιμόθ. στ΄ 6-10).
Ὁ Κύριος, γιά νά καταδείξῃ πόσον ὀλέθριο καί βρωμερό πάθος εἶναι ἠ πλεονεξία καί γιά νά μᾶς βοηθήσῃ νά ἀποφύγουμε τό κατάπτυστον αὐτό πάθος, μᾶς εἶπε τήν παραβολήν τοῦ ἄφρονος πλουσίου:
«Τά χωράφια, ἑνός ἀνθρώπου πλουσίου, ἔφεραν μεγάλη Σοδειά. Κι’ ἐνῶ θἄπρεπε νά εὐχαριστήσῃ τό Θεό καί νά χαρῇ καί ὁ ἴδιος, γι’ αὐτήν τήν εὐφορίαν, αὐτός ὁ ἄμυαλος ταράχθηκε, καί γεμᾶτος ἀγωνία ἐσυλογίζετο μέσα του καί ἔλεγε: Τί νά κάμω τώρα, διότι, οἱ ἀποθῆκες μου εἶναι γεμᾶτες. «Τί νά κάμω τώρα, διότι δέν ἔχω ποῦ νά συνάξω τούς καρπούς μου;» Καί ὕστερα ἀπό  μεγάλη ἀγωνία καί σκέψι εἶπε· τοῦτο θά κάμω. Θά γκρεμίσω τίς παλιές μου ἀποθῆκες καί θά οἰκοδομήσω μεγαλύτερες καί πιό εὐρύχωρες. Καί θά συνάξω ἐκεῖ ὅλα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου καί θά πῶ στήν ψυχή μου· «ψυχή, ἔχει πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά. Μή σκοτίζεσαι γιά τίποτε πιά, ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου».
Θεωρεῖ ὁ ἄμυαλος ὅτι ὅλα εἶναι δικά του. Δεν πιστεύει ὅτι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί δέν σκέπτεται ὅτι ὁ πανάγαθος τόν διώρισε διαχειριστήν. Δέν σκέπτεται τούς συνανθρώπους του πού ὐποφέρουν καί στεροῦνται ἀκόμη καί τό καθημερινό ψωμί. Σκέπτεται μόνον τόν Ἑαυτούλη του καί τήν καλοπέρασί του. Δέν ἐννοεῖ τό βραχύ τῆς ζωῆς. Δέν κατανοεῖ ὅτι σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία εἴμαστε προσωρινοί, διαβάτες, πάροικοι καί παρεπίδημοι καί ὅτι γυμνοί βγήκαμε ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μας καί γυμνοί καί πάλιν ἐπιστρέφουμε στή γῆ. Δέν φέραμε τίποτε καί δέν παίρνουμε τίποτε μαζί μας. Δέν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ Θεός τόν διώρισεν  Οἰκονόμον, Διαχειστήν τῶν ἀγαθῶν καί ὅτι ὀφείλει νά κατανοήσῃ ὅτι τίποτε δέν εἶναι δικό του, ὅτι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὀφείλει νά κάμῃ καλή διαχείρησι καί νά προσφέρῃ τά ἀγαθά, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκεν ὁ Θεός, σέ κείνους πού ἔχουν ἀνάγκη. Δυστυχῶς, ὁ ἄφρων δέν ἔχει ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Καί ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὡς Θεός ἀγαθός καί μεταδοτικός τοῦ ἀγαθοῦ, νά μᾶς ἀφυπνίσῃ καί νά μᾶς ἐπαναφέρῃ εἰς ἐπαφήν μέ τήν  πραγματικότητα, νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας καί νά μᾶς θεραπεύσῃ ἀπό τήν τρέλλα πού μᾶς δέρνει.
Καί λέγει ὁ Θεός, σ’ αὐτόν, τόν ἄφρονα πλούσιο:
«Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί, (τώρα, αὐτή τή νύχτα), τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ (οἱ δαίμονες τούς ὁποίους ὑπηρέτησες)·  Ἄμυαλε καί ἀνόητε ἄνθρωπε στήριξες τή ζωή σου στό βόρβορο τῆς ὕλης, στά φθαρτά πλούτη σου καί νόμισες ὅτι ἡ ζωή σου ἐξηρτᾶτο ἀπό αὐτά καί ὄχι ἀπό Μένα. Ταλαίπωρε, αὐτή τή νύχτα ἔρχονται νά πάρουν τήν ψυχή σου, πεθαίνεις, Ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; Αὐτά πού ἑτοίμασες καί ἀποθήκευσες, ποιός θά τά πάρῃ; Αὐτά παθαίνει ἐκεῖνος πού θησαυρίζει, γιά τόν ἑαυτόν του στή γῆ καί δέν πλουτοῖ εἰς Θεόν.Αὐτά παθαίνει αὐτός πού δέν θησαυρίζει θησαυρούς ἐν οὐρανῷ. Αὐτά παθαίνει αὐτός πού δέν κάνει «Πρᾶξι»τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.



Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς,


Εἶναι« ἡ Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή».



Εἶναι πικρή ἡ διαπίστωσις ὅτι ξεφύγαμε ἀπό τό δρόμο τῆς ζωῆς, ξεστρατήσαμε. Δέν κατανοοῦμε οἱ περισσότεροι, ταλαίπωροι θνητοί, τό «βραχύ τῆς ζωῆς» καί τήν ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων πραγμάτων καί τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιδιώξεων. Δέν συνειδητοποιοῦμε τήν τιμήν, μέ τήν ὁποίαν μᾶς ἔχει τιμήσει ὁ Κύριος καί βυθιζόμαστε στό Βόρβορο τῆς Ὕλης, θεληματικά παραμένουμε «δέσμιοι τῆς γῆς», φθάνουμε στό ἐπίπεδο τῶν ἀλόγων ζώων καί φθάνουμε στό ἄκρον ἄωτον τῆς διαφθορᾶς καί διαστροφῆς, στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι.

Μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὁ Θεός. Ἀφήνει τό θεϊκό Του Θρόνο καί ἔρχεται στή γῆ. Φανερώνεται «ἐν σαρκί», καί γίνεται σέ ὅλους ἐμᾶς ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα. Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ἡ μόνη «Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια καί καί ἡ Ζωή» καί κανείς δέν μπορεῖ νά ἔλθῃ πρός τόν Οὐράνιον Πατέρα, παρά μόνον δι’ Αὐτοῦ.



Ἄν πράγματικά θέλουμε νά λυτρωθοῦμε ἀπό τή φθορά καί νά ἐνδυθοῦμε τήν ἀαφθαρσία, ὀφείλουμε νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον της ἀγάπης Του καί νά κάνουμε «Πρᾶξι» τήν Ἀγάπη Του στήν καθημερινή μας ζωή.



Δέν εἶναι ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι σήμερα ἡ ἀνθρωπότης, παραπαίει, κινεῖται χωρίς λογική. Ἀρνεῖται τόν ἀληθινόν Θεόν, τήν πηγήν τοῦ ζῶντος ὑδατος, καί λατρεύει ὡς Θεόν, τόν Σατανᾶν, τόν Διάβολο, τόν Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα.

Οἱ περισσότεροι συμπεριφέρονται ὡς Φαρισαίοι, Ψεύτες, Ὑποκριτές, καί τό στόμα τους στάζει δηλητήριο, καί στό διάβα τους σκορπίζουν συμφορές. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές...

Βασιλεύει στόν κόσμο μας ἡ Παραφροσύνη.

Μέχρι σήμερα, ὅλοι ἐμεῖς, οἱ  ἄμυαλοι γιοί τῆς  Παραφροσύνης, τί ἀποκομίζουμε, καί  τί κερδίζουμε  μέ τήν ἀστόχαστη συμπεριφορά μας ;

Ὁ ἐγωϊσμός, ἡ ἔπαρσις, ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου, ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν, ἄν ὄχι στόν συντριμό, στήν Ὀδύνη καί τόν Πόνο;

Μήπως πρέπει, ὅσο εἶναι καιρός, νά ἀναθεωρήσουμε τόν τρόπο τῆς ζωῆς μας, καί νά τροποποιήσουμε καί νά θεραπεύσουμε τήν προβληματική μας συμπεριφορά;

Μήπως πρέπει νά θεραπεύσουμε τώρα, πρίν νά εἶν’ ἀργά, τήν τρέλλα πού μᾶς δέρνει καί νά ἐπιστρέψουμε στήν Ὁδόν τῆς Ζωῆς;

Μήπως πρέπει, νά ἀπεκδυθοῦμε τόν παλαιόν ἄνθρωπον, τόν φθειρόμενον κατά τάς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέον ἄνθρωπον, τόν κατά θεόν κτισθέντα;

Μήπως πρέπει, ἐπί τέλους νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, πού εἶναι ἡ μόνη Ὁδός, ἡ μόνη Ἀλήθεια καί ἡ μόνη ἀληθινή ζωή;

Μήπως πρέπει νά πιστέψουμε στό Χριστό, ὡς Θεόν καί Σωτῆρα τοῦ κόσμου καί νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Του, καί νά φθάσουμε μαζί Του στήν Κορυφή, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό, ὥστε στό κάθε μας βῆμα νά μεταβάλουμε τή σάρκα σέ πνεῦμα;

Μήπως πρέπει «νά φύγουμε ἀπό τήν πνιγερή ζωή, στῆς Ὀμορφιᾶς τή σφαῖρα;»

Μήπως πρέπει νά καταλάβουμε ἐπί τέλους, ὅτι  ὅλοι γύρω μας, μᾶς ἔχουν ἐξαπατήσει, καί ὅτι μόνον ὁ Χριστός μᾶς ἀπομένει;

Μήπως εἶναι καιρός, νά ἐπιστρέψουμε, εἰλικρινά μετανοιωμένοι, κοντά στό Χριστό, πού εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας,  καί νά Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς ἀξιώση ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς, νά Τόν ὑμνοῦμεν καί, μετά τῶν Ἀγγέλων καί τῶν Ἁγίων, ἀσιγήτως, νά Τόν δοξολογοῦμε, σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς πάντας τούς αἰῶνας;

Εἴθε! Εἴθε! Γένοιτο!

    




Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

«ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙ ΜΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ».



«Ο ΠΟΙΗΣΑΣ ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΜΕΤ’ ΑΥΤΟΥ».


Μέ τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι΄ 25-37) ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει συνοπτικά, πῶς ἡ κορωνίς τῆς δημιουργίας του, ἔφθασε στήν ἔσχατη ἐξαθλίωσι, ἀλλά καί πῶς μπορεῖ νά ἀνακτήσῃ καί πάλιν τό πρωτόκτιστον κάλλος.

Ἀφορμή, γιά νά μᾶς πῇ τήν παραβολή, ἔδωκεν κάποιος  ἄμυαλος, φαντασμένος, ἐπηρμένος, ὑπερόπτης καί ἐπαίσχυντος νομοδιδάσκαλος. Ὁ νομικός αὐτός εἶχε ὑψηλή ἰδέα γιά τόν ἑαυτό του καί τόλμησε νά πειράξῃ τόν Χριστό καί νά ἀποδείξῃ ὅτι δέν ἐγνώριζε τόν νόμον καί τοῦ εἶπε:

«Διδάσκαλε, τί νά κάμω, γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνιον ζωήν;»

Ὁ Κύριος, ὡς καρδιογνώστης, ἐγνώριζε τά ἐσώτατα βάθη τοῦ ἄμυαλου νομικοῦ. Ἐγνώριζε τήν ἀλαζονία καί τήν ἔπαρσί του, ἀλλά καί τό σκοπό, τοῦ ἐρωτήματος, πού Τοῦ ὑπέβαλε. Ἐγνώριζε ὁ Κύριος ὅτι ὁ νομοδιδάσκαλος αὐτός δέν ρώτησε μέ λαχτάρα γιά νά μάθη καί νά σωθῇ, ἀλλά ρώτησε, γιά νά Τόν πειράξῃ. Ὁ Κύριος ὅμως, δέν ὀργίζεται μέ τήν κακή πρόθεσι τοῦ νομικοῦ, ἀλλά μακροθυμεῖ. Παραμένει «πρᾷος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», πρότυπον ἁγιότητος, καί ἀντιμετωπίζει τόν πειρασμό καί τόν πονηρόν νομικό, μέ Μακροθυμία καί Καλοσύνη, γιά νά μᾶς διδάξῃ τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον ὀφείλουμε νά ἀντιμετωπίζουμε τούς ἄμυαλους, τούς ἀδύναμους, τούς ἐπηρμένους συνανθρώπους μας καί νά τούς καταρτίζουμε «ἐν πνεύματι πρᾳότητος».

Ὁ Μέγας καί πάνσοφος Διδάσκαλος, μέ γλυκύτητα, ἐπαναφέρει τόν νομοδιδάσκαλο στήν τάξι τοῦ μαθητοῦ, καί ἀπαντῶν στό ἐρώτημά του, τοῦ λέγει:

«Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις;» Καί ἀποκριθείς ὁ νομικός εἶπε: Εἰς τόν νόμον εἶναι γραμμένον· Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Στό νόμο ἔχει γραφῆ ὅτι, γιά νά κληρονομήσῃ κανείς τήν αἰώνιον ζωήν, ὀφείλει νά ἀγαπᾷ τό Θεό μέ τέλεια ἀγάπη, νά ἀγαπᾷ δέ καί τόν πλησίον του, ὅσον καί ὅπως ἀγαπᾷ τόν ἑαυτόν του.

Στήν ἀπάντησιν αὐτήν τοῦ νομοδιδασκάλου ὁ Κύριος τοῦ εἶπε: Ὀρθῶς ἀποκρίθηκες. Φρόντιζε νά κάνῃς πάντοτε αὐτό πού εἶπες καί θά  ζήσῃς αἰώνια στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς κληρονόμος αὐτῆς. Αὐτή τή διαβεβαίωσι δίνει ὁ Κύριος σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά ζήσουν στή Βασιλεία Του. Ὀφείλουμε δηλαδή νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του καί νά μή μείνουμε στή θεωρία, ἀλλά νά κάνουμε «πρᾶξι» τήν ἀγάπη Του. Νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. δ΄16).

Τήν ἀπάντησιν ἅμα καί τή σύστασιν καί σοφήν αὐτήν καθοδήγησι τοῦ Κυρίου δέν κατενόησεν ὁ ἄμυαλος νομικός, ἀλλά θέλοντας νά δικαιολογήσῃ τόν ἑαυτόν του, μέ ἀλαζονία, εἶπε πρός τόν Ἰησοῦν·

«Καί τίς ἐστί μου πλησίον

Καί πάλιν ὁ Κύριος δέν ὀργίζεται, μέ τήν ἐμμονή, μέ τό δαιμονικό πεῖσμα, τοῦ νομοδιδασκάλου, ἀλλά «καταρτίζει τόν τοιοῦτον, καί ὅλους ἐμᾶς, ἐν πνεύματι πρᾳότητος», καί μέ τήν παραβολήν τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι΄ 25-37), ἐξηγεῖ Πῶς γίνεται «πρᾶξις» ἡ τέλεια ἀγάπη στό Θεό καί τόν πλησίον καί Ποιός  πραγματικά εἶναι ὁ πλησίον μας.

ναφέρεται στήν ἀπομάκρυνσι τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, στήν πορεία του ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ πρός τήν Ἱεριχώ, τή χώρα τῆς ἀποστασίας, περιγράφει λακωνικά τήν ἐξαθλίωσι στήν ὁποίαν περιέρχεται ὀ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρος, «ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς-δαίμονας-δαιμονικά Πάθη, πού τόν ἔγδυσαν, τοῦ ἀφήρεσαν τόν ἔνδυμα τῆς ἀφθαρσίας, τόν ἀπογύμνωσαν ἀπό κάθε ἀρετή, καί τόν πλήγωσαν καί τόν ἐγκατέλειψαν ἡμιθανῆ(μισοπεθαμένο). Αὐτό εἶναι πάντοτε τό κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου μακράν τοῦ Θεοῦ.
Ἀναφέρεται στήν ἀναλγησία, τή σκληρότητα καί τήν  ἠθελημένην ἀδιαφορία, τοῦ Ἱερέως καί τοῦ Λευῒτου, πρός τόν δυστυχῆ συνάνθρωπον. Αυτοί εἶναι ἐντεταλμένοι νά προσφέρουν βοήθεια σέ κάθε δυστυχισμένο καί ἐμπερίστατο συνάνθρωπο. Συμβολίζουν τόν κόσμο, πού ἐνῶ θἄπρεπε νά σώζῃ ἀπό τή δυστυχία, ἀντίθετα σωρεύει συμφορές. Καί πράγματι αὐτή εἶναι ἡ πικρή, ἡ μόνη  ἀλήθεια, ὅτι κανείς καί τίποτε στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσῃ, οὔτε ὁ Ἱερεύς, οὔτε ὁ Λευῒτης, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος. Σωτῆρας καί Λυτρωτής μας εἶναι μόνον ὁ Κύριος. Αὐτός κατέβηκε ἀπό τό Θεϊκό Του Θρόνο καί ἔγινε ταπεινός ἄνθρωπος. Αὐτός εἶναι ὁ Καλός Σαμαρείτης. Ἐπειδή ἐμεῖς δέν μποροῦσαμε, περιπεσόντες εἰς τούς ληστάς, νά ἀνέβουμε ἄνω, Αὐτός κατέβη κάτω. Αὐτός ἐπλησίασε τήν ἡμιθανῆ ἀνθρωπότητα. Αὐτός εἶδε τόν περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς, ἡμιθανῆ, καί δέν ἀδιαφόρησε, δέν ἔφυγε, ἀλλά ἔσπευσε, ἀθόρυβα, ἐπλησίασε τήν τρεμοσβύνουσα λυχνίαν καί ἔρριψεν ἔλαιον, καί ἔδειξεν ἔλεος καί εὐσπλαγχνία, στήριξε στό σπασμένο καλάμι καί τοῦ ἔδωσε ζωή. Γονάτισε μπροστά στόν ἡμιθανῆ , περιπεσόντα εἰς τούς ληστάς ἀποστάτην ἄνθρωπον, ὄχι γιά νά τόν κρίνη, ἀλλά γιά νά τόν σώσῃ, ἐπλυνε καί ἐκαθάρισε τίς πληγές του μέ λάδι καί κρασί, ἔδεσε τά τραύματά του. Καί ἀφοῦ τόν ἀνέβασε στό ζῶον του καί τόν  πῆγε εἰς τό Πανδοχεῖον,  φρόντισε νά τοῦ δοθῇ κάθε βοήθεια.

Πανδοχεῖον, στήν παραβολή νοεῖται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Πανδοχεῖς εἶναι οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ Ἱερεῖς κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, οἱ ἔχοντες τό χρῖσμα τοῦ Πνεύματος, πού ἔχουν ὡς ἀποστολήν νά θεραπεύουν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. Καλός Σαμαρείτης, εἶναι ὁ ἐν σαρκί ἐληλυθώς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός καί μόνον Αὐτός μᾶς ἐπλησίασε καί μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, μέ τό πανάγιον αἷμα Του. Αὐτός μᾶς ὁδήγησε στήν Ἐκκλησία Του καί ἔδωκε στούς Πανδοχεῖς «δύο δυνάρια», τήν Παλαιάν καί τήν Καινήν Διαθήκην, καί τήν Ἐντολήν νά θεραπεύουν δωρεάν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ, κατά τό· «Δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε». Καί ἐτόνισε στόν καθε Πανδοχέα καί εἶπε: «ἐπιμελήθητι αὐτοῦ καί ὅ,τι ἄν προσδαπανήσῃς, ἐγώ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι».

Καί ἀμέσως μετά ὁ Κύριος ρώτησε τόν ἄμυαλο νομικό: Ποιός ἀπό αὐτούς τούς τρεῖς (τόν Ἱερέα, τόν Λευῒτην καί τόν Καλόν Σαμαρείτην) σοῦ φαίνεται ὅτι ἔγινε πλησίον εἰς ἐκεῖνον πού ἔπεσε εἰς τούς ληστάς; Ποιός ἐπετέλεσε τό καθῆκον πρός τόν  δυστυχῆ συνάνθρωπόν του, ποιός ἀγάπησε πράγματικά τόν ἐμπερίστατο ἀδελφό; Ποιός ἔκανε πρᾶξι τήν τέλεια ἀγάπη;
Καί ὁ ἄμυαλος καί ὐπερόπτης νομικός τότε εἶπε:
«Ὁ ποιήσας τό ἔλεος μετ’ αὐτοῦ».
Καί τότε ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦ εἶπε πρός τόν νομοδιδάσκαλον, λέγει δέ καί πρός τόν καθέναν ἀπό μᾶς: 


«ΠΟΡΕΥΟΥ  ΚΑΙ  ΣΥ  ΠΟΙΕΙ  ΟΜΟΙΩΣ».

Πανευτυχεῖς εἶναι ὅλοι, ὅσοι ἀκολουθοῦν τά ματωμένα Χνάρια τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος διῆλθε καί «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ», «ὑπολιμπάνων ἑαυτόν ἡμῖν ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ».

Καί εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε ὅλοι ὅτι «ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὀ Θεός ἐν αὐτῷ». Καί «μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ», σημαίνει νά περιπατῶ ἐν ἀγάπῃ , ὅπως ὁ Χριστός, νά δίδω γιά τόν πλησίον, τόν ἑαυτόν μου, προσφοράν καί θυσίαν στόν Θεόν, εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Σημαίνει νά ζῶ εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, νά ζῶ, καθώς πρέπει ἁγίοις. Νά ἀκολουθῶ τό Ἀρνίον ὅπου ἄν ὑπάγει. Νά ἀγαπῶ τόν θεόν καί τόν πλησίον ὡς σεαυτόν, μέ τήν ἀγάπην, μέ τήν ὁποίαν μᾶς ἀγάπησεν ὁ Χριστός, ὁ  Ὁποῖος ἐσταυρώθηκε, γιά χάρι μας, καί πάνω ἀπό τό Σταυρό Του μᾶς βροντοφώναξε καί εἶπε: «Νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως ἐγώ σᾶς ἀγάπησα, μέχρι Σταυροῦ καί θανάτου».

«Τόν  δι’ ἡμᾶς σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτόν γάρ κατεῖδε Μαρία ἐπί τοῦ ξύλου καί ἔλεγεν· Εἰ καί Σταυρόν ὑπομένεις, Σύ ὑπάρχεις ὁ Υἱός καί Θεός μου».


Καί πραγματικά ὁ σταυρωθείς καί ταφείς καί ἀναστάς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος καί ὁ  Θεός μας, ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη. Αὐτός, γιά νά μᾶς διδάξῃ τήν τέλεια ἀγάπη στόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται διά τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα, «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί Θεός-Πατήρ, τόν Υἱόν Του, καί ὡς ἄνθρωπον, αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β΄8-11).


Καί εἶναι ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν  τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾦ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12).

Ὀφείλουμε δέ οἱ πάντες νά κατανοήσουμε ὅτι μόνον Αὐτός ὁ Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου, εἶναι ὁ Μόνος πλησίον μας. καί ὅτι Αὐτός μόνος Πρῶτος μᾶς ἀγάπησε. Καί εἶναι καιρός νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στό Χριστό, νά ἐγκολπωθοῦμε τήν ἀγάπην Του καί νά τήν  κάνουμε «πρᾶξι». Ὅλοι  μᾶς ἔχουν ἐξαπατήσει καί μᾶς ἔχουν ἐγκαταλείψει. Μόνον ὁ Ἰησοῦς, «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός», Αὐτός μᾶς ἀπομένει. Αὐτός, ὁ γλυκύς καί πρᾷος Ἰησοῦς εἶναι ἡ ζωή μας καί ἡ εἰρήνη μας, ἡ μόνη μας καταφυγή, ἡ μόνη μας ἐλπίδα, τό Φρούριόν μας, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον. Αὐτόν ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», μέ τήν καρδιά μας, καί γιά χάρι Του, νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὅπως Αὐτός μᾶς ἀγάπησε, καί νά Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς ἀξιώσῃ νά μένωμεν ἐν τῇ ἀγάπῃ Του καί νά τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξολογοῦμε εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.






Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

«ΟΥΔΕΝ ΓΛΥΚΙΟΝ ΠΑΤΡΙΔΟΣ»




«Τίποτε δέν εἶναι πιο γλυκό ἀπ’ τήν Πατρίδα».


Αὐτός ὁ λόγος εἶναι βίωμα ὅλων τῶν Ἑλλήνων. Ἡ πατρίδα μας, ἡ Ἑλλάδα μας εἶναι ἡ Πατρίδα τῶν πατρίδων, ἡ κοιτίς τοῦ Πολιτισμοῦ. Ἡ Ἑλλάς μετέδωσε τό Φῶς σέ ὅλο τόν κόσμον. Ὁ Κικέρων λέγει ὅτι «ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος Σωκράτης», εἶναι «ὁ ἀληθής δημιουργός τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας. Εἶναι αὐτός πού κατέβασε τή φιλοσοφία ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ». Καί πολύ ὀρθῶς λέγεται ὅτι «ὁ Θεός  ἔδωκε τό Σωκράτη, γιά νά μᾶς ἀποτρέπῃ ἀπό τῆς Κακίας καί νά μᾶς προτρέπῃ εἰς τήν ἀρετήν».
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Γεννήσεώς μας μαθαίνουμε νά ἀγαπᾶμε τήν Πατρίδα μας καί τήν Ἀρετήν. Μαθαίνουμε ὅτι «τίποτε δέν ὑπάρχει πιο γλυκό ἀπό τήν Πατρίδα». Μαθαίνουμε ὅτι «ἀπό τή μητέρα καί ἀπό τόν πατέρα καί ἀπό ὅλους τούς ἄλλους προγόνους τιμιώτερόν ἐστιν ἡ Πατρίς καί σεμνότερον καί ἁγιώτερον καί σέ ἀνωτέραν θέσιν καί κατά τήν γνώμην τῶν θεῶν καί κατά τήν γνώμην τῶν φρονίμων ἀνθρώπων, καί ὅτι πρέπει νά σεβώμεθα καί περισσότερον νά ὑπακούωμεν καί νά θωπεύωμεν τήν πατρίδα...»(Πλάτ. ΚρίτωνXII,B).
Καί αὐτήν τήν ἀγάπη διδάσκουμε σέ ὅλη τήν οἰκουμένην. Καί, δυστυχῶς, σήμερα, στήν τρελλή, τήν
Σατανοκρατούμενη ἐποχή μας παρατηροῦμε τή διαστροφή καί τόν εὐτελισμό τῆς Πατρίδος, ἀπό πολλούς ἀπάτριδες, ἀνεγκέφαλους γραικύλους.
Στήν Ἀπολογία του( XVIII,29 ἑξ.)  ὁ Σωκράτης λέγει ὅτι «ὁ Θεός μέ ἔχει προσκολλήσει στήν Πόλιν, γιά νά σᾶς ἀφυπνίζω ἀπό τήν νάρκην καί νά σᾶς νουθετῶ καί νά σᾶς ἐπιπλήττω ἕνα ἕκαστον ἀδιαλείπτως καθ’ ὅλην ἡμέραν κολλῶν ἐπάνω σας πανταχοῦ. Τοιοῦτος λοιπόν ἄλλος δέν θά παρουσιασθῇ σέ σας εὐκόλως,...ἐκτός ἐάν ἴσως ὁ Θεός ἔστελλεν εἰς σᾶς ἄλλον τινά μετά τόν θάνατόν μου φροντίζων διά σᾶς». Ἐδῶ ὁ Σωκράτης προφητεύει τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Καί μολονότι ἦλθεν ὁ Χριστός καί ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, συνεχίζει νά ἐνεργῆται τό μυστήριον τῆς ἀνομίας καί ὁ ἄνομος καί οἱ δαιμονάνθρωποι, χωρίς ντροπή,  συνεχίζουν τό φθοροποιό τους ἔργο. 
Καί σήμερα ἀκομη στραγκαλίζεται τό δίκαιον καί Εὐτελίζονται οἱ Ἀξίες καί στήν εὐλογημένη μας Πατρίδα, ἀπό 'Εφιάλτες καί ΠήλιοΓούσιδες . Καί τό παράδοξον εἶναι ὅτι ἐμεῖς μπροστά στήν «Ὕβρι» καί τόν ἐμπαιγμό, παραμένουμε ἀπαθεῖς θεατές. Ποδοπατοῦνται «τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς Ρωμιοσύνης». Εὐτελίζονται τά ἰδανικά. Ἡ φιλοπατρία, γιά μια χούφτα ἄμυαλους, εἶναι ρατσισμός. Νομιμοποιοῦνται οἱ διαστροφές, ὡς ἰδιαιτερότητες. Ξεπουλοῦν τήν ἐδαφική μας ἀκεραιότητα, χωρίς ντροπή. Ἄνοιξαν τά σύνορά μας καί ἐπιτρέπουν νά εἰσβάλλουν στήν Πατρίδα μας λαθροεισβολεῖς, λαθρομετανάστες, μέ  ἔνδυμα προβάτου. Κρύπτονται τά φίδια τά φαρμακερά κάτω ἀπό τούς ὀλίγους  ξεριζωμένους καί δυστυχεῖς πρόσφυγες. Οἱ περισσότεροι εἰσβολεῖς εἶναι «γεννήματα ἐχιδνῶν», εἶναι καλοπληρωμένοι καί κατευθυνόμενοι ἀπό τίς σκοτεινές Δυνάμεις, ἐγκληματίες, «μαφιόζοι», μέ σκοπό νά ἀλλοιώσουν, νά νοθεύσουν τήν καθαρότητα τῆς φυλῆς μας καί στό τέλος νά μᾶς ἀφανίσουν, γιατί οἱ σκοταδιστές μισοῦν τό Φῶς. Φθονοῦν τό Ἑλληνικό Πολιτισμό καί τήν Ὀρθοδοξία καί προσπαθοῦν μεθοδικά καί δολίως νά μᾶς ἐξαφανίσουν. Καί οἱ Ἀρμόδιοι δέν θέλουν νά δοῦν τήν ἀλήθεια, ἐθελοτυφλοῦν, κάνουν πῶς δέν καταλαβαίνουν τίποτε.Καλύπτουν τούς κακοποιούς, Τί σημαίνει ἄραγε; Τί κρύπτεται κάτω ἀπό τήν κάλυψιν τῶν λαθροεισβολέων, σέ βάρος τῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν;
Ἐνεργοῦν ὡς προβοκάτορες, γιά νά ἐπιφέρουν σύγχυσι καί ταραχή, προκαλοῦν  ἀνατροπή τῆς ἡρεμίας καί τῆς ὁμαλότητας. Ἐξαπολύουν ἄμυαλους καί ἀναίσχυντους, νά ξεβρακώνονται στούς δρόμους καί νά καυχῶνται γιά τήν ξετσιπωσιά τους. Ἀσελγοῦν, καί μπροστά στό μνημεῖον τοῦ Ἀγνώστου Στρατιώτου, σάν τά σκυλιά. Προσπαθοῦν νά μᾶς γυρίσουν πίσω, στίς τρῶγλες καί τά σπήλαια καί τήν ὀπισθοδρόμησι τήν ἀποκαλοῦν πρόοδο. Αὐτή εἶναι κατάντια τῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος σήμερα, ὄχι μόνο σέ παγκόσμια Κλίμακα, ἀλλά, δυστυχῶς, καί στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν κοιτίδα τοῦ Πολιτισμοῦ, στήν Ἑλλάδα μας.


Ὁ Ὅμηρος μᾶς μεταφέρει τή λαχτάρα τοῦ Ὁδυσσέως, γιά τήν Πατρίδα, μέ σκοπό νά μᾶς ἀφυπνίσῃ, ὥστε πρίν νά εἶναι ἀργά, νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι «Οὐδέν γλύκιον Πατρίδος», καί λέγει: «Αὐτάρ Ὁδσσεύς ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρῴσκοντα ἧς γαίης νοῆσαι, θανέειν ἱμείρεται» (Ὁμήρου Ὁδύσ. Α΄ 57-59). Μᾶς διδάσκει τήν λαχτάρα, τήν ἀγάπη γιά τήν Πατρίδα καί μᾶς καλεῖ
νά σταθοῦμε ὄρθιοι μπροστά στή λαίλαπα τῶν ἄμυαλων, των ἀνεγκέφαλων Γραικύλων.


Καί εἶναι καιρός νά σταθοῦμε στά πόδια μας καί νά ὑπερασπισθοῦμε «τά ὅσια καί τά ἱερά μας».
Ἡ Πατρίδα μᾶς χρειάζεται. Εἶσαι ἕλληνας ; Μή σκύβῃς τό κεφάλι!  Σήκω ὄρθιος, καί ἀνάλαβε τίς εὐθύνες σου!

Εἶναι καιρός νά ἀντισταθοῦμε στό ξεπούλημα τῆς Πατρίδος μας. Νά φυλάξουμε βαθειά μεσ’ στήν καρδιά μας τήν ἀγάπη μας, γιά τήν Πατρίδα μας, τήν ἀθάνατη Ἑλλάδα καί πάνω ἀπό ὅλα, νά φυλάξουμε τήν Πίστι μας στό ΧΡΙΣΤΟ.
Νά μήν ἐπιτρέψουμε σέ κανέναν νά προσβάλῃ τήν ἐθνική μας ταυτότητα. Νά διαφυλάξουμε, ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, τήν ἱστορική συνείδησι, τή Γλῶσσα μας, τή γλώσσα, πού διάλεξεν ὁ Θεός νά γραφῇ τό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του, καί τά ἰδανικά τῆς Ρωμιοσύνης. Καί πάνω ἀπό ὅλα νά διαφυλάξουμε τήν ἐθνική μας κυριαρχία καί τήν ἐδαφική μας ἀκεραιότητα, ἀπό τούς λαθροεισβολεῖς, τζιχαντιστές καί ἄλλους, πού λυμαίνονται, μέ κάθε τρόπο, τά ἱερά καί αἱματωβαμένα Χώματά μας.


Ἐμπρός,  λοιπόν, «ἐγέρθητε. οἰ νωθεῖς, μή πάντοτε χαμερπεῖς». «Ἐπάρθητε καί ἄρθητε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως !»
Ἐμπρός, ἀδέλφια, ὅλοι μαζί ἑνωμένοι, μέ μιά ψυχή, μέ μιά καρδιά, νά δώσουμε τή μάχη,
γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστι τήν ἁγία,
καί γιά τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερία.
Ἐμπρός, λοιπόν, νά κλείσουμε καί νά φυλάξουμε βαθειά μέσα στήν καρδιά τό ΧΡΙΣΤΟ καί τήν ΕΛΛΑΔΑ! 



Καί νά μήν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι «αὕτη ἐστίν ἡ νίκη,
ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν»(Α΄Ἰωάν. ε΄4).
Ἡ Πίστις στό Χριστό καί στήν Ἑλλάδα εἶναι Φῶς, πού διαλύει τά σκοτάδια τοῦ κόσμου, εἶναι δύναμις πνευματικῆς καί ἁγίας ζωῆς, πού ἀντιτίθεται στή φαυλότητα τοῦ κόσμου.
Δέν πρέπει δέ ποτέ νά ξεχνᾶμε ὅτι νικητής, θριαμβευτής στόν κόσμο, δέν εἶναι ἄλλος , παρά ἐκεῖνος, πού πιστεύει ὅτι ὁ ΙΗΣΟΥΣ εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος (πρβλ. Α΄Ἰωάν. ε΄5).
Ὀφείλουμε δέ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀγαπᾶ δικαίους καί «βδελύσεται» τήν ἀδικίαν. Νά καταλάβουμε καλά ὅτι ὁ Θεός εἶναι μαζί μας, Φρούριόν μας, ὁ Θεός τῶν πατέρων μας. Καί «ὅτι γινώσκει Κύριος ὁδόν δικαίων καί ὁδός ἀσεβῶν ἀπολεῖται» (Ψαλμ. α΄6).
Ἀρκεῖ νά σταθοῦμε στίς ἐπάλξεις, ἕτοιμοι νά  ἀντισταθοῦμε στίς ἐπιβουλές τῶν δολίων, κρυφῶν καί φανερῶν, ἐχθρῶν τῆς Πίστεως καί τῆς Πατρίδος μας. Καί νά εἴμαστε σίγουροι ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ καί ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ, ἡ Ὑπέρμαχος στρατηγός τῆς Ἑλλάδος, θἆναι μαζί μας. Εἴθε ὁ Κύριος νά μᾶς ἀξιώσῃ νά σταθοῦμε εἰς ὕψος θείας ἀναβάσεως, ὑπερασπιζόμενοι «τά ὅσια καί τά ἱερά» τῆς Φυλῆς μας καί   δοξάζοντες τόν Λυτρωτήν καί Θεόν μας εἰς πάντας τούς αἰῶνας. Ἀμήν.