Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

«ΧΑΙΡΕ ΣΚΕΠΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΝΕΦΕΛΗΣ»


                       «Η ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ»

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ,ΣΚΕΠΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ

ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΗΜΩΝ.

 

«Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπό τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη σμύρναν και λίβανον ἀπό πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ;…

Τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεί ὄρθρος, καλή ὡς σελήνη, ἐκλεκτή ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τεταγμέναι;…Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη;…( Ἄσμ. ἀσμ. γ΄6. στ΄ 9. η΄ 5).

 


Εἶναι ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον, καί ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καί ἐπί τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα», ἡ τεκοῦσα  τόν Σωτῆρα και Λυτρωτήν τοῦ κόσμου, τόν Μεσσίαν, τόν Χριστόν. Εἶναι ἡ Θεοτόκος καί Μητέρα τοῦ Φωτός, «ἡ μόνη ἐν γυναιξίν εὐλογημένη καί καλή  ἡ «Μεγαλόχαρη», ἡ Ἁγνή, ἡ Κεχαριτωμένη. Εἷναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ μεγάλη Μητέρα ὅλων μας. Εἶναι ἡ, μετά Θεόν, προστασία, σκέπη καί βοήθεια  καί σωτηρία τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Εἶναι ἠ σκέπη τοῦ κόσμου ἡ πλατυτέρα νεφέλης, πού ἔρχεται γεμάτη στοργή καί μᾶς παραστέκει στο κάθε μας βῆμα. Ἄς τό ὁμολογήσει ὁ νέος Ἰσραήλ, ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ: ΑΝ ἡ Μεγαλόχαρη δέν μᾶς σκέπαζε μέ τή Χάρι της, σέ  ποιά ἀθλία κατάστασι θά βρισκώμαστε, σάν ἄτομα, σάν πρόσωπα, σάν ἔθνος; ΑΝ ἡ Παναγιά δέ  ἦταν στό πλευρό μας στίς κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς θά εἴχαμε καταποντισθῆ. ΑΝ ἡ  Μεγάλη Μητέρα μας δεν ἦταν μαζί μας, οἱ ἐχθροί μας, σάν ἄτομα και σάν Ἔθνος, θά μᾶς εἴχαν καταβροχθίσῃ, θα μᾶς εἶχαν καταπιῆ ζωντανούς. ΟΜΩΣ ἡ Παναγία Μητέρα μας εἶναι μαζί μας, μᾶς σκεπάζει μέ τή Χάρι της, στέκεται στό πλευρό μας, ἀκοίμητος φρουρός και προστάτις ἀήττητος. Ἔρχεται σάν τήν Αὐγή, καλή σάν τή Σελήνη, ἐκλεκτή, λάμπουσα σάν τον Ἥλιο, μεγαλειώδης, λαμπρά, προκαλοῦσα κατάπληξι, θαυμασμό, φόβο και δέος, σάν παρατεταγμένο στράτευμα. Ἔρχεται κοντά στο κάθε της παιδί. Μᾶς παραστέκει, μέ στοργή, καί μᾶς λυτρώνει ἀπ’ τούς κινδύνους. Καί ἔχει ἀσφαλῶς τή Χάρι καί τή Δύναμι νά ἀποδιώκῃ τό Κακό. Μᾶς σκεπάζει μέ τή Χάρι της, μέ τό Μαφόριόν της. Ἄς το ὁμολογήσει κάθε πιστός. Ἄς τό ὁμολογήσει ὁλόκληρον το Ἑλληνικόν Ἔθνος.

Πόσες φορές, ἀλήθεια, ἡ γλυκειά Παναγιά, ἡ μεγάλη Μητέρα, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, στάθηκε στό πλευρό τοῦ Ἔθνους μας;

Πόσες φορές μᾶς λύτρωσε ἀπό φοβερά δεινά;

Πόσες φορές , για ὅλους μας, ἔγινε ἡ καταφυγή, ἡ σκέπη, ἡ προστασία καί τό στερέωμα;

ΑΜΕΤΡΗΤΕΣ ΦΟΡΕΣ παραστάθηκες , Πανάμωμε, εὐλόγησες καί σκέπασες, μέ τή χάρι Σου, κάθε δίκαιό μας ἀγῶνα. «Σύ γάρ, οὐ μόνον ἐν παρῳχημέναις γενεαῖς, θαυμαστά και παράδοξα ἐν ἡμῖν εἰργάσω, ἀλλά καί νῦν ἡμᾶς, σκέπεις και ἰθύνεις, καί ἐπιδραμόντων ἀπήλλαξας ἐχθρῶν καί εὐφροσύνης ἔπλησας τάς ψυχάς ἡμῶν. Ὁμολογοῦμεν τοίνυν τήν χάριν, καί τῇ φωταυγεῖ σου Σκέπῃ προστρέχοντες, θερμῶς βοῶμεν· Ἄχρι τερμάτων αἰῶνος, σκέπε Παντάνασσα, τούς ἀνενδοιάστως ἐπιβοωμένους σου».



ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΗ εἶναι ἡ θαυμαστή παρουσία της καί στό Ἡρωϊκό Ἔπος τοῦ 1940. Σέ κείνη τή μεγάλη καί φοβερή δοκιμασία τοῦ Ἔθνους μας στάθηκε στο πλευρό μας ἡ Μαγαλόχαρη, ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Διότι ἐγνώριζε  ὅτι  ἄνομοι καί βάρβαροι λαοί, τυφλωμένοι ἀπό τό Πάθος καί  τή μανία τῆς φιλαρχίας καί τῆς παρανόμου κατεξουσιάσεως τῶν πάντων, θέλησαν νά προσβάλλουν τήν τιμήν καί τήν ἐλευθερία μας. Συμπαραστάθηκε στο Δίκαιο ἀγῶνα μας. Ποιός μπορεῖ νά λησμονήσῃ την Παρουσία της καί νά μή ἀποδώσῃ «τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια;».

Πολλοί ἀπό τούς ἀγωνιστάς τῆς ἐποποιῒας τοῦ 1940 εἶδαν ὁλοζώντανη  τήν Παναγιά νά τούς σκεπάζῃ μέ τή Χάρι της και ὁμολογοῦν πώς σώθηκαν χάρις στη θεία Σκέπη της.



«Στό μέτωπο σ’ ὅλη τή γραμμή, γράφει ὁ Ἄγγελος Τερζάκης, ἀπό τή γαλανή θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλά τίς παγωμένες Πρέσπες, ὁ Ἑλληνικός στρατός ἄρχισε νά βλέπει παντοῦ τό ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τίς νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, ἀλαφοπερπάτητη, μέ τήν καλύπτρα της ἀναριγμένη ἀπό τό κεφάλι στούς ὤμους. Τήν ἀναγνώρισε, τήν ἤξερε ἀπό τά παλιά, τοῦ την εἶχαν τραγουδίσει ὅταν ἦταν μωρό καί την ὀνειρευόταν στην κούνια.Ἦταν ἡ μάνα ἡ Μεγαλόχαρη στον πόνο και στη δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου Παναγιά, ἡ Ὑπέρμαχος τοῦ Ἔθνους Στρατηγός» .

Ἡ σκέπη τῆς Παναγίας μας ἐκφράζει τήν εὐσπλαγχνία καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τον νέον περιούσιον λαόν Του, γιά τό ἔνδοξον Ἕθνος μας.

Παραστάθηκε ἡ Παναγιά κι’ ἔγινε «τεῖχος ἀπροσμάχητον», κραταίωμα καί Σκέπη τῶν ἀγωνιστῶν μας, πού μάχονταν, ἀπεγνωσμένα, ἐναντίον τῆς Βίας καί τῆς Βαρβαρότητος, ἐκείνων, πού θέλησαν νά σαρώσουν κάθε  Ἰδανικό καί νά ποδοπατήσουν κάθε Ἀξία, σωρεύοντας στον κόσμο συμφορές, πίκρες, πόνο, θανάτους.

Καί ὁ Πανάγαθος Θεός δικαίωσε και τοῦτον τον ἀγῶνα μας, γιατί γνώριζε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν πάντοτε για την τιμήν και τη Λευτεριά τους, «ἡγησάμενοι κρεῖττον εἶναι μετ’ ἀρετῆς καί πενίας και φυγῆς ἐλευθερίαν, ἤ μετ’ ὀνείδους καί πλούτου δουλείαν τῆς Πατρίδος» (Λυσίου, Ἐπιτάφ.).

Βέβαια δέν ἔλειψαν καί τότε, κατά τήν Ἐποποιῒα τοῦ 1940, οἱ Οἰκογένειες τοῦ Ἐφιάλτη, τοῦ Πήλιου Γούση, τοῦ Ἰούδα και μερικές ἄλλες Οἰκογένειες ντροπῆς. Ἐκεῖνο ὅμως, πού μοῦ κάνει τρομερή ἐντύπωσι ὅτι ἐτοῦτα, τῆς προδοσίας, τά σκουλίκια, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι καί σήμερα ἀκόμη, χωρίς ντροπή καί χωρίς κουκούλες βέβαια, με ξεσκέπαστο το βρωμερό τους πρόσωπο καί μέ ξηρό, «λευκό» κολλάρο, καλοπερνοῦν, καί συνεχίζουν νά ἐμπορεύωνται «τά ὅσια καί τά ἱερά» τῆς ρωμιοσύνης καί νά ξεπουλοῦν στούς Ἰσχυρούς τῆς ἡμέρας ὄχι μόνον τήν Πατρίδα μας, τήν Πατρίδα τῶν πατρίδων, ἀλλά καί μάνα τους την ἴδια. Και ὄχι μόνον Ἐτοῦτοι, ἀλλά καί μερικοί ἄλλοι, σήμερα, νέοι καί γέροι, εὐτυχῶς λίγοι, ἀρνοῦνται τό ΧΡΙΣΤΟ, προδίδουν τήν ΠΑΤΡΙΔΑ, φιλοδοξοῦν νά ξεπεράσῃ ὁ ἕνας τόν ἄλλον στήν ξετσιπωσιά, τήν ἀναισχυντία, τήν ὑποκρισία και την προδοσία κάθε ἠθικῆς Ἀξίας, ἀγνώμονες πρός τόν ΘΕΟΝ καί τή ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ, τήν θείαν Σκέπην τοῦ Γένους μας. Καί εἶναι πολύ λυπηρόν καί αἰσχρόν τό φαινόμενον τῶν ὀλίγων αὐτῶν ἀχαρίστων…

Μονάχα στήν ἀνάγκη μας, «βοήθα Παναγιά μου» Κι’ ὅταν περάσῃ ὁ κίνδυνος… ὕβρεις καί βλασφημίες. Θεέ μου, τί ντροπή;…Λόγια καί ἔργα ἄπρεπα καί ἐξευτελισμός κάθ’ἀξιοπρεπείας. Λογάδες εἴμαστε ἄριστοι. Ἐκφωνοῦμε πανηγυρικούς, τρέχουμε στις παρελάσεις, ὀργανώνουμε γιορτές, ἐκμεταλευόμαστε κι’ αὐτούς ἀκόμη τούς Ἐθνομάρτυρες, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους,  γιά τή Λευτεριά, καί στήνουμε ἀγάλματα, για τά χειροκροτήμα, κυρίως γιά τίς μίζες… Ἔτσι εὐχαριστοῦμε τή Μεγαλόχαρη; Ἔτσι  τιμῶμεν την μνήμην τῶν Ἡρώων;

Ἡ ζωή μας, τά ἔργα μας, ἡ ἐν γένει συπεριφορά μας, ἀποδεικνύουν ὅτι εἴμαστε ἐμπαῖκτες, και χλευαστές τῆς Θείας Σκέπης, τῆς Μεγαλόχαρης καί τῆς μεγάλης θυσίας τῶν ἐνδόξων προγόνων μας.



Τό Χῶμα Ὁλοκλήρου τῆς Πατρίδος μας ἔγινε κοκκινόχωμα, ἀπό τό τιμημένο αἷμα τῶν προγόνων μας, πού χύθηκε, «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστι τήν ἁγίαν καί γιά τῆς Πατρίδος τήν ἐλευθερίαν».

Εἶναι καιρός νά συνειδητοποιήσουμε  ὅτι ἄν ὑπάρχουμε σήμερα ἐλεύθεροι, εἴμαστε ἐλεύθεροι χάρις στή Θεία Σκέπη τῆς Παναγίας και στις θυσίες τῶν πιστῶν προγόνων μας. Ἄν ἡ Μεγαλόχαρη δέν ἦταν μαζί μας καί  οἱ Ἀγωνιστές Πρόγονοί μας δέν πίστευαν στό Χριστό καί στή θεία Σκέπη θά μᾶς εἶχαν καταβροχθήσῃ οἱ κρυφοί καί φανεροί ἐχθροί μας. Εἶναι, λοιπόν, καιρός νά καταλάβουμε ὅτι ΟΦΕΙΛΟΜΕΝ νά προσφέρουμε ὕμνον Εὐχαριστίας στό Θεό καί τή Μεγαλόχαρη καί ἀπέραντο σεβασμό στή Μνήμην Ἐκείνων, πού θυσιάστηκαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστι τήν ἁγίαν καί γιά τῆς Πατρίδος την ἐλευθερίαν».

ΑΝΑΓΚΗ, λοιπόν, ὅσον ὁ Θεός, μᾶς χαρίζει μέρες, νά ζοῦμε, ἀντάξιοι τῶν προγόνων μας, μέ Πίστι Θεό καί ἀγάπη πρός την Πατρίδα, πού ὁ Θεός την ἀνέδειξε Πατρίδα τῶν πατρίδων και Φως τῆς Οἰκουμένης.

ΕΙΘΕ Ο ΠΑΓΑΘΟΣ ΘΕΟΣ ΝΑ ΜΑΣ ΑΞΙΩΣῌ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΜΕ ΒΑΘΕΙΑ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ὥστε νά μήν πικραίνουμε, ἀλλά νά χαροποιοῦμε τήν Παναγία Μητέρα μας! ΕΙΘΕ! ΕΙΘΕ!


«Τῆς Σκέπης σου Παρθένε, ἀνυμνοῦμεν τάς χάριτας, ἥν ὡς φωτοφόρον νεφέλην, ἐφαπλοῖς ὑπέρ ἔννοιαν, καί σκέπεις τόν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς. Σέ γάρ σκέπην καί προστάτιν καί βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντες σοι. Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ Σκέπη σου, δόξα τῇ πρός ἡμᾶς σου, προμηθείᾳ Ἄχραντε».  




Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ

Ο ΜΥΡΟΒΛΥΤΗΣ

 

Ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος, ὁ Μυροβλύτης γεννήθηκε περί το 280, στή Θεσσαλονίκη, ἐπί τοῦ Γαλερίου Μαξιμιανοῦ. Κατήγετο ἀπό ἀριστοκρατική Οἰκογένεια. Οἱ Μακεδόνες εὐσεβεῖς Χριστιανοί γονεῖς του, τόν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Ἀπό τήν τρυφερή του ἡλικία ὁ Δημήτριος, ἔλαβε χριστιανική διαπαιδαγώγησι καί διακρίθηκε, γιά τά ψυχικά και τά πνευματικά του χαρίσματα. Ἀπό νέος ἀκόμη ἀνῆλθε στά ἀνώτερα στρατιωτικά και πολιτικά ἀξιώματα. Κατετάγη στό Ρωμαϊκό στρατό, ὅπου νωρίς διακρίθηκε. Ὁ αὐτοκράτωρ Μαξιμιανός διεπίστωσε ὅτι ὁ Δημήτριος ἦταν μιά λαμπρή καί μεγάλη φυσιογνωμία, τόν ἀνύψωσε στή θέσι τοῦ Ἀνθυπάτου, τοῦ Διοικητοῦ, δηλαδή, τῆς Ἑλλάδος καί τόν περιέβαλε μέ τήν ἐπίσημη ὑπατική χλαμύδα.

Ὁ Δημήτριος ἦταν πιστός Χριστιανός καί διδάσκαλος τῆς ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Πίστεως. «Ἦταν χαρίεις τήν  μορφήν, ψυχήν δέ χαριέστερος· ἡδύς τό φθέγμα, τόν τρόπον ἡδύτερος· γλυκύς τόν λόγον, τό ἦθος δέ γλυκύτερος». Ἀνατραφείς δέ κατά Χριστόν σύντομα ἀνεδείχθη ἐξοχος διδάσκαλος, καί αὐτό τονίζεται ἰδιαιτέρως ἀπό τόν Ἅγιον  Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος διεκρίνετο καί γιά τήν πολυμάθειά του, κυρίως δέ διά τήν καθαρότητα τῆς καρδίας του. Ἐγνώρισε τόν Χριστόν, πίστευε και λάτρευε τόν Κύριον «ἐν πνεύματι και ἀληθείᾳ», ἀνεδείχθη δέ ἔξοχος Διδάσκαλος, πραγματικά σοφός. Το Χάρισμα τοῦ διδασκάλου τό ἔλαβε, ὡς καθαρός τῇ καρδίᾳ, ὁ Ἅγιος ἀπό τόν Μέγα Διδάσκαλον, ἀπό τον Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ἔδειξε ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον πρός τούς Νέους, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦτο καί ὁ ἅγιος Μάρτυς Νέστωρ.  Διδάσκει, λόγῳ καί ἔργῳ, τούς Νέους νά πιστεύουν στό Χριστό καί νά ἀπέχουν ἀπό τήν ψευδή πίστιν καί ἀπό τήν λατρείαν τῶν Εἰδώλων. Εἶναι ἄριστος Θεολόγος. Αὐτό φαίνεται καί ἀπό τήν περιγραφή, πού κάνει ὁ Δημήτριος Χρυσολορᾶς στό Διάλογο τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, μέ τόν Μαξιμιανό, «Περί ἀληθινοῦ Θεοῦ καί τῶν Εἰδώλων». Εἶναι «ὁ πρόμαχος ὁ κράτιστος πάσης τῆς Ἐκκλησίας», «ἀθλητῶν ἐγκαλώπισμα», «ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων», «νοσημάτων ἀλεξητήριον».   Διακρίνεται γιά τόν ἐνάρετο βίο του. Συνδυάζει κατά ἄριστον τρόπον τά λόγια, μέ τά ἔργα του. Διδάσκει τάς χριστιανικάς ἀρετάς ὄχι μόνον μέ τά λόγια, ἀλλά κυρίως μέ τή ζωή του. Εἶναι καθαρός τῇ καρδίᾳ, ἁγνός καί παρθένος, τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλα. Πρότυπον ἁγιότητος, γιά ὅλους μας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι ὁ Ἅγιος Δημήτριος εἶναι «τά πάντα σοφός και δίκαιος καί Ἀπόστολος καί παρθένος καί πάναγνος».

 Ἰσίδωρος Θεσσαλονίκης, σέ ὁμιλία του, καλοῦσε τούς μοναχούς νά μιμηθοῦν τίς μοναχικές ἀρετές πού «περί πλείονος ὁ Θεῖος ἄγει Δημήτριος». Ὁ Ἅγιος Δημήτριος προβάλλεται ὡς τό ἰδεῶδες τοῦ χριστιανικοῦ βίου. Ὁ Μεγαλομάρτυς, δέν ἔκρυβε τήν Πίστιν του στό Χριστό. Πραγματοποιοῦσε συγκεντρώσεις τῶν Χριστιανῶν εἰς τήν Χαλκευτικήν Στοά τῆς Θεσσαλονίκης, σέ ὑπόγειες Καμάρες, κοντά στό Δημόσιο Λουτρό. Πολλοί πίστευαν στό Χριστό καί μάλιστα Νέοι. Ὁ Διάβολος ἐφθόνησε τό ἔργον του και «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ σατανᾶ» Ἑβραῖοι καί εἰδωλολάτρες κατηγόρησαν τόν Δημήτριον εἰς τόν Αὐτοκράτορα καί συνελήφθη  καθ’ ὅν χρόνον ἐδίδασκε καί ὠδηγήθηκε  πρός τόν Μαξιμιανόν ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς Πίστεως. Καί ὡμολόγησε τήν Πίστιν του στό Χριστό: «Τῷ Χριστῷ μου πιστεύω μόνον».

Ὁ Μαξιμιανός τόν φυλάκισε στίς καμάρες τῶν Καμίνων τῶν δημοσίων Λουτρῶν. Ἡ φυλακή του κατακλύζεται ἀπό Νέους καί ὁ Ἅγιος τούς διδάσκει τό Εὐαγγέλιον καί τούς προετοιμάζει, γιά τόν ἀγῶνα, πού τούς περίμενε.

Αὐτή τήν περίοδο στή Θεσσαλονίκη, πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ  διωργανώθηκαν ἀγῶνες. Ἀνάμεσα στούς ἀθλητές ἦταν καί ἕνας γιγαντόσωμος  παλαιστής, ὁ Λυαῖος, πού ὁ αὐτοκράτωρ τόν τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Ἦταν βλάσφημος, ὑβριστής τοῦ Χριστοῦ, ἐπηρμένος καί κανείς δέν τολμοῦσε νά ἀναμετρηθῇ μαζί του. Ὁ Μαξιμιανός  στράφηκε πρός τούς Χριστιανούς. Ὁ Λυαῖος βρίζοντας χυδαία τό Θεό ἀναζητοῦσε ἀντίπαλο. Τότε ὁ Νέστωρ  ζήτησε ἀπό τό διδάσκαλό Του νά προσευχηθῇ γι’ αὐτόν: «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ θέλω νά πολεμήσω μέ τόν Λυαῖον, παρεκάλεσε τόν Κύριον, για μένα». Ὁ Ἅγιος Δημήτριος τότε ἐσφράγισε τό μέτωπόν του καί τοῦ εἶπε: «Καί τόν Λυαῖον θά νικήσῃς καί γιά τόν Χριστόν θά μαρτυρήσῃς».


Μέ τίς Εὐχές τοῦ Δημητρίου ὁ Νέστωρ «καθεῖλε χάριτι θείᾳ τοῦ Λυαίου τήν ὀφρύν καί τήν ἔπαρσιν, καί τό ἵπειον θράσσος». Μέ τή θεία χάρι  καί τή δύναμι τοῦ Σταυροῦ πολέμησε ὁ Νέστωρ, νίκησε δέ καί θανάτωσε τόν  Λυαῖον,

πρᾶγμα τό ὁποῖον ἐπίκρανε καί κατήσχυνε τόν Μαξιμιανόν, ὁ ὁποῖος ἀπέδωσε τήν ἧττα τοῦ Λυαίου, ἀπό τόν Νέστορα,  στόν ἅγιον Δημήτριον. Καί ἀφοῦ ὑπέβαλε τόν Ἅγιον σέ φρικτά μαρτύρια, διέταξε νά πληγῇ  μέ λόγχες καί ἔτσι παρέδωκε τήν ψυχήν του στόν Κύριο. Μετά τό μαρτύριόν του ἐρρίφθη εἰς Φρέαρ· «Τῷ δε προκειμένῳ ῥιφθείς φρέατι ἐς δεῦρο τάς ἀκενώτους τῶν μύρων ἀναβλύζει πηγάς».

Τό Μαρτύριόν του χαρακτηρίζεται «Χριστομίμητον». Οἱ φιλόθεοι Χριστιανοί παρέλαβον τό «θεοειδέστατον καί λαμπρότατον σῶμα» τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί τό ἔθαψαν φιλοθέως εἰς τόν τόπον τοῦ Μαρτυρίου. Ὁ Τάφος του μετεβλήθη εἰς φρέαρ βαθύ, ἀπό τό ὁποῖον ἀνέβλυζε μύρον, ἐξ οὗ καί ἀπεκλήθη «Μυροβλύτης». Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὑπῆρξε,  γιά ὅλους τούς Χριστιανούς : «χορηγός ἀγαθῶν», «παντοίων ἰατρός νοσημάτων», «σίτος», «ἥλιος, οὐρανός, θάλασσα». Εἶναι ὁ «σύν Θεῷ» καί «μετά Θεόν, προμηθεύς, χορηγός, εὐεργέτης». Ἐξυμνεῖται δικαίως «ὡς ἀθλοφόρος καί ἀθλητῶν ἀκρότης, σημαιοφόρος ἐμπρέπων μαρτυρικαῖς καλλοναῖς, στρατιώτης φαιδρός τοῦ Χριστοῦ καί τρισαριστεύς μεγαλόδοξος, στρατιώτης τῆς ἀληθείας καί ἀήττητος».

Γιά τήν πατρίδα του, τή Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε καί ὑπάρχει «ὁ μόνος ἀκριβής φρουρός», «ὁ φύλαξ ἄϋπνος», «ὁ Πύργος Θεσσαλονίκης ὁ ἀπόρθητος». Εἷναι προστάτης ὅλων τῶν πιστῶν. Εἶναι δέ «Φιλόπολις,  φιλόπατρις, σωσίπολις καί σωσίπατρις». Εἷναι πρότυπον Ἁγίας ζωῆς γιά ὅλους μας. Εἴθε ὁ Κύριος, διά τῶν πρεσβειῶν του νά μᾶς ἀξιώσῃ νά μιμηθοῦμε τήν Ἁγίαν του ζωήν καί νά εἰσέλθουμε εἰς  την Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, εἰς τήν ἀδιατάρακτον διά Θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν, Ὑμνοῦντες καί Εὐλογοῦντες τόν Θεόν. ΑΜΗΝ.



«Πυρός ἐνεργέστερον, τό μύρον σου Δημήτριε, πᾶσαν διατρέχον Ἐκκλησίαν, βλύζει,  πηγάζει, ζεῖ τε καί δρᾷ μυστικῶς, τοῖς πίστει προστρέχουσιν αὐτῷ, φλέγον τά νοσήματα, καί διῶκον τούς δαίμονας».


 Ἅγιε μεγαλομάρτυς Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἠμῶν». Αμήν.


 

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

« Ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ» (Ἀποκ. στ΄ 2).



«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι

τόν σπόρον αὐτοῦ»(Λουκ. η΄ 5).

 

ρριξε σπλαγχνικό τό βλέμμα Του στή γῆ ὁ Πανάγαθος καί Φιλάνθρωπος Θεός, καί εἶδε τήν κατάντια μας. Διεπίστωσεν ὁ Κύριος, ὅτι, ἐξ αἰτίας τῆς ἀπομακρύνσεως μας ἀπό κοντά Του, μακρυά   ἀπό τήν Πηγή τῆς ζωῆς, φθάσαμε στην ἔσχατη ἐξαθλίωσι, και ἀποφάσισε νά μᾶς λυτρώσῃ ἀπό τά ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας, ἀπό τήν Ὀδύνη, τόν πόνο καί τό Θάνατο. «Τόσο πολύ μᾶς ἀγάπησε, ὥστε τόν Υἱόν Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄15,16).

Μέ σκοπόν, λοιπόν, τή σωτηρία μας, «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν»(Ἰωάν. α΄ 14), καί ἔγινε καί εἶναι Τύπος καί Ὑπογραμμός ὑπακοῆς στόν Πατέρα, «ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 21), καί «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».

Ὡς Παντοδύναμος «δύναται καί πάντας ἠναγκασμένως πορεύεσθαι, οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. «Θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»(Α΄ Τιμόθ.  β΄4).Καί καλεῖ κοντά Του ὅλους τούς ἀνθρώπους: «Δεῦτε πρός με πάντες…»(Ματθ.ια΄28), ἀλλά δεν μᾶς ἐξαναγκάζει. Μᾶς καλεῖ νά ἔλθουμε κοντά Του, μέ τή θέλησί μας. «Ὅστις θέλει…»(Μάρκ. η΄34), «Ἐάν τις διψᾷ» (Ἰωάν. ζ΄37). 



Εἰς τήν παραβολήν τοῦ Σπορέως (Λουκ. η΄ 4-18),ὁ Κύριος μᾶς ἀποκαλύπτει τή θεϊκή Του συγκατάβασι: «Ἑξῆλθεν, λέγει, ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ». Ἀφήνει το Θεϊκό του θρόνο καί ἔρχεται κοντά μας καί σπέρνει στην καρδιά μας τόν ζωοποιό Του λόγο. Σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ, ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ»(Ἰωάν. στ΄33). «Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς»(Ἰωάν. στ΄35, 41). Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σπορεύς, καί ὁ σπόρος, ὁ θεϊκός Του λόγος, εἶναι πραγματικά τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία. Χωράφι εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Στην παραβολή ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος ὅτι ὑπάρχουν τέσσερα εἴδη γῆς: α)Ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στήν πεπατημένη γῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους, εἶναι ὁ δρόμος πλησίον τοῦ χωραφιοῦ καί ὁ σπόρος, πού ἔπεσε ἐκεῖ κατεπατήθη ἀπό τούς διαβάτες, καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό. β) Ἕνα ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ πετρώδη γῆν καί ἐπειδή δέν εἶχε ὑγρασίαν ἐφύτρωσε και ἀμέσως ξεράθηκε.

γ)Ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ γῆ γεμάτη μέ σπόρους ἀγκαθιῶν, μαζί δέ μέ τόν καλόν σπόρον, ἐβλάστησαν καί τά ἀγκάθια καί ἔπνιξαν τελείως τόν σπόρον, δέν μπόρεσε νά καρποφορήσῃ. Καί δ) Ἕνα ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε εἰς τήν γῆν τήν ἀγαθήν, τήν εὔφορον γῆν, ἐφύτρωσε δέ καί ἐκαρποφόρησε καρπόν ἑκατονταπλασίονα. 

Οἱ Μαθηταί δέν κατάλαβαν τό βαθύτερο νόημα τῆς Παραβολῆς καί ὁ Κύριος ἀμέσως ἐξήγησε τήν παραβολή καί τούς εἶπε: Σπόρος εἶναι ὀ λόγος τοῦ Θεοῦ και γῆ εἶναι οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Μέ ἄγονη, μέ πεπατημένη γῆ ὁμοιάζουν οἱ ἄνθρωποι, πού ἔχουν ψυχή σκληρή, πωρωμένη, καί δεν εἰσχωρεῖ σ’ αὐτούς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ὁ διάβολος καί παίρνει τό θεῖο λόγο ἀπό τίς καρδιές τους. Δεν μετανοοῦν, δεν  δέχονται τό λόγο τοῦ Θεοῦ, με λυσσώδη μανία μένουν κατάκοιτοι στή χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου. Δέν σώζονται.

Μέ πετρώδη γῆ ὁμοιάζουν οἱ ἄνθρωποι, πού ἀκοῦνε τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν δέχονται μέ χαρά, ἀλλά δεν ἔχουν βαθειά, θερμή Πίστι. Πιστεύουν, ἀλλά στόν πρῶτο πειρασμό, στήν πρώτη δυσκολία ἤ διωγμό, ἀρνοῦνται τόν Κύριο, ξεχνοῦν τόν Θεόν καί τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του καί, χωρίς καθόλου ντροπή, βροντοφωνάζουν: «ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο βασιλιᾶ, παρά τόν Καίσαρα» και Σταυρώνουν το Χριστό. Μέ γῆ γεμάτη ἀγκάθια, ὁμοιάζουν οἱ ἄνθρωποι, πού ἀκοῦνε τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί κατά κάποιον τρόπον συμμορφώνωνται πρός τή διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, ἔχουν ὅμως μέσα τους τά ἀγκάθια τῆς φιλοπλουτίας, πνίγονται ἀπό τήν ἀγχώδη βιοτική μέριμνα, γιά τήν ἀπόκτησι περισσοτέρων ἀγαθῶν, γιά τόν ἑαυτόν τους στή γῆ, κυριεύονται ἀπό τά βρωμερά τους πάθη, ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς καί δέν ἐφαρμόζουν στή ζωή τους τίς πανάγιες ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί μένουν  ἄκαρποι. Και «πᾶν δένδρον μή ποιοῦν καρπόν καλόν ἐκκόπτεται και εἰς πῦρ βάλλεται»(Ματθ.γ΄10). Μένουν ἔξω ἀπό τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ.

Μέ γῆ ἀγαθή, εὔφορη, ὁμοιάζουν οἱ ἀνθρωποι, πού ἔχουν προθυμία, πού ἔχουν καλή διάθεσι, ἀγαθήν προαίρεσιν. Ἀκοῦνε μέ προσοχήν τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τόν φυλάσσουν βαθειά, μέσα στήν καρδιά τους καί, ἐν μέσῳ πειρασμῶν, διωγμῶν καί θλίψεων,  καρποφοροῦν ἐν ὑπομονῇ  καρπόν ἑκατονταπλασίονα. Καρποφοροῦν τούς καρπούς τοῦ πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια»(Γαλάτ. ε΄22).

Καί ἐδῶ γεννᾶται τό ἐρώτημα. Πῶς σπέρνει τό σπόρο, τόν παντοδύναμο καί ζωοποιό Του λόγο στους ἀνθρώπους αὐτούς, ἐνῶ προγνωρίζει, ὁ Καρδιογνώστης, ὅτι οἱ ἄνθρωποι πού ὁμοιάζουν μέ τήν πεπατημένη ὁδό, μέ τήν πετρώδη γῆ, καί μέ τή γῆ, πού εἶναι γεμάτη ἀγκάθια, δέν πρόκειται νά καρποφορήσουν;

Εἶναι πασίδηλον ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἄπειρη ἀγάπη καί θέλει τήν σωτηρίαν ὁ Πανάγαθος Θεός, ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο ἐπισκέπτεται, μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη,  ὅλους τούς ἀνθρώπους καί λέγει: «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλά ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν» (Ματθ.θ΄13). Ἐπισκέπτεται καί καλεῖ κοντά Του ὅλους ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς. Δεν μᾶς ἐξαναγκάζει. Προγνωρίζει τήν ἀμετανοησία μας ἀλλά, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ἐπισκέπτεται καί ἐκείνους, τούς πωρωμένους καί ἀμετανοήτους καί τούς δίδει ἀκόμη μιά εὐκαιρία νά μετανοήσουν, ἄν θέλουν, καί νά σωθοῦν. Γίνεται μεγάλη χαρά στόν οὐρανό, γιά κάθε ψυχή, πού μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει στήν Πατρική Ἑστία. Γι' αὐτό καί ὁ Χριστός ἵσταται ἐπί τήν Θύραν τῆς ψυχῆς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί  κρούει. 

«Ἰδού  ἕστηκα ἐπί τήν θύραν και κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ και αὐτός μετ’ ἐμοῦ»(Ἀποκ. γ΄20).

Ἑξέρχεται, συγκαταβαίνει, ἐπισκέπτεται καί σπέρνει στις καρδιές μας τό σπόρο, τόν ζωοποιόν Του λόγο, τόν οὐράνιον ἄρτον, καί «ὁ ἔχων ὤτα ἀκούειν ἀκουέτω»(Λουκ. η΄ 8). Κανείς δέν ἐξαναγκάζεται. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, ἄν θέλει, νά ἀνοίξῃ τήν καρδιά του στό Χριστό, νά ἐγκολπωθῇ τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του καί νά τό κάνῃ «Πρᾶξι» στήν καθημερινή του ζωή. Κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά διαλέξῃ καί νά καθαρίσῃ τήν ψυχή του ἀπό κάθε ὑλική καί ἀκάθαρτη ἡδονή, νά διώξῃ τά ἀγκάθια καί τά βρωμερά του πάθη, να καταστήσῃ την ψυχή του γῆ καλή, ἀγαθή, εὔφορη, νά δεχθῇ το σπόρο,  τό λόγο τοῦ Θεοῦ, καί ἑνωμένος μέ τόν Χριστόν νά φέρῃ καρπόν πολύν, νά καρποφορήσῃ καρπόν ἑκατονταπλασίονα, «ἐπιτελῶν ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ»(Β΄ Κορινθ. ζ΄ 1). 

Ὁ Κάθε ἄνθρωπος, ἄν θέλῃ, μπορεῖ να γίνῃ δένδρον καρποφόρον καί ἀειθαλές καί νά ἀποδίδῃ τούς καρπούς αὐτοῦ στόν κατάλληλο καιρό. Ο ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ἐδῶ κοντά μας καί εὐλογεῖ κάθε μας ἀγαθή προσπάθεια καί εἶναι πλέον ἤ βέβαιον ὅτι, ἐν Χριστῷ, θά νικήσουμε στήν πάλη μας,  μέ τόν κακόν μας ἑαυτόν, μέ τόν κόσμον καί μέ τόν Διάβολο, διότι ἔχουμε μαζί μας τόν Χριστόν, ὁ  Ὁποῖος «ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ». Αὐτός εἶναι ὁ αἰώνιος Νικητής, ὁ Αἰώνιος Θριαμβευτής, καί εἶναι μαζί μας. Καί εἶναι καιρός νά δεχθοῦμε τόν Χριστόν καί τόν ζωοποιόν Του λόγον καί νά παρακαλέσουμε τόν Κύριον να Βασιλεύσῃ στήν καρδιά μας, καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν ὑμνοῦμεν καί νά Τόν δοξάζουμε, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, διότι Σ’Αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.




Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

ΔΟΞΑ Τῼ ΘΕῼ !


«ΟΤΙ ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ Ο ΘΕΟΣ

ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΑΥΤΟΥ (Λουκ. ζ΄ 11-17). 

Ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ Χριστός, δέν θά εἴχαμε λόγον ὑπάρξεως. Χωρίς Αὐτόν ἡ ζωή μας θά ἦταν «κενή», ἄδεια, ἀνούσια, χωρίς  νόημα, χωρίς περιεχόμενο, χωρίς σκοπό. Ἡ ζωή μας θά ἦταν ΚΟΛΑΣΙΣ. Ὅμως ὑπάρχει ὁ Χριστός καί εἶναι μαζί μας καί νοηματίζει τή ζωή μας.

«Ἄν δέν ἦταν μαζί μας ὁ Χριστός… ἄς τό ὁμολογήσῃ ὁ πιστός λαός τοῦ Θεοῦ, ἄν ὁ Κύριος δέν ἦταν μαζί μας, προστάτης καί ὑπερασπιστής μας, θά μᾶς εἶχαν καταβρωχθήσει, θά μᾶς κατάπιναν ζωντανούς οἱ ἐχθροί μας, δαίμονες καί δαιμονάνθρωποι. Χείμαρρον διῆλθε καί διέρχεται ἡ ψυχή μας. Σάν  ὁρμητικός Χείμαρρος, ὁ κατακλυσμός μίσους, παραφορᾶς καί παραφροσύνης τῶν ἐχθρῶν μας, θά μᾶς κατεπόντιζε καί θά μᾶς ἀπέπνιγε, ἄν ὁ Κύριος δέν ἦταν μαζί μας. Ἀλλά ὁ Κύριος εἶναι καί παραμένει μαζί μας, σκέπη, καταφυγή καί στερέωμα. Αὐτός μᾶς λυτρώνει ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ βοήθεια ἡμῶν ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ ποιήσαντος τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (παρβλ. Ψαλμ. 123, 1-8). Ὁ Κύριος ἐγγύς.


Ὁ Χριστός εἶναι μαζί μας. Μᾶς παραστέκει στό κάθε μας βῆμα. Μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς στηρίζει.



Ο Χριστός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἀνθρωπο, πού ἔρχεται στόν κόσμο(Ἰωάν. α΄ 9).Ὁ Χριστός εἶναι «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο»(Ἰωάν. α΄3). Ὁ Χριστός εἶναι «Ὁδός καί ἡ Ἀλήθεια, ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή, τό Φῶς καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου· καί Οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι’ Αὐτοῦ» (Ἰωάν.ιδ΄6). Αὐτός εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς καί τοῦ Θανάτου. Εἶναι ἡ ἄπειρη Ἀγάπη, πού ἐνσαρκώνεται καί ἔρχεται κοντά μας, σπογγίζει τά δάκρυά μας, ἁπαλύνει τόν πόνον μας, θεραπεύει τά  τραύματά μας, μᾶς καθαρίζει μέ τό Αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας, καί «νεκρούς ὄντας τῇ ἁμαρτίᾳ», μᾶς ἀνασταίνει καί μᾶς καθιστᾳ βασιλεῖς καί ἱερεῖς τῷ Θεῷ καί Πατρί Αὐτοῦ»(Ἀποκ. α΄5-6).Ὁ Χριστός ἔρχεται κοντά μας, λαμβάνει δούλου μορφήν καί μᾶς βεβαιώνει ὅτι μόνον «Αὐτός εἶναι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ ζωή» καί «ἐπειδή  ἐμεῑς  ἔχουμε σάρκα καί αἷμα, διά τοῦτο καί αὐτός, κατά παρόμοιον τρόπον, ἔγινε μέτοχος τῶν ἰδίων, «σάρξ ἐγένετο», καί ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς, γιά νά καταργήσῃ διά τοῦ θανάτου, ἐκεῖνον πού ἔχει τήν δύναμιν τοῦ θανάτου, δηλαδή τόν διάβολον καί νά μᾶς ἀπαλλάξῃ, νά μᾶς ἐλευθερώσῃ ἀπό τό φόβο τοῦ θανάτου, στόν ὁποῖον εἴμαστε ὑποδουλωμένοι σέ ὅλη μας τή ζωή»(Ἑβρ. β΄14-15). Γίνεται ὅμοιος μέ μᾶς, χωρίς τήν ἁμαρτίαν, γιά  μᾶς, γιά τήν ἐξιλέωσιν καί συγχώρησιν τοῦ λαοῦ.

Τώρα πιά γιά τούς πιστούς στό Χριστό, δέν ὑπάρχει θάνατος, ὑπάρχει ζωή. Δέν ὑπάρχουν νεκροί, ὑπάρχουν κεκοιμημένοι. Δέν ὑπάρχουν νεκροταφεῖα, ἀλλά κοιμητήρια.

Ἔρχεται κοντά μας ὁ Χριστός, τό Ἀρνίον, καί μᾶς ὁδηγεῖ ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων, καί ἐξαλείφει ὁ Θεός πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν»(παρβλ. Ἀποκ. ζ΄ 17). Μᾶς ερὐσπλαγχνίζεται. Ἔρχεται κοντά μας ὁ Χριστός, ὅπου κι’ ἄν βρισκώμαστε, ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ,τι κι’ ἄν κάνουμε καί μᾶς ἀνασύρει ἀπό τήν «ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ. Μᾶς ἐπισκέπτεται ὁ Χριστός. Καί στό ὄνομά Του, «τυφλοί ἀναβλέπουσι, καί χωλοί περιπατοῦσι,  λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄5).

Ἔρχεται κοντά μας ὁ Χριστός, ἡ Ἀνάστασις καί ἠ ζωή, ὁ ἄρτος τῆς Ζωῆς, ὁ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ζωήν διδούς τῷ κόσμῳ»   (Ἰωάν. στ΄33 ἑξ.). Ὅπου βασιλεύει ὁ Χριστός, ἐκεῖ δέν  ὑπάρχουν δάκρυα, πόνος, λύπη καί στεναγμοί, ἀλλά ὑπάρχει χαρά καί ζωή ἀτελεύτητος. Καί ἡ ἀνάστασις τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναῒν εἶναι ἀκόμη μιά διαβεβαίωσις ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὄντως ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή. ΔΟΞΑ Τῼ ΘΕῼ.  Ὄχι μόνον ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΑΥΤΟΥ, ἀλλά  καί ὅτι  «ὁ Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ Αὐτός και εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄8), ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΤΑΙ τόν λαόν Αὐτοῦ, καί τόν καθένα μας χωριστά. Καί ὅπως ἐπλησίασε τήν πονεμένη Χήρα τῆς Ναῒν, γλυκοψιθυρίζοντάς της: «Μή κλαῖε» καί ἀνέστησε τό μονάκριβό της Γιό, ἔτσι ἀκριβῶς, μέ τήν ἴδια τρυφερότητα καί ἀγάπη, πλησιάζει ὅλους μας καί διώχνει μέσ’ ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας κάθε στεναχώρια, ἀρκεῖ νά Τόν δεχθοῦμε, νά πιστέψουμε στό ὄνομά Του  καί νά Τοῦ ἀνοίξουμε τήν  καρδιά μας, νά βασιλεύσῃ ἐντός μας ὁ Χριστός καί νά γίνῃ ἡ ψυχή καί ἡ ζωή μας Παράδεισος. Ἀρκεῖ να πιστέψουμε ὅτι Αὐτός καί μόνον Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προσωπικός μας Σωτῆρας καί Λυτρωτής τοῦ Σύμπαντος κόσμου καί νά δοξάσουμε τόν Θεόν, ὁ Ὁποῖος ἐπεσκέψατο καί ἐπισκέπτεται τόν λαόν Αὐτοῦ. Καί εἶναι καιρός νά ξεφύγουμε ἀπό τήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς καί  νά εἰσέλθουμε στῆς Ὀμορφιᾶς τή σφαίρα, νά εἰσέλθουμε στή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Ἑστίας, λατρεύοντες τόν Κύριον τῆς δόξης, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί νά παρακαλέσουμε τόν Κύριον, νά μᾶς ἀξιώσῃ, ἀσιγήτως, νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τόν δοξάζουμε, διότι Σ’ Αὐτόν καί μόνον Σ’Αὐτόν, σύν τῷ Πατρί καί τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.

 


Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

ΕΓΓΙΖΕΙ ΜΟΙ Ο ΛΑΟΣ ΟΥΤΟΣ Τῼ ΣΤΟΜΑΤΙ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΧΕΙΛΕΣΙ ΜΕ ΤΙΜᾼ,


Η ΔΕ ΚΑΡΔΙΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΡΡΩ ΑΠΕΧΕΙ ΑΠ’

ΕΜΟΥ»(Ἡσ. κθ΄13. Ματθ. ιε΄ 8).

 

Πικρή δαπίστωσις. Ὀδυνηρή. Ὁ Πανάγαθος καί Παντοδύναμος Δημιουργός τοῦ Σύμπαντος, ὁ Πάντων Ἐπέκεινα καί Πανταχοῦ Παρών, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, μᾶς τιμᾷ μέ τό «κατ’εἰκόνα», μᾶς χαρίζει θεία χαρίσματα, τόν νοῦν, γιά  νά  διακρίνουμε τό Καλόν ἀπό τό Κακόν, καί  ἐλευθερίαν Βουλήσεως καί δέν μᾶς ἐγκαταλείπει ποτέ. Μᾶς καθοδηγεῖ, μέ τόν πανάγιον Νόμον Του, εἰς τόν δρόμον τῆς ὄντως ζωῆς. Μᾶς χαρίζει τήν πνοήν, τήν ζωήν καί τά πάντα. Μᾶς παραστέκει στό κάθε μας βῆμα, σάν στοργικός Πατέρας. Ἄπειρες εἶναι οἱ φανερές καί ἀφανεῖς, εὐεργεσίες Του. «Ἀνατέλλει τόν ἥλιον αὐτοῦ ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» ( Ματθ.ε΄45). «Αὐτῷ μέλει περί ἡμῶν»(Α΄ Πέτρ. ε΄7). Ἐνδιαφέρεται καί εἶναι ὁ μόνος, πού φροντίζει, γιά μᾶς. Μᾶς κυνηγάει μέ τό ἔλεός Του (Ψαλμ. 22,6).Καί ὄχι μόνον, ἀλλά τόσο πολύ μᾶς ἀγαπᾷ, ἐνῷ δέν τό ἀξίζουμε, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ΄15,16).

Κι’ ἐμεῖς;…Ἄν ὄχι ὅλοι, οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς, ὄχι μόνον δέν Τόν εὐγνωμονοῦμε, γιά τίς ἄπειρες πρός ἡμᾶς εὐεργεσίες Του, ἀλλά Τόν ἀρνούμαστε, Τόν βλασφημοῦμε, μέ τά λόγια μας καί μέ τήν προβληματική συμπεριφορά μας, καί καθημερινά Σταυρώνουμε τόν Χριστόν εἰς τό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του. Καί τό ἄκρον ἄωτον τῆς ἀχαριστίας μας φαίνεται στήν ὑποκριτική, τήν ψεύτικη λατρεία μας.

Ὁ Κύριος ὅταν ἐρωτᾷ, μετά τή θεραπεία τῶν λεπρῶν(Λουκ.17,11-19) καί λέγει: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;»(Λουκ. ιζ΄ 17-18), δέν παραπονεῖται, γιατί δέν Τόν εὐχαρίστησαν, ἀλλά χαρακτηρίζει τήν σατανική ἐμμονή τους στό βρωμερό Πάθος τῆς ἀχαριστίας, παραπονεῖται γιά τήν πώρωσι τῶν ἀνθρώπων καί τήν ὑποκρισία τους. Πικραίνεται ὁ Κύριος, γιά τήν ἀθλιότητά μας, διότι παρόλην τήν ἀγάπη Του, δέν Τον πλησιάζουμε μέ τήν καρδιά μας, ἀλλά  ὑποκριτικάκαί μέ τά χείλη μόνονΠηγαίνοντας «ὁ γλυκύς και πρᾷος Ἰησοῦς» στό σπίτι τοῦ Ἰαείρου (Λουκ. η΄ 40-56), γιά νά ἀναστήσῃ τήν κόρη τοῦ ἀρχισυναγώγου, τόν ἀκολουθοῦσαν πολλοί καί Τόν συνέθλιβον, «οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν». Τόν ἀκολούθησε καί μιά φτωχή ἄρρωστη γυναῖκα, «γυνή οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπό ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τον βίον αὐτῆς, δέν μπόρεσε νά θεραπευθῇ ἀπό κανένα. Αὐτή, πιστή καί ταπεινή, εἶχε βαθειά συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός της  καί δέν τόλμησε νά τόν ἀτενίσῃ εἰς τό πρόσωπον, ἀλλά μέ θερμή πίστι στή  Θεότητά Του, στή δύναμι καί τή Χάρι Του, ἀφοῦ  ἐπλησίασε ἀπό πίσω τόν Ἰησοῦν, «λέγουσα ἐν ἑαυτῇ, ἐάν μόνον ἅψομαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι» (Ματθ.θ΄20-21), «ἐλθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καί παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς»(Λουκ. η΄ 44).Θεραπεύθηκε ἀμέσως. Και τότε εἶπεν ὁ Ἰησοῦς: «Τίς ὁ ἁψάμενός μου;»

Ἀρνουμένων δέ πάντων, εἶπεν ὁ Πέτρος καί οἱ σύν αὐτῷ: «Ἐπιστάτα, Διδάσκαλε, τά πλήθη τοῦ λαοῦ Σέ περιεκύκλωσαν καί  Σέ σινθλίβουν, Σέ πιέζουν, Σέ συμπνίγουν· καί Σύ λέγεις· Ποιός μέ ἥγγισεὉ Κύριος ὅμως θέλει νά μᾶς φέρῃ σέ ἐπαφή μέ τήν πικρή πραγματικότητα, νά μᾶς καταδείξῃ πόσο ψεῦστες καί ὑποκριτές εἴμαστε καί νά μᾶς βοηθήσῃ νά ἔλθουμε σέ συναίσθησι καί εἰλικρινῆ μετάνοια. Φανερώνει τήν πραγματική μας κατάστασι, ὅτι δηλαδή ὁ λαός αὐτός, πού Τόν συμπνίγει, τόν πλησιάζει, τόν ἐγγίζει μόνο μέ τό στόμα, τόν τιμᾶ μόνο μέ τά χείλη, ψεύτικα, ὑποκριτικά. Ἡ καρδιά αὐτοῦ λαοῦ, πού με συνθλίβει πόρρω ἀπέχει ἀπ’έμοῦ, ἡ καρδιά τους, εἶναι πολύ μακρυά ἀπό Μένα» (Ἡσ. κθ΄  13. Ματθ. ιε΄8). Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί  ἀναδεικνύει την Θερμή πίστι τῆς Αἱμορροούσης καί τονίζει ὅτι ἀπό ὅλους αὐτούς πού Τόν συμπνίγουν, μόνον αὐτή Τόν ἐγγίζει, μόνον αὐτή Τόν πλησιάζει μέ τήν καρδιά της, μόνον αὐτή Τόν λατρεύει «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», καί λέγει: «Ἥψατό μού τις· Ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ’ ἐμοῦ», λέγει ὁ Κύριος.


«Θάρσει θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε·
πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκ. η΄ 48).

Πόσο πικρή,  ἀλήθεια, καί πόσο ὀδυνηρή εἶναι ἡ καθημερινή πραγματικότητα!... Καί ἐάν εἴμαστε τόσο ψεύστες καί ὑποκριτές στή σχέσι μας μέ τό Θεό, ἀντιλαμβάνεται κανείς πόσο ψεύστες καί ὑποκριτές εἴμαστε στίς διανθρώπινες σχέσεις;

Εἶναι πραγματικά ἀποκαρδιωτική ἡ διαπίστωσις ὅτι ὅλοι οἱ ἀγνώμονες πρός τόν Θεόν, εἴμαστε ἀνέντιμοι, ἀνειλικρινεῖς, «ψεῦστες καί ὐποκριτές» στις σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους μας. Κρύβουμε τό ἀληθινό μας πρόσωπο, ἄλλα λέμε, ἄλλα κρύβουμε στήν καρδιά, χαμογελοῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, ἀγκαλιάζουμε καί φιλοῦμε καί κρύβουμε δηλητήριον μέσα μας, καί ὅταν μᾶς δοθῆ εὐκαιρία θάβουμε τούς ἀδελφούς μας. Πῶς μπορεῖς, ἄνθρωπέ μου,  νά λές, πώς ἀγαπᾶς τόν συνάνθρωπό σου, νά τόν ἀγκαλιάζης καί νά τόν φιλᾶς καί συγχρόνως  νά τόν προδίδεις, σάν τόν Ἱούδα; Ὑπάρχουν  ὀδυνηρότερα δεινά ἀπό τά δεινά, πού προκαλεῖ ἡ διάψευσις τῆς ἀγάπης μας; Καί τοῦ θανάτου τά δεινά, δέν εἶναι τόσον ὀδυνηρά, ὅσο ὀδυνηρή εἶναι ἡ διάψευσις τῆς ἀγάπης μας.



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, Σύ εἶσαι τό Φῶς τῶν ἐσκοτισμένων, φώτισε τά σκοτάδια μας. Διῶξε τούς πάγους ἀπό τήν ψυχή μας, στερέωσε τή σαλεμένη μας καρδιά ἐπί τήν πέτραν τῶν Ἐντολῶν Σου. Διῶξε τί λέπρα τῆς ἀχαριστίας, τῆς ψευτιᾶς καί τῆς ὐποκρισίας ἀπό τήν ψυχή μας. Βοήθησέ μας στόν ἀγῶνα μας, νά γίνουμε ἔντιμοι καί εἰλικρινεῖς, μέ ὅλους τούς συνανθρώπους μας. Κυρίως δέ ἀξίωσέ μας νά Σέ ἐγγίζουμε, μέ θερμή Πίστι. Νά Σέ πλησιάζουμε, ὄχι μέ τό στόμα καί νά Σέ τιμῶμεν ὄχι μόνον μέ τά χείλη, ἀλλά νά Σέ ἐγγίζουμε μέ  τήν καρδιά μας. Ἁξίωσέ μας νά Σέ λατρεύουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ». Ἀξίωσέ μας, νά ἀκολουθοῦμε πιστά τά ματωμένα Χνάρια Σου, Κύριε, καί ἀσιγήτως, νά Σέ ὑμνοῦμε καί νά Σέ δοξολογοῦμε, διότι Σέ Σένα ἀνήκει ἡ τιμή, ἡ δόξα καί τό κράτος, σύν τῷ Πατρί και τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, καί τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ΑΜΗΝ.