Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Ο ΘΕΛΩΝ ΠΡΩΤΟΣ ΕΙΝΑΙ

 


ΕΣΤΩ ΠΑΝΤΩΝ ΕΣΧΑΤΟΣ

  Ὁ Κύριος προλέγει τή  Σταυρική Του Θυσία.

Ανεβαίνοντας ὁ Ἰησοῦς πρός τά Ἱεροσόλυμα  εἶναι πολύ χαρούμενος, διότι ἔρχεται στήν Πόλι, στήν ὁποίαν ἐπρόκειτο νά δοξασθῇ. Δηλαδή νά ὑψωθῇ στό Σταυρό, καί διά τῆς Θυσίας Του νά λυτρώσῃ τά πλάσματά του ἀπό τή φθορά καί τό Θάνατο.

Ὅσοι Τόν ἀκολουθοῦν βλέποντας τόν Διδάσκαλό τους νά προπορεύεται, μέ τόσο θάρρος καί χαρά ἐκεῖ, ὅπου ἐπρόκειτο, ὡς ἄνθρωπος, νά ὑποστῇ τόσο φρικτά Πάθη, Τόν θαυμάζουν, ἐκπλήσσονται καί φοβοῦνται. Δέν μποροῦν νά καταλάβουν τό μυστήριον τῆς Ἀγάπης Του γιά ὅλους μας.

Ὁ Κύριος ἀναβαίνοντας εἰς Ἱεροσόλυμα πῆρε κατά μέρος τούς δώδεκα Μαθητάς καί ἄρχισε νά τούς λέγει ὅλα , ὅσα ἐπρόκειτο νά πάθῃ ἐκεῖ: Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου θά παραδοθῇ στούς Ἀρχιερεῖς καί τούς Γραμματεῖς καί θά Τόν καταδικάσουν σέ Θάνατο καί θά Τόν παραδώσουν  στούς ἐθνικούς. Αὐτοί θά Τόν ἐμπαίξουν καί θά Τόν μαστιγώσουν, θά Τόν φτύσουν καί  Τόν θανατώσουν καί τήν τρίτην Ἡμέραν θά ἀναστηθῇ. 


 

Ὁ Κύριος, ὡς ἄνθρωπος, ἀνοίγει τήν καρδιά Του στουςδικούς Του. Μοιράζεται μαζί τους τόν πόνο Του, τούςμιλάει γιά τά φρικτά Πάθη Του, τούς προλέγει τό μαρτύριον πού θά ὑποστῆ, γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί, γιά νά τούς ἐνισχύσῃ  τίς πολύ  δύσκολες ὧρες τοῦ πάθους Του, τούς προαναγγέλλει τήν Ἀνάστασίν Του.

Ὅμως ποιός θά τό περίμενε; Δέν καταλαβαίνουν τίποτε.  Ζοῦν στόν κόσμο τους. Καί δέν ξέρουν τί θέλουν. Δοῦλοι στό Πάθος τοῦ Ἐγωϊσμοῦ τους, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας, τολμοῦν ἐκείνη τήν κρίσιμη ὥρα, πού ὁ Κύριος, τούς μιλάει,  γιά τά Πάθη Του, αὐτοί Τοῦ ζητοῦν νά τούς ἱκανοποιήσῃ τόν  Ἐγωϊσμό τους.

Και οἱ μέν δύο κορυφαῖοι τῶν Μαθητῶν, «οἱ υἱοί τῆς βροντῆς», ὁ Ἰάκωβος καί ὁ Ἰωάννης, οἱ γιοί τοῦ Ζεβεδαίου, Τόν πλησιάζουν καί τοῦ λέγουν:

«Διδάσκαλε, θέλουμε ἐκεῖνο, πού θά Σοῦ ζητήσουμε, νά  μᾶς τό  κάνῃς». Καί ὁ Χριστός τούς εἶπε: «Καί τί θέλετε νά  σᾶς κάνω;» Καί κεῖνοι, χωρίς ντροπή, Τοῦ εἶπαν: «Δός μας νά καθήσουμε ὁ ἕνας στά δεξιά Σου καί ὁ ἄλλος στά ἀριστερά Σου, ὅταν ἔλθῃς στή δόξα Σου, ὅταν θά ἀναβῇς στόν   ἐπίγειον θρόνον τοῦ Δαυῒδ.

Ὁ Κύριος, «πρᾷος καί ταπεινός τῆ καρδίᾳ», ἀκούει, μέ συμπάθεια, τό αἴτημά τους καί τούς λέγει: «Δέν ξέρετε τί ζητᾶτε. Τώρα δεν εἶναι καιρός γιά  φιλοδοξίες καί  γιά κοσμικά ἀξιώματα, ἀλλά  καιρός Διωγμῶν καί Μαρτυρικοῦ Θανάτου. Μπορεῖτε νά πιῆτε τό ποτήρι, πού ἐγώ πίνω καί νά βαπτισθῆτε τό βάπτισμα, πού ἐγώ βαπτίζομαι; Ἐκεῖνοι εἶπαν: «Μποροῦμε». Τότε ὁ Ἰησοῦς τούς εἶπε: «Τό ποτήρι, πού ἐγώ θά πιῶ, θά τό πιῆτε καί θά βαπτισθῆτε τό βάπτισμα, τό ὁποῖον ἐγώ βαπτίζομαι. Διότι καί σεῖς θά  ὑποστῆτε διωγμούς καί μαρτύριον, γιά τό Εὐαγγέλιον. Τό νά σᾶς βάλω ὅμως νά καθήσετε στά  δεξιά μου ἤ στά ἀριστερά μου, δέν  ἐξαρτᾶται ἀπό μένα, νά τό δώσω σέ ὅποιον μοῦ τό ζητήσει, ἀλλά οἱ θέσεις αὐτές θά δοθοῦν ἀπό τόν Πατέρα μου, σέ κείνους, γιά τούς ὁποίους ἔχουν ἑτοιμασθῆ, κατά λόγον δικαιοσύνης.

Ἀλλά καί οἱ ὑπόλοιποι Μαθηταί δέν διέφεραν καθόλου ἀπό τούς ἄλλους. Ἦσαν τό ἴδιο φιλόδοξοι. Διότι ὅταν ἀκουσαν, γιά τή συμπεριφορά τοῦ Ἰακώβου καί τοῦ Ἰωάννου ἀγανάκτησαν ἐναντίον τους. Ἐάν βέβαια ἐξετάσουμε τώρα τή  δική μας συμπεριφορά, θά διαπιστώσουμε, δυστυχῶς, πόσο φιλόδοξοι, πόσο ἄμυαλοι, πόσο ὁλιγόπιστοι εἴμαστε. Δέν ἔχουμε  στήν ψυχή μας τήν πίστιν τήν  δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένην. Εἴμαστε δυστυχεῖς. Χωρίς ἀγάπη ἡ ζωή μας δέν ἔχει νόημα, δέν ἔχει περιεχόμενο. Ὅταν ἀφήσουμε νά βλαστήσῃ μέσα μας ὁ Ἐγωϊσμός, ἡ φιλαρχία, ἡ ἀρχομανία, τότε διώχνουμε τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί γινώμαστε βρωμερά σκουλίκια, σκουπίδια. Πράγματι τότε μπαίνει ὁ διάολος μέσα μας καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν  ἔσχατη ἐξαθλίωσι. Μᾶς βυθίζει εἰς «ἰλύν βυθοῦ».

Γι’αὐτό ἔρχεται ὁ Χριστός, γιά νά μᾶς ἀνασύρῃ ἀπό «τήν ἰλύν βυθοῦ» εἰς τήν ὁποίαν ἔχουμε ἐμπαγῆ καί νά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς τόπον ἀναψυχῆς, «ἐπί ζωῆς πηγάς ὑδάτων».

Ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἄπειρη ἀγάπη, ὅπως τότε προσκάλεσε τούς Μαθητάς Του καί καθάρισε, τή λάσπη τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας καί τῶν βρωμερῶν παθῶν, ἀπό τήν καρδιά τους, ἔτσι καί σήμερα, «χθές και σήμερον ὁ αὐτός και εἰς τούς αἰῶνας», ὁ Κύριος ἔρχεται καί μᾶς προσκαλεῖ κοντά Του, γιά νά καθαρίσῃ καί  τή δική μας καρδιά ἀπό τίς ἀκαθαρσίες τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τοῦ Ἑωσφορισμοῦ, τῆς φιλαυτίας, τῆς φιλαρχίας, τῆς ἀρχομανίας, τῆς Ψευτιᾶς, τῆς Ὑποκρισίας καί τῶν δαιμονικῶν, τῶν βρωμερῶν παθῶν, πού κάνουν τή ζωή μας Κόλασι.

Μᾶς διδάσκει καί μᾶς ἐμπνέει μέ τό δικό Του Πνεῦμα. Ἔρχεται, ὡς «πῦρ καταναλίσκον», καί καίει τά ἄχυρα τῶν ἔργων μας, θερμαίνει τήν  παγωμένη μας ψυχή. Ἔρχεται καί  φωτίζει τόν νοῦν καί τήν καρδιά μας,  φωτίζει τά σκοτάδια μας,  μᾶς χαρίζει τό φῶς τό τῆς γνώσεως, γιά νά βλέπουμε καθαρά τό Θεό καί τά εἰκονίσματά Του, τούς συνανθρώπους μας. Ξεριζώνει μέσα ἀπό την καρδιά μας τά ἀγκάθια τῶν βρωμερῶν παθῶν τῆς φιλαρχίας καί  τῆς ἀρχομανίας καί φυτεύει τά ἄνθη τά εὔοσμα, τό πνεῦμα τῆς  σωφροσύνης, τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ὑπομονῆς καί τῆς Ἀγάπης, τῆς βασιλίσσης τῶν ἀρετῶν. Σέ αὐτό τό πνεῦμα ὁ Κύριος θεμελιώνει τήν  Ἐκκλησίαν Του, τήν Κοινωνίαν τῶν προσώπων, τήν Κοινωνίαν τῶν ἁγίων, ὥστε «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις». Καινή Ἐντολή, καινή διδαχή, καινή διαθήκη. «Ἰδού καινά ποιῶ τά πάντα»(Β΄ Κορινθ. ε΄17. Ἀποκ. κα΄ 5. κ. ἄ. ). Αὐτό εἶναι τό πανάγιον Θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο καί λέγει σέ ὅλους μας, ὁ Πολυεύσπλαγχνος: «Γνωρίζετε, ὅτι αὐτοί, πού νομίζονται καί φαίνονται πώς εἶναι ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, τά καταδυναστεύουν, συμπεριφέρονται πρός τούς λαούς των, σάν να ἦσαν ἀνεξέλεγκτοι κύριοί τους καί σάν νά ἦσαν οἱ λαοί κτήματά τους. Καί ἐκεῖνοι πού ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, καταπιέζουν ἀφόρητα τούς συνανθρώπους τους.

Μεταξύ σας ὅμως, στή νέα μας Οἰκογένεια, στήν Κοινωνίαν τῶν Ἁγίων, δέν θά συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ἐκεῖνος, πού θέλει νά γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, θά εἶναι ὑπηρέτης σας, καί ἐκεῖνος, πού θέλει νά εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, θά εἶναι δοῦλος ὅλων. «Διότι καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη, ἔγινε υἱός ἀνθρώπου καί δέν ἦλθε νά ὑπηρετηθῇ, ἀλλά νά ὑπηρετήσῃ καί  νά δώσῃ τή ζωή Του λύτρον, γιά νά ἐξαγωρασθοῦν καί νά  ἐλευθερωθοῦν ἀπό την ἁμαρτίαν καί τόν θάνατον πολλοί» (Μάρκ. ι΄ 32-45).

Εἶναι καιρός νά βασιλεύσῃ στήν ψυχή καί τή ζωή μας τό Πνεῦμα τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς Πίστεώς μας, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶναι καιρός νά κυβερνήσῃ τήν Κοινωνία μας, τό πνεῦμα τῆς αὐταπαρνήσεως καί τῆς αὐτοθυσίας, αὐτό τό  πνεῦμα τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καί τῆς ἁγνῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.

Ἀλήθεια, πόσο γελοῖοι γινώμαστε οἱ ἄνθρωποι, ὅταν ἀντιστρατευώμαστε  στό Χριστό καί στό Εὐαγγέλιον τῆς Ἀγάπης Του!...

Τί κερδίσαμε μέχρι σήμερα, μέ τή φιλαρχία καί τήν ἀρχομανία;

Ὁ Χριστός, ὁ τέλειος Θεός, ὁ Ἐξουσιαστής, ὁ Παντοκράτωρ, γίνεται ὑπηρέτης ὅλων μας. Πῶς θά σταθοῦμε  μπροστά του; Πῶς θά ἀτενίσουμε τή δόξα Του; «Καί τίς δύναται σταθῆναι;»(Ἀποκ. στ΄17). Ὅταν συλλογίζομαι τήν ἀναίσχυντη, τήν ἀπρεπῆ,  τήν ἀστόχαστη συμπεριφορά μας μπροστά στό Θεό, διαπιστώνω πόσο γελοιοδέστατοι, πόσο τιποτένιοι καί αἰσχροί εἴμαστε. Καί ἀπορῶ, πῶς δέν ἀνοίγει ἡ γῆ νά μᾶς καταπιῇ. Πῶς νά περιγράψω τήν κατάντια μας;

Τί νά πῶ; Τά λόγια περιττεύουν…Πῶς μᾶς ἀνέχεσαι  Θεέ μου;  Θρηνῶ τήν κατάντια μας, στενάζω, γιά τήν ψυχική μας γυμνότητα  καί τήν ἀθλιότητά μας. Πόσο  ταλαίπωροι καί ἐλεεινοί καί πτωχοί  καί τυφλοί καί γυμνοί εἴμαστε, Κύριε!  Τρέμων καταφεύγω καί ζητῶ τό  Ἔλεός Σου. Δέν ἔχω ποῦ ἀλλοῦ νά καταφύγω.

Ὁμολογῶ, Κύριε, ὅτι ἐκτός ἀπό Σένα, δέν ἔχω καί, δέν θέλω νά ἔχω ἄλλον Κανένα βοηθόν στήν ζωή μου. Ὁμολογῶ ὅτι Σύ εἶσαι ἡ ζωή μου καί ἡ εἰρήνη μου, ἡ μόνη μου παρηγοριά, ἡ μόνη μου ἐλπίδα, τό Φρούριόν μου, τό μόνον ἀσφαλές καταφύγιον.  Σύ καί μόνον Σύ εἶσαι ὁ Θεός μου.


Ἄπειρη εἶναι ἡ Ἀγάπη Σου,  ἄπειρη εἶναι ἡ εὐσπλαγχνία Σου! Ἀνέκφραστη καί ἀπερίγραπτη εἶναι ἡ μακροθυμία Σου. Ἀμέτρητον εἶναι τό Ἔλεός Σου!  Σέ Σένα καταφεύγω, Σύ, πού Σταυρώθηκες, για μᾶς, λυπήσου με καί ἄκουσε τίς ἀναρθρες κραυγές μου. Συγχώρησέ μας, Κύριε. Ἔλεος Σοῦ ζητῶ. Ὄχι γιατί τό ἀξίζουμε, ἀλλά ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ Ὀνόματός Σου, Κύριέ μου, Ἰησοῦ! Δέξου τή μετάνοιά μας, διῶξε μέσα ἀπό τήν ψυχή καί τή ζωή μας τό πονηρόν πνεῦμα τοῦ Ἐγωϊσμοῦ, τῆς φιλαρχίας καί τῆς ἀρχομανίας. Στερέωσέ μας ἐπί την πέτραν τῶν ἑντολῶν σου. Σῶσον ἡμᾶς καί τόν κόσμον Σου, πρίν τελειωτικά χαθοῦμε. Ἔρχου ταχύ, Κύριέ  μου Ἰησοῦ. Θεέ μου, μή χρονίσῃς!

 

«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας και ἀργολογίας μή μοι δῷς.

Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς και ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναι, Κύριε βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου· ὅτι εὐλογητός εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου