Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Ο ΘΕΛΩΝ ΠΡΩΤΟΣ ΕΙΝΑΙ

 


ΕΣΤΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΣΧΑΤΟΣ

  Ὁ Κύριος προλέγει τή  Σταυρική Του Θυσία.

Ανεβαίνοντας ὁ Ἰησοῦς πρός τά Ἱεροσόλυμα  εἶναι πολύ χαρούμενος, διότι ἔρχεται στήν Πόλι, στήν ὁποίαν ἐπρόκειτο νά δοξασθῇ. Δηλαδή νά ὑψωθῇ στό Σταυρό, καί διά τῆς Θυσίας Του νά λυτρώσῃ τά πλάσματά του ἀπό τή φθορά καί τό Θάνατο.

Ὅσοι Τόν ἀκολουθοῦν βλέποντας τόν Διδάσκαλό τους νά προπορεύεται, μέ τόσο θάρρος καί χαρά ἐκεῖ, ὅπου ἐπρόκειτο, ὡς ἄνθρωπος, νά ὑποστῇ τόσο φρικτά Πάθη, Τόν θαυμάζουν, ἐκπλήσσονται καί φοβοῦνται. Δέν μποροῦν νά καταλάβουν τό μυστήριον τῆς Ἀγάπης Του γιά ὅλους μας.

Ὁ Κύριος ἀναβαίνοντας εἰς Ἱεροσόλυμα πῆρε κατά μέρος τούς δώδεκα Μαθητάς καί ἄρχισε νά τούς λέγει ὅλα , ὅσα ἐπρόκειτο νά πάθῃ ἐκεῖ: Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά παραδοθῇ στούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς καί θά Τόν καταδικάσουν σέ Θάνατο καί θά Τόν παραδώσουν  στούς ἐθνικούς. Αὐτοί θά Τόν ἐμπαίξουν καί θά Τόν μαστιγώσουν, θά Τόν φτύσουν καί  Τόν θανατώσουν καί τήν τρίτην Ἡμέραν θά ἀναστηθῇ. 


 

Ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος, ἀνοίγει τήν καρδιά Του στουςδικούς Του. Μοιράζεται μαζί τους τόν πόνο Του, τούςμιλάει γιά τά φρικτά Πάθη Του, τούς προλέγει τό μαρτύριον πού θά ὑποστῆ, γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί, γιά νά τούς ἐνισχύσῃ  τίς πολύ  δύσκολες ὧρες τοῦ πάθους Του, τούς προαναγγέλλει τήν Ἀνάστασίν Του.

Ὅμως ποιός θά τό περίμενε; Δέν καταλαβαίνουν τίποτε.  Ζοῦν στόν κόσμο τους. Καί δέν ξέρουν τί θέλουν. Δοῦλοι στό Πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ τους, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας, τολμοῦν ἐκείνη τήν κρίσιμη ὥρα, πού ὁ Κύριος, τούς μιλάει,  γιά τά Πάθη Του, αὐτοί Τοῦ ζητοῦν νά τούς ἱκανοποιήσῃ τόν  Ἐγωϊσμό τους.

Και οἱ μέν δύο κορυφαῖοι τῶν Μαθητῶν, «οἱ υἱοί τῆς βροντῆς», ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, Τόν πλησιάζουν καί τοῦ λέγουν:

«Διδάσκαλε, θέλουμε ἐκεῖνο, πού θά Σοῦ ζητήσουμε, νά  μᾶς τό  κάνῃς». Καί ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Καί τί θέλετε νά  σᾶς κάνω;» Καί κεῖνοι, χωρίς ντροπή, Τοῦ εἶπαν: «Δός μας νά καθήσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά Σου καί ὁ ἄλλος στά ἀριστερά Σου, ὅταν ἔλθῃς στή δόξα Σου, ὅταν θά ἀναβῇς στόν   ἐπίγειον θρόνον τοῦ Δαυῒδ.

Ὁ Κύριος, «πρᾷος καί ταπεινός τῆ καρδίᾳ», ἀκούει, μέ συμπάθεια, τό αἴτημά τους καί τούς λέγει: «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Τώρα δεν εἶναι καιρός γιά  φιλοδοξίες καί  γιά κοσμικά ἀξιώματα, ἀλλά  καιρός Διωγμῶν καί Μαρτυρικοῦ Θανάτου. Μπορεῖτε νά πιῆτε τό ποτήρι, πού ἐγώ πίνω καί νά βαπτισθῆτε τό βάπτισμα, πού ἐγώ βαπτίζομαι; Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Μποροῦμε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: «Τό ποτήρι, πού ἐγώ θά πιῶ, θά τό πιῆτε καί θά βαπτισθῆτε τό βάπτισμα, τό ὁποῖον ἐγώ βαπτίζομαι. Διότι καί σεῖς θά  ὑποστῆτε διωγμούς καί μαρτύριον, γιά τό Εὐαγγέλιον. Τό νά σᾶς βάλω ὅμως νά καθήσετε στά  δεξιά μου ἤ στά ἀριστερά μου, δέν  ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, νά τό δώσω σέ ὅποιον μοῦ τό ζητήσει, ἀλλά οἱ θέσεις αὐτές θά δοθοῦν ἀπό τόν Πατέρα μου, σέ κείνους, γιά τούς ὁποίους ἔχουν ἑτοιμασθῆ, κατά λόγον δικαιοσύνης.

Ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Μαθηταί δέν διέφεραν καθόλου ἀπό τούς ἄλλους. Ἦσαν τό ἴδιο φιλόδοξοι. Διότι ὅταν ἀκουσαν, γιά τή συμπεριφορά τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου ἀγανάκτησαν ἐναντίον τους. Ἐάν βέβαια ἐξετάσουμε τώρα τή  δική μας συμπεριφορά, θά διαπιστώσουμε, δυστυχῶς, πόσο φιλόδοξοι, πόσο ἄμυαλοι, πόσο ὁλιγόπιστοι εἴμαστε. Δέν ἔχουμε  στήν ψυχή μας τήν πίστιν τήν  δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην. Εἴμαστε δυστυχεῖς. Χωρίς ἀγάπη ἡ ζωή μας δέν ἔχει νόημα, δέν ἔχει περιεχόμενο. Ὅταν ἀφήσουμε νά βλαστήσῃ μέσα μας ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ φιλαρχία, ἡ ἀρχομανία, τότε διώχνουμε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί γινώμαστε βρωμερά σκουλίκια, σκουπίδια. Πράγματι τότε μπαίνει ὁ διάολος μέσα μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν  ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Μᾶς βυθίζει εἰς «ἰλύν βυθοῦ».

Γι’αὐτό ἔρχεται ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».

Ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὅπως τότε προσκάλεσε τούς Μαθητάς Του καί καθάρισε, τή λάσπη τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας καί τῶν βρωμερῶν παθῶν, ἀπό τήν καρδιά τους, ἔτσι καί σήμερα, «χθές και σήμερον ὁ αὐτός και εἰς τούς αἰῶνας», ὁ Κύριος ἔρχεται καί μᾶς προσκαλεῖ κοντά Του, γιά νά καθαρίσῃ καί  τή δική μας καρδιά ἀπό τίς ἀκαθαρσίες τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοῦ Ἑωσφορισμοῦ, τῆς φιλαυτίας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας, τῆς Ψευτιᾶς, τῆς Ὑποκρισίας καί τῶν δαιμονικῶν, τῶν βρωμερῶν παθῶν, πού κάνουν τή ζωή μας Κόλασι.

Μᾶς διδάσκει καί μᾶς ἐμπνέει μέ τό δικό Του Πνεῦμα. Ἔρχεται, ὡς «πῦρ καταναλίσκον», καί καίει τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, θερμαίνει τήν  παγωμένη μας ψυχή. Ἔρχεται καί  φωτίζει τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας,  φωτίζει τά σκοτάδια μας,  μᾶς χαρίζει τό φῶς τό τῆς γνώσεως, γιά νά βλέπουμε καθαρά τό Θεό καί τά εἰκονίσματά Του, τούς συνανθρώπους μας. Ξεριζώνει μέσα ἀπό την καρδιά μας τά ἀγκάθια τῶν βρωμερῶν παθῶν τῆς φιλαρχίας καί  τῆς ἀρχομανίας καί φυτεύει τά ἄνθη τά εὔοσμα, τό πνεῦμα τῆς  σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς Ἀγάπης, τῆς βασιλίσσης τῶν ἀρετῶν. Σέ αὐτό τό πνεῦμα ὁ Κύριος θεμελιώνει τήν  Ἐκκλησίαν Του, τήν Κοινωνίαν τῶν προσώπων, τήν Κοινωνίαν τῶν ἁγίων, ὥστε «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις». Καινή Ἐντολή, καινή διδαχή, καινή διαθήκη. «Ἰδού καινά ποιῶ τά πάντα»(Β΄ Κορινθ. ε΄17. Ἀποκ. κα΄ 5. κ. ἄ. ). Αὐτό εἶναι τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί λέγει σέ ὅλους μας, ὁ Πολυεύσπλαγχνος: «Γνωρίζετε, ὅτι αὐτοί, πού νομίζονται καί φαίνονται πώς εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, τά καταδυναστεύουν, συμπεριφέρονται πρός τούς λαούς των, σάν να ἦσαν ἀνεξέλεγκτοι κύριοί τους καί σάν νά ἦσαν οἱ λαοί κτήματά τους. Καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, καταπιέζουν ἀφόρητα τούς συνανθρώπους τους.

Μεταξύ σας ὅμως, στή νέα μας Οἰκογένεια, στήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, δέν θά συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ἐκεῖνος, πού θέλει νά γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, θά εἶναι ὑπηρέτης σας, καί ἐκεῖνος, πού θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, θά εἶναι δοῦλος ὅλων. «Διότι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ἔγινε υἱός ἀνθρώπου καί δέν ἦλθε νά ὑπηρετηθῇ, ἀλλά νά ὑπηρετήσῃ καί  νά δώσῃ τή ζωή Του λύτρον, γιά νά ἐξαγωρασθοῦν καί νά  ἐλευθερωθοῦν ἀπό την ἁμαρτίαν καί τόν θάνατον πολλοί» (Μάρκ. ι΄ 32-45).

Εἶναι καιρός νά βασιλεύσῃ στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Πνεῦμα τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καιρός νά κυβερνήσῃ τήν Κοινωνία μας, τό πνεῦμα τῆς αὐταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας, αὐτό τό  πνεῦμα τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καί τῆς ἁγνῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλήθεια, πόσο γελοῖοι γινώμαστε οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀντιστρατευώμαστε  στό Χριστό καί στό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του!...

Τί κερδίσαμε μέχρι σήμερα, μέ τή φιλαρχία καί τήν ἀρχομανία;

Ὁ Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Παντοκράτωρ, γίνεται ὑπηρέτης ὅλων μας. Πῶς θά σταθοῦμε  μπροστά του; Πῶς θά ἀτενίσουμε τή δόξα Του; «Καί τίς δύναται σταθῆναι;»(Ἀποκ. στ΄17). Ὅταν συλλογίζομαι τήν ἀναίσχυντη, τήν ἀπρεπῆ,  τήν ἀστόχαστη συμπεριφορά μας μπροστά στό Θεό, διαπιστώνω πόσο γελοιοδέστατοι, πόσο τιποτένιοι καί αἰσχροί εἴμαστε. Καί ἀπορῶ, πῶς δέν ἀνοίγει ἡ γῆ νά μᾶς καταπιῇ. Πῶς νά περιγράψω τήν κατάντια μας;

Τί νά πῶ; Τά λόγια περιττεύουν…Πῶς μᾶς ἀνέχεσαι  Θεέ μου;  Θρηνῶ τήν κατάντια μας, στενάζω, γιά τήν ψυχική μας γυμνότητα  καί τήν ἀθλιότητά μας. Πόσο  ταλαίπωροι καί ἐλεεινοί καί πτωχοί  καί τυφλοί καί γυμνοί εἴμαστε, Κύριε!  Τρέμων καταφεύγω καί ζητῶ τό  Ἔλεός Σου. Δέν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω.

Ὁμολογῶ, Κύριε, ὅτι ἐκτός ἀπό Σένα, δέν ἔχω καί, δέν θέλω νά ἔχω ἄλλον Κανένα βοηθόν στήν ζωή μου. Ὁμολογῶ ὅτι Σύ εἶσαι ἡ ζωή μου καί ἡ εἰρήνη μου, ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μόνη μου ἐλπίδα, τό Φρούριόν μου, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον.  Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου.


Ἄπειρη εἶναι ἡ Ἀγάπη Σου,  ἄπειρη εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Σου! Ἀνέκφραστη καί ἀπερίγραπτη εἶναι ἡ μακροθυμία Σου. Ἀμέτρητον εἶναι τό Ἔλεός Σου!  Σέ Σένα καταφεύγω, Σύ, πού Σταυρώθηκες, για μᾶς, λυπήσου με καί ἄκουσε τίς ἀναρθρες κραυγές μου. Συγχώρησέ μας, Κύριε. Ἔλεος Σοῦ ζητῶ. Ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, Κύριέ μου, Ἰησοῦ! Δέξου τή μετάνοιά μας, διῶξε μέσα ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τό πονηρόν πνεῦμα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀρχομανίας. Στερέωσέ μας ἐπί την πέτραν τῶν ἑντολῶν σου. Σῶσον ἡμᾶς καί τόν κόσμον Σου, πρίν τελειωτικά χαθοῦμε. Ἔρχου ταχύ, Κύριέ  μου Ἰησοῦ. Θεέ μου, μή χρονίσῃς!

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας και ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς και ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναι, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».




Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

ΑΠΟ ΣΤΑΥΡΩΤΗΣ, «ΥΙΟΣ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ»,


                                               Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ

«ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΙΣ».

 Ὁ πανάγιος Θεός, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη, ὡς ἄπειρον Ἔλεος, «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τι.β΄4). «Συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι  ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ.ε΄8), «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον» ( Ἰωάν. γ΄15,16). Ὁ Προφήτης Δαυῒδ λέγει ὅτι ὁ Κύριος, ὡς Καλός Ποιμήν, μᾶς καταδιώκει μέ τό Ἔλεός Του ὅλας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς μας. Ἡ Χάρις Του θέλει  τή σωτηρία μας. Θέλει νά μᾶς ἐπανεισάγῃ εἰς τήν Πατρικήν Ἑστία, νά καταξιωθοῦμε νά κατοικοῦμε εἰς τόν οἶκον Του εἰς μακρότητα ἡμερῶν, αἰωνίως (πρβλ. Ψαλμ.22,6).




Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, μορφήν δούλου λαμβάνει, ἔρχεται κοντά μας, ὅποιοι κι’ ἄν εἴμαστε, ὅ, τι κι’ ἄν κάνουμε, ὅπου κι’ ἄν βρισκώμαστε, καί δέν ντρέπεται νά μᾶς ἀποκαλεῖ ἀδελφούς Του. Ἵσταται ἐπί τήν Θύρα καί κρούει(πρβλ. Ἀποκ. γ΄20). Περιμένει, ὁ Ἄρχοντας τῆς εἰρήνης, νά ἀκούσουμε τή φωνή Του καί νά τοῦ ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας, νά στήσῃ τή σκηνή Του μέσα μας καί νά μᾶς χαρίσῃ γαλήνη καί ἀνάπαυσι καί νά νοιώσουμε ἀσφαλεῖς.

Ἔρχεται κοντά μας καί «διέρχεται τήν ζωήν αὐτοῦ εὐεργετῶν,  κηρύσσων τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας, καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ» (Ματθ. δ΄23). Ἔρχεται κοντά μας καί γίνεται ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ (Φιλιπ. β΄5-11).Γίνεται Τύπος καί Ὑπογραμμός, φωτεινό Ὑπόδειγμα ὑπακοῆς στό Θεῖον Θέλημα καί μέ τή θυσία Του μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Ὁδόν τῆς ὄντως Ζωῆς, εἰς τήν Ὁδόν τῆς Πίστεως εἰς τόν Θεόν, τῆς Πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης. Μᾶς ὁδηγεῖ εἰς τήν Ὁδόν ἀπό τό· «κατ’ εἰκόνα», εἰς τό· «καθ’ ὁμοίωσιν». Καί χαράσσει τήν Ὁδόν τῆς τέλειας Ἀγάπης στό Θεό καί τόν πλησίον, μέ τή Θυσία Του, μέ τό Αἷμα Του, « Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν  τοῖς  Ἴχνεσιν Αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄21).



Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ εἶναι ὁ τύπος τοῦ τελείου ἀγωνιζομένου ἀνθρώπου. Μᾶς ὁδηγεῖ ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό. Ὁ Χριστός κρούει τήν Θύραν καί περιμένει.  Γνωρίζει ὅτι καθημερινά Τόν Σταυρώνουμε στό πρόσωπον τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν Του, ὡς τέκνα Παραφροσύνης, ὡς γεννήματα ἐχιδνῶν. Γνωρίζει καλά ὅτι καθημερινά συνεχίζουμε νά ὑπηρετοῦμε τά βρωμερά μας Πάθη καί τίς Κακίες μας, νά ἀδικοπραγοῦμε, νά ἐσθίωμε ὁ Ἕνας τίς σάρκες τοῦ Ἄλλου. Γνωρίζει ὅτι, μέ τήν προβληματική μας συμπεριφορά, φθάσαμε στήν ἐσχάτη ἐξαθλίωσι καί ὅτι ὁλοταχῶς βαίνουμε πρός τήν αὐτοκαταστροφή μας. Γι’ αὐτό, εἶναι πικρό καί τό νερό, πού πίνουμε καί τό ψωμί, πού τρῶμε, «ἄρτος Ὀδύνης». Παίρνουμε τή ζωή μας λάθος. Μακριά ἀπό τό Θεό ζοῦμε χωρίς Ἀγάπη, χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο καί παρόλες τίς, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας πληγές, συνεχίζουμε τά ἄνομα ἔργα τῶν χειρῶν μας. Συνεχίζουμε νά προσκυνοῦμε τά Εἴδωλα, τά ἄψυχα, τά κωφά καί τυφλά. Συνεχίζουμε τούς φόνους, τίς κλοπές, τίς ψευτιές, καί τίς ὑποκρισίες. Ἀμετανόητοι, ἀπό κακή μας θέλησι, ἐμμένουμε ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν βυθοῦ». Καί ὅμως... Ο ΜΑΚΡΟΘΥΜΟΣ συνεχίζει νά ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί νά κρούει... Ἡ Ἁγία τριάς, ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα τό πανάγιον ἐργάζεται καί ζητεῖ τή Σωτηρία μας. «Ὁ Πατήρ μου ἕως  ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. ε΄17). ὁ Πάνσοφος Δημιουργός συνεχῶς συνέχει, συγκροτεῖ καί συγκρατεῖ τόν κόσμον ἐν ἀγαστῇ ἀρμονίᾳ καί  δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς κυνηγᾷ , μᾶς καταδιώκει, μέ τό ἔλεός Του. Ζητεῖ τήν σωτηρία μας. Ζητεῖ τήν ψυχή μας καί ἡ φωνή Του ὡς φωνή σάλπιγγος, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν. ὡς φωνή βροντῆς μεγάλης (Ἀποκ. δ΄1. ιδ΄2),κράζει καί βοᾶ:



«Υἱέ δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμ. 23,26). «ΚΡΟΥΕΙ ΤΗΝ ΘΥΡΑΝ. Ἐμφανίζεται ὅταν βρῇ Πίστιν, «ὡς κόκκον σινάπεως» (Ματθ. κα΄ 21. Λουκ. ιζ΄ 6). Ἐπενεργεῖ ἡ Χάρις ὅταν, ὅπου καί ὅπως πρέπει, κατά τρόπον ἀνερμήνευτον. Τότε γίνεται μέσα μας σεισμός. Ἐπέρχεται ἡ μεταστροφή, κατά τρόπον πού, ἡ  ἀνθρωπίνη λογική δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ, ὡς ἀστραπή, ὡς Φῶς. Τότε ὁ Θεός, τό Φῶς τό ἀληθινόν, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπον, πού ἔρχεται στόν κόσμον, ἀποκαλύπτεται καί ἀναπαύεται εἰς τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον τῇ καρδίᾳ. Βδελύσσεται ὁ Θεός τόν ὑπερήφανον, τόν ἐπηρμένον. Συχαίνεται τόν Ἐγωϊσμό, τήν ἔπαρσι,  τήν ὑπερηφάνεια. Ἀναπαύεται μόνον στόν εἰλικρινά μετανοιωμένο, τόν συντετριμμένον ὅταν βρῇ τήν Πίστιν, τήν δι’ἀγάπης ἐνεργουμένην. Χρειάζεται, γιά τη σωτηρία μας καί ἡ συγκατάθεσίς μας. Τότε ἐπεμβαίνει καί ἐπενεργεῖ ἡ Θεία Χάρις, ὡς βροντή, ὡς ἀστραπή. Δέν ἑρμηνεύεται ἡ Θεία ἐπέμβασις. Ξεπερνάει τήν νοητική μας ἱκανότητα. ΑΠΟ ΣΤΑΥΡΩΤΗΣ ΚΑΙ ΥΙΟΣ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΘΕΙᾼ ΧΑΡΙΤΙ, «ΕΝ ΧΡΙΣΤῼ ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΙΣ». Δέν μποροῦμε νά ποῦμε στό Θεό· Πῶς, Πότε, Ποῦ καί Γιατί; «Ὅπου γάρ βούλεται Θεός, νικᾶται φύσεως τάξις».





«Πλήν ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐλθών ἄρα εὑρήσει Πίστιν ἐπί τῆς γῆς;» (Λουκ. ιη΄8). Ὁ Κύριος, χωρίς ἀναπαμό, ἵσταται ἐπί τήν Θύραν καί κρούει» καί μᾶς βεβαιώνει λέγων: «ΑΜΗΝ ΛΕΓΩ ΥΜΙΝ, ΕΑΝ ΕΧΗΤΕ ΠΙΣΤΙΝ  ΚΑΙ ΜΗ ΔΙΑΚΡΙΘΗΤΕ(ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΜΦΙΒΑΛΛΕΤΕ), ΟΥ ΜΟΝΟΝ ΤΟ ΤΗΣ ΣΥΚΗΣ ΠΟΙΗΣΕΤΕ, ΑΛΛΑ ΚΑΝ Τῼ ΟΡΕΙ ΤΟΥ ΕΙΠΗΤΕ, ΑΡΘΗΤΙ ΚΑΙ ΒΛΗΘΗΤΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΓΕΝΗΣΕΤΑΙ» (Ματθ. ΚΑ΄21). Ἡ Θερμή, ἡ καυστική, «ὡς κόκκος σινάπεως» (Ματθ.κα΄29. Λουκ. ιζ΄6), ΠΙΣΤΙΣ ΣΩΖΕΙ.

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας ἔρχεται κοντά μας. Ἵσταται καί κρούει τήν Θύραν. Ἀκούεται ἡ Φωνή Του, ὡς φωνή σάλπιγγος, ὡς φωνή ὐδάτων πολλῶν, ὡς βροντή. ΚΡΑΖΕΙ ΚΑΙ ΒΟᾼ: «ΥΙΕ, ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ!» «Ἐάν τις διψᾷ έρχέσθω πρός με καί πινέτω. Καί ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν».

Ακοῦμε τήν Ἁγία Του Φωνή; Δεχόμαστε τό ζωοποιό Του λόγο; Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας στόν Κύριον ἤ ΚΩΦΕΥΟΜΑΙ στήν πρόσκλησιν τῆς Ἀγάπης Του;

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ἀκούσουμε τή Φωνή τοῦ ΛΥΤΡΩΤΟΥ καί, μέ τή Χάρι Του, ἀπό Σταυρωτές, υἱοί Παραφροσύνης, νά ἀλάξουμε ζωή, νά ἐγκολπωθοῦμε τό Εὐαγγέλιον τῆς ἐσταυρωμένης Ἀγάπης καί νά τό κάνουμε «Πρᾶξι» στήν καθημερινή μας ζωή καί μέ τήν καρδιά μας συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην νά προσκυνήσουμε τά ἑκούσια καί φρικτά Πάθη Του,  νά Τόν παρακαλέσουμε δέ,  νά δείξῃ  σέ μᾶς καί τήν ἔνδοξόν Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ καί νά μᾶς ἀξιώσῃ νά Τόν ὑμνοῦμε καί νά Τον δοξάζωμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.



Τρίτη 12 Απριλίου 2022

«ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ ΕΚΟΠΙΑΣΑ;»

   

                  ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ ΕΞΗΝΤΛΗΣΑ ΤΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΜΟΥ;

 

«ΣΗΜΕΡΟΝ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς συγκεντρώνει ὅλους τούς πιστούς· καί ὅλοι, Κύριε, σηκώνουμε ψηλά τόν Σταυρόν Σου καί μέσα ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας βροντοφωνάζοντες ψάλλομεν: ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ· ΩΣΑΝΝΑ ΕΝ ΤΟΙΣ ΥΨΙΣΤΟΙΣ».



ΣΗΜΕΡΟΝ ὁ  συναῒδιος Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, «ὁ δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», τό Α καί τό Ω, ὁ Ἰσχυρός Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Ἄρχων τῆς εἰρήνης, ἡ Ἀρχή καί τό Τέλος, ὁ Πρῶτος καί ὁ Ἔσχατος, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ, Αὐτός, πού ἔχει Θρόνον τόν οὐρανόν καί ὐποπόδιον τήν γῆν, συγκαταβαίνει, μορφήν δούλου λαμβάνει, ἐμφανίζεται ὡς ταπεινός ἄνθρωπος καί, ἀφήνοντας τό Θεϊκό Του Θρόνο,  καταδέχεται, καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου καί εἰσέρχεται εἰς τά Ἱεροσόλυμα ( Ἰωάν. ιβ΄ 12-19). Καί  ὁ Λαός, πού τόσο πολύ εὐεργετήθηκε, ἀπό τόν Κύριον, Τόν ὑποδέχεται θριαμβευτικά.  Στρώνουν, στό διάβα Του, στή γῆ, τά ἱμάτιά τους καί ἄλλοι στρώνουν «κλἀδους ἀπό τῶν δένδρων»,  κρατοῦν δέ στά χέρια τους «τά βαῒα τῶν φοινίκων». Τόν  ὑποδέχονται ὡς Βασιλέα, Τόν ἐπευφημοῦν καί κράζουν: «ΩΣΑΝΝΑ, ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ». Καί σείεται ἡ Πόλις λέγουσα «Τίς ἐστιν οὗτος;» «Οἱ δέ ὄχλοι ἔλεγον· οὗτός ἐστιν ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀπό Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας» (Ματθ. κα΄8--11).



Βέβαια εἶναι φανερόν ὅτι δέν ἔχουν καταλάβει ὅτι ὁ Ἰησοῦς, εἶναι «ἡ προσδοκία τῶν Ἐθνῶν» καί ὅτι « ἡ Βασιλεία αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»( Ἰωάν. ιη΄36) Δέν ἔχουν ἐννοήσῃ οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ,τήν παγκόσμιον Πνευματικήν Βασιλεία τοῦ Κυρίου. Θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀποκλειστικά καί μόνον  Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, κοσμικός Ἄρχων, πού θά ὑποτάξῃ πάντα τά ἔθνη στό Ἰσραήλ. Κραυγάζει: «ΩΣΑΝΝΑ», σῶσαι μας λοιπόν, Τόν ἐπευφημοῦν ὡς Βασιλέα, κράζοντες· «εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κύριου, βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ». Καί οἱ καλοβολεμένοι Αρχιερεῖς, καί οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι, τά γεννήματα ἐχιδνῶν, αὐτοί πού ἀρνοῦνται τόν Ἀληθινόν Μεσσία καί περιμένουν τό Ψεύτικο Μεσσία, ἀγανακτοῦν  καί διαμαρτύρονται στό Χριστό καί Τοῦ λένε: Ἀκοῦς τί λένε αὐτοί; καί ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίνεται: «Ναί ἀκούω»· «Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;»

Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὄντως ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλέων καί Κύριος τῶν κυρίων καί δικαίως ἐπευφημεῖται ὡς Βασιλεύς, ὅμως παρατηροῦμε ὅτι δέν χαίρεται. Εἶναι πικραμένος, γιατί ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων δέν Τόν δέχεται, ἀρνεῖται τήν εὐεργετική Του Παρουσία, δέν ἐγκολπῶνεται τό Εὐαγγέλιον τῆς ἀγάπης Του, ἀπορρίπτει τόν ζωοποιόν Του λόγο. Βέβαια αὐτοί οἱ ἄνθρωποι Αρχιερεῖς, Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι, οἱ Ὑποκριτές, συμπεριφέρονται «κατ’ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ», ἐνεργοῦν δολίως, ἐνδύονται τό ἔνδυμα προβάτου, ἐνῶ εἶναι λύκοι βαρεῖς, καί παρασύρουν καί  ὁδηγοῦν στήν ἄρνησι καί στήν ἀπώλεια ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ Λαοῦ, πού τώρα ἐπευφημεῖ ὡς Βασιλέα τόν Ἰησοῦν καί μετά ἀπό λίγο θά φωνάξει, μαζί μέ «τά γεννήματα ἐχιδνῶν», μέ ἄγριες κραυγές: «Ἇρον, ἇρον, Σταύρωσον Αὐτόν».  Μαζί μέ τούς Ἀρχιερεῖς κραυγάζει  ὁ ἐπιπόλαιος,  ὁ ἀγνώμων, ὁ χιλιοευεργετημένος, ὁ ἀχάριστος αὐτός λαός :«ἇρον, ἇρον Σταύρωσον Αὐτόν».

Ὁ Εἰδωλολάτρης Πιλᾶτος προσπαθεῖ νά τούς φέρῃ σέ θεογνωσία καί τούς λέγει: «Τόν Βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω;» Καί οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ περισσότεροι  ἀπό τό λαό, ἀρνοῦνται τόν ἀληθινόν Μεσσίαν καί, χωρίς ἴχνος ντροπῆς, κραυγάζουν· «Κάθε ἕνας, πού κάνει τόν ἑαυτό βασιλιά, ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ Καίσαρος . Καί ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο Βασιλιᾶ παρά τόν Καίσαρα(Ἰωάν.ιθ΄12-15).


Ἀρνοῦνται, οἱ ἀχάριστοι, τόν Εὐεργέτη, τόν Θεραπευτή, Τόν Ἐλευθερωτήν, αὐτόν πού τούς ἔθρεψε μέ τό μάννα καί θεράπευσε τούς παραλύτους ,τούς χωλούς, τούς  λεπρούς, τούς τυφλούς καί ἀνέστησε τούς νεκρούς,  καί αὐτόν ἀκόμη τόν σεσηπότα, τόν τετραήμερον Λάζαρον.

Ὁ Θεάνθρωπος, ὡς καρδιογνώστης, γνωρίζει τήν ἀχαριστία καί ἐπιπολαιότητα τοῦ Λαοῦ αὐτοῦ καί ἐπευφημούμενος ὡς Βασιλεύς δέν χαίρεται καί, ὡς ἄνθρωπος πικρένεται καί σιγοψιθυρίζει: «Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τούς προφήτας καί λιθοβολοῦσα τούς ἀπεσταλμένους πρός αὐτήν· ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τά τέκνα σου ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τά νοσσία ἑαυτῆς ὑπό τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε. Ἰδού ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος» ( δές: Ματθ. κγ΄37-39). Πόσες φορές θέλησα νά σᾶς συγκεντρώσω κοντά μου καί νά σᾶς προστατεύσω, ἀπό κάθε κίνδυνο καί δέν θελήσατε προτιμώντας τήν παγωνιά τῆς ἐρημιᾶς, ἀπό τή ζεστασιά τῆς Πατρικῆς Προστασίας!...

Πόσες φορές θέλησα νά σᾶς δώσω χαρά, ἀγαλλίασι καί εὐφροσύνη καί σεῖς δέν θελήσατε  τήν Ἀγάπη μου! Προτιμήσατε τά ξυλοκέρατα τῆς ἀποστασίας, ἀπό τόν «μόσχον τόν σιτευτόν» καί ἀπό τό «Ὕδωρ τῆς Ζωῆς» !...

Πόσες φορές θέλησα νά σᾶς ἐλευθερώσω ἀπό τή δουλεία τῆς φθορᾶς, νά σᾶς χαρίσω γαλήνη καί ἀνάπαυσι κοντά μου, νά σᾶς χαρίσω τό ἀληθινόν Φῶς, ὥστε νά νοιώσετε ἀσφαλεῖς καί σεῖς δέν θελήσατε καί προτιμήσατε τήν ἱκανοποίησι τῶν βρωμερῶν σας παθῶν καί τά ἔργα τοῦ σκότους !... Πόσες προτιμήσατε νά μείνετε ἔρημοι ἀπό τή Χάρι  τοῦ Θεοῦ;...

 Ἡ πικρία Του δέν εἶναι, γιατί δέν Τόν δέχθηκαν καί δέν Τόν Εὐχαρίστησαν, γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του. Δέν ἔχει ἀνάγκη ὁ Θεός ἀπό τίς δικές μας εὐχαριστίες. Πικραίνεται γιά τήν κατάντια μας. Πικραίνεται, ὡς ἄπειρη Ἀγάπη καί Εὐσπλαγχνία, γιατί βλέπει   ὅτι τά πλάσματά Του  δέν κατενόησαν τήν τιμήν τοῦ «κατ’εἰκόνα» καί μέ τή θέλησί τους παραμένουν κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά του θανάτου, περιφονώντας τή Σταυρική Του Θυσία...Πικραίνεται διότι ἔρχεται Τό φῶς τό ἀληθινόν καί οἱ περισσότεροι μισοῦν τό φῶς καί δέν ἔρχονται πρός τό Φῶς. Παραμένουν στό σκοτάδι, γιατί εἶναι φαῦλα τά ἔργα τους καί αὐτοκαταστρέφονται. Πικραίνεται, γιατί ἐμεῖς ὑποφέρουμε καί βασανιζόμαστε καί βαδίζουμε ὁλοταχῶς πρός τήν ἄβυσσον τῆς αἰώνιας Ὀδύνης. Πικραίνεται,  διότι μαζί τίς ἐπευφημίες: ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, ἀκούει τίς ἄγριες κραυγές τῆς ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ: Ἇρον, ἇρον, Σταύρωσον Αὐτόν. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἄλλο Βασιλιά, παρά τόν Καίσαρα, τό Διάβολο, τόν Μαμωνᾶ, τό Χρῆμα! Πικραίνεται ὁ πολυεύσπλαγχνος, γιατί, ἀπό κακή μας Θέλησι, βαδίζουμε πρός τήν ἀπώλεια.

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο δέν χαίρεται καί πικραμένος, ὡς ἄνθρωπος, σιγοψιθυρίζει: «Καινῶς ἐκοπίασα, εἰς μάταιον καί εἰς οὐδέν ἔδωκα τήν ἰσχύν μου...» (Ἡσ. 49,4). Λοιπόν εἰς μάτην ἐκοπίασα, εἰς μάτην ἐξήντλησα τάς δυνάμεις μου; Εἰς μάτην δέχθηκα ἀντί τοῦ μάννα, χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος, ὄξος; Εἰς μάτην Σταυρώθηκα γιά σᾶς;

Δέν θά ἔπρεπε νά ἀκούσετε τή Φωνή μου, πάνω ἀπό τό Σταυρό, νά διδαχθῆτε ἀπό τή Σταυρική μου Θυσία, νά ἐπιστρέψετε ἑνωμένοι κοντά στό Θεό, νά ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς καί ὑμεῖς νά ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, ὥστε  διά τῆς Πίστεως τῆς δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης, νά ἀνεβῆτε ψηλά, στό Γολγοθᾶ, στό Θεό καί νά γίνετε θεοί κατά χάριν;




«Διά τοῦτο ἡ κρίσις μου παρά Κυρίῳ,  καί ὁ πόνος μου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ μου» (Ἡσ. 49,4). ΕΝΑΠΟΘΕΤΩ τό δίκαιόν μου στόν Οὐράνιον Πατέρα, ἡ πικρία μου, ἡ θλῖψις μου εἶναι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μου.

Ὁ Θεάνθρωπος ὁ Μεσσίας, πικραίνεται γιατί ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων δέν ἀποδέχεται τήν εὐεργετική Του Παρουσία καί, ἀπό κακή του θέλησι,  μένει γυμνό τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἕνα μέρος τῶν ἀνθρώπων ἀρνοῦνται τό Θεό, ἀρνοῦνται τήν Ἀγάπη. Μισοῦν τό Φῶς τό Ἀληθινόν καί δέν ἔρχονται πρός τό Φῶς, γιατί εἶναι σκοτεινά, πονηρά, φαῦλα, τά ἔργα τους.  Δέν δέχονται τόν Ἀληθινόν Μεσσία, τόν συλλαμβάνουν καί τόν Σταυρώνουν, Σταυρώνουν δέ καί τήν Ἐκκλησίαν Του, γι’αὐτό καί «ἡ Πόλις τους καλεῖται πνευματικῶς Σόδομα καί Αίγυπτος, ὅπου ὁ Κύριος αὐτῶν ἐσταυρώθη»(Ἀποκ. ια΄7-8).  Σταυρώνουν τόν ἀληθινόν Μεσσίαν, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἐν ὀνόματι Κυρίου καί δέν Τόν δέχονται καί περιμένουν τόν Ψεύτικο Μεσσία, πού θά ἔλθῃ καί θά ἐπιδιώκῃ τό δικό του συμφέρον καί τή δόξα τοῦ δικοῦ του ὀνόματος καί αὐτόν τόν ψεύτικον, τόν Μαιτρέγια, θά τόν δεχθοῦν(πρβλ. Ἰωάν. ε΄ 43). Πικραίνεται ὁ Κύριος, γιά τήν ἀδιακρισία τῶν ἀνθρώπων καί, γιά τήν ἐμμονή τους στήν ἁμαρτία, πού τούς ὁδηγεῖ στήν αὐτοκαταστροφή τους. Ἔχει ὅμως τήν ἀπόλυτη πεποίθησι ὅτι τό ἔργον, πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας, τό ἔργον τῆς σωτηρίας μας τό ἐτελείωσε, τό ἔφερε εἰς αἴσιον τέλος καί ὅτι τό δίκαιόν Του εἶναι στά Χέρια τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί θά βραβευθῇ. Καί παραγματικά ὁ Δίκαιος Πατήρ, τόν Υἱόν Του, ὁ Ὁποῖος «ἐκένωσεν  ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ», καί, ὡς ἄνθρωπον, «Αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ Ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν  Ὅνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἱησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς   Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός» (Φιλιπ. β΄ 5-11). Ναί. «ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΕΝ  ΟΝΟΜΑΤΙ ΚΥΡΙΟΥ! ΩΣΑΝΝΑ ΕΝ ΤΟΙΣ ΥΨΙΣΤΟΙΣ!» Πραγματικά ὁ Θεός-Πατήρ εἰς τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν Του,  τόν Σταυρωθέντα καί Ταφέντα καί Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν «ἔδωκε πᾶσαν ἐξουσίαν ἐν οὐρανῷ καί ἐπί γῆς» (Ματθ. κη΄18).ΑΥΤΟΝ, ΤΟΝ ΙΗΣΟΥΝ, ΛΑΤΡΕΥΣΩΜΕΝ, ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ.

Ὑπάρχουν ἄφρονες, ἀνεγκέφαλοι, υἱοί Παραφροσύνης, πού, ἀκόμη καί σήμερα ἀρνοῦνται τήν Εὐλογημένη, Ευεργετική Του Παρουσία, πού ἐμμένουν κατάκοιτοι στή Χώρα καί τή σκιά τοῦ Θανάτου, μέ τήν κακή τους θέλησι, ἐμπεπηγμένοι «εἰς ἰλύν Βυθοῦ».  Πικραίνεται ὀ Κύριος τῆς Δόξης,  διά τήν ἀμετανοησία μας,διότι ἔρχεται καί θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», ἐνῶ ἐμεῖς  εἴμαστε τόσον πωρωμένοι, πού δέν δεχόμαστε τή Χάρι Του. Καί ἐπειδή σέβεται τήν ἐλευθερία, ἐπειδή «Οὐ βιάζεται δέ τινα διά τό αὐτεξούσιον», δέν μᾶς ἐξαναγκάζει καί αὐτοκαταστρεφόμαστε, σάν τόν Ἰούδα.



ΥΠΑΡΧΟΥΝ ὅμως καί μυριάδες μυριάδων, πού ἄνοιξαν τήν καρδιά τους στό ΛΥΤΡΩΤΗ, ἐγκολπώθηκαν τό Εὐαγγέλιον Τῆς Ἀγάπης Του καί τό  κάνουν «Πρᾶξι» στήν καθημερινή τους ζωή καί χαίρονται. Ἐντάσσονται  εἰς τήν  Χορείαν τῶν Ἁγίων, κοντά στήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου καί στόν ἅγιον Ἰωάννην, τόν Εὐαγγελιστήν τῆς Ἀγάπης καί στό νέφος τῶν ἁγίων Μαρτύρων τῆς Πίστεώς μας καί χαίρονται, μυστικά, τήν ἀδιατάρακτον διά θέας ἀπόλαυσιν τοῦ ἀπείρου Κάλλους τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου εἰς μακρότητα ἡμερῶν. Ἡ Χαρά τῶν Πιστῶν ἡ Μακαριότης τῶν δικαίων δέν περιγράφεται. Μόνον ὅσοι διά τῆς καυστικῆς Πίστεως ἀνοίγουν τήν καρδιά τους στόν ΛΥΤΡΩΤΗ, μποροῦν νοιώσουν καί νά ἀπολαύσουν τά ἀπερίγραπτα, «ἀγαθά, ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α΄ Κορινθ. β΄ 9). « Σ’ ἐμᾶς, ὅλα αὐτά τά ἀπεκάλυψεν ὁ Θεός, διά τοῦ Πνεύματός Του, διότι τό Πνεῦμα τά ἐρευνᾶ ὅλα, ἀκόμη καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ. Ποιός ἀπό τούς ἀνθρώπους ξέρει τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος παρά μόνον τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι μέσα του; Ἔτσι καί τό Τί εἶναι Θεός κανείς δέν τό ξέρει παρά μόνον τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέ οἱ Πιστοί δέν ἐλάβαμε τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά τό Πνεῦμα, πού προέρχεται ἀπό τόν Θεόν, διά νά γνωρίσωμεν ἐκεῖνα πού μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπό τόν Θεόν(παρβλ. καί Α΄ Κορινθ. β΄ 10 ἑξ.).

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ,  ἀγαπητά μου Παιδιά, νά ἐξετάσωμεν, ἐμεῖς, Ποῦ  ἀνήκουμε; Στήν Χορεία τῶν ἀρνητῶν τοῦ Χριστοῦ, πού τή μιά μέρα ἐπευφημοῦν τόν Κύριον καί κράζουν ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ, καί τήν ἄλλη μέρα κραυγάζουν Ἇρον,  ἇρον Σταύρωσον Αὐτόν, ἤ ἐντάσσουμε τόν ἑαυτόν μας στή Χορεία τῶν Ἁγίων;




ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ «μέ καθαρή καρδιά νά ὑποδεχθοῦμε τόν Κύριον τῆς Δόξης, νά ἀνευφημήσωμεν τόν Χριστόν, μέ θερμή πίστι καί μέ μεγάλη φωνή, ὡς φωνή ὑδάτων πολλῶν, νά κραυγάσωμεν στό Δεσπότη· «ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΕΙ ΣΩΤΗΡ, ὁ εἰς τόν κόσμον Ἐρχόμενος» τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα.  Εὐλογημένος εἶσαι Σύ, Φιλάνθρωπε καί Οἰκτίρμων, Κύριε Δόξα Σοι».

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ νά ἀποφασίσουμε νά ἀκολουθήσωμε τόν Χριστόν στόν ἀνηφορικό δρόμο πρός τόν Γολγοθᾶ καί μαζί μέ τήν Παναγία Μητέρα Του καί  τόν Ἀγαπημένο Του  Μαθητή, νά μετέχουμε,  συνειδητά,  στά φρικτά Πάθη τοῦ Χριστοῦ καί νά Σταυρωθοῦμε κι’ ἐμεῖς μαζί Του, γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε μαζί Του καί τήν ΑΓΙΑΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ.













 

Σάββατο 9 Απριλίου 2022

Η ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ ΜΕΤΕΝΟΗΣΕ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ




ΕΓΙΝΕ, ΜΕ ΤΗ ΧΑΡΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ,

ΟΥΡΑΝΙΟΣΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΕΠΙΓΕΙΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ.

 

Ὁ ταλαίπωρος ἐγώ, τό γνωρίζεις, Κύριε,  ἀδιόρθωτος μένω. Ἀλλοίμονό μου! πῶς θά μπορέσω νά σωθῶ, φιλαμαρτήμων ὑπάρχων; Ἄκουσε, Κύριε, τήν προσευχή μου καί ἔρχου ταχύ! Καθάρισε τόν ῥύπο τῆς ψυχῆς μου. Βρόντισε! Σεῖσε, συγκλόνησε τή γῆ, ἀπό τά θεμέλιά της. Μή βραδύνῃς. Ἔλα, ὡς πῦρ καταναλίσκον καί κάψε. Κάψε τἄχυρα τῶν ἔργων μας, φώτισε τά σκοτάδια μας, λάμπρυνε τήν  στολήν τῆς ψυχῆς μας, καθάρισε ἀπ’ τή λάσπη τήν ἄχαρη καρδιά μου καί τίς καρδιές ὅλων τῶν παραστρατημένων συνοδοιπόρων μου, σ’ αὐτήν ἐδῶ τήν ἄθλια παροικία...Ἄνοιξε τούς καταρράκτες τοὐρανοῦ, γιά νά ξεπλύνης τίς ντροπές. Ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. Πετρῶσαν’ οἱ καρδιές... Μας κυβερνοῦν τά βρωμερά μας πάθη. Βλέπουμε τήν κατάντια μας μακρυά Σου, Κύριε, καί δέν μετανοῦμε, παρόλες τίς, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας, πληγές. Καί ὁ πιό χειρότερος ἐγώ, μολονότι γνωρίζω καί ἀπόλυτα πιστεύω καί ὁμολογῶ τή ζωντανή, εὐεργετική Σου Παρουσία στή ζωή μας χάνω τήν αἴσθησι τῆς Παρουσίας Σου καί χάνομαι καί καταποντίζομαι καί κάνω ΧΑΖΟΜΑΡΕΣ. Φιλάνθρωπε καί Ἐλεήμων, εὐσπλαγχνίσου μας καί ἐλέησέ μας. 


Σύ, πού Σταυρώθηκες, γιά μᾶς, μή μᾶς ἐγκαταλείψῃς, δέν ἔχουμε ἄλλον καί δέν θέλουμε στή ζωή μας ἄλλον βοηθόν, ἐκτός ἀπό σένα. Σέ σένα, Κύριε, ἁμαρτάνουμε, ἀλλά καί Ἐσένα μονάχα λατρεύουμε. Γι’αὐτό καί Σέ Σένα μονάχα καταφεύγουμε. Σύ εἶσαι ὁ Κύριος καί Θεός μας. Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ἡ ζωή μας καί ἡ  εἰρήνη μας , τό Φρούριόν μας. Πρίν εἰς τέλος χαθοῦμε, δῶσε μας τό Χάρισμα τῆς μετανοίας καί βοήθησέ μας νά γυρίσουμε κοντά Σου, κι’ 
ἐμεῖς, σάν τήν Μαρία τήν Αἰγυπτία, εἰλικρινά ματανοιωμένοι, καί ἀξίωσέ μας νά σταθοῦμε κάτω ἀπό τήν σκέπην τῶν πτερύγων Σου, Πανάγαθε, νά Σέ λατρεύουμε, μέ τήν καρδιά μας, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» καί, ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, λόγῳ καί ἔργῳ, νά Σέ ὑμνοῦμε σύν τῷ Πατρί καί τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, καί, ἀσιγήτως, νά Σέ δοξολογοῦμε, ἐν παντί τόπῳ τῆς Δεσποτείας Σου, καί τώρα καί πάντοτε, καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Διότι Σέ Σένα ἀνήκει ἡ Βασιλεία, ἡ Δύναμις, τιμή ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. ΑΜΗΝ.


Τρίτη 5 Απριλίου 2022

«ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΕ! »



                            «ΔΕΙΞΟΝ ΗΜΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ!»

 

Μυστήριον ξένον καί παράδοξον εἶναι τό Μυστήριον τῆς Οἰκονομίας Σου, Κύριε! Δέν τό χωράει ὁ νοῦς μας. Ἡ ἀνθρωπίνη νοητική μας ἱκανότητα δέν μπορεῖ νά ἐννοήσῃ καί νά ἐξιχνιάσῃ τό Μυστήριον τῆς συγκατάβάσεώς Σου, πολύ δέ περισσότερον δέν μπορεῖ νά ἑρμηνεύσῃ τά Φρικτά καί ἅγια Πάθη, τά ὁποῖα, ἑκουσίως, ὑπέφερες, γιά τή σωτηρία μας! Εἶναι «ὑπέρ λόγον καί ἔννοιαν».

Προσπαθοῦμε νά προσεγγίσωμε, μέ τή Χάρι Σου, καί νά ἐννοήσωμεν τά ἑκούσια Πάθη Σου, καί διαπιστώνουμε ὅτι εἶναι ἀκατάληπτον Μυστήριον. Προσεγγίζεται μόνον, μέ τόν πυρῆνα τῆς ψυχῆς, μέ τήν ὀρθόδοξον Πίστιν.

Οἱ Μαθηταί Σου, Κύριε,  ὁλόψυχα δέχθηκαν  τήν  πρόσκλησί  Σου καί  σέ ἀκολουθοῦν πιστά, βλέπουν τήν εὐεργετική Σου πορεία καί θαυμάζουν τή Θεϊκή Σου Μεγαλειότητα, τά θαυμάσιά Σου. Ὁ λόγος ῥέει  γλύκύτερος καί ἀπό τό μέλι ἀπό τό πανάγιον στόμα σου καί διακηρύττουν καί ἔκθαμβοι μᾶς πληροφοροῦν λέγοντες ὅτι: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος»(Ἰωάν. ζ΄46). Οὐδέποτε ἐλάλησεν ἄνθρωπος ὡς  Σύ, Κύριέ μου! Καί πραγματικά ὁ πανάγιος καί ζωοποιός Σου λόγος εἶναι τροφή καί τρυφή τῆς ψυχῆς, ἴαμα, θεραπεία, ἄρτος οὐράνιος, ἄρτος ζωῆς. Γι’ αὐτό  καί οἱ πιστοί Μαθηταί Σου, δέν σέ ἀποχωρίζονται,  μαζί τους δέ καί ὅλοι ἐμεῖς ὁμολογοῦμεν λέγοντες: «Κύριε, πρός τίνα ἀπελευσόμεθα; Ῥήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις»( Ἰωάν. στ΄68). Σέ ἀκολουθοῦμε στήν ἐπίγεια ζωή Σου καί διαπιστώνουμε ὅτι διέρχεσαι τήν ζωήν Σου εὐεργετῶν καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ καί παρατηροῦμε, ἀκοῦμε καί βλέπουμε τά θαυμάσιά Σου ἔργα, ὅτι, μέ τή Θεία Χάρι Σου, «τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματθ. ια΄5). Κύριε, Σύ εἶσαι «ὁ πανακής Ἰατρός», ὁ αἰώνιος Θεραπευτής, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας».

Οἱ Ἀπόστολοί Σου, Κύριε, μεγάλωσαν μέ τή λαχτάρα Τοῦ Ἐρχομένου Μεσσία, ὡς κοσμικοῦ Ἄρχοντος, πού θά κληρονομήσῃ τόν Θρόνο τοῦ Δαυῒδ καί ὡς κοσμικός Ἄρχων θά κυριαρχήσῃ ἐπί πάντα τά ἔθνη. Πρίν λάβουν τή Χάρι τοῦ Ἀγίου Πνεύματος, δέν μποροῦσαν νά ἐννοήσουν τό Μέγα Μυστήριον τῆς Θεϊκῆς Συγκαταβάσεώς Σου καί τά ἑκούσια φρικτά Πάθη, τά ὁποῖα, ὡς ἄνθρωπος ὑπέμεινες. Δέν μπόρεσαν νά καταλάβουν καλά τίς προεξαγγελίες τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεώς Σου, τή διαβεβαίωσι ὅτι μετά τόν Σταυρόν, θά ἀκολουθήσῃ ἡ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ.

Κύριέ μου Ἰησοῦ, ἀντιλαμβάνομαι ὅτι ὡς ἄνθρωπος, πρό τοῦ Φρικτοῦ Πάθους, αἰσθάνεσαι τήν ἀνάγκην νά ἀνακοινώσῃς στούς δικούς Σου, τόν πόνον καί τήν Ὀδύνην σου, γιά τήν ἄδικον σφαγήν, γιά τήν ἀχαριστίαν τῶν εὐεργετουμένων, τό· ὅτι σοῦ προσφέρουμε ἀντί τοῦ μάννα, χολήν. ἀντί τοῦ ὕδατος, ὄξος, ἀντί νά σέ ἀγαπᾶμε, σέ προσηλώνουμε στό Σταυρό. Ἔχεις ὡς ἄνθρωπος, ἀνάγκη συμπόνιας, συμπαραστάσεως, παρηγοριᾶς. Καί ὅλοι ἐμεῖς, ἀκόμη καί οἱ δύο ἐκ τῶν πρωτοκορυφέων Ἀποστόλων Σου, ἀντί νά σταθοῦν, μέ τήν καρδιά τους, κοντά Σου καί νά Σε συμπονέσουν καί Σέ παρηγορήσουν, προσπαθοῦν, νά ἐκμεταλευτοῦν γιά δική τους ὠφέλεια τή δύσκολη ὥρα. Κυριευμένοι ἀπό τόν Ἐγωϊσμός τους(;) ἀπό τή φιλοδοξία τους(;) ἀπό τήν ἀνάγκη νά βρίσκωνται κοντά Σου(;), μέ θολωμένο τό μυαλό ἀπό τίς παχυλές ἰδέες περί Μεσσίου, ὡς κοσμικοῦ Ἄρχοντος, ζητοῦν τήν ἱκανοποίησι τῆς φιλοδοξίας τους. Δέν καταλαβαίνουμε τίποτε, Θεέ μου. Ἄν ἤσουν Γιός μου, θά Σοῦ ἔλεγα, Ἰησοῦ μου, μήν ἔρχεσαι κοντά μας, θά Σέ Σταυρώσουμε. Εἴμαστε ἀχάριστοι, ἀγνώμονες, βυθισμένοι στό βοῦρκο τῆς Ὕλης. Οἱ πρωτοκορυφαῖοι ζητοῦν τήν Πρωτοκαθεδρία στή Δόξα Σου καί ὅλοι οἱ ἄλλοι Μαθηταί, δέν συμμετέχουμε στόν ἀνθρώπινο πόνο Σου, ἀλλά ἀγανακτοῦμε, γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς...

Καί δέν μπορεῖ ὁ νοῦς μας νά χωρέσῃ τήν ἄφατη μακροθυμία Σου. Καί τή δύσκολη  ἀκόμη ὥρα, πρό τοῦ Πάθους Σου, προσπαθεῖς, ὡς Θεός, νά μᾶς βοηθήσῃς νά καταλάβουμε ὅτι «ἡ Βασιλεία Σου οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου(Ἰωάν. ιη΄36-37) καί νά μᾶς παρηγορήσῃ, ὥστε νά πιστέψουμε στή Θεότητά Σου καί νά κατανοήσουμε ὅτι ἑκουσίως πάσχεις, ὡς ἄνθρωπος καί ὅτι θά Ἀναστηθῇς ὡς Θεός, ὥστε νά μή  χάσουμε τήν Πίστι μας καί νά μή ὀλιγοψυχίσουμε.  Πῶς ἀκόμη, μᾶς ἀνέχεσαι, Θεέ μου, καί μᾶς παραστέκεις! ... Μέ πόση τρυφερότητα μᾶς ἐξηγεῖς τή ματαιότητα τῆς φιλοδοξίας μας... Μέ πόση στοργή μᾶς μεταγγίζεις τό θεϊκό Σου Πνεῦμα!...


«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καί  τοῖς γραμματεῦσι, καί κατακρινοῦσιν αὐτόν θανάτῳ καί παραδώσουσιν αὐτόν τοῖς ἔθνεσι, καί ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καί μαστιγώσουσιν αὐτόν καί ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί  Τῌ ΤΡΙΤῌ ΗΜΕΡᾼ ΑΝΑΣΤΗΣΕΤΑΙ» (Μάρκ. ι΄33-34).

Στήν Ὁδόν τῆς ἀναβάσεως εἰς Ἱεροσόλυμα, ἐμπιστεύεσαι τόν πόνο σου στούς Μαθητάς Σου. Τούς προαναγγέλλεις ὅτι θά παραδοθῇς, μέ τή θέλησί Σου, εἰς τούς Ἁρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς, καί ὅτι αὐτοί θά Σέ καταδικάσουν σέ θάνατο καί θά Σε παραδώσουν στούς ἐθνικούς, καί αὐτοί θά Σέ ἐμπαίξουν καί θά Σέ μαστιγώσουν, καί θά Σέ φτύσουν καί θά Σέ θανατώσουν καί, γιά νά τούς κρατησῃς κοντά Σου καί νά τούς στερεώσῃς στήν Πίστι,   τούς βεβαιώνεις, Πολυέλεε, ὅτι τήν τρίτη ἡμέρα ΘΑ ΑΝΑΣΤΗΘῌΣ. Καί οἱ μαθηταί, ἀντί  νά σταθοῦν δίπλα Σου, τή δύσκολή ὥρα τῶν Φρικτῶν Παθῶν, ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες... Συγχωρησέ μας Θεέ μου!  Δέν ξέρουμε τί ζητᾶμε.  Μᾶς τυφλώνει τό σαρκικό μας φρόνημα καί, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε,  χάνουμε τή χάρι τῆς κοινωνίας  μαζί Σου, γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ!  Δέν ξέρουμε τί ζητᾶμε...

Πόσο τυφλοί καί πωρωμένοι εἴμαστε καί δέν θέλουμε νά καταλάβουμε τῆς δωρεές τῆς Θεϊκῆς Σου συγκαταβάσεως!  Γίνεσαι ὑπήκοος εἰς τόν Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, Τύπος καί ὑπογραμμός σέ ὅλους μας.  Μέ τό Αἷμα Σου χαράσσεις  τήν καθ’ ὑπερβολήν Ὁδόν τῆς τέλειας Ἀγάπης πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, γιά νά ἀκολουθήσουμε τά ματωμένα Χνάρια Σου καί νά γίνουμε θεοί κατά χάριν. Κι’ ἐμεῖς  δέν ξέρουμε τί ζητᾶμε. Μή μᾶς ξεσυνερίζεσαι, Κύριε. Συγχώρησε τίς ἀπερσκεψίες μας, καί τά ἀσυλλόγιστα αἰτήματά μας καί τήν ἀδιακρισία μας. Ἀξίωσέ μας, Κύριε, νά Σέ ἀκολουθήσουμε στά Ἱεροσολυμα, καί μέ ἄκρα ταπείνωσι νά ἀνεβοῦμε τόν ἀνηφορικό δρόμο πρός τό Γολγοθᾶ συμμετέχοντες, μέ τήν καρδιά στά φρικτά Σου πάθη. Ἀξίωσέ μας νά συσταυρωθοῦμε καί νά ἀναστηθοῦμε μαζί Σου, Φιλάνθρωπε! 

«Προσκυνοῦμεν Σου τά πάθη, Χριστέ!  Δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν!».







«ὍΣ ΕΑΝ ΘΕΛῌ ΥΜΩΝ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΠΡΩΤΟΣ,

 


                                  ΕΣΤΑΙ ΠΑΝΤΩΝ ΔΟΥΛΟΣ»

Ὁ Ἀρχηγός καί Τελειωτής τῆς Πίστεώς μας εἶναι μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τέλειος Θεός, ὁ Ὁποῖος, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, γιά τά πλάσματά Του, «σάρξ ἐγένετο καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» ( ἙΒΡ. ΙΒ΄2. Ἰωάν. α΄14). «Ἐκένωσεν ἑαυτόν, μορφήν δούλου λαβών... ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος (εἰς τόν Πατέρα) μέχρι θανάτου δέ Σταυροῦ» (Φιλιπ. β΄7-11), «ἵνα τήν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσιν» (Δαμασκηνός). Ἐταπείνωσεν ἑαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωήν αἰώνιον»( Ἰωάν. γ΄ 15,16). Ἐταπείνωσεν ἑαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ, καί μέ τή Θυσία Του ἵδρυσε τήν Ἐκκλησίαν Του, τήν αἰώνια Βασιλεία Του, τήν Κοινωνίαν τῶν Προσώπων, τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων. Ἀκρογωνιαῖον δέ λίθον, αἰώνιον Θεμέλιον, ἔθεσε τόν Εαυτόν Του, τήν ἐνσαρκωμένην ἄκραν Ταπείνωσιν καί τήν ἐνσαρκωμένην ἄπειρη Ἀγάπην καί «Θεμέλιον ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἱησοῦς Χριστός» (Α΄ Κορινθ. γ΄11). Καί ὁ καθένας ἄς προσέχῃ, λέγει ὁ Παῦλος, πῶς, μέ ποιόν τρόπον οἰκοδομεῖ(πρβλ. Α΄ Κορινθ. γ΄10-18). Κανείς δέν μπορεῖ νά κτίσῃ πάνω εἰς αὐτό τό θεμέλιο, ἐάν δέν ἐνσαρκώσῃ τήν ἄκρα Ταπείνωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τήν τέλεια ἀγάπη, τήν Ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἐάν δέν ἐνσαρκώσῃ τήν ἐσταυρωμένην Ἀγάπην, τήν Καινήν Ἐντολήν· «καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» ( Ἰωάν. ιγ΄34-35).

Ἡ Κοινωνία τῶν Ἁγίων συγκροτεῖ τόν Ναόν τοῦ Θεοῦ τόν Ἅγιον, τήν Βασιλείαν Του. Ὁ Απόστολος Παῦλος ἐρωτᾷ: «Δέν ξέρετε ὅτι σεῖς, οἱ πιστοί, εἶσθε ναός τοῦ Θεοῦ καί ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας; Ἐάν κανείς ἀπό σᾶς ἀφήσῃ ἀφύλακτες τίς θύρες,  καί «μπῇ ὁ Διάολος μέσα του», ἐάν κυριευθῇ ἀπό τό φοβερό πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοῦ Ἑωσφορισμοῦ, ἀπό ἔπαρσι, ὑπεροψία, ὑπερηφάνεια, ἐάν κυριευθῆ ἀπό φιλοδοξία καί, ὡς ὑποκριτής Φαρισαῖος , ἀγαπᾶ «τήν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καί τάς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς Συναγωγαῖς τούς ἀσπασμούς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καί καλεῖσθαι ὑπό τῶν ἀνθρώπων Ραββί, Ραββί» (παρβλ. Ματθ. κγ΄ 1ἑξ.), δέν ἔχει  τό Θεοῦ μέσα του, καί συνεπῶς δέν εἶναι ναός Θεοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἀνήκει στήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Κύριος «ὁ Θεός  ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»( Ἰάκ. δ΄6) καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος λέγει: «Πάντες δέ ἀλλήλοις ὑποτασσόμενοι τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε (δέσατε καλά πάνω σας σάν ἄλλο ἔνδυμα τήν ταπεινοφροσύνην) ὅτι ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» (Α΄ Πέτρ. ε΄5). Καί τονίζει σέ ὅλους· «Ταπεινώθητε ὑπό τήν κραταιάν χεῖρα τοῦ Θεοῦ, ἵνα ὑμᾶς ὑψώσῃ ἐν καιρῷ» (Α΄ Πέτρ. ε΄6). Οἱ φίλαρχοι, οἱ ὑβριστές καί ὑπερήφανοι δέν ἔχουν θέσι στή Βασιλεία Τοῦ Θεοῦ. «Ἐκεῖνος πού θά ὑψώσῃ τόν ἑαυτόν του, θεωρῶντας ὅλους τούς ἄλλους καρακατιανούς, αὐτός πού θά  μεταχειρισθῇ  τούς ἄλλους ὡς κατωτέρους του, θά ταπεινωθῇ καί θά ἐξευτελισθῇ, λέγει ὁ Κύριος. Καί ἐκεῖνος, πού θά ταπεινώσῃ τόν ἑαυτόν του καί θά  γίνῃ, διά τῆς χριστιανικῆς, τῆς τέλειας ἀγάπης, δοῦλος καί ὑπηρέτης τῶν ἄλλων, θά ἀνυψωθῇ ἀπό τόν Θεόν καί θά δοξασθῇ» (Ματθ. κγ΄ 12).

Μέ ἀφορμή τή φιλοδοξία τῶν δύο πρωτοκορυφαίων Μαθητῶν Του, πού λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος Του, τοῦ ζήτησαν νά  καθήσουν ὁ Ἕνας στά δεξιά Του καί ὀ Ἄλλος στά ἀριστερά Του, στή ΔΟΞΑ  Του, ἀλλά καί ἐξ αἰτίας τῆς ἀγανακτήσεως, τῶν ἄλλων Μαθητῶν, γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς... ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, Καλεῖ κοντά Του, τούς Μαθητάς καί μέ τρυφερότητα καί ἀγάπη τούς λέγει: «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καί οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν»( Μάρκ. ι΄42).

Μέ ἄλλα λόγια  ὁ Κύριος τονίζει στούς Μαθητάς Του ὅλων τῶν Ἐποχῶν, τήν γνωστή σέ ὅλους σκληρή καί ἀπάνθρωπη, καθημερινή πραγματικότητα καί λέγει: «Γνωρίζετε καλά ὅτι αὐτοί πού  νομίζονται καί φαίνονται ὅτι εἶναι ἄρχοντες τῶν Ἐθνῶν, συμπεριφέρονται πρός τούς λαούς πού κυβερνοῦν, σάν νά εἶναι ἀνεξέλεγκτοι κύριοί τους, καί σάν  νά ἦσαν οἱ λαοί κτήματά τους. Καταβασανίζουν, κατατυραννοῦν τούς λαούς πού κυβερνοῦν. Τούς ἐκμεταλεύονται καί τούς κατεξευτελίζουν. Οἱ ἄρχοντες αὐτοί εἶναι ἄλλου πνεύματος. Κατακυριεύονται ἀπό Ἑωσφορισμό καί ἐγκληματοῦν «κατ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ». Καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν μεγάλο κοσμικό ἀξίωμα,  μεταχειρίζονται τό Λαό τοῦ Θεοῦ, μέ μεγάλη ἐξουσία, μέ ἔπαρσι καί Ἐγωϊσμό, σάν νά εἶναι οἱ Λαοί δοῦλοι τους.

« Οὐχ  οὕτω δέ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὅς ἐάν θέλῃ  γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος. Καί ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος. Καί γάρ  ὀ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχή αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. ι΄ 43-45). Δηλαδή:

Μεταξύ σας ὅμως, εἰς τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, ὅπου τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ μέσα σας, καί ὅπου ὁ καθένας ἀπό σᾶς εἶναι Ναός τοῦ Θεοῦ ἅγιος, δέν ἔχει θέσι τό πνεῦμα τοῦ Ἑωσφόρου. Συνεπῶς μεταξύ σας δέν ἠμπορεῖ οὔτε ἐπιτρέπεται καμμιά ἀπολύτως ἑωσφορική συμπεριφορά.

Ἀλλά  ὅποιοσδήποτε θέλει νά γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας ἄς εἶναι  ὑπηρέτης ὅλων τῶν ἄλλων, ἄς προσπαθῇ μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, νά γίνεται προσφορά και θυσία στό Θεό, γιά τούς ἄλλους. Καί ὅποιοσδήποτε θέλει νά γίνῃ πρῶτος ἀπό σᾶς, ὀφείλει νά γίνῃ δοῦλος ὅλων, νά ἀσκῇ δηλαδή.τήν ἀγάπην, μέ κάθε ταπεινοφροσύνην. Διότι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού  ἔγινε ταπεινός ἄνθρωπος, ἔλαβε δούλου μορφήν, δέν ἦλθε εἰς τόν κόσμον, γιά νά ὑπηρετηθῇ, ἀλλά ἦλθε γιά νά ὑπηρετήσῃ καί νά δώσῃ τήν ψυχήν του λύτρον, Γιά νά  ἐξαγοράσῃ μέ τό αἷμα Του, καί νά ἐλευθερώσῃ, ἀπό τήν ἁμαρτίαν καί ἀπό τόν θάνατον, πολλούς. «Ἐσταυρώθη δι’ ἡμᾶς καί ἑκών ἐτάφη καί  Ανέστη ἐκ νεκρῶν τοῦ σῶσαι τά Σύμπαντα. ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩΜΕΝ».

Σταυρώθηκε ὁ Κύριος. Ἐταπεινώθηκε μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ. Πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καί μᾶς ἔλουσε καί μᾶς ἐκαθάρισε μέ τό Αἷμα Του ἀπό τίς ἁμαρτίες μας καί μᾶς κατέστησε Βασιλεῖς καί Ἱερεῖς στό Θεό καί Πατέρα μας (Ἀποκ. α΄ 5),« ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς Ἴχνεσιν Αὐτοῦ».

Ἔπλυνε τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του, ἀκόμη καί τά πόδια τοῦ  Ἰούδα καί εἶπε: «  Εἰ ἐγώ ἔνιψα ὑμῶν τούς πόδας, ὁ Κύριος καί ὁ Διδάσκαλος, καί ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τούς πόδας. Ὑπόδειγμα γάρ  δέδωκα ὑμῖν, ἵνα καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιεῖτε» (Ἰωάν. ιγ΄14-15).


Αὐτό τό Πνεῦμα τῆς ταπεινώσεως καί τῆς τέλειας ἀγάπης πρέπει νά κατοικεῖ μέσα μας καί διέπει τῆ ζωή μας, γιά νά εἴμαστε Μέλη τῆς Κοινωνίας τῶν Ἁγίων.
Ἔτσι θά γίνουν τά Σύμπαντα καινά καί κάθε πιστός  στό Χριστό, «ἐν Χριστῷ καινή κτίσις».

 Ὁ Πάντων Ἐπέκεινα εἶναι καί Πανταχοῦ Παρών καί παρακολουθεῖ τή ζωή μας καί θέλει νά εἴμαστε ὅλοι ἑνωμένοι μέ τόν Θεόν καί μεταξύ μας. Νά ἔχουμε δηλαδή μέσα μας τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος δέν συμμορφώνεται καί δέν ἀκολουθεῖ τά Ματωμένα Χνάρια τοῦ Χριστοῦ  ἀντιστρατεύεται στόν Ἁρχηγόν καί Τελειωτήν  τῆς Πίστεως ἡμῶν, συντάσσεται μέ τόν Ἀντίχριστον καί δέν εἰσέρχεται εἰς τήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, μένει ἔξω, μέ τή θέλησί του. Τρανό Παράδειγμα, πρός ἀποφυγήν, ἀποτελεῖ καί σήμερα ὁ ταλαίπωρος καί δυστυχής κατά πάντα  συνάανθρωπός μας,  Ὁ ΠΑΠΑΣ. Εἷναι Τύπος τοῦ ἀντιχρίστου τῶν Ἐσχάτων. Ἀντιστρατεύεται στό πανάγιον Θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Ἀποβάλλει τόν ἄρραφον Χιτώνα τοῦ Χριστοῦ, δέν δέχεται καί δέν ἐνσαρκώνει τήν ἄκραν Ταπείνωσιν καί τήν τέλειαν Ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, καί  Ἐνδύεται τόν μανδύαν τοῦ Ἑωσφορισμοῦ. Ἰσχυρίζεται ὅτι  κατέχει τήν παντοδυναμίαν τοῦ Θεοῦ, ὅτι εἶναι  extra Jus, super Jus. Καί λέγει χαζομάρες... Λέγει:Ego sum Vicarius Christi in terra. Καταργεῖ τήν ὀρθόδοξον Παράδοσιν καί διακηρύσσει, χωρίς ἴχνος ντροπῆς καί λέγει: La traditio sono Io. Διεκδικεῖ τό ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, σέ ἀντίθεσι μέ τό Θέλημα τοῦ  Κυρίου (πρβλ. Μαρκ. ι΄32-45) καί πολλά ἄλλα. Ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ.  ΜΟΝΟΝ Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ἀντιστρατεύεται στή ζωντανή Παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή μας. Ἀντίχριστος εἶναι ὅποιος  νομίζει πώς εἶναι ἀντιπρόσωπος τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Ὁ Κύριος μᾶς λέγει ὄτι ἐάν ποιήσηται πάντα τά διαταχθέντα ὑμῖν λέγεται ὅτι ΔΟΥΛΟΙ ΑΧΡΕΙΟΙ ΕΣΝΕΝ. Ποιοῦμνεν πάντα τά διαταχέντα ἡμῖν; ΕΙΘΕ ΝΑ ΜΑΣ ΑΞΙΩΣῌ Ο ΚΥΡΙΟΣ νά περιπατοῦμε ὅπως Αὐτός «ἐν Ἀγάπῃ». ΕΙΘΕ νά ποιοῦμεν πάντα τά διαταχθέντα ἡμῖν, ὅπως ὁ Θεός θέλει.



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς καί λύτρωσε ἡμᾶς ἀπό τήν πλάνην τῶν ἀνοήτων φιλοδοξιῶν, ἀπό κάθε εἶδος ἑωσφορισμοῦ. Χάρισέ μας , Κύριε, Ταπεινοφροσύνην, ὑπομονήν καί Ἀγάπην. Βοήθησέ μας να προσεγγίσουμε, με ταπεινοφροσύνη, καί νά βιώσουμε τήν Ἀγάπην Σου, στήν καθημερινή μας ζωήν, Νά νοιώσουμε τά ἑκούσια Φρικτά Πάθη Σου. Νά  σταυρωθοῦμε μαζί Σου καί νά ἀξιωθοῦμε νά ἑορτάσουμε τήν Ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν.




«ΠΡΟΣΚΥΝΟΥΜΕΝ ΣΟΥ ΤΑ ΠΑΘΗ ΧΡΙΣΤΕ. ΔΕΙΞΟΝ ΗΜΙΝ  ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΔΟΞΟΝ ΣΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ»



                      Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.